Language of document : ECLI:EU:T:2023:93

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 1ης Μαρτίου 2023 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων υφασμένων ή ραμμένων υφασμάτων από υαλοΐνες καταγωγής Κίνας και Αιγύπτου – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/492 – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Υπολογισμός της κανονικής αξίας – Άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως – Ζημία – Υπολογισμός του περιθωρίου υποτιμολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑301/20,

Hengshi Egypt Fiberglass Fabrics SAE, με έδρα την Ain Soukhna (Αίγυπτος),

Jushi Egypt for Fiberglass Industry SAE, με έδρα την Ain Soukhna,

εκπροσωπούμενες από τους B. Servais και V. Crochet, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την P. Němečková και τον G. Luengo,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Tech-Fab Europe eV, με έδρα τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους L. Ruessmann και J. Beck, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους H. Kanninen, πρόεδρο, M. Jaeger, N. Półtorak, O. Porchia και M. Stancu (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή τους δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ οι προσφεύγουσες, ήτοι η Hengshi Egypt Fiberglass Fabrics SAE (στο εξής: Hengshi) και η Jushi Egypt for Fiberglass Industry SAE (στο εξής: Jushi), ζητούν την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/492 της Επιτροπής, της 1ης Απριλίου 2020, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υφασμένων και/ή ραμμένων υφασμάτων από υαλοΐνες καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Αιγύπτου (ΕΕ 2020, L 108, σ. 1), καθόσον αυτός τις αφορά (στο εξής: προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός).

 I. Ιστορικό της διαφοράς

2        Η Hengshi και η Jushi είναι εταιρίες συσταθείσες σύμφωνα με τη νομοθεσία της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου. Ανήκουν αμφότερες στον όμιλο China National Building Material (CNBM). Η δραστηριότητα των προσφευγουσών συνίσταται στην παραγωγή και εξαγωγή, μεταξύ άλλων, ορισμένων υφασμένων ή ραμμένων υφασμάτων από υαλοΐνες (στο εξής: TFV), τα οποία πωλούνται ιδίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3        Κατά την περίοδο έρευνας (από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018), η Jushi παρήγαγε τόσο TFV όσο και νήματα υαλοϊνών (στο εξής: SFV), τα οποία αποτελούν την κύρια πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή TFV. Η Jushi χρησιμοποιούσε τα SFV που παρήγε για να παρασκευάζει TFV, αλλά πωλούσε SFV και σε ανεξάρτητους πελάτες, τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην αλλοδαπή, καθώς και στη Hengshi. Η Hengshi παρασκεύασε TFV από τα SFV που αγόραζε από την Jushi, καθώς και από μια άλλη συνδεδεμένη εταιρία και από μια ανεξάρτητη εταιρία, αμφότερες εγκατεστημένες στην Κίνα.

4        Η Jushi πώλησε TFV απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Αίγυπτο και στην Ένωση. Εξήγαγε επίσης TFV με αποδέκτες τρεις συνδεδεμένους πελάτες εντός της Ένωσης, ήτοι τις Jushi Spain SA, Jushi France SAS και Jushi ltalia Srl. Επιπλέον, η Jushi πώλησε TFV εντός της Ένωσης μέσω μιας συνδεδεμένης εταιρίας εγκατεστημένης εκτός της Ένωσης, ήτοι της Jushi Group (HK) Sinosia composite Materials Co. Ltd.

5        Η Hengshi δεν πώλησε TFV στην αιγυπτιακή αγορά. Πώλησε TFV εντός της Ένωσης απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες, καθώς και μέσω μιας συνδεδεμένης εταιρίας εγκατεστημένης εκτός της Ένωσης, ήτοι της Huajin Capital Ltd.

6        Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2019 από την παρεμβαίνουσα, ήτοι την Tech-Fab Europe eV, εξ ονόματος παραγωγών που αντιπροσωπεύουν άνω του 25 % της συνολικής παραγωγής TFV της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21, στο εξής: βασικός κανονισμός), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε έρευνα αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές TFV καταγωγής Κίνας και Αιγύπτου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις 21 Φεβρουαρίου 2019, δημοσίευσε ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2019, C 68, σ. 29).

7        Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, τα προϊόντα που αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας αντιντάμπινγκ ήταν τα υφάσματα από υφασμένα και/ή ραμμένα φιτίλια (rovings) ή νήματα συνεχών υαλοϊνών με ή χωρίς άλλα στοιχεία, εξαιρουμένων των προϊόντων που είναι εμποτισμένα ή προεμποτισμένα και εξαιρουμένων των υφασμάτων ανοικτού πλέγματος με μέγεθος κυψελίδας μεγαλύτερο από 1,8 mm, τόσο σε μήκος όσο και σε πλάτος, και βάρος μεγαλύτερο από 35 g/m2 καταγωγής Κίνας και Αιγύπτου, τα οποία κατατάσσονταν κατά τον κρίσιμο χρόνο στους κωδικούς ΣΟ ex 7019 39 00, ex 7019 40 00, ex 7019 59 00 και ex 7019 90 00 (κωδικοί TARIC 7019390080, 7019400080, 7019590080 και 7019900080).

8        Η έρευνα σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2018. Η εξέταση των συναφών για την εκτίμηση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας τάσεων κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως το τέλος της περιόδου έρευνας.

9        Στις 8 Απριλίου 2019, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ καθώς και τις απαντήσεις τους στο παράρτημα Ι του ερωτηματολογίου των συνδεδεμένων τους εταιριών.

10      Στις 16 Μαΐου 2019, η Επιτροπή κίνησε χωριστή έρευνα κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές TFV καταγωγής Κίνας και Αιγύπτου στην Ένωση (στο εξής: παράλληλη έρευνα κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τα TFV). Στις 7 Ιουνίου 2019, η Επιτροπή κίνησε επίσης έρευνα κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τα SFV (στο εξής: παράλληλη έρευνα κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τα SFV).

11      Η Επιτροπή πραγματοποίησε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις των προσφευγουσών καθώς και στις εγκαταστάσεις των συνδεδεμένων εταιριών τους. Στις 30 Μαΐου 2019, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν συμπληρωματικές παρατηρήσεις κατόπιν των επισκέψεων αυτών.

12      Στις 19 Δεκεμβρίου 2019, η Επιτροπή ανακοίνωσε τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις ουσιώδεις εκτιμήσεις βάσει των οποίων σκόπευε να επιβάλει οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές TFV καταγωγής Κίνας και Αιγύπτου (στο εξής: τελική ενημέρωση). Στις 9 Ιανουαρίου 2020, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της τελικής ενημερώσεως. Στις 16 Ιανουαρίου 2020, πραγματοποιήθηκε ακρόαση σχετικά με την τελική ενημέρωση στα γραφεία της Επιτροπής. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αυθημερόν συμπληρωματικές παρατηρήσεις εγγράφως.

13      Στις 10 Φεβρουαρίου 2020, η Επιτροπή δημοσίευσε έγγραφο συμπληρωματικής τελικής ενημερώσεως (στο εξής: συμπληρωματική τελική ενημέρωση). Η ενημέρωση αυτή λάμβανε υπόψη ορισμένα από τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι προσφεύγουσες σχετικά με την τελική ενημέρωση. Οι τελευταίες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της συμπληρωματικής τελικής ενημερώσεως στις 13 Φεβρουαρίου 2020. Στις 17 Φεβρουαρίου 2020, πραγματοποιήθηκε ακρόαση σχετικά με την εν λόγω ενημέρωση στα γραφεία της Επιτροπής.

14      Κατόπιν αιτήματος των προσφευγουσών, ο σύμβουλος ακροάσεων προέβη, στις 25 Φεβρουαρίου 2020, σε μεταγενέστερη ακρόαση.

15      Την 1η Απριλίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό. Ο εν λόγω κανονισμός επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 20 % επί των εισαγωγών TFV από τις προσφεύγουσες στην Ένωση.

 II. Αιτήματα των διαδίκων

16      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό, καθόσον αυτός τις αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

–        να υποχρεώσει την παρεμβαίνουσα να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

17      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 III. Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο, προβάλλεται ότι η μέθοδος που ακολούθησε η Επιτροπή για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής των TFV της Hengshi, των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών και άλλων γενικών εξόδων (στο εξής: έξοδα ΠΔΓ) και του κέρδους που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας αντίκειται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, στο άρθρο 2, παράγραφοι 3, 6, 11 και 12, καθώς και στο άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, προβάλλεται ότι η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του περιθωρίου υποτιμολογήσεως και υποτιμολογήσεως των ενδεικτικών τιμών των προσφευγουσών αντίκειται στο άρθρο 3, παράγραφοι 1, 2, 3 και 6, καθώς και στο άρθρο 9, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 5, του άρθρου 2, παράγραφοι 3, 6, 11 και 12, καθώς και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

19      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε πέντε σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

20      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η συλλογιστική βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το κόστος των SFV που αναγράφεται στα λογιστικά έγγραφα της Hengshi συνιστά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Κατά τις προσφεύγουσες, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση που θέτει, κριτήριο σχετικό με τις συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκτιμήσει τον εύλογο χαρακτήρα των εξόδων, ιδίως των SFV, που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος, δηλαδή των TFV, τα οποία καταγράφονται στα λογιστικά έγγραφα της Hengshi.

21      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, κατά τις προσφεύγουσες, πρώτον, από την ερμηνεία που έδωσε το όργανο επιλύσεως διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στο άρθρο 2.2.1.1 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994), δεύτερον, από την αρχή της στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης και, τρίτον, από το πλαίσιο εντός του οποίου θεσπίστηκε το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, καθώς και από τους σκοπούς που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός.

22      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων.

23      Υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση που πρόθεση της Ένωσης ήταν να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση αναληφθείσα στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή στην περίπτωση που η πράξη της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της επίμαχης πράξεως της Ένωσης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Interpipe Niko Tube και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant κατά Επιτροπής, T‑716/19, EU:T:2021:457, σκέψη 95).

24      Με το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η Ένωση επιδίωξε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2.2.1.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994 (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron κατά Συμβουλίου, T‑118/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:67, σκέψη 66).

25      Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού, καθόσον αντιστοιχούν σε διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994, πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα των αντίστοιχων διατάξεων της εν λόγω συμφωνίας, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Interpipe Niko Tube και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant κατά Επιτροπής, T‑716/19, EU:T:2021:457, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Το κόστος υπολογίζεται καταρχήν με βάση τα στοιχεία που τηρεί το μέρος σε σχέση με το οποίο διεξάγεται έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και ότι αποδεικνύεται πως τα στοιχεία αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του υπό εξέταση προϊόντος.»

27      Από το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι τα λογιστικά έγγραφα του υπό έρευνα μέρους συνιστούν την κατεξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του οικείου προϊόντος και ότι η χρήση των στοιχείων που έχουν καταχωρισθεί στα εν λόγω βιβλία αποτελεί τον κανόνα, ενώ η προσαρμογή τους ή η αντικατάστασή τους από κάποια άλλη εύλογη βάση την εξαίρεση. Λαμβανόμενης υπόψη της αρχής κατά την οποία στις παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από έναν γενικό κανόνα προσήκει στενή ερμηνεία, κρίνεται ότι η εξαίρεση που απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Yieh United Steel κατά Επιτροπής, T‑607/15, EU:T:2019:831, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Όσον αφορά το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα, όταν φρονούν ότι πρέπει να αποστούν του κόστους παραγωγής το οποίο αναγράφεται στα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους προκειμένου να το αντικαταστήσουν με κάποια άλλη τιμή που κρίνουν εύλογη, να στηριχθούν σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η αναπροσαρμογή (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Yieh United Steel κατά Επιτροπής, Τ-607/15, EU:T:2019:831, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν. Επομένως, ο έλεγχος της εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων από τον δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη κατά την πραγματοποίηση της βαλλόμενης εκτιμήσεως, της ελλείψεως προδήλου σφάλματος ως προς την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή της ελλείψεως καταχρήσεως εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός δικαστικός έλεγχος αφορά, ειδικότερα, την επιλογή μεταξύ των αναφερομένων στον βασικό κανονισμό μεθόδων υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και τον καθορισμό της κανονικής αξίας ενός προϊόντος (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Yieh United Steel κατά Επιτροπής, Τ-607/15, EU:T:2019:831, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Υπό το πρίσμα αυτών των επισημάνσεων πρέπει να εξεταστεί το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

31      Πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποκλίνει από τα έξοδα που καταγράφονται στα λογιστικά έγγραφα του υπό έρευνα μέρους όταν η τιμή της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του υπό εξέταση προϊόντος δεν καθορίζεται υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού.

32      Συναφώς, όπως επισημαίνουν εξάλλου και οι διάδικοι, το όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ έκρινε, στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 2.2.1.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994, ότι είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι τα λογιστικά έγγραφα που τηρούνται σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής ευλόγως δεν λαμβάνουν υπόψη έξοδα σχετικά με την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος όταν, λόγου χάρη, οι συναλλαγές που αφορούν ορισμένα υλικά τα οποία σχετίζονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν πραγματοποιούνται υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού [πρβλ. έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ στην υπόθεση «Ευρωπαϊκή Ένωση – Μέτρα αντιντάμπινγκ για το βιοντίζελ από την Αργεντινή» (WT/DS 473/AB/R), η οποία εκδόθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2016, σημείο 6.33].

33      Εντούτοις, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, η Επιτροπή, όταν κρίνει ότι το κόστος παραγωγής που αναγράφεται στα λογιστικά έγγραφα του υπό έρευνα μέρους δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη και ότι πρέπει να αντικατασταθεί από άλλη τιμή που κρίνεται εύλογη, υποχρεούται να στηριχθεί σε αποδείξεις ή, τουλάχιστον, σε ενδείξεις βάσει των οποίων δύναται να τεκμηριωθεί η ύπαρξη του παράγοντα βάσει του οποίου γίνεται η προσαρμογή.

34      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 312 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού η Επιτροπή επισήμανε ότι οι τιμές στις οποίες η Hengshi αγόραζε τα SFV από την Jushi ήταν συστηματικά και σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές τις οποίες χρέωνε η εν λόγω εταιρία για το ίδιο προϊόν στους ανεξάρτητους αγοραστές που δραστηριοποιούνταν στην αιγυπτιακή αγορά. Δεδομένης της σημαντικής διαφοράς μεταξύ των επίμαχων τιμών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τιμές τις οποίες πλήρωνε η Hengshi Egypt στην Jushi Egypt δεν μπορούσαν να θεωρηθούν σύμφωνες με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού. Παρά το γεγονός ότι οι τιμές αυτές ήταν κερδοφόρες για την Jushi, δεν αντικατόπτριζαν τις τιμές της αγοράς στην Αίγυπτο. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο, τα έξοδα που δήλωσε η Hengshi για τα SFV ήταν σαφώς χαμηλότερα, ήτοι κατά περίπου [εμπιστευτικό] (1) %, από εκείνα που χρέωνε η Jushi στους ανεξάρτητους αγοραστές στην Αίγυπτο, στοιχείο που οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν.

35      Προκειμένου να δικαιολογήσουν το ότι μια τέτοια διαφορά τιμών δεν αρκούσε για να επιτρέψει στην Επιτροπή να θεωρήσει ότι οι τιμές των SFV που καταγράφονταν στα λογιστικά έγγραφα της Hengshi δεν είχαν καθοριστεί υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και ότι, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι, δεδομένου ότι η Jushi πωλούσε τα SFV στη Hengshi με κέρδος [εμπιστευτικό] %, τα έγγραφα αυτά λαμβάνουν δεόντως και αρκούντως υπόψη το κόστος των SFV. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει ήδη δεχθεί, ιδίως με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 360/2014 της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 2014, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας μετά από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 107, σ. 13), ότι οι συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων μερών μπορούν να πραγματοποιούνται χωρίς την επίτευξη κέρδους.

36      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν, ωστόσο, να γίνουν δεκτά.

37      Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, το περιθώριο κέρδους που η Jushi φέρεται να έχει αποκομίσει από τις πωλήσεις SFV στη Hengshi, επισημαίνεται ότι, όπως σημείωσε και η Επιτροπή, η επίτευξη κέρδους δεν μπορεί να οδηγεί αυτομάτως στο συμπέρασμα ότι μια συναλλαγή πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω περιθώριο κέρδους ήταν σαφώς χαμηλότερο από εκείνο που επιτεύχθηκε με ανεξάρτητους αγοραστές.

38      Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, την αναφορά στον εκτελεστικό κανονισμό 360/2014, υπενθυμίζεται ότι το σύννομο ενός κανονισμού που επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των κανόνων δικαίου και, ιδίως, των διατάξεων του βασικού κανονισμού, και όχι βάσει της προγενέστερης πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής [πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T‑351/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:616, σκέψη 107].

39      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν αφορά τον εύλογο χαρακτήρα των εξόδων, αλλά μάλλον την «αξιοπιστία» των λογιστικών εγγράφων του υπό έρευνα μέρους, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια ερμηνεία θα λειτουργούσε εν τέλει ως απόλυτο εμπόδιο στη χρήση της κατασκευασμένης κανονικής αξίας στην περίπτωση, ιδίως, κατά την οποία τα έξοδα παραγωγής επηρεάζονται από μια ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, EuroChem MCC κατά Συμβουλίου, T‑84/07, EU:T:2013:64, σκέψη 59).

40      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η δική τους ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού επιβεβαιώνεται από το πλαίσιο εντός του οποίου θεσπίστηκε η οικεία διάταξη καθώς και από τους σκοπούς που επιδιώκει ο οικείος κανονισμός, πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι είναι ορθή η επισήμανση των προσφευγουσών ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, δεν περιέχει ρητή πρόβλεψη σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα των εξόδων μεταξύ συνδεδεμένων μερών, εν αντιθέσει προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, καθώς και στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε να λαμβάνεται υπόψη η περίσταση αυτή κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

41      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπογραμμισθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 31 και 32 ανωτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν εμποδίζει την Επιτροπή να αποκλίνει από τα έξοδα που καταγράφονται στα λογιστικά έγγραφα του υπό έρευνα μέρους όταν οι τιμές της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του υπό εξέταση προϊόντος δεν καθορίζονται υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού λόγω ενδοομιλικής σχέσεως. Εν συνεχεία, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το άρθρο 2, παράγραφος 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, τα οποία αναφέρονται ρητώς στις περιπτώσεις στις οποίες οι τιμές επηρεάζονται λόγω της ενδοομιλικής σχέσεως, λειτουργούν ως βάση για τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 2 σχετικά με την κανονική αξία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του άρθρου 2, παράγραφος 5. Τέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού δεν είναι κρίσιμο στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, καθόσον δεν αφορά τον προσδιορισμό της υπάρξεως ντάμπινγκ αλλά τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης στο πλαίσιο του προσδιορισμού της υπάρξεως ζημίας. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10 του βασικού κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρθηκε στα συνδεδεμένα με τους εξαγωγείς μέρη προκειμένου να τα αποκλείσει από την έννοια του «κλάδου παραγωγής της Ένωσης».

42      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε νομικό σφάλμα ούτε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, ότι, δεδομένου ότι η τιμή των SFV που αναγραφόταν στα λογιστικά έγγραφα της Hengshi δεν είχε καθοριστεί υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι λάμβανε ευλόγως υπόψη τα έξοδα που συνδέονταν με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος και ότι, ως εκ τούτου, το εν λόγω θεσμικό όργανο έπρεπε να προβεί στην αναπροσαρμογή της (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron κατά Συμβουλίου, Τ-118/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:67, σκέψη 53).

43      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως

44      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθόσον, στο πλαίσιο της αναλύσεως των συνθηκών πλήρους ανταγωνισμού, συνέκρινε τις τιμές πωλήσεως των SFV που χρεώθηκαν, αντιστοίχως, στη Hengshi και σε ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες, χωρίς να λάβει υπόψη της όλους τους κρίσιμους παράγοντες που αφορούσαν τις επίμαχες πωλήσεις, όπως είναι η σημαντική διαφορά ως προς τον όγκο των πωλήσεων SFV που πραγματοποίησε η Jushi στους εγχώριους πελάτες και στη Hengshi, καθώς και η καταβολή των δασμών που βαρύνουν την Jushi για τις πωλήσεις SFV στους ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες της.

45      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων.

–       Επί του πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων

46      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι το κατά πόσον μια τιμή εφαρμόζεται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις εξαρτάται και από τους λοιπούς όρους της συναλλαγής οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις εφαρμοζόμενες τιμές, όπως ο όγκος της συναλλαγής, οι πρόσθετες υποχρεώσεις των μερών της συναλλαγής ή η προθεσμία παραδόσεως. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, η οποία πρέπει να διενεργείται για την εκάστοτε περίπτωση, τα θεσμικά όργανα πρέπει να συνεκτιμούν όλους τους σχετικούς παράγοντες και όλες τις ειδικές περιστάσεις που σχετίζονται με τις υπό εξέταση πωλήσεις (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, Συμβούλιο κατά Alumina, C‑393/13 P, EU:C:2014:2245, σκέψη 30).

47      Ωστόσο, για να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών ικανό να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα προσκομιζόμενα στοιχεία πρέπει να είναι επαρκή ώστε να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις περί τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες προέβη το εν λόγω θεσμικό όργανο στην προσβαλλόμενη απόφαση (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑444/11, EU:T:2014:773, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτίαση των προσφευγουσών σχετικά με τη σημαντική διαφορά ως προς τον όγκο των πωλήσεων των SFV που πραγματοποίησε η Jushi σε ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες και στη Hengshi βασίζεται κατ’ ουσίαν, αφενός, στο επιχείρημα ότι είναι λογικό ο όγκος των πωλήσεων να επηρεάζει την τιμή που ισχύει για τους πελάτες και, αφετέρου, στο ότι το ποσοστό εκπτώσεως που εφάρμοσε η Jushi στη Hengshi για τις πωλήσεις SFV επηρεάστηκε από τον όγκο αυτών των πωλήσεων.

49      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι είναι λογικό ο όγκος των πωλήσεων να επηρεάζει την τιμή που ισχύει για τους πελάτες, διαπιστώνεται ότι, καίτοι στη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω έγινε δεκτό ότι ο όγκος των συναλλαγών ενδέχεται να επηρεάσει την τιμή ενός προϊόντος, η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων και όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων που αφορούν τις επίμαχες πωλήσεις. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός δεν αρκεί αφ’ εαυτού, και εφόσον δεν αποδειχθεί ότι η Jushi είχε εφαρμόσει εκπτώσεις στους πελάτες της σε συνάρτηση με τον όγκο των πωλήσεων των SFV, για να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως στο πλαίσιο της αναλύσεώς της σχετικά με τις συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, επειδή δεν έλαβε υπόψη τον όγκο των πωλήσεων των SFV της Jushi.

50      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με το ποσοστό εκπτώσεως που εφάρμοσε η Jushi στη Hengshi για τις πωλήσεις των SFV, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν αποδεικνύεται ότι το προβαλλόμενο ποσοστό εκπτώσεως που εφάρμοσε η Jushi στη Hengshi δεν είχε ειδικό χαρακτήρα και δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά στις πωλήσεις SFV μεταξύ των δύο αυτών εταιριών. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το ποσοστό εκπτώσεως που συναρτάται προς τον όγκο των πωλήσεων θα εφαρμοζόταν ή εφαρμόζεται σε όλους τους αγοραστές και όχι μόνο στη Hengshi.

51      Κατόπιν των προεκτεθέντων στις σκέψεις 49 και 50 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 47 ανωτέρω νομολογία, ώστε να ανατρέψουν τις πραγματικές εκτιμήσεις που περιέχονται στον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό, ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 320, και βάσει των οποίων η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της αναλύσεως των συνθηκών πλήρους ανταγωνισμού, τον όγκο πωλήσεων SFV από την Jushi στη Hengshi.

52      Εξάλλου, πρέπει επίσης να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που αφορά το περιλαμβανόμενο στο υπόμνημα αντικρούσεως επιχείρημα της Επιτροπής ότι, προκειμένου να κριθεί αν οι τιμές ήταν συγκρίσιμες, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το συνολικό ποσοστό πωλήσεων στους ανεξάρτητους εθνικούς πελάτες για το σύνολο των προϊόντων. Το εν λόγω επιχείρημα αποτελεί απλώς και μόνο ένα στοιχείο του γενικότερου πλαισίου που παρουσίασε η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως, υπό το πρίσμα του οποίου θα έπρεπε να εξεταστεί η αιτίαση των προσφευγουσών σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων. Πλην όμως, σκοπός του υπομνήματος αντικρούσεως είναι, μεταξύ άλλων, να διαφωτίσει το Γενικό Δικαστήριο το οποίο, εν αντιθέσει με τους διαδίκους, δεν γνωρίζει το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της υποβληθείσας στην κρίση του υποθέσεως, στο οποίο εντάσσεται η επίδικη απόφαση. Εξάλλου, το γεγονός ότι μια απόφαση κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που αφορούν το γενικότερο πλαίσιο της οικείας υποθέσεως τα οποία τίθενται υπόψη του εκ των υστέρων, στο πλαίσιο της περιγραφής εκ μέρους ενός εκ των διαδίκων των πραγματικών περιστατικών της ενώπιόν του διαφοράς, δεν αρκεί αυτό καθεαυτό για να αποδειχθεί ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως της επίδικης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, T‑340/04, EU:T:2007:81, σκέψη 79). Επομένως, το ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν προβλήθηκε στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

53      Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως σχετικά με την καταβολή των δασμών

54      Όσον αφορά την καταβολή των δασμών για τα υλικά των SFV, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, αφενός, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, διότι η Επιτροπή δεν τους γνωστοποίησε, με την τελική ενημέρωση ή με τη συμπληρωματική τελική ενημέρωση, την πρόθεσή της να μη λάβει υπόψη την καταβολή των εν λόγω δασμών λόγω ελλείψεως αποδείξεων. Αφετέρου, προβάλλουν παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, θεωρώντας ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε χρησιμοποιήσει με δική της πρωτοβουλία τις σχετικές με την καταβολή των επίμαχων δασμών αποδείξεις που διέθετε στο πλαίσιο της παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τα SFV ή, τουλάχιστον, να τους ζητήσει να προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ.

