Language of document : ECLI:EU:F:2008:161

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Καθήκον αρωγής που έχει η διοίκηση – Απόρριψη της αιτήσεως αρωγής – Καθήκον προνοίας που έχει η διοίκηση – Αξιολόγηση – Αξιολόγηση του προσωπικού για το έτος 2003 – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας»

Στην υπόθεση F‑52/05,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή που ασκήθηκε βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Q, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους S. Rodrigues και Y. Minatchy, δικηγόρους,

προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον V. Joris, επικουρούμενο αρχικά από τον J.-A. Delcorde, δικηγόρο, και στη συνέχεια από τον D. Waelbroeck, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel (εισηγητή), πρόεδρο, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni, δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 4 Ιουλίου 2005, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί στην ουσία, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απέρριψε σιωπηρά την αίτησή της αρωγής, δεύτερον, να ακυρωθούν οι εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας της που καταρτίστηκαν αντιστοίχως για τα χρονικά διαστήματα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003 και από την 1η Νοεμβρίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: ΕΕΣ για το 2003) και, τρίτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση.

 Νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 12α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως έχει υπό τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει:

«1. Ο υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

2. Ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου. Ο υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

3. Ως “ηθική παρενόχληση”, νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

4. Ως “σεξουαλική παρενόχληση”, νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση βάσει του φύλου.»

3        Κατά το άρθρο 24 του ΚΥΚ:

«Οι Κοινότητες παρέχουν βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Οι Κοινότητες επανορθώνουν αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίας δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από τον δράστη.»

4        Στις 22 Οκτωβρίου 2003 η Επιτροπή κατέγραψε την ανακοίνωση του Επιτρόπου Kinnock για την «Πολιτική σχετικά με την ηθική παρενόχληση» (στο εξής: ανακοίνωση του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση).

5        Η επιγραφόμενη «Επείγοντα μέτρα» παράγραφος 4.1.1, σημείο i, της ανακοινώσεως του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση ορίζει:

«Με την παραμικρή υποψία ηθικής παρενοχλήσεως, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο να ληφθούν μέτρα απομακρύνσεως. Τα μέτρα αυτά σκοπό έχουν να χωρίσουν τις δύο πλευρές και δεν πρέπει να συγχέονται με την πολιτική μετακινήσεως του προσωπικού. […] Εφόσον πρόκειται για προσωρινό μέτρο, η απομάκρυνση αυτή δεν εξαρτάται από την ύπαρξη κενής θέσεως.

Τα πιο πάνω μέτρα απομακρύνσεως, με τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένες καταστάσεις, μπορούν να είναι άμεσα και, αν παρίσταται ανάγκη, οριστικά. Σκοπό έχουν να δώσουν στο πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι είναι ο παθών τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί βοηθώντας το να μείνει σε απόσταση.»

6        Στις 26 Απριλίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με την πολιτική για την προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και για την καταπολέμηση της ηθικής και της σεξουαλικής παρενοχλήσεως εντός της Επιτροπής (στο εξής: απόφαση του 2006 σχετικά με την ηθική και τη σεξουαλική παρενόχληση). Η απόφαση αυτή, η οποία ακύρωσε και αντικατέστησε την ανακοίνωση του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση, ορίζει ειδικά στην παράγραφό της 2.5:

«[Κ]ατά τον ΚΥΚ, ηθική παρενόχληση θα υπάρχει μόνον εφόσον θεωρείται ότι η συμπεριφορά του προσώπου το οποίο φέρεται ότι παρενοχλεί είναι καταχρηστική, σκόπιμη, επαναλαμβανόμενη, διαρκής ή συστηματική και έχει, για παράδειγμα, ως στόχο να υποτιμήσει ή να μειώσει το περί ου πρόκειται πρόσωπο. Τα κριτήρια αυτά είναι σωρευτικά. […]»

7        Κατά το άρθρο 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ίσχυε μέχρι τις 30 Απριλίου 2004 (στο εξής: παλαιός ΚΥΚ):

«Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου […] αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από κάθε όργανο […]».

8        Στις 3 Μαρτίου 2004 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με τις γενικές διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 43 του παλαιού ΚΥΚ (στο εξής: ΓΔΕ).

9        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, των ΓΔΕ ορίζει:

« 1. Σύμφωνα με το άρθρο 43 του [παλαιού] ΚΥΚ […], στην αρχή κάθε έτους οργανώνεται αξιολόγηση του προσωπικού. Η περίοδος αναφοράς για την αξιολόγηση εκτείνεται από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.

Προς τούτο, ετήσια έκθεση, η οποία αποκαλείται έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας, καταρτίζεται για κάθε υπάλληλο υπό την έννοια του άρθρου [1] του ΚΥΚ […], ο οποίος ήταν εν ενεργεία, ή είχε αποσπαστεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τουλάχιστον επί ένα μήνα χωρίς διακοπή κατά την περίοδο αναφοράς. […]

2. Η αξιολόγηση του προσωπικού έχει ως αντικείμενο ιδίως να αξιολογηθούν η απόδοση, οι ικανότητες και η συμπεριφορά στην υπηρεσία του κατόχου μιας θέσεως. Ο υπάλληλος βαθμολογείται βάσει των αξιολογήσεων σχετικά με κάθε μία από τις τρεις αυτές πτυχές, όπως εκτίθεται στο υπόδειγμα εκθέσεως που επισυνάπτεται ως παράρτημα II.»

10      Τα πρόσωπα που αποτελούν τους παράγοντες της διαδικασίας αξιολογήσεως είναι, πρώτον, ο αξιολογητής, ο οποίος κατά κανόνα είναι ο προϊστάμενος της μονάδας, ως ο αμέσως ανώτερος του αξιολογούμενου υπαλλήλου στην ιεραρχία (άρθρο 2, παράγραφος 2, και άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, των ΓΔΕ), δεύτερον, ο βαθμολογητής, ο οποίος κατά κανόνα είναι ο διευθυντής, ως ο αμέσως ανώτερος του αξιολογητή στην ιεραρχία (άρθρο 2, παράγραφος 3, και άρθρο 3, παράγραφος 1, των ΓΔΕ), και, τρίτον, ο κατ’ ένσταση αξιολογητής, ο οποίος κατά κανόνα είναι ο γενικός διευθυντής, ως ο αμέσως ανώτερος του βαθμολογητή στην ιεραρχία (άρθρο 2, παράγραφος 4, και άρθρο 3, παράγραφος 1, των ΓΔΕ).

11      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, των ΓΔΕ ορίζει ότι, πέρα από την ετήσια έκθεση, πρέπει να καταρτιστεί ενδιάμεση έκθεση ειδικά όταν η φύση των καθηκόντων του κατόχου της θέσεως εξελίχθηκε σημαντικά κατά την περίοδο αναφοράς.

12      Όσον αφορά τα της διεξαγωγής της διαδικασίας αξιολογήσεως, η οποία καταλαμβάνει τόσο την ετήσια όσο και την ενδιάμεση έκθεση, το άρθρο 8, παράγραφος 4, των ΓΔΕ ορίζει ότι, εντός οκτώ εργασίμων ημερών από τότε που το ζήτησε ο αξιολογητής, ο κάτοχος της θέσεως αξιολογεί γραπτώς τον εαυτόν του, η δε αυτοαξιολόγηση αυτή ενσωματώνεται στην έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας (στο εξής: ΕΕΣ). Το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες μετά από τότε που ο κάτοχος της θέσεως κοινοποίησε την αυτοαξιολόγησή του, γίνεται μεταξύ του αξιολογητή και του κατόχου της θέσεως επίσημη συνδιάλεξη η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, των ΓΔΕ, αφορά τρία στοιχεία: την αξιολόγηση του κατόχου της θέσεως κατά την περίοδο αναφοράς, τη στοχοθεσία για το έτος που ακολουθεί την περίοδο αναφοράς και την κατάρτιση σχεδίου επιμορφώσεως. Μετά τη συνδιάλεξη μεταξύ του υπαλλήλου και του αξιολογητή, καταρτίζεται ΕΕΣ από τον αξιολογητή και τον βαθμολογητή. Στην περίπτωση που ο κάτοχος της θέσεως διαφωνήσει με την ΕΕΣ, γίνεται συνδιάλεξή του με τον βαθμολογητή, ο οποίος τότε έχει την ευχέρεια είτε να τροποποιήσει είτε να επιβεβαιώσει την ΕΕΣ. Ο υπάλληλος που αξιολογήθηκε δύναται να διαφωνήσει εκ νέου με την τροποποιημένη ή επιβεβαιωμένη ΕΕΣ, οπότε η υπόθεση φθάνει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 9 των ΓΔΕ επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τις εκθέσεις αξιολογήσεως (στο εξής: ΕΙΕ), της οποίας ο ρόλος συνίσταται στο να εξακριβώσει αν η ΕΕΣ καταρτίστηκε με δίκαιο τρόπο, αντικειμενικά, δηλαδή στο μέτρο του δυνατού βάσει των πραγματικών στοιχείων, και σύμφωνα με τις ΓΔΕ και τον οδηγό αξιολογήσεως. Η ΕΙΕ διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη, βάσει της οποίας ο κατ’ ένσταση αξιολογητής είτε τροποποιεί είτε επικυρώνει την ΕΕΣ. Αν ο κατ’ ένσταση αξιολογητής αποκλίνει από τις συστάσεις που περιέχονται στην πιο πάνω γνώμη, οφείλει να αιτιολογήσει την απόφασή του.

13      Κατά το υπόδειγμα εκθέσεως που επισυνάπτεται ως παράρτημα II στις ΓΔΕ, προβλέπεται ότι για κάθε ενότητα αξιολογήσεως δίνεται ένας βαθμός και ότι παρατίθεται η αντίστοιχη εκτίμηση. Όσον αφορά τον βαθμό, ο ανώτατος αριθμός μονάδων είναι το 10 για την ενότητα 6.1 «Απόδοση», το 6 για την ενότητα 6.2 «Δεξιότητες (ικανότητες)» και το 4 για την ενότητα 6.3 «Συμπεριφορά στην υπηρεσία». Όσο για την αξιολόγηση, από το «ανεπαρκής» φθάνει μέχρι το «πολύ καλή» ή ακόμη «εξαιρετική» για τις ενότητες 6.1 «Απόδοση» και 6.2 «Δεξιότητες (ικανότητες)», οι δε ενδιάμεσες βαθμίδες είναι, από τα κάτω προς τα πάνω, «μικρή», «επαρκής» και «καλή».

14      Τον Ιούλιο του 2002 η Επιτροπή έφερε σε γνώση του προσωπικού της, μέσω του Διαδικτύου, ένα έγγραφο υπό τον τίτλο «Σύστημα αξιολογήσεως του προσωπικού εστιασμένο στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας – Οδηγός» (στο εξής: οδηγός αξιολογήσεως). Το έγγραφο αυτό διευκρινίζει τα της καταρτίσεως των ΕΕΣ.

15      Η παράγραφος 6.2 «Αξιολόγηση των επιδόσεων» του οδηγού αξιολογήσεως ορίζει, ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση της αποδόσεως, τα εξής:

«Κανονικά οι στόχοι τροποποιούνται κατά τη διάρκεια του έτους για να ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε μεταβολή, αλλά αποκλείεται το ενδεχόμενο ο κάτοχος της θέσεως να τιμωρηθεί αν δεν μπόρεσε να πετύχει τους στόχους του λόγω εξωτερικών παραγόντων. Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να δίνεται έμφαση σε αυτό που πραγματικά μπορούσε να κάνει ο ενδιαφερόμενος και στον τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση. Ίδιες αρχές έχουν εφαρμογή αν ο αξιολογούμενος πρέπει να λείψει κατά τη διάρκεια του έτους. Παραδείγματος χάριν, αν είναι άρρωστος ή αν πρόκειται για άδεια μητρότητας ή για εξωτερικές υποχρεώσεις, όπως είναι η κλήση του ως ενόρκου σε ορκωτό δικαστήριο […]».

16      Το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι ο υπάλληλος δικαιούται να λάβει, κάθε ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια 24 εργασίμων ημερών κατά κατώτατο όριο και 30 εργασίμων ημερών κατά ανώτατο όριο.

17      Κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, ο υπάλληλος που δικαιολογεί κώλυμα να ασκήσει τα καθήκοντά του κατόπιν ασθενείας ή ατυχήματος δικαιούται να λάβει αναρρωτική άδεια.

 Το ιστορικό της διαφοράς

 Α –     Έτη 2000, 2001 και 2002

18      Η προσφεύγουσα, η οποία παλαιότερα ήταν διοικητικός δικαστής στη Σουηδία, διορίστηκε, από τις 16 Ιουλίου 2000, σε ηλικία 47 ετών δόκιμος υπάλληλος βαθμού A 5 και τοποθετήθηκε στη μονάδα B 2 «Ευρωπαϊκή Δημόσια Διοίκηση· καθεστώς και πειθαρχικές κυρώσεις» (στο εξής: μονάδα B 2), η οποία υπάγεται στη Διεύθυνση B «Δικαιώματα και υποχρεώσεις· κοινωνική πολιτική και κοινωνικές δράσεις» (στο εξής: Διεύθυνση Β) της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Προσωπικό και διοίκηση» της Επιτροπής.

19      Στις 16 Μαρτίου 2001 ο διευθυντής της Διευθύνσεως Β, μετά από διαβούλευση με τον προϊστάμενο της μονάδας B 2, κατάρτισε έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας από τις 16 Ιουλίου 2000 μέχρι τις 15 Απριλίου 2001 (στο εξής: πρώτη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας). Ο διευθυντής της Διευθύνσεως Β σημείωσε στην έκθεση αυτή ότι η προσφεύγουσα «δεν μπόρεσε να εκτελέσει μέσα σε εύλογη προθεσμία, και σε μία περίπτωση καθόλου, ορισμένα σημαντικά καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί» και ότι υπήρξαν «κάποιες δυσκολίες όσον αφορά τις σχέσεις εντός της υπηρεσίας». Ανέφερε επίσης «έλλειψη εξοικειώσεως με το διοικητικό και ιεραρχικό σύστημα που ισχύει στην Επιτροπή». Τέλος, πρότεινε, ως συμπέρασμα της εκθέσεως, να παραταθεί η περίοδος δοκιμασίας της προσφεύγουσας «με τοποθέτησή της σε άλλη υπηρεσία».

20      Στις 22 Μαρτίου 2001 η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις κατά της πρώτης εκθέσεως μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας. Ειδικότερα, με τις παρατηρήσεις της υπενθύμισε τη σημασία και την ποιότητα της εργασίας που είχε εκτελέσει κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας της και διευκρίνισε ότι ουδέποτε της προσήφθη το παραμικρό σχετικά με τις επιδόσεις της. Κατά συνέπεια, ζήτησε «να ξανακοιταχτεί στα αρνητικά σημεία» η πρώτη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, δηλώνοντας επιπλέον ότι είναι διατεθειμένη «να καταθέσ[ει] ως μάρτυρας ενώπιον της επιτροπής εκθέσεων και/ή να προτείν[ει] άλλους μάρτυρες αν τούτο αποδειχθεί αναγκαίο».

21      Η πρώτη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας καθώς και οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας διαβιβάστηκαν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), η οποία στις 27 Μαρτίου 2001 τις υπέβαλε στον πρόεδρο της επιτροπής εκθέσεων.

22      Ο πρόεδρος της επιτροπής εκθέσεων, με αυθημερόν σημείωμά του, διαβίβασε την πρώτη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας και τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας στα λοιπά μέλη της επιτροπής εκθέσεων και τους πρότεινε να εγκρίνουν, με έγγραφη διαδικασία, πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 6ης Απριλίου 2001 το σχέδιο γνώμης που επισύναψε στο σημείωμά του.

23      Δεδομένου ότι τα μέλη της επιτροπής εκθέσεων δεν ενήργησαν ώστε πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 6ης Απριλίου 2001 να περιέλθουν στη γραμματεία της επιτροπής εκθέσεων σχόλια επί του σχεδίου γνώμης του προέδρου της επιτροπής, η ΑΔΑ, με απόφαση της 9ης Απριλίου 2001, παράτεινε την περίοδο δοκιμασίας της προσφεύγουσας κατά το χρονικό διάστημα από τις 16 Απριλίου μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2001 (στο εξής: απόφαση παρατάσεως της περιόδου δοκιμασίας).

24      Από τις 16 Απριλίου 2001, η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε στη μονάδα B 4 «Αποδοχές και εκκαθάριση δικαιωμάτων» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» και ακολούθως, από τις 21 Μαΐου 2001, στη μονάδα 001, η οποία υπαγόταν και αυτή στη Διεύθυνση Β της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» και στη συνέχεια μετατράπηκε στη μονάδα 03 «Κοινωνικός διάλογος» (στο εξής: μονάδα «Κοινωνικός διάλογος»).

25      Στις 21 Μαΐου 2001 η προσφεύγουσα υπέβαλε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ διοικητική ένσταση κατά της πρώτης εκθέσεως μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας και κατά της αποφάσεως παρατάσεως της περιόδου δοκιμασίας.

26      Με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση που η προσφεύγουσα υπέβαλε στις 21 Μαΐου 2001. Ωστόσο, στην απόφαση αυτή, η ΑΔΑ δέχθηκε ότι η επιτροπή εκθέσεων «είχε εσφαλμένως πληροφορηθεί ότι η [προσφεύγουσα] είχε δεχθεί να παραταθεί η περίοδος δοκιμασίας σε άλλη μονάδα» και διευκρίνισε ότι το σφάλμα αυτό «οφείλεται στο ότι η [προσφεύγουσα] πρότεινε να μετακινηθεί στη [μονάδα B 4] στο πλαίσιο της προμηνυόμενης παρατάσεως της περιόδου δοκιμασίας, ενώ δεν μπορούσε να συμφωνήσει με αυτή καθεαυτή την παράταση της περιόδου δοκιμασίας». Στη συνέχεια, ουδεμία προσφυγή ασκήθηκε από την ενδιαφερόμενη ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων κατά της πρώτης εκθέσεως μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας και κατά της αποφάσεως παρατάσεως της περιόδου δοκιμασίας.

27      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2001 ο διευθυντής της Διευθύνσεως Β, μετά από διαβούλευση με τον προϊστάμενο της μονάδας «Κοινωνικός διάλογος», κατάρτισε έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας από τις 16 Απριλίου μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2001 (στο εξής: δεύτερη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας). Με την έκθεση αυτή, πρότεινε να μονιμοποιηθεί η προσφεύγουσα.

28      Με απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2001, η ΑΔΑ μονιμοποίησε την προσφεύγουσα από τις 16 Οκτωβρίου 2001.

29      Ενώ, από το τέλος του 2001, η προσφεύγουσα είχε δηλώσει ότι επιθυμεί να φύγει από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» για να εργαστεί σε άλλη γενική διεύθυνση, η ενδιαφερόμενη τοποθετήθηκε, από την 1η Φεβρουαρίου 2002, στη μονάδα A 2 «Πολιτική προσλήψεων» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», μονάδα η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε στη μονάδα Α 4 «Πολιτική προσλήψεων (προ EPSO)».

 Β –     Έτος 2003

30      Από την 1η Ιανουαρίου 2003 η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε στη μονάδα 01 «Σχέσεις με τα θεσμικά όργανα, Διαχείριση με βάση τις δραστηριότητες και Διαχείριση των εγγράφων» (στο εξής: μονάδα 01), η οποία υπαγόταν στη διεύθυνση Δ «Πόροι» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» και στη συνέχεια μετατράπηκε σε μονάδα Δ 2 (στο εξής: μονάδα Δ 2).

31      Το 2003, η προσφεύγουσα ήταν σε αναρρωτική άδεια από τις 5 μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου και από τις 10 μέχρι τις 14 Μαρτίου, εργάστηκε με μειωμένο ωράριο για ιατρικούς λόγους από τις 17 Μαρτίου μέχρι τις 28 Απριλίου, ήταν σε αναρρωτική άδεια από τις 30 Ιουνίου μέχρι τις 4 Ιουλίου και από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι τις 14 Νοεμβρίου και πάλι εργάστηκε με μειωμένο ωράριο για ιατρικούς λόγους από τις 17 Νοεμβρίου μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου.

32      Παρά την τοποθέτησή της, από την 1η Ιανουαρίου 2003, στη μονάδα 01, η προσφεύγουσα διατήρησε μέχρι τον Ιούνιο του 2003 το γραφείο που είχε όταν τοποθετήθηκε στη μονάδα A 4, και συγκεκριμένα ένα γραφείο στον δεύτερο όροφο του κτιρίου της Επιτροπής στην οδό Montoyer 34 στις Βρυξέλλες (στο εξής: κτίριο της οδού Montoyer 34), ενώ τα γραφεία του υπολοίπου της μονάδας 01 κατανέμονταν στον έβδομο έως και δέκατο όροφο του κτιρίου της Επιτροπής στην οδό Science 11 στις Βρυξέλλες (στο εξής: κτίριο της οδού Science 11).

33      Από τον Ιούνιο του 2003 μέχρι το καλοκαίρι του 2004, η προσφεύγουσα είχε γραφείο στον ημιώροφο μεταξύ του ισογείου και του πρώτου ορόφου του κτιρίου της οδού Science 11.

34      Στις 10 Ιουνίου 2003 καταρτίστηκε και ανακοινώθηκε στην προσφεύγουσα περιγραφή της θέσεώς της.

35      Στις 3 Ιουλίου 2003 ο αναπληρωτής προϊστάμενος της μονάδας Δ 2 απέστειλε στην προσφεύγουσα ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο ανέφερε τα εξής:

«Συζήτησα με τη μονάδα [Δ 3 “Ανθρώπινοι και χρηματοοικονομικοί πόροι ADMIN· Υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου· Ιδιαίτερα γραφεία Επιτρόπων” της ΓΔ “Προσωπικό και διοίκηση”] το πρόβλημα των γραφείων. Έχουν αρχίσει να συζητούν για λύση που θα ανταποκρίνεται στην αίτησή μας, δηλαδή τη συνένωση της μονάδας Δ 2 σε δύο ορόφους. Μια και η συζήτηση αυτή γίνεται εν μέσω πολλών άλλων αλλαγών, δεν υπάρχει ακόμα άμεση λύση, αλλά έχουμε καλές πιθανότητες. Νομίζω ότι θα πάρουμε αυτό που θέλουμε.

Για άμεση λύση του προβλήματος του γραφείου σας, η [μονάδα] Δ 3 πρότεινε να πάτε προσωρινά στον έβδομο όροφο του [κτιρίου της οδού Science 11], δίπλα με […] και μαζί με […] σε ένα μεγάλο γραφείο (τώρα είναι το γραφείο των αρχείων).

Θα μπορούσατε να μου πείτε αν δέχεσθε την προσφορά αυτή;»

36      Στις 7 Ιουλίου 2003 η προσφεύγουσα απάντησε στον αναπληρωτή προϊστάμενο της μονάδας Δ 2 αποστέλλοντάς του ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο περιείχε το ακόλουθο κείμενο:

«Όσον αφορά το ζήτημα του γραφείου, ειλικρινά δεν ξέρω. Θα φύγω για διακοπές στις 18 Ιουλίου και θα επιστρέψω στις 18 Αυγούστου. Θα μπορούσαμε ίσως να περιμένουμε για να δούμε αν γύρω στον Αύγουστο καταστεί δυνατό να βρεθεί μόνιμη λύση;»

37      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2003 ο αναπληρωτής προϊστάμενος της μονάδας Δ 2 έγραψε στον υπάλληλο που στη μονάδα Δ 3 «Ανθρώπινοι και χρηματοοικονομικοί πόροι ADMIN· Υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου· Ιδιαίτερα γραφεία Επιτρόπων» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκήση» είχε αναλάβει τη διαχείριση των απογραφέντων περιουσιακών στοιχείων (στο εξής: διαχειριστής των απογραφέντων περιουσιακών στοιχείων) το ακόλουθο ηλεκτρονικό μήνυμα:

«Θυμάστε τις συζητήσεις που είχαμε μαζί σχετικά με [την ανάγκη να βρεθεί] κατάλληλο γραφείο για την [προσφεύγουσα], συζητήσεις που είχαμε συμφωνήσει να συνεχιστούν μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Μακροπρόθεσμη λύση [που να συνίσταται στο να συνενωθεί] ολόκληρη [η] μονάδα Δ 2 στον ένατο και στον δέκατο όροφο του [κτιρίου της οδού Science 11] δεν φαίνεται εφικτή στο άμεσο μέλλον. Κατά συνέπεια, σας παρακαλώ να θέσετε στη διάθεση της μονάδας μας ένα γραφείο προσαρμοσμένο στην [προσφεύγουσα] και όσο το δυνατόν πιο κοντά στους ορόφους 9 και 10 του [κτιρίου της οδού Science 11].

Η υπόθεση είναι κάπως επείγουσα, στο μέτρο που η ακαταλληλότητα του τωρινού γραφείου [της προσφεύγουσας] στο ισόγειο [του κτιρίου της οδού Science 11] φαίνεται να επηρεάζει σοβαρά την απόδοση [της ενδιαφερόμενης] και χρήζει άμεσης λύσεως.

Περιμένω απάντησή σας.»

38      Δεδομένου ότι ο διαχειριστής των απογραφέντων περιουσιακών στοιχείων ήταν σε άδεια όταν απεστάλη το ηλεκτρονικό μήνυμα που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, ο αναπληρωτής προϊστάμενος της μονάδας Δ 2, στις 30 Σεπτεμβρίου 2003, επέσυρε ξανά την προσοχή του διαχειριστή αυτού στο πρόβλημα του γραφείου της προσφεύγουσας.

 Γ –     Έτος 2004

39      Στις 2 Φεβρουαρίου 2004 η προσφεύγουσα ζήτησε ετήσια άδεια για το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι τις 5 Μαρτίου 2004. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή στις 3 Φεβρουαρίου 2004.

40      Με έγγραφο της 29 Απριλίου 2004, το οποίο περιήλθε στη μονάδα «Προσφυγές» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» στις 3 Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα απηύθυνε στην Επιτροπή «[α]ίτηση αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ […], ισχύουσα και ως αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – ηθική παρενόχληση» (στο εξής: αίτηση αρωγής). Με την αίτηση αρωγής, παραπονέθηκε για διάφορα περιστατικά που χαρακτήρισε ως ηθική παρενόχληση και ζήτησε να κινηθεί διοικητική έρευνα από «ουδέτερο όργανο», που να μην έχει σχέση με τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση». Τέλος, η προσφεύγουσα ζήτησε αποζημίωση 100 000 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας που θεώρησε ότι υπέστη από τη φερόμενη ηθική παρενόχληση (στο εξής: αίτηση αποζημιώσεως).

41      Μετά την κατάθεση, από την προσφεύγουσα, ιατρικού πιστοποιητικού για το χρονικό διάστημα από τις 16 Απριλίου μέχρι τις 11 Ιουνίου 2004, η διοίκηση υπέβαλε την ενδιαφερόμενη σε ιατρικό έλεγχο από τον ιατρό-σύμβουλο του θεσμικού οργάνου, ο οποίος, σε γνωμάτευση της 7ης Μαΐου 2004, εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα είναι «100 % ικανή για εργασία από τις 10 [Μαΐου] 2004» αλλά ότι «αλλαγή της θέσεως είναι επιθυμητή για την υγεία της [προσφεύγουσας]».

42      Με επιστολή που φέρει τη χρονολογία Παρασκευή 7 Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα επανέλαβε την αίτησή της αρωγής όπως την είχε διατυπώσει με την από 29 Απριλίου 2004 επιστολή της. Επιπλέον, με την ίδια επιστολή ζήτησε, επικαλούμενη τη γνωμάτευση μετά τον ιατρικό έλεγχο που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη, να ληφθούν «προληπτικά και άμεσα μέτρα, όπως η μετακίνησή [της] ή η προσωρινή μετάθεσή [της]» σε άλλη γενική διεύθυνση, για να μπορέσει να προστατευθεί από την «καταχρηστική συμπεριφορά» των ανωτέρων της στην ιεραρχία. Τέλος, ζήτησε και αποζημίωση για τις περιουσιακές συνέπειες της συμπεριφοράς που προσήψε στους ανωτέρους της στην ιεραρχία.

43      Πάλι στις 7 Μαΐου 2004, στις 14:53, η προσφεύγουσα απέστειλε στον νέο προϊστάμενο της μονάδας Δ 2, ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντά του στις 16 Φεβρουαρίου 2004, ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο περιέχει τα ακόλουθα χωρία:

«Προσπάθησα να εισαγάγω στο […] “Sic Congés” [σύστημα πληροφορικής το οποίο προορισμό έχει να διευκολύνει τη διοικητική διαχείριση των αδειών] αίτηση ετήσιας άδειας από τις 10 Μαΐου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004 χωρίς επιτυχία (κατά το […] “Sic Congés” βρίσκομαι ήδη σε αναρρωτική άδεια).

[…]

Εν αναμονή των προσωρινών μέτρων, αισθάνομαι υποχρεωμένη (για την υγεία μου καθώς και για την ασφάλειά μου) να απομακρυνθώ από το εργασιακό μου περιβάλλον. Αυτός είναι ο λόγος που ζητώ ετήσια άδεια.

Μια και δεν μπορώ να εισαγάγω την αίτηση ετήσιας άδειας [στο “Sic Congés”], σας ζητώ να έχετε την καλοσύνη να με βεβαιώσετε με [ηλεκτρονικό μήνυμα] το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο στις 16[.00] σήμερα το απόγευμα [αν] δέχεσθε την αίτησή μου ετήσιας άδειας από τις 10 Μαΐου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004.»

44      Πάλι στις 7 Μαΐου 2004, γύρω στις 16:00, η προσφεύγουσα είχε συνομιλία με τον προϊστάμενο της μονάδας Δ 2 σχετικά με την αίτησή της ετήσιας άδειας. Κατά την προσφεύγουσα, ο προϊστάμενος συμφώνησε να λάβει τις ετήσιες άδειές της από τις 10 Μαΐου.

45      Ξανά στις 7 Μαΐου 2004, στις 18:01, ο προϊστάμενος της μονάδας Δ 2 απέστειλε στην προσφεύγουσα ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:

«Δεδομένου ότι ορισμένα ζητήματα που σας αφορούν πρέπει να λυθούν γρήγορα, σας ζητώ –προς το συμφέρον της υπηρεσίας και εφόσον δεν έχει ακόμα αρχίσει η ετήσια άδειά σας– να παρουσιαστείτε στο γραφείο τη Δευτέρα το πρωί.

Με την ευκαιρία αυτή θα εξεταστεί και το ζήτημα των αδειών σας.»

46      Πάντα στις 7 Μαΐου 2004, στις 18:24, η προσφεύγουσα απάντησε στον προϊστάμενο της μονάδας Δ 2 με το ακόλουθο ηλεκτρονικό μήνυμα:

«Αναφέρομαι στη συνομιλία μας στο γραφείο σας σήμερα στις 16[:00] κατά την οποία με διαβεβαιώσατε ότι δεν υπήρχε πρόβλημα με την αίτησή μου ετήσιας άδειας από τη Δευτέρα 10 Μαΐου […] και ότι μπορούσα να περάσω ήρεμη το σαββατοκύριακο και να μην επιστρέψω τη Δευτέρα. Υπήρχε μόνο το πρόβλημα [του “Sic Congés”] και οι υπογραφές […]. Τώρα έχω ήδη κλείσει αεροπορικό εισιτήριο για να επιστρέψω στη Σουηδία λίγο αργότερα.

Ο [ι]ατρός […] μού υποσχέθηκε να προσπαθήσει να βρει άλλη λύση αν σήμερα το απόγευμα δεν γινόταν δεκτή η αίτησή μου ετήσιας άδειας. Εφόσον σήμερα το βράδυ με ειδοποιήσατε ότι άλλαξε η απόφασή σας, δεν μπορώ πια να βρω τον [ι]ατρό […]. Κατά συνέπεια, τη Δευτέρα το πρωί θα πάω αμέσως στην [ι]ατρική [υ]πηρεσία για να προσπαθήσω να δω τον [ι]ατρό […] ή άλλον γιατρό.»

47      Στις 10 Μαΐου 2004, σε απάντηση του ηλεκτρονικού μηνύματος που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη, ο προϊστάμενος της μονάδας Δ 2 απέστειλε στην προσφεύγουσα ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:

«Θέλω απλώς να σας επιβεβαιώσω ότι ο [διευθυντής της Διευθύνσεως Δ] επιθυμεί να σας συναντήσει εντός της ημέρας για να συζητήσει μαζί σας ιδίως τη δυνητική μετάθεσή σας, όπως η ιατρική υπηρεσία συνέστησε [την Παρασκευή 7 Μαΐου 2004] με τη γνωμάτευσή της, και για να δοθεί συνέχεια στα λοιπά διαβήματα που έγιναν προηγουμένως, προς το συμφέρον σας.»

48      Αυθημερόν η προσφεύγουσα συνάντησε τον διευθυντή της Διευθύνσεως Δ. Κατά την προσφεύγουσα, συμφωνήθηκε, στη συνάντηση αυτή, να μπορέσει να φύγει με ετήσια άδεια στις 19 Μαΐου 2004 για τρεις εβδομάδες.

49      Στις 11 Μαΐου 2004 η προσφεύγουσα απέστειλε στη βοηθό του διευθυντή της Διευθύνσεως Δ ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο ζήτησε να επιβεβαιωθεί το ταχύτερο δυνατό η συμφωνία της διευθύνσεώς της σχετικά με την ετήσια άδεια που επιθυμούσε να λάβει από τις 19 Μαΐου μέχρι τις 8 Ιουνίου 2004, διευκρινίζοντας εν προκειμένω ότι το εισιτήριο που είχε κλείσει για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα έπρεπε να πληρωθεί το αργότερο την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 12 Μαΐου 2004.

50      Σε απάντηση του από 11 Μαΐου 2004 ηλεκτρονικού μηνύματος της προσφεύγουσας, η βοηθός του διευθυντή της Διευθύνσεως Δ απέστειλε αυθημερόν διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα στην προσφεύγουσα, με τα οποία της εξέθεσε ότι, πριν της επιτραπεί να φύγει με άδεια, πρέπει να συναντήσει τον προϊστάμενο της μονάδας Δ 2 για να μπορέσει να γίνει η επίσημη συνδιάλεξη που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, των ΓΔΕ και για να παρασχεθεί στον διευθυντή της Διευθύνσεως Δ και στον προϊστάμενο της μονάδας Δ 2 η δυνατότητα να καταρτίσουν την ΕΕΣ της ενδιαφερόμενης για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003 (στο εξής: ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003). Επιπλέον, με ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στις 12 Μαΐου 2004 στην προσφεύγουσα, η βοηθός του διευθυντή της Διευθύνσεως Δ προσέθεσε ότι ο τελευταίος δεν δύναται να δώσει στην ενδιαφερόμενη καμία εγγύηση ως προς το ότι θα γίνει δεκτή η αίτησή της ετήσιας άδειας, καθόσον η αποδοχή αυτή εξαρτάται από το να γίνουν διαβήματα διαφόρων προσώπων, και μεταξύ αυτών της ίδιας της προσφεύγουσας.

51      Κατόπιν της απαντήσεως αυτής, η προσφεύγουσα, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Μαΐου 2004, γνωστοποίησε στη βοηθό του διευθυντή της Διευθύνσεως Δ ότι παραιτείται από την ετήσια άδεια που είχε ζητήσει για το χρονικό διάστημα από τις 19 Μαΐου μέχρι τις 8 Ιουνίου 2004 και ότι πλέον ζητεί να φύγει με ετήσια άδεια από τις 7 Ιουνίου μέχρι τις 23 Ιουλίου 2004.

52      Στις 13 Μαΐου 2004 η αίτηση ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 7 Ιουνίου μέχρι τις 23 Ιουλίου 2004 εισήχθη κανονικά στο «Sic Congés» και έγινε δεκτή στις 19 Μαΐου 2004. Ωστόσο, θεωρώντας ότι ενημερώθηκε για την αποδοχή αυτή μόλις στις 24 Μαΐου 2004, δηλαδή καθυστερημένα, η προσφεύγουσα επανέλαβε την αίτησή της ετήσιας άδειας.

53      Πάλι στις 13 Μαΐου 2004, ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δ κοινοποίησε το βιογραφικό σημείωμα της προσφεύγουσας σε πέντε γενικές διευθύνσεις (ΓΔ «Ενέργεια και μεταφορές», Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης, ΓΔ «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις», ΓΔ «Υγεία και προστασία των καταναλωτών» και ΓΔ «Ανταγωνισμός»). Με το έγγραφο στο οποίο επισύναψε το βιογραφικό σημείωμα και το οποίο απηύθυνε σε κάθε μία από τις πιο πάνω γενικές διευθύνσεις, ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δ διευκρίνισε ότι η προσφεύγουσα είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για τα ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της οικείας γενικής διευθύνσεως και ότι η ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» συμφωνεί για τη μετακίνηση της ενδιαφερόμενης.

54      Στις 18 Μαΐου 2004, ο ψυχίατρος, στον οποίο η ιατρική υπηρεσία είχε αναθέσει να προβεί σε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την προσφεύγουσα, υπογράμμισε, στην έκθεσή του πραγματογνωμοσύνης, ότι, «[ε]φόσον το πρόβλημα είναι κοινωνικής τάξεως (σύγκρουση εντός του [ο]ργάνου στο οποίο υπηρετεί), η λύση πρέπει να δοθεί σε κοινωνικό επίπεδο (επανένταξη σε άλλη [γ]ενική [δ]ιεύθυνση)».

55      Στις 24 Μαΐου 2004 η προσφεύγουσα επανέλαβε την αίτησή της «άμεσης, μόνιμης ή προσωρινής, μεταθέσεως σε [γενική διεύθυνση] που να μην έχει καμία σχέση με τη ΓΔ [“Προσωπικό και διοίκηση”] ή με τον [γενικό διευθυντή της εν λόγω γενικής διευθύνσεως]», εξηγώντας ότι «είναι πρόδηλο ότι δεν [είχε] παύσει η ηθική παρενόχληση [την οποία υφίστατο]».

56      Στις 7 Ιουνίου 2004 καταρτίστηκε σχετικά με την προσφεύγουσα ιατρικό πιστοποιητικό για το χρονικό διάστημα από τις 8 Ιουνίου μέχρι τις 2 Ιουλίου 2004.

57      Στις 8 Ιουνίου 2004 η προσφεύγουσα απέστειλε στον προϊστάμενο της μονάδας Δ 2 ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο τον πληροφόρησε ότι έχει «περιέλθει σε αδυναμία να εργαστεί στα τωρινά [της] καθήκοντα]» από τις 8 Ιουνίου μέχρι τις 2 Ιουλίου 2004. Διευκρίνισε ότι μόλις είχε εισαγάγει στο «Sic Congés» αίτηση ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 5 Ιουλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου 2004.

58      Στις 9 Ιουνίου 2004 ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δ απέστειλε στην προσφεύγουσα το ακόλουθο ηλεκτρονικό μήνυμα:

«Λυπάμαι για την ασθένειά σας [. Π]ροσπάθησα να έρθω σε επικοινωνία μαζί σας στην κατοικία σας, καθόσον η 8η Ιουνίου ήταν η ημέρα που προβλεπόταν για το ραντεβού μας και ήθελα να συζητήσω μαζί σας για το τι έπρεπε να κάνουμε από τώρα.

Έχετε ζητήσει να αναθεωρηθεί η [ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003] και το έργο αυτό θα πρέπει να γίνει μόλις είναι δυνατόν και, εν πάση περιπτώσει, πριν φύγετε με ετήσια άδεια. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολογήσεως επηρεάζει ολόκληρη τη ΓΔ [“Προσωπικό και διοίκηση”] καθόσον, αν η διαδικασία δεν περατωθεί, δεν θα λάβουμε κανένα μόριο προτεραιότητας και, έτσι, θα τεθούν σε κίνδυνο οι προοπτικές προαγωγής όλου του προσωπικού. […]

Θα μπορούσατε ίσως να κλείσετε άλλο ραντεβού με τη γραμματέα μου […]».

59      Με επιστολή της 11ης Ιουνίου 2004, ο διευθυντής της Υπηρεσίας ερευνών και πειθαρχικών κυρώσεων (στο εξής: ΥΕΠΚ) ανέφερε στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής ότι τα πραγματικά περιστατικά που η προσφεύγουσα επικαλείται με την αίτησή της αρωγής του φαίνονται αρκούντως σοβαρά για να δικαιολογήσουν την κίνηση διοικητικής έρευνας, «είτε για να αποδειχθεί η ύπαρξη ατομικών ευθυνών είτε για να δικαιωθούν υπάλληλοι που εγκαλούνται άδικα». Ο διευθυντής της ΥΕΠΚ προσέθεσε ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι η προσφεύγουσα εγκαλεί όλους τους ανωτέρους της στην ιεραρχία της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», περιλαμβανομένου του γενικού διευθυντή, του φαίνεται σκόπιμο να ενεργήσει ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής ως ΑΔΑ στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας και να οριστεί, για την έρευνα αυτή, ως «σύμβουλος ακροάσεων» πρόσωπο που δεν έχει σχέση με τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση».

60      Στις 14 Ιουνίου 2004 η αίτηση άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 5 Ιουλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου 2004 απορρίφθηκε ρητώς από τον προϊστάμενο της μονάδας Δ 2.

61      Στις 18 Ιουνίου 2004 η ιατρική υπηρεσία εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα «πρέπει να θεωρηθεί σε δικαιολογημένη απουσία μέχρι και τις 16 Ιουλίου».

62      Στις 21 Ιουνίου 2004 η προσφεύγουσα εισήγαγε στο «Sic Congés» αίτηση ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 19 Ιουλίου μέχρι τις 27 Αυγούστου 2004.

63      Το καλοκαίρι του 2004, δόθηκε στην προσφεύγουσα γραφείο στον όγδοο όροφο του κτιρίου της οδού Science 11.

64      Την 1η Ιουλίου 2004 ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής πληροφόρησε τον διευθυντή της ΥΕΠΚ ότι δέχεται να ενεργήσει ως ΑΔΑ στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης διοικητικής έρευνας και κατονόμασε τον σύμβουλο ακροάσεων που επέλεξε για να διεξαγάγει την έρευνα αυτή.

65      Πάλι την 1 Ιουλίου 2004 η προσφεύγουσα, για τον λόγο ότι πληροφορήθηκε ότι δεν πρόκειται να γίνει δεκτή η αίτησή της ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 19 Ιουλίου μέχρι τις 27 Αυγούστου 2004, απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα σε έναν υπάλληλο της μονάδας B 2 για να παραπονεθεί ότι «οι αιτήσεις ετήσιας άδειάς [της] πάντοτε απορρίπτονται ή τουλάχιστον δεν υπογράφονται εντός εύλογης προθεσμίας» και για να του ζητήσει «να [την] βοηθήσ[ει] για να μπορέσ[ει] να φύγ[ει] για διακοπές [το καλοκαίρι του 2004]».

66      Στις 5 Ιουλίου 2004 η προσφεύγουσα προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό για το χρονικό διάστημα από τις 17 Ιουλίου μέχρι τις 27 Αυγούστου 2004. Το πιστοποιητικό αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τη διοίκηση.

67      Στις 2 Αυγούστου 2004 η Επιτροπή δέχθηκε την αίτηση ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 19 Ιουλίου μέχρι τις 27 Αυγούστου 2004. Η αίτηση αυτή «ακυρώθηκε» στις 3 Σεπτεμβρίου 2004, καθόσον η ενδιαφερόμενη ήταν μεταξύ της 17ης Ιουλίου και της 27ης Αυγούστου 2004 σε αναρρωτική άδεια.

68      Την 1η Σεπτεμβρίου 2004 η προσφεύγουσα κατέθεσε ιατρικό πιστοποιητικό για το χρονικό διάστημα από τις 28 Αυγούστου μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου 2004.

69      Στις 6 Σεπτεμβρίου 2004 ο ιατρικός έλεγχος, στον οποίο η προσφεύγουσα υποβλήθηκε μετά την κατάθεση του ιατρικού πιστοποιητικού για το χρονικό διάστημα από τις 28 Αυγούστου μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου 2004, συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα είναι «100 % ικανή για εργασία σήμερα» αλλά επανέλαβε την παρατήρηση, την οποία ο ψυχίατρος είχε διατυπώσει στις 18 Μαΐου 2004 όταν είχε εξετάσει την προσφεύγουσα, ότι «αλλαγή της θέσεως εργασίας είναι επιθυμητή για την υγεία της [προσφεύγουσας]».

70      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα, θεωρώντας ότι ιατρικώς είναι αδικαιολόγητα τα πορίσματα του ιατρικού ελέγχου της 6ης Σεπτεμβρίου 2004, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 59, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση.

71      Με σημείωμα της 8ης Σεπτεμβρίου 2004, ο σύμβουλος ακροάσεων, που ορίστηκε από τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας που είχε ζητήσει η προσφεύγουσα, έλαβε εντολή από τον γενικό γραμματέα «να καθορίσ[ει] το υποστατό των προβαλλόμενων ισχυρισμών, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά του υπαλλήλου ή των υπαλλήλων που κατονομάζονται στον φάκελο, και έτσι να καταστήσ[ει] δυνατό να εκτιμηθεί αν είναι υπαρκτή η κατάσταση και ποιες συνέπειες πρέπει ενδεχομένως να συναχθούν εντεύθεν».

72      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2004 η ιατρική υπηρεσία πληροφόρησε τον προϊστάμενο της μονάδας «Ανθρώπινοι πόροι – ADMIN, Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις» ότι «μετά από συμφωνία με τον [θεράποντα ιατρό της προσφεύγουσας] ορίστηκε ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας».

73      Ως πόρισμα της από 6 Οκτωβρίου 2004 εκθέσεώς του ιατρικοψυχολογικής εξετάσεως, ο ανεξάρτητος ιατρός που επελέγη μετά από την αίτηση της προσφεύγουσας να παραπεμφθεί το θέμα σε εμπειρογνώμονα για γνωμάτευση (στο εξής: ανεξάρτητος ιατρός) διαπίστωσε ότι «η ενδιαφερόμενη έχει την ικανότητα να ξαναεργαστεί αλλά σε άλλη [γενική διεύθυνση]» και διευκρίνισε ότι «η επανατοποθέτηση της ενδιαφερόμενης στην προηγούμενη θέση της δεν μπορεί παρά να αναζωπυρώσει το βίωμα ηθικής παρενοχλήσεως και να αποσταθεροποιήσει την ενδιαφερόμενη».

74      Με σημείωμα της 14ης Οκτωβρίου 2004, ο διευθυντής της Διευθύνσεως Γ «Κοινωνική πολιτική, προσωπικό Λουξεμβούργου, υγεία, υγιεινή» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» (στο εξής: Διεύθυνση Γ) κοινοποίησε στον διευθυντή της Διευθύνσεως Δ τα πορίσματα του ανεξάρτητου ιατρού και του συνέστησε «να αποφασίσει τη μετακίνηση [της προσφεύγουσας] από την [εν λόγω γενική διεύθυνση] το ταχύτερο δυνατό για να μπορέσει η [ενδιαφερόμενη] να αναλάβει τα καθήκοντά της».

75      Με σημείωμα που έφερε χρονολογία 5 Νοεμβρίου 2004 και παρέπεμπε στις αιτήσεις αρωγής που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα, ο προϊστάμενος της μονάδας «Προσφυγές» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» πληροφόρησε την ενδιαφερόμενη ότι ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής κίνησε έρευνα την οποία ανέθεσε σε «σύμβουλο ακροάσεων που δεν έχει σχέση με τη ΓΔ [“Προσωπικό και διοίκηση”]» και ότι η ΑΔΑ θα αποφανθεί επί της αιτήσεώς της αρωγής βάσει της εκθέσεως έρευνας και με γνώμονα το περιεχόμενό της.

76      Με σημείωμα της 26ης Νοεμβρίου 2004 το οποίο περιήλθε στη μονάδα «Προσφυγές» στις 30 Νοεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση «κατά των σιωπηρών αποφάσεων απορρίψεως των αιτήσεών [της] αρωγής και προστασίας, των αιτήσεών [της] λήψεως προληπτικών και άμεσων μέτρων και της αιτήσεώς [της] αποζημιώσεως» (στο εξής: διοικητική ένσταση της 26ης Νοεμβρίου 2004).

77      Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2005 στη μονάδα Γ 5 «Ασφάλεια και υγιεινή εργασίας» (στο εξής: μονάδα Γ 5), η οποία υπάγεται στη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση».

 Δ –     Έτος 2005

78      Στις 6 Ιανουαρίου 2005 η προσφεύγουσα είχε με τον προϊστάμενο της μονάδας Γ 5 συνομιλία, μετά την οποία έπαυσε οριστικά να εμφανίζεται στον χώρο εργασίας της.

79      Στις 21 Μαρτίου 2005 η έκθεση διοικητικής έρευνας που καταρτίστηκε από τον σύμβουλο ακροάσεων κοινοποιήθηκε στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής. Ως συμπέρασμα της εκθέσεώς του, ο σύμβουλος ακροάσεων διατύπωσε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

«1. Κανένα από τα επεισόδια που αναφέρω στην παρούσα έκθεση δεν δείχνει από μόνο του ότι από την πλευρά των προσώπων που εγκαλεί η [προσφεύγουσα] υπήρξε καταχρηστική συμπεριφορά που εκ προθέσεως έθιξε την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητα της [ενδιαφερόμενης].

Μερικές φορές, είχα την αίσθηση ότι ορισμένες πράξεις ή ορισμένες μορφές συμπεριφοράς σχετικά με την [προσφεύγουσα] βρίσκονταν στα όρια της καταχρήσεως ή, ακριβέστερα, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία της αποδόσεως του ΚΥΚ στα αγγλικά, στα όρια του “improper behaviour” έναντι της τελευταίας. Νομίζω μάλιστα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπόρεσε να γίνει υπέρβαση των ορίων αυτών. Ωστόσο, ποτέ δεν είχα την αίσθηση ότι οι επίμαχες μορφές συμπεριφοράς ή πράξεις ήταν σκόπιμες υπό την έννοια ότι είχαν σχεδιαστεί για να θίξουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή την ακεραιότητα της [προσφεύγουσας].

[…]

3. Τα ερωτηματικά που είχα κατά τη διάρκεια της έρευνας αυτής με έκαναν να καταλάβω ότι η [προσφεύγουσα] αισθάνεται θύμα μιας καταστάσεως ηθικής παρενοχλήσεως, πράγμα που εξηγεί το ότι αποδίδει στους ανωτέρους της στην ιεραρχία προθέσεις που, κατ’ εμέ, δεν έχουν. Εν προκειμένω, δεν μπορώ παρά να λυπηθώ για τις αδεξιότητες των οποίων αντικείμενο έγινε η [ενδιαφερόμενη]. Έτσι, οι περιστάσεις υπό τις οποίες παρατάθηκε η περίοδος δοκιμασίας της, οι συνθήκες της αφίξεώς της στη μονάδα [Δ 2] ή η απομόνωση του γραφείου της συνέβαλαν στο να τροφοδοτηθεί μια συγκρουσιακή σχέση μεταξύ της [προσφεύγουσας] και των ανωτέρων της στην ιεραρχία. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εν λόγω σχέση διατηρείται πολλά χρόνια από τότε, δεν νομίζω ότι η σύγκρουση αυτή μπορεί να αρθεί με προσπάθεια αμοιβαίας κατανοήσεως. Μόνο η γρήγορη μετακίνηση της [ενδιαφερόμενης] από τη ΓΔ [“Προσωπικό και διοίκηση”] θα μπορούσε να της δώσει την ευκαιρία, που θα πρέπει να αρπάξει, να κάνει ένα νέο ξεκίνημα.»

80      Στις 29 Μαρτίου 2005 η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση της 26ης Νοεμβρίου 2004. Υπογράμμισε ότι «εξέτασ[ε] τις διάφορες αιτήσεις της [προσφεύγουσας] με γνώμονα τη φύση των πραγματικών περιστατικών, κατά τρόπο ανάλογο με τη σημασία τους και με τα στοιχεία που προσκομίστηκαν, αποφασίζοντας εγκαίρως να κινήσ[ει] έρευνα για να αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά, έρευνα που [ήταν] σε εξέλιξη». Ως συμπέρασμα, η ΑΔΑ διευκρίνισε ότι, «[ό]ταν περατωθεί η έρευνα που είναι σε εξέλιξη, τα αποτελέσματά της θα ανακοινωθούν στην [προσφεύγουσα]» και ότι, «[α]νάλογα με τα αποτελέσματα αυτά, θα λάβ[ει], αν παρίσταται ανάγκη, τα μέτρα που θα δικαιολογούνται υπό το φως των εν λόγω αποτελεσμάτων, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ».

81      Στις 15 Απριλίου 2005 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση αναγνωρίσεως αναπηρίας. Στην αίτησή της, ανέφερε ότι είναι «θύμα ηθικής παρενοχλήσεως εντός της ΓΔ [“Προσωπικό και διοίκηση”] εδώ και πολλά χρόνια» και ότι «η κατάσταση αυτή έχει σοβαρές συνέπειες για την υγεία [της]».

82      Στις 13 Ιουνίου 2005 η ΑΔΑ έφερε την υπόθεση της προσφεύγουσας στην επιτροπή αναπηρίας.

83      Με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2005 προς την Επιτροπή, η προσφεύγουσα, αφού αναφέρθηκε στην από 15 Απριλίου 2005 αίτησή της αναγνωρίσεως αναπηρίας, ανέφερε ότι «επαναλαμβάνει την αίτησή [της] να αναγνωριστούν ως επαγγελματική ασθένεια τα παθολογικά χαρακτηριστικά που απέκτησε λόγω των πράξεων παρενοχλήσεως που διαπράχθηκαν έναντί [της]».

84      Κατά τη συνεδρίασή της στις 26 Ιουλίου 2005, η επιτροπή αναπηρίας συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα «έχει πληγεί από μόνιμη αναπηρία […] και ότι ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένη να παύσει την εργασία της στην Επιτροπή». Η επιτροπή αναπηρίας διευκρίνισε ότι δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος αν η αναπηρία οφείλεται σε ατύχημα που επήλθε κατά την άσκηση των καθηκόντων της ενδιαφερόμενης ή σε επαγγελματική ασθένεια.

85      Με απόφαση της Επιτροπής της 23ης Αυγούστου 2005, η προσφεύγουσα τέθηκε σε σύνταξη αναπηρίας από τις 31 Αυγούστου 2005 και λαμβάνει επίδομα αναπηρίας καθορισμένο «σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78, [τρίτο] εδάφιο […] του ΚΥΚ».

86      Με επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2005 προς την προσφεύγουσα, η ΑΔΑ απέρριψε ρητώς την αίτησή της αρωγής εκτιμώντας, βάσει των πορισμάτων της διοικητικής έρευνας, ότι οι ισχυρισμοί περί ηθικής παρενοχλήσεως είναι αβάσιμοι ή αναπόδεικτοι.

87      Με σημείωμα που με τηλεομοιοτυπία περιήλθε στην ιατρική υπηρεσία στις 7 Οκτωβρίου 2005, η επιτροπή αναπηρίας εκτίμησε, «λαμβανομένου υπόψη του μόνιμου χαρακτήρα των παθολογικών χαρακτηριστικών που προκάλεσαν την αναπηρία, ότι δεν είναι αναγκαία ιατρική επανεξέταση».

88      Με αίτηση που υπέβαλε στις 17 Οκτωβρίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να αναγνωριστεί η επαγγελματική προέλευση του «αγχοκαταθλιπτικού συνδρόμου» από το οποίο ισχυρίζεται ότι πάσχει. Την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην υπό κρίση υπόθεση, η διαδικασία αυτή ήταν ακόμα σε εξέλιξη.

 Ε –     Πραγματικά περιστατικά που έχουν σχέση με τις εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας που καταρτίστηκαν για το 2003

89      Στις 12 Μαΐου 2004 έγινε, μεταξύ της προσφεύγουσας και του υπαλλήλου που ασκούσε μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003 καθήκοντα προϊσταμένου της μονάδας Δ 2, η προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 5, των ΓΔΕ επίσημη συνδιάλεξη, για την κατάρτιση της ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003.

90      Στις 18 Μαΐου 2004 ο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003 προϊστάμενος της μονάδας Δ 2 κατάρτισε, ως αξιολογητής της προσφεύγουσας, σχέδιο ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003. Στο σχέδιο αυτό, έδωσε στην ενδιαφερόμενη συνολικό βαθμό 8/20, δηλαδή 4/10 για την απόδοση, 3/6 για την ικανότητα και 1/4 για τη συμπεριφορά στην υπηρεσία.

91      Αφού ανέφερε, στην ενότητα 6.1 «Ικανότητες» της ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003, τις δυσκολίες που η προσφεύγουσα είχε να εξοικειωθεί με την εργασία της, δυσκολίες που, κατ’ αυτόν, οφείλονταν σε «έλλειψη ζήλου», ο αξιολογητής ανέφερε ότι, με σημείωμα της 3ης Σεπτεμβρίου 2003, είχε πληροφορήσει την προσφεύγουσα ότι θα θέσει στη μονάδα «Ανθρώπινοι πόροι – ADMIN, Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις» καθώς και στην ιατρική υπηρεσία το ζήτημα αν «η κατάσταση της υγείας της δύναται να επιτρέψει στο μέλλον τη φυσιολογική άσκηση της εργασίας της». Ο αξιολογητής υπογράμμισε επίσης ότι «[δ]εν παρατηρήθηκε βελτίωση [της] αποδόσεως [της προσφεύγουσας] μεταξύ της 3ης Σεπτεμβρίου 2003 και του τέλους του Οκτωβρίου [του 2003]».

92      Στις 18 Μαΐου 2004 ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δ, ως βαθμολογητής, προσυπέγραψε το σχέδιο ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003.

93      Στις 27 Μαΐου 2004 η προσφεύγουσα ζήτησε να αναθεωρηθεί η ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003.

94      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 10, των ΓΔΕ συνδιάλεξη μεταξύ του βαθμολογητή και της προσφεύγουσας δεν έλαβε χώρα λόγω της, κατά τον βαθμολογητή, «παρατεταμένης απουσίας της [προσφεύγουσας]».

95      Στις 14 Ιουλίου 2004 ο βαθμολογητής «έκλεισε διοικητικά» την ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003. Την επόμενη ημέρα, ο προϊστάμενος της μονάδας «Ανθρώπινοι πόροι – ADMIN, Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις» βεβαίωσε το διοικητικό κλείσιμο της εκθέσεως «παραπέμποντας στα σχόλια του αξιολογητή και του βαθμολογητή προκειμένου να διαφυλαχθεί το σύνολο των δικαιωμάτων της ενδιαφερόμενης».

96      Στις 8 Ιουλίου 2004 σχέδιο ΕΕΣ για το χρονικό διάστημα από την 1η Νοεμβρίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003) καταρτίστηκε από τον αξιολογητή της προσφεύγουσας, σημειωμένου ότι τα καθήκοντα αυτά δεν ασκήθηκαν πλέον από τον προϊστάμενο της μονάδας Δ 2 αλλά από τον διευθυντή της Διευθύνσεως Δ. Στο σχέδιο αυτό, το οποίο καταρτίστηκε χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει αυτοαξιολόγηση της προσφεύγουσας, πάλι δόθηκε στην προσφεύγουσα συνολικός βαθμός 8/20, δηλαδή 4/10 για την απόδοση, 3/6 για την ικανότητα και 1/4 για τη συμπεριφορά στην υπηρεσία.

97      Στην ενότητα 6.1 «Απόδοση» της ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003, ο αξιολογητής ανέφερε ότι κατέληξε στο συμπέρασμα «ότι δεν υπήρξε κανένα βάσιμο αποτέλεσμα κατά την περίοδο αναφοράς και ότι κανένα αποτέλεσμα δεν επετεύχθη, μολονότι τα αποτελέσματα αυτά ήταν μέσα στις δυνατότητες της [προσφεύγουσας]». Ο αξιολογητής προσέθεσε ότι, κατά την άποψή του, επρόκειτο «για το αποτέλεσμα της ελλείψεως ζήλου [της προσφεύγουσας] καθώς και της διαγωγής της».

98      Στις 13 Ιουλίου 2004 το σχέδιο ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003 προσυπεγράφη από τον βαθμολογητή της προσφεύγουσας, σημειωμένου ότι τα καθήκοντα αυτά ασκήθηκαν από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση». Επίσης, ο βαθμολογητής έκλεισε διοικητικά την εν λόγω ΕΕΣ.

99      Με επιστολή της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, ο προϊστάμενος της μονάδας «Ανθρώπινοι πόροι – ADMIN, Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις» πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι, στο πλαίσιο των προαγωγών του 2004, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» αποφάσισε να μη της χορηγήσει κανένα μόριο προτεραιότητας. Στην επιστολή αυτή, διευκρινίστηκε ότι ο συνολικός βαθμός που δόθηκε στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αξιολογήσεως για το έτος 2003 ανήλθε σε 8/20.

100    Στις 20 Δεκεμβρίου 2004 η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με την οποία ζήτησε να ακυρωθούν η ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003 και η ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003.

101    Με απόφαση της 4ης Μαΐου 2005, την οποία η προσφεύγουσα βεβαίωσε ότι παρέλαβε στις 7 Ιουνίου 2005, η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

102    Η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) αρχικά πρωτοκολλήθηκε, στις 4 Ιουλίου 2005, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου υπό τα στοιχεία T‑252/05.

103    Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), παρέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του τελευταίου υπό τα στοιχεία F‑52/05.

104    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ):

« –      να κηρύξει τη παρούσα προσφυγή-αγωγή παραδεκτή·

–        εφόσον χρειάζεται, […] να ακυρώσει την απόφαση της 29ης Μαρτίου 2005 με την οποία η Επιτροπή απέρριψε τη διοικητική ένσταση […] που υποβλήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2004 κατά των σιωπηρών αποφάσεων της Επιτροπής να απορρίψει την αίτηση […] αρωγής […], βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, και αποζημιώσεως, καθώς και τις αιτήσεις της 7ης Μαΐου 2004 και 24ης Μαΐου 2004 για τη λήψη προληπτικών και άμεσων μέτρων·

–        […] να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 4ης Μαΐου 2005 με την οποία δόθηκε απάντηση στην από 20 Δεκεμβρίου 2004 διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας-ενάγουσας και να ακυρώσει την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003·

–        […] να αναγνωρίσει την ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας λόγω των [προαναφερθεισών] αποφάσεων και της καταρτίσεως της ΕΕΣ της προσφεύγουσας-ενάγουσας·

–        να επιδικάσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα αποζημίωση ποσού 250 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει την [Επιτροπή] στο σύνολο των δικαστικών εξόδων».

105    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

106    Κατόπιν συμφωνίας των δύο διαδίκων σχετικά με προσπάθεια φιλικού διακανονισμού, ο εισηγητής δικαστής τους κάλεσε σε άτυπη συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στο Δικαστήριο ΔΔ στις 9 Οκτωβρίου 2006. Στις 17 Οκτωβρίου 2006, ο εισηγητής δικαστής πληροφόρησε τους διαδίκους για μια πρόταση φιλικού διακανονισμού. Με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2006, η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή από την Επιτροπή.

107    Βάσει του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο mutatis mutandis έχει εφαρμογή επί του Δικαστηρίου ΔΔ βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752, το Δικαστήριο ΔΔ έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι τελευταίοι ανταποκρίθηκαν σε όσα ζήτησε το Δικαστήριο ΔΔ.

108    Με τηλεομοιοτυπία που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 17 Ιουνίου 2007, η προσφεύγουσα προσδιόρισε την περιουσιακή ζημία της στο συνολικό ποσό των 781 906,43 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των αποδοχών και της συντάξεως που θα είχε λάβει αν δεν είχε περιέλθει σε αναπηρία και, αφετέρου, του επιδόματος αναπηρίας που λαμβάνει και της συντάξεως που θα της καταβληθεί στο μέλλον.

109    Με διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2007, το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε την αίτηση της Επιτροπής να απαλειφθούν χωρία στα παραρτήματα του φακέλου της διοικητικής έρευνας.

 Νομική ανάλυση

 Α –     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς

110    Το αντικείμενο της προσφυγής, όπως το παρουσίασε ρητώς η προσφεύγουσα, καθιστά αναγκαίες τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

111    Πρώτον, η προσφεύγουσα ρητώς ζητεί, με το δεύτερο αίτημά της, να ακυρωθεί η «απόφαση της 29ης Μαρτίου 2005 με την οποία η Επιτροπή απέρριψε τη διοικητική ένσταση […] που υποβλήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2004 κατά των σιωπηρών αποφάσεων της Επιτροπής να απορρίψει την αίτηση […] αρωγής […], βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, και αποζημιώσεως, καθώς και τις αιτήσεις της 7ης Μαΐου 2004 και της 24ης Μαΐου 2004». Έτσι, κατά την ενδιαφερόμενη, ελήφθησαν τρεις χωριστές σιωπηρές αποφάσεις, η πρώτη να απορριφθεί η αίτηση αρωγής που υποβλήθηκε με το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2004, η δεύτερη να απορριφθεί η αίτηση αποζημιώσεως που περιλαμβάνεται στο ίδιο σημείωμα και η τρίτη να απορριφθεί η αίτηση μετατάξεως από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» που διατυπώθηκε με τις επιστολές της 7ης και 24ης Μαΐου 2004.

112    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, με σημείωμα της 29ης Απριλίου 2004 το οποίο περιήλθε στη μονάδα «Προσφυγές» στις 3 Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα απηύθυνε στην Επιτροπή «[α]ίτηση αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ […], ισχύουσα και ως αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – ηθική παρενόχληση». Με το σημείωμα αυτό, παραπονέθηκε για διάφορα πραγματικά περιστατικά που χαρακτήρισε ως ηθική παρενόχληση και ζήτησε να κινηθεί διοικητική έρευνα από «ουδέτερο όργανο», που να μην έχει σχέση με τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση». Με το ίδιο σημείωμα, η προσφεύγουσα ζήτησε και αποκατάσταση της ζημίας που απέρρευσε από αυτή τη φερόμενη ηθική παρενόχληση.

113    Επιπλέον, κατόπιν του σημειώματος της 29ης Απριλίου 2004, η ενδιαφερόμενη, στις 7 και 24 Μαΐου 2004, απηύθυνε στην Επιτροπή δύο νέες επιστολές με τις οποίες ζήτησε να ληφθούν «προληπτικά και άμεσα μέτρα», όπως «η μετακίνηση ή η […] μετάθεσή [της]» από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση». Ωστόσο, στις επιστολές αυτές, η προσφεύγουσα ανέφερε ρητώς το σημείωμα της 29ης Απριλίου 2004 και δικαιολόγησε την αίτησή της απομακρύνσεως λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως που θεώρησε ότι υπέστη στη γενική διεύθυνση όπου είχε τοποθετηθεί. Έτσι, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι επιστολές αυτές δεν περιέχουν νέες αιτήσεις, αυτοτελείς σε σχέση με την αίτηση αρωγής, αλλά διευκρινίσεις της αιτήσεως αυτής αφορώσες τα προληπτικά και άμεσα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, και συγκεκριμένα ένα μέτρο απομακρύνσεως.

114    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα στην ουσία ζήτησε, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αρωγής, τρία είδη μέτρων: πρώτον, να κινηθεί και διεξαχθεί διοικητική έρευνα· δεύτερον, ένα μέτρο άμεσης απομακρύνσεως ακόμη και πριν γνωστοποιηθούν τα αποτελέσματα της διοικητικής έρευνας· τρίτον, κάθε μέτρο για να την προστατεύσει οριστικά άπαξ αποδειχθεί η ηθική παρενόχληση.

115    Δεδομένου ότι η διοίκηση, μετά προθεσμία τεσσάρων μηνών από την υποβολή, στις 3 Μαΐου 2004, του σημειώματος της 29ης Απριλίου 2004, δεν απάντησε ούτε στην αίτηση αρωγής ούτε στην αίτηση αποζημιώσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ από την έλλειψη απαντήσεως συνάγονται δύο σιωπηρές απορριπτικές αποφάσεις, με την πρώτη από τις οποίες απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής και με τη δεύτερη απορρίφθηκε η αίτηση αποζημιώσεως.

116    Δεύτερον, από το κείμενο του τρίτου αιτήματος προκύπτει ότι, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή κατάρτισε για το έτος 2003 μόνο μία ΕΕΣ. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, των ΓΔΕ, η Επιτροπή κατάρτισε σχετικά με την προσφεύγουσα δύο εκθέσεις, η πρώτη από τις οποίες αφορά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003 (η ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003) και η δεύτερη αφορά το χρονικό διάστημα από την 1η Νοεμβρίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (η ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003).

117    Κατόπιν των διευκρινίσεων που εκτέθηκαν πιο πάνω και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας ότι το αίτημα ακυρώσεως μιας αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε μια διοικητική ένσταση έχει ως αποτέλεσμα ο κοινοτικός δικαστής να επιληφθεί της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η εν λόγω διοικητική ένσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Μαρτίου 2004, T‑310/02, Θεοδωράκης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑95 και II‑427, σκέψη 19, και της 9ης Ιουνίου 2005, T‑80/04, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑161 και II‑729, σκέψη 15), πρέπει να θεωρηθεί ότι με την υπό κρίση προσφυγή στην ουσία ζητείται:

–        να ακυρωθεί η σιωπηρή απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής·

–        να ακυρωθούν οι ΕΕΣ για το 2003·

–        να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση στην προσφεύγουσα.

118    Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα διατείνεται, στην ουσία για να στηρίξει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς της, ότι έγινε το αντικείμενο ηθικής παρενοχλήσεως στο πλαίσιο των καθηκόντων της.

119    Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει χρήσιμο, για να αποφανθεί επί των διαφόρων αιτημάτων της προσφεύγουσας, να εξετάσει πρώτα τους ισχυρισμούς της σχετικά με την ύπαρξη της φερόμενης ηθικής παρενοχλήσεως.

 Β –     Επί της ηθικής παρενοχλήσεως

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Κατά την προσφεύγουσα, η ηθική παρενόχληση την οποία υπέστη από τους ανωτέρους της στην ιεραρχία της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» αποδεικνύεται από ένα σύνολο πραγματικών περιστατικών που πρέπει να ομαδοποιηθούν σε έξι κατηγορίες.

121    Πρώτον, ο προϊστάμενος της μονάδας B 2, στην οποία η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε όταν προσλήφθηκε από την Επιτροπή ως δόκιμος υπάλληλος, έδωσε στον διευθυντή της Διευθύνσεως Β, ο οποίος ήταν αρμόδιος για την κατάρτιση της πρώτης εκθέσεως μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, άδικα επικριτικές πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα της εργασίας της ενδιαφερόμενης, ενώ, κατά το πρώτο μέρος της περιόδου δοκιμασίας, δεν της είχε προσάψει τίποτα και μάλιστα είχε εκφράσει την ικανοποίησή του. Επιπλέον, υπό το εσφαλμένο πρόσχημα ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε την παράταση της περιόδου δοκιμασίας της, η επιτροπή εκθέσεων δεν κάλεσε σε ακρόαση ούτε την ενδιαφερόμενη ούτε τα πρόσωπα που η τελευταία θέλησε να ακουστούν. Τέλος, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι μία από τις πρώην συναδέλφους της είναι διατεθειμένη να καταθέσει σχετικά με τις συνθήκες εργασίας στη μονάδα B 2.

122    Δεύτερον, η προσφεύγουσα, από τότε που τοποθετήθηκε στη μονάδα 01 (που στη συνέχεια μετατράπηκε σε μονάδα Δ 2), απομονώθηκε επαγγελματικά, καθόσον ο προϊστάμενος και ο αναπληρωτής προϊστάμενος της μονάδας αυτής συστηματικά απέφευγαν να της απευθύνουν τον λόγο και, μέχρι το καλοκαίρι του 2004, της είχαν δώσει γραφεία που από γεωγραφική άποψη ήσαν απομονωμένα από την υπόλοιπη μονάδα και στερούνταν κάθε κατάλληλου υλικού.

123    Τρίτον, κανένα καθήκον δεν ανατέθηκε στην προσφεύγουσα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2003.

124    Τέταρτον, οι ανώτεροι της προσφεύγουσας στην ιεραρχία διέδιδαν δυσφημιστικές φήμες σχετικά με τις επαγγελματικές της ικανότητες.

125    Πέμπτον, ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δ και ο προϊστάμενος της μονάδας Δ 2, για να την «αποσταθεροποιήσουν ψυχολογικά», αρνήθηκαν ορισμένες αιτήσεις ετήσιας άδειας που είχε υποβάλει, μάλιστα δε οι αρνήσεις αυτές, σε ορισμένες περιπτώσεις, έλαβαν χώρα αφότου οι αιτήσεις είχαν γίνει κατ’ αρχήν δεκτές. Επιπλέον, άλλες αιτήσεις έγιναν δεκτές μόνο με καθυστέρηση, πράγμα που ανάγκασε την προσφεύγουσα, τουλάχιστον σε μία περίπτωση, να επαναλάβει την αίτησή της άδειας και να ακυρώσει ένα ταξίδι που η ίδια είχε κλείσει.

126    Έκτον, ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δ και ο προϊστάμενος της μονάδας Δ 2, ειδικότερα δε κατά το χρονικό διάστημα από τις 8 Σεπτεμβρίου 2004 μέχρι τις 31 Μαρτίου 2005, κακώς θεώρησαν αδικαιολόγητες διάφορες αναρρωτικές άδειες, με αποτέλεσμα να χάσει η προσφεύγουσα ημέρες ετήσιας άδειας για το 2004 και το 2005 και να παρακρατηθούν ποσά από τις αποδοχές της.

127    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε επιπλέον ότι η Επιτροπή δεν έδωσε καμία συνέχεια στη γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού ο οποίος, στις 6 Οκτωβρίου 2004, είχε συστήσει τη μετακίνησή της από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση».

128    Αμυνόμενη, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ απαριθμεί τα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται για να μπορέσει να γίνει λόγος για ηθική παρενόχληση. Έτσι, κατά το άρθρο αυτό, η επίμαχη συμπεριφορά πρέπει να είναι καταχρηστική, να είναι παρατεταμένη και να επαναλαμβάνεται με μεγαλύτερη ή μικρότερη συχνότητα, με πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα ενός προσώπου. Κατά συνέπεια, μια συμπεριφορά προς έναν υπάλληλο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ηθική παρενόχληση μόνον αν η συμπεριφορά αυτή έχει αντικειμενικά ως σκοπό να τον υποτιμήσει ή να υποβαθμίσει επίτηδες τις συνθήκες εργασίας του. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η συμπεριφορά αυτή πρέπει να έχει αντικειμενικά σκόπιμο χαρακτήρα, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185· της 8ης Ιουλίου 2004, T‑136/03, Schochaert κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑215 και II‑957, και της 4ης Μαΐου, T‑144/03, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή, Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑101και II‑465).

129    Πάντως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι εν προκειμένω, όσον αφορά τους συναδέλφους της προσφεύγουσας ή τους ανωτέρους της στην ιεραρχία, από τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλει η ενδιαφερόμενη δεν προκύπτει συμπεριφορά που είχε σκοπό να υποτιμήσει την προσφεύγουσα ή να υποβαθμίσει τις συνθήκες εργασίας της.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

130    Πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, ορίζει ότι, «[ω]ς “ηθική παρενόχληση”, νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου».

131    Επιπλέον, η ανακοίνωση του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση, η οποία ισχύει ως εσωτερική οδηγία και δεσμεύει την Επιτροπή εφόσον η τελευταία, με αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη απόφαση, δεν εκδήλωσε σαφώς την πρόθεσή της να αποκλίνει από την ανακοίνωση αυτή (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1974, 148/73, Louwage κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 63, σκέψη 12, και της 1ης Δεκεμβρίου 1983, 190/82, Blomefield κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3981, σκέψη 20· απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Φεβρουαρίου 2007, T‑246/04 και T‑71/05, Wunenburger κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 127), υπογραμμίζει ότι το φαινόμενο της ηθικής παρενοχλήσεως «εμφανίζεται με διάφορες μορφές, και ιδίως με άσκοπες ταλαιπωρίες, αρνητική στάση, πιέσεις, προσβολές, ακόμη και άρνηση επικοινωνίας, δηλαδή με διάφορες μορφές συμπεριφοράς οι οποίες, αν εκδηλώνονται σποραδικά, χωρίς βέβαια να είναι αποδεκτές, δεν μπορούν να θεωρηθούν μεγάλης σημασίας, αλλά η επανάληψή τους δημιουργεί σοβαρή βλάβη στο πρόσωπο κατά του οποίου στρέφονται». Η ανακοίνωση του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση διευκρινίζει και ότι «[ο]ι βαλλόμενες μορφές συμπεριφοράς συνιστούν κατάχρηση εξουσίας ή διεστραμμένες μεθοδεύσεις» και ότι «μπορούν να προέρχονται από ένα άτομο ή από ομάδα προσώπων».

132    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ηθική παρενόχληση νοείται ως μια διαδικασία, που οπωσδήποτε απαιτεί χρόνο και προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανόμενων ή συνεχών ενεργειών. Συγκεκριμένα, το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ απαιτεί, για να χαρακτηριστεί μια συμπεριφορά ως ηθική παρενόχληση, η συμπεριφορά αυτή να εκδηλώνεται «κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», ενώ η ανακοίνωση του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση επιμένει στην αναγκαία «επανάληψη» της συμπεριφοράς αυτής.

133    Επιπλέον, και αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζει η Επιτροπή, το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, σε οποιαδήποτε γλωσσική απόδοση, ουδόλως ανάγει σε αναγκαίο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως ηθικής παρενοχλήσεως την κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί.

134    Συγκεκριμένα, το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει την ηθική παρενόχληση ως «καταχρηστική διαγωγή» που, για να αποδειχθεί, πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη μορφών συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, που γίνονται «κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό» και «με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία χωρίζεται από την πρώτη με τον σύνδεσμο «και», απαιτεί οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχουν ως αποτέλεσμα να «θί[ξ]ουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου».

135    Από το γεγονός ότι η λέξη «πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση, και όχι τη δεύτερη, μπορούν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, οι κατά το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, πρέπει να είναι ηθελημένες, πράγμα που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής τις ενέργειες που γίνονται συμπτωματικά. Αφετέρου, αντιθέτως δεν απαιτείται οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχουν γίνει με την πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα ενός προσώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς το πρόσωπο που παρενοχλεί να ήθελε, με τις ενέργειές του, να υποτιμήσει τον παθόντα ή να υποβαθμίσει επίτηδες τις συνθήκες εργασίας του παθόντος. Αρκεί μόνον οι ενέργειές του, εφόσον ήσαν ηθελημένες, να είχαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες.

136    Πρέπει να προστεθεί ότι αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί η διάταξη αυτή κάθε ωφελίμου αποτελέσματος, λόγω της δυσκολίας να αποδειχθεί κακόβουλη πρόθεση του προσώπου του οποίου η συμπεριφορά συνιστά ηθική παρενόχληση. Συγκεκριμένα, μολονότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου τέτοια πρόθεση συνάγεται φυσιολογικά από τις ενέργειες ενός προσώπου, πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες και ότι, στις περισσότερες καταστάσεις, το πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί αποφεύγει κάθε διαγωγή που θα μπορούσε να αφήσει υπόνοιες για την πρόθεσή του να υποτιμήσει τον παθόντα ή να υποβαθμίσει τις συνθήκες εργασίας του τελευταίου.

137    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, στηριζόμενη στην κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί, δεν θα αντιστοιχούσε με τον ορισμό που δίνει στην «παρενόχληση» η οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16). Συγκεκριμένα, αφού υπενθύμισε στο άρθρο της 1 ότι σκοπός της είναι «η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη», η οδηγία διευκρινίζει, στο άρθρο της 2, παράγραφος 3, ότι «[η] παρενόχληση νοείται ως διάκριση […] εφόσον σημειώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά που συνδέεται με ένα από τους λόγους του άρθρου 1 με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος».

138    Η χρησιμοποίηση, στην οδηγία 2000/78, της εκφράσεως «με σκοπό ή αποτέλεσμα» καθιστά εναργές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε, όπως επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 30 της εν λόγω οδηγίας, να εγγυηθεί «κατάλληλη δικαστική προστασία» στα θύματα ηθικής παρενοχλήσεως. Συγκεκριμένα, τέτοια προστασία δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί αν η ηθική παρενόχληση παρέπεμπε μόνο στις μορφές συμπεριφοράς που είχαν ως σκοπό να θιγεί η προσωπικότητα ενός προσώπου, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης δυσκολίας του θύματος μιας συμπεριφοράς που είχε ως στόχο την ηθική του παρενόχληση να αποδείξει μια τέτοια πρόθεση καθώς και το κίνητρο που υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

139    Επίσης, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, αφού θεώρησε, με την οδηγία 2000/78, ότι συνιστά παρενόχληση μια συμπεριφορά η οποία, χωρίς να έχει ως σκοπό, έχει ωστόσο ως αποτέλεσμα να απαξιώσει ένα πρόσωπο, αποφάσισε, το 2004, κατά την αναμόρφωση του ΚΥΚ, να χαμηλώσει το επίπεδο δικαστικής προστασίας που είχε εξασφαλιστεί στους μονίμους υπαλλήλους και στα μέλη του λοιπού προσωπικού και να περιορίσει, θεσπίζοντας το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, την ηθική παρενόχληση μόνο στις μορφές συμπεριφοράς που είχαν ως σκοπό να θίξουν την αξιοπρέπεια ενός προσώπου.

140    Βέβαια, το Πρωτοδικείο, σε διάφορες αποφάσεις, έχει κρίνει ότι μια συμπεριφορά, για να χαρακτηριστεί ως ηθική παρενόχληση, πρέπει να έχει αντικειμενικά σκόπιμο χαρακτήρα και ότι ο προσφεύγων ή ενάγων, ανεξάρτητα από τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο μπόρεσε να εκλάβει τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, οφείλει να προβάλει ένα σύνολο στοιχείων που να καθιστά δυνατό να αποδειχθεί ότι υπέστη μια συμπεριφορά που αντικειμενικά είχε ως στόχο να τον υποτιμήσει ή να υποβαθμίσει επίτηδες τις συνθήκες εργασίας του (προαναφερθείσες αποφάσεις De Nicola κατά ΕΤΕ, σκέψη 286· Schochaert κατά Συμβουλίου, σκέψη 41, και Schmit κατά Επιτροπής, σκέψεις 64 και 65). Ωστόσο, εν προκειμένω, η επίκληση της νομολογίας που υπομνήσθηκε πιο πάνω δεν δύναται να είναι λυσιτελής, καθόσον, ούτως ή άλλως, η νομολογία αυτή διαμορφώθηκε σε υποθέσεις όπου βάλλονταν μορφές συμπεριφοράς που έλαβαν χώρα πριν από την έναρξη της ισχύος του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Είναι αλήθεια ότι το Πρωτοδικείο, στην απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2007, T‑154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), εφάρμοσε εκ νέου τη νομολογία αυτή σε μια υπόθεση όπου ορισμένες από τις μορφές συμπεριφοράς που προσάπτονταν στη διοίκηση ήσαν μεταγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Ωστόσο, από την απόφαση εκείνη δεν προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ρητώς θέλησε να ερμηνεύσει το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ υπό την έννοια ότι η κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί ανάγεται σε προϋπόθεση για την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως.

141    Τέλος, η ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, όπως αυτή εκτέθηκε πιο πάνω, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 12α, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ, οι οποίες αφορούν τη σεξουαλική παρενόχληση, ούτε από εκείνες της αποφάσεως του 2006 σχετικά με την ηθική και τη σεξουαλική παρενόχληση.

142    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 12α, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ, οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι, «[ω]ς “σεξουαλική παρενόχληση”, νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος».

143    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι στις διατάξεις του άρθρου 12α, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ περιλαμβάνεται η έκφραση «έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα», ενώ η έκφραση αυτή δεν υπάρχει στις διατάξεις του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

144    Ωστόσο, η απουσία αυτή δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για να υπάρξει ηθική παρενόχληση, ως συστατικά ηθικής παρενοχλήσεως μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι ενέργειες που έχουν «ως στόχο» να υποτιμήσουν ένα πρόσωπο ή να υποβαθμίσουν τις συνθήκες εργασίας του. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προκύπτει ότι, για να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου αυτού, είναι αρκετό οι ενέργειες τις οποίες αφορά, δηλαδή τα «είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις», να «[έχουν] θί[ξει] την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου», ανεξάρτητα από το ζήτημα αν οι ενέργειες αυτές έγιναν με πρόθεση βλάβης.

145    Εξάλλου, όσον αφορά την απόφαση του 2006 σχετικά με την ηθική και τη σεξουαλική παρενόχληση, η οποία αντικατέστησε την ανακοίνωση του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση, η απόφαση αυτή αναφέρει ότι, «κατά τον ΚΥΚ, ηθική παρενόχληση θα υπάρχει μόνον εφόσον θεωρείται ότι η συμπεριφορά του προσώπου το οποίο φέρεται ότι παρενοχλεί είναι καταχρηστική, σκόπιμη, επαναλαμβανόμενη, διαρκής ή συστηματική και ότι έχει, για παράδειγμα, ως στόχο να υποτιμήσει ή να μειώσει το περί ου πρόκειται πρόσωπο» και προσθέτει ότι «[τ]α κριτήρια αυτά είναι σωρευτικά […]».

146    Κατά συνέπεια, η απόφαση του 2006 σχετικά με την ηθική και τη σεξουαλική παρενόχληση φαίνεται να αναφέρει, εκ πρώτης όψεως, ότι συνιστά ηθική παρενόχληση μόνο μια συμπεριφορά που «έχει ως στόχο να υποτιμήσει ή να μειώσει το περί ου πρόκειται πρόσωπο». Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η απόφαση αυτή περιορίζεται, όπως αποδεικνύει η χρήση της εκφράσεως «για παράδειγμα», να αναφέρει ενδεικτικά κάποιες ενέργειες που μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν ηθική παρενόχληση και δεν θέλησε να αναφέρει ότι μια ενέργεια δύναται να θεωρηθεί ηθική παρενόχληση μόνον αν είχε ως σκοπό, και όχι μόνον ως αποτέλεσμα, να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα ενός προσώπου. Επιπλέον, αντίθετη ερμηνεία της αποφάσεως του 2006 σχετικά με την ηθική και τη σεξουαλική παρενόχληση θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσει στην πράξη μεγάλο μέρος από το περιεχόμενό της η απόφαση αυτή λόγω, όπως προεκτέθηκε, της δυσκολίας ενός προσώπου να αποδείξει την πρόθεση εκείνου, ο οποίος τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί, να το υποτιμήσει ή να το μειώσει.

147    Ακριβώς υπό το φως όλων των προεκτεθέντων πρέπει το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί επί της αιτιάσεως περί ηθικής παρενοχλήσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, πράγμα που προϋποθέτει να εξεταστεί αν ήσαν υπαρκτές οι διάφορες ενέργειες που η προσφεύγουσα προσάπτει στους ανωτέρους της στην ιεραρχία και να καθοριστεί αν οι ενέργειες αυτές, οι οποίες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε έξι κατηγορίες, είχαν ως αποτέλεσμα να θίξουν αντικειμενικά την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητα της ενδιαφερόμενης.

148    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι θα ληφθούν υπόψη μόνο τα πραγματικά περιστατικά που είναι προγενέστερα της ημερομηνίας κατά την οποία ελήφθη η σιωπηρή απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής και της αιτήσεως αποζημιώσεως, δηλαδή της 3ης Σεπτεμβρίου 2004, και που στην ουσία αφορούν τις συνθήκες υπό τις οποίες η προσφεύγουσα άσκησε τα καθήκοντά της.

149    Βέβαια, είναι αλήθεια ότι η προσφεύγουσα προβάλλει και ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως κατά το χρονικό διάστημα μετά τις 3 Σεπτεμβρίου 2004. Ωστόσο, το ζήτημα της υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως για το χρονικό αυτό διάστημα δεν θα εξεταστεί στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς. Συγκεκριμένα, αφενός, αυτή η φερόμενη ηθική παρενόχληση, η οποία κατά την ενδιαφερόμενη είναι η συνέπεια της παραβάσεως, από την Επιτροπή, των διατάξεων του άρθρου 59 του ΚΥΚ με τον τρόπο που η τελευταία μεταχειρίστηκε τα ιατρικά πιστοποιητικά της προσφεύγουσας, δεν είναι της ίδιας φύσεως με την ηθική παρενόχληση που η προσφεύγουσα προβάλλει για το χρονικό διάστημα πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου 2004. Αφετέρου, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν κίνησε καμία διαδικασία πριν από την άσκηση αγωγής για να αποκατασταθεί η ζημία που συνδέεται με τη φερόμενη ηθική παρενόχληση που έλαβε χώρα μετά τις 3 Σεπτεμβρίου 2004. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην προσφεύγουσα απόκειται, αν νομίζει ότι τούτο είναι βάσιμο, να ασκήσει αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας αυτής.

 Πρώτον, όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες παρατάθηκε η περίοδος δοκιμασίας της προσφεύγουσας

150    Η προσφεύγουσα προβάλλει στην ουσία τρεις αιτιάσεις.

151    Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ύπαρξη, στην πρώτη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, επικριτικών σχολίων εξηγείται από το γεγονός ότι ο προϊστάμενος της μονάδας B 2 έδωσε στον διευθυντή της Διευθύνσεως B άδικα αρνητικές πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα της εργασίας της, και τούτο για να μεταφέρει στην προσφεύγουσα την ευθύνη για δικά του λάθη στη διαχείριση φακέλων.

152    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο διευθυντής της Διευθύνσεως B, ο οποίος ήταν αρμόδιος να καταρτίσει την πρώτη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, διατύπωσε στην έκθεση αυτή επικριτικές εκτιμήσεις σχετικά με την εργασία της προσφεύγουσας. Έτσι, σημείωσε ότι η ενδιαφερόμενη «δεν μπόρεσε να εκτελέσει μέσα σε εύλογη προθεσμία […] ορισμένα σημαντικά καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί» και ότι υπήρξαν «κάποιες δυσκολίες όσον αφορά τις σχέσεις εντός της υπηρεσίας». Παρατήρησε στην προσφεύγουσα και «έλλειψη εξοικειώσεως με το διοικητικό και ιεραρχικό σύστημα που ισχύει στην Επιτροπή».

153    Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι οι εκτιμήσεις αυτές εξηγούνται από το γεγονός ότι ο προϊστάμενος της μονάδας B 2 θέλησε να της μεταφέρει την ευθύνη για δικά του λάθη, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα, κατά την αρχική περίοδο της δοκιμασίας της, εκτέλεσε με καθυστέρηση ορισμένες εργασίες που της είχαν ανατεθεί, όπως η κατάρτιση σχεδίων εκθέσεων στο πλαίσιο του χειρισμού ενός πειθαρχικού φακέλου. Επιπλέον, επικρίσεις σχετικά με τις επαγγελματικές ικανότητες της προσφεύγουσας διατυπώθηκαν και από τον προϊστάμενο της μονάδας «Κοινωνικός διάλογος», στην οποία η προσφεύγουσα διήνυσε, μεταξύ της 18ης Μαΐου και της 15ης Οκτωβρίου 2001, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρατάθηκε η περίοδος δοκιμασίας της.

154    Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να γίνει η ακρόαση που ζήτησε η προσφεύγουσα.

155    Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα επικρίνει το γεγονός ότι η περίοδος δοκιμασίας της παρατάθηκε χωρίς προηγουμένως ο προϊστάμενος της μονάδας Β 2 να της έχει προσάψει το παραμικρό.

156    Εν προκειμένω, μολονότι έχει κριθεί ότι για τη διοίκηση δεν υπήρχε καμία υποχρέωση να απευθύνει, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, προειδοποίηση στον δόκιμο υπάλληλο του οποίου οι επιδόσεις δεν είναι ικανοποιητικές (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1985, 3/84, Πατρινός κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1985, σ. 1421, σκέψη 19· απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 1997, T‑96/95, Rozand-Lambiotte κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑35 και II‑97, σκέψη 102), παρά ταύτα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στην έκθεσή του διοικητικής έρευνας, ο σύμβουλος ακροάσεων εξέφρασε «τη λύπη [του] για τις συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίστηκε η [πρώτη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας]» και ειδικότερα κατήγγειλε ως αντίθετο προς το καθήκον προνοίας το γεγονός ότι η προσφεύγουσα «δεν είχε τη δυνατότητα ούτε να εξηγηθεί εγκαίρως για τις αδυναμίες που είχε επισημάνει ο [π]ροϊστάμενός της ούτε, προ πάντων, να διορθώσει τις αδυναμίες αυτές συμφωνώντας, με τους ανωτέρους της στην ιεραρχία, για το πώς θα γίνει αυτό». Ομοίως, ο σύμβουλος ακροάσεων ανέφερε ρητώς «την έλλειψη διαλόγου μεταξύ της [προσφεύγουσας] και των ανωτέρων της στην ιεραρχία πριν της ανακοινωθεί ότι θα είναι αρνητική η [πρώτη] έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας της». Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα βάσιμα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέτεινε την περίοδο δοκιμασίας της χωρίς να την έχει προειδοποιήσει.

157    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

158    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση ότι η επιτροπή εκθέσεων, η οποία, έχοντας εσφαλμένως πληροφορηθεί ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε την παράταση της περιόδου δοκιμασίας της, δεν ζήτησε να ακούσει ούτε την προσφεύγουσα ούτε τα πρόσωπα που η προσφεύγουσα είχε θελήσει να ακουστούν, δεν αμφισβητείται, όπως η Επιτροπή ρητώς δέχθηκε στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001 με την οποία απέρριψε τη διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως να παραταθεί η περίοδος δοκιμασίας, ότι η επιτροπή εκθέσεων «είχε εσφαλμένως πληροφορηθεί ότι η [προσφεύγουσα] είχε δεχθεί να παραταθεί η περίοδος δοκιμασίας σε άλλη μονάδα» και ότι «[τ]ο σφάλμα αυτό οφείλεται στο ότι η [προσφεύγουσα] πρότεινε να μετακινηθεί στη μονάδα [B 4] στο πλαίσιο της προμηνυόμενης παρατάσεως της περιόδου δοκιμασίας, ενώ δεν μπορούσε να συμφωνήσει με αυτή καθεαυτή την παράταση της περιόδου δοκιμασίας». Ασφαλώς, ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ ούτε άλλου νομοθετήματος επέβαλλε στην επιτροπή εκθέσεων να οργανώνει ακροάσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η εσφαλμένη αυτή πληροφορία ήταν η αιτία να αποφασίσει η επιτροπή εκθέσεων να μην ακούσει ούτε την ενδιαφερόμενη ούτε τα πρόσωπα που η τελευταία είχε θελήσει να ακουστούν.

159    Επομένως, και η τρίτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

160    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα βάσιμα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε ορισμένα σφάλματα στο πλαίσιο της παρατάσεως της περιόδου δοκιμασίας της. Ωστόσο, τα σφάλματα αυτά δεν έχουν από μόνα τους τέτοιον βαθμό σοβαρότητας που να πρέπει να θεωρηθεί ότι κατά το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ έθιξαν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητα της ενδιαφερόμενης.

 Δεύτερον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή φέρεται ότι απομόνωσε την προσφεύγουσα

161    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η ενδιαφερόμενη, μεταξύ του Ιανουαρίου του 2003 και της αναγνωρίσεως της αναπηρίας της στις 31 Αυγούστου 2005, είχε διαδοχικώς τρία γραφεία, το πρώτο από τα οποία βρισκόταν στον δεύτερο όροφο του κτιρίου της οδού Montoyer 34 (μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2003), το δεύτερο στον ημιώροφο μεταξύ του ισογείου και του πρώτου ορόφου του κτιρίου της οδού Science 11 (μεταξύ Ιουνίου του 2003 και καλοκαιριού του 2004) και το τρίτο στον όγδοο όροφο του κτιρίου της οδού Science 11 (από το καλοκαίρι του 2004).

162    Πάντως, όσον αφορά το πρώτο από τα γραφεία αυτά, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ήταν απομακρυσμένο από το γραφείο του προϊσταμένου της μονάδας Δ 2 και επιπλέον βρισκόταν σε έναν όροφο όπου, λόγω εργασιών αναδιαρθρώσεως, η ενδιαφερόμενη ήταν το μόνο πρόσωπο που εργαζόταν.

163    Όσο για το δεύτερο γραφείο, που βρισκόταν στον ημιώροφο του κτιρίου της οδού Science 11, ο σύμβουλος ακροάσεων, αφού διαπίστωσε την «απομόνωσή της όχι μόνο σε σχέση με την υπόλοιπη μονάδα στην οποία είχε τοποθετηθεί, αλλά και σε σχέση με τους συναδέλφους άλλων μονάδων ή άλλων διευθύνσεων», υπογράμμισε ότι «[η] εξαιρετικά ασυνήθιστη και παράξενη θέση [του γραφείου αυτού] ήταν πιθανότατα εμπόδιο για την ομαλή ενσωμάτωση της κατόχου του γραφείου αυτού στην υπηρεσία στην οποία είχε τοποθετηθεί», προσθέτοντας μάλιστα ότι «το γεγονός ότι επί μακρό χρονικό διάστημα είχε το γραφείο αυτό μπόρεσε να επηρεάσει αρνητικά το ηθικό της [προσφεύγουσας]».

164    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι τα γραφεία που της δόθηκαν στερούνταν κάθε κατάλληλου εξοπλισμού, ούτε ότι οι ανώτεροί της στην ιεραρχία αρνούνταν να της απευθύνουν τον λόγο, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή έσφαλλε όταν έδινε μέχρι το καλοκαίρι του 2004 απομονωμένα γραφεία στην προσφεύγουσα.

165    Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο σύμβουλος ακροάσεων, ενώ επικρίνει την απομόνωση αυτή, έδωσε μια εξήγηση σχετικά. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι, μετά τη δημιουργία διαφόρων υπηρεσιών εντός της Επιτροπής και τις μετακινήσεις προσωπικού που ακολούθησαν, η ίδια η μονάδα Δ 2 βρέθηκε διασκορπισμένη σε τέσσερις ορόφους του κτιρίου της οδού Science 11 (7ος, 8ος, 9ος και 10ος όροφος), πράγμα που, κατά την άποψή του, καθιστά δυνατό να κατανοηθούν «οι λόγοι για τους οποίους η [προσφεύγουσα] οδηγήθηκε να αλλάξει σε πολλές περιπτώσεις γραφείο».

166    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανώτεροι της προσφεύγουσας στην ιεραρχία προέβησαν σε ορισμένα διαβήματα για να βρεθεί, όσον αφορά το γραφείο της, μια πιο ικανοποιητική λύση.

167    Έτσι, στις 3 Ιουλίου 2003, ο αναπληρωτής προϊστάμενος της μονάδας Δ 2 απέστειλε στην προσφεύγουσα ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο της πρότεινε, εν αναμονή της συνενώσεως ολόκληρης της μονάδας Δ 2 στον ένατο και στον δέκατο όροφο του κτιρίου της οδού Science 11, να μετακομίσει και να εγκατασταθεί στον έβδομο όροφο του κτιρίου αυτού, σε γραφείο που κατείχε ένας από τους συναδέλφους της. Ωστόσο, κατά το ίδιο το κείμενο του ηλεκτρονικού αυτού μηνύματος, η μετακόμιση αυτή επρόκειτο να είναι μόνο «προσωρινή», πράγμα που εξηγεί ότι η προσφεύγουσα, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 7ης Ιουλίου 2003, απάντησε στην πρόταση αυτή αναφέροντας ότι διστάζει και ότι προτιμά να περιμένει την επιστροφή από τις ετήσιες άδειές της για να δει αν «οριστική λύση» μπορεί να βρεθεί «γύρω στον Αύγουστο».

168    Ομοίως, στις 11 Σεπτεμβρίου 2003, ο αναπληρωτής προϊστάμενος της μονάδας Δ 2 απέστειλε στον διαχειριστή των απογραφέντων περιουσιακών στοιχείων ηλεκτρονικό μήνυμα για να του υπενθυμίσει την ανάγκη να διευθετηθεί το ζήτημα του γραφείου της προσφεύγουσας. Αφού του υπενθύμισε ότι είχαν θίξει μαζί το ζήτημα αυτό πριν από τις καλοκαιρινές άδειες του 2003, του ζήτησε να «θέσε[ι] στη διάθεση της μονάδας [Δ 2] ένα γραφείο προσαρμοσμένο στην [προσφεύγουσα] και όσο το δυνατόν πιο κοντά στους ορόφους 9 και 10 του [κτιρίου της οδού Science 11]». Προσέθεσε ότι «[η] υπόθεση είναι κάπως επείγουσα, στο μέτρο που η ακαταλληλότητα του τωρινού γραφείου [της προσφεύγουσας] στο ισόγειο [του κτιρίου της οδού Science 11] φαίνεται να επηρεάζει σοβαρά την απόδοση [της ενδιαφερόμενης] και χρήζει άμεσης λύσεως».

169    Έτσι, έστω και αν τα διαβήματα που περιγράφηκαν πιο πάνω έμειναν χωρίς συνέχεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανάθεση απομονωμένων γραφείων στην προσφεύγουσα, όσο επικριτέα και αν είναι, έθιξε την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητα της ενδιαφερόμενης.

