Language of document : ECLI:EU:T:2014:858

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2014 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού εικονιστικού σήματος που αναπαριστά αστέρι μέσα σε κύκλο — Προγενέστερο κοινοτικό εικονιστικό σήμα και προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα που αναπαριστούν αστέρι μέσα σε κύκλο — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Έκπτωση από το δικαίωμα επί του προγενέστερου κοινοτικού σήματος — Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος — Δεν συντρέχει λόγος για μερική κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση T‑342/12,

Max Fuchs, κάτοικος Freyung (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από την C. Onken, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον J. Crespo Carrillo,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Les Complices SA, με έδρα το Montreuil‑sous‑Bois (Γαλλία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 8ης Μαΐου 2012 (υπόθεση R 2040/2011‑5), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των Les Complices SA και Max Fuchs,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni (εισηγητή) και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Νοεμβρίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Μαρτίου 2013,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Ιουνίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 28 Δεκεμβρίου 2006, ο προσφεύγων, Max Fuchs, υπέβαλε ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθείς από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 18, 24, 25 και 26 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 18: «Είδη άθλησης και δραστηριοτήτων αναψυχής, ήτοι τσάντες, τσάντες ώμου, σακίδια πλάτης»·

–        κλάση 24: «Υφάσματα και είδη υφαντουργίας, ήτοι σήματα που κατασκευάζονται με τα προπαρατεθέντα προϊόντα»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, ιδίως εξωτερικά ενδύματα, παντελόνια, σακάκια, υποκάμισα, κοντομάνικα μπλουζάκια, γιλέκα, ανοράκ, πουλόβερ, μακρυμάνικες αθλητικές μπλούζες, παλτά, κάλτσες, εσώρουχα, κασκόλ, προστατευτικά περιλαίμια και γάντια, είδη πιλοποιίας, υποδήματα, μπότες, ζώνες»·

–        κλάση 26: «Κουμπιά, φερμουάρ, διακριτικά σήματα, κορδέλες, αγκράφες ζώνης».

4        Η αίτηση κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων υπ’ αριθ. 36/2007 της 23ης Ιουλίου 2007.

5        Στις 22 Οκτωβρίου 2007, η εταιρία Les Complices SA άσκησε ανακοπή δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009) κατά της καταχωρίσεως του αιτούμενου σήματος για όλα τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν, πρώτον, στο προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω και το οποίο δηλώνει μεταξύ άλλων τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 24 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        Κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, τσάντες χειρός, βραδινές τσάντες, αθλητικοί σάκοι, σάκοι ταξιδίου, χαρτοφύλακες, πουγκιά, πορτοφόλια για κέρματα, θήκες για κάρτες, θήκες για βιβλιάρια επιταγών, πορτοφόλια για χαρτονομίσματα, σχολικές τσάντες, ταξιδιωτικά μπαούλα και τσάντες· αλεξιβρόχια, αλεξήλια, δερμάτινα λουριά για σκύλους»·

–        Κλάση 24: «Υφάσματα και είδη υφαντουργίας· κουρτίνες και τάπητες τοίχου από ύφασμα· λευκά είδη για το μπάνιο, πετσέτες μπάνιου, γάντια μπάνιου και πετσέτες ντεμακιγιάζ από ύφασμα· λευκά είδη κρεββατοκάμαρας, κουβέρτες, σεντόνια, μαξιλαροθήκες, παπλώματα, κουβέρτες ταξιδίου, υπνόσακοι· μη χάρτινα λευκά είδη τραπεζαρίας, μη χάρτινα τραπεζομάντηλα, μη χάρτινα σετ τραπεζιού και υφασμάτινες πετσέτες φαγητού».

Image not found

7        Δεύτερον, η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο εικονιστικό γαλλικό σήμα το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω και το οποίο δηλώνει μεταξύ άλλων τα προϊόντα της κλάσεως 25 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ενδύματα, υποδήματα και είδη πιλοποιίας».

Image not found

8        Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής ήταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009) και στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009).

9        Στις 17 Φεβρουαρίου 2011, ο προσφεύγων περιόρισε την αίτηση κοινοτικού σήματος στα εξής προϊόντα:

–        κλάση 18: «Είδη δραστηριοτήτων αναψυχής, ήτοι τσάντες, τσάντες ώμου, σακίδια πλάτης, πλην των αθλητικών σάκων»·

–        κλάση 24: «Υφάσματα και είδη υφαντουργίας, ήτοι σήματα που κατασκευάζονται με τα προπαρατεθέντα προϊόντα»·

–        κλάση 25: «Στρατιωτικά και εξωτερικά ενδύματα, που κατασκευάζονται με τεχνικά υφάσματα και άλλα τεχνικά στοιχεία και στα οποία περιλαμβάνονται παντελόνια, σακάκια, υποκάμισα, κοντομάνικα μπλουζάκια, γιλέκα, ανοράκ, πουλόβερ, μακρυμάνικες αθλητικές μπλούζες, παλτά, κάλτσες, εσώρουχα, κασκόλ, προστατευτικά περιλαίμια και γάντια· είδη πιλοποιίας, ζώνες».