55      Όσον αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, υπενθυμίζεται ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών, ο οποίος έχει κεφαλαιώδη σημασία στις διαδικασίες έρευνας αντιντάμπινγκ, προϋποθέτει ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως προς το υποστατό και την κρισιμότητα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων και ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της περί υπάρξεως πρακτικής ντάμπινγκ και της εντεύθεν απορρέουσας ζημίας (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Interpipe Niko Tube και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant κατά Επιτροπής, T‑716/19, EU:T:2021:457, σκέψη 209 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      H ύπαρξη παρατυπίας όσον αφορά τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση κανονισμού περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ παρά μόνο αν, λόγω της παρατυπίας αυτής, η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσβάλλοντας, επομένως, με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου. Ωστόσο, δεν μπορεί να επιβληθεί στον εν λόγω ενδιαφερόμενο η υποχρέωση να αποδείξει ότι η απόφαση της Επιτροπής θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνον ότι τούτο δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, εφόσον ο ενδιαφερόμενος θα είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικότερα αν δεν είχε μεσολαβήσει η καταγγελλόμενη διαδικαστική παρατυπία (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Interpipe Niko Tube και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant κατά Επιτροπής, T‑716/19, EU:T:2021:457, σκέψη 210 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, δόθηκε στις προσφεύγουσες η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους τόσο ως προς το υποστατό και τη σημασία των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων όσο και ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της περί υπάρξεως πρακτικής ντάμπινγκ και της εντεύθεν ζημίας, καθόσον είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις τόσο επί της τελικής ενημερώσεως όσο και επί της συμπληρωματικής τελικής ενημερώσεως. Πράγματι, σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο οι προσφεύγουσες εξέφρασαν τη διαφωνία τους όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη την ύπαρξη δασμών που η Jushi όφειλε να καταβάλει για τις πωλήσεις των SFV σε ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες.

58      Επιπροσθέτως, καθόσον οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι δεν έτυχαν ακροάσεως ειδικώς όσον αφορά την πρόθεση της Επιτροπής να μη λάβει υπόψη την καταβολή των δασμών, αρκεί η υπόμνηση ότι το δικαίωμα ακροάσεως αφορά όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η πράξη που επέχει θέση αποφάσεως, αλλά δεν αφορά την τελική θέση την οποία προτίθεται να λάβει η Διοίκηση (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Interpipe Niko Tube και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant κατά Επιτροπής, T‑716/19, EU:T:2021:457, σκέψη 211 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν άκουσε τις προσφεύγουσες ειδικώς όσον αφορά την πρόθεσή της να μη λάβει υπόψη την καταβολή των δασμών, ενώ η πληρωμή αυτή δεν είχε καν πραγματοποιηθεί όταν οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την τελική ενημέρωση και τη συμπληρωματική τελική ενημέρωση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η πληρωμή αυτή πραγματοποιήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2020, ενώ η προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων επί της συμπληρωματικής τελικής ενημερώσεως έληγε στις 13 Φεβρουαρίου 2020.

59      Επομένως, η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.

60      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, υπενθυμίζεται ότι ναι μεν εναπόκειται στην Επιτροπή, ως αρμόδια για την έρευνα αρχή, να αποδείξει την ύπαρξη ντάμπινγκ, ζημίας και αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας, πλην όμως, καθόσον καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να υποχρεώσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να συμμετάσχουν στην έρευνα ή να προσκομίσουν τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία, το θεσμικό αυτό όργανο στηρίζεται στην οικειοθελή συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών προκειμένου να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες [πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, ΕΒΜΑ κατά Giant (China), C‑61/16 P, EU:C:2017:968, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

61      Πράγματι, σκοπός της έρευνας αντιντάμπινγκ είναι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να αναζητούν αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που θέτει στη διάθεσή τους ο βασικός κανονισμός και βάσει οικειοθελούς συνεργασίας των επιχειρηματιών, ιδίως δε τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, τις ενδεχόμενες επιτόπιες επαληθεύσεις και τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων στα ενημερωτικά έγγραφα, προκειμένου να αποδειχθεί η τυχόν ύπαρξη ντάμπινγκ μετά τον καθορισμό της κανονικής αξίας του υπό εξέταση προϊόντος σύμφωνα με το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, United Yieh κατά Επιτροπής, T‑607/15, EU:T:2019:831, σκέψη 133).

62      Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να βεβαιωθεί ότι τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις και εκτίμησαν τα στοιχεία του φακέλου με τη δέουσα επιμέλεια ώστε να θεωρηθεί ότι η κανονική αξία καθορίστηκε ευλόγως (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, T‑249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 60 έως 62 ανωτέρω προκύπτει ότι, καίτοι αληθεύει ότι η Επιτροπή οφείλει να διενεργεί επιμελώς την έρευνα και να λαμβάνει υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις κατά τον καθορισμό της κανονικής αξίας, το εν λόγω θεσμικό όργανο στηρίζεται στην οικειοθελή συνεργασία των μερών που αποτελούν αντικείμενο έρευνας προκειμένου να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες.

64      Επομένως, εν προκειμένω, στις προσφεύγουσες επαφίετο να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που θεωρούσαν κρίσιμα για τους σκοπούς της έρευνας, κατά τον χρόνο που προέβαλαν ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι η τιμή πωλήσεως των SFV που χρέωνε η Jushi σε ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες περιλάμβανε ποσό που κάλυπτε τους τελωνειακούς δασμούς επί των εισαγωγών υλικών. Πλην όμως, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως δε από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες σχετικά με την τελική ενημέρωση και τη συμπληρωματική τελική ενημέρωση, προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες ουδέποτε προσκόμισαν το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο περί καταβολής τέτοιων δασμών στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ. Εξάλλου, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, η καταβολή αυτή δεν είχε καν πραγματοποιηθεί όταν οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της τελικής ενημερώσεως και επί της συμπληρωματικής τελικής ενημερώσεως. Το έγγραφο που πιστοποιεί την καταβολή των δασμών, το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 18 Μαρτίου 2020, στο πλαίσιο της παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τα SFV, όπως εξάλλου επιβεβαίωσαν και οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλήσουν όφελος από δική τους αμέλεια, προσάπτοντας στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη ένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο είχαν κάθε συμφέρον να προσκομίσουν αλλά δεν προσκόμισαν.

65      Εξάλλου, δεν ευσταθεί το επιχείρημα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες με το υπόμνημα απαντήσεως ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει με δική της πρωτοβουλία το εν λόγω έγγραφο που προσκομίστηκε στο πλαίσιο της παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων επί των SFV.

66      Ειδικότερα, το άρθρο 29, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 55), προβλέπει τα εξής:

«Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν».

67      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί με δική της πρωτοβουλία να επικαλεστεί στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ αποδεικτικό στοιχείο προσκομισθέν στο πλαίσιο παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων. Επομένως, εν προκειμένω, εναπέκειτο στις προσφεύγουσες να αποποιηθούν την εγγύηση που προβλέπει το ανωτέρω άρθρο και να ζητήσουν να συνεκτιμηθεί ένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο και στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ.

68      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η μνεία που γίνεται, στην αιτιολογική σκέψη 268 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, σχετικά με τους αριθμούς ελέγχου προϊόντος (στο εξής: PCN) της παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τα TFV, καθώς και η χρήση ορισμένων απαντήσεων των προσφευγουσών στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ για τους σκοπούς της τελευταίας αυτής έρευνας κατά των επιδοτήσεων ουδόλως στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό τους ότι η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεστεί πληροφορίες παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, αφενός, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 276 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις πληροφορίες σχετικά με τους PCN της παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τα TFV απλώς και μόνον επειδή ο Κινέζος παραγωγός-εξαγωγέας είχε αποποιηθεί την εγγύηση του άρθρου 19, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού καθώς και του άρθρου 29, παράγραφος 6, του κανονισμού 2016/1037 και ζήτησε να χρησιμοποιηθούν οι ορθές πληροφορίες σχετικά με τους PCN που είχαν συγκεντρωθεί στο πλαίσιο της παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων που αφορούσαν τα TFV ως καλύτερες διαθέσιμες πληροφορίες στην έρευνα αντιντάμπινγκ. Αφετέρου, από το έγγραφο της 24ης Μαΐου 2019 που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες ως παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως προκύπτει ότι η χρήση ορισμένων από τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ για την παράλληλη έρευνα κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τα TFV είχε ζητηθεί με δική τους πρωτοβουλία.

69      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση και, κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

70      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αφενός, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθόσον, για να προσαρμόσει το κόστος των SFV της Hengshi, έκανε χρήση της εξαιρέσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή και αναπροσάρμοσε τα σχετικά έξοδα «πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση» αντί να προβεί σε προσαρμογή «με βάση το κόστος άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα», ιδίως βάσει των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Jushi, η οποία είναι η μοναδική παραγωγός SFV στην Αίγυπτο, για την παραγωγή των επίμαχων SFV. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον δεν διευκρίνισε στον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό τον λόγο για τον οποίο έκανε χρήση της ως άνω εξαιρέσεως.

71      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων.

72      Πρώτον, όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία πρέπει να εξεταστεί πρώτη κατά σειρά, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, όπως και η Επιτροπή, ότι οι λόγοι για τους οποίους το εν λόγω θεσμικό όργανο επέλεξε να μη χρησιμοποιήσει το κόστος παραγωγής των SFV της Jushi για να προσαρμόσει το κόστος παραγωγής των SFV της Hengshi προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο από την αιτιολογική σκέψη 331 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Στη συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή εξήγησε ότι, αφού εκτίμησε κατά πόσον τα στοιχεία της Hengshi αντανακλούσαν ευλόγως τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή TFV, διαπίστωσε ότι οι τιμές μεταβιβάσεως για τις αγορές SFV από τη Hengshi είναι κατά πολύ χαμηλότερες σε σχέση με την αγοραία τιμή για τους ίδιους τύπους προϊόντος στην Αίγυπτο, δηλαδή δεν ήταν σύμφωνες με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή προσάρμοσε το κόστος των SFV της Hengshi βάσει των τιμών που χρέωνε η Jushi σε ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες στην αιγυπτιακή αγορά.

73      Επιπλέον, καθόσον οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις επεξηγήσεις της Επιτροπής στο υπόμνημα αντικρούσεως όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η Jushi και η Hengshi δεν ήταν συγκρίσιμες, δεδομένου ότι η Jushi, εν αντιθέσει με τη Hengshi, είναι καθετοποιημένη επιχείρηση, υπενθυμίζεται ότι, κατά την προμνημονευθείσα στη σκέψη 52 νομολογία, η μη παράθεση, σε απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή ακυρώσεως, στοιχείων του γενικού πλαισίου τα οποία προσκομίζονται μεταγενέστερα στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρουσιάσεως από διάδικο των περιστάσεων υπό τις οποίες η ανέκυψε η εκδικαζόμενη διαφορά δεν αποδεικνύει, αυτή καθεαυτήν, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της επίδικης αποφάσεως.

74      Πλην όμως, εν προκειμένω, η διευκρίνιση σχετικά με το ότι η Jushi είναι καθετοποιημένη εταιρία, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες, αποτελεί απλώς ένα στοιχείο που η Επιτροπή μπορούσε να παραθέσει στο υπόμνημα αντικρούσεως χωρίς να παραβεί την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

75      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν είναι βάσιμο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένος, ούτε ότι η Επιτροπή εξέθεσε για πρώτη φορά στο υπόμνημα αντικρούσεως τον λόγο για τον οποίον αποφάσισε να κάνει χρήση της εξαιρέσεως του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού στην προκειμένη περίπτωση.

76      Επομένως, η αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί.

77      Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά τη διάταξη αυτή, «[α]ν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλώνται ευλόγως στα στοιχεία του εν λόγω μέρους, αυτές προσαρμόζονται ή καθορίζονται με βάση το κόστος άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα, ή, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση, περιλαμβανομένων των στοιχείων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές».

78      Επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της ανωτέρω διατάξεως, οι δύο αυτές μέθοδοι πρέπει να εφαρμοστούν με τη σειρά με την οποία παρατίθενται. Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει πρωτίστως αν μπορεί να προσαρμόσει ή να καθορίσει τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος βάσει των εξόδων άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων. Μόνον όταν αυτές οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τίθεται ζήτημα προσφυγής στην εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, κατά την οποία οι δαπάνες πρέπει να καθορίζονται «πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση» (πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1999, Acme κατά Συμβουλίου, T‑48/96, EU:T:1999:251, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η επιλογή της χρήσεως «οποιασδήποτε άλλης εύλογης βάσης» συνιστά εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, χρήζει στενής ερμηνείας. Επομένως, εφόσον αποκλίνει από τα έξοδα άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων της ίδιας χώρας, η Επιτροπή πρέπει να στηριχθεί σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει η ύπαρξη του παράγοντα βάσει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή.

