Language of document : ECLI:EU:C:2024:336

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Απριλίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κατ’ αποκοπήν καταβολή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο απασχολήσεως στον τόπο καταγωγής – Κανονισμός (ΕE, Ευρατόμ) 1023/2013 – Νέοι κανόνες υπολογισμού – Υπάλληλοι των οποίων ο τόπος καταγωγής ευρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών ή εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης ΛΕΕ ή εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑567/22 P έως C‑570/22 P,

με αντικείμενο τέσσερις αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 25 Αυγούστου 2022,

Vasile Dumitrescu, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Berchem-Sainte-Agathe (Βέλγιο),

Guido Schwarz, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο) (C‑567/22 P),

YT, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

YU, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑568/22 P),

YV, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑569/22 P),

ZA, μόνιμος υπάλληλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑570/22 P),

εκπροσωπούμενοι από τους L. Levi και J.-N. Louis, avocats,

αναιρεσείοντες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

YW,

YZ,

προσφεύγοντες πρωτοδίκως (C‑569/22 P),

YY,

καθής πρωτοδίκως (C‑570/22 P),

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους T. S. Bohr και G. Gattinara,

καθής πρωτοδίκως (C‑567/22 P έως C‑569/22 P),

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Inghelram και την A. Ysebaert,

καθού πρωτοδίκως (C‑570/22 P),

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την E. Taneva και τον J. Van Pottelberge,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον M. Bauer, την Ξ. Χαμόδρακα και τον T. Verdi,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), J.-C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις αντίστοιχες αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι Vasile Dumitrescu και Guido Schwarz (C‑567/22 P), YT και YU (C‑568/22 P), YV (C‑569/22 P) καθώς και ZA (C‑570/22 P) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσείοντες) ζητούν την αναίρεση, αντιστοίχως, των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Ιουνίου 2022, Dumitrescu και Schwarz κατά Επιτροπής (T‑531/16, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C‑567/22 P, EU:T:2022:362), της 15ης Ιουνίου 2022, YT και YU κατά Επιτροπής (T‑532/16, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C‑568/22 P, EU:T:2022:363), της 15ης Ιουνίου 2022, YV κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑533/16, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C‑569/22 P, EU:T:2022:364), και της 15ης Ιουνίου 2022, YY και ZA κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (T‑545/16, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C‑570/22 P, EU:T:2022:366) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές τους με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (T‑531/16 έως T‑533/16) και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (T‑545/16) περί μειώσεως ή καταργήσεως, από 1ης Ιανουαρίου 2014, της επιστροφής των εξόδων ετησίου ταξιδίου, ώστε οι προσφεύγοντες να μπορούν να διατηρήσουν τη σχέση τους με τον τόπο καταγωγής τους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο παλαιός ΚΥΚ

2        Το παράρτημα VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15) (στο εξής: παλαιός ΚΥΚ), με τίτλο «Κανόνες σχετικοί με τις αποδοχές και τις επιστροφές εξόδων», περιελάμβανε το τμήμα 3, με τίτλο «Επιστροφή εξόδων», του οποίου η υποενότητα Γ, με τίτλο «Έξοδα ταξιδίου», περιελάμβανε τα άρθρα 7 και 8 του παραρτήματος αυτού. Το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 1, προέβλεπε ότι ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφή των εξόδων ταξιδίου του για τον ίδιο, τον/την σύζυγό του και τα συντηρούμενα και πράγματι συγκατοικούντα με αυτόν πρόσωπα, υπό διάφορες περιστάσεις. Κατά το ως άνω άρθρο 7, παράγραφος 3:

«Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί υπόψη ο τόπος προσλήψεώς του, ο τόπος όπου ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο καθορισμός αυτός δύναται ακολούθως να αναθεωρηθεί για όσο χρόνο ο ενδιαφερόμενος ευρίσκεται εν ενεργεία και επ’ ευκαιρία της αποχωρήσεως του από την υπηρεσία, κατόπιν ειδικής αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Εν τούτοις εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκεί τα καθήκοντά του, η απόφαση αυτή δύναται να ληφθεί μόνο σε εξαιρετική περίπτωση και κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων που δικαιολογούν δεόντως την αίτησή του.

[...]»

3        Το άρθρο 8 του εν λόγω παραρτήματος όριζε τα εξής:

«1.      Ο υπάλληλος δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή την σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, ποσού ίσου προς τα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας του στον τόπο καταγωγής, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 7.

[...]

2.      Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου της πρόσληψης ή της καταγωγής του [...]

[...]

4.      Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται στην επικράτεια των κρατών μελών. [...]

[...]»

 Ο ΚΥΚ

4        Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013 (στο εξής: ΚΥΚ), εφαρμόζεται, υπό την επιφύλαξη ορισμένων από τις διατάξεις του τις οποίες δεν αφορούν οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, από την 1η Ιανουαρίου 2014, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού.

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 12 και 24 του εν λόγω κανονισμού έχουν ως εξής:

«(2)      [...] είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ένα πλαίσιο για την προσέλκυση, πρόσληψη και διατήρηση γλωσσομαθούς προσωπικού υψηλού επιπέδου προσόντων, το οποίο να επιλέγεται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των πολιτών των κρατών μελών, με κατάλληλη μέριμνα για την ισόρροπη εκπροσώπηση των δύο φύλων, να είναι ανεξάρτητο, και να τηρεί τα ανώτατα επαγγελματικά πρότυπα, και να παρέχεται στο προσωπικό αυτό η δυνατότητα να ασκεί τα καθήκοντά του όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και αποδοτικά. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα τα θεσμικά όργανα όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων ή προσωπικού από ορισμένα κράτη μέλη.

[...]

(12)      Στα συμπεράσματά του της 8ης Φεβρουαρίου 2013, για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισήμαινε ότι η ανάγκη της βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών απαιτεί ιδιαίτερες προσπάθειες από όλες τις δημόσιες διοικήσεις και το προσωπικό τους, με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας, και την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες. Μάλιστα υπενθύμιζε τον στόχο της πρότασης της Επιτροπής, του 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία επιδιώκεται να εξασφαλιστεί οικονομική αποδοτικότητα, και αναγνώριζε ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ιδιαίτερη προσπάθεια από όλες τις δημόσιες διοικήσεις και όλα τα μέλη του προσωπικού τους, για τη βελτίωση της απόδοσης και την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητούσε, ακόμα, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, την αναστολή, για μια διετία, της αναπροσαρμογής των μισθών και των συντάξεων όλων των υπαλλήλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με την εφαρμογή της μεθόδου, και την επαναφορά της νέας εισφοράς αλληλεγγύης στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της μεθόδου μισθολογικής αναπροσαρμογής.

[...]

(24)      Οι κανόνες στον τομέα της οδοιπορικής άδειας και ετήσιας επιστροφής των εξόδων ετησίου ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν, να εκλογικευτούν και να συνδεθούν με καθεστώς εκπατρισμού, προκειμένου να καταστεί η εφαρμογή τους απλούστερη και περισσότερο διαφανής. Ειδικότερα, η ετήσια οδοιπορική άδεια θα πρέπει να αντικατασταθεί από άδεια επίσκεψης τόπου καταγωγής και να περιοριστεί σε δυόμιση ημέρες κατά ανώτατο όριο.»

6        Το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2. Στις χρηματικές διαφορές το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.»

7        Το παράρτημα VII του ΚΥΚ φέρει τον τίτλο «Κανόνες σχετικοί με τις αποδοχές και τις επιστροφές εξόδων». Το παράρτημα αυτό περιλαμβάνει το τμήμα 3, με τίτλο «Επιστροφή εξόδων», του οποίου η ενότητα Γ, με τίτλο «Έξοδα ταξιδίου», περιλαμβάνει τα άρθρα 7 και 8 του εν λόγω παραρτήματος. Το εν λόγω άρθρο 7 προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι ο υπάλληλος δικαιούται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου για αυτόν τον ίδιο, τον/την σύζυγό του και τα συντηρούμενα και πράγματι συγκατοικούντα με αυτόν πρόσωπα, υπό διάφορες περιστάσεις. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4:

«Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί καταρχήν υπόψη ο τόπος πρόσληψής του ή, κατόπιν ρητού και δεόντως αιτιολογημένου αιτήματός του, ο τόπος όπου ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο τόπος καταγωγής ο οποίος καθορίζεται κατά τον τρόπο αυτόν μπορεί, με ειδική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, να μεταβληθεί ενόσω ο υπάλληλος βρίσκεται εν ενεργεία ή επ’ ευκαιρία της αποχώρησής του από την υπηρεσία. Ωστόσο, ενόσω βρίσκεται εν ενεργεία, η απόφαση αυτή λαμβάνεται μόνο κατ’ εξαίρεση και αφού ο υπάλληλος προσκομίσει τα κατάλληλα δικαιολογητικά στοιχεία.

[...]»

8        Το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Ο υπάλληλος που δικαιούται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούται, εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ’ αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 [του εν λόγω παραρτήματος], για τον ίδιο και, εάν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή τη σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 [του εν λόγω παραρτήματος].

[...]

2.      Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου καταγωγής του.

Όταν ο τόπος καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 [του ίδιου παραρτήματος], βρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Σ[ΛΕΕ] και των εδαφών των κρατών μελών της [(ΕΖΕΣ)], η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια. [...]

[...]

4.      Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. [...]

[...]»

 Το ιστορικό των διαφορών

9        Το ιστορικό των διαφορών, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

10      Οι αναιρεσείοντες είναι υπάλληλοι θεσμικού οργάνου της Ένωσης, ήτοι είτε της Επιτροπής (υποθέσεις C‑567/22 P έως C‑569/22 P) είτε του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπόθεση C‑570/22 P). Άπαντες έχουν τόπο υπηρεσίας ευρισκόμενο στο έδαφος κράτους μέλους και τόπο καταγωγής εκτός του εδάφους των κρατών μελών ή εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης ΛΕΕ ή εκτός του εδάφους των κρατών μελών της ΕΖΕΣ.

11      Κατόπιν της θέσεως του κανονισμού 1023/2013 σε ισχύ, το θεσμικό όργανο που απασχολεί έκαστον εξ αυτών καθόρισε το ποσό το οποίο του αναλογούσε ως κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η πληρωμή των εξόδων ταξιδίου αντιστοιχεί πλέον σε αποζημίωση η οποία υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια, βάσει χιλιομετρικής κλίμακας.

12      Η μέθοδος υπολογισμού της αποζημιώσεως που προκύπτει από την εν λόγω διάταξη είχε ως συνέπεια για καθέναν από τους αναιρεσείοντες σημαντική μείωση του ποσού της αποζημιώσεως σε σχέση με το ποσό το οποίο εδικαιούτο δυνάμει του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του παλαιού ΚΥΚ, η οποία εξικνείται μέχρι τη μη καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού για τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος υπηρεσίας ευρισκόταν σε απόσταση μικρότερη των 201 χλμ. από την πρωτεύουσα του κράτους μέλους του οποίου έχουν την ιθαγένεια.

 Οι προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

13      Οι αναιρεσείοντες, αφού προσέβαλαν ανεπιτυχώς με διοικητική ένσταση τις αποφάσεις οι οποίες καθόρισαν για πρώτη φορά το ποσό της κατ’ αποκοπήν καταβολής των οδοιπορικών εξόδων που εδικαιούντο βάσει του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγές ακυρώσεως κατά των αποφάσεων αυτών, προσφυγές οι οποίες εν συνεχεία μεταβιβάσθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο.

14      Στο πλαίσιο της προσφυγής η οποία ασκήθηκε στην υπόθεση T‑531/16, οι ενδιαφερόμενοι αναιρεσείοντες υπέβαλαν πέντε αιτήματα, με τα οποία ζητούσαν κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση με την οποία η Επιτροπή εφήρμοσε για πρώτη φορά ως προς αυτούς το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ·

–        να ακυρώσει κάθε απόφαση την οποία εξέδωσε έναντι αυτών η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της ανωτέρω διατάξεως από το έτος 2015·

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή απέρριψε τις διοικητικές τους ενστάσεις·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να τους επιστρέψει τα έξοδα ετησίου ταξιδίου στον τόπο καταγωγής τους τα οποία να καλύπτουν τα πραγματικά τους έξοδα και βάσει του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του παλαιού ΚΥΚ, πλέον τόκων υπερημερίας, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Στο πλαίσιο των προσφυγών ακυρώσεως οι οποίες ασκήθηκαν στις υποθέσεις T‑532/16, T‑533/16 και T‑545/16, οι ενδιαφερόμενοι αναιρεσείοντες υπέβαλαν τρία αιτήματα, με τα οποία ζητούσαν κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση με την οποία το καθού θεσμικό όργανο σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές, ήτοι, αντιστοίχως, η Επιτροπή ή το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφήρμοσε για πρώτη φορά έναντι αυτών το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ·

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις με τις οποίες το εν λόγω θεσμικό όργανο απέρριψε τις διοικητικές τους ενστάσεις, και

–        να καταδικάσει το εν λόγω θεσμικό όργανο στα δικαστικά έξοδα.

16      Σε εκάστη από τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, απέρριψε τα αιτήματα περί ακυρώσεως των αποφάσεων με τις οποίες είχαν απορριφθεί οι διοικητικές ενστάσεις, αφού διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις αυτές δεν είχαν αυτοτελές περιεχόμενο.

17      Προσέτι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C‑567/22 P, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτα, αφενός, το δεύτερο σκέλος του αιτητικού, με το οποίο ζητείτο η ακύρωση μελλοντικών αποφάσεων της Επιτροπής, λόγω του υποθετικού χαρακτήρα του, καθόσον αφορούσε πράξεις μη εισέτι εκδοθείσες, και, αφετέρου, το τέταρτο σκέλος του αιτητικού, καθόσον με αυτό ζητείτο να υποχρεωθεί το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο στην καταβολή των εξόδων ετησίου ταξιδίου βάσει των διατάξεων του παλαιού ΚΥΚ, με την αιτιολογία ότι δεν είχε αρμοδιότητα το Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει εντολές στη Διοίκηση στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 91 του ΚΥΚ.

18      Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, σε εκάστη από τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, τους λόγους τους οποίους προέβαλαν οι αναιρεσείοντες προς στήριξη του πρώτου σκέλους του αιτητικού περί ακυρώσεως των αποφάσεων με τις οποίες τα καθών θεσμικά όργανα εφάρμοσαν για πρώτη φορά το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ έναντι των αναιρεσειόντων, λόγω, κατ’ ουσίαν, της ελλείψεως νομιμότητας της ανωτέρω διατάξεως.

19      Με τους λόγους αυτούς προβαλλόταν, πρώτον, παράβαση του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, δεύτερον, στην υπόθεση T‑531/16, παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, τρίτον, παράβαση του σκοπού του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, σε συνδυασμό, στην υπόθεση T‑531/16, με τη γενική αρχή του δικαιώματος του υπαλλήλου να διατηρεί προσωπικές σχέσεις με τον τόπο των κύριων συμφερόντων του και με το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και, τέταρτον, παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και των κεκτημένων δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των ως άνω λόγων ακυρώσεως, απέρριψε αυτό το πρώτο σκέλους του αιτητικού.

20      Κατά συνέπεια, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C‑567/22 P, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης το αίτημα των ενδιαφερομένων αναιρεσειόντων να καταδικασθεί η Επιτροπή στην επιστροφή των εξόδων ετησίου ταξιδίου τους στον τόπο καταγωγής τους βάσει των πραγματικών εξόδων τους.

21      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό τους τις προσφυγές στις υποθέσεις T‑531/16 έως T‑533/16 και T‑545/16.

22      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα σε εκάστη από τις υποθέσεις αυτές.

 Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

23      Με τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑567/22 P έως C‑569/22 P, οι ενδιαφερόμενοι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να δεχθεί στο σύνολό τους τις προσφυγές ακυρώσεως τις οποίες άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις αυτές και να καταδικάσει τους ενδιαφερόμενους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

25      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τα οποία, ως παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως, κατέθεσαν υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ζητούν επίσης την απόρριψη των αιτήσεων αναιρέσεως στις ανωτέρω υποθέσεις και την καταδίκη των ενδιαφερομένων αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα.

26      Με την αναίρεσή του στην υπόθεση C‑570/22 P, ο ενδιαφερόμενος αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να δεχθεί στο σύνολό της την προσφυγή ακυρώσεως την οποία άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

–        να καταδικάσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

27      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση αυτή και την καταδίκη του ενδιαφερομένου αναιρεσείοντος στα δικαστικά έξοδα.

28      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζητούν επίσης την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως στην εν λόγω υπόθεση και την καταδίκη του ενδιαφερομένου αναιρεσείοντος στα δικαστικά έξοδα.

29      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 54, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 24 Μαΐου 2023, τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑567/22 P έως C‑570/22 P προς διευκόλυνση της ενδεχόμενης προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

30      Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑567/22 P προβάλλουν τρεις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό καθώς και παραμόρφωση των στοιχείων της δικογραφίας, ο δεύτερος παράβαση του σκοπού του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, παραβίαση της γενικής αρχής σχετικά με το δικαίωμα του υπαλλήλου να διατηρεί προσωπικές σχέσεις με τον τόπο των κύριων συμφερόντων του, παράβαση των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, καθώς και παραμόρφωση των στοιχείων της δικογραφίας, και, ο τρίτος παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

31      Προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες στις υποθέσεις C‑568/22 P έως C‑570/22 P προβάλλουν δύο λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος είναι πανομοιότυπος με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑567/22 P, ενώ ο δεύτερος αφορά παραβίαση του σκοπού του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

32      Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, αφενός, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος και, εν μέρει, το τέταρτο σκέλος του αιτητικού των αναιρεσειόντων στην υπόθεση T‑531/16 και, αφετέρου, το δεύτερο σκέλος του αιτητικού των αναιρεσειόντων στις υποθέσεις T‑532/16, T‑533/16 και T‑545/16 απορρίφθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, αντιστοίχως, στις σκέψεις 26 έως 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑567/22 P, στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑568/22 P, στη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑569/22 P και στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑570/22 P, βάσει εκτιμήσεων οι οποίες συνοψίζονται στις σκέψεις 16 και 17 της παρούσας αποφάσεως.

33      Μολονότι οι αναιρεσείοντες ζητούν την αναίρεση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων και κατά το μέρος που απορρίφθηκαν τα εν λόγω σκέλη του αιτητικού, πρέπει εντούτοις να επισημανθεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν αμφισβητούνται αυτές καθεαυτές στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως, κανένας δε από τους λόγους που προβάλλονται προς στήριξή τους δεν τις αφορά.

34      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα καθώς και συνοπτική έκθεση των λόγων αυτών.

35      Κατά τη νομολογία, τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν το αίτημα αναιρέσεως των επίμαχων σημείων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς, επί ποινή απαραδέκτου (πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑833/19 P, EU:C:2021:950, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑567/22 P πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση αυτή όσον αφορά την απόρριψη του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του αιτητικού της προσφυγής στην υπόθεση T‑531/16 καθώς και του τετάρτου σκέλους του αιτητικού της, καθόσον με αυτό ζητήθηκε να υποχρεωθεί η Επιτροπή στην καταβολή των εξόδων ετησίου ταξιδίου βάσει των διατάξεων του παλαιού ΚΥΚ, ελλείψει οποιασδήποτε διευκρινίσεως ως προς τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται συναφώς η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

37      Για την ταυτότητα του λόγου, οι αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑568/22 P έως C‑570/22 P πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον σκοπούν στην αναίρεση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων στις υποθέσεις αυτές όσον αφορά την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του αιτητικού των προσφυγών στις υποθέσεις T‑532/16, T‑533/16 και T‑545/16.

38      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθούν, επί της ουσίας, οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά το μέρος που σκοπούν στην αναίρεση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων όσον αφορά την απόρριψη του πρώτου σκέλους του αιτητικού, με το οποίο καθένας από τους αναιρεσείοντες ζητούσε, καθόσον τον αφορούσε, την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία το θεσμικό όργανο του οποίου είναι υπάλληλος εφήρμοσε για πρώτη φορά ως προς αυτόν το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

 Επί του πρώτου λόγου εκάστης αιτήσεως αναιρέσεως

39      Ο πρώτος λόγος εκάστης αιτήσεως αναιρέσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά παράβαση του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, το δεύτερο έλλειψη αιτιολογίας και το τρίτο παραμόρφωση των στοιχείων της δικογραφίας καθώς και εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό.

40      Με το πρώτο σκέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κυρίως, ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον προβληθέντα προς στήριξη των προσφυγών ακυρώσεως λόγο σχετικά με την παράβαση του άρθρου 45 ΣΛΕΕ μόνον όσον αφορά την επιχειρηματολογία τους κατά την οποία το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ενέχει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, ενώ είχαν υποστηρίξει ότι η τελευταία αυτή διάταξη συνιστά επίσης εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και ότι η εξέταση του λόγου τους ακυρώσεως υπό το πρίσμα αυτό θα απαιτούσε ειδική ανάλυση. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως και παρέβη, ως εκ τούτου, την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως.

41      Με αιτίαση που προβάλλουν επικουρικώς στο πλαίσιο του πρώτου αυτού σκέλους, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας το κριτήριο της ιθαγενείας του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ χωρίς να εξετάσει το επιτρεπτό και την αναλογικότητα του κριτηρίου αυτού υπό το πρίσμα του σκοπού της συγκεκριμένης διατάξεως.

42      Με το δεύτερο σκέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε «σφάλμα αιτιολογήσεως» παραπέμποντας εσφαλμένως στη σκέψη 51 της αποφάσεως της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240).

43      Με το τρίτο σκέλος, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε ένα στοιχείο της δικογραφίας και υπέπεσε σε δύο σφάλματα νομικού χαρακτηρισμού, εκ των οποίων το πρώτο ήταν ο χαρακτηρισμός ως «περιθωριακών καταστάσεων» των περιπτώσεων των 756 υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού των οποίων ο τόπος καταγωγής ευρισκόταν εκτός του εδάφους των κρατών μελών την 1η Ιανουαρίου 2015, ενώ το δεύτερο ήταν, σε σχέση με τις συνέπειες της χρησιμοποιήσεως του κριτηρίου της ιθαγενείας στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ο χαρακτηρισμός ως «ευτελών μειονεκτημάτων» την ουσιώδη μείωση, αν όχι σχεδόν ολική κατάργηση, της καταβολής των εξόδων ταξιδίου στους υπαλλήλους αυτούς.

 Επί της αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

44      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας, η οποία πρέπει να εξετασθεί πρώτα. Με την αιτίαση αυτή, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί της επιχειρηματολογίας τους σχετικά με την ύπαρξη εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, εξετάζοντας τον αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 45 ΣΛΕΕ λόγο ακυρώσεως μόνον υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας τους σχετικά με την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγενείας.

45      Τα καθών θεσμικά όργανα αμφισβητούν το βάσιμο της εν λόγω αιτιάσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων συνιστά ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στη ρητή διατύπωση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν η αιτιολογία πάσχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής ακόμη και αν προβάλλει εσφαλμένους λόγους (αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 24ης Νοεμβρίου 2022, Thunus κ.λπ. κατά ΕΤΕ, C‑91/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:928, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εξετάσεως του αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 45 ΣΛΕΕ λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με εκάστη από τις προσφυγές ακυρώσεως οι οποίες ασκήθηκαν ενώπιόν του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, «[ε]φόσον οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι [το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ] συνιστά εμπόδιο καθόσον θα τους αποθάρρυνε να κάνουν χρήση της ελευθερίας τους κυκλοφορίας για να αποδεχθούν θέση εργασίας στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιχειρηματολογία αυτή συμπίπτει με την επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται ότι η [διάταξη αυτή] εισάγει δυσμενείς, καθόσον, όπως υποστηρίζουν, εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων ως προς τους όρους εργασίας τους».

48      Με τις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε ρητώς υπόψη την επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων σχετικά με την ύπαρξη εμποδίου, αλλά προέβη σε ανάλυση η οποία το οδήγησε να την εξετάσει από κοινού με την επιχειρηματολογία με την οποία οι αναιρεσείοντες προέβαλαν παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

49      Κατά συνέπεια, η αιτίαση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί της αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Με την αιτίαση που προβάλλουν επικουρικώς στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η οποία πρέπει να εξετασθεί εν συνεχεία, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας το σχετικό με την ιθαγένεια κριτήριο του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ σε σχέση με τον σκοπό του κανονισμού 1023/2013, επί τη βάσει εκτιμήσεων σχετικών με τον προϋπολογισμό, τη διοικητική οργάνωση και την πολιτική του προσωπικού τις οποίες έκρινε θεμιτές, χωρίς να εξετάσει αν το κριτήριο αυτό ήταν επιτρεπτό και αναλογικό προς τον σκοπό του εν λόγω άρθρου 8, ήτοι τη χορήγηση πλεονεκτημάτων ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι και τα συντηρούμενα από αυτούς πρόσωπα να έχουν τη δυνατότητα να μεταβαίνουν τουλάχιστον μία φορά ετησίως στον τόπο καταγωγής τους.

51      Η αιτίαση αυτή αφορά ειδικότερα τις σκέψεις 72 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑567/22 P, τις σκέψεις 38 έως 41 και 57 έως 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑568/22 P, τις σκέψεις 39 έως 42 και 62 έως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑569/22 P, καθώς και τις σκέψεις 38 έως 41 και 60 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑570/22 P.

52      Συναφώς, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ενέχει άμεση διάκριση λόγω ιθαγενείας και ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων κρίνοντας ότι οι λόγοι τους οποίους προσδιόρισε ως αυτούς οι οποίοι οδήγησαν στη θέσπιση της διατάξεως αυτής είναι θεμιτοί, χωρίς να εκτιμήσει ούτε την αναλογικότητα της εν λόγω διατάξεως ούτε την καταλληλότητα του στηριζόμενου στην ιθαγένεια κριτηρίου το οποίο αυτή περιλαμβάνει σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω άρθρο 8.

53      Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν το κριτήριο αυτό είναι πρόσφορο ή κατάλληλο σε σχέση με τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων υπαλλήλων να μεταβαίνουν τουλάχιστον μία φορά ετησίως στον τόπο καταγωγής τους προκειμένου να διατηρήσουν εκεί οικογενειακούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς δεσμούς, σύμφωνα με τη σχετική γενική αρχή της ευρωπαϊκής δημόσιας διοικήσεως.

54      Οι αναιρεσείουσες στην υπόθεση C‑568/22 P υποστηρίζουν ότι, μολονότι ως τόπος καταγωγής αμφοτέρων έχει οριστεί το Μπουένος Άιρες (Αργεντινή), το οποίο απέχει 11 000 χλμ. και πλέον από τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), οι οποίες είναι ο τόπος υπηρεσίας τους, εντούτοις εισέπραξαν διαφορετικό ποσό ως πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, το οποίο υπολογίσθηκε με γνώμονα την απόσταση μεταξύ Βρυξελλών και Ρώμης (Ιταλία) ή Μαδρίτης (Ισπανία), ήτοι των πρωτευουσών των κρατών μελών των οποίων έχουν αντιστοίχως την ιθαγένεια, δεδομένου ότι η απόσταση αυτή αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 15 % της αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας τους και του τόπου καταγωγής τους. Οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑567/22 P εξηγούν τις συνέπειες της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ υπογραμμίζοντας ότι σε άλλον αναιρεσείοντα, του οποίου ο τόπος καταγωγής είναι επίσης στο Μπουένος Άιρες, και του οποίου ο τόπος υπηρεσίας είναι το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), η επιστροφή εξόδων την οποία δικαιούται υπολογίζεται με βάση την απόσταση μεταξύ Λουξεμβούργου και Βρυξελλών, πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια, και δεν εισπράττει κανένα ποσό ως κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη απόσταση είναι μικρότερη των 201 χιλιομέτρων.

55      Οι αναιρεσείοντες υπογραμμίζουν, εξάλλου, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης διέθετε πλείονες δυνατότητες για την επίτευξη του σκοπού του εξορθολογισμού του προϋπολογισμού, τον οποίο έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να παραγνωρίσει τον σκοπό του εν λόγω άρθρου 8 ούτε να εισαγάγει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας μεταξύ των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, είτε επιλέγοντας, για παράδειγμα, ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό της πληρωμής των εξόδων ταξιδίου το σημείο της διαδρομής προς τον τόπο καταγωγής το οποίο ευρίσκεται στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης είτε καθορίζοντας ανώτατο όριο είτε μειώνοντας το ποσό του πλεονεκτήματος.

56      Τα καθών θεσμικά όργανα αμφισβητούν το βάσιμο της εν λόγω αιτιάσεως.

57      Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε κατάλληλο το κριτήριο της ιθαγενείας του υπαλλήλου, δεδομένου ότι, στις σκέψεις 72 και 73 της αποφάσεως της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το κριτήριο αυτό είναι πρόσφορο ιδίως στο πλαίσιο του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Εξάλλου, η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπογραμμίζουν ότι το γεγονός ότι ο τόπος καταγωγής ενός υπαλλήλου κείται σε τρίτη χώρα αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει τη θέσπιση ειδικού κανόνα συναφώς, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο στοιχείο αποτελεί τη μοναδική αιτία της διαφοράς στο ποσό το οποίο επιστρέφεται, αποκλειομένης της ιθαγενείας των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, η οποία αποτελεί απλώς δευτερεύον κριτήριο.

58      Το Κοινοβούλιο επισημαίνει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το κριτήριο της ιθαγενείας είναι αντικειμενικό και καθιστά δυνατή την απλή, διαφανή και χωρίς διακρίσεις εφαρμογή του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ στους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος καταγωγής κείται εκτός του εδάφους των κρατών μελών.

59      Επιπλέον, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η ιθαγένεια αποτελεί κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο γίνεται γενικώς δεκτό στο δίκαιο της ευρωπαϊκής δημοσίας διοικήσεως, βάσει τεκμηρίου κατά το οποίο η ιθαγένεια ενός προσώπου αποτελεί σοβαρή ένδειξη περί της υπάρξεως πολλαπλών και στενών δεσμών μεταξύ του προσώπου αυτού και της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια, όπερ αποκλείει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ εισάγει από τη φύση του δυσμενή διάκριση.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

60      Επισημαίνεται ότι, αφού έκρινε σκόπιμο να εξετάσει την επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων σχετικά με την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ συνιστά εμπόδιο συμπίπτει με την επιχειρηματολογία τους σχετικά με την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ιθαγενείας. Όσον αφορά την επιχειρηματολογία αυτή, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι οι αναιρεσείοντες υποστήριζαν ότι υπάλληλοι με τον ίδιο τόπο υπηρεσίας στο έδαφος κράτους μέλους και τον ίδιο τόπο καταγωγής εκτός της Ένωσης θα έπρεπε να εισπράττουν το ίδιο ποσό ως κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, ακόμη και αν έχουν διαφορετικές ιθαγένειες.

61      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, το εν λόγω ποσό το οποίο αναλογεί στους οικείους υπαλλήλους καθορίζεται πράγματι σε συνάρτηση με την ιθαγένειά τους.

62      Εντούτοις, αφενός, υπογράμμισε ότι η ως άνω διάταξη δεν αφορά το δικαίωμα επί του εν λόγω ποσού, αλλά μόνον τον τρόπο υπολογισμού του, και έκρινε ότι έπρεπε να αναγνωρισθεί στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

63      Αφετέρου, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να προσφύγει σε κατηγοριοποίηση, συνεπαγόμενη ενδεχομένως την επιλογή κριτηρίου βασιζόμενου στην ιθαγένεια, εφόσον η κατηγοριοποίηση δεν εισάγει από τη φύση της διακρίσεις από απόψεως επιδιωκόμενου σκοπού. Εν προκειμένω, όμως, η επιλογή ενός τέτοιου κριτηρίου στηρίζεται, κατά το Γενικό Δικαστήριο, σε θεμιτούς σκοπούς, ήτοι στην ανάγκη εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού των κανόνων σχετικά με την καταβολή των εξόδων ταξιδίου, προκειμένου η εφαρμογή τους να καταστεί απλούστερη και πιο διαφανής, και στην επιδίωξη οικονομικής αποδοτικότητας στο πλαίσιο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών οι οποίες επικρατούν στην Ευρώπη και επιβάλλουν την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Περαιτέρω, έκρινε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ είναι αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη σκοπό, ο οποίος συνδέεται με τους ως άνω θεμιτούς λόγους εκσυγχρονισμού, εξορθολογισμού και βελτιστοποιήσεως της οικονομικής αποδοτικότητας. Συγκεκριμένα, προκειμένου για τομέα στον οποίο ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και στον οποίο, ως εκ τούτου, μόνον ο προδήλως απρόσφορος χαρακτήρας ενός μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό θα μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητά του, ο νομοθέτης θα επιλέξει ένα εκ φύσεως αντικειμενικό κριτήριο, απλό και διαφανές, η εφαρμογή του οποίου καθιστά δυνατή την εξοικονόμηση πόρων.

64      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο των προσφυγών τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβήτησαν το ίδιο το γεγονός ότι, με τον κανονισμό 1023/2013, ο νομοθέτης της Ένωσης τροποποίησε τον τρόπο υπολογισμού της κατ’ αποκοπήν πληρωμής των εξόδων ταξιδίου. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νομικός δεσμός μεταξύ των υπαλλήλων και της Διοικήσεως είναι καταστατικής και όχι συμβατικής φύσεως. Επομένως, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μονίμων υπαλλήλων, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβασιούχων υπαλλήλων που απορρέουν από τις διατάξεις του ΚΥΚ που εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν σε αυτούς, όπως το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, μπορούν να τροποποιηθούν ανά πάσα στιγμή από τον νομοθέτη, τηρουμένων των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240, σκέψεις 49 και 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών περιλαμβάνεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η ανωτέρω αρχή αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη (απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Επιτροπή κατά VW κ.λπ., C‑116/21 P έως C‑118/21 P, C‑138/21 P και C‑139/21 P, EU:C:2022:557, σκέψη 140 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι παραβίαση της αρχής αυτής, πρέπει ιδίως να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο και ο σκοπός που επιδιώκει η διάταξη η οποία προβάλλεται ότι παραβιάζει την αρχή αυτή (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Εξάλλου, όταν υφίστανται κανόνες του ΚΥΚ όπως οι επίμαχοι εν προκειμένω και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει συναφώς ο νομοθέτης της Ένωσης, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν ο νομοθέτης αυτός προβαίνει σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται με την οικεία ρύθμιση (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Εν προκειμένω, το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του παραρτήματος V του ΚΥΚ, το οποίο αφορά την άδεια επισκέψεως τόπου καταγωγής, η διάρκεια της οποίας προστίθεται στη διάρκεια της ετήσιας αδείας, σκοπεί να χορηγήσει στον υπάλληλο και στα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα τη δυνατότητα μεταβάσεως, τουλάχιστον μία φορά ετησίως, στον τόπο καταγωγής του, προκειμένου να διατηρούν τους οικογενειακούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς δεσμούς τους (απόφαση της 25 Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240, σκέψη 66).

71      Με τη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού, το άρθρο 8 συμβάλλει στην εφαρμογή, ως προς τους οικείου υπαλλήλους, της γενικής αρχής του δικαίου της ευρωπαϊκής δημοσίας διοικήσεως κατά την οποία ο υπάλληλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατηρεί προσωπικές σχέσεις με τον τόπο όπου ευρίσκονται τα κύρια συμφέροντά του, παρά την ανάληψη των καθηκόντων του και την απόσταση μεταξύ του τόπου αυτού και του τόπου υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 1985, De Angelis κατά Επιτροπής, 144/84, EU:C:1985:171, σκέψη 13).

72      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 8 ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι όλοι οι υπάλληλοι των οποίων ο τόπος καταγωγής είναι διαφορετικός από τον τόπο υπηρεσίας και οι οποίοι δικαιούνται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού απολαύουν οικονομικού πλεονεκτήματος το οποίο συνίσταται στην κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ετησίου ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, ανεξαρτήτως του πού ευρίσκεται ο τόπος αυτός.

73      Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου 8 καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού αυτού του οικονομικού οφέλους. Προς τούτο, η διάταξη αυτή προβλέπει, στο πρώτο εδάφιό της, ότι η κατ’ αποκοπήν πληρωμή υπολογίζεται βάσει της γεωγραφικής αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου καταγωγής του, διευκρινίζοντας ταυτοχρόνως, στο δεύτερο εδάφιό της, ότι, όταν ο τόπος καταγωγής ευρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών, εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της Συνθήκης ΛΕΕ ή εκτός του εδάφους των κρατών μελών της ΕΖΕΣ, η ως άνω κατ’ αποκοπήν πληρωμή καθορίζεται βάσει της γεωγραφικής αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του οικείου υπαλλήλου και της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια.

74      Η προβαλλόμενη στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως διαφορετική μεταχείριση αφορά τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος καταγωγής κείται εκτός της Ένωσης, ανάλογα με το κράτος μέλος ιθαγένειάς τους.

75      Διαπιστώνεται ότι, υπό το πρίσμα του σκοπού ο οποίος συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας διατηρήσεως προσωπικών σχέσεων με τον τόπο των κύριων συμφερόντων, το σύνολο των υπαλλήλων οι οποίοι δικαιούνται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση.

76      Συναφώς, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240), δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 68, 71 και 74 εκείνης της αποφάσεως, η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη διαφορετική μεταχείριση αφορούσε δύο κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων η κατάσταση δεν ήταν συγκρίσιμη. Πράγματι, μεταξύ των υπαλλήλων των οποίων ο τόπος καταγωγής ήταν διαφορετικός από τον τόπο υπηρεσίας, μια κατηγορία περιελάμβανε αυτούς που δικαιούντο επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού και, επομένως, θεωρούντο, κατ’ αρχήν, ελάχιστα ή ουδόλως ενταγμένοι στην κοινωνία του κράτους μέλους υπηρεσίας, κατηγορία η οποία, ως εκ τούτου, είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη για την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου, ενώ η άλλη κατηγορία ήταν εκείνη των υπαλλήλων οι οποίοι δεν δικαιούντο τέτοιες αποζημιώσεις, καθώς μπορούσαν να θεωρηθούν ότι διατηρούσαν στενότερο δεσμό με τον τόπο υπηρεσίας τους.

77      Αντιθέτως, το γεγονός ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η διαφορετική αυτή μεταχείριση αφορούσε το δικαίωμα κατ’ αποκοπήν πληρωμής των εξόδων ταξιδίου αυτό καθεαυτό, ενώ η προβαλλόμενη εν προκειμένω διαφορετική μεταχείριση αφορά τον τρόπο υπολογισμού του, είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις.

78      Όσον αφορά τη χρήση κριτηρίου της ιθαγενείας, το Δικαστήριο έχει βεβαίως διαπιστώσει ότι το κριτήριο αυτό μπορεί να συνιστά αντικειμενικό στοιχείο ικανό να επηρεάσει τη χορήγηση οικονομικού πλεονεκτήματος, του επιδόματος εκπατρισμού στη συγκεκριμένη υπόθεση, εκ του λόγου ότι το κριτήριο αυτό συνδεόταν, μεταξύ άλλων, άμεσα με τον σκοπό ο οποίος επιδιώκεται με τη χορήγηση του πλεονεκτήματος αυτού, ήτοι την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων τα οποία συνδέονται με την ιδιότητα του αλλοδαπού (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 1980, Hochstrass κατά Δικαστηρίου, 147/79, EU:C:1980:238, σκέψεις 12 έως 14).

79      Ωστόσο, εν προκειμένω, το κριτήριο της ιθαγενείας βάσει του οποίου υπολογίζεται η κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου την οποία δικαιούνται οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι δεν έχει σχέση με τον σκοπό τον οποίον επιδιώκει το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, καθόσον καταλήγει στον υπολογισμό των εξόδων ταξιδίου βάσει αποστάσεως μη σχετιζόμενης με εκείνη η οποία χωρίζει τον τόπο υπηρεσίας από τον τόπο καταγωγής των ενδιαφερομένων.

80      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ανωτέρω διάταξη, επιλέγοντας κριτήριο υπολογισμού στηριζόμενο στη γεωγραφική θέση της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχουν οι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, εισάγει αυθαίρετη διαφοροποίηση μεταξύ των υπαλλήλων των οποίων ο τόπος καταγωγής κείται εκτός της Ένωσης, δεδομένου ότι η εν λόγω πληρωμή υπολογίζεται βάσει κριτηρίου μη συνδεόμενου με τον τόπο καταγωγής των υπαλλήλων αυτών.

81      Βεβαίως, ο σκοπός της διασφαλίσεως οικονομικής αποδοτικότητας στο πλαίσιο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών οι οποίες επικρατούν στην Ευρώπη και επιβάλλουν την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και την ιδιαίτερη προσπάθεια κάθε δημόσιας διοικήσεως και του προσωπικού της για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας, καθώς και ο σκοπός του εκσυγχρονισμού και του εξορθολογισμού των εξόδων ταξιδίου, οι οποίοι εκτίθενται, αντιστοίχως, στις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 24 του κανονισμού 1023/2013, μπορούν να δικαιολογήσουν τη χορήγηση του οικείου πλεονεκτήματος μόνον στους υπαλλήλους οι οποίοι το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Álvarez y Bejarano κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑517/19 P και C‑518/19 P, EU:C:2021:240, σκέψη 68), ή ακόμη και τη μείωση του πλεονεκτήματος αυτού. Εντούτοις, θεωρήσεις αμιγώς δημοσιονομικής ή διοικητικής φύσεως ή πολιτικής προσωπικού δεν μπορούν να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών, αντικειμενική δικαιολογία για τη διαφορετική μεταχείριση υπαλλήλων ευρισκομένων σε παρεμφερείς καταστάσεις συνεπεία της εφαρμογής κριτηρίου στερούμενου οποιασδήποτε σχέσεως με τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

82      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η διαφορετική μεταχείριση των ενδιαφερομένων υπαλλήλων από τον νομοθέτη της Ένωσης αναλόγως της ιθαγενείας τους δικαιολογείτο από εκτιμήσεις δημοσιονομικής ή διοικητικής φύσεως ή εκτιμήσεις συνδεόμενες με τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού.

83      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή σε όλες τις αιτήσεις αναιρέσεως η αιτίαση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και, ως εκ τούτου, να αναιρεθούν οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις όσον αφορά την απόρριψη του πρώτου σκέλους του αιτητικού των προσφυγών ακυρώσεως καθώς και, κατά συνέπεια, όσον αφορά, αφενός, την απόρριψη του αιτήματος που περιλαμβάνεται στο τέταρτο σκέλος του αιτητικού στην υπόθεση T‑531/16 και, αφετέρου, την καταδίκη των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα στις υποθέσεις T‑531/16 έως T‑533/16 και T‑545/16, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν τα λοιπά σκέλη του πρώτου λόγου των αιτήσεων αναιρέσεως.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C567/22 P

 Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑567/22 P υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας τη διαφορετική μεταχείριση την οποία προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ μεταξύ των υπαλλήλων οι οποίοι δικαιούνται κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, προβλέποντας διαφορετικό τρόπο υπολογισμού της πληρωμής των εν λόγω εξόδων για εκείνους των οποίων ο τόπος καταγωγής κείται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης ή εκτός των χωρών και των εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της Συνθήκης ΛΕΕ ή εκτός του εδάφους των κρατών μελών της ΕΖΕΣ.

85      Ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως βάλλει, ειδικότερα, κατά των σκέψεων 59 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C‑567/22 P.

86      Οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑567/22 P υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο κατηγοριών ενδιαφερομένων υπαλλήλων, οι οποίοι τελούν σε παρεμφερείς καταστάσεις υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δικαιολογείτο από θεμιτούς σκοπούς που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 12 του κανονισμού 1023/2013. Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς ο νομοθέτης της Ένωσης, δεν ήταν προδήλως απρόσφορο να καθορίσει διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού του εν λόγω χρηματικού οφέλους για τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος καταγωγής κείται εκτός του εδάφους της Ένωσης, στους οποίους αναφέρεται το ως άνω άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, προκειμένου να επιτευχθούν οι εν λόγω σκοποί. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την αναλογικότητα της διαφορετικής αυτής μεταχειρίσεως υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το ίδιο το άρθρο 8.

87      Οι αναιρεσείοντες αυτοί παραπέμπουν, συναφώς, στην επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.

88      Τα καθών θεσμικά όργανα αμφισβητούν το βάσιμο του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑567/22 P.

89      Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη συγκρισιμότητα των δύο κατηγοριών ενδιαφερομένων υπαλλήλων υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και επισήμανε ότι η προβλεπόμενη στο ανωτέρω άρθρο πληρωμή είναι συγκρίσιμη για τις δύο αυτές κατηγορίες υπαλλήλων. Προσέτι, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ με τον κανονισμό 1023/2013 και της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διέθετε ο νομοθέτης, ότι αυτός δεν προέβη ούτε σε αυθαίρετη διαφοροποίηση ούτε σε προδήλως απρόσφορη επιλογή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

90      Η προβαλλόμενη στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως διαφορετική μεταχείριση αφορά τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος καταγωγής κείται εκτός της Ένωσης σε σχέση με εκείνους των οποίων ο τόπος καταγωγής κείται εντός της Ένωσης.

91      Από τη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα του σκοπού που συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας διατηρήσεως προσωπικών σχέσεων με τον τόπο των κύριων συμφερόντων, το σύνολο των υπαλλήλων οι οποίοι δικαιούνται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, ανεξαρτήτως του αν ο τόπος καταγωγής τους κείται εντός ή εκτός του εδάφους της Ένωσης.

92      Πάντως, η διαφοροποίηση μεταξύ των συγκεκριμένων υπαλλήλων αναλόγως του αν ο τόπος καταγωγής τους κείται εντός ή εκτός της Ένωσης δεν έχει σχέση με τον σκοπό αυτόν.

93      Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ εισάγει, συναφώς, αυθαίρετη διαφοροποίηση εις βάρος των υπαλλήλων των οποίων ο τόπος καταγωγής κείται εκτός της Ένωσης.

94      Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, εκτιμήσεις αμιγώς δημοσιονομικής ή διοικητικής φύσεως ή εκτιμήσεις συνδεόμενες με την πολιτική προσωπικού δεν μπορούν να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών, αντικειμενική δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως η οποία εισάγεται μεταξύ υπαλλήλων ευρισκομένων σε παρεμφερείς καταστάσεις, συνεπεία της εφαρμογής κριτηρίου άσχετου προς τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

95      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η διαφορετική μεταχείριση την οποία θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης μεταξύ των υπαλλήλων που δικαιούνται κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, αναλόγως του αν ο τόπος καταγωγής κείται εντός ή εκτός της Ένωσης, δικαιολογείτο από εκτιμήσεις δημοσιονομικής ή διοικητικής φύσεως ή εκτιμήσεις συνδεόμενες με τη διαχείριση ανθρωπίνων πόρων.

96      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑567/22 P και, ως εκ τούτου, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την ίδια έκταση περί της οποία διαλαμβάνει αναλυτικότερα η σκέψη 83 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως

97      Λαμβανομένου υπόψη ότι έγιναν δεκτοί η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, η οποία προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου των αιτήσεων αναιρέσεως, και ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑567/22 P, περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

 Επί των προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

98      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

99      Εν προκειμένω, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι οι προσφυγές τις οποίες άσκησαν οι αναιρεσείοντες στις υποθέσεις T‑531/16 έως T‑533/16 και T‑545/16 στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, σε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η οποία αποτέλεσε αντικείμενο κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της οποίας η εξέταση δεν απαιτεί τη λήψη κανενός συμπληρωματικού μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων ως προς τη δικογραφία, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσφυγές αυτές είναι ώριμες προς εκδίκαση και ότι πρέπει να αποφανθεί οριστικώς επ’ αυτών.

100    Λαμβανομένης υπόψη της μερικής αναιρέσεως των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί μόνον επί των πρώτων σκελών των ακυρωτικών αιτημάτων των εν λόγω προσφυγών και επί των αξιώσεων χρηματικής φύσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑531/16.

 Επί των πρώτων σκελών των ακυρωτικών αιτημάτων

101    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν, έκαστος κατά το μέρος που τον αφορούσε, την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία το θεσμικό όργανο του οποίου είναι υπάλληλος εφήρμοσε για πρώτη φορά έναντι αυτού το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

102    Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, επικαλέσθηκαν την έλλειψη νομιμότητας της ανωτέρω διατάξεως, μεταξύ άλλων λόγω παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.

103    Από την εξέταση των αιτήσεων αναιρέσεως, ιδίως από τις σκέψεις 80 έως 83 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι βάσιμη.

104    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του ακυρωτικού αιτήματος των προσφυγών στις υποθέσεις T‑531/16 έως T‑533/16 και T‑545/16 και, επομένως, να ακυρωθούν οι αποφάσεις με τις οποίες το θεσμικό όργανο του οποίου υπάλληλος είναι έκαστος των αναιρεσειόντων καθόρισε για πρώτη φορά τα δικαιώματά του όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ετησίου ταξιδίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

 Επί των χρηματικής φύσεως αξιώσεων στην υπόθεση T531/16

105    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑531/16 υποστήριξαν ότι η ακύρωση, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως με την οποία καθορίσθηκε το ποσό της επιστροφής των εξόδων ταξιδίου τους για το έτος 2014 έπρεπε να συνεπάγεται την επιστροφή των εξόδων του ετησίου ταξιδίου τους προς τον τόπο καταγωγής τους βάσει των πραγματικών εξόδων τους, πλέον τόκων υπερημερίας από τις 12 Ιουνίου 2014.

106    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς να εξετάσει το παραδεκτό του εν λόγω αιτήματος επιστροφής εξόδων, ότι αυτό έπρεπε να απορριφθεί συνεπεία της απορρίψεως των ακυρωτικών αιτημάτων, καθόσον συνδεόταν στενά με αυτά.

107    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και ενός προσώπου το οποίο υπόκειται στον ΚΥΚ, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, και ότι, στις χρηματικές διαφορές, ο δικαστής της Ένωσης έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.

108    Συνιστούν, μεταξύ άλλων, «χρηματικές διαφορές», κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όλες εκείνες που αφορούν την καταβολή, από το θεσμικό όργανο σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, ποσού το οποίο ο υπάλληλος θεωρεί ότι του οφείλεται δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης πράξεως η οποία διέπει τις εργασιακές τους σχέσεις (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, C‑135/06 P, EU:C:2007:812, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Κατ’ αρχήν, η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας την οποία απονέμει στον δικαστή της Ένωσης το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ τού παρέχει την εξουσία να δίνει στις διαφορές που του υποβάλλονται πλήρη λύση, ήτοι να αποφαίνεται επί του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του υπαλλήλου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού, εκτός αν αναθέσει στο εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο, και υπό τον έλεγχό του, την εκτέλεση κάποιου μέρους της αποφάσεως, υπό τους συγκεκριμένους όρους τους οποίους ο ίδιος καθορίζει (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, C‑135/06 P, EU:C:2007:812, σκέψη 67).

110    Επομένως, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να αποφασίσει, ενδεχομένως, την καταδίκη ενός θεσμικού οργάνου στην καταβολή ποσού το οποίο δικαιούται ο ενδιαφερόμενος μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης νομικής πράξεως (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, C‑135/06 P, EU:C:2007:812, σκέψη 68).

111    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑531/16 απορρέει από την κατ’ ένσταση διαπιστωθείσα έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, διάταξη στην οποία στηρίζονταν οι ανωτέρω αποφάσεις.

112    Επομένως, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει να μην εφαρμοσθεί, το ποσό των εξόδων ταξιδίου που οφείλονται σε καθέναν από τους αναιρεσείοντες στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑531/16 για το έτος 2014 πρέπει να καθορισθεί κατ’ εφαρμογήν μόνον των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

113    Πρέπει, επομένως, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει σε καθέναν από τους αναιρεσείοντες στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑531/16 ποσό αντίστοιχο προς τη διαφορά μεταξύ του ποσού των εξόδων ταξιδίου τα οποία ήδη εισπράχθηκαν για το έτος 2014 και του ποσού το οποίο προκύπτει αν η αποζημίωση υπολογισθεί ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας τους και του τόπου καταγωγής τους, πλέον τόκων υπερημερίας με το νόμιμο επιτόκιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

114    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

115    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

116    Δεδομένου ότι η Επιτροπή και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ηττήθηκαν στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως καθώς και, κατ’ ουσίαν, στο πλαίσιο των προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι δε αναιρεσείοντες ζήτησαν, αντιστοίχως στις υποθέσεις C‑567/22 P έως C‑569/22 P και C‑570/22 P, την καταδίκη των εν λόγω θεσμικών οργάνων στα δικαστικά έξοδα, αυτά πρέπει να φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι αναιρεσείοντες τόσο πρωτοδίκως όσο και στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως.

117    Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα τα οποία παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τα οποία παρενέβησαν πρωτοδίκως, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 15ης Ιουνίου 2022, Dumitrescu και Schwarz κατά Επιτροπής (T531/16, EU:T:2022:362), της 15ης Ιουνίου 2022, YT και YU κατά Επιτροπής (T532/16, EU:T:2022:363), της 15ης Ιουνίου 2022, YV κ.λπ. κατά Επιτροπής (T533/16, EU:T:2022:364), καθώς και της 15ης Ιουνίου 2022, YY και ZA κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (T545/16, EU:T:2022:366), κατά το μέρος που, με αυτές, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές των Vasile Dumitrescu και Guido Schwarz (T531/16), των YT και YU (T532/16), του YV (T533/16) καθώς και του ZA (T545/16) με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (T531/16 έως T533/16) και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (T545/16) καθόρισαν για πρώτη φορά έναντι αυτών την κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατά το μέρος που, με τις ανωτέρω αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη επί των δικαστικών εξόδων.

2)      Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3)      Ακυρώνει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί προσδιορισμού των δικαιωμάτων των Vasile Dumitrescu και Guido Schwarz ως προς την κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013, όπως οι αποφάσεις αυτές αποτυπώθηκαν στα εκκαθαριστικά τους σημειώματα αποδοχών του Ιουνίου του 2014.

4)      Ακυρώνει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί καθορισμού των δικαιωμάτων των YT και YU ως προς την κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013, όπως οι αποφάσεις αυτές αποτυπώθηκαν στα εκκαθαριστικά τους σημειώματα αποδοχών του Ιουνίου ή του Ιουλίου του 2014.

5)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί καθορισμού των δικαιωμάτων του YV ως προς την κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013, όπως η απόφαση αυτή αποτυπώθηκαν στο εκκαθαριστικό του σημείωμα αποδοχών του Ιουλίου του 2014.

6)      Ακυρώνει την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί καθορισμού των δικαιωμάτων του ZA ως προς την κατ’ αποκοπήν πληρωμή των εξόδων ταξιδίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013, όπως η απόφαση αυτή αποτυπώθηκε στο εκκαθαριστικό του σημείωμα αποδοχών του Ιουλίου του 2014.

7)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει σε καθέναν από τους Vasile Dumitrescu και Guido Schwarz ποσό αντίστοιχο προς τη διαφορά μεταξύ του ποσού των εξόδων ταξιδίου τα οποία ήδη εισπράχθηκαν για το έτος 2014 και του ποσού το οποίο προκύπτει αν η αποζημίωση υπολογισθεί ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας τους και του τόπου καταγωγής τους, πλέον τόκων υπερημερίας με το νόμιμο επιτόκιο.

8)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Vasile Dumitrescu και Guido Schwarz τόσο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση T531/16 όσο και στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C567/22 P, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι YT και YU τόσο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T532/16 όσο και στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C568/22 P και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο YV τόσο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T533/16 όσο και στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C569/22 P.

9)      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο ZA τόσο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση T545/16 όσο και στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C570/22 P.

10)    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν έκαστο τα δικαστικά έξοδά του.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.