Language of document : ECLI:EU:T:2012:605

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2012 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Ανταγωνισμός – Δημοσίευση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Απόρριψη της αιτήσεως περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως πληροφοριών που παρασχέθηκαν στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεώς της περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων – Αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων – Επείγον – Fumus boni juris – Στάθμιση των συμφερόντων»

Στην υπόθεση T‑345/12 R,

Akzo Nobel NV, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Akzo Nobel Chemicals Holding AB, με έδρα τη Nacka (Σουηδία),

Eka Chemicals AB, με έδρα το Bohus (Σουηδία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Swaak και R. Wesseling, δικηγόρους,

αιτούσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους C. Giolito, M. Kellerbauer και G. Meessen,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως C(2012) 3533 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2012, περί απορρίψεως της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως την οποία υπέβαλαν οι Akzo Nobel NV, Akzo Nobel Chemicals Holding AB και Eka Chemicals AB, δυνάμει του άρθρου 8 της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (Υπόθεση COMP/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), και αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων με την οποία ζητείται να διαταχθεί η διατήρηση της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που χορηγήθηκε για ορισμένα στοιχεία που αφορούν τις αιτούσες όσον αφορά την απόφαση 2006/903/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των Akzo Nobel, Akzo Nobel Chemicals Holding, Eka Chemicals, Degussa AG, Edison SpA, FMC Corporation, FMC Foret S.A., Kemira OYJ, L’Air Liquide SA, Chemoxal SA, Snia SpA, Caffaro Srl, Solvay SA/NV, Solvay Solexis SpA, Total SA, Elf Aquitaine SA και Arkema SA (Υπόθεση COMP/F/C.38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας) (ΕΕ L 353, σ. 54),

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Η παρούσα διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων αφορά την απόφαση C(2012) 3533 της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2012, περί απορρίψεως της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως την οποία υπέβαλαν οι Akzo Nobel NV, Akzo Nobel Chemicals Holding AB και Eka Chemicals AB, δυνάμει του άρθρου 8 της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (Υπόθεση COMP/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την αίτηση περί διατηρήσεως του μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεώς της 2006/903/ΕΚ, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των Akzo Nobel, Akzo Nobel Chemicals Holding, Eka Chemicals, Degussa AG, Edison SpA, FMC Corporation, FMC Foret S.A., Kemira OYJ, L’Air Liquide SA, Chemoxal SA, Snia SpA, Caffaro Srl, Solvay SA/NV, Solvay Solexis SpA, Total SA, Elf Aquitaine SA και Arkema SA (Υπόθεση COMP/F/C.38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), όπως αυτή δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Γενικής Διευθύνσεως «Ανταγωνισμός» (ΕΕ L 353, σ. 54, στο εξής: απόφαση του 2006).

3        Με την απόφαση του 2006, η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ την οποία είχαν διαπράξει οι αιτούσες, Akzo Nobel, Akzo Nobel Chemicals Holding και Eka Chemicals, και δεκατέσσερις άλλες επιχειρήσεις κατά το χρονικό διάστημα 1994-2000 στο έδαφος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) όσον αφορά το υπεροξείδιο του υδρογόνου και το υπερβορικό άλας. Δεδομένου ότι μία από τις αιτούσες, η Eka Chemicals, ήταν η δεύτερη επιχείρηση που ήλθε σε επαφή, τον Μάρτιο του 2003, με την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεώς της σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων), και προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση προς τις αποδείξεις που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή, το πρόστιμο το οποίο θα της είχε άλλως επιβληθεί μειώθηκε κατά 40 %. Κατά συνέπεια, στις τρεις αιτούσες, ως από κοινού και εις ολόκληρον ευθυνόμενες, επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 25,2 εκατομμυρίων ευρώ.

4        Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της τις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλαν οι αποδέκτες της αποφάσεως του 2006, δημοσίευσε, τον Σεπτέμβριο του 2007, ένα πλήρες μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως αυτής στην ιστοσελίδα της. Η δημοσίευση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από τις αιτούσες.

5        Με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε τις αιτούσες για την πρόθεσή της να δημοσιεύσει, για λόγους διαφάνειας, ένα λεπτομερέστερο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως του 2006 και τους παρέσχε τη δυνατότητα να εντοπίσουν, στο προτεινόμενο κείμενο, τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι αιτούσες, αφού διαπίστωσαν ότι ένα μεγάλο μέρος του προτεινόμενου λεπτομερέστερου κειμένου της αποφάσεως περιείχε πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, πληροφορίες οι οποίες δεν είχαν δημοσιευθεί τον Σεπτέμβριο του 2007 για λόγους εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, αντιτάχθηκαν επισήμως στην πρόταση της Επιτροπής, με την αιτιολογία ότι η πρόταση αυτή έβλαπτε σοβαρά και ανεπανόρθωτα τα συμφέροντά τους. Υπέβαλαν, ωστόσο, με πάσα επιφύλαξη, έναν κατάλογο αιτημάτων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, υπογραμμίζοντας τα χωρία του προτεινόμενου λεπτομερέστερου κειμένου που έπρεπε οπωσδήποτε να παραμείνουν απόρρητα.

6        Με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε τις αιτούσες για την πρόθεσή της να μη λάβει υπόψη της την εναντίωσή τους, κοινοποιώντας τους ένα αναθεωρημένο σχέδιο του λεπτομερέστερου μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως του 2006. Τους γνωστοποίησε ότι το αναθεωρημένο αυτό σχέδιο αντικατόπτριζε την τελική θέση της όσον αφορά τις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, καθόσον στο κείμενο αυτό αποκρύπτονταν όλες οι πληροφορίες που καθιστούσαν δυνατό τον προσδιορισμό της προελεύσεως των πληροφοριών που είχαν παρασχεθεί στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων. Η Επιτροπή κάλεσε τις αιτούσες να προσφύγουν, σε περίπτωση που διαφωνούσαν, στον σύμβουλο ακροάσεων δυνάμει της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ L 275, σ. 29).

7        Με επιστολή της 10ης Απριλίου 2012, οι αιτούσες πληροφόρησαν τον σύμβουλο ακροάσεων ότι δεν συμφωνούσαν με τη δημοσίευση ενός μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως του 2006 περισσότερο λεπτομερούς από το κείμενο που είχε δημοσιευθεί τον Σεπτέμβριο του 2007 και τον παρακάλεσαν να αποφύγει τη δημοσίευση οποιασδήποτε πληροφορίας που είχε παρασχεθεί βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων. Συναφώς, οι αιτούσες κατήγγειλαν παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι ένα μη εμπιστευτικό κείμενο είχε ήδη δημοσιευθεί, κατόπιν διαβουλεύσεως, το 2007. Επιπλέον, δήλωσαν ότι τους είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι οι πληροφορίες τις οποίες είχαν παράσχει οικειοθελώς κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων θα ετύγχαναν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποστεί αναδρομικώς από την παλαιά πρακτική της, η οποία συνίστατο ακριβώς στην προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα αυτών των πληροφοριών.

8        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία φέρει υπογραφή «για την Επιτροπή», ο σύμβουλος ακροάσεων απέρριψε την αίτηση περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως την οποία είχαν υποβάλει οι αιτούσες. Υπογράμμισε τον περιορισμένο χαρακτήρα της εντολής του, ο οποίος δεν του επέτρεπε να εξετάσει παρά μόνον το αν η επίμαχη πληροφορία μπορούσε να δημοσιοποιηθεί, διότι δεν αποτελούσε επιχειρηματικό απόρρητο ή άλλη εμπιστευτική πληροφορία ή διότι η δημοσιοποίησή της υπαγορευόταν από μείζον συμφέρον. Επιπλέον, ο σύμβουλος ακροάσεων ανέφερε ότι οι αιτούσες δεν ισχυρίζονταν ότι το λεπτομερέστερο κείμενο της αποφάσεως του 2006 περιείχε εμπιστευτικές πληροφορίες ή επιχειρηματικά απόρρητα, αλλά δεν συμφωνούσαν με τη δημοσίευση αυτού του κειμένου με μόνη αιτιολογία ότι το κείμενο αυτό περιείχε πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, ενώ δεν αποδείκνυαν ότι υπήρχε κίνδυνος η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών να τους προξενήσει σοβαρή ζημία, πράγμα το οποίο, εξάλλου, ουδόλως εμπόδιζε την Επιτροπή, έστω και αν ίσχυε αυτό, να προβεί στη σχεδιαζόμενη δημοσίευση.

9        Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στις αιτούσες στις 28 και 29 Μαΐου 2012.

10      Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 31ης Μαΐου 2012, η Επιτροπή πληροφόρησε τις αιτούσες ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελούσε την τελική θέση της επί του θέματος αυτού.

11      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2012, οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και τούτο όχι μόνον καθόσον, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή απέρριψε την περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως αίτησή τους, αλλά και καθόσον η απόφαση αυτή έπρεπε να θεωρηθεί ως παρέχουσα την πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43). Προς στήριξη της προσφυγής τους, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδικη δημοσίευση συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ καθώς και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον το λεπτομερέστερο κείμενο της αποφάσεως του 2006 περιέχει πληροφορίες τις οποίες οι αιτούσες είχαν παράσχει στην Επιτροπή με σκοπό να επωφεληθούν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

12      Με χωριστό έγγραφο, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, οι αιτούσες υπέβαλαν την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούν, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να αναστείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως έως ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει επί της παρούσας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή, εν πάση περιπτώσει, επί της κύριας προσφυγής,

–        καθόσον η απόφαση αυτή επιτρέπει στην Επιτροπή να δημοσιεύσει ένα λεπτομερέστερο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως του 2006 και, προς τον σκοπό αυτόν, να διατάξει την Επιτροπή να αποστεί από τη δημοσίευση αυτού του κειμένου,

–        στο μέτρο που η απόφαση αυτή επιτρέπει, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της αποφάσεως του 2006 και, προς τον σκοπό αυτόν, να διατάξει την Επιτροπή να μην επιτρέψει την πρόσβαση αυτή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13      Με διάταξη της 7ης Αυγούστου 2012, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου χορήγησε, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα προσωρινά μέτρα που είχαν ζητήσει οι αιτούσες.

14      Με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή ζητεί από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων·

–        να καταδικάσει τις αιτούσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

15      Οι αιτούσες, παραδεχόμενες ότι αγνοούν αν η Επιτροπή έλαβε όντως απόφαση να επιτρέψει την πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της αποφάσεως του 2006 κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1049/2001, εκτιμούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να ερμηνευθεί ως ενέχουσα σιωπηρή άδεια προσβάσεως δυνάμει του εν λόγω κανονισμού. Κατά συνέπεια, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση όχι μόνον καθόσον η απόφαση αυτή επιτρέπει την επίμαχη δημοσίευση, αλλά και στο μέτρο που μπορεί να θεωρηθεί ως επιτρέπουσα, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες οι αιτούσες είχαν παράσχει στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

16      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν υπάρχει, προς το παρόν, καμία απόφαση επιτρέπουσα την πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες δυνάμει του κανονισμού 1049/2001. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται ρητώς αποκλειστικά και μόνον στον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και στην απόφαση 2011/695.

17      Συναφώς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί παρά να σημειώσει ότι ούτε η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ούτε η κύρια προσφυγή έχουν ως αντικείμενο τυχόν απόφαση την οποία έχει ήδη λάβει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1049/2001. Συνεπώς, για καθαρά προληπτικούς λόγους επιδιώκουν οι αιτούσες να απαγορεύσει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων στην Επιτροπή να λάβει τέτοια απόφαση, πράγμα που ισοδυναμεί με προληπτικώς ασκούμενη προσφυγή με σκοπό να εμποδιστεί η Επιτροπή να ενεργήσει. Ωστόσο, οι αρμοδιότητες του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων συνίστανται στην άσκηση δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων που έχει ήδη εκδώσει η Επιτροπή ως διοικητική αρχή, δεν εκτείνονται όμως στην εκτίμηση ζητημάτων επί των οποίων δεν έχει ακόμα λάβει θέση το όργανο αυτό. Μια τέτοια εξουσία θα είχε ως συνέπεια την επίσπευση της συζητήσεως επί της ουσίας και τη σύγχυση των δύο διαδικασιών, της διοικητικής και της δικαστικής, η οποία θα ήταν ασυμβίβαστη με το σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 1996, T‑52/96 R, Sogecable κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑797, σκέψη 39). Συνεπώς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να παρεμποδίσει την Επιτροπή να ασκήσει τις διοικητικές εξουσίες της, προτού καν αυτή εκδώσει την οριστική πράξη της οποίας την εκτέλεση επιθυμούν να αποφύγουν οι αιτούσες, παρά μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2001, T‑216/01 R, Reisebank κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3481, σκέψη 52), περιστάσεις των οποίων τη συνδρομή δεν απέδειξαν οι αιτούσες στην υπό κρίση περίπτωση.

