Language of document : ECLI:EU:T:2008:155

Υπόθεση T-144/04

Télévision française 1 SA (TF1)

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση της Επιτροπής χαρακτηρίζουσα ορισμένα μέτρα που έλαβε η Γαλλική Δημοκρατία υπέρ της France 2 και της France 3 ως κρατικές ενισχύσεις σύμφωνες με την κοινή αγορά – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας – Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμίες – Έναρξη – Ημερομηνία δημοσιεύσεως – Ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνεται γνώση της πράξεως – Επικουρικός χαρακτήρας

(Άρθρο 230, εδ. 5, ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 26 § 3)

2.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1)

1.      Από το γράμμα του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προκύπτει ότι το κριτήριο της ημερομηνίας κατά την οποία λαμβάνεται γνώση της πράξεως, ως σημείου αφετηρίας της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τα κριτήρια της δημοσιεύσεως ή της κοινοποιήσεως της πράξεως.

Όσον αφορά πράξεις οι οποίες, κατά πάγια πρακτική του οικείου οργάνου, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μολονότι η εν λόγω δημοσίευση δεν αποτελεί προϋπόθεση της εφαρμογής τους, το κριτήριο της ημερομηνίας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση δεν ισχύει και η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο ενδιαφερόμενος τρίτος μπορεί θεμιτώς να εικάζει ότι η επίμαχη πράξη θα δημοσιευθεί.

Για μια πράξη που πρέπει να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού [ΕΚ] 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ], η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει να τρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, από το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημέρας από της δημοσιεύσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 18-22)

2.      Δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση.

Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, ώστε να μπορεί ο καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία.

Προς διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται, για το παραδεκτό μιας προσφυγής, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο λογικό και κατανοητό, από το καθαυτό κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κείμενο αυτό μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα δικόγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων του δικογράφου της προσφυγής. Το Πρωτοδικείο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εντοπίζει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων.

Επομένως, κατά την εξέταση του αν το δικόγραφο της προσφυγής συμβιβάζεται προς τις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το περιεχόμενο του υπομνήματος αντικρούσεως, κατ’ αρχήν, στερείται επιρροής. Ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του παραδεκτού, το οποίο δέχεται η νομολογία, των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που προβάλλονται με το υπόμνημα απαντήσεως, ως ανάπτυξη των ισχυρισμών που περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής, προκειμένου να θεραπευθεί η παράβαση, κατά την άσκηση της προσφυγής, των επιταγών του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, διότι άλλως η τελευταία αυτή διάταξη θα στερούνταν παντελώς περιεχομένου.

Εξάλλου, μολονότι, στην περίπτωση πράξεως εκδοθείσας από κοινοτικό όργανο, η υποχρέωση διατυπώσεως αιτιολογίας με την πράξη μπορεί πράγματι να μετριασθεί εφόσον ο αποδέκτης της γνωρίζει καλά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκδοσή της, αυτή η δυνατότητα μετριασμού της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν μπορεί να ισχύσει κατ’ αναλογίαν για τις επιταγές περί επαρκούς σαφήνειας και ακρίβειας μιας προσφυγής ασκούμενης ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Πράγματι, οι επιταγές αυτές προβλέπονται, ιδίως, υπέρ του κοινοτικού δικαστή, ο οποίος δεν διαθέτει καμία προηγούμενη γνώση της υποθέσεως που υποβάλλεται στην κρίση του. Επιπλέον, η ανάγκη διαφυλάξεως της ασφαλείας δικαίου κατά τον καθορισμό των όρων του δικαστικού αγώνα και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης αποκλείουν το να λαμβάνεται υπόψη, ως λόγος που επιτρέπει τη μη τήρηση των επιταγών του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η τεκμαιρόμενη καλή γνώση του φακέλου εκ μέρους του συντάκτη της πράξεως κοινοτικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 28-31)