10      Στις 30 Ιουνίου 2011, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή όσον αφορά τα προϊόντα της κλάσεως 24 και δέχθηκε την ανακοπή για όλα τα υπόλοιπα προϊόντα.

11      Στις 9 Αυγούστου 2011, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, κατά το μέτρο που η απόφαση αυτή ήταν δυσμενής για τον ίδιο.

12      Με απόφαση της 8ης Μαΐου 2012 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πέμπτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Ειδικότερα, έχοντας εκτιμήσει ότι το οικείο κοινό συνίστατο στον μέσο καταναλωτή όλων των κρατών μελών της Ένωσης για τα προϊόντα της κλάσεως 18, και στον μέσο Γάλλο καταναλωτή για τα προϊόντα της κλάσεως 25, έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων ως προς τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25, για τον λόγο ότι τα προϊόντα αφενός ήταν ταυτόσημα ή ομοειδή, τα σημεία αφετέρου ήταν όμοια από οπτικής απόψεως και ταυτόσημα από εννοιολογικής απόψεως, από ηχητικής απόψεως δε, έστω και αν η σύγκριση δεν ήταν καταρχήν δυνατή, οι καταναλωτές ενδέχετο να αναφερθούν στα αντιπαρατιθέμενα σημεία δηλώνοντάς τα με τον όρο «αστέρι». Σε ό,τι αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, το πέμπτο τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι το πεντάκτινο αστέρι αποτελούσε βεβαίως το πλέον κοινώς χρησιμοποιούμενο σημείο για την απεικόνιση ενός αστεριού. Εντούτοις, έκρινε ότι οι ασήμαντες οπτικές διαφορές μεταξύ των σημείων καθώς και η εννοιολογική τους ταύτιση εξακολουθούσαν να συνεπάγονται κίνδυνο συγχύσεως για κοινό με μέσο βαθμό προσοχής.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την ανακοπή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και τον αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα δικαστικά έξοδα.

14      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Νοεμβρίου 2013, ο προσφεύγων αφενός ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο για την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013 με την οποία το τμήμα ακυρώσεων του ΓΕΕΑ κήρυξε την έκπτωση από το δικαίωμα επί του προγενέστερου κοινοτικού σήματος από τις 24 Ιουνίου 2013 και, αφετέρου, επισήμανε ότι η ανακοπή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως άνευ αντικειμένου καθόσον στηριζόταν στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα. Το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από το ΓΕΕΑ να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του ως άνω αιτήματος περί καταργήσεως της δίκης.

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 2013, το ΓΕΕΑ επισήμανε ότι η από 24 Οκτωβρίου 2013 απόφαση του τμήματος ακυρώσεων ήταν ακόμη δυνατόν να προσβληθεί ενώπιον του τμήματος προσφυγών και δεν είχε ακόμη τελεσιδικήσει. Το ΓΕΕΑ υπογράμμισε ότι εν πάση περιπτώσει το Γενικό Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο γαλλικό σήμα.

17      Σε απάντηση ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το ΓΕΕΑ δήλωσε εξάλλου, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 13 Ιανουαρίου 2014, ότι η από 24 Οκτωβρίου 2013 απόφαση του τμήματος ακυρώσεων του ΓΕΕΑ είχε τελεσιδικήσει, εφόσον ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ δεν είχε ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτής εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 60 του κανονισμού 207/2009 προθεσμίας. Το ΓΕΕΑ δεν διευκρίνισε ποιες ήταν οι δικονομικές συνέπειες που θα έπρεπε να συναγάγει το Γενικό Δικαστήριο από την τελεσιδικία της εν λόγω αποφάσεως.

18      Με διάταξη της 9ης Ιανουαρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

19      Με απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, το τμήμα ακυρώσεων του ΓΕΕΑ κήρυξε την έκπτωση από το δικαίωμα επί του προγενέστερου κοινοτικού σήματος από τις 24 Ιουνίου 2013, βάσει των διατάξεων του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009. Η ως άνω απόφαση τελεσιδίκησε, εφόσον η εταιρία Les Complices, αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών, δεν άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 60 του κανονισμού 207/2009 προθεσμίας. Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι το ως άνω προγενέστερο κοινοτικό σήμα αποτελούσε το μοναδικό έρεισμα της ανακοπής την οποία άσκησε ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τα προϊόντα της κλάσεως 18.