18      Επομένως, η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να κριθεί απαράδεκτη καθόσον αποσκοπεί, αφενός, στην αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που η απόφαση αυτή επιτρέπει, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της αποφάσεως του 2006, και, αφετέρου, στο να διαταχθεί η Επιτροπή να μην επιτρέψει την πρόσβαση αυτή.

 Επί της ουσίας

19      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία, αφενός, των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, εφόσον εκτιμά ότι τούτο επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως μιας προσβαλλομένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

20      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Συνεπώς, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας προσφυγής. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73).

21      Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και παραμένει ελεύθερος να καθορίσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, δεδομένου ότι κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για την εκτίμηση της αναγκαιότητας εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι‑2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 25].

22      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

23      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει καταρχάς να γίνει στάθμιση των συμφερόντων και να εξεταστεί κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος.

 Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων και επί του επείγοντος

24      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της σταθμίσεως των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να καθορίσει κατά πόσον το συμφέρον του αιτούντος τα προσωρινά μέτρα διαδίκου για τη χορήγηση των μέτρων αυτών υπερισχύει του συμφέροντος που αντιπροσωπεύει η άμεση εφαρμογή της επίμαχης πράξεως εξετάζοντας, ειδικότερα, αν η τυχόν ακύρωση της πράξεως αυτής από τον δικαστή που θα κρίνει την ουσία της διαφοράς θα επέτρεπε την αναστροφή της καταστάσεως που θα έχει προκαλέσει η άμεση εκτέλεσή της και, αντιστρόφως, αν η αναστολή της εκτελέσεως της εν λόγω πράξεως θα ήταν ικανή να εμποδίσει την πράξη να παραγάγει πλήρως το αποτέλεσμά της σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας προσφυγής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 1989, 76/89 R, 77/89 R και 91/89 R, RTE κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 1141, σκέψη 15, και της 26ης Ιουνίου 2003, C‑182/03 R και C‑217/03 R, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑6887, σκέψη 142).

25      Όσον αφορά, ειδικότερα, την προϋπόθεση του αναστρέψιμου της νομικής καταστάσεως που δημιουργείται με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων περιορίζεται στην εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μέλλουσας να εκδοθεί αποφάσεως επί της ουσίας [βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑7/04 P(R), Επιτροπή κατά Akzo και Akcros, Συλλογή 2004, σ. I‑8739, σκέψη 36]. Κατά συνέπεια, η διαδικασία αυτή έχει καθαρώς παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση προς την κύρια δίκη προς την οποία συναρτάται (διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 1996, T‑228/95 R, Lehrfreund κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑111, σκέψη 61), οπότε η απόφαση την οποία λαμβάνει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να προδικάζει τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας ούτε να την καθιστά μάταιη ως στερούμενη πρακτικής αποτελεσματικότητας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1991, C‑313/90 R, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑2557, σκέψη 24, και του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1995, T‑203/95 R, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2919, σκέψη 16).

26      Έπεται κατά λογική συνέπεια ότι το συμφέρον που επικαλείται ένας διάδικος στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι άξιο προστασίας στο μέτρο που ο διάδικος αυτός ζητεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να εκδώσει απόφαση η οποία, χωρίς να έχει καθαρώς προσωρινό χαρακτήρα, έχει ως αποτέλεσμα να προδικάζει τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας και την καθιστά μάταιη ως στερούμενη της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της. Για τον ίδιο αυτόν λόγο άλλωστε, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζητήθηκε από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει την «προσωρινή» δημοσιοποίηση πληροφοριών καθ’ υπόθεση εμπιστευτικών τις οποίες είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή κρίθηκε απαράδεκτη στο μέτρο που η διάταξη με την οποία θα γινόταν δεκτή η αίτηση αυτή θα ήταν ικανή να εξουδετερώσει εκ των προτέρων τις συνέπειες της επί της ουσίας αποφάσεως που επρόκειτο να εκδοθεί (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2012, T‑607/11 R, Henkel και Henkel France κατά Επιτροπής, σκέψεις 23 έως 25).

27      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο θα κληθεί να αποφανθεί, στο πλαίσιο της κύριας διαφοράς, επί του κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση –με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση των αιτουσών να μη προβεί στη δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών– πρέπει να ακυρωθεί, μεταξύ άλλων, λόγω παραβιάσεως του επαγγελματικού απορρήτου το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και λόγω μη τηρήσεως του απορρήτου των πληροφοριών τις οποίες οι αιτούσες παρέσχαν στην Επιτροπή με σκοπό να επωφεληθούν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων. Συναφώς, πρόδηλον είναι ότι, προς διατήρηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας μιας αποφάσεως ακυρώνουσας την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αιτούσες πρέπει να είναι σε θέση να εμποδίσουν την Επιτροπή να προβεί σε παράνομη δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών. Μια ακυρωτική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου θα ήταν μάταιη και άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας αν η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορριφθεί, καθόσον η απόρριψη αυτή θα είχε ως συνέπεια να επιτρέψει στην Επιτροπή την άμεση δημοσίευση των εν λόγω πληροφοριών και, ως εκ τούτου, να προδικάσει de facto το περιεχόμενο της μέλλουσας να εκδοθεί αποφάσεως επί της ουσίας, δηλαδή την απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως.

28      Οι σκέψεις αυτές δεν ανατρέπονται από το γεγονός ότι ακόμα και η πραγματική δημοσίευση των επιμάχων πληροφοριών δεν θα είχε πιθανώς ως αποτέλεσμα να στερήσει από τις προσφεύγουσες το έννομο συμφέρον προς ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, ο λόγος είναι, μεταξύ άλλων, ότι κάθε άλλη ερμηνεία θα εξαρτούσε το παραδεκτό της προσφυγής από την εκ μέρους της Επιτροπής δημοσιοποίηση ή μη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών και θα της επέτρεπε να αποφεύγει, με τη δημιουργία τελεσμένου, τον δικαστικό έλεγχο προβαίνοντας σε μια τέτοια δημοσιοποίηση έστω και αν αυτή ήταν παράνομη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Οκτωβρίου 2007, T‑474/04, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4225, σκέψεις 39 έως 41). Όμως, η τυπική διατήρηση εννόμου συμφέροντος για τις ανάγκες της διαφοράς της κύριας δίκης δεν εμποδίζει την ακυρωτική δικαστική απόφαση να καταστεί άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας για τις αιτούσες αν αυτή εκδοθεί μετά τη δημοσίευση των εν λόγω πληροφοριών.