80      Εν προκειμένω, για να δικαιολογήσει την απόφασή της να μη χρησιμοποιήσει το κόστος παραγωγής των SFV της Jushi προκειμένου να προσαρμόσει το κόστος των SFV της Hengshi και, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιήσει άλλη εύλογη βάση, η Επιτροπή εξήγησε ότι η Jushi, καίτοι ήταν ο μοναδικός άλλος παραγωγός TFV στην Αίγυπτο, ήταν, αφενός, εταιρία συνδεδεμένη με τη Hengshi και, αφετέρου, καθετοποιημένη εταιρία, πράγμα που δεν ίσχυε για τη Hengshi. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω στοιχεία, η Επιτροπή αποφάσισε να υπολογίσει το κόστος των SFV της Hengshi βάσει της τιμής που χρέωνε η Jushi σε ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες.

81      Προς αμφισβήτηση της αποφάσεως της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει κάθε άλλη εύλογη βάση για την προσαρμογή των εν λόγω εξόδων, οι προσφεύγουσες προβάλλουν απλώς ότι η Επιτροπή, δεδομένου ότι «έλεγξε και έκανε δεκτό» το κόστος παραγωγής των SFV της Jushi, η οποία ήταν ο μοναδικός άλλος παραγωγός SFV στην Αίγυπτο, υποχρεούτο να προβεί στην προσαρμογή αυτή βάσει του συγκεκριμένου κόστους.

82      Εντούτοις, αυτή η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

83      Πράγματι, αφενός, όπως προκύπτει από τη σκέψη 80 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν «έκανε δεκτό» το κόστος παραγωγής των SFV της Jushi. Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται, ακόμη και όταν υπάρχουν άλλοι παραγωγοί ή εξαγωγείς της ίδιας χώρας, να προβαίνει άνευ ετέρου στην εν λόγω προσαρμογή βάσει των εξόδων τους. Αντιθέτως, από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι, ακόμη και όταν υπάρχουν τέτοιες πληροφορίες, η Επιτροπή δύναται να μην τις λάβει υπόψη όταν εκτιμά ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι περιστάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 80 ανωτέρω δικαιολογούσαν τη μη χρήση τέτοιων πληροφοριών εν προκειμένω.

84      Επομένως, η Επιτροπή ορθώς προέβη σε προσαρμογή του κόστους των SFV της Hengshi «πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση».

85      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών.

86      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο από το υπόμνημα αντικρούσεως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι οι λοιποί παραγωγοί ή εξαγωγείς πρέπει να είναι αυτοί καθεαυτούς «συγκρίσιμοι», όπερ θα οδηγούσε σε διασταλτική ερμηνεία της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, επισημαίνεται ότι η «συγκρισιμότητα» των παραγωγών στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή εντάσσεται, στην πραγματικότητα, στη συλλογιστική κατά την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη το κόστος παραγωγής των SFV της Jushi διότι η εν λόγω εταιρία είναι καθετοποιημένη, εν αντιθέσει με τη Hengshi. Όπως όμως προκύπτει από τις σκέψεις 80 και 84 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς στηρίχθηκε στο συγκεκριμένο στοιχείο για να αποκλείσει το κόστος παραγωγής των SFV της Jushi και να προβεί σε προσαρμογή «πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση».

87      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο η Επιτροπή, εφόσον στηρίχθηκε στα έξοδα ΠΔΓ και στα κέρδη της Jushi από τις εγχώριες πωλήσεις των TFV της εν λόγω εταιρίας για να κατασκευάσει την κανονική αξία των TFV της Hengshi σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, όφειλε να είχε πράξει το ίδιο και με το κόστος παραγωγής των SFV της Jushi, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό δεν είναι λυσιτελές. Πράγματι, οι επίμαχες διατάξεις αφορούν διαφορετικά ζητήματα. Ενώ το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αφορά τον υπολογισμό των εξόδων που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος, το άρθρο 2, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού έχει ως αντικείμενο τον υπολογισμό των εξόδων ΠΔΓ και του κέρδους που προκύπτει από τις εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος, στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων.

88      Κατόπιν των ανωτέρω, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού πρέπει να απορριφθεί, όπως και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 3, 6, 11 και 12, του βασικού κανονισμού

89      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή έλαβε διπλά υπόψη το στοιχείο των κερδών και των εξόδων ΠΔΓ όσον αφορά τις πωλήσεις SFV της Jushi στην κατασκευασμένη κανονική αξία των TFV της Hengshi. Μεταξύ άλλων, προβάλλουν ότι η Επιτροπή αρχικώς αύξησε το κόστος των SFV της Hengshi βάσει της τιμής πωλήσεως των SFV που χρέωνε η Jushi σε ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες και, στη συνέχεια, προσέθεσε στο αναθεωρημένο κόστος παραγωγής των TFV της Hengshi τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη της Jushi από τις πωλήσεις των TFV προς τους πελάτες αυτούς. Πλην όμως, δεδομένου ότι οι πωλήσεις TFV από την Jushi προς τους ανεξάρτητους εγχώριους πελάτες της περιλαμβάνουν όχι μόνο ένα στοιχείο κερδών και εξόδων ΠΔΓ σχετικών με τις εν λόγω TFV, αλλά και ένα στοιχείο κερδών και εξόδων ΠΔΓ σχετικών με τα SFV που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των TFV, η Επιτροπή έλαβε διπλά υπόψη τα έξοδα ΠΔΓ και το σχετικό με τις πωλήσεις των SFV της Jushi στοιχείο κέρδους. Κατά συνέπεια, παρέβη το άρθρο 2, παράγραφοι 3, 6, 11 και 12, του βασικού κανονισμού.

90      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων.

91      Επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών είναι υποθετική και δεν στηρίζεται σε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη όσον αφορά τα SFV ελήφθησαν διπλά υπόψη κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των TFV της Hengshi.

92      Πράγματι, οι προσφεύγουσες, καίτοι ισχυρίζονται ότι, καταρχήν, ένας καθετοποιημένος παραγωγός όπως η Jushi καταγράφει πολύ μεγαλύτερα έξοδα ΠΔΓ και κέρδη επί των πωλήσεων του τελικού προϊόντος από εκείνα που καταγράφει ένας παραγωγός που δεν είναι καθετοποιημένος, λόγω του ότι ο καθετοποιημένος παραγωγός πρέπει να φέρει επίσης τα έξοδα ΠΓΔ και τα κέρδη που σχετίζονται με τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του τελικού προϊόντος, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν συγκεκριμένα σε ποιο βαθμό, εν προκειμένω, τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη που προκύπτουν από την πώληση των TFV της Jushi περιλάμβαναν στοιχείο κέρδους και έξοδα ΠΓΔ σχετικά με τα SFV που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των TFV.

93      Πλην όμως, ελλείψει τέτοιας αποδείξεως, δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι προέβη σε διπλή λογιστική συνεκτίμηση του στοιχείου κέρδους και των εξόδων ΠΓΔ σχετικά με τις πωλήσεις των SFV της Jushi στην κατασκευασμένη κανονική αξία των TFV της Hengshi.

94      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμο.

 Επί του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

95      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, δεδομένου ότι η μέθοδος που ακολούθησε η Επιτροπή για την κατασκευή της κανονικής αξίας των TFV της Hengshi είναι παράνομη για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 20 % που τους επιβλήθηκε υπερβαίνει το περιθώριο του ντάμπινγκ, κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

96      Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την ορθότητα του ανωτέρω επιχειρήματος.

97      Σημειωτέον, συναφώς, ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, από την ανάλυση των τεσσάρων πρώτων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν προέκυψε νομικό σφάλμα ούτε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως στα οποία να υπέπεσε η Επιτροπή κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας των TFV της Hengshi. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίξουν ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ που επέβαλε η Επιτροπή υπερβαίνει το περιθώριο του ντάμπινγκ, κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

98      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 1 έως 3 και 6, καθώς και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

99      Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται τέσσερα σκέλη. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, πρώτον, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού καθόσον καθόρισε την τιμή εξαγωγής που εφάρμοζαν οι προσφεύγουσες, και ιδίως η Jushi, για τον υπολογισμό του περιθωρίου υποτιμολογήσεως βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, το οποίο εφαρμόστηκε κατ’ αναλογίαν. Δεύτερον, καθόσον η Επιτροπή βασίστηκε στην κατασκευασμένη αυτή τιμή εξαγωγής προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ζημίας, υπέπεσε σε πρόδηλo σφάλμα εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό της ζημίας, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού. Τρίτον, το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον προσδιορισμό της ζημίας καθιστά πλημμελή την ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου στην οποία προέβη σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού. Τέλος, τέταρτον, η Επιτροπή, καθόσον έκανε δεκτή κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, το οποίο εφαρμόστηκε κατ’ αναλογίαν για τον υπολογισμό του περιθωρίου υποτιμολογήσεως των ενδεικτικών τιμών των προσφευγουσών, παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, υποπίπτοντας σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ που επαρκεί για την εξάλειψη της ζημίας η οποία προκλήθηκε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

100    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, δεν αμφισβητεί μόνον το βάσιμο του ανωτέρω λόγου, αλλά, επιπλέον, υποστηρίζει προκαταρκτικώς ότι αυτός είναι αλυσιτελής.

101    Συναφώς, προβάλλει ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωνε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον έκανε κατ’ αναλογίαν χρήση του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού για να υπολογίσει την υποτιμολόγηση και την υποτιμολόγηση των ενδεικτικών τιμών των προσφευγουσών, το σφάλμα αυτό δεν θα μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού. Επ’ αυτού, η Επιτροπή παραθέτει, στο πλαίσιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, νέους υπολογισμούς, από τους οποίους προκύπτει ότι, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι τιμές που χρέωσαν οι συνδεδεμένες εταιρίες της Jushi στην Ένωση, χωρίς προσαρμογές βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, είναι ελάχιστη η διακύμανση τόσο στο επίπεδο της υποτιμολογήσεως [(εμπιστευτικό) αντί του 31,5 %] όσο και στο επίπεδο υποτιμολογήσεως των ενδεικτικών τιμών [(εμπιστευτικό) αντί του 63,9 %].

102    Ερωτηθείσες από το Γενικό Δικαστήριο τόσο εγγράφως, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, όσο και προφορικά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σχετικά με τους νέους υπολογισμούς που προσκόμισε η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι, ακόμη και αν οι υπολογισμοί αυτοί δεν ασκούν επιρροή στο επίπεδο των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται με τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό, οι οποίοι καθορίζονται στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ, θα μπορούσαν να επηρεάσουν το σωρευτικό επίπεδο των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών, το οποίο έχει ως ανώτατο όριο το περιθώριο υποτιμολογήσεως των ενδεικτικών τιμών.

103    Κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης δύναται να απορρίψει ως αλυσιτελή λόγο ή αιτίαση όταν διαπιστώνει ότι ο λόγος αυτός δεν είναι ικανός, σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος, να επιφέρει την επιδιωκόμενη ακύρωση (αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, EFMA κατά Συμβουλίου, C‑46/98 P, EU:C:2000:474, σκέψη 38, και της 19ης Νοεμβρίου 2009, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, T‑50/08 P, EU:T:2009:457, σκέψη 59).

104    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες παραδέχθηκαν, όπως προκύπτει από τη σκέψη 102 ανωτέρω, ότι ακόμη και αν η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό του περιθωρίου υποτιμολογήσεως και των ενδεικτικών τιμών τους υπολογισμούς που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, οι οποίοι στηρίζονται στην τιμή εξαγωγής της Jushi χωρίς τις προσαρμογές που πραγματοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, δεν θα υπήρχε καμία επίπτωση στο επίπεδο των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό.

105    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν την παραμικρή απόδειξη ούτε στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκειμένου να τεκμηριώσουν το επιχείρημά τους ότι οι νέοι αυτοί υπολογισμοί θα μπορούσαν να επηρεάσουν το σωρευτικό επίπεδο των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών.

106    Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγουσες βασίμως αμφισβητούν τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καθορίσει την τιμή εξαγωγής της Jushi στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου υποτιμολογήσεως και των ενδεικτικών τιμών, οι νέοι υπολογισμοί που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 101 ανωτέρω δεν θα οδηγούσαν, εν πάση περιπτώσει, σε τροποποίηση των δασμών αντιντάμπινγκ, όπως εξάλλου παραδέχονται οι προσφεύγουσες. Επομένως, το προβαλλόμενο σφάλμα δεν μπορεί να θεμελιώσει την ακύρωση του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, καθόσον αυτός αφορά τις προσφεύγουσες.

107    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, παρέλκει δε η εξέταση του βασίμου των τεσσάρων σκελών που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξή του.

108    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 IV. Επί των δικαστικών εξόδων

109    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

110    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Hengshi Egypt Fiberglass Fabrics SAE και η Jushi Egypt for Fiberglass Industry SAE φέρουν, πέραν των δικαστικών τους εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Η Tech-Fab Europe eV φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Kanninen

Jaeger

Półtorak

Porchia

 

      Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Μαρτίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 Εμπιστευτικά στοιχεία που έχουν απαλειφθεί.