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Νοεμβρίου 2013, ο προσφεύγων επισήμανε ότι η ανακοπή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως άνευ αντικειμένου κατά το μέτρο που στηριζόταν στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ότι ενέμενε πάντως καθ’ ολοκληρίαν στο αίτημά του περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ακόμη και κατά το μέτρο που η εν λόγω απόφαση στηριζόταν στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα.

21      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ επίσης τόνισε ότι η έκπτωση από το δικαίωμα επί του προγενέστερου κοινοτικού σήματος εχώρησε μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά συνέπεια το Γενικό Δικαστήριο εξακολουθούσε να είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της προσφυγής στο σύνολό της.

22      Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αν εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος κατά το μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση αποφαίνεται επί της ανακοπής η οποία στηρίζεται στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα, όσον αφορά τα προϊόντα της κλάσεως 18. Ειδικότερα, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής, ιδίως δε το ζήτημα της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, περιλαμβάνονται μεταξύ των λόγων απαραδέκτου δημοσίας τάξεως (διατάξεις της 7ης Οκτωβρίου 1987, d. M. κατά Συμβουλίου και CES, 108/86, Συλλογή, EU:C:1987:426, σκέψη 10, και της 10ης Μαρτίου 2005, Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑228/00, T‑229/00, T‑242/00, T‑243/00, T‑245/00 έως T‑248/00, T‑250/00, T‑252/00, T‑256/00 έως T‑259/00, T‑265/00, T‑267/00, T‑268/00, T‑271/00, T‑274/00 έως T‑276/00, T‑281/00, T‑287/00 και T‑296/00, Συλλογή, EU:T:2005:90, σκέψη 22), το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αυτεπαγγέλτως αν ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

23      Πρέπει επομένως να κριθεί αν, μετά την έκπτωση από το δικαίωμα επί του προγενέστερου κοινοτικού σήματος, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που στηρίζεται στο ως άνω σήμα είναι ακόμη δυνατόν να αποφέρει όφελος στον προσφεύγοντα. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται ως απαράδεκτη. Το εν λόγω αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως καταργείται η δίκη, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2007, Wilfer κατά ΓΕΕΑ, C‑301/05 P, EU:C:2007:91, σκέψη 19, και απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:322, σκέψη 42). Αν το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος εκλείψει διαρκούσης της διαδικασίας, μια απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της ουσίας δεν μπορεί να του αποφέρει όφελος (προπαρατεθείσα απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, EU:C:2007:322, σκέψη 43). Το γεγονός όμως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη ανίσχυρη μετά την άσκηση της προσφυγής δεν σημαίνει, αφεαυτού, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπείχε υποχρέωση καταργήσεως της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου ή εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο εκδόσεως της δικής του αποφάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, EU:C:2007:322, σκέψη 47).

24      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η έκπτωση από το δικαίωμα επί του σήματος που αποτελεί το έρεισμα ανακοπής, όταν δεν επέρχεται παρά μετά την απόφαση του τμήματος προσφυγών η οποία δέχεται τη στηριζόμενη στο εν λόγω σήμα ανακοπή, δεν συνιστά ανάκληση ούτε κατάργηση της ως άνω αποφάσεως. Ειδικότερα, όπως άλλωστε υπενθύμισε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην περίπτωση της εκπτώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το κοινοτικό σήμα θεωρείται ότι έχει παύσει να παράγει, από την ημερομηνία της αιτήσεως για την έκπτωση, τα αποτελέσματα που προβλέπονται στον ως άνω κανονισμό. Μέχρι όμως την ημερομηνία αυτή ίσχυαν για το κοινοτικό σήμα όλα τα συναφή προς την ως άνω προστασία αποτελέσματα τα οποία προβλέπονται στο τμήμα 2 του κανονισμού αυτού. Επομένως, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το προγενέστερο κοινοτικό σήμα παρήγε όντως όλα τα αποτελέσματα που προβλέπονταν από τις ως άνω διατάξεις. Συνεπώς, το να θεωρηθεί ότι το αντικείμενο της διαφοράς εκλείπει όταν εκδίδεται, εκκρεμούσης της διαδικασίας, απόφαση περί εκπτώσεως θα σήμαινε ότι το Γενικό Δικαστήριο θα ελάμβανε υπόψη λόγους που ανέκυψαν μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίοι ούτε επηρεάζουν τη βασιμότητα της ως άνω αποφάσεως ούτε έχουν συνέπειες για τη διαδικασία ανακοπής της οποίας η παρούσα δίκη αποτελεί την κατάληξη.

25      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν όφειλε, στο πλαίσιο προσφυγής κατ’ αποφάσεως του τμήματος προσφυγών αφορώσας διαδικασία ανακοπής, να λάβει υπόψη μεταγενέστερη απόφαση περί εκπτώσεως αφορώσα το σήμα επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή, εφόσον η απόφαση περί εκπτώσεως δεν μπορούσε να παραγάγει αποτελέσματα για την προηγούμενη χρονική περίοδο [απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2008, Group Lottuss κατά ΓΕΕΑ — Ugly (COYOTE UGLY), T‑161/07, EU:T:2008:473, σκέψεις 47 έως 50]. Σε άλλη απόφαση, στην οποία η ισχύς της καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος είχε λήξει μετά την απόφαση του τμήματος προσφυγών [απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Cadila Healthcare κατά ΓΕΕΑ — Novartis (ZYDUS), T‑288/08, EU:T:2012:124, σκέψεις 21 έως 23] και την οποία επικύρωσε το Δικαστήριο (διάταξη της 8ης Μαΐου 2013, Cadila Healthcare κατά ΓΕΕΑ, C‑268/12 P, EU:C:2013:296, σκέψη 33), το Γενικό Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι το αίτημα περί καταργήσεως της δίκης έπρεπε να απορριφθεί.

26      Δεύτερον, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο, η ex tunc εξαφάνισή της θα μπορούσε να αποφέρει στον προσφεύγοντα όφελος το οποίο δεν θα του παρείχε η διαπίστωση περί καταργήσεως της δίκης. Ειδικότερα, αν το Γενικό Δικαστήριο καταργούσε μερικώς τη δίκη ως προς τα προϊόντα της κλάσεως 18, ο προσφεύγων θα είχε μόνο τη δυνατότητα να υποβάλει ενώπιον του ΓΕΕΑ νέα αίτηση καταχωρίσεως του σήματός του, χωρίς να είναι πλέον δυνατόν να ασκηθεί ανακοπή κατά της ως άνω αιτήσεως επί τη βάσει του προγενέστερου κοινοτικού σήματος του οποίου ο δικαιούχος εξέπεσε των δικαιωμάτων του. Αντιθέτως, αν το Γενικό Δικαστήριο αποφαινόταν επί της ουσίας και δεχόταν την προσφυγή σε ό,τι αφορούσε τα ως άνω προϊόντα, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, δεν θα υπήρχε κανένα εμπόδιο για την καταχώριση του αιτούμενου σήματος.

27      Τρίτον, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων, αφενός, της ανακλήσεως της ανακοπής, που γίνεται με πρωτοβουλία του ανακόπτοντος και με την οποία αίρονται όλα τα εμπόδια για την καταχώριση του αιτούμενου σήματος, και, αφετέρου, της εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του σήματος, την οποία ζητεί τρίτος και της οποίας τα αποτελέσματα περιορίζει το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Έτσι, η λύση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο για την περίπτωση της ανακλήσεως της ανακοπής κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του διαδικασίας και η οποία συνίστατο στο να κρίνει ως άνευ αντικειμένου το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της ανακοπής από τμήμα προσφυγών [διάταξη της 3ης Ιουλίου 2003, Lichtwer Pharma κατά ΓΕΕΑ — Biofarma (Sedonium), T‑10/01, Συλλογή, EU:T:2003:182, σκέψεις 14 έως 17] δεν μπορεί να ισχύσει αναλογικώς στην υπό κρίση διαφορά.

28      Τέλος, το γεγονός και μόνον ότι οι προσφυγές κατά των αποφάσεων του τμήματος ανακοπών και του τμήματος προσφυγών έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα βάσει των διατάξεων του άρθρου 58, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και του άρθρου 64, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 δεν αρκεί ώστε να θέσει υπό αμφισβήτηση το έννομο συμφέρον το οποίο έχει εν προκειμένω ο προσφεύγων. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 45 του κανονισμού 207/2009, το σήμα καταχωρίζεται ως κοινοτικό σήμα μόνον αν η ανακοπή απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση. Συνεπώς, όταν το τμήμα ανακοπών ή το τμήμα προσφυγών δέχεται την ανακοπή, η απόφαση αυτή συνεπάγεται τη μη καταχώριση του αιτούμενου σήματος για όσο χρόνο δεν έχει εκδικασθεί η ασκηθείσα κατά της ως άνω αποφάσεως προσφυγή.

