ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ
της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 (1)
Υπόθεση C‑581/20
Skarb Państwa Rzeczypospolitej Polskiej reprezentowany przez Generalnego Dyrektora Dróg Krajowych i Autostrad
κατά
TOTO SpA – Costruzioni Generali,
Vianini Lavori SpA
[αίτηση του Varhoven kasatsionen sad
(Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και αναγνώριση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Έννοια των “αστικών και εμπορικών υποθέσεων” – Ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα – Σύμβαση εκτέλεσης εργασιών κατασκευής δημόσιας οδού»
1. Το 2015, οι εταιρίες στις οποίες είχε ανατεθεί δημόσια σύμβαση συναφθείσα στην Πολωνία για την κατασκευή τμήματος οδού ταχείας κυκλοφορίας κατέθεσαν στην πολωνική αναθέτουσα αρχή εγγυήσεις χορηγηθείσες από βουλγαρική ασφαλιστική εταιρία, με σκοπό την κάλυψη των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής.
2. Μερικά έτη αργότερα, οι εταιρίες στις οποίες είχε ανατεθεί η σύμβαση υπέβαλαν ενώπιον πολωνικού δικαστηρίου αίτηση ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων, με αίτημα να μη χρησιμοποιηθούν οι εν λόγω εγγυήσεις από την αναθέτουσα αρχή, η οποία απορρίφθηκε. Οι εταιρίες υπέβαλαν ανάλογο αίτημα ενώπιον των βουλγαρικών δικαστηρίων, τα οποία το απέρριψαν μεν σε πρώτο βαθμό, αλλά το έκαναν δεκτό στην κατ’ έφεση δίκη.
3. Η πολωνική αναθέτουσα αρχή άσκησε αναίρεση ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία). Στο πλαίσιο της εν λόγω αναιρέσεως πρέπει να αποσαφηνιστεί, μεταξύ άλλων, αν, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (2), τα βουλγαρικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τη λήψη των ζητούμενων ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων (3).
4. Εάν δεν απατώμαι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί έως τώρα μία και μόνη φορά σε σχέση με το ως άνω άρθρο (4). Αποφάσεις εκδοθείσες στο πλαίσιο των προϊσχυσασών νομοθετικών πράξεων (5) παρέχουν μεν διευκρινίσεις όσον αφορά τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, χωρίς όμως να παρέχουν απάντηση σε αυτά.
5. Καθ’ υπόδειξιν του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν μόνο στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Για να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα θα πρέπει να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ δύο δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών –αυτού που επιλαμβάνεται της διαφοράς επί της ουσίας και εκείνου που εξετάζει μόνον την αίτηση ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων– σε διασυνοριακές υποθέσεις, ως προς τις οποίες το άρθρο 35 αποσκοπεί στην αποτροπή «ζημίας των διαδίκων λόγω της μεγάλης χρονικής διάρκειας των διαδικασιών με διεθνή χαρακτήρα» (6).
I. Το νομικό πλαίσιο
Α. Ο κανονισμός 1215/2012
6. Η αιτιολογική σκέψη 33 διαλαμβάνει τα εξής:
«Εφόσον ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα διατάσσονται από το αρμόδιο για την ουσία της υπόθεσης δικαστήριο, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, ασφαλιστικά και συντηρητικά, μέτρα που διατάσσονται από το δικαστήριο αυτό χωρίς κλήτευση του εναγομένου δεν αναγνωρίζονται και δεν εκτελούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού εκτός εάν η απόφαση που περιέχει το μέτρο επιδίδεται και κοινοποιείται στον εναγόμενο πριν από την εκτέλεσή τους. Αυτό δεν αποκλείει την αναγνώριση και εκτέλεση των εν λόγω μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου. Σε περίπτωση που τα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα διατάσσονται από δικαστήριο κράτους μέλους που δεν έχει αρμοδιότητα επί της ουσίας της υπόθεσης, οι συνέπειες των μέτρων θα πρέπει να περιορίζονται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.»
7. Το άρθρο 2 ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:
α) ως “απόφαση” νοείται κάθε απόφαση που εκδίδεται από δικαστήριο του κράτους μέλους, όποια και αν είναι η ονομασία της, π.χ. διάταξη, εντολή, απόφαση ή διαταγή εκτελέσεως, καθώς και κάθε απόφαση για τον προσδιορισμό των δικαστικών εξόδων από το γραμματέα του δικαστηρίου.
Για τους σκοπούς του κεφαλαίου III, ο όρος “απόφαση” περιλαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα, που διατάσσονται από δικαστήριο το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της ουσίας της υπόθεσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Δεν περιλαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα που διατάσσονται από τέτοιο δικαστήριο χωρίς κλήτευση του εναγομένου εκτός εάν η απόφαση που προβλέπει το μέτρο έχει επιδοθεί στον εναγόμενο πριν από την εκτέλεσή τους·
[…]».
8. Το άρθρο 29, στο τμήμα που επιγράφεται «Εκκρεμοδικία και συνάφεια», ορίζει τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 31 παράγραφος 2, αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός του πρώτου επιληφθέντος αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου.
2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κατόπιν αιτήσεως δικαστηρίου που επελήφθη της διαφοράς, οιοδήποτε άλλο επιληφθέν δικαστήριο ενημερώνει αμελλητί το εν λόγω δικαστήριο σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε η διαφορά σύμφωνα με το άρθρο 32.
3. Εφόσον διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε άλλο δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο υπέρ εκείνου.»
9. Κατά το άρθρο 35 («Ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα»):
«Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους αυτού, έστω και εάν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης.»
10. Κατά το άρθρο 36, στο τμήμα που επιγράφεται «Αναγνώριση»:
«1. Απόφαση η οποία έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία.
[…]»
11. Το άρθρο 42, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:
«Προκειμένου να εκτελεστεί σε κράτος μέλος απόφαση η οποία εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος και με την οποία διατάσσεται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ο αιτών υποβάλλει στην αρμόδια για την εκτέλεση αρχή τα εξής:
α) αντίγραφο της απόφασης το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας·
β) τη βεβαίωση που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 53 η οποία περιέχει περιγραφή του μέτρου και πιστοποιεί:
i) ότι το δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει την ουσία της υπόθεσης·
ii) ότι η απόφαση είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης και
γ) αν το μέτρο έχει διαταχθεί χωρίς κλήτευση του εναγόμενου να εμφανισθεί στο δικαστήριο, αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης.»
12. Το άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ορίζει τα εξής:
«1. Με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου, η αναγνώριση μιας απόφασης απορρίπτεται:
[…]
γ) εάν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης».
Β. Το εθνικό δίκαιο. Grazhdanski Protsesualen Kodeks (7)
13. Στην υπό κρίση υπόθεση σχετικές διατάξεις είναι το άρθρο 18 (ετεροδικία των κρατών), τα άρθρα 389 έως 396 (έκδοση προσωρινής διαταγής), τα άρθρα 397 έως 403 (συντηρητικά μέτρα) και τα άρθρα 274 έως 280 (ένδικα βοηθήματα κατά διατάξεων).
14. Δεδομένου ότι οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν αποκλειστικά και μόνον στην ερμηνεία του άρθρου 35 του κανονισμού 1215/12, η παράθεση των ως άνω άρθρων δεν είναι αναγκαία.
II. Πραγματικά περιστατικά, διαφορές και προδικαστικά ερωτήματα
15. Με σύμβαση της 30ής Ιουλίου 2015, το Skarb Państwa Rzeczypospolitej Polskiej reprezentowany przez Generalnego Dyrektora Dróg Krajowych i Autostrad (στο εξής: Δημόσιο Ταμείο της Πολωνίας) ανέθεσε στις επιχειρήσεις TOTO SpA – Costruzioni Generali και Vianini Lavori SpA, οι οποίες ενεργούσαν ως εγγεγραμμένη στο σχετικό ιταλικό μητρώο κοινοπραξία, την κατασκευή του τμήματος Poznan A2, Gluchovo-Wronczyn της οδού ταχείας κυκλοφορίας S‑5 Poznan-Breslavia.
16. Η σύμβαση περιλάμβανε το άρθρο 20.6, με το οποίο τα μέρη αναγνώριζαν στα δικαστήρια της έδρας της αναθέτουσας αρχής (ήτοι, στα πολωνικά δικαστήρια) διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση των διαφορών τους (8).
17. Στο πλαίσιο της ίδιας σύμβασης εκδόθηκαν οι εγγυήσεις αριθ. 02900100000348 και αριθ. 02900100000818 προς εξασφάλιση της εκτέλεσης της σύμβασης (9) και της ενδεχόμενης καταβολής ποινικής ρήτρας μετά το πέρας των εργασιών, αντιστοίχως (10). Αμφότερες οι εγγυήσεις δόθηκαν από τη βουλγαρική ασφαλιστική εταιρία Evroins AD και διέπονται από το πολωνικό ουσιαστικό δίκαιο.
18. Οι εταιρίες στις οποίες ανατέθηκε η σύμβαση άσκησαν έκαστη, ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (πρωτοδικείου Βαρσοβίας, Πολωνία), αρνητική αναγνωριστική αγωγή κατά του Δημόσιου Ταμείου της Πολωνίας. Οι εν λόγω εταιρίες ζήτησαν από το πολωνικό δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το καθού Δημόσιο Ταμείο της Πολωνίας δεν είχε δικαίωμα να αξιώσει την καταβολή της συμβατικώς συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας, δεδομένου ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις προς τούτο, ούτε να αξιώσει την καταβολή ποινικής ρήτρας λόγω της καθυστερημένης εκτελέσεως της συμβάσεως την οποία προέβαλλε (11).
19. Ομοίως, ζήτησαν από το εν λόγω δικαστήριο να «εκδώσει προσωρινή διαταγή με την οποία το καθού θα διατάσσεται, μεταξύ άλλων, να μην κάνει χρήση των αναληφθεισών από την Evroins AD εγγυήσεων αριθ. 02900100000348 και 02900100000818» (12).
20. Με διάταξη της 7ης Ιουνίου 2019, το Sąd Okręgowy w Warszawie (πρωτοδικείο Βαρσοβίας) απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων (13).
21. Την 31η Ιουλίου 2019, οι εταιρίες στις οποίες είχε ανατεθεί η σύμβαση ζήτησαν εκ νέου τη λήψη των εν λόγω μέτρων, αυτή τη φορά ενώπιον του Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία), προς στήριξη των αγωγών που είχαν ασκήσει ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (πρωτοδικείου Βαρσοβίας).
22. Η αίτηση απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, πλην όμως έγινε δεκτή κατ’ έφεση από το Sofiyski apelativen sad (εφετείο Σόφιας, Βουλγαρία). Το εν λόγω δικαστήριο διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση, υπό τον όρο παροχής εγγύησης, της απαίτησης του Δημόσιου Ταμείου της Πολωνίας, η οποία συνίσταται στις εγγυήσεις αριθ. 02900100000348 και αριθ. 02900100000818 που χορήγησε υπέρ του η ασφαλιστική εταιρία Evroins AD.
23. Το Δημόσιο Ταμείο της Πολωνίας άσκησε αναίρεση ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία). Με την αίτηση αναιρέσεως συνυπέβαλε αίτηση έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 (14), με το τυποποιημένο έντυπο Ε (15).
24. Οι εταιρίες στις οποίες είχε ανατεθεί η σύμβαση αντιτάχθηκαν στη διαταγή πληρωμής με το τυποποιημένο έντυπο F του κανονισμού 1896/2006, το οποίο και προσκόμισαν κατά την αντίκρουση της αιτήσεως αναιρέσεως.
25. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 1 του [κανονισμού 1215/12] την έννοια ότι ένδικη διαδικασία όπως η περιγραφόμενη στην υπό κρίση διάταξη περί παραπομπής πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, αστική ή εμπορική υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού;
2) Εφόσον έχει ασκηθεί το δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για λήψη ασφαλιστικών ή συντηρητικών μέτρων επί της οποίας έχει ήδη αποφανθεί το δικαστήριο το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως προσωρινής δικαστικής προστασίας επί της ιδίας βάσεως και κατά το άρθρο 35 του [κανονισμού 1215/12] παύει να είναι αρμόδιο αφ’ ης στιγμής προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έχει ήδη εκδώσει σχετική απόφαση;
3) Αν από τις απαντήσεις στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα προκύπτει ότι είναι αρμόδιο το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως κατά το άρθρο 35 του [κανονισμού 1215/12], πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς οι προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 35 του [κανονισμού 1215/12]; Πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη διάταξη η οποία, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, δεν επιτρέπει τη λήψη ασφαλιστική μέτρου κατά δημοσίου οργανισμού;»
III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
26. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2020. Το αίτημα εξέτασής της βάσει του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν έγινε δεκτό.
27. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η TOTO – Costruzioni Generali και η Vianini Lavori, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όλες οι ανωτέρω, καθώς επίσης και το Δημόσιο Ταμείο της Πολωνίας, παρενέβησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιουλίου 2021.
IV. Ανάλυση
28. Όπως προεκτέθηκε, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Το ερώτημα αυτό αφορά, εν συντομία, τη σχέση μεταξύ δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών ενώπιον των οποίων ζητείται διαδοχικά η λήψη ασφαλιστικών ή συντηρητικών μέτρων κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1215/2012.
29. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 35 του κανονισμού 1215/2012, ώστε να αποσαφηνιστεί αν ένα (βουλγαρικό, εν προκειμένω) δικαστήριο, το οποίο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα όταν το (πολωνικό, εν προκειμένω) δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης έχει ήδη αποφανθεί επί ταυτόσημης αιτήσεως.
30. Προτού εκθέσω την απάντηση που προτείνω να δοθεί στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα, θα εξετάσω ορισμένα γενικά ζητήματα του κανονισμού 1215/2012 που μπορούν να συμβάλουν στην εξέταση του ζητήματος.
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις: ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα στον κανονισμό 1215/2012
1. Καθεστώς διεθνούς δικαιοδοσίας και κυκλοφορία αποφάσεων περί ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων
31. Ο κανονισμός 1215/2012 καθιερώνει δύο τρόπους για την επίτευξη της λήψης ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων στις διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του:
– πρώτον, απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια που έχουν επίσης διεθνή δικαιοδοσία για την επί της ουσίας επίλυση της διαφοράς, βάσει των τμημάτων 1 έως 6 του κεφαλαίου II (16). Η διεθνής δικαιοδοσία των εν λόγω δικαστηρίων δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συγκεκριμένου συνδετικού στοιχείου μεταξύ του αντικειμένου του μέτρου και του δικαιοδοτούντος δικαστηρίου (17). Επιπλέον, υπό την επιφύλαξη που θα διατυπώσω εν συνεχεία, τα μέτρα που διατάσσονται από δικαστήριο με διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης της κύριας δίκης διέπονται από το καθεστώς αναγνώρισης και εκτέλεσης του κανονισμού 1215/2012·
– δεύτερον, το άρθρο 35 του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι δικαστήρια τα οποία δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα σχετικά με την εν λόγω διαφορά.
32. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το Δικαστήριο έχει διατυπώσει ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά το ενδεχόμενο ένα δικαστήριο που δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της ουσίας της υπόθεσης να έχει, εντούτοις, διεθνή δικαιοδοσία επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (18):
– Τα ασφαλιστικά ή συντηρητικά μέτρα πρέπει να «αποβλέπουν στη διατήρηση μιας πραγματικής ή νομικής καταστάσεως προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των οποίων η αναγνώριση ζητείται, εξάλλου, από το δικαστήριο της ουσίας» (19).
– Δεν πρέπει να διατάσσονται μέτρα τα οποία, λόγω των αποτελεσμάτων τους, υποκαθιστούν εν τοις πράγμασι την επί της ουσίας δίκη, ήτοι χρησιμοποιούνται προκειμένου να καταστρατηγηθούν, κατά το στάδιο της διεξαγωγής των αποδείξεων, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας (20).
– Πρέπει να υφίσταται πραγματικό συνδετικό στοιχείο μεταξύ, αφενός, του δικαστηρίου που δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της ουσίας της υπόθεσης και, αφετέρου, του αιτούμενου μέτρου. Η χορήγηση του εν λόγω μέτρου «απαιτεί […] ιδιαίτερη προσοχή και βαθιά γνώση των συγκεκριμένων περιστάσεων στο πλαίσιο των οποίων τα αιτούμενα μέτρα θα παραγάγουν τα αποτελέσματά τους» (21).
33. Οι ως άνω προϋποθέσεις υπαγορεύθηκαν από το γεγονός ότι το άρθρο 35 του κανονισμού 1215/2021 παρέχει στον αιτούντα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα πλεονέκτημα, κάτι που μπορεί να περιαγάγει τον αντίδικο σε δυσμενή θέση, καθόσον συνιστά εξαίρεση από το σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων που καθιερώνει ο κανονισμός. Ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (22).
34. Εξάλλου, η δημιουργία πρόσθετης δωσιδικίας από το άρθρο 35 θα μπορούσε επίσης να ευνοήσει τις στρατηγικές forum shopping (23) και την κατάχρηση (24).
35. Στο πλαίσιο του κανονισμού 1215/2012, η δυνατότητα του δικαστηρίου που διατάσσει ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35 είναι, επιπλέον, περιορισμένη ως προς την έκτασή της: τα εν λόγω μέτρα παράγουν αποτελέσματα μόνον στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους (25).
36. Εντούτοις, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το παραδεκτό της λήψης ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων από δικαστήριο διαφορετικό εκείνου που εκδικάζει ή θα εκδικάσει (26) την υπόθεση επί της ουσίας ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες πρακτικές ανάγκες της προστασίας μέσω ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων (27), οι οποίες είναι ευνόητες.
37. Μέσω του ως άνω κανόνα παρέχεται στον ενδιαφερόμενο διάδικο η δυνατότητα να επιτύχει τη λήψη ασφαλιστικού και συντηρητικού μέτρου στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία ή το πρόσωπο ως προς τα οποία θα εκτελεστεί το εν λόγω μέτρο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγονται οι δυσχέρειες που συνδέονται με την υποχρέωσή του, κατ’ αρχάς, να ασκήσει αγωγή στην αλλοδαπή και, εν συνεχεία, να εξασφαλίσει την αναγνώριση της απόφασης που εκδόθηκε κατ’ άλλη δωσιδικία (28).
38. Η δυνατότητα αυτή καθίσταται αναγκαία κατά μείζονα λόγο καθόσον τα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα τα οποία διατάσσει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης χωρίς ακρόαση του άλλου μέρους (και με απόφαση που διατηρεί τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της) δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν (29), να εκτελούνται άνευ ετέρου σε διαφορετικά κράτη μέλη (30) βάσει του κανονισμού 1215/2012 (31).
39. Η εξαίρεση του συγκεκριμένου τύπου μέτρων από τον κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας απορρέει από τον ορισμό της «απόφασης» στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1215/2012. Στην πράξη, λαμβάνει τη μορφή της απαίτησης του άρθρου 42, παράγραφος 2: η εκτέλεση σε ένα κράτος μέλος του ασφαλιστικού ή συντηρητικού μέτρου το οποίο διέταξε σε άλλο κράτος μέλος το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης της κύριας δίκης εξαρτάται από την προσκόμιση της βεβαίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 53. Η εν λόγω βεβαίωση περιέχει συγκεκριμένα στοιχεία που πιστοποιούν την ιδιότητα του δικαστηρίου και την κλήτευση του εναγομένου να εμφανισθεί στο δικαστήριο ή, σε διαφορετική περίπτωση, την επίδοση και κοινοποίηση του μέτρου.
2. Σχέση μεταξύ των δικαιοδοσιών
40. Δεν υφίσταται τυπική ιεράρχηση των δικαιοδοσιών που έχει στη διάθεσή του ο αιτών ασφαλιστικά ή συντηρητικά μέτρα, ο οποίος μπορεί να επιλέξει μεταξύ αυτών. Υπάρχει, επομένως, το ενδεχόμενο να κινηθούν πλείονες διαδικασίες ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων, για τις οποίες ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει ρητώς συγκεκριμένη λύση.
α) Πλείονες διαδικασίες ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων
41. Ο κανονισμός 1215/2012 περιέχει συγκεκριμένο κανόνα (το άρθρο 35) για τα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα. Κατά κάποιον τρόπο, ο εν λόγω κανόνας συμπληρώνει τη φυσική δυνατότητα του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της ουσίας της υπόθεσης να διατάξει τα εν λόγω μέτρα. Συγχρόνως, δημιουργεί τη δυνατότητα κίνησης πανομοιότυπων διαδικασιών ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων, με κίνδυνο να εκδοθούν ασυμβίβαστες μεταξύ τους αποφάσεις.
42. Κατά τη γνώμη μου, η αρχή της προτεραιότητας που διατυπώνεται στο τμήμα με τίτλο «Εκκρεμοδικία και συνάφεια» του κανονισμού 1215/2012 και διέπει την περίπτωση πλειόνων διαδικασιών στις οποίες υπάρχει ταυτότητα των διαδίκων, του αντικειμένου και της αιτίας της διαφοράς, κατά το άρθρο 29 του ίδιου κανονισμού, μπορεί να εφαρμοστεί και στο στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων (32).
43. Βάσει της αρχής αυτής, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται η δεύτερη αίτηση «αναστέλλει αυτεπάγγελτα την ενώπιόν του διαδικασία μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου». Το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται η δεύτερη αίτηση οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου που έκρινε εαυτό αρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης (33).
44. Όπως προεκτέθηκε, η υποβολή αιτήσεων ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων τόσο ενώπιον δικαστηρίου με διεθνή δικαιοδοσία επί της ουσίας όσο και ενώπιον δικαστηρίου χωρίς τέτοια δικαιοδοσία (στο οποίο μπορεί, πάντως, να υποβληθεί αίτηση δυνάμει του άρθρου 35 του κανονισμού 1215/2012) παρέχει στον ενδιαφερόμενο διάδικο τη δυνατότητα να αποφύγει τις καθυστερήσεις που συνήθως συνεπάγεται η εφαρμογή σε ένα κράτος μέλος του μέτρου που διατάχθηκε σε άλλο κράτος μέλος.
45. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε να θεωρηθεί παράδοξο να υποχρεούται ο αιτών τη λήψη ασφαλιστικού ή συντηρητικού μέτρου ενώπιον δεύτερου δικαστηρίου, ακριβώς για να αποφύγει τις καθυστερήσεις ενώπιον του πρώτου δικαστηρίου, να υποβάλει την αίτησή του αποκλειστικά στο κράτος της κύριας δίκης βάσει του κανόνα περί εκκρεμοδικίας, για τον λόγο και μόνον ότι η αίτηση λήψης του εν λόγω μέτρου υποβλήθηκε αρχικώς εκεί (34).
46. Εναλλακτικώς, θα μπορούσε να μην εφαρμόζεται για τα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα ο γενικός κανόνας περί εκκρεμοδικίας (άρθρο 29 του κανονισμού 1215/2012) και να επιλύεται το ζήτημα της ενδεχόμενης έκδοσης δύο ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων εκ των υστέρων, με την απόφαση περί αναγνώρισης και εκτέλεσής τους (35).
47. Φρονώ, εντούτοις, ότι η λύση αυτή ενδέχεται να μη συνάδει προς τον κανονισμό.
48. Παρότι δεν έχει αποφανθεί επί του ενδεχομένου αυτού, το Δικαστήριο, αναφερόμενο στο άρθρο 24 της Σύμβασης των Βρυξελλών, επέκρινε την «αύξηση των αρμοδίων για την ίδια έννομη σχέση δικαστηρίων, η οποία δεν συνάδει προς τους σκοπούς της Συμβάσεως» (36).
49. Επί του παρόντος, αρκεί η επισήμανση ότι οι εξαιρέσεις από τον κανόνα περί εκκρεμοδικίας προβλέπονται στον ίδιο τον κανονισμό και καμία δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφείσα ανωτέρω κατάσταση (37). Οι σχετικές προτάσεις τροποποίησης του άρθρου 35 δεν αποτυπώθηκαν στο κείμενο του κανονισμού 1215/2012 και τούτο σημαίνει ότι, κατά το ισχύον σύστημα, δεν χωρεί ειδική μεταχείριση της εκκρεμοδικίας όσον αφορά τις αιτήσεις ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων (38).
50. Εν κατακλείδι, φρονώ ότι ο κανόνας περί εκκρεμοδικίας του άρθρου 29 του κανονισμού 1215/2012 έχει εφαρμογή στις αιτήσεις ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων. Ο κανόνας αυτός έχει δύο συνέπειες: α) προτεραιότητα έχει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε η πρώτη αίτηση συντηρητικών μέτρων, εφόσον έκρινε εαυτό αρμόδιο και β) από το ίδιο αυτό χρονικό σημείο, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται η δεύτερη αίτηση συντηρητικών μέτρων οφείλει να κρίνει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.
β) Ασυμβίβαστο ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων που διατάχθηκαν από διαφορετικά δικαστήρια
51. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει την περίπτωση ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων που διατάχθηκαν από δύο δικαστήρια (εκ των οποίων το ένα είχε διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 24 της Σύμβασης των Βρυξελλών και το άλλο είχε επιλεγεί από τους διαδίκους για την επί της ουσίας επίλυση των διαφορών τους) στην απόφαση Italian Leather (39) σε σχέση με το άρθρο 27, παράγραφος 3, της εν λόγω Σύμβασης.
52. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο:
– διευκρίνισε ότι το ασυμβίβαστο που εμποδίζει την αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης αφορά τα νομικά αποτελέσματα των αποφάσεων και όχι την ύπαρξη διαφορετικών νομικών πλαισίων στα κράτη μέλη ή τη διαφορετική εκτίμηση της ίδιας προϋπόθεσης από τα αντίστοιχα δικαστήρια (40)·
– επιβεβαίωσε ότι το ασυμβίβαστο θα ανέκυπτε στην περίπτωση όπου οι επίμαχες αποφάσεις, αν ανέπτυσσαν ταυτοχρόνως συνέπειες σε ένα κράτος μέλος, θα διατάρασσαν τη δημόσια τάξη του (41)·
– έκρινε ότι, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και λαμβανομένου υπόψη του λόγου άρνησης της αναγνώρισης που προβλέπεται στο άρθρο 27, σημείο 3, της Σύμβασης των Βρυξελλών, το δικαστήριο του κράτους αναγνώρισης υποχρεούται να μην αναγνωρίσει την αλλοδαπή απόφαση (42).
53. Η ομοιότητα του άρθρου 27, σημείο 3, της Σύμβασης των Βρυξελλών με το νυν ισχύον άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1215/2012 (43) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επιβάλλεται η ίδια λύση και κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού αυτού.
Β. Απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα
54. Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου που υπαγόρευσαν το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, καθώς και τα σχετικά επιχειρήματα των διαδίκων, βασίζονται σε διάφορους λόγους, τους οποίους θα εξετάσω με την ακόλουθη σειρά:
– κατά πρώτον, θα εξετάσω τις συνέπειες της συμβατικής ρήτρας περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των πολωνικών δικαστηρίων·
– εν συνεχεία, θα διερευνήσω το πραγματικό συνδετικό στοιχείο μεταξύ των ζητούμενων μέτρων και του εδάφους της Βουλγαρίας·
– τέλος, θα διατυπώσω τη γνώμη μου σχετικά με το αν γίνεται λυσιτελώς επίκληση ενώπιον του βουλγαρικού δικαστηρίου της αποφάσεως του πολωνικού δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων.
1. Η ρήτρα παρέκτασης: εμπόδιο στη λήψη μέτρων από τα βουλγαρικά δικαστήρια;
55. Η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου της κύριας δίκης να διατάξει ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα δεν εξαρτάται από ειδικό συνδετικό στοιχείο μεταξύ του αντικειμένου του μέτρου και της δωσιδικίας· αρκεί να συντρέχουν οι περιστάσεις οι οποίες, κατά τον κανονισμό 1215/2012, δικαιολογούν την αναγνώριση διεθνούς δικαιοδοσίας για την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
56. Μία από τις εν λόγω περιστάσεις συντρέχει όταν τα μέρη έχουν συμφωνήσει επί του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου με ρήτρα αναγνώρισης αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού 1215/2012.
57. Επομένως, τίθεται ευλόγως το ερώτημα αν κάθε συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας επεκτείνεται αυτομάτως στα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα, επειδή βασίζεται στην αυτονομία της βούλησης των μερών. Αντιστρόφως, θα πρέπει να εξεταστεί αν η παρέκταση δικαιοδοσίας αποκλείει εξ ορισμού τη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 35 του κανονισμού 1215/2012.
58. Το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού. Με την απόφαση Italian Leather αποσαφηνίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι η διεθνής δικαιοδοσία του άρθρου 35 μπορεί να συνυπάρχει με εκείνη διαφορετικού δικαστηρίου το οποίο επέλεξαν τα μέρη για την οριστική επίλυση της διαφοράς.
59. Κατά τη γνώμη μου, τα μέρη μπορούν (ή τουλάχιστον δεν εντοπίζονται λόγοι οι οποίοι τα εμποδίζουν) να συμφωνήσουν ότι θα παρεκτείνουν τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου, ή θα παρεκκλίνουν από αυτήν, όσον αφορά την προσωρινή προστασία, όταν η περίπτωσή τους καλύπτεται από τον κανονισμό 1215/2012. Το ζήτημα του εντοπισμού των διαφορών που εμπίπτουν ή δεν εμπίπτουν στη συμφωνία παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας είναι ζήτημα ερμηνείας της συναφθείσας συμφωνίας.
60. Επομένως, θα ήταν σκόπιμο τα μέρη να δηλώνουν ρητώς τη βούλησή τους όσον αφορά την υπαγωγή και της προσωρινής προστασίας στη σχετική ρήτρα. Ελλείψει σαφούς δήλωσης βουλήσεως, θα μπορούσε να τεκμαίρεται (44) ότι η ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας όταν διατυπώνεται με γενικούς όρους επεκτείνει τη διεθνή δικαιοδοσία του επιλεγέντος δικαστηρίου στη λήψη ασφαλιστικών ή προσωρινών μέτρων.
61. Αντιθέτως, η λύση αυτή δεν θα εφαρμοζόταν για τον αποκλεισμό της πρόσβασης σε οποιοδήποτε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους διαφορετικό από το συμφωνηθέν (45): η παραίτηση από το ευεργέτημα του άρθρου 35 του κανονισμού 1215/2012 δεν πρέπει να τεκμαίρεται.
62. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι διάδικοι περιέλαβαν στη σύμβαση που συνήψαν ρήτρα με την οποία αναγνώρισαν γενικώς τη διεθνή δικαιοδοσία των πολωνικών δικαστηρίων για την επίλυση των διαφορών τους, καθότι η έδρα της αναθέτουσας αρχής βρίσκεται στην Πολωνία (46).
63. Το αιτούν δικαστήριο δεν αμφισβητεί την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των πολωνικών δικαστηρίων όσον αφορά την εκδίκαση της υπόθεσης επί της ουσίας· διερωτάται, εντούτοις, αν η εν λόγω διεθνής δικαιοδοσία είναι επίσης αποκλειστική όσον αφορά την προσωρινή προστασία.
64. Οι παρατηρήσεις της Πολωνικής Κυβέρνησης και των εταιριών στις οποίες ανατέθηκε η σύμβαση δεν συμπίπτουν όσον αφορά το εύρος της παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέφθηκε με τη σύμβαση (47). Προσωπικά, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία το αν η εν λόγω παρέκταση περιλαμβάνει ή όχι τα συντηρητικά μέτρα, αποκλείοντας έτσι τη λήψη τους από οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο, είναι ζήτημα το οποίο θα πρέπει να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο (48).
65. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, για την προστασία των μερών βάσει της αρχής της προβλεψιμότητας, «[μ]ια ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να αφορά μόνον τις διαφορές που ανέκυψαν ή πρόκειται να ανακύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, στοιχείο που περιορίζει το εύρος συμφωνίας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας μόνο στις διαφορές που ανάγονται στην έννομη σχέση επ’ ευκαιρία της οποίας συνάφθηκε η ρήτρα αυτή […]» (49).
66. Επομένως, η ρήτρα περί διεθνούς δικαιοδοσίας δεν θα καλύπτει «διαφορά [που] δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη για τη ζημιωθείσα επιχείρηση κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συναίνεσε στην εν λόγω ρήτρα» (50).
67. Με την επιφύλαξη της ως άνω παρατήρησης ότι η εκτίμηση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, θεωρώ ότι τα μέρη που συνομολόγησαν την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση ρήτρα μπορούσαν να προβλέψουν ευλόγως ότι οποιοδήποτε εξ αυτών θα μπορούσε να ζητήσει, εφόσον παρίστατο ανάγκη, τη λήψη ασφαλιστικού και συντηρητικού μέτρου προκειμένου να αντιταχθεί στην εκτέλεση των εγγυήσεων. Στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων ανακύπτουν συχνά διαφορές σχετικά με την κατάπτωση των εγγυήσεων υπέρ των αναθετουσών αρχών.
2. Πραγματικό συνδετικό στοιχείο
68. Εάν γίνει δεκτό ότι η ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας δεν παράγει τα αποτελέσματά της όσον αφορά την προσωρινή προστασία και ότι δεν συντρέχει, επομένως, περίπτωση αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των πολωνικών δικαστηρίων, η εκτίμηση αυτή δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι τα βουλγαρικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 35 του κανονισμού 1215/2012.
69. Σε μια τέτοια περίπτωση, η διεθνής δικαιοδοσία των βουλγαρικών δικαστηρίων θα εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από τα προβλεπόμενα στους σχετικούς κανόνες του εθνικού δικαίου. Επιπλέον, θα πρέπει να υφίσταται πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ του αντικειμένου του ασφαλιστικού και συντηρητικού μέτρου και της κατά τόπον αρμοδιότητας του κράτους μέλους (Βουλγαρία).
70. Στην υπό κρίση υπόθεση, διατυπώθηκαν αμφιβολίες όσον αφορά την ύπαρξη πραγματικού συνδετικού στοιχείου και τούτο για δύο λόγους:
– τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία βρίσκονται στο έδαφος της Βουλγαρίας και επί των οποίων θα εκτελεστεί το μέτρο είναι κινητής φύσεως·
– το ποσό της επίμαχης εγγύησης πρέπει να καταβληθεί στο Δημόσιο Ταμείο της Πολωνίας, σε πολωνικό έδαφος, σε σχέση με παρατυπίες που συνδέονται με την εκτέλεση σύμβασης έργου συναφθείσας και εκτελεσθείσας στην Πολωνία (51).
71. Η απαίτηση πραγματικού συνδετικού στοιχείου σχετίζεται άμεσα με τον λόγο ύπαρξης του άρθρου 35 του κανονισμού 1215/2012, ήτοι με τη λήψη και την εκτέλεση του μέτρου στο ίδιο κράτος μέλος. Συνεπώς, το πραγματικό συνδετικό στοιχείο συνίσταται, στην πραγματικότητα, στα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αφορά το ασφαλιστικό και συντηρητικό μέτρο.
72. Αντιθέτως, ο τόπος πληρωμής του ποσού της ίδιας της εγγύησης δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση.
73. Όπως προεκτέθηκε, στην υπό κρίση υπόθεση σκοπός των ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων ήταν η προσωρινή ικανοποίηση των αιτημάτων των αγωγών με τις οποίες ζητήθηκε να αναγνωριστεί ότι το Δημόσιο Ταμείο της Πολωνίας δεν είχε δικαίωμα να εισπράξει τα ποσά της εγγύησης. Σε εκτέλεση των μέτρων αυτών, το βουλγαρικό εφετείο διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση της απαίτησης της πολωνικής αναθέτουσας αρχής κατά της βουλγαρικής ασφαλιστικής εταιρίας Evroins AD.
74. Ο πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ των βουλγαρικών δικαστηρίων και των ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων θα εξαρτηθεί τελικώς από το αν θα θεωρηθεί ότι η ως άνω απαίτηση βρίσκεται στη Βουλγαρία (52), στοιχείο το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
3. Η απόφαση που εκδόθηκε στην Πολωνία ως εμπόδιο για τη λήψη συντηρητικών μέτρων από τα βουλγαρικά δικαστήρια
75. Οφείλει το βουλγαρικό δικαστήριο να κρίνει εαυτό αναρμόδιο να διατάξει το ζητούμενο ασφαλιστικό και συντηρητικό μέτρο όταν έχει προηγηθεί η υποβολή ταυτόσημης αίτησης (53) ενώπιον του (πολωνικού) δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της κύριας διαφοράς επί της ουσίας, την οποία αυτό απέρριψε;
76. Η απάντηση στο ως άνω ερώτημα επιδέχεται δύο προσεγγίσεις, αναλόγως του αν η απόφαση του πολωνικού δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων είναι ή δεν είναι τελεσίδικη. Δεδομένου ότι ο χαρακτήρας της εν λόγω απόφασης δεν προκύπτει μετά βεβαιότητας από τα προσκομισθέντα στοιχεία, θα αναλύσω αμφότερα τα ενδεχόμενα.
α) Τελεσίδικη απόφαση: η ενδεχόμενη αναγνώρισή της
77. Στο σύστημα του κανονισμού 1215/2012, η ένδικη διαδικασία που έχει κινηθεί σε κράτος μέλος και αφορά την ουσία της υπόθεσης ή τη λήψη μέτρων προστασίας μπορεί, εάν προβληθεί ο τελεσίδικος χαρακτήρας (54) απόφασης που έχει εκδοθεί επί της ίδιας υπόθεσης σε άλλο κράτος μέλος, να περατωθεί διά της αντίστοιχης δικαστικής οδού.
78. Από τις παρατηρήσεις των διαδίκων συνάγεται ότι η ισχύς δεδικασμένου (55) της πολωνικής απόφασης είναι αμφισβητούμενο ζήτημα, το οποίο θα πρέπει να αποσαφηνίσει το αιτούν δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, αντί της έννοιας του δεδικασμένου (που δημιουργεί προβλήματα όταν εφαρμόζεται σε αποφάσεις προσωρινού χαρακτήρα), προτιