Language of document : ECLI:EU:C:2017:448

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 13ης Ιουνίου 2017 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 143 ΣΛΕΕ – Δυσχέρειες στο ισοζύγιο πληρωμών κράτους μέλους – Χρηματοδοτική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δικαιούχου κράτους μέλους – Κοινωνική πολιτική – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει τη σώρευση συντάξεως του δημόσιου τομέα με εισοδήματα από την άσκηση μισθωτών δραστηριοτήτων σε δημόσιο φορέα – Διαφορετική μεταχείριση των προσώπων που διορίζονται για συνταγματικώς ορισμένη θητεία και των τακτικών δικαστών»

Στην υπόθεση C‑258/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Alba Iulia (εφετείο της Alba Iulia, Ρουμανία) με απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαΐου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Eugenia Florescu,

Ioan Poiană,

Cosmina Diaconu, υπό την ιδιότητα της κληρονόμου του Mircea Bădilă,

Anca Vidrighin, υπό την ιδιότητα της κληρονόμου του M. Bădilă,

Eugenia Elena Bădilă, υπό την ιδιότητα της κληρονόμου του M. Bădilă,

κατά

Casa Judeţeană de Pensii Sibiu,

Casa Națională de Pensii și alte Drepturi de Asigurări Sociale,

Ministerul Muncii, Familiei și Protecției Sociale,

Statul român,

Ministerul Finanțelor Publice,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, J. L. da Cruz Vilaça, E. Juhász, M. Berger, A. Prechal και E. Regan, προέδρους τμήματος, A. Rosas, A. Borg Barthet (εισηγητή), M. Safjan, D. Šváby και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: V. Giacobbo‑Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Οκτωβρίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι E. Florescu και I. Poiană, καθώς και οι C. Diaconu, A. Vidrighin και E. E. Bădilă, υπό την ιδιότητα των κληρονόμων του M. Bădilă, εκπροσωπούμενοι από τον D. Târşia, avocat,

–        το Casa Judeţeană de Pensii Sibiu, εκπροσωπούμενο από τους D. Aldea και I. Stan,

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. H. Radu, καθώς και από τις A. Wellman και M. Bejenar,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον K. Γεωργιάδη και τη Σ. Παπαϊωάννου,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Z. Fehér,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.‑P. Keppenne, H. Krämer και I. Rogalski, καθώς και από την L. Nicolae,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6 ΣΕΕ, 110 και 267 ΣΛΕΕ, των άρθρων 17, 20, 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του μνημονίου συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ρουμανίας που συνήφθη στο Βουκουρέστι και στις Βρυξέλλες στις 23 Ιουνίου 2009 (στο εξής: μνημόνιο συμφωνίας), της αρχής της ασφάλειας δικαίου, των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας, καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Eugenia Florescu και του Ioan Poiană, καθώς και των Cosmina Diaconu, Anca Vidrighin και Eugenia Elena Bădilă, οι οποίες παρίστανται υπό την ιδιότητα των κληρονόμων του Mircea Bădilă, αφενός, και των Casa Judeţeană de Pensii Sibiu (περιφερειακού ταμείου συντάξεων του Sibiu, Ρουμανία), Casa Naţională de Pensii şi alte Drepturi de Asigurări Sociale (εθνικού ταμείου συντάξεων και λοιπών δικαιωμάτων κοινωνικής ασφαλίσεως της Ρουμανίας), Ministerul Muncii, Familiei și Protecției Sociale (υπουργείου εργασίας, οικογένειας και κοινωνικής προστασίας της Ρουμανίας), Statul român (Ρουμανικού Δημοσίου) και Ministerul Finanţelor Publice (υπουργείου δημοσίων οικονομικών της Ρουμανίας), αφετέρου, με αντικείμενο συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 332/2002

3        Ο κανονισμός (ΕΚ) 332/2002 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, για τη θέσπιση ενός μηχανισμού μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 53, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 431/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 2009 (ΕΕ 2009, L 128, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 332/2002), θεσπίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στον προβλεπόμενο από το άρθρο 143 ΣΛΕΕ μηχανισμό αμοιβαίας συνδρομής.

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«1.      Θεσπίζεται κοινοτικός μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης που επιτρέπει τη χορήγηση δανείων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν υφιστάμενες ή σοβαρώς επαπειλούμενες δυσχέρειες στο ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών ή στο ισοζύγιο κινήσεως κεφαλαίων. Μόνο τα κράτη μέλη που δεν έχουν εισ[αγ]άγει το ευρώ μπορούν να επωφεληθούν από τον παρόντα κοινοτικό μηχανισμό.

Το ανώτατο όριο, σε κεφάλαιο, των δανείων που είναι δυνατόν να χορηγηθούν στα κράτη μέλη στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού περιορίζεται σε 50 δισεκατ. ευρώ.

2.      Για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με απόφαση λαμβανομένη από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 3 και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συνάπτει, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δανειοληπτικές πράξεις στις κεφαλαιαγορές ή με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.»

5        Κατά το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού:

«1.      Ο μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από το Συμβούλιο, με πρωτοβουλία:

α)      της Επιτροπής, η οποία ενεργεί βάσει του άρθρου 119 της Συνθήκης σε συμφωνία με το κράτος μέλος που ζητεί κοινοτική χρηματοδότηση·

β)      κράτους μέλους που αντιμετωπίζει υφιστάμενες ή σοβαρώς επαπειλούμενες δυσχέρειες στο ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών ή στο ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων.

2.      Το κράτος μέλος που ζητεί μεσοπρόθεσμη οικονομική στήριξη διαβουλεύεται με την Επιτροπή την αξιολόγηση των χρηματοδοτικών του αναγκών και υποβάλλει σχέδιο προγράμματος προσαρμογής στην Επιτροπή και στην Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή. Το Συμβούλιο, αφού εξετάσει την κατάσταση του εν λόγω κράτους μέλους, καθώς και το πρόγραμμα προσαρμογής που υποβάλλει προς υποστήριξη του αιτήματός του, αποφασίζει κατά κανόνα κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης:

α)      για τη χορήγηση ή μη δανείου ή ενδεδειγμένης οικονομικής διευκόλυνσης, για το ύψος και τη μέση διάρκειά τους·

β)      για τους όρους οικονομικής πολιτικής υπό τους οποίους παρέχεται η μεσοπρόθεσμη οικονομική στήριξη, προκειμένου να αποκατασταθεί ή να εξασφαλισθεί ένα βιώσιμο ισοζύγιο πληρωμών·

γ)      για τις λεπτομέρειες της εκταμίευσης του δανείου ή της οικονομικής διευκόλυνσης, που κατά κανόνα αποδεσμεύονται ή εισπράττονται σε διαδοχικές δόσεις. Για την αποδέσμευση κάθε επιμέρους δόσης προαπαιτείται έλεγχος των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του προγράμματος σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί.»

6        Το άρθρο 3α του κανονισμού 332/2002 ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος συνάπτουν μνημόνιο συμφωνίας στο οποίο προσδιορίζονται επακριβώς οι όροι που έχει θέσει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 3. Η Επιτροπή κοινοποιεί το μνημόνιο συμφωνίας προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»

 Οι αποφάσεις 2009/458/ΕΚ και 2009/459/ΕΚ

7        Δυνάμει του άρθρου 1 της αποφάσεως 2009/458/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής στη Ρουμανία (ΕΕ 2009, L 150, σ. 6), η Ένωση χορηγεί αμοιβαία συνδρομή στη Ρουμανία δυνάμει του άρθρου 143 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, με την απόφαση 2009/459/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τη χορήγηση κοινοτικής μεσοπρόθεσμης χρηματοδοτικής συνδρομής στη Ρουμανία (ΕΕ 2009, L 150, σ. 8), η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει στη διάθεση της Ρουμανίας μεσοπρόθεσμο δάνειο ανώτατου ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ.

8        Κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2009/459:

«1.      H διαχείριση της χρηματοδοτικής συνδρομής γίνεται από την Επιτροπή με τρόπο συνεπή προς τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ρουμανία και προς τις συστάσεις του Συμβουλίου, ιδίως τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις στο πλαίσιο της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων καθώς και του προγράμματος σύγκλισης.

2.      Η Επιτροπή συμφωνεί με τις αρχές της Ρουμανίας, μετά από διαβούλευση με την [Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή], τους συγκεκριμένους όρους οικονομικής πολιτικής που συνοδεύουν τη χρηματοδοτική συνδρομή, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5. Οι όροι αυτοί καθορίζονται σε μνημόνιο συμφωνίας, λαμβάνοντας υπόψη τις δεσμεύσεις και τις συστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1. […]»

9        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2009/459:

«Η εκταμίευση κάθε περαιτέρω δόσης πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση της ικανοποιητικής εκτέλεσης του νέου οικονομικού προγράμματος της κυβέρνησης της Ρουμανίας που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα σύγκλισης της Ρουμανίας, του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και, ειδικότερα, των ειδικών όρων οικονομικής πολιτικής που καθορίζονται στο μνημόνιο συμφωνίας. Οι εν λόγω όροι περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α)      υιοθέτηση ενός σαφώς διατυπωμένου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού προγράμματος που αποσκοπεί στη μείωση, έως το 2011, του ελλείμματος του ευρύτερου δημόσιου τομέα τουλάχιστον στο επίπεδο αναφοράς της συνθήκης, ήτοι 3 % του [ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ)]·

β)      υιοθέτηση και εκτέλεση ενός διορθωτικού προϋπολογισμού για το 2009 (έως το δεύτερο τρίμηνο του 2009) με στόχο έλλειμμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα που δεν υπερβαίνει το 5,1 % του ΑΕΠ σε όρους [του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (ΕΣΛ 95)]·

γ)      μείωση του μισθολογικού κόστους του δημόσιου τομέα σε ονομαστικούς όρους σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2008, μέσω μη πραγματοποίησης των αυξήσεων στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων (συνολικού ύψους 5 % σε ονομαστικούς όρους) για το 2009 (ή μέσω ισοδύναμων περαιτέρω περικοπών στην απασχόληση), καθώς και μέσω της μείωσης των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα, μεταξύ άλλων με την αντικατάσταση μόνον ενός στους επτά αποχωρούντες υπαλλήλους·

δ)      επιπλέον μειώσεις των δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες και των επιδοτήσεων προς δημόσιες επιχειρήσεις·

ε)      βελτίωση της δημοσιονομικής διαχείρισης μέσω της θέσπισης και της εφαρμογής ενός δεσμευτικού μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου, της θέσπισης ορίων στις αναθεωρήσεις του προϋπολογισμού στη διάρκεια του έτους, συμπεριλαμβανομένων δημοσιονομικών κανόνων, και της σύστασης ενός δημοσιονομικού συμβουλίου που θα παρέχει ανεξάρτητο και εξειδικευμένο έλεγχο·

στ)      μεταρρύθμιση του συστήματος αμοιβών στο δημόσιο, μεταξύ άλλων μέσω της ενοποίησης και της απλοποίησης των μισθολογικών κλιμάκων και της μεταρρύθμισης του συστήματος επιδομάτων·

ζ)      μεταρρύθμιση των βασικών παραμέτρων του συνταξιοδοτικού συστήματος, με μετάβαση σε καθεστώς τιμαριθμικής προσαρμογής των συντάξεων ανάλογα με τις τιμές καταναλωτή και όχι βάσει των μισθών, τη σταδιακή προσαρμογή της ηλικίας συνταξιοδότησης πέραν των τρεχόντων ορίων, ιδίως για τις γυναίκες, και τη σταδιακή εισαγωγή των συνταξιοδοτικών εισφορών από ομάδες δημόσιων υπαλλήλων, οι οποίες επί του παρόντος δεν συμμετέχουν σε αυτές τις εισφορές·

[…]».

 Το μνημόνιο συμφωνίας

10      Κατά το σημείο 5 του μνημονίου συμφωνίας, η καταβολή κάθε δόσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης προς τη Ρουμανία τελεί υπό την προϋπόθεση της ικανοποιητικής εκτελέσεως του οικονομικού προγράμματος της Ρουμανικής Κυβερνήσεως. Το σημείο 5, στοιχείο a, του μνημονίου συμφωνίας προβλέπει, μεταξύ των προϋποθέσεων χορηγήσεως της συνδρομής αυτής, τη «μείωση των μισθολογικών δαπανών του δημόσιου τομέα», ενώ στο ίδιο σημείο, στοιχείο b, τέταρτο εδάφιο, προβλέπεται η «μεταρρύθμιση των βασικών παραμέτρων του συνταξιοδοτικού συστήματος με σκοπό τη μακροπρόθεσμη βελτίωση της βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών».

11      Το σημείο 5, στοιχείο d, του εν λόγω μνημονίου συμφωνίας, με τίτλο «διαρθρωτική μεταρρύθμιση», περιέχει συστάσεις που αφορούν μέτρα για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοικήσεως και για την ενίσχυση της ποιότητας της δημόσιας διοικήσεως σε διάφορους τομείς, ιδίως σε σχέση με τις δομές λήψεως αποφάσεων, την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορέων, την εσωτερική οργάνωση των βασικών υπουργείων, καθώς και τη σφαίρα ευθύνης για την υλοποίηση των προβλεπομένων και για την επάρκεια του προσωπικού και την κατάλληλη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων.

 Η οδηγία 2000/78

12      Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, σκοπός της είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στα κράτη μέλη.

13      Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν:

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, […]

[…]».

 Το ρουμανικό δίκαιο

14      Το άρθρο 83 του legea 303/2004 privind statutul judecătorilor și al procurorilor (νόμου 303/2004 σχετικά με το καθεστώς των δικαστών και των εισαγγελέων), της 28ης Ιουνίου 2004 (Monitorul Oficial al României, τμήμα I, αριθ. 826, της 13ης Σεπτεμβρίου 2005), επέτρεπε τη σώρευση της ιδιότητας του δικαστικού λειτουργού μόνο με την ιδιότητα του διδάσκοντος στην ανώτατη εκπαίδευση. Επιπλέον, ο νόμος αυτός προέβλεπε τη δυνατότητα σωρεύσεως της συντάξεως των δικαστών και εισαγγελέων που έπαυσαν να ασκούν τα καθήκοντά τους λόγω συνταξιοδοτήσεως με τα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του ύψους των εν λόγω εισοδημάτων.

15      Στις 5 Νοεμβρίου 2009 ψηφίστηκε ο legea 329/2009 privind reorganizarea unor autorități și instituții publice, raționalizarea cheltuielilor publice, susținerea mediului de afaceri și respectarea acordurilor-cadru cu Comisia Europeană și Fondul Monetar Internațional (νόμος 329/2009 σχετικά με την αναδιοργάνωση ορισμένων δημοσίων αρχών και φορέων, τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών, τη στήριξη των επιχειρήσεων και την τήρηση των συμφωνιών-πλαισίων που έχουν συναφθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Monitorul Oficial al României, τμήμα I, αριθ. 761, της 9ης Νοεμβρίου 2009).

16      Το άρθρο 2 του νόμου αυτού προβλέπει ότι τα θεσπιζόμενα με αυτόν μέτρα έχουν έκτακτο χαρακτήρα και αποβλέπουν στην άμβλυνση των συνεπειών της οικονομικής κρίσεως και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το μνημόνιο συμφωνίας και από τη συμφωνία stand-by που συνήφθη μεταξύ της Ρουμανίας, της Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).

17      Ο εν λόγω νόμος επέβαλε, μεταξύ άλλων, μείωση του ύψους των μισθών, μέτρο το οποίο εφαρμόστηκε και στον τομέα της πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως. Κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου, τα μέτρα που θεσπίζονται με βάση το μνημόνιο συμφωνίας αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσεως. Τα μέτρα αυτά συνίστανται στη μείωση των δαπανών προσωπικού στη δημόσια διοίκηση, με τη μείωση των μισθών και με την αναδιοργάνωση ή την κατάργηση δημοσίων αρχών ή φορέων, μέσω της συνενώσεώς τους διά της απορροφήσεως, συγχωνεύσεως, διασπάσεως ή μειώσεως του προσωπικού τους.

18      Τα άρθρα 17 έως 26 του νόμου 329/2009 απαγορεύουν τη σώρευση της καθαρής συντάξεως με τα εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση.

19      Το άρθρο 18 του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι οι συνταξιούχοι του άρθρου 17 του νόμου αυτού οφείλουν να επιλέξουν γραπτώς μεταξύ αναστολής της καταβολής της συντάξεως κατά τη διάρκεια ασκήσεως της δραστηριότητάς τους και λύσεως της εργασιακής ή της υπηρεσιακής τους σχέσεως ή παύσεως των αποτελεσμάτων της πράξεως διορισμού, αν το ύψος της καθαρής συντάξεως που τους καταβάλλεται υπερβαίνει τον μέσο ακαθάριστο εθνικό μισθό. Τέλος, το άρθρο 20 του νόμου 329/2009 ορίζει ότι η μη συμμόρφωση προς την ως άνω υποχρέωση επιλογής εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας συνεπάγεται αυτοδικαίως τη λύση της εργασιακής σχέσεως που συνήφθη βάσει της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή της πράξεως διορισμού, καθώς και της υπηρεσιακής σχέσεως.

20      Κατά το άρθρο 21 του legea 554/2004 contenciosului administrativ (νόμου 554/2004 περί διοικητικών διαφορών), της 2ας Δεκεμβρίου 2004 (Monitorul Oficial al României, τμήμα I, αριθ. 1154, της 7ης Δεκεμβρίου 2004), λόγο αναθεωρήσεως συνιστά, πλέον των προβλεπομένων στον κώδικα πολιτικής δικονομίας, και η έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου κατά παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21      Η Ε. Florescu καθώς και οι Ι. Poiană και Μ. Bădilă ασκούσαν το δικαστικό λειτούργημα. Μετά την είσοδό τους στο δικαστικό σώμα, συνήψαν ατομικές συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου για θέσεις διδασκόντων, τις οποίες κατέλαβαν κατόπιν διαγωνισμού στη νομική σχολή του Sibiu. Άσκησαν, συνεπώς, παραλλήλως προς το δικαστικό λειτούργημα και το λειτούργημα του πανεπιστημιακού διδασκάλου.

22      Κατά το έτος 2009, οι ως άνω προσφεύγοντες συνταξιοδοτήθηκαν από τη θέση του δικαστικού λειτουργού, μετά από υπηρεσία άνω των 30 ετών. Κατά τη συνταξιοδότησή τους αυτή, είχαν τη δυνατότητα, σύμφωνα με τον νόμο 303/2004, να σωρεύουν τη σύνταξή τους με τα εισοδήματα που προέρχονταν από τη δραστηριότητά τους στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

23      Μετά την έκδοση του νόμου 329/2009, ο οποίος απαγόρευε εφεξής μια τέτοια σώρευση, η Ε. Florescu καθώς και οι Ι. Poiană και Μ. Bădilă επέλεξαν την αναστολή της καταβολής των συντάξεών τους από 1ης Ιανουαρίου 2010. Το περιφερειακό ταμείο συντάξεων του Sibiu αποφάσισε, ως εκ τούτου, στις 28 Δεκεμβρίου 2009, να αναστείλει την καταβολή των συντάξεων αυτών.

24      Όπως προκύπτει από την απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2009 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ρουμανία), με την οποία το δικαστήριο αυτό έκρινε συνταγματικό τον νόμο 329/2009 στο μέτρο που τα άρθρα 17 έως 26 του ως άνω νόμου δεν αφορούν τα πρόσωπα των οποίων η διάρκεια της θητείας ορίζεται ρητώς στο Σύνταγμα, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως σωρεύσεως της συντάξεως με μισθό καταβαλλόμενο από δημόσιο φορέα, μεταξύ άλλων, οι ασκούντες νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία με ορισμένη θητεία και τα μέλη του Curtea de Conturi (Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ρουμανία), του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), του Consiliul Superior al Magistraturii (ανώτατου συμβουλίου δικαστικών λειτουργών, Ρουμανία) και του Înalta Curte de Casație și Justiție (ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, Ρουμανία).

25      Την 1η Μαρτίου 2010, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν, ενώπιον του Tribunalul Sibiu (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Sibiu, Ρουμανία), προσφυγή ζητώντας, μεταξύ άλλων, να ακυρωθούν οι αποφάσεις περί αναστολής της καταβολής των συντάξεών τους, που είχαν εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν του νόμου 329/2009, και να υποχρεωθούν οι καθών της κύριας δίκης να τους καταβάλλουν τη μηνιαία σύνταξή τους από τον Ιανουάριο του 2010. Προς στήριξη της προσφυγής τους, υποστήριξαν ότι τα άρθρα 17 έως 26 του νόμου 329/2009, τα οποία αφορούν το καθεστώς σωρεύσεως των συντάξεων με τα εισοδήματα από εργασία, αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ και του Χάρτη, παρά το γεγονός ότι ο νόμος αυτός εκδόθηκε με σκοπό τη συμμόρφωση προς το μνημόνιο συμφωνίας.

26      Η προσφυγή απορρίφθηκε με απόφαση της 3ης Μαΐου 2012. Η αναίρεση που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Curtea de Apel Alba Iulia Secţia pentru conflicte de muncăşi asigurări sociale (εφετείου της Alba Iulia, τμήμα εργατικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, Ρουμανία) απορρίφθηκε με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2012.

27      Η Ε. Florescu καθώς και οι Ι. Poiană και Μ. Bădilă άσκησαν ακολούθως, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, αίτηση αναθεωρήσεως κατά της αποφάσεως αυτής, ζητώντας την πλήρη εξαφάνισή της και την εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεως. Μετά τον θάνατο του Μ. Bădilă, οι κληρονόμοι του, και συγκεκριμένα οι C. Diaconu, A. Vidrighin και E. Bădilă, παρενέβησαν στην κύρια δίκη. Προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως αναθεωρήσεως, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Alba Iulia (εφετείο της Alba Iulia) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Δύναται [το μνημόνιο συμφωνίας] να θεωρηθεί πράξη, απόφαση, ανακοίνωση κ.λπ. παράγουσα έννομα αποτελέσματα κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1976, Manghera κ.λπ., 59/75, EU:C:1976:14, και της 20ής Μαρτίου 1997, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑57/95, EU:C:1997:164), και δύναται να υποβληθεί στην ερμηνεία του Δικαστηρίου;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, έχει το [μνημόνιο συμφωνίας] την έννοια ότι, προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσεως μέσω της μειώσεως των εξόδων προσωπικού, η Επιτροπή νομίμως δύναται να επιβάλει τη θέσπιση εθνικού νόμου με τον οποίο ένα πρόσωπο στερείται το δικαίωμά του να λαμβάνει ανταποδοτική σύνταξη για πάνω από 30 έτη εισφορών, θεμελιωμένη σύννομα και εισπραχθείσα πριν από τον εν λόγω νόμο, επειδή το πρόσωπο αυτό λαμβάνει μισθό για δραστηριότητα την οποία ασκεί βάσει συμβάσεως εργασίας και η οποία είναι διαφορετική από εκείνη για την οποία συνταξιοδοτήθηκε;

3)      Έχει το [μνημόνιο συμφωνίας] την έννοια ότι, προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσεως, η Επιτροπή νομίμως δύναται να επιβάλει τη θέσπιση εθνικού νόμου με τον οποίο ένα πρόσωπο στερείται πλήρως και επ’ αόριστον το δικαίωμά του να λαμβάνει ανταποδοτική σύνταξη για πάνω από 30 έτη εισφορών, θεμελιωμένη σύννομα και εισπραχθείσα πριν από τον εν λόγω νόμο, επειδή το πρόσωπο αυτό λαμβάνει μισθό για δραστηριότητα την οποία ασκεί βάσει συμβάσεως εργασίας και η οποία είναι διαφορετική από εκείνη για την οποία συνταξιοδοτήθηκε;

4)      Έχει το [μνημόνιο συμφωνίας] στο σύνολό του, και ειδικότερα το σημείο του 5, στοιχείο d, το οποίο αφορά την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοικήσεως και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της, την έννοια ότι, προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσεως, η Επιτροπή νομίμως επέβαλε τη θέσπιση εθνικού νόμου ο οποίος επιβάλλει, για τους συνταξιούχους υπαλλήλους των δημόσιων φορέων, απαγόρευση της σωρεύσεως συντάξεως με μισθό;

5)      Έχουν τα άρθρα 17, 20, 21 και 47 του Χάρτη, το άρθρο 6 ΣΕΕ, το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, και η νομολογία του Δικαστηρίου την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά ρύθμιση, όπως το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου 554/2004, το οποίο προβλέπει, σε περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, δυνατότητα αναθεωρήσεως μόνον των εθνικών δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο διοικητικών διαφορών και δεν παρέχει δυνατότητα αναθεωρήσεως των εθνικών δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται σε άλλους τομείς (αστικές, ποινικές, εμπορικές κ.λπ. υποθέσεις) σε περίπτωση παραβιάσεως από τις εν λόγω αποφάσεις της ίδιας αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης;

6)      Αντιβαίνει [στο άρθρο 6 ΣΕΕ] ρύθμιση κράτους μέλους εξαρτώσα την καταβολή της συντάξεως των τακτικών δικαστών, η οποία θεμελιώθηκε βάσει εισφορών τους [που καταβλήθηκαν] σε διάστημα άνω των 30 ετών ασκήσεως του δικαστικού λειτουργήματος, από τη λύση της συμβάσεως απασχολήσεώς τους στον τομέα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας του δικαίου;

7)      Αντιβαίνει [στο άρθρο 6 ΣΕΕ,] στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη και στη νομολογία του Δικαστηρίου ρύθμιση η οποία αφαιρεί από τους δικαστικούς λειτουργούς το δικαίωμά τους ιδιοκτησίας επί της συντάξεως, ενώ αυτό θεμελιώθηκε βάσει εισφορών σε διάστημα άνω των 30 ετών και ενώ για την πανεπιστημιακή τους δραστηριότητα οι δικαστικοί κατέβαλαν και καταβάλλουν χωριστά εισφορές σε ταμείο συντάξεων;

8)      Αντιβαίνει [στο άρθρο 6 ΣΕΕ] και στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, [της οδηγίας 2000/78] καθώς και στη νομολογία του Δικαστηρίου απόφαση εκδοθείσα από το Συνταγματικό Δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νόμου, έκρινε ότι το δικαίωμα σωρεύσεως συντάξεως με μισθό ανήκει μόνο στα πρόσωπα που διορίζονται για συγκεκριμένη θητεία, στερώντας το εν λόγω δικαίωμα από τους τακτικούς δικαστές, στους οποίους απαγορεύεται η είσπραξη της συντάξεως, η οποία θεμελιώθηκε βάσει προσωπικών εισφορών που κατέβαλαν σε διάστημα άνω των 30 ετών, επειδή διατήρησαν τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής διδασκαλίας του δικαίου;

9)      Αντιβαίνει [στο άρθρο 6 ΣΕΕ] και στη νομολογία του Δικαστηρίου ρύθμιση αναβάλλουσα επ’ αόριστον την καταβολή της συντάξεως των δικαστικών, η οποία θεμελιώθηκε βάσει εισφορών που κατέβαλαν σε διάστημα άνω των 30 ετών, εξαρτώντας την καταβολή της από την παύση της πανεπιστημιακής τους δραστηριότητας;

10)      Αντιβαίνει [στο άρθρο 6 ΣΕΕ] και στη νομολογία του Δικαστηρίου ρύθμιση η οποία αίρει την ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ της προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας και των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος, υποχρεώνοντας μόνο συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων να υποστούν την απώλεια της συντάξεως δικαστή επειδή ασκούν πανεπιστημιακή δραστηριότητα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

29      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το μνημόνιο συμφωνίας του οποίου ζητείται η ερμηνεία πρέπει να θεωρηθεί πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία είναι δυνατόν να υποβληθεί στην ερμηνεία του Δικαστηρίου.

30      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται, μέσω προδικαστικών αποφάσεων, επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Ένωσης χωρίς καμία εξαίρεση (αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Grimaldi, C‑322/88, EU:C:1989:646, σκέψη 8, και της 11ης Μαΐου 2006, Friesland Coberco Dairy Foods, C‑11/05, EU:C:2006:312, σκέψη 36).

31      Εν προκειμένω πρέπει να επισημανθεί ότι το μνημόνιο συμφωνίας συνήφθη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή, και της Ρουμανίας. Το μνημόνιο αυτό έχει ως νομική βάση το άρθρο 143 ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει στην Ένωση την αρμοδιότητα να χορηγεί αμοιβαία συνδρομή σε κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ και το οποίο αντιμετωπίζει δυσχέρειες ή σοβαρή απειλή δυσχερειών στο ισοζύγιο πληρωμών του. Δυνάμει του άρθρου αυτού, η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χορήγηση της εν λόγω αμοιβαίας συνδρομής και τις ενδεδειγμένες για τον σκοπό αυτό μεθόδους. Στο Συμβούλιο εναπόκειται να χορηγήσει την εν λόγω αμοιβαία συνδρομή και να καθορίσει τους όρους και τη διαδικασία χορηγήσεώς της με την έκδοση οδηγιών ή αποφάσεων.

32      Ο κανονισμός 332/2002 καθορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στον μηχανισμό αμοιβαίας συνδρομής τον οποίο προβλέπει το άρθρο 143 ΣΛΕΕ. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι, σύμφωνα με απόφαση λαμβανόμενη από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συνάπτει, εξ ονόματος της Ένωσης, δανειοληπτικές πράξεις στις κεφαλαιαγορές ή με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

33      Το άρθρο 3α, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 332/2002 προβλέπει ότι η Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος συνάπτουν μνημόνιο συμφωνίας στο οποίο προσδιορίζονται επακριβώς οι όροι που έχει θέσει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού. Το μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ρουμανίας, του οποίου την ερμηνεία ζητεί εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο, συνήφθη βάσει της διαδικασίας αυτής, με την έκδοση δύο διαδοχικών αποφάσεων από το Συμβούλιο, και συγκεκριμένα της αποφάσεως 2009/458 για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής στη Ρουμανία δυνάμει του άρθρου 143 ΣΛΕΕ και της αποφάσεως 2009/459, η οποία θέτει στη διάθεση του συγκεκριμένου κράτους μέλους μεσοπρόθεσμο δάνειο ανώτατου ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ και της οποίας το άρθρο 2, παράγραφος 2, προβλέπει ότι οι όροι οικονομικής πολιτικής που συνοδεύουν τη χορηγούμενη από την Ένωση χρηματοδοτική συνδρομή καθορίζονται σε μνημόνιο συμφωνίας.

34      Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, το μνημόνιο συμφωνίας αποτελεί την εξειδίκευση δεσμεύσεως μεταξύ της Ένωσης και κράτους μέλους σχετικά με οικονομικό πρόγραμμα το οποίο αποτελεί προϊόν διαπραγματεύσεως μεταξύ των μερών και δυνάμει του οποίου το οικείο κράτος μέλος αναλαμβάνει την υποχρέωση να τηρήσει τους προκαθορισμένους οικονομικούς στόχους, προκειμένου να μπορέσει να τύχει, υπό την επιφύλαξη τηρήσεως της δεσμεύσεως αυτής, της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης.

35      Ως πράξη η οποία έχει ως νομική βάση τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που μνημονεύονται στις σκέψεις 31 έως 33 της παρούσας αποφάσεως και η οποία συνήφθη, μεταξύ άλλων, από την Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, το μνημόνιο συμφωνίας συνιστά πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 267, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

36      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το μνημόνιο συμφωνίας πρέπει να θεωρηθεί πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία είναι δυνατόν να υποβληθεί στην ερμηνεία του Δικαστηρίου.

 Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

37      Με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το μνημόνιο συμφωνίας έχει την έννοια ότι επιβάλλει τη θέσπιση εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει τη σώρευση της καθαρής συντάξεως με τα εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση.

38      Συναφώς, όπως υπογραμμίστηκε στο πλαίσιο της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, το μνημόνιο συμφωνίας αποτελεί την εξειδίκευση δεσμεύσεως μεταξύ της Ένωσης και κράτους μέλους σχετικά με οικονομικό πρόγραμμα το οποίο παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να υπαχθεί σε μηχανισμό μεσοπρόθεσμης οικονομικής στηρίξεως των ισοζυγίων πληρωμών των κρατών μελών, όπως προβλέπει το άρθρο 143 ΣΛΕΕ και διευκρινίζει ο κανονισμός 332/2002. Περιλαμβάνει δε ορισμένες απαιτήσεις οικονομικής πολιτικής, που συμφωνήθηκαν από κοινού μεταξύ της Επιτροπής και των ρουμανικών αρχών βάσει των διατάξεων της αποφάσεως 2009/459, από την τήρηση των οποίων εξαρτάται η χορήγηση της χρηματοδοτικής συνδρομής.

39      Στο σημείο 5 του μνημονίου αυτού ορίζεται, συναφώς, ότι η καταβολή κάθε δόσεως τελεί υπό την προϋπόθεση της ικανοποιητικής εκτελέσεως του οικονομικού προγράμματος της Ρουμανικής Κυβερνήσεως. Για κάθε δόση έχουν καθοριστεί ειδικά δημοσιονομικά ή ποιοτικά κριτήρια οικονομικής πολιτικής, τα οποία εξειδικεύονται στο παράρτημα I του εν λόγω μνημονίου και τα οποία πρέπει να πληροί η Ρουμανία στο πλαίσιο των στόχων του προγράμματος αυτού, όπως η εξυγίανση του προϋπολογισμού, η δημοσιονομική διακυβέρνηση, η νομισματική πολιτική, η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και, τέλος, η διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Στις ρουμανικές αρχές απόκειται να εφαρμόσουν, εντός των ορίων των ως άνω κριτηρίων, συγκεκριμένες οικονομικές λύσεις που θα καταστήσουν δυνατή την επίτευξη των στόχων αυτών και την τήρηση του χρονοδιαγράμματος που έχει οριστεί από κοινού με τα όργανα της Ένωσης.

40      Περαιτέρω, επισημαίνεται, στο σημείο 5, στοιχείο b, τέταρτο εδάφιο, του μνημονίου συμφωνίας ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα πρέπει να μεταρρυθμιστεί, ιδίως με μέτρα όπως η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ή η αναπροσαρμογή του ύψους των εν λόγω συντάξεων του δημόσιου τομέα βάσει των καταναλωτικών τιμών.

41      Πάντως, το μνημόνιο συμφωνίας είναι μεν δεσμευτικό, αλλά δεν περιέχει καμία ειδική διάταξη επιβάλλουσα τη θέσπιση της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας.

42      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το μνημόνιο συμφωνίας έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει τη θέσπιση εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει τη σώρευση της καθαρής συντάξεως του δημόσιου τομέα με τα εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση.

 Επί του έκτου, του έβδομου, του ένατου και του δέκατου ερωτήματος

43      Με το έκτο, το έβδομο, το ένατο και το δέκατο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 6 ΣΕΕ και το άρθρο 17 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει τη σώρευση της καθαρής συντάξεως του δημόσιου τομέα με τα εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν η σύνταξη αυτή υπερβαίνει ορισμένο ύψος.

44      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 17).

45      Εν προκειμένω, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, ο νόμος 329/2009, σχετικά με «την αναδιοργάνωση ορισμένων δημοσίων αρχών και φορέων, τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών, τη στήριξη των επιχειρήσεων και την τήρηση των συμφωνιών-πλαισίων που έχουν συναφθεί με την [Επιτροπή] και το [ΔΝΤ]», εκδόθηκε με σκοπό τη συμμόρφωση της Ρουμανίας προς τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι της Ένωσης, οι οποίες περιλαμβάνονται στο μνημόνιο συμφωνίας. Δυνάμει του άρθρου 2 του νόμου αυτού, τα θεσπιζόμενα με αυτόν μέτρα αποβλέπουν ιδίως «στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ρουμανίας».

46      Μεταξύ των προϋποθέσεων που προβλέπει το μνημόνιο συμφωνίας, από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της χρηματοδοτικής συνδρομής, περιλαμβάνονται, στο σημείο 5, στοιχείο a, του εν λόγω μνημονίου, η μείωση των μισθολογικών δαπανών του δημόσιου τομέα, και στο ίδιο σημείο, στοιχείο b, τέταρτο εδάφιο, η μεταρρύθμιση των βασικών παραμέτρων του συνταξιοδοτικού συστήματος, με σκοπό τη μακροπρόθεσμη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών.

47      Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο της απαγορεύσεως της σωρεύσεως, με το οποίο επιδιώκεται συγχρόνως η επίτευξη αμφότερων των στόχων που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, αποσκοπεί στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ρουμανία με το μνημόνιο συμφωνίας, το οποίο αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης.

48      Είναι αληθές ότι το μνημόνιο συμφωνίας καταλείπει στη Ρουμανία ένα περιθώριο επιλογής των καταλληλότερων μέτρων για την τήρηση των εν λόγω δεσμεύσεων. Εντούτοις, αφενός, όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει μέτρα στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που του παρέχεται από πράξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι εφαρμόζει το δίκαιο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 65 έως 68). Αφετέρου, οι στόχοι που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2009/459 και οι στόχοι του μνημονίου συμφωνίας είναι αρκούντως λεπτομερείς και σαφείς ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απορρέουσα από τον νόμο 329/2009 απαγόρευση της σωρεύσεως έχει ως σκοπό την εφαρμογή του ως άνω μνημονίου και της ως άνω αποφάσεως, και συνεπώς του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη του Χάρτη έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί εάν εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αντιβαίνει στο άρθρο 17 του Χάρτη και ιδίως στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού. Προκειμένου να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας πρέπει, υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, να ληφθεί υπόψη το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα αυτό (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 356).

50      Συναφώς, όταν μια νομοθεσία προβλέπει την αυτόματη καταβολή κοινωνικής παροχής, αφορά περιουσιακό συμφέρον το οποίο εμπίπτει, για τα πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1 της εν λόγω Συμβάσεως (ΕΔΔΑ, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2011, Stummer κατά Αυστρίας, CE:ECHR:2011:0707JUD003745202, § 82). Τα δικαιώματα που απορρέουν από την καταβολή εισφορών σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστούν, συνεπώς, περιουσιακά δικαιώματα για τους σκοπούς του άρθρου αυτού (ΕΔΔΑ, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Kjartan Ásmundsson κατά Ισλανδίας, CE:ECHR:2004:1012JUD006066900, § 39). Ωστόσο, το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι παρέχει δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ποσού (ΕΔΔΑ, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Kjartan Ásmundsson κατά Ισλανδίας, CE:ECHR:2004:1012JUD006066900, § 39).

51      Όσον αφορά το άρθρο 17 του Χάρτη, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο αυτό δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα και ότι η άσκησή του μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το επίμαχο εθνικό μέτρο δεν συνεπάγεται την πλήρη στέρηση του δικαιώματος συντάξεως από πρόσωπα ευρισκόμενα στην κατάσταση των προσφευγόντων της κύριας δίκης, στο μέτρο που τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να συνεχίσουν να λαμβάνουν τη σύνταξή τους, εάν παραιτηθούν από την παράλληλη άσκηση αμειβόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας σε δημόσιο φορέα. Εντούτοις, ένα τέτοιο μέτρο περιορίζει την εκ μέρους των προσώπων αυτών χρήση και άσκηση του δικαιώματος συντάξεως, καθόσον συνεπάγεται την αναστολή της καταβολής των συντάξεών τους, όταν έχουν επιλέξει να ασκήσουν την ως άνω δραστηριότητα.

53      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σ’ αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να μη θίγει το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

54      Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί μήπως ο περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας ο οποίος απορρέει από την προβλεπόμενη στον νόμο 329/2009 απαγόρευση σωρεύσεως της καθαρής συντάξεως του δημόσιου τομέα με τα εισοδήματα από δραστηριότητα που ασκείται σε δημόσιο φορέα θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας, καθώς και αν ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος και αν είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

55      Συναφώς πρέπει να παρατηρηθεί, κατ’ αρχάς, ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 2 του νόμου 329/2009, η διάταξη αυτή έχει έκτακτο χαρακτήρα και προσωρινή ισχύ. Επιπλέον, δεν θίγει το κατ’ αρχήν δικαίωμα συντάξεως καθεαυτό, αλλά περιορίζει την άσκησή του υπό σαφώς προσδιορισμένες και οριοθετημένες συνθήκες, ήτοι όταν ο συνταξιούχος ασκεί συγχρόνως δραστηριότητα σε δημόσιους φορείς και όταν η σύνταξη υπερβαίνει ορισμένο ύψος. Επομένως, ο νόμος 329/2009 δεν θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων στην κύρια δίκη επί των επίμαχων συντάξεων, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 83 των προτάσεών του.

56      Περαιτέρω πρέπει να επισημανθεί ότι ο νόμος 329/2009 έχει ως σκοπό τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών στο εξαιρετικό πλαίσιο μιας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσεως (βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2012, Ionel Panlife κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2012:0320DEC001390211, § 21). Όσον αφορά, ειδικότερα, την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, με αυτήν επιδιώκεται τόσο η μείωση των μισθολογικών δαπανών του δημόσιου τομέα όσο και η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, σκοποί οι οποίοι έχουν οριστεί με την απόφαση 2009/459 και το μνημόνιο συμφωνίας, προς άμβλυνση των δυσχερειών του ισοζυγίου πληρωμών που ώθησαν τη Ρουμανία να ζητήσει και να λάβει χρηματοδοτική συνδρομή από την Ένωση. Οι ως άνω σκοποί αποτελούν σκοπούς γενικού συμφέροντος.

57      Όσον αφορά την καταλληλότητα και την αναγκαιότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη νομοθεσίας πρέπει να υπομνησθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων οικονομικών συνθηκών, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν λαμβάνουν αποφάσεις οικονομικού περιεχομένου και είναι τα πλέον αρμόδια να καθορίσουν ποια μέτρα είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

58      Επιπροσθέτως, ο νόμος 329/2009 δεν επιβάλλει δυσανάλογη και υπέρμετρη επιβάρυνση στους ενδιαφερομένους, απαγορεύοντας τη σώρευση συντάξεως με εισοδήματα από δραστηριότητα που ασκούν σε δημόσιο φορέα, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά, αφενός, οφείλουν να επιλέξουν μεταξύ της καταβολής της συντάξεώς τους ή της καταβολής των εν λόγω εισοδημάτων μόνον όταν το ύψος της συντάξεώς τους υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση, αφετέρου δε, μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποφασίσουν να θέσουν τέρμα στην εργασιακή τους σχέση και να λαμβάνουν, εκ νέου, τη σύνταξή τους, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 86 των προτάσεών του.

59      Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος και είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού.

60      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο έκτο, στο έβδομο, στο ένατο και στο δέκατο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6 ΣΕΕ και το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει τη σώρευση της καθαρής συντάξεως του δημόσιου τομέα με εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν η σύνταξη αυτή υπερβαίνει ορισμένο ύψος.

 Επί του όγδοου ερωτήματος

61      Με το όγδοο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει την ερμηνεία εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία η προβλεπόμενη σ’ αυτήν απαγόρευση σωρεύσεως της καθαρής συντάξεως με εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση, ισχύει για τους τακτικούς δικαστές και όχι για πρόσωπα που διορίζονται με θητεία προβλεπόμενη από το εθνικό Σύνταγμα.

62      Πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη απαντήσει σε παρόμοιο ερώτημα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, SCMD (C‑262/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:336), η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, στο πλαίσιο των ίδιων διατάξεων του νόμου 329/2009.

63      Στη σκέψη 29 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο μέτρο που, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία θεσπίζει η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό την καταπολέμηση κάθε διακρίσεως για τους λόγους που περιοριστικώς απαριθμούνται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, η εν λόγω οδηγία δεν αφορά τις διακρίσεις βάσει του είδους του επαγγέλματος ή του τόπου εργασίας.

64      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο δεν παραθέτει κανέναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο 1 και με τα ερωτήματά του κάνει απλώς λόγο για διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των τακτικών δικαστών και των προσώπων που διορίζονται με θητεία προβλεπόμενη από το ρουμανικό Σύνταγμα.

65      Κατά συνέπεια, μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν εμπίπτει στο γενικό πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών διακρίσεως (βλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, SCMD, C‑262/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:336, σκέψη 31).

66      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο όγδοο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή επί της ερμηνείας εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία η προβλεπόμενη σ’ αυτήν απαγόρευση σωρεύσεως της καθαρής συντάξεως με εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση, ισχύει για τους τακτικούς δικαστές και όχι για πρόσωπα που διορίζονται με θητεία προβλεπόμενη από το εθνικό Σύνταγμα.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

67      Με το πέμπτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το δίκαιο της Ένωσης, και δη οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι μόνον οι δικαστικές αποφάσεις με ισχύ δεδικασμένου που εκδίδονται στο πλαίσιο διοικητικών διαφορών μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεωρήσεως σε περίπτωση παραβιάσεως της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

68      Κατόπιν των απαντήσεων που δόθηκαν στα άλλα ερωτήματα, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ρουμανίας, που συνήφθη στο Βουκουρέστι και στις Βρυξέλλες στις 23 Ιουνίου 2009, πρέπει να θεωρηθεί πράξη θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία είναι δυνατόν να υποβληθεί στην ερμηνεία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)      Το μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ρουμανίας, που συνήφθη στο Βουκουρέστι και στις Βρυξέλλες στις 23 Ιουνίου 2009, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει τη θέσπιση εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει τη σώρευση της καθαρής συντάξεως του δημόσιου τομέα με τα εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση.

3)      Το άρθρο 6 ΣΕΕ και το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει τη σώρευση της καθαρής συντάξεως του δημόσιου τομέα με εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν η σύνταξη αυτή υπερβαίνει ορισμένο ύψος.

4)      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή επί της ερμηνείας εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία η προβλεπόμενη σ’ αυτήν απαγόρευση σωρεύσεως της καθαρής συντάξεως με εισοδήματα από δραστηριότητες που ασκούνται σε δημόσιους φορείς, όταν το ύψος της συντάξεως αυτής υπερβαίνει το ύψος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για την κοινωνική ασφάλιση, ισχύει για τους τακτικούς δικαστές και όχι για πρόσωπα που διορίζονται με θητεία προβλεπόμενη από το εθνικό Σύνταγμα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.