29      Κατά συνέπεια, παρά την έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως περί εκπτώσεως από το δικαίωμα επί του προγενέστερου κοινοτικού σήματος επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή, ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και κατά το μέτρο που αποφαίνεται επί της στηριζόμενης στο ως άνω σήμα ανακοπής σε ό,τι αφορά τα προϊόντα της κλάσεως 18.

 Επί της ουσίας

30      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει ένα μοναδικό λόγο, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

31      Ο προσφεύγων φρονεί ότι, παρά την ταύτιση μεταξύ των οικείων προϊόντων, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν ενέχουν κίνδυνο συγχύσεως. Υποστηρίζει, καταρχάς, ότι εφόσον ο διακριτικός χαρακτήρας των προγενέστερων σημάτων είναι εξαιρετικά ασθενής, μια, έστω και ελάχιστη, διαφορά μεταξύ των προγενέστερων σημάτων και του αιτούμενου σήματος αρκεί ώστε να αποκλείσει οποιονδήποτε κίνδυνο συγχύσεως. Ως προς την οπτική πλευρά, υποστηρίζει ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία παρουσιάζουν διαφορές που είναι ακόμη σημαντικότερες για τον λόγο ότι δεν αφορούν το στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα στοιχείο των προγενέστερων σημάτων. Ο προσφεύγων θεωρεί ότι ουδεμία ηχητική σύγκριση των σημείων είναι δυνατή, δεδομένου ότι πρόκειται για σήματα καθαρά εικονιστικής φύσεως. Τέλος, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν ταυτίζονται από εννοιολογικής απόψεως, εφόσον τα μόνα κοινά στοιχεία τους στερούνται διακριτικού χαρακτήρα.

32      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

33      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009), κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

34      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, βάσει του τρόπου με τον οποίο το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα επίμαχα σημεία όσο και τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, συνεκτιμωμένων όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T‑162/01, Συλλογή, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

35      Υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών πρέπει να γίνει η εξέταση της εκτιμήσεως από το τμήμα προσφυγών του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

 Επί του οικείου κοινού

36      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη το γεγονός ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατόν να μεταβάλλεται αναλόγως της επίμαχης κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — Altana Pharma (RESPICUR), T‑256/04, Συλλογή, EU:T:2007:46, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

37      Εν προκειμένω, στο σημείο 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε, χωρίς να αντικρούεται επί του σημείου αυτού από τον προσφεύγοντα, ότι, εφόσον τα προϊόντα τα οποία αφορούσαν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ήταν προϊόντα ευρείας χρήσεως, το κοινό στο οποίο απευθύνονταν συνίστατο στον μέσο καταναλωτή, ο οποίος λογίζεται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο εν λόγω σημείο, ως προς τα προϊόντα της κλάσεως 18, εφόσον το προγενέστερο σήμα ήταν κοινοτικό σήμα, ο κίνδυνος συγχύσεως έπρεπε να εκτιμηθεί σε συσχετισμό με το κοινό όλων των κρατών μελών. Ως προς τα προϊόντα της κλάσεως 25, το τμήμα προσφυγών, επίσης ορθώς, διαπίστωσε ότι, εφόσον το προγενέστερο σήμα ήταν γαλλικό εθνικό σήμα, ο κίνδυνος συγχύσεως έπρεπε να εκτιμηθεί σε συσχετισμό με το γαλλικό κοινό.

 Επί της συγκρίσεως των προϊόντων

38      Στο σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε επίσης ορθώς, χωρίς να αντικρούεται από τον προσφεύγοντα, ότι τα επίμαχα προϊόντα των κλάσεων 18 και 25 ήταν ταυτόσημα ή ομοειδή.

 Επί της συγκρίσεως των σημείων

39      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, σε ό,τι αφορά την οπτική, ηχητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα εν λόγω σημεία, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως μία ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:333, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Στα σημεία 17 έως 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα επίμαχα σημεία ήταν όμοια από οπτικής απόψεως, ταυτόσημα από εννοιολογικής απόψεως και ότι, από ηχητικής απόψεως, μολονότι η σύγκριση δεν ήταν καταρχήν δυνατή, οι καταναλωτές θα μπορούσαν να αναφερθούν στα αντιπαρατιθέμενα σημεία δηλώνοντάς τα με τον όρο «αστέρι».

–       Επί της οπτικής ομοιότητας

41      Στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία συνίσταντο στην απεικόνιση πεντάκτινων αστεριών, πανομοιότυπου σχήματος, τοποθετημένων μέσα σε κύκλο, με τις ίδιες αναλογίες μεταξύ του μεγέθους του αστεριού και του κύκλου. Οι μόνες διαφορές μεταξύ των εν λόγω σημείων συνίστανται στο χρώμα του αστεριού, που είναι λευκό στα προγενέστερα σήματα και μαύρο στο αιτούμενο σήμα, στο γεγονός ότι το φόντο του κύκλου είναι μαύρο στα προγενέστερα σήματα και στο ότι ο κύκλος του αιτούμενου σημείου συνίσταται σε μια διακεκομμένη μαύρη γραμμή και όχι σε συνεχή γραμμή όπως στην περίπτωση των προγενέστερων σημάτων. Οι ως άνω ομοιότητες αντισταθμίζουν τις διαφορές μεταξύ των σημείων, τα οποία είναι συνολικώς όμοια.

42      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν είναι οπτικώς όμοια. Επικαλείται ιδίως απόφαση την οποία εξέδωσε το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ στις 18 Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία μεταξύ του αντιδίκου ενώπιον του τμήματος προσφυγών και ενός τρίτου, στην οποία το τμήμα ανακοπών είχε κρίνει ότι δεν υπήρχαν οπτικές ομοιότητες μεταξύ των σημείων που ήταν αντιπαρατιθέμενα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση.

43      Χωρίς να απαιτείται να επισημανθούν οι διαφορές μεταξύ αφενός των αντιπαρατιθέμενων σημείων και αφετέρου των σημείων που ήταν αντιπαρατιθέμενα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος ανακοπών την οποία επικαλείται ο προσφεύγων, υπενθυμίζεται ότι οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ, δυνάμει του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος, εμπίπτουν στην άσκηση δεσμίας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει του ως άνω κανονισμού και όχι βάσει μιας προηγηθείσας αυτών πρακτικής όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων [αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2007, Alcon κατά ΓΕΕΑ, C‑412/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:252, σκέψη 65, και της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ — LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, Συλλογή, EU:T:2005:420, σκέψη 71].

44      Σε ό,τι αφορά την οπτική σύγκριση μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, είναι αληθές ότι τα εν λόγω σημεία είναι οπτικώς όμοια στο σύνολό τους, εφόσον απεικονίζουν πεντάκτινο αστέρι τοποθετημένο μέσα σε κύκλο και εφόσον η αναλογία μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων είναι παρόμοια στο πλαίσιο των σημείων αυτών. Το γεγονός ότι ο κύκλος του αιτούμενου σήματος αναπαρίσταται με διακεκομμένη γραμμή δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι δεν πρόκειται για κύκλο. Εξάλλου, το γεγονός ότι το αιτούμενο σήμα αναπαριστά μαύρο αστέρι σε λευκό φόντο ενώ τα προγενέστερα σήματα συνίστανται σε λευκό αστέρι σε μαύρο φόντο δεν αποτελεί παρά ασήμαντη διαφορά η οποία δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι τα δύο εικονιστικά στοιχεία δεν είναι όμοια.

45      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ήταν συνολικώς όμοια από οπτικής απόψεως.

–       Επί της ηχητικής ομοιότητας

46      Ο προσφεύγων προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι προέβη σε ηχητική σύγκριση μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, η οποία όμως δεν ήταν δυνατή, δεδομένου ότι πρόκειται για εικονιστικά σήματα.

47      Κατά τη νομολογία, η ηχητική σύγκριση δεν είναι καταρχήν λυσιτελής στο πλαίσιο της εξετάσεως της ομοιότητας εικονιστικών σημάτων που στερούνται λεκτικών στοιχείων [αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2010, Nestlé κατά ΓΕΕΑ — Master Beverage Industries (Golden Eagle και Golden Eagle Deluxe), T‑5/08 έως T‑7/08, Συλλογή, EU:T:2010:123, σκέψη 67, και της 7ης Φεβρουαρίου 2012, Dosenbach-Ochsner κατά ΓΕΕΑ — Sisma (Παράσταση ορθογώνιου παραλληλόγραμμου με ελέφαντες), T‑424/10, Συλλογή, EU:T:2012:58, σκέψεις 45 και 46].

48      Εν προκειμένω, από το σημείο 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ορθώς ότι δεν ήταν δυνατή καμία ηχητική σύγκριση, δεδομένου ότι επρόκειτο για εικονιστικά σήματα. Μολονότι έκρινε επίσης, στο ίδιο σημείο, ότι, δεδομένου ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία απεικόνιζαν αστέρια, ήταν δυνατόν οι καταναλωτές να αναφερθούν λεκτικώς σε αυτά ως αστέρια, την ως άνω εκτίμηση δεν ακολούθησε κάποιο συμπέρασμα που να επιτρέπει να θεωρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ηχητική ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω σημείων. Εξάλλου, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως περί υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, το τμήμα προσφυγών ουδόλως αναφέρθηκε σε ηχητική σύγκριση των ως άνω σημείων.

49      Το επιχείρημα του προσφεύγοντος θεμελιώνεται επομένως σε εσφαλμένη κατανόηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

–       Επί της εννοιολογικής ομοιότητας

50      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν ταυτίζονται από εννοιολογικής απόψεως, εφόσον τα μόνα κοινά στοιχεία τους στερούνται διακριτικού χαρακτήρα. Επικαλείται συναφώς απόφαση του τμήματος προσφυγών της 15ης Απριλίου 2011, στην οποία είχε κριθεί ότι ήταν αδύνατον να συναχθεί από γεωμετρικά σχήματα η ύπαρξη κοινής εμπορικής προελεύσεως.

51      Σε ό,τι αφορά την απόφαση του τμήματος προσφυγών την οποία επικαλείται ο προσφεύγων, πρέπει να υπομνησθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν η ως άνω απόφαση είναι σχετική με την υπό κρίση υπόθεση, ότι η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει του κανονισμού 207/2009 και όχι βάσει προηγηθείσας αυτών πρακτικής όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω).

52      Εξάλλου, έστω και αν θεωρηθεί αποδειχθέν, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι ένα πεντάκτινο αστέρι δεν διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα εν πάση περιπτώσει δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, καθένα εκ των οποίων αναπαριστά αστέρι μέσα σε κύκλο, με ελαφριές γραφιστικές διαφορές, εμπεριέχουν διαφορετικές έννοιες. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπήρχε εννοιολογική ταύτιση μεταξύ των εν λόγω σημείων.

53      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να επικυρωθεί η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι όμοια από οπτικής απόψεως και ταυτίζονται από εννοιολογικής απόψεως, η δε ηχητική σύγκριση των σημείων αυτών είναι αλυσιτελής.

 Επί της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως

54      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμωμένων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Έτσι, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών δύναται να αντισταθμιστεί από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, Συλλογή, EU:C:1998:442, σκέψη 17, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Mast‑Jägermeister κατά ΓΕΕΑ — Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Συλλογή, EU:T:2006:397, σκέψη 74].

55      Σε ό,τι αφορά τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το πεντάκτινο αστέρι αποτελούσε βεβαίως το πλέον κοινώς χρησιμοποιούμενο σημείο για την απεικόνιση ενός αστεριού, αλλά οι ασήμαντες οπτικές διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων καθώς και η εννοιολογική τους ταύτιση εξακολουθούσαν να συνεπάγονται κίνδυνο συγχύσεως για κοινό με μέσο βαθμό προσοχής.

56      Ο προσφεύγων φρονεί ότι τα προγενέστερα σήματα στερούνται παντελώς διακριτικού χαρακτήρα, αλλά δέχεται ότι, εφόσον τα σήματα αυτά καταχωρίσθηκαν, πρέπει, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, να θεωρηθεί ότι διαθέτουν έναν ελάχιστο διακριτικό χαρακτήρα. Προς αμφισβήτηση των επιχειρημάτων που διατυπώνονται στα σημεία 16 και 17 του υπομνήματος αντικρούσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το ΓΕΕΑ ήδη έκρινε ότι τέτοια σήματα στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα.

57      Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι έργο του Γενικού Δικαστηρίου είναι να εκτιμήσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι να αποφανθεί επί της βασιμότητας του υπομνήματος αντικρούσεως.

58      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων, όπως δέχεται και ο ίδιος, δεν μπορεί να επικαλεσθεί, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, απόλυτο λόγο απαραδέκτου ο οποίος δεν επιτρέπει την έγκυρη καταχώριση σημείου από εθνικό γραφείο ή από το ΓΕΕΑ. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 7 του κανονισμού 207/2009 δεν πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής και ότι το άρθρο αυτό δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να εξετασθεί η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως [αποφάσεις της 9ης Απριλίου 2003, Durferrit κατά ΓΕΕΑ — Kolene (NU-TRIDE), T‑224/01, Συλλογή, EU:T:2003:107, σκέψεις 72 και 75, και της 30ής Ιουνίου 2004, BMI Bertollo κατά ΓΕΕΑ — Diesel (DIESELIT), T‑186/02, Συλλογή, EU:T:2004:197, σκέψη 71]. Αν ο προσφεύγων θεωρούσε ότι το προγενέστερο κοινοτικό σήμα είχε καταχωρισθεί κατά παράβαση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, έπρεπε να υποβάλει αίτηση ακυρότητας δυνάμει του άρθρου 51 του κανονισμού αυτού. Εξάλλου, σε ό,τι αφορά το προγενέστερο γαλλικό σήμα, υπενθυμίζεται ότι το κύρος της καταχωρίσεως ενός σημείου ως εθνικού σήματος δεν μπορεί να αμφισβητείται στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Formula One Licensing κατά ΓΕΕΑ, C‑196/11 P, Συλλογή, EU:C:2012:314, σκέψεις 40 έως 47), αλλά αποκλειστικώς στο πλαίσιο διαδικασίας ακυρώσεως κινηθείσας στο οικείο κράτος μέλος (προπαρατεθείσα απόφαση DIESELIT, EU:T:2004:197, σκέψη 71).

59      Ο προσφεύγων θεωρεί εξάλλου ότι, δεδομένου ότι ο διακριτικός χαρακτήρας των προγενέστερων σημάτων είναι εξαιρετικά ασθενής, όπως δέχθηκε και το ίδιο το ΓΕΕΑ στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων, έστω και ελάχιστη διαφορά μεταξύ των προγενέστερων σημάτων και του αιτούμενου σήματος αρκεί ώστε να αποκλείσει οποιονδήποτε κίνδυνο συγχύσεως.

60      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η εκτίμηση ότι το προγενέστερο σήμα έχει περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα δεν αποκλείει αφεαυτής τη διαπίστωση περί υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 27ης Απριλίου 2006, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ, C‑235/05 P, EU:C:2006:271, σκέψεις 42 έως 45). Ειδικότερα, μολονότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος συγχύσεως, δεν αποτελεί παρά ένα στοιχείο, μεταξύ περισσοτέρων, που λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση αυτή. Έτσι, ακόμη και αν το προγενέστερο σήμα έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, ιδίως λόγω ομοιότητας των σημείων και των προϊόντων ή των υπηρεσιών τις οποίες αφορούν [βλ. αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2005, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ — Revlon (FLEXI AIR), T‑112/03, Συλλογή, EU:T:2005:102, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Xentral κατά ΓΕΕΑ — Pages jaunes (PAGESJAUNES.COM), T‑134/06, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

61      Είναι τέλος απορριπτέο το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το τμήμα προσφυγών δεν προσέδωσε επαρκή βαρύτητα στο γεγονός ότι τα προγενέστερα σήματα δεν είχαν παρά πολύ ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, η υποστηριζόμενη από τον προσφεύγοντα θέση θα είχε ως αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται ο παράγοντας ο οποίος αντλείται από την ομοιότητα των σημάτων προς όφελος του παράγοντα εκείνου ο οποίος βασίζεται στον διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων κοινοτικών σημάτων, στον οποίο θα προσδιδόταν υπέρμετρη σημασία. Τούτο θα σήμαινε ότι, εφόσον τα προγενέστερα κοινοτικά σήματα έχουν ασθενή μόνο διακριτικό χαρακτήρα, κίνδυνος συγχύσεως δεν θα υπήρχε παρά μόνο σε περίπτωση πλήρους αναπαραγωγής τους από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, ανεξαρτήτως του πόσο μεγάλη είναι η ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων σημείων (διάταξη L’Oréal κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 60 ανωτέρω, EU:C:2006:271, σκέψη 45). Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα αντέβαινε όμως σε αυτή καθεαυτή τη φύση της σφαιρικής εκτιμήσεως στην οποία οφείλουν να προβούν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, T.I.M.E. ART κατά ΓΕΕΑ, C‑171/06 P, EU:C:2007:171, σκέψη 41).

62      Συνεπώς, επισημαίνεται ότι εν προκειμένω υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, δεδομένης της ταυτίσεως ή της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και της ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Ειδικότερα, όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οικείο κοινό, το οποίο επιδεικνύει μέσο βαθμό προσοχής, δεν έχει την ευκαιρία να εξετάσει κατ’ αντιπαραβολή τα σήματα και συγκρατεί κατά συνέπεια μια ατελή ανάμνηση των σημάτων, μάλλον δεν θα θυμηθεί τις μικρές διαφορές οι οποίες υφίστανται μεταξύ των εν λόγω σημείων.

63      Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009) κρίνοντας ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

64      Για όλους τους ως άνω λόγους, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό του δεύτερου αιτήματος του προσφεύγοντος με το οποίο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει εξ ολοκλήρου την ανακοπή [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2008, NewSoft Technology κατά ΓΕΕΑ — Soft (Presto! Bizcard Reader), T‑205/06, EU:T:2008:163, σκέψη 70, και της 22ας Ιανουαρίου 2009, Commercy κατά ΓΕΕΑ — easyGroup IP Licensing (easyHotel), T‑316/07, Συλλογή, EU:T:2009:14, σκέψεις 35 και 67].

 Επί των δικαστικών εξόδων

65      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον Max Fuchs στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Οκτωβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.