 Τρίτον, όσον αφορά το γεγονός ότι φέρεται ότι κανένα καθήκον δεν ανατέθηκε στην προσφεύγουσα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2003

170    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στην προσφεύγουσα, από την 1η Ιανουαρίου 2003 που τοποθετήθηκε στη μονάδα Δ 2, και σχεδόν σε ολόκληρο το πρώτο μισό του 2003, δεν ανατέθηκε κανένα καθήκον και ότι μόλις στις 10 Ιουνίου 2003 καταρτίστηκε και της ανακοινώθηκε περιγραφή της θέσεώς της. Εν προκειμένω, ο σύμβουλος ακροάσεων υπογράμμισε ότι «απλώς και μόνον το γεγονός ότι ένας υπάλληλος χρειάστηκε να περιμένει σχεδόν μισό έτος για να μάθει επακριβώς αυτό που ανέμεναν από αυτόν στην υπηρεσία όπου είχε τοποθετηθεί [μπορούσε] εύλογα να εκληφθεί από τον υπάλληλο αυτόν ως καταχρηστική συμπεριφορά, ιδίως δε όταν το γεγονός αυτό εντάσσεται σε μια ήδη συγκρουσιακή σχέση με το επαγγελματικό περιβάλλον του».

171    Τέλος, μολονότι η Επιτροπή παρατηρεί ότι η παραμονή της προσφεύγουσας στη μονάδα Δ 2 επρόκειτο αρχικά να έχει μικρή διάρκεια καθόσον σχεδιαζόταν να μεταταγεί, από τους πρώτους μήνες του 2003, στη Διεύθυνση «Ασφάλεια» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», παρά ταύτα το ενδεχόμενο αυτό, το οποίο άλλωστε δεν έγινε πραγματικότητα, ουδόλως δύναται να δικαιολογήσει το ότι κανένα καθήκον δεν ανατέθηκε στην ενδιαφερόμενη τους πρώτους μήνες του 2003. Ομοίως, ούτε και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, κατά το πρώτο ήμισυ του έτους αυτού, απουσίαζε συχνά λόγω ασθένειας ή ετήσιας άδειας επέτρεπε στη διοίκηση να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να καθορίσει καθήκοντα για την προσφεύγουσα.

172    Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, και ειδικότερα των αρχικών σχεδίων μετακινήσεως της προσφεύγουσας από τη μονάδα Δ 2, πρέπει να θεωρηθεί ότι από μόνη της η καθυστερημένη ανάθεση καθηκόντων στην προσφεύγουσα δεν έθιξε την προσωπικότητά της, την αξιοπρέπειά της ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητά της.

 Τέταρτον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή φέρεται ότι διέδιδε δυσφημιστικές φήμες σχετικά με τις επαγγελματικές ικανότητες της προσφεύγουσας

173    Η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού ότι οι ανώτεροί της στην ιεραρχία της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» διέδιδαν δυσφημιστικές φήμες σχετικά με τις επαγγελματικές της ικανότητες.

174    Κατά συνέπεια, η σχετική αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 Πέμπτον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή φέρεται ότι αρνήθηκε ορισμένες αιτήσεις ετήσιας άδειας και δέχθηκε άλλες με καθυστέρηση

175    Πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, μολονότι βάσει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ «[ο] υπάλληλος δικαιούται, κατά ημερολογιακό έτος, ετησίας αδείας τουλάχιστον 24 εργασίμων ημερών και κατ’ ανώτατο όριο, 30 εργασίμων ημερών», παρά ταύτα έχει κριθεί ότι αυτή καθεαυτή η άρνηση χορηγήσεως ετήσιας άδειας για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί έκφανση ηθικής παρενοχλήσεως (προαναφερθείσα απόφαση Schmit κατά Επιτροπής, σκέψη 78).

176    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, πριν ληφθεί, στις 3 Σεπτεμβρίου 2004, η σιωπηρή απόφαση να απορριφθούν η αίτηση αρωγής και η αίτηση αποζημιώσεως, αρνήθηκε να δεχθεί τρεις αιτήσεις ετήσιας άδειας για τα χρονικά διαστήματα από τις 10 Μαΐου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004, από τις 19 Μαΐου μέχρι τις 8 Ιουνίου 2004 και από τις 5 Ιουλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου 2004. Κατά την προσφεύγουσα, τέτοιες αρνήσεις εξηγούνται από τη θέληση της διοικήσεως να την «αποσταθεροποιήσει ψυχολογικά».

177    Όσον αφορά την απόρριψη της αιτήσεως ετήσιας άδειας που υποβλήθηκε στις 7 Μαΐου 2004 για το χρονικό διάστημα από τις 10 Μαΐου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004, από τη δικογραφία, και ειδικότερα από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που στις 7 και 10 Μαΐου 2004 απεστάλησαν στην ενδιαφερόμενη, προκύπτει ότι άρνηση αυτή στηρίχθηκε σε θεμιτό λόγο, δηλαδή στην ανάγκη, μετά τη γνωμάτευση του ιατρικού ελέγχου της 7ης Μαΐου 2004 ότι «αλλαγή της θέσεως εργασίας είναι επιθυμητή για την υγεία της [προσφεύγουσας]», να εξεταστούν μαζί της οι διάφορες δυνατότητες μετακινήσεώς της από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση». Άλλωστε, αποδείχθηκε ότι, στις 10 Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα όντως συνάντησε τον διευθυντή της Διευθύνσεως Δ και ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, αποφασίστηκε να αποσταλεί σε άλλες γενικές διευθύνσεις το βιογραφικό σημείωμα της ενδιαφερόμενης. Επιπλέον, η ίδια η προσφεύγουσα, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Μαΐου 2004, γνωστοποίησε στη βοηθό του διευθυντή της Διευθύνσεως Δ ότι επιθυμεί να λάβει ετήσια άδεια για το χρονικό διάστημα από τις 19 Μαΐου μέχρι τις 8 Ιουνίου 2004.

178    Όσον αφορά την αίτηση ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 19 Μαΐου μέχρι τις 8 Ιουνίου 2004, πρέπει να σημειωθεί ότι θεμιτός είναι και ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση αυτή, και συγκεκριμένα η ανάγκη να γίνει, στο πλαίσιο της καταρτίσεως της ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003, η επίσημη συνδιάλεξη που προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 5, των ΓΔΕ, καθόσον οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 14, των ΓΔΕ ορίζουν ότι «[ό]λες οι ετήσιες εκθέσεις πρέπει να ολοκληρώνονται το αργότερο στο τέλος του Απριλίου».

179    Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο για την αίτηση ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 5 Ιουλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου 2004, της οποίας η απόρριψη, η οποία εκτέθηκε με ηλεκτρονικό μήνυμα που ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δ απέστειλε στην προσφεύγουσα στις 9 Ιουνίου 2004, δικαιολογήθηκε από την ανάγκη, για να μη τεθούν σε κίνδυνο οι προοπτικές προαγωγής όλων των υπαλλήλων της Διευθύνσεως Δ, να γίνει, κατόπιν της αιτήσεως αναθεωρήσεως που η προσφεύγουσα είχε υποβάλει κατά της ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003, η επίσημη συνδιάλεξη με τον αξιολογητή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 10, των ΓΔΕ.

180    Αντιθέτως, σωστά η προσφεύγουσα προβάλλει κατά της Επιτροπής την αιτίαση ότι καθυστέρησε να δεχτεί την αίτησή της ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 19 Ιουλίου μέχρι τις 27 Αυγούστου 2004. Συγκεκριμένα, η αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη στο «Sic Congés» στις 21 Ιουνίου 2004, έγινε δεκτή μόλις στις 2 Αυγούστου 2004, δηλαδή πάνω από δύο εβδομάδες από την ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα ήθελε να απουσιάσει. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η αίτηση αυτή εγκρίθηκε, και οι αντίστοιχες ημέρες αφαιρέθηκαν από το υπόλοιπο των ετήσιων αδειών της ενδιαφερόμενης, μολονότι η τελευταία είχε καταθέσει στις 5 Ιουλίου 2004 ιατρικό πιστοποιητικό για το χρονικό διάστημα από τις 17 Ιουλίου μέχρι τις 27 Αυγούστου 2004, δηλαδή σχεδόν για το ίδιο χρονικό διάστημα που αφορούσε η αίτηση ετήσιας άδειας, και το πιστοποιητικό αυτό δεν είχε αμφισβητηθεί από τη διοίκηση.

181    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά το ζήτημα των ετήσιων αδειών, η μόνη πταισματική συμπεριφορά που πρέπει να καταλογιστεί στην Επιτροπή αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες αντιμετώπισε την αίτηση ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 19 Ιουλίου μέχρι τις 27 Αυγούστου 2004. Πάντως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά αυτή είχε από μόνη της ως αποτέλεσμα να θίξει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητα της προσφεύγουσας.

 στ) Έκτον, όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να θεωρήσει δικαιολογημένες τις απουσίες λόγω ασθένειας

182    Δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή υπέβαλε την προσφεύγουσα, η οποία είχε προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό για το χρονικό διάστημα από τις 16 Απριλίου μέχρι τις 11 Ιουνίου 2004, σε ιατρικό έλεγχο. Πάντως, αφότου ο ιατρικός έλεγχος συνήγαγε, με γνωμάτευση της 7ης Μαΐου 2004, ότι η προσφεύγουσα ήταν ικανή προς εργασία, διευκρινίζοντας ότι «αλλαγή της θέσεως εργασίας είναι επιθυμητή για την υγεία της [ενδιαφερόμενης]», από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν άσκησε την ευχέρεια που της παρείχε το άρθρο 59, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ να ζητήσει να παραπεμφθεί το θέμα σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα για γνωμάτευση.

183    Έτσι, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι ανώτεροί της στην ιεραρχία διέπραξαν, πριν από τη σιωπηρή απόφαση να απορριφθούν η αίτηση αρωγής και η αίτηση αποζημιώσεως, παρανομίες όσον αφορά τη μεταχείριση των απουσιών της λόγω ασθένειας.

184    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, μολονότι ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η προσφεύγουσα αποτελούν σφάλματα, κανένα από αυτά δεν μπορεί από μόνο του να θεωρηθεί ότι συνιστά «καταχρηστική διαγωγή» υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

185    Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ίδια περιστατικά, λαμβανόμενα στο σύνολό τους, συνιστούν «καταχρηστική διαγωγή».

186    Στο ερώτημα αυτό ο σύμβουλος ακροάσεων έδωσε αρνητική απάντηση, θεωρώντας ότι «οι επίμαχες μορφές συμπεριφοράς ή πράξεις δεν ήταν σκόπιμες υπό την έννοια ότι είχαν σχεδιαστεί για να θίξουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή την ακεραιότητα της [προσφεύγουσας]» και διευκρινίζοντας ότι δεν υπήρχε «θέληση διαφόρων προσώπων να βλάψουν από μόνα τους ή από κοινού [την προσφεύγουσα]».

187    Ωστόσο, το Δικαστήριο ΔΔ δεν δύναται να παραπέμψει στην αξιολόγηση αυτή, καθόσον ο σύμβουλος ακροάσεων στηρίχθηκε, για να τη διατυπώσει, σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, ανάγοντας σε προϋπόθεση για την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως την κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί.

188    Παρά ταύτα, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που η προσφεύγουσα προσάπτει στους ανωτέρους της στην ιεραρχία περιλαμβάνονται σε εκείνα που αφορά το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν θεωρηθούν στο σύνολό τους, οι ενέργειες αυτές, μολονότι πλησιάζουν μια συμπεριφορά ηθικής παρενοχλήσεως και, όπως παρατήρησε ο σύμβουλος ακροάσεων, έτσι τις αισθάνθηκε η προσφεύγουσα, δεν έχουν τέτοια βαρύτητα που να είχαν αντικειμενικά ως αποτέλεσμα, κατά την ημερομηνία που ελήφθη η σιωπηρή απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής και της αιτήσεως αποζημιώσεως, να θιγούν η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα της ενδιαφερόμενης.

189    Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα αβάσιμα υποστηρίζει ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως.

 Γ –     Επί του αιτήματος ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως να απορριφθεί η αίτηση αρωγής

1.     Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

190    Η Επιτροπή ισχυρίζεται στην ουσία ότι η μη απάντηση στην αίτηση αρωγής δεν σημαίνει ότι, όταν έληξε η προθεσμία τεσσάρων μηνών από την υποβολή της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε βλαπτική πράξη σχετικά με την ενδιαφερόμενη. Η Επιτροπή εξηγεί ότι, όταν έληξε η τετράμηνη αυτή προθεσμία, δεν είχε απορρίψει, ούτε καν σιωπηρώς, την αίτηση αρωγής, καθόσον έπρεπε να αναμείνει τα αποτελέσματα της διοικητικής έρευνας για να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής. Προσθέτει ότι μόλις στις 16 Σεπτεμβρίου 2005 απέρριψε τελικά την αίτηση αρωγής, αφότου η διοικητική έρευνα έδειξε το αβάσιμο των ισχυρισμών περί ηθικής παρενοχλήσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, το πιο πάνω αίτημα είναι απαράδεκτο ως πρόωρο.

191    Η προσφεύγουσα ζητεί να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

192    Το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει:

«Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό δύναται να προσφύγει στην [ΑΔΑ] ζητώντας της να λάβει απόφαση περί αυτού. Η [ΑΔΑ] κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή της στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της ημέρας υποβολής της αιτήσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί [διοικητική ένσταση] κατά την έννοια της επομένης παραγράφου.»

193    Εν προκειμένω, όπως προεκτέθηκε, η προσφεύγουσα, με σημείωμα της 29ης Απριλίου 2004, ζήτησε την αρωγή της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η μη απάντηση στο σημείωμα αυτό, το οποίο περιείχε αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σημαίνει ότι, όταν έληξε η τετράμηνη προθεσμία, ελήφθη σιωπηρή απορριπτική απόφαση, η οποία συνιστά βλαπτική πράξη για την προσφεύγουσα.

194    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, όταν έληξε η τετράμηνη προθεσμία του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, δεν είχε λάβει θέση επί της αιτήσεως αρωγής λόγω ηθικής παρενοχλήσεως καθόσον ήταν αναγκασμένη, πριν αποφανθεί, να αναμείνει τα αποτελέσματα της διοικητικής έρευνας.

195    Συγκεκριμένα, μολονότι, όταν ο υπάλληλος που ζητεί να τον προστατεύσει το θεσμικό όργανο στο οποίο υπηρετεί έχει προσκομίσει αρχή αποδείξεως σχετικά με τις επιθέσεις των οποίων ισχυρίζεται ότι είναι το αντικείμενο, στη διοίκηση απόκειται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, και ιδίως να οργανώσει έρευνα για να αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην καταγγελία (προαναφερθείσα απόφαση Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 136), παρά ταύτα η υποχρέωση αυτή δεν δύναται να επιτρέψει στο οικείο θεσμικό όργανο να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, οι οποίες παρέχουν στον υπάλληλο τη δυνατότητα να προκαλέσει το να λάβει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας η διοίκηση θέση υπό μορφή αποφάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου, 1990, T‑135/89, Pfloeschner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑153, σκέψη 17, και της 6ης Νοεμβρίου 1997, T‑223/95, Ronchi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑321 και II‑879, σκέψη 31).

196    Αν και είναι αλήθεια ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι πριν από τη λήξη της διοικητικής έρευνας η Επιτροπή απέρριψε οριστικά την αίτηση αρωγής, παρά ταύτα η Επιτροπή, ακόμη και πριν λάβει οριστικά θέση επί της αιτήσεως αυτής, όφειλε να εκδώσει ορισμένες πράξεις, τουλάχιστον ως συντηρητικά μέτρα. Η μη λήψη τέτοιων μέτρων, μετά τη σιωπή της διοικήσεως επί της εν λόγω αιτήσεως, μπορούσε να καταστεί βλαπτική για την προσφεύγουσα, όπως συνέβη εν προκειμένω.

197    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν δύναται να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου με την οποία προβάλλεται ότι το πιο πάνω αίτημα δεν στρέφεται κατά βλαπτικής πράξεως.

198    Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, με σημείωμα της 8ης Σεπτεμβρίου 2004, ο σύμβουλος ακροάσεων που ορίστηκε από τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής έλαβε από αυτόν την εντολή να «καθορίσ[ει] το υποστατό των προβαλλόμενων ισχυρισμών, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά του υπαλλήλου ή των υπαλλήλων που κατονομάζονται στον φάκελο, και έτσι να καταστήσ[ει] δυνατό να εκτιμηθεί αν είναι υπαρκτή η κατάσταση και ποιες συνέπειες πρέπει ενδεχομένως να συναχθούν εντεύθεν». Επιπλέον, αφότου άκουσε, μεταξύ της 6ης Οκτωβρίου και της 22ας Δεκεμβρίου 2004, διάφορα πρόσωπα, ο σύμβουλος ακροάσεων, στις 21 Μαρτίου 2005, κοινοποίησε στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής την έκθεση που κατάρτισε μετά τη διοικητική έρευνα.

199    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, μολονότι, πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, η διοίκηση δεν είχε λάβει όλα τα μέτρα αρωγής που είχε ζητήσει η προσφεύγουσα, παρά ταύτα είχε δεχθεί το μέτρο διοικητικής έρευνας που είχε η ζητήσει η ενδιαφερόμενη.

200    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα παραδεκτώς αμφισβητεί τη σιωπηρή απόφαση να απορριφθεί η αίτησή της αρωγής, με εξαίρεση την αίτηση να κινηθεί έρευνα. Μόνο στο τελευταίο σημείο, το αίτημα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτο, ελλείψει βλαπτικής πράξεως όταν ασκήθηκε η προσφυγή.

2.     Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

201    Η προσφεύγουσα διατυπώνει μεν δύο ισχυρισμούς, με τον πρώτο από τους οποίους προβάλλει παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ και με τον δεύτερο παράβαση του καθήκοντος προνοίας, πλην όμως οι ισχυρισμοί αυτοί, οι οποίοι στην ουσία στηρίζονται στην ίδια επιχειρηματολογία, πρέπει να εξεταστούν μαζί.

202    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν έδωσε απάντηση στην αίτησή της αρωγής με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούνταν από τις περιστάσεις και, ειδικότερα, δεν αποφάσισε τη μετακίνησή της από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», ενώ στις 18 Μαΐου 2004 ο ψυχίατρος, στον οποίο η ιατρική υπηρεσία είχε αναθέσει τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, είχε υπογραμμίσει, στην έκθεσή του, ότι, «[ε]φόσον το πρόβλημα είναι κοινωνικής τάξεως (σύγκρουση εντός του [ο]ργάνου στο οποίο υπηρετεί), η λύση πρέπει να δοθεί σε κοινωνικό επίπεδο (επανένταξη σε άλλη [γ]ενική [δ]ιεύθυνση)».

203    Αμυνόμενη, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν αποφάσισε τη μετακίνηση της προσφεύγουσας από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», καθόσον η ενδιαφερόμενη δεν υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

204    Κατά το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, «[ο]ι Κοινότητες παρέχουν βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του».

205    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της υποχρεώσεως αρωγής, η διοίκηση οφείλει, όταν πρόκειται για επεισόδιο ασύμβατο με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επέμβει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντήσει με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούνται από τις περιστάσεις για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και, με γνώση του θέματος, να συναγάγει τις κατάλληλες συνέπειες (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψεις 15 και 16· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑477, σκέψη 31, και της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T‑136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑267 και II‑1225, σκέψη 42).

206    Εν προκειμένω, εφόσον το Δικαστήριο ΔΔ δεν έχει διαπιστώσει ηθική παρενόχληση, η προσφεύγουσα δεν δύναται να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε κάθε αναγκαίο μέτρο για την προστασία της από μια τέτοια παρενόχληση.

207    Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανακοίνωση του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση εκθέτει ότι, «[μ]ε την παραμικρή υποψία ηθικής παρενοχλήσεως, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο να ληφθούν μέτρα απομακρύνσεως» και ότι τα μέτρα αυτά, «με τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένες καταστάσεις» και τα οποία «μπορούν να είναι άμεσα και, αν παρίσταται ανάγκη, οριστικά», σκοπό έχουν «να δώσουν στο πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι είναι ο παθών τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί βοηθώντας το να μείνει σε απόσταση».

208    Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με το από 29 Απριλίου 2004 σημείωμά της, η προσφεύγουσα κατ’ αρχάς προσήψε στον προϊστάμενο της μονάδας B 2, στην οποία τοποθετήθηκε όταν η Επιτροπή την προσέλαβε ως δόκιμο υπάλληλο, ότι ανακοίνωσε στον διευθυντή της Διευθύνσεως B, ο οποίος ήταν αρμόδιος να καταρτίσει την πρώτη έκθεση μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, άδικα αρνητικές πληροφορίες σχετικά με τις επαγγελματικές της ικανότητες, με μοναδικό σκοπό να της καταλογίσει την ευθύνη για σφάλματα που είχε διαπράξει ο ίδιος. Με το ίδιο σημείωμα, η προσφεύγουσα προέβαλε κατά των ανωτέρων της στην ιεραρχία την αιτίαση ότι, ειδικότερα από την τοποθέτησή της, την 1η Ιανουαρίου 2003, στη μονάδα 01, την απομόνωσαν επαγγελματικά δίνοντάς της ένα γραφείο που ήταν απομακρυσμένο από την υπόλοιπη μονάδα και στερούνταν κάθε υλικού, ότι δεν της ανέθεσαν δραστηριότητα που να έχει σχέση με τα προσόντα της, ότι εμπόδισαν τη μετάταξή της από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» και ότι, προς τούτο, έδωσαν σε άλλες γενικές διευθύνσεις δυσμενείς πληροφορίες σχετικά με τις ικανότητές της. Πάλι με το σημείωμα αυτό, η προσφεύγουσα κατήγγειλε το γεγονός ότι της απεστάλη κατάλογος των μελών της μονάδας της στον οποίο δεν περιλαμβανόταν πια το όνομά της. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι στα πολυάριθμα έγγραφα που η προσφεύγουσα επισύναψε στην αίτησή της αρωγής περιλαμβανόταν κατάλογος προσώπων τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, μπορούσαν να βεβαιώσουν την ύπαρξη της προβαλλόμενης ηθικής παρενοχλήσεως.

209    Έτσι, η σημασία και η σοβαρότητα των πραγματικών περιστατικών που η προσφεύγουσα προέβαλε με την αίτησή της αρωγής δικαιολογούσαν, αν όχι την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, τουλάχιστον μια «υποψία ηθικής παρενοχλήσεως» υπό την έννοια της ανακοινώσεως του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση και επέβαλλαν στην Επιτροπή να λάβει «μέτρα απομακρύνσεως» πριν καν προβεί σε έρευνα και εξακριβώσει τις αιτιάσεις της ενδιαφερόμενης.

210    Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία που ελήφθη η σιωπηρή απόφαση να απορριφθεί η αίτηση αρωγής, η Επιτροπή δεν είχε λάβει κανένα προσωρινό μέτρο τέτοιας φύσεως και ότι η προσφεύγουσα δεν είχε γίνει το αντικείμενο αποφάσεως μετακινήσεως από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» ή έστω από τη μονάδα Δ 2, στην οποία είχε τότε τοποθετηθεί.

211    Βέβαια, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το φθινόπωρο του 2003 έγιναν ορισμένες προσπάθειες από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» για να μπορέσει η προσφεύγουσα να βρει θέση εκτός της εν λόγω γενικής διευθύνσεως, και ειδικότερα ότι, στις 13 Μαΐου 2004, ο διευθυντής της Διευθύνσεως Δ κοινοποίησε το βιογραφικό σημείωμα της ενδιαφερόμενης σε πέντε άλλες γενικές διευθύνσεις διευκρινίζοντας ότι η ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» συμφωνεί στο να μετακινηθεί η προσφεύγουσα. Ωστόσο, οι διάφορες αυτές προσπάθειες δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς, καθόσον της Επιτροπής έργο ήταν όχι μόνο να βοηθήσει την προσφεύγουσα στην αναζήτηση θέσεως, αλλά και να αποφασίσει τη μετακίνησή της από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση».

212    Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι, με επιστολή της 11ης Ιουνίου 2004, ο ίδιος ο διευθυντής της ΥΕΠΚ ανέφερε στον γενικό γραμματέα της Επιτροπής ότι τα πραγματικά περιστατικά, που η προσφεύγουσα προβάλλει με την αίτησή της αρωγής, του φαίνονται αρκούντως σοβαρά για να δικαιολογηθεί η κίνηση διοικητικής έρευνας «είτε για να αποδειχθεί η ύπαρξη ατομικών ευθυνών είτε για να δικαιωθούν υπάλληλοι που εγκαλούνται άδικα».

213    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα βάσιμα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας, πριν καν κινήσει διοικητική έρευνα, ένα μέτρο απομακρύνσεως, δεν απάντησε με όλη την απαιτούμενη φροντίδα στην αίτησή της αρωγής.

214    Επομένως, η σιωπηρή απόφαση να απορριφθεί η αίτηση αρωγής πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει ένα προσωρινό μέτρο απομακρύνσεως.

 Δ –       Επί του αιτήματος ακυρώσεως των ΕΕΣ για το 2003

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

215    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το πιο πάνω αίτημα ως απαράδεκτο, με το σκεπτικό ότι υποβλήθηκε εκπρόθεσμα η διοικητική ένσταση κατά των ΕΕΣ για το 2003. Υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα, η οποία με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 2004 είχε πληροφορηθεί το οριστικό κλείσιμο των ΕΕΣ για το 2003, υπέβαλε τη διοικητική της ένσταση στη μονάδα «Προσφυγές» της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» μόλις στις 5 Ιανουαρίου 2005, δηλαδή μετά τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η ενδιαφερόμενη, λαμβανομένης υπόψη της «ιδιαίτερης καταστάσεώς της», μπορούσε, κατά τις διελεύσεις της προς τον χώρο εργασίας της, να πληροφορηθεί από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» το ακριβές στάδιο στο οποίο βρίσκονταν οι ΕΕΣ για το 2003 ή, τουλάχιστον, να συμβουλευθεί τον φάκελό της στο σύστημα πληροφορικής «SysPer 2» (στο εξής: SysPer 2). Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι ΕΕΣ για το 2003 έκλεισαν στις 13 και 14 Ιουλίου 2004, η ενδιαφερόμενη είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση των ΕΕΣ για το 2003 ακριβώς μετά, ή εν πάση περιπτώσει το αργότερο όταν έλαβε το έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 2004 με το οποίο πληροφορήθηκε το διοικητικό κλείσιμό τους.

216    Επικουρικά, για την περίπτωση που το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει παραδεκτό το πιο πάνω αίτημα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα συνταξιοδοτήθηκε λόγω αναπηρίας, οπότε δεν δικαιολογεί πλέον έννομο συμφέρον για την ακύρωση των ΕΕΣ για το 2003.

217    Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί να κηρυχθεί παραδεκτό το αίτημά της να ακυρωθούν οι ΕΕΣ για το 2003.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

218    Όσον αφορά το παραδεκτό του πιο πάνω αιτήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προκύπτει ότι κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ δύναται να υποβάλει στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση κατά βλαπτικής για το πρόσωπο αυτό πράξεως και ότι η ένσταση αυτή πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημέρα κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αποδέκτη της και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της αποφάσεως, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα.

219    Επιπλέον, για να θεωρηθεί ότι μια απόφαση προσηκόντως κοινοποιήθηκε υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, πρέπει όχι μόνον να κοινοποιήθηκε στον αποδέκτη της, αλλά και να είχε ο τελευταίος τη δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1976, 5/76, Jänsch κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 381, σκέψη 10· απόφαση του Πρωτοδικείου της 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψη 121).

220    Τέλος, στη διοίκηση η οποία ισχυρίζεται ότι μια διοικητική ένσταση υποβλήθηκε εκπρόθεσμα απόκειται να αποδείξει την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κοινοποιήθηκε, δηλαδή ήλθε σε γνώση του αποδέκτη της (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουνίου 1994, T‑94/92, X κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑149 και II‑481, σκέψη 22).

221    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ άρχισε στις 21 Σεπτεμβρίου 2004, την ημερομηνία που αναγράφεται στην επιστολή με την οποία ο προϊστάμενος της μονάδας «Ανθρώπινοι πόροι – ADMIN, Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις» πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι, στο πλαίσιο των προαγωγών του 2004, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» αποφάσισε, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού βαθμού 8/20 που της είχε δοθεί στο πλαίσιο της αξιολογήσεως του προσωπικού για το 2003, να μη της χορηγήσει κανένα μόριο προτεραιότητας. Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι κανένα έγγραφο της δικογραφίας δεν καθιστά δυνατό να γίνει γνωστή η ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε η επιστολή αυτή, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εφόσον οι ΕΕΣ για το 2003 δεν είχαν επισυναφθεί στην επιστολή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η πιο πάνω επιστολή έδωσε στην ενδιαφερόμενη τη δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς γνώση των εν λόγω ΕΕΣ.

222    Όσο για το επιχείρημα ότι η ενδιαφερόμενη, λαμβανομένης υπόψη της «ιδιαίτερης καταστάσεώς της», μπορούσε, κατά τις διελεύσεις της προς τον χώρο εργασίας της, να πληροφορηθεί από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» το ακριβές στάδιο των ΕΕΣ για το 2003, ή τουλάχιστον να συμβουλευθεί τον φάκελό της στο SysPer 2, το επιχείρημα αυτό δεν δύναται να γίνει δεκτό, καθόσον, όπως υπομνήσθηκε πιο πάνω, η προθεσμία υποβολής διοικητικής ενστάσεως κατά βλαπτικής πράξεως αρχίζει, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, μόνον από την ημέρα κοινοποιήσεως της πράξεως στον αποδέκτη της ή εν πάση περιπτώσει το αργότερο την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της πράξεως αυτής.

223    Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκαν ή ήλθαν σε γνώση της προσφεύγουσας οι ΕΕΣ για το 2003, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση με την οποία προβάλλεται ότι το πιο πάνω αίτημα είναι απαράδεκτο λόγω εκπροθέσμου.

224    Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι, όταν ασκήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, ήταν παραδεκτό το αίτημα ακυρώσεως των ΕΕΣ για το 2003.

225    Ωστόσο, η κρίση αυτή δεν μπορεί να εμποδίσει το Δικαστήριο ΔΔ να εξετάσει αν η προσφεύγουσα, μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, εξακολουθεί να έχει προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση των ΕΕΣ για το 2003 (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 2001, T‑159/98, Torre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. Ι‑A‑83 και II‑395, σκέψη 30, και της 31ης Μαΐου 2005, T‑105/03, Διονυσοπούλου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑137 και II‑621, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

226    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ως εσωτερικό έγγραφο, η έκθεση βαθμολογίας, που αποκαλείται ΕΕΣ στο σύστημα αξιολογήσεως που ισχύει στην Επιτροπή, έχει ως πρώτη λειτουργία να διασφαλίσει ότι η διοίκηση θα ενημερώνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα για το αν οι υπάλληλοί της εκτελούν τα καθήκοντά τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1980, 6/79 και 97/79, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 419, σκέψη 20· απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Μαΐου 1997, T‑59/96, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑109 και II‑331, σκέψη 73).

227    Για τον υπάλληλο, η έκθεση βαθμολογίας έχει σημαντικό ρόλο για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του, και στην ουσία όσον αφορά τις μεταθέσεις και προαγωγές. Επομένως, κατ’ αρχήν επηρεάζει τα συμφέροντα του βαθμολογούμενου μόνο μέχρι την οριστική παύση των καθηκόντων του. Κατά συνέπεια, μετά την παύση αυτή, ο υπάλληλος δεν έχει πλέον συμφέρον να υποστηρίξει μια προσφυγή που ασκήθηκε κατά εκθέσεως βαθμολογίας, εκτός αν αποδείξει την ύπαρξη ιδιαίτερης περιστάσεως η οποία δικαιολογεί προσωπικό και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση της εν λόγω εκθέσεως (προαναφερθείσα απόφαση Διονυσοπούλου κατά Συμβουλίου, σκέψη 20).

228    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα τέθηκε σε σύνταξη και λαμβάνει επίδομα αναπηρίας με απόφαση της ΑΔΑ της 23ης Αυγούστου 2005 η οποία άρχισε να ισχύει στις 31 Αυγούστου 2005. Επιπλέον, η επιτροπή αναπηρίας εκτίμησε, «λαμβανομένου υπόψη του μόνιμου χαρακτήρα των παθολογικών χαρακτηριστικών που προκάλεσαν την αναπηρία, ότι δεν είναι αναγκαία ιατρική επανεξέταση». Έτσι, η τροποποίηση των ΕΕΣ για το 2003 δεν θα μπορούσε να έχει καμία συνέπεια για τη σταδιοδρομία της προσφεύγουσας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει, ούτε καν επικαλείται, την ύπαρξη ιδιαίτερης περιστάσεως που να δικαιολογεί το ότι εξακολουθεί να έχει προσωπικό και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση.

229    Το συμπέρασμα αυτό δεν δύναται να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τη λύση την οποία το Δικαστήριο ΔΔ έδωσε με την απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή). Συγκεκριμένα, αν και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη κρίθηκε ότι ένας υπάλληλος, μολονότι λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας, διατηρεί το συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του για μια θέση, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στην υπόθεση εκείνη δεν είχε διαπιστωθεί, αντιθέτως προς την υπό κρίση διαφορά, ότι είναι μόνιμα τα παθολογικά χαρακτηριστικά που προκάλεσαν την αναπηρία του υπαλλήλου αυτού και ότι δεν είναι αναγκαία ιατρική επανεξέταση.

230    Υπό τις συνθήκες αυτές, πλέον παρέλκει να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ επί του αιτήματος ακυρώσεως των ΕΕΣ για το 2003.

 Ε –     Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

231    Το αίτημα αποζημιώσεως έχει στην ουσία τρία σκέλη. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ζητεί να αποκατασταθεί η ζημία που απέρρευσε, πρώτον, από την ηθική παρενόχληση την οποία θεωρεί ότι υπέστη, δεύτερον, από τη σιωπηρή απόφαση να απορριφθεί η αίτηση αρωγής και, τρίτον, από την έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003 και των συνθηκών υπό τις οποίες ήλθαν σε γνώση της οι ΕΕΣ για το 2003.

1.     Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε από τη φερόμενη ηθική παρενόχληση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

232    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ηθική παρενόχληση που θεωρεί ότι υπέστη έπληξε σοβαρά την υγεία της, όπως καθιστούν εναργές τα ιατρικά πιστοποιητικά του θεράποντος ιατρού της, οι ιατρικές γνωματεύσεις της ιατρικής υπηρεσίας και η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού ο οποίος επελέγη στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 59, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Το αποτέλεσμα είναι σημαντική ηθική βλάβη, η οποία συνίστατο στην ανικανότητά της να ασκήσει φυσιολογικά τα καθήκοντά της στη μονάδα της, και περιουσιακή ζημία υπό τη μορφή απώλειας τόσο της ευκαιρίας να εξελιχθεί η σταδιοδρομία της όσο και του θεμιτού δικαιώματός της προαγωγής.

233    Αμυνόμενη, η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το πιο πάνω αίτημα αποζημιώσεως, εξηγώντας ότι η προσφεύγουσα δεν έγινε το αντικείμενο ηθικής παρενοχλήσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

234    Από πάγια νομολογία στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων προκύπτει ότι η στοιχειοθέτηση ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από το αν συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, δηλαδή από το αν είναι παράνομη η συμπεριφορά που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο, από το αν είναι υποστατή η ζημία και από το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς που προβάλλεται και της ζημίας που επήλθε (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1987, 111/86, Delauche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 5345, σκέψη 30· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑234/97, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑507 και II‑1533, σκέψη 71, και της 6ης Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψη 51).

235    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν στην Επιτροπή μπορεί να προσαφθεί παράνομη συμπεριφορά και ακολούθως, σε καταφατική περίπτωση, πρέπει να καθοριστεί αν υπάρχει ζημία έχουσα αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη συμπεριφορά.

 Επί της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς

236    Μολονότι, όπως προεκτέθηκε, η προσφεύγουσα αβάσιμα υποστηρίζει ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως, παρά ταύτα, όπως άλλωστε σημείωσε ο σύμβουλος ακροάσεων, ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά που η ενδιαφερόμενη επικαλέστηκε προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως μπορούν, λαμβανόμενα στο σύνολό τους, να δείξουν κάποια παράβαση από την Επιτροπή του καθήκοντός της προνοίας. Ειδικότερα, τούτο ισχύει για τις συνθήκες υπό τις οποίες παρατάθηκε η περίοδος δοκιμασίας της προσφεύγουσας (σκέψεις 155 έως 160 της παρούσας αποφάσεως), για την ανάθεση απομονωμένων γραφείων στην ενδιαφερόμενη (σκέψεις 161 έως 169 της παρούσας αποφάσεως), για τον μη καθορισμό καθηκόντων μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2003 (σκέψεις 170 έως 172), ή ακόμη για τις συνθήκες υπό τις οποίες αντιμετωπίστηκε η αίτηση ετήσιας άδειας για το χρονικό διάστημα από τις 19 Ιουλίου μέχρι τις 27 Αυγούστου 2004 (σκέψεις 180 και 181 της παρούσας αποφάσεως).

237    Επομένως, πληρούται η πρώτη προϋπόθεση που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης της Επιτροπής, δηλαδή η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς.

 Επί της υπάρξεως ζημίας που να συνδέεται με την παράνομη συμπεριφορά

238    Όσον αφορά τη φερόμενη περιουσιακή ζημία, η ενδιαφερόμενη ισχυρίζεται ότι έχασε αποδοχές λόγω της συνταξιοδοτήσεώς της για αναπηρία. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ενδιαφερόμενη, προβάλλοντας τον ισχυρισμό αυτόν, διατείνεται ότι η συνταξιοδότησή της για αναπηρία είναι η συνέπεια μιας επαγγελματικής ασθένειας που οφείλεται στα υπηρεσιακά πταίσματα της διοικήσεως.

239    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί, όπως έχει κριθεί (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 2ας Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 193), ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της σχέσεως αιτίου και αιτιατού μεταξύ των συνθηκών εργασίας ενός υπαλλήλου και της ασθένειας την οποία επικαλείται. Συγκεκριμένα, το άρθρο 18 της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τους κινδύνους επαγγελματικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας (στο εξής: ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη) ορίζει ότι η απόφαση για την αναγνώριση του επαγγελματικού χαρακτήρα μιας ασθένειας λαμβάνεται από την ΑΔΑ, βάσει των πορισμάτων του ιατρού ή των ιατρών που ορίστηκαν από το θεσμικό όργανο και, αν το ζητήσει ο υπάλληλος, μετά από διαβούλευση με την υγειονομική επιτροπή που προβλέπεται από το άρθρο 22 της ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, της ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη ορίζει ότι, σε περίπτωση ολικής μόνιμης αναπηρίας του υπαλλήλου απορρέουσας από επαγγελματικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, καταβάλλεται σε αυτόν το κεφάλαιο που προβλέπεται από το άρθρο 73, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του ΚΥΚ, δηλαδή κεφάλαιο ίσο με το οκταπλάσιο του ετήσιου βασικού μισθού του υπαλλήλου, υπολογιζομένου βάσει των μισθών που χορηγήθηκαν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα.

240    Επομένως, το καθεστώς που θεσπίστηκε σε εκτέλεση του άρθρου 73 του ΚΥΚ προβλέπει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση επαγγελματικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει ο ενδιαφερόμενος οποιοδήποτε πταίσμα του θεσμικού οργάνου. Η νομολογία διευκρινίζει ότι, μόνον όταν προκύπτει ότι το καθεστώς του ΚΥΚ δεν επιτρέπει προσήκουσα αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει πρόσθετη αποζημίωση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2801, σκέψη 13, και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψη 22· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑203 και II‑627, σκέψη 74, και της 15ης Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψη 95).

241    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα, με σημείωμα που υπέβαλε στις 17 Οκτωβρίου 2005, ζήτησε από την Επιτροπή να αναγνωριστεί ως επαγγελματική ασθένεια βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ το «αγχοκαταθλιπτικό σύνδρομο» από το οποίο ισχυρίστηκε ότι πάσχει. Πάντως, εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία αναγνωρίσεως του ότι έχουν επαγγελματική προέλευση τα παθολογικά χαρακτηριστικά που φέρεται ότι έχει η ενδιαφερόμενη. Επομένως, το πιο πάνω αίτημα αποζημιώσεως είναι πρόωρο και, όπως έχουν τώρα τα πράγματα, δεν δύναται να γίνει δεκτό.

242    Αντιθέτως, όσον αφορά τη ηθική βλάβη που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη, οι από την Επιτροπή παραβάσεις του καθήκοντός της προνοίας συνέβαλαν στο να απομονωθεί η προσφεύγουσα εντός της μονάδας της και της προκάλεσαν βλάβη, σχετικά με την οποία θα υπάρξει δίκαιη χρηματική ικανοποίηση αν επιδικαστεί στην ενδιαφερόμενη ποσό 500 ευρώ.

2.     Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε από την έλλειψη νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως να απορριφθεί η αίτηση αρωγής

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

243    Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε από τη σιωπηρή απόφαση να απορριφθεί η αίτηση αρωγής. Ισχυρίζεται ότι, εφόσον το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής είναι απαράδεκτο ως πρόωρο, το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από την απόφαση αυτή πρέπει, συνακόλουθα, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

244    Η προσφεύγουσα ζητεί να κηρυχθεί παραδεκτό το πιο πάνω αίτημα αποζημιώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

245    Στο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων το οποίο έχουν θεσμοθετήσει τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, η αγωγή αποζημιώσεως, η οποία αποτελεί αυτοτελές ένδικο βοήθημα σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως, είναι παραδεκτή μόνον αν προηγήθηκε διοικητική διαδικασία σύμφωνη με τις διατάξεις του ΚΥΚ. Η διαδικασία αυτή διαφέρει ανάλογα με το αν η ζημία της οποίας ζητείται αποκατάσταση απέρρευσε από βλαπτική πράξη υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ή από συμπεριφορά της διοικήσεως που δεν έχει τον χαρακτήρα αποφάσεως. Στην πρώτη περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο απόκειται να υποβάλει εμπρόθεσμα διοικητική ένσταση κατά της σχετικής πράξεως. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, η διοικητική διαδικασία πρέπει να κινηθεί με την υποβολή αιτήσεως, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, για τη λήψη αποζημιώσεως και, εν ανάγκη, να συνεχιστεί με την υποβολή διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως απορρίψεως της αιτήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 1996, T‑500/93, Y κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑335 και II‑977, σκέψη 64).

246    Όταν υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως, η τελευταία είναι παραδεκτή ως παρεπόμενη της προσφυγής ακυρώσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να έχουν προηγηθεί αίτηση προς την ΑΔΑ για την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε και διοικητική ένσταση για την αμφισβήτηση της βασιμότητας της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως της αιτήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1993, T‑17/90, T‑28/91 και T‑17/92, Camara Alloisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑841, σκέψη 46, και προαναφερθείσα απόφαση Y κατά Δικαστηρίου, σκέψη 66).

247    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από τη σιωπηρή απόφαση να απορριφθεί η αίτηση αρωγής συνδέεται άμεσα με το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής. Πάντως, το αίτημα αυτό κρίθηκε παραδεκτό, εκτός από το μέρος που αφορά την άρνηση να διεξαχθεί διοικητική έρευνα. Στο μέτρο αυτό, παραδεκτό είναι και το πιο πάνω αίτημα αποζημιώσεως.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

248    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη λόγω ελλείψεως νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως να απορριφθεί η αίτηση αρωγής. Ειδικότερα όσον αφορά την περιουσιακή ζημία, υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε κανένα μέτρο αρωγής, προστιθέμενο στην ηθική παρενόχληση της οποίας υπήρξε θύμα, την περιήγαγε σε αναπηρία, με αποτέλεσμα η ζημία της να ανέλθει στο συνολικό ποσό των 781 906,43 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των αποδοχών και της συντάξεως που θα ελάμβανε αν δεν είχε περιέλθει σε αναπηρία και, αφετέρου, του επιδόματος αναπηρίας που λαμβάνει και της συντάξεως που θα της χορηγηθεί στο μέλλον.

249    Αμυνόμενη, η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, εφόσον η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την έλλειψη νομιμότητας της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να κηρυχθεί αβάσιμο. Επικουρικά, η ενδιαφερόμενη δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να αποδείξει την ύπαρξη και, κατά μείζονα λόγο, την έκταση μιας πραγματικής ζημίας, όπως και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της φερόμενης ζημίας και της προσαπτόμενης συμπεριφοράς. Τέλος, αν το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει βάσιμα τα ακυρωτικά αιτήματα της προσφεύγουσας, οι ακυρώσεις αυτές θα μπορέσουν από μόνες τους να αντισταθμίσουν την ηθική βλάβη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

250    Όπως προεκτέθηκε, στερείται νομιμότητας η σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει την αίτηση αρωγής μη λαμβάνοντας προληπτικά κανένα μέτρο απομακρύνσεως της προσφεύγουσας από τη ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», μολονότι η σημασία και η σοβαρότητα των πραγματικών περιστατικών που η ενδιαφερόμενη προέβαλε με την αίτησή της αρωγής δημιουργούσαν «υποψία ηθικής παρενοχλήσεως» υπό την έννοια της ανακοινώσεως του 2003 σχετικά με την ηθική παρενόχληση.

251    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η σιωπηρή απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής δεν είχε ακόμη κινηθεί η διοικητική έρευνα, καθόσον μόλις στις 8 Σεπτεμβρίου 2004 ο σύμβουλος ακροάσεων έλαβε εντολή από τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής να διεξαγάγει τέτοια έρευνα και οι πρώτες ακροάσεις από τον σύμβουλο ακροάσεων άρχισαν μόλις τον Οκτώβριο του 2004.

252    Όσο για την ύπαρξη ζημίας συνδεόμενης με την έλλειψη νομιμότητας από μέρους της Επιτροπής, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ αρχάς ότι η συνταξιοδότησή της για αναπηρία είναι η συνέπεια μιας επαγγελματικής ασθένειας, που η ίδια οφείλεται στην άρνηση της διοικήσεως να έλθει σε αρωγή της. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως των παθολογικών χαρακτηριστικών που φέρεται ότι έχει η ενδιαφερόμενη. Επομένως, το αίτημα αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα είναι πρόωρο και, όπως έχουν τώρα τα πράγματα, δεν δύναται να γίνει δεκτό.

253    Αντιθέτως, όσον αφορά την ύπαρξη ηθικής βλάβης, πρέπει να σημειωθεί ότι η άρνηση της Επιτροπής να λάβει προσωρινά μέτρα, καθώς και η καθυστέρηση με την οποία κινήθηκε η διοικητική έρευνα, περιήγαγαν την προσφεύγουσα σε κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας, καθόσον μπορούσε να φοβηθεί ότι η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη την αίτησή της αρωγής και ότι δύναται να παραταθεί η πταισματική συμπεριφορά που μέχρι τότε είχε επιδείξει το θεσμικό όργανο. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα βάσιμα υποστηρίζει ότι η σιωπηρή απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής προκάλεσε σημαντική ηθική βλάβη που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την ακύρωση που θα απαγγείλει το Δικαστήριο ΔΔ.

254    Υπό τις συνθήκες αυτές, σχετικά με την ηθική αυτή βλάβη θα υπάρξει δίκαιη χρηματική ικανοποίηση αν υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην προσφεύγουσα ποσό 15 000 ευρώ.

3.     Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε, αφενός, από τη φερόμενη έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003 και, αφετέρου, από το μη σύννομο των συνθηκών υπό τις οποίες ήλθαν σε γνώση της προσφεύγουσας οι ΕΕΣ για το 2003

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

255    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το αίτημα να υποχρεωθεί η διοίκηση να αποκαταστήσει τη ζημία που απέρρευσε από την έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003 είναι απαράδεκτο λόγω του απαραδέκτου του αιτήματος να ακυρωθούν οι εν λόγω ΕΕΣ.

256    Η προσφεύγουσα ζητεί να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

257    Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε από την έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003 και, αφετέρου, του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε από τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εν λόγω ΕΕΣ ήλθαν σε γνώση της προσφεύγουσας.

–       Επί του παραδεκτού του αιτήματος αποζημιώσεως που στηρίζεται στη φερόμενη έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003

258    Το αίτημα αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που απέρρευσε από τη φερόμενη έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003 συνδέεται άμεσα με το αίτημα ακυρώσεως των εν λόγω ΕΕΣ. Πάντως, όπως υπομνήσθηκε πιο πάνω, την ημέρα που ασκήθηκε η υπό κρίση προσφυγή το αίτημα ακυρώσεως των ΕΕΣ για το 2003 ήταν παραδεκτό. Επομένως, και το αίτημα αποζημιώσεως ήταν παραδεκτό όταν η προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή της.

259    Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα, μολονότι, λόγω της συνταξιοδοτήσεώς της, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον για την ακύρωση των ΕΕΣ για το 2003, παρά ταύτα διατηρεί το συμφέρον να ζητήσει να εκδοθεί απόφαση επί της νομιμότητας των πράξεων αυτών στο πλαίσιο του αιτήματος να αποκατασταθεί η επαγγελματική και ηθική βλάβη που θεωρεί ότι υπέστη από τη συμπεριφορά της Επιτροπής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1990, T‑20/89, Moritz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑769, σκέψη 18, η οποία δεν αναιρέθηκε όσον αφορά την εξέταση του παραδεκτού, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47, και κατά της οποίας αίτηση αναιρέσεως εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑525/07 P). Κατά συνέπεια, η συνταξιοδότηση της προσφεύγουσας δεν είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί άνευ αντικειμένου το αίτημα αποζημιώσεως της ενδιαφερόμενης.

–       Επί του παραδεκτού του αιτήματος αποζημιώσεως που στηρίζεται στο μη σύννομο των συνθηκών υπό τις οποίες ήλθαν σε γνώση της προσφεύγουσας οι ΕΕΣ για το 2003

260    Πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι η διοίκηση, όταν κοινοποιεί χωρίς σύννομο τρόπο μια πράξη, υποπίπτει σε υπηρεσιακό πταίσμα.

261    Επομένως, η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη, για να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυριζόταν ότι υπέστη από το μη σύννομο της κοινοποιήσεως των ΕΕΣ για το 2003, να υποβάλει αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, συνοδευόμενη, σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αυτής, με διοικητική ένσταση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Πάντως, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η ενδιαφερόμενη δεν υπέβαλε αυτοτελή αίτηση προς τούτο. Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως το οποίο στηρίζεται στο κατά την προσφεύγουσα μη σύννομο των συνθηκών κοινοποιήσεως των ΕΕΣ για το 2003 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, δεδομένου ότι δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τον ΚΥΚ διαδικασία προ της ασκήσεως αγωγής.

262    Κατά συνέπεια, θα εξεταστεί αν είναι βάσιμο μόνον το αίτημα αποζημιώσεως λόγω της φερόμενης ελλείψεως νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

263    Μεταξύ των διαφόρων ισχυρισμών που προέβαλε κατά των ΕΕΣ για το 2003, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι στις εν λόγω ΕΕΣ έχει εμφιλοχωρήσει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, οι αξιολογητές της, όταν της έδωσαν τόσο στην ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003 όσο και στην ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003 τον συνολικό βαθμό 8/20, δεν έλαβαν υπόψη ούτε το γεγονός ότι κανένα καθήκον δεν της καθορίστηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2003 ούτε και το γεγονός ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως η οποία υποβάθμισε την υγεία της και την εμπόδισε να ασκήσει φυσιολογικά τα καθήκοντά της.

264    Η προσφεύγουσα ολοκληρώνει διευκρινίζοντας ότι η έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003 της προκάλεσε ηθική βλάβη, καθώς και επαγγελματική βλάβη που συνίσταται στην «απώλεια τόσο της ευκαιρίας εξελίξεως της σταδιοδρομίας όσο και του θεμιτού δικαιώματος προαγωγής».

265    Η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι στις ΕΕΣ για το 2003 εμφιλοχώρησε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

–       Επί της ελλείψεως νομιμότητας

266    Από το άρθρο 8, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, των ΓΔΕ προκύπτει ότι ο αξιολογητής, όταν εξετάζει την απόδοση, τις ικανότητες και τη συμπεριφορά στην υπηρεσία ενός προσώπου που κατείχε μια θέση κατά την περίοδο αναφοράς, δεν οφείλει «να λάβει υπόψη ενδεχόμενες δικαιολογημένες απουσίες του [εν λόγω] κατόχου της θέσεως». Επιπλέον, ο οδηγός αξιολογήσεως, που η Επιτροπή έχει επιβάλει στον εαυτό της ως κανόνα συμπεριφοράς, ορίζει, στην παράγραφο 6.2, ότι «ο κάτοχος μιας θέσεως δεν πρέπει να τιμωρηθεί αν δεν μπόρεσε να πετύχει τους στόχους του λόγω εξωτερικών παραγόντων», για παράδειγμα «αν [ήταν] άρρωστος ή αν [έλαβε] άδεια μητρότητας», και ότι, «[σ]ε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να δίνεται έμφαση σε αυτό που πραγματικά μπορούσε να κάνει ο ενδιαφερόμενος και στον τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση».

267    Εν προκειμένω, αφότου σημείωσαν, στην ενότητα 6.1 «Απόδοση» της ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003, ότι η προσφεύγουσα δεν κατάφερε, μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου 2003 να «εξοικειωθεί με την εργασία [της]», ειδικότερα δε λόγω «ελλείψεως ζήλου», και εκτίμησαν ότι «δεν παρατηρήθηκε βελτίωση της αποδόσεώς της μεταξύ της 3ης Σεπτεμβρίου και του τέλους του Οκτωβρίου», οι αξιολογητές έδωσαν στην ενδιαφερόμενη, για την απόδοσή της, βαθμό 4/10, ο οποίος αντιστοιχεί σε «μικρή» επίδοση. Ομοίως, όσον αφορά την ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003, οι βαθμολογητές πάλι έδωσαν στην προσφεύγουσα, για την απόδοσή της, βαθμό 4/10, υπογραμμίζοντας ότι «δεν υπήρξε κανένα βάσιμο αποτέλεσμα κατά την περίοδο αναφοράς και ότι κανένα αποτέλεσμα δεν επετεύχθη» και ότι «[η] συνολική απόδοση της περιόδου πρέπει κατά συνέπεια να αξιολογηθεί ως “μικρή”».

268    Πάντως, από τη δικογραφία, και ειδικότερα από ένα έγγραφο που η ίδια η Επιτροπή προσκόμισε και που αφορά τις απουσίες της προσφεύγουσας το 2003, προκύπτει ότι τελευταία ήταν σε δικαιολογημένη αναρρωτική άδεια μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου και 31ης Οκτωβρίου 2003, στη συνέχεια μεταξύ 1ης Νοεμβρίου και 14ης Νοεμβρίου 2003, και ότι για ιατρικούς λόγους εργάστηκε με μειωμένο ωράριο μεταξύ 17ης Νοεμβρίου και 19ης Δεκεμβρίου 2003.

269    Εξ αυτών πρέπει να συναχθεί ότι, τόσο στην ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003 όσο και στην ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003, οι αξιολογητές έδωσαν, για την απόδοση της προσφεύγουσας, τον βαθμό 4/10 χωρίς να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι η απόδοση αυτή είχε αναγκαστικά επηρεαστεί από τις δικαιολογημένες απουσίες της ενδιαφερόμενης λόγω ασθένειας.

270    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι στις ΕΕΣ για το 2003 εμφιλοχώρησε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

271    Υπό τις συνθήκες αυτές, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις της ενδιαφερόμενης, διαπιστώνεται ότι οι ΕΕΣ για το 2003 καταρτίστηκαν παράνομα.

–       Επί της ζημίας

272    Όσον αφορά την περιουσιακή ζημία που φέρεται ότι απέρρευσε από την έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακόμη και στην περίπτωση που αποδειχθεί πταίσμα του σχετικού οργάνου, ευθύνη της Κοινότητας θα μπορέσει να στοιχειοθετηθεί μόνον αν η προσφεύγουσα κατορθώσει να αποδείξει το υποστατό της ζημίας της (βλ, προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψη 57). Πάντως, η ενδιαφερόμενη δεν αποδεικνύει σε τι η έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003 επηρέασε την εξέλιξη της σταδιοδρομίας της πριν συνταξιοδοτηθεί, πράγμα που έγινε στις 31 Αυγούστου 2005. Ειδικότερα, δεν αποδεικνύει, ούτε καν ισχυρίζεται, ότι η εν λόγω έλλειψη νομιμότητας είχε οποιαδήποτε συνέπεια σχετικά με το γεγονός ότι δεν προήχθη κατά τις προαγωγές του 2004.

273    Όσον αφορά την ηθική βλάβη που και για αυτή ζητείται αποζημίωση, αυτή καθεαυτή η διαπίστωση του Δικαστηρίου ΔΔ ότι, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, οι ΕΕΣ για το 2003 στερούνται νομιμότητας δεν μπορεί να αποκαταστήσει με προσήκοντα και επαρκή τρόπο μια τέτοια βλάβη, καθόσον οι εν λόγω ΕΕΣ περιέχουν ρητώς αρνητικές αξιολογήσεις των ικανοτήτων της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, ο αξιολογητής, στην ΕΕΣ για τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2003, ανέφερε ότι η προσφεύγουσα δεν κατάφερε «να εξοικειωθεί με την εργασία της», και ειδικότερα λόγω «ελλείψεως ζήλου», ενώ, στην ΕΕΣ για τον Νοέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003 υπογραμμίστηκε ότι «δεν υπήρξε κανένα βάσιμο αποτέλεσμα κατά την περίοδο αναφοράς και ότι κανένα αποτέλεσμα δεν επετεύχθη». Έτσι, η επιδίκαση ποσού 2 500 ευρώ θα αποτελέσει προσήκουσα χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η προσφεύγουσα.

4.     Συμπέρασμα

274    Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 18 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

275    Βάσει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες αφορούν τα έξοδα και τη δικαστική δαπάνη, έχουν εφαρμογή μόνον επί των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, δηλαδή από την 1η Νοεμβρίου 2007. Οι συναφείς διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στις υποθέσεις που ήσαν εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ημερομηνία αυτή.

276    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο δύναται να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

277    Δεδομένου ότι η Επιτροπή στην ουσία ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέρα από τα δικαστικά της έξοδα, τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να απορρίψει την αίτηση αρωγής, που η Q υπέβαλε στις 29 Απριλίου 2004, κατά το μέρος που η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει ένα προσωρινό μέτρο απομακρύνσεως.

2)      Υποχρεώνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στην Q το ποσό των 18 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

4)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει, πέρα από τα δικαστικά της έξοδα, τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της Q.

5)      Η Q φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων.

Kreppel

Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 2008.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       S. Gervasoni




Πίνακας περιεχομένων


Νομικό πλαίσιο

Το ιστορικό της διαφοράς

Α –   Έτη 2000, 2001 και 2002

Β –   Έτος 2003

Γ –   Έτος 2004

Δ –   Έτος 2005

Ε –   Πραγματικά περιστατικά που έχουν σχέση με τις εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας που καταρτίστηκαν για το 2003

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Νομική ανάλυση

Α –   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς

Β –   Επί της ηθικής παρενοχλήσεως

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

α) Πρώτον, όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες παρατάθηκε η περίοδος δοκιμασίας της προσφεύγουσας

β) Δεύτερον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή φέρεται ότι απομόνωσε την προσφεύγουσα

γ) Τρίτον, όσον αφορά το γεγονός ότι φέρεται ότι κανένα καθήκον δεν ανατέθηκε στην προσφεύγουσα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2003

δ) Τέταρτον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή φέρεται ότι διέδιδε δυσφημιστικές φήμες σχετικά με τις επαγγελματικές ικανότητες της προσφεύγουσας

ε) Πέμπτον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή φέρεται ότι αρνήθηκε ορισμένες αιτήσεις ετήσιας άδειας και δέχθηκε άλλες με καθυστέρηση

στ) Έκτον, όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να θεωρήσει δικαιολογημένες τις απουσίες λόγω ασθένειας

Γ –   Επί του αιτήματος ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως να απορριφθεί η αίτηση αρωγής

1.  Επί του παραδεκτού

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

2.  Επί της ουσίας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Δ –   Επί του αιτήματος ακυρώσεως των ΕΕΣ για το 2003

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Ε –   Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

1.  Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε από τη φερόμενη ηθική παρενόχληση

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Επί της υπάρξεως παράνομης συμπεριφοράς

Επί της υπάρξεως ζημίας που να συνδέεται με την παράνομη συμπεριφορά

2.  Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε από την έλλειψη νομιμότητας της σιωπηρής αποφάσεως να απορριφθεί η αίτηση αρωγής

α) Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

β) Επί της ουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

3.  Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που απέρρευσε, αφενός, από τη φερόμενη έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003 και, αφετέρου, από το μη σύννομο των συνθηκών υπό τις οποίες ήλθαν σε γνώση της προσφεύγουσας οι ΕΕΣ για το 2003

α) Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

–  Επί του παραδεκτού του αιτήματος αποζημιώσεως που στηρίζεται στη φερόμενη έλλειψη νομιμότητας των ΕΕΣ για το 2003

–  Επί του παραδεκτού του αιτήματος αποζημιώσεως που στηρίζεται στο μη σύννομο των συνθηκών υπό τις οποίες ήλθαν σε γνώση της προσφεύγουσας οι ΕΕΣ για το 2003

β) Επί της ουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

–  Επί της ελλείψεως νομιμότητας

–  Επί της ζημίας

4.  Συμπέρασμα

Επί των δικαστικών εξόδων

Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου των ΕΚ www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.