29      Κατά συνέπεια, το συμφέρον της Επιτροπής στην απόρριψη της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να υποχωρήσει έναντι του συμφέροντος που επικαλούνται οι αιτούσες, ιδίως καθόσον η χορήγηση των ζητουμένων προσωρινών μέτρων θα συνεπαγόταν απλώς τη διατήρηση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, του status quo που υπήρχε επί πολλά έτη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα διάταξη RTE κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 15· βλ., επίσης, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2012, T‑341/12 R, Evonik Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 24).

30      Φαίνεται επείγον να προστατευθεί το συμφέρον που επικαλούνται οι αιτούσες, καθόσον κινδυνεύουν να υποστούν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Στο πλαίσιο αυτό, οι αιτούσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η κατάσταση που θα προέκυπτε από τη δημοσίευση του λεπτομερέστερου κειμένου της αποφάσεως του 2006 δεν θα μπορούσε πλέον να αναστραφεί. Μετά τη δημοσίευση των εμπιστευτικών πληροφοριών, τυχόν μεταγενέστερη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω παραβιάσεως του επαγγελματικού απορρήτου το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ δεν θα ανέτρεπε τα αποτελέσματα της δημοσιεύσεως. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα των αιτουσών σε ουσιαστική δικαστική προστασία θα καθίστατο κενό περιεχομένου αν οι επίμαχες πληροφορίες δημοσιοποιούνταν πριν από τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης,

31      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε περίπτωση που αποδειχθεί, στο πλαίσιο της κύριας διαφοράς, ότι η δημοσίευση που σχεδιάζει η Επιτροπή αφορά πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως των οποίων η δημοσιοποίηση δεν συνάδει με την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου, δυνάμει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ, οι αιτούσες θα μπορούσαν να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή, η οποία τους απονέμει θεμελιώδες δικαίωμα, προκειμένου να εναντιωθούν στη δημοσίευση αυτή.

32      Όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C‑450/06, Varec (Συλλογή 2008, σ. I‑581, σκέψεις 47 και 48), παραπέμποντας στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μπορεί να είναι αναγκαίο να απαγορευθεί η δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών που χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικές, προκειμένου να προστατευθεί το θεμελιώδες δικαίωμα μιας επιχειρήσεως στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) και από το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389, στο εξής: Χάρτης), διευκρινιζομένου ότι η έννοια της «ιδιωτικής ζωής» δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως αποκλείουσα την εμπορική δραστηριότητα των νομικών προσώπων. Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση ήταν δυνατόν να υποστεί «εξαιρετικά σοβαρή ζημία» σε περίπτωση αντικανονικής ανακοινώσεως ορισμένων πληροφοριών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Varec, σκέψη 54).

33      Δεδομένου ότι η Επιτροπή, σε περίπτωση απορρίψεως της παρούσας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, θα μπορούσε να προβεί σε άμεση δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών, υπάρχει κίνδυνος το θεμελιώδες δικαίωμα των αιτουσών στην προστασία των επαγγελματικών τους απορρήτων, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 7 του Χάρτη, να καταστεί, κατά τρόπο μη αναστρέψιμο, κενό περιεχομένου όσον αφορά τις εν λόγω πληροφορίες. Συγχρόνως, οι αιτούσες θα κινδύνευαν να απολέσουν το θεμελιώδες δικαίωμά τους στην άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη, αν επιτρεπόταν στην Επιτροπή να δημοσιεύσει τις εν λόγω πληροφορίες προτού το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτουσών κινδυνεύουν να βλαβούν σοβαρά και ανεπανόρθωτα, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της προϋποθέσεως του fumus boni juris (βλ., σχετικά με τη στενή σχέση μεταξύ της τελευταίας αυτής προϋποθέσεως και της προϋποθέσεως του επείγοντος, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 8ης Απριλίου 2008, T‑54/08 R, T‑87/08 R, T‑88/08 R και T‑91/08 R έως T‑93/08 R, Κύπρος κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 56 και 57), φαίνεται να υπάρχει επείγουσα ανάγκη να χορηγηθούν τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα (βλ., επίσης, προμνησθείσα διάταξη Evonik Degussa κατά Επιτροπής, σκέψεις 26 έως 28).

 Επί του fumus boni juris

34      Κατά πλήρως παγιωμένη νομολογία, η σχετική με το fumus boni juris προϋπόθεση πληρούται όταν ένας τουλάχιστον από τους λόγους που έχει προβάλει ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα προς στήριξη της κύριας προσφυγής κρίνεται, εκ πρώτης όψεως, εύλογος και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενος σοβαρού ερείσματος, καθόσον καταδεικνύει την ύπαρξη δυσχερών νομικών ζητημάτων η επίλυση των οποίων δεν είναι προφανής και, κατά συνέπεια, απαιτεί επισταμένη εξέταση, η οποία δεν μπορεί να γίνει από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο της κύριας δίκης, ή όταν η μεταξύ των διαδίκων συζήτηση αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρής νομικής διαφωνίας, η λύση της οποίας δεν είναι προφανής (διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑52/12 R, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C‑39/03 P‑R, Επιτροπή κατά Artegodan κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑4485, σκέψη 40).

35      Εν προκειμένω, υπενθυμίζοντας ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως του 2006, όπως δημοσιεύθηκε το 2007, υπήρξε προϊόν μιας μακράς διαδικασίας στη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, αφενός, το επαγγελματικό απόρρητο και τις θεμιτές προσδοκίες των επιχειρήσεων που υπήχθησαν στο καθεστώς της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον για διαφάνεια, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι, με τη δημοσίευση ενός περισσότερο λεπτομερούς κειμένου της αποφάσεως του 2006 περιέχοντος πληροφορίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, η Επιτροπή παραβαίνει την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, το άρθρο 30 του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την [ίδια] των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 123, σ. 18).

36      Παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 1985, 145/83, Adams κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3539, σκέψη 34), οι αιτούσες εκτιμούν ότι οι πληροφορίες τις οποίες παρέχουν οικειοθελώς οι επιχειρήσεις, ζητώντας την εμπιστευτική μεταχείρισή τους βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, καλύπτονται πράγματι από την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου δυνάμει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ. Με την προμνησθείσα απόφαση Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής (σκέψεις 64 και 66), το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ανακοίνωση περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων παρείχε προστασία στις πληροφορίες αυτές ως επιχειρηματικά απόρρητα. Η ίδια η Επιτροπή πρότεινε την εμπιστευτική μεταχείριση τέτοιων πληροφοριών σε πολυάριθμες υποθέσεις. Έτσι, η Επιτροπή, αναγνωρίζοντας ότι η δημοσιοποίηση πληροφοριών που προέρχονταν από αιτήσεις περί επιεικούς μεταχειρίσεως θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά τους αιτούντες, καθόσον θα τους δημιουργούσε σημαντικό μειονέκτημα στις περί αποζημιώσεως διαδικασίες που είχαν κινηθεί κατ’ αυτών, υπογράμμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, T‑437/08, CDC Hydrogene Peroxide κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑8251, σκέψη 57) και ενώπιον του Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, C‑404/10 P, Éditions Odile Jacob, σκέψη 115) ότι το συμφέρον στη μη δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών ήταν άξιο προστασίας στο μέτρο που ήταν ουσιώδες για τη λειτουργία του προγράμματος επιεικούς μεταχειρίσεως και της πολιτικής της για την καταστολή των συμπράξεων.

