Language of document : ECLI:EU:T:2016:406

Υπόθεση T‑143/12

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Ταχυδρομικός τομέας – Χρηματοδότηση των πρόσθετων μισθολογικών και κοινωνικών δαπανών όσον αφορά τμήμα του προσωπικού της Deutsche Post μέσω επιδοτήσεων και εσόδων προερχόμενων από τις αμοιβές για ρυθμιζόμενες υπηρεσίες με χρέωση – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κρίνεται ασύμβατη με την εσωτερική αγορά – Έννοια του πλεονεκτήματος – Απόφαση “Combus” – Απόδειξη της ύπαρξης οικονομικού και επιλεκτικού πλεονεκτήματος – Δεν υφίσταται»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 14ης Ιουλίου 2016

1.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παρέμβαση συνεπαγόμενη την ελάφρυνση των επιβαρύνσεων μιας επιχείρησης – Έσοδα που προέρχονται από νομίμως επιδοτούμενη δραστηριότητα επιχείρησης – Διασταυρούμενη επιδότηση υπέρ ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων της ίδιας επιχείρησης – Εμπίπτει

(Άρθρο 107 ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Κατάχρηση εξουσίας – Έννοια – Απόφαση με την οποία μια ενίσχυση κηρύσσεται ασύμβατη με την εσωτερική αγορά

(Άρθρο 107 ΣΛΕΕ)

4.      Προσφυγή λόγω παράβασης – Δικαίωμα της Επιτροπής να ασκήσει (την) προσφυγή – Άσκηση κατά διακριτική ευχέρεια – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρο 258 ΣΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Μέτρα με σκοπό την αντιστάθμιση των επιβαλλόμενων σε μια επιχείρηση επιβαρύνσεων δυνάμει νομοθετικών διατάξεων οι οποίες παρεκκλίνουν από τους κανόνες που έχουν γενική εφαρμογή στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις – Δεν εμπίπτουν – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Συνεκτίμηση προγενέστερης πρακτικής – Αποκλείεται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Εξουσία εκτίμησης της Επιτροπής – Χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως ενίσχυσης κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Εκτίμηση της συμβατότητας του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Άρθρο 107 ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 59-66)

2.      Σκοπός του άρθρου 107 ΣΛΕΕ είναι η αποτροπή του ενδεχομένου να επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο από πλεονεκτήματα παρεχόμενα από τις δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ενισχύοντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Η έννοια της ενίσχυσης καλύπτει επομένως όχι μόνο τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχείρησης οι οποίες, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ίδιας φύσης ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα.

Πιο συγκεκριμένα, η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης προϋποθέτει ότι πρέπει να εξακριβώνεται μήπως τα έσοδα που προέρχονται από μια νομίμως επιδοτούμενη δραστηριότητα χρησιμεύουν για τη χρηματοδότηση άλλων δραστηριοτήτων της ίδιας επιχείρησης, εξυπακουομένου ότι η Επιτροπή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά την επιλογή της πλέον κατάλληλης μεθόδου προκειμένου να βεβαιωθεί ως προς την ανυπαρξία διασταυρούμενης επιδότησης υπέρ ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων.

Επομένως, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όχι μόνο δεν εμποδίζει τον έλεγχο της ύπαρξης ενδεχόμενων διασταυρούμενων επιδοτήσεων, αλλά, αντιθέτως, συνεπάγεται την ανάγκη τέτοιας εξακρίβωσης.

(βλ. σκέψεις 73-75)

3.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψεις 78-85)

4.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 79)

5.      O χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋποθέτει τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων, ήτοι ότι πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω δημοσίων πόρων, ότι η παρέμβαση αυτή μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, ότι χορηγεί πλεονέκτημα στον αποδέκτη και ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

Όσον αφορά το τρίτο κριτήριο, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει, ήδη από το στάδιο της εκτίμησης της έννοιας του πλεονεκτήματος, ότι το εξεταζόμενο μέτρο συνιστά πλεονέκτημα οικονομικής και επιλεκτικής φύσης.

Κατά την εξακρίβωση της ύπαρξης οικονομικού πλεονεκτήματος, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη, ως στοιχεία του κρίσιμου πλαισίου, όλες τις ιδιαιτερότητες του νομικού καθεστώτος του οποίου αποτελεί τμήμα το εξεταζόμενο εθνικό μέτρο. Συναφώς, μια παρέμβαση που δεν έχει ως αποτέλεσμα να περιέρχονται οι επιχειρήσεις επί των οποίων εφαρμόζεται σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο δεν διακρίνει τις κρατικές παρεμβάσεις με κριτήριο την αιτία ή τον σκοπό τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους.

Δεδομένου ότι μοναδικό αντικείμενο του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι η απαγόρευση των πλεονεκτημάτων που ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις, η έννοια της ενίσχυσης καλύπτει μόνον τις παρεμβάσεις που μειώνουν τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχείρησης και οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει η ωφελούμενη επιχείρηση υπό τις συνθήκες της αγοράς.

Στην εν λόγω έννοια των «συνήθων επιβαρύνσεων του προϋπολογισμού μιας επιχείρησης» δεν εμπίπτουν επιβαρύνσεις επιβαλλόμενες σε μία και μόνη επιχείρηση δυνάμει νομοθετικών διατάξεων οι οποίες παρεκκλίνουν από τους κανόνες που έχουν γενική εφαρμογή στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις και συνεπάγονται την επιβολή στην οικεία επιχείρηση υποχρεώσεων τις οποίες δεν υπέχουν οι πρώτες. Συναφώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελεί τμήμα των συνήθων δαπανών μιας επιχείρησης το υπέρογκο κόστος ενός συνταξιοδοτικού συστήματος του κοινού δικαίου το οποίο επιβάλλει η νομοθεσία κράτους μέλους.

Επομένως, η επιβολή σε επιχείρηση, με πράξη δημόσιας εξουσίας, της υποχρέωσης να φέρει τα συνολικά έξοδα των συντάξεων του προσωπικού που υπάγεται σε καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου, αντί της καταβολής συνταξιοδοτικών εισφορών, αποκλείει το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί ως πλεονέκτημα η εκ μέρους του κράτους μέλους χρηματοδότηση του εν λόγω κόστους, υπό τον όρο ότι η χρηματοδότηση αυτή δεν υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο προκειμένου να τεθούν σε ισότιμη βάση οι υποχρεώσεις της οικείας επιχείρησης και αυτές των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να γίνει δεκτή μόνον στην περίπτωση που η επίμαχη χρηματοδότηση υπερβαίνει το όριο αυτό. Πράγματι, μετά την εφαρμογή της επίμαχης χρηματοδότησης, η θέση της επιχείρησης μπορεί κάλλιστα να είναι λιγότερο μειονεκτική σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο να εξακολουθεί να είναι μειονεκτική σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, ή ακόμα να βρίσκεται σε ισότιμη θέση με αυτούς, χωρίς, κατά συνέπεια, να ωφελείται από οποιοδήποτε πλεονέκτημα.

(βλ. σκέψεις 88, 106, 108, 110, 130, 132, 143, 144, 147)

6.      Βλ. το κείμενο της απόφασης.

(βλ. σκέψη 126)

7.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ο δικαστής της Ένωσης ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, στον δικαστή της Ένωσης εναπόκειται να εξακριβώσει αν τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η Επιτροπή είναι όντως ακριβή και αν είναι ικανά να αποδείξουν ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ απονέμει στην Επιτροπή διακριτική εξουσία, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσης, ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί των εκτιμήσεων αυτών αφορά την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, την επάρκεια της αιτιολογίας, την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών, καθώς και το αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση και κατάχρηση εξουσίας.

(βλ. σκέψη 152)