37      Οι αιτούσες προσάπτουν περαιτέρω στην Επιτροπή ότι παρέβη την ανακοίνωσή της περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, η οποία εγγυάται, στα σημεία 29, 32 και 33, ότι οι πληροφορίες που παρέχονται από τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο και ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να έχουν θεμιτές προσδοκίες ως προς το ζήτημα αυτό. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από την ανακοίνωση αυτή, η απόφαση δημοσιεύσεως ενός λεπτομερέστερου κειμένου της αποφάσεως του 2006 και δημοσιοποιήσεως, κατά τον τρόπο αυτόν, πληροφοριών που προέρχονται από την αίτηση περί επιεικούς μεταχειρίσεως την οποία υπέβαλαν οι αιτούσες παραβιάζει την προστασία την οποία παρέχει η ανακοίνωση περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων.

38      Κατά τις αιτούσες, το κείμενο της αποφάσεως του 2006 το οποίο δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2007 ανταποκρινόταν ήδη στον σκοπό της ενημερώσεως του κοινού για τους λόγους που υπαγόρευαν τις ενέργειες της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει «σχετικό συμφέρον και δικαιολογία» για την προβλεπόμενη λεπτομερέστερη δημοσίευση, που θα μπορούσε να υπερισχύσει των ατομικών θεμιτών προσδοκιών των αιτουσών όσον αφορά τον τελικό χαρακτήρα του κειμένου που είχε δημοσιευθεί το 2007 και την εμπιστευτική μεταχείριση των πληροφοριών που προέρχονταν από την αίτησή τους περί επιεικούς μεταχειρίσεως. Κατά τις αιτούσες, η δημοσίευση ενός λεπτομερέστερου κειμένου περισσότερο από τέσσερα έτη μετά την αρχική δημοσίευση παραβιάζει επίσης την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Αν η Επιτροπή επιθυμεί να μεταβάλει την παλαιά πρακτική της, η οποία συνίσταται στην προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που προέρχονται από αιτήσεις περί επιεικούς μεταχειρίσεως, οφείλει να το πράξει για τις μελλοντικές αιτήσεις και όχι αναδρομικώς όταν, όπως εν προκειμένω, η επίμαχη απόφαση έχει ήδη δημοσιευθεί από τεσσάρων και πλέον ετών.

39      Η Επιτροπή απαντά ότι η απόφασή της να προβεί στην επίδικη δημοσίευση είχε ήδη ληφθεί με το από 28 Νοεμβρίου 2011 έγγραφό της (βλ. ανωτέρω σκέψη 5) για λόγους διαφάνειας. Αν οι αιτούσες είχαν θεωρήσει παράνομη την απόφαση αυτή, έπρεπε να την είχαν προσβάλει με προσφυγή ακυρώσεως, και τούτο εντός της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Όμως, οι αιτούσες παρέλειψαν να το πράξουν. Εν πάση περιπτώσει, η προϋπόθεση της υπάρξεως fumus boni juris δεν πληρούται, καθόσον από κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν συνάγεται, εκ πρώτης όψεως, το βάσιμο της προσφυγής ακυρώσεως την οποία άσκησαν οι αιτούσες.

40      Παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Μαΐου 2006, T‑198/03, Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑1429, σκέψη 78), και στην προμνησθείσα απόφαση Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής (σκέψη 72), η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτούσες εύκολα μπορούσαν να πληροφορηθούν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού 1/2003 και την πάγια νομολογία επί της διατάξεως αυτής, είχε, καταρχήν, το δικαίωμα να δημοσιεύσει το σύνολο του περιεχομένου μιας τελικής αποφάσεως περί ανταγωνισμού. Συνεπώς, δεν υπήρξε εν προκειμένω ούτε παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου των αιτουσών ούτε παράβαση της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων ούτε παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η δημοσιοποίηση των επίμαχων πληροφοριών δεν μπορούσε να προξενήσει σοβαρή ζημία στις αιτούσες, δεδομένου ότι η καθ’ υπόθεση λιγότερο πλεονεκτική θέση τους στις περί αποζημιώσεως διαδικασίες που ενδέχεται να κινηθούν εναντίον τους κατόπιν της σχεδιαζομένης δημοσιεύσεως θα αποτελεί εύλογη συνέπεια της παραβατικής συμπεριφοράς τους. Επιπλέον, το συμφέρον των αιτουσών στη διατήρηση του απορρήτου των λεπτομερειών της συμμετοχής τους στην παράνομη συμπεριφορά δεν αξίζει να τύχει καμίας ιδιαίτερης προστασίας, λαμβανομένων υπόψη του συμφέροντος του κοινού να γνωρίζει το ευρύτερο δυνατόν τους λόγους της ενέργειας της Επιτροπής και του συμφέροντος των προσώπων που θίγονται από την παράβαση να γνωρίζουν τις λεπτομέρειές της προκειμένου να επικαλεσθούν, ενδεχομένως, τα δικαιώματά τους έναντι των επιχειρήσεων στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις.

41      Η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν είναι πλέον εμπιστευτικές ακόμα και πληροφορίες που υπήρξαν εμπιστευτικές αλλά χρονολογούνται από πέντε και πλέον ετών και πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρούνται ως παρωχημένες, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, αυτός που τις παρέσχε αποδείξει ότι, παρά την παλαιότητά τους, οι πληροφορίες αυτές εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής καταστάσεώς του ή αυτής κάποιου τρίτου. Όμως, όλες οι επίμαχες πληροφορίες χρονολογούνται από πενταετίας και πλέον. Ακόμα και αν ήταν εμπιστευτικές κατά τον χρόνο της διαβιβάσεώς τους, οι πληροφορίες θα πρέπει πλέον να θεωρούνται παρωχημένες, καθόσον οι αιτούσες δεν αποδεικνύουν ότι, παρά την παλαιότητά τους, οι πληροφορίες αυτές εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής καταστάσεώς τους ή αυτής κάποιου τρίτου.

42      Κατά την Επιτροπή, οι προμνησθείσες αποφάσεις Adams κατά Επιτροπής και Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η ανακοίνωση περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων προβλέπει την προστασία των πληροφοριών που προέρχονται από αιτήσεις περί επιεικούς μεταχειρίσεως, δυνάμει του επαγγελματικού απορρήτου. Τα σημεία 32 και 33 της ανακοινώσεως αυτής αφορούν μόνον τη δημοσιοποίηση εγγράφων και γραπτών δηλώσεων. Αντιθέτως, οι πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα αυτά δεν προστατεύονται γενικώς από τη δημοσιοποίηση. Η Επιτροπή, παραδεχόμενη ότι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, εναντιώθηκε στο παρελθόν στη δημοσιοποίηση ορισμένων «εγγράφων» παρασχεθέντων από επιχειρήσεις που ζητούσαν επιεική μεταχείριση όταν η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά εντός άλλων χωρών ή στο πλαίσιο άλλων δικαιοδοτικών συστημάτων, ή δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τους περιορισμούς της προσβάσεως στον φάκελο την οποία προβλέπει ο κανονισμός 1/2003, υποστηρίζει ότι, αντιθέτως, ουδέποτε παρέσχε τη διαβεβαίωση ότι δεν θα δημοσιοποιήσει «πληροφορίες» περιεχόμενες στα έγγραφα αυτά.

43      Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το σημείο 32 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων δεν προστατεύει τα έγγραφα που αφορούν την επιεική μεταχείριση παρά μόνον στο πλαίσιο «των σκοπών των επιθεωρήσεων και των ερευνών [της]» και όχι προς το ιδιωτικό συμφέρον των επιχειρήσεων που ζητούν την επιεική μεταχείριση μόνον όσον αφορά τη μη επιβολή προστίμων στις υποθέσεις συμπράξεων ή τη μείωσή τους, τις οποίες δικαιούνται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η Επιτροπή, για να διαφυλάξει την ελκυστικότητα του προγράμματός της όσον αφορά την επιεική μεταχείριση, μπορεί να κρίνει αναγκαίο, σε ειδικές περιπτώσεις, να θέσει τις επιχειρήσεις που ζήτησαν επιεική μεταχείριση στην ίδια μοίρα με άλλους παραβάτες, μη επιτρέποντας την πρόσβαση στις αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο της αιτήσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως. Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις που ζητούν την επιεική μεταχείριση δεν μπορούν να ευνοούνται σε σχέση προς τους λοιπούς συμμετέχοντες στη σύμπραξη με την απόκρυψη ενός μέρους της παραβατικής συμπεριφοράς τους, δεδομένου ότι το απόρρητο αυτό θα συνεπαγόταν υπερβολικό μειονέκτημα για τους τρίτους που βλάπτονται από τη σύμπραξη και οι οποίοι έχουν θεμιτό συμφέρον να ζητήσουν αποζημίωση. Η δημοσιοποίηση τέτοιων αυτοενοχοποιητικών δηλώσεων εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Η δυνατότητα των ιδιωτών να τις επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, η οποία διευκολύνεται από τη δημοσιοποίηση αυτή, αποτελεί έναν από τους πυλώνες του συστήματος που εξασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου του ανταγωνισμού.

44      Συναφώς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαπιστώνει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι το έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2011 είχε χαρακτήρα αποφάσεως, αποβλέπει είτε στην αμφισβήτηση, στο πλαίσιο του fumus boni juris, του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως με την οποία συναρτάται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απλώς επιβεβαιώνει την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2011 η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη), είτε στο να υποστηρίξει ότι οι αιτούσες δεν έχουν πλέον δικαίωμα να επικαλεστούν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα πληροφοριών που οι ίδιες παρέσχαν κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων. Εν πάση περιπτώσει, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής πρέπει, prima facie, να απορριφθεί. Πράγματι, με το από 15 Μαρτίου 2012 έγγραφό της (βλ. ανωτέρω σκέψη 6) η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε τον οριστικό χαρακτήρα μιας αποφάσεως η οποία, στις 28 Νοεμβρίου 2011, ήδη είχε απορρίψει την αίτηση περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως την οποία είχαν υποβάλει οι αιτούσες,, αλλά, αντιθέτως, τις κάλεσε να απευθυνθούν στον σύμβουλο ακροάσεων σε περίπτωση που ενέμεναν στην αίτηση αυτή. Επιπλέον, με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 31ης Μαΐου 2012 (βλ. ανωτέρω σκέψη 10), η Επιτροπή επιβεβαίωσε ρητώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελούσε την τελική θέση της επί του θέματος.

45      Συνεπώς, τίποτε δεν εμποδίζει την πλήρη εξέταση του fumus boni juris της προσφυγής ακυρώσεως την οποία έχουν ασκήσει οι αιτούσες.

46      Όπως ήδη αναφέρθηκε στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων, η επί της ουσίας απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί θα πρέπει να κρίνει, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλει το δικαίωμα των αιτουσών στο επαγγελματικό απόρρητο, το οποίο εγγυώνται το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 7 του Χάρτη, διότι η δημοσίευση την οποία προβλέπει η Επιτροπή περιλαμβάνει στοιχεία που οι αιτούσες τής γνωστοποίησαν βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων και τα οποία, κατά συνέπεια, ως εκ της προελεύσεως και του περιεχομένου τους, συνιστούν εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες πρέπει να προστατεύονται από τυχόν δημοσίευση.

47      Αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η Επιτροπή, η νομολογία δεν επιτρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, το οποίο, απεναντίας, απαιτεί επισταμένη εξέταση στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ιδίως διότι τα ζητήματα που θέτει η εμπιστευτική μεταχείριση των αιτήσεων περί επιεικούς μεταχειρίσεως (στο εξής: προβληματική που άπτεται της επιεικούς μεταχειρίσεως) δεν αντιμετωπίζονται ρητώς ούτε στον κανονισμό 1/2003 ούτε στον κανονισμό 1049/2001.

48      Πράγματι, καμία από τις αποφάσεις που επικαλούνται ειδικά οι διάδικοι –προμνησθείσες αποφάσεις Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob και Adams κατά Επιτροπής– δεν αφορά την προβληματική που άπτεται της επιεικούς μεταχειρίσεως. Όσον αφορά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2012, T‑344/08, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής (σκέψεις 8 και 148), κατά την οποία, σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001, στους θιγέντες από μια σύμπραξη δεν μπορεί να μην επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφα που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως, καθόσον το συμφέρον μιας εταιρίας που μετείχε σε σύμπραξη να αποφύγει αγωγές αποζημιώσεως δεν συνιστά άξιο προστασίας συμφέρον, αρκεί η παρατήρηση ότι η απόφαση αυτή δεν έχει ακόμα καταστεί απρόσβλητη, καθόσον η αναίρεση την οποία άσκησε η Επιτροπή εκκρεμεί ακόμα ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C‑365/12 P).

49      Εξάλλου, στην απόφαση της 14ης Ιουνίου 2011, C‑360/09, Pfleiderer (Συλλογή 2011, σ. Ι‑5161, σκέψη 30), που αφορούσε το ζήτημα της γενικής προσβάσεως προσώπου που έχει βλαβεί από σύμπραξη στα έγγραφα που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως και βρίσκονται στην κατοχή των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, το Δικαστήριο περιορίστηκε να αναφέρει ότι το εθνικό δικαστήριο όφειλε να σταθμίσει τα συμφέροντα που δικαιολογούν, αφενός, την ανακοίνωση και, αφετέρου, την προστασία των πληροφοριών που παρασχέθηκαν οικειοθελώς από τον αιτούντα την υπαγωγή του σε καθεστώς επιείκειας, ενώ, με τις προτάσεις τις οποίες ανέπτυξε στην υπόθεση αυτή στις 16 Δεκεμβρίου 2010, ο γενικός εισαγγελέας J. Mazák εκφράστηκε, καταρχήν, κατά της προσβάσεως στις δηλώσεις, και τα σχετικά με αυτές έγγραφα, στις οποίες είχαν προβεί οικειοθελώς οι υποψήφιοι να υπαχθούν σε καθεστώς επιείκειας και με τις οποίες αναγνώριζαν πράγματι ότι είχαν συμμετάσχει σε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

50      Κατά συνέπεια, το νομικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας δεν έχει ακόμα αποτελέσει το αντικείμενο απρόσβλητης αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης. Στο ζήτημα αυτό πρέπει να δοθεί απάντηση βάσει ερμηνείας όλων των σχετικών διατάξεων, συμπεριλαμβανομένης της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων. Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, η νομολογία που αφορά τον κανονισμό 1049/2001 είναι επίσης σημαντική ως προς το θέμα αυτό, καθόσον μάλιστα η ίδια η Επιτροπή αναφέρεται στον κανονισμό αυτό στο σημείο 32 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων και στο από 28 Νοεμβρίου 2011 έγγραφό της (βλ. ανωτέρω σκέψη 5). Στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας, θα πρέπει τουλάχιστον να εξεταστεί κατά πόσον, αφενός, η σχετική με τον κανονισμό 1/2003 νομολογία και, αφετέρου, η σχετική με τον κανονισμό 1049/2001 νομολογία αφήνουν να διαφανούν τυχόν διαφορές εκτιμήσεως όσον αφορά την προβληματική που άπτεται της επιεικούς μεταχειρίσεως και, αν ναι, πώς οι διαφορές αυτές μπορούν να υπερπηδηθούν.

51      Στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας, θα πρέπει επίσης να εξεταστεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας σύμφωνα με την οποία το συμφέρον των αιτουσών στην τήρηση του απορρήτου των πληροφοριών που είχαν παράσχει ως αιτούσες την επιεική μεταχείριση δεν είναι άξιο προστασίας, καθόσον το πρόγραμμα επιείκειας της Επιτροπής περιλαμβάνει επαρκές κίνητρο προσφέροντας προοπτικές μειώσεως του προστίμου, οπότε η Επιτροπή δεν βλέπει καμία ανάγκη να ευνοηθούν περισσότερο οι αιτούντες την επιεική μεταχείριση. Ενδέχεται η επιχειρηματολογία αυτή να παραβλέπει το ότι ένας αιτών την επιεική μεταχείριση κινδυνεύει να μην του χορηγηθεί σημαντική μείωση του ποσού του προστίμου του, παρά την ομολογία του και τη γνωστοποίηση επιβαρυντικών γι’ αυτόν στοιχείων, αν άλλα μέλη της συμπράξεως προηγήθηκαν ενημερώνοντας σχετικά την Επιτροπή.

52      Συναφώς, θα πρέπει, ενδεχομένως, να ληφθεί υπόψη η απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1992, C‑67/91, Asociación Española de Banca Privada κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. I‑4785, σκέψεις 52 και 53), σύμφωνα με την οποία το όφελος από τη μείωση του ποσού του προστίμου για την επιχείρηση που γνωστοποίησε τη συμμετοχή της σε σύμπραξη συνιστά το αντιστάθμισμα στον κίνδυνο που διατρέχει η επιχείρηση αυτή αποκαλύπτοντας η ίδια τη σύμπραξη, λόγω του ότι εκτίθεται στον κίνδυνο να μην της χορηγηθεί η ζητουμένη μείωση του ποσού του προστίμου και να της επιβληθεί πρόστιμο για τις προγενέστερες της γνωστοποιήσεως ενέργειές της. Κατά το Δικαστήριο, αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να χρησιμοποιούν, ως αποδεικτικά μέσα, τις πληροφορίες που περιέχονται στις γνωστοποιήσεις αυτές για να δικαιολογήσουν κυρώσεις βάσει του εθνικού δικαίου, αυτό θα μείωνε ουσιωδώς το περιεχόμενο του πλεονεκτήματος που παρέχεται στις γνωστοποιούσες επιχειρήσεις. Εξ αυτού το Δικαστήριο συνήγαγε ότι απαγορεύεται η χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών.

53      Όταν η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι επίμαχες πληροφορίες χρονολογούνται όλες ανεξαιρέτως από πενταετίας και πλέον, οπότε έχουν εν πάση περιπτώσει απολέσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους, μπορεί όντως να επικαλεστεί τη νομολογία σχετικά με την εμπιστευτική μεταχείριση των εγγράφων που πρέπει να κοινοποιούνται στον παρεμβαίνοντα σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά τη νομολογία αυτή, πληροφορίες σχετικές με τις επιχειρήσεις οι οποίες ήταν απόρρητες ή εμπιστευτικές αλλά είναι παλαιότερες της πενταετίας πρέπει, κατά κανόνα, να θεωρούνται παρωχημένες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2005, T‑383/03, Hynix Semiconductor κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑621, σκέψη 60, και του προέδρου του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2012, T‑108/07, Spira κατά Επιτροπής, σκέψη 65), διότι έχουν απολέσει την εμπορική αξία τους. Ωστόσο, στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας, θα πρέπει να εξεταστεί αν αυτή η εκτίμηση, η οποία φαίνεται να αφορά ιδίως τις επιχειρήσεις που είναι διάδικοι και βρίσκονται σε κατάσταση οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ τους, μπορεί να προσαρμοστεί και στην υπό κρίση περίπτωση, η οποία αφορά τη δημοσίευση λεπτομερών πληροφοριών σχετικών με παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, οι οποίες, έστω και αν είναι παλαιές, θα μπορούσαν να είναι σημαντικές για τους ζημιωθέντες από τη σύμπραξη καθόσον είναι ικανές, στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως κατά των αιτουσών, να τους διευκολύνουν στην έκθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών για τον καθορισμό του ύψους της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας.

54      Στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας, θα πρέπει επίσης να εξεταστεί κατά πόσον οι αιτούσες, τον Μάρτιο του 2003, όταν ανακοίνωσαν τις επίμαχες πληροφορίες στην Επιτροπή στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, μπορούσαν να υπολογίζουν στο ότι οι πληροφορίες αυτές θα ετύγχαναν, ως κατ’ ουσίαν εμπιστευτικές πληροφορίες, διαρκούς προστασίας από τη δημοσίευση. Συναφώς, είναι θεμιτό να θεωρηθεί, εκ πρώτης όψεως, ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, η θέση της Επιτροπής όσον αφορά την προβληματική που άπτεται της επιεικούς μεταχειρίσεως αντιστοιχούσε, κατ’ ουσίαν, στην κατωτέρω εκτιθέμενη, την οποία η Επιτροπή υποστήριξε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση CDC Hydrogene Peroxide κατά Επιτροπής (σκέψη 31): ο κίνδυνος ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως αποτελεί σοβαρή ζημία, ικανή να οδηγήσει, στο μέλλον, τις επιχειρήσεις που μετέχουν σε σύμπραξη να μη συνεργάζονται μαζί της, λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου των επιχειρήσεων που συνεργάζονται με την Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα των συμπράξεων μπορεί να θιγεί με αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα στηριζόμενη αποκλειστικά σε συμφέροντα ιδιωτικού δικαίου. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής (σκέψη 70), η Επιτροπή επέκτεινε τη θέση αυτή και στις διαδικασίες εφαρμογής του κανονισμού 1/2003, υπό την έννοια ότι οι συμμετέχοντες σε σύμπραξη οι οποίοι της αποκαλύπτουν οικειοθελώς πληροφορίες μπορούν θεμιτώς να προσδοκούν ότι δεν θα δημοσιοποιήσει τα σχετικά έγγραφα και ότι τα έγγραφα αυτά θα χρησιμοποιηθούν μόνον προς τον σκοπό της διαδικασίας όσον αφορά τον ανταγωνισμό, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, ακόμα κατά το παρελθόν έτος, η Επιτροπή εναντιώθηκε σε παρόμοιες αιτήσεις ανακοινώσεως που υποβλήθηκαν από δικαστήρια κρατών μελών και τρίτων κρατών επικαλεσθείσα παρόμοιους λόγους.

55      Ο δικαστής της ουσίας θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον οι αιτούσες, τον Μάρτιο του 2003, μπορούσαν να θεωρούν ότι η θέση αυτή όσον αφορά την προστασία των πληροφοριών που ανακοινώνονται στο πλαίσιο αιτήσεων περί επιεικούς μεταχειρίσεως, την οποία υπερασπίζεται πολύ σταθερά η Επιτροπή, επηρεάζει και την ερμηνεία του σημείου 32 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων. Κατά τη διάταξη αυτή, η Επιτροπή δεν δημοσιοποιεί, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, τα «[έγγραφα] που έχει λάβει στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης». Λαμβανομένων υπόψη, συγχρόνως, του θεμελιώδους δικαιώματος στο επαγγελματικό απόρρητο και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θα μπορούσε να θεωρηθεί τυπολατρικός ο περιορισμός αυτής της προστασίας μόνο στα «έγγραφα» στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός 1049/2001, ενώ ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει μια τέτοια προστασία καλύπτει επίσης, και τούτο ακόμα και στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, και την πλήρη δημοσίευση πληροφοριών και χωρίων που προέρχονται από τέτοια έγγραφα. Τέλος, θα πρέπει να εξεταστεί, συναφώς, σε ποιο βαθμό η θέση την οποία υποστηρίζει εν προκειμένω η Επιτροπή, και σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή του δικαίου των συμπράξεων μέσω αγωγών αποζημιώσεως αποτελεί μέρος των κυρώσεων που επιβάλλονται για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού υπό την έννοια του σημείου 33 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας των επιχειρήσεων, συμβιβάζεται με τη θέση την οποία υποστήριξε στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προμνησθείσες αποφάσεις EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής και CDC Hydrogene Peroxide κατά Επιτροπής.

56      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση υπόθεση θέτει περίπλοκα νομικά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθούν ως στερούμενα σημασίας και των οποίων η λύση απαιτεί επισταμένη εξέταση στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η ύπαρξη fumus boni juris (βλ., επίσης, προμνησθείσα διάταξη Evonik Degussa κατά Επιτροπής, σκέψεις 38 έως 50).

57      Επομένως, δεδομένου ότι πληρούνται όλες οι συναφείς προϋποθέσεις, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και να χορηγηθούν προσωρινά μέτρα που θα απαγορεύουν στην Επιτροπή να δημοσιεύσει τις επίμαχες πληροφορίες.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως C(2012) 3533 της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2012, περί απορρίψεως της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως την οποία υπέβαλαν οι Akzo Nobel NV, Akzo Nobel Chemicals Holding AB και Eka Chemicals AB, δυνάμει του άρθρου 8 της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (Υπόθεση COMP/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας).

2)      Διατάσσει την Επιτροπή να μη δημοσιεύσει ένα κείμενο της αποφάσεως 2006/903/ΕΚ, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των Akzo Nobel, Akzo Nobel Chemicals Holding, EKA Chemicals, Degussa AG, Edison SpA, FMC Corporation, FMC Foret S.A., Kemira OYJ, L’Air Liquide SA, Chemoxal SA, Snia SpA, Caffaro Srl, Solvay SA/NV, Solvay Solexis SpA, Total SA, Elf Aquitaine SA και Arkema SA (Υπόθεση COMP/F/C.38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), περισσότερο λεπτομερές, όσον αφορά τις Akzo Nobel, Akzo Nobel Chemicals Holding και EKA Chemicals, από εκείνο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της τον Σεπτέμβριο του 2007.

3)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά τα λοιπά.

4)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 16 Νοεμβρίου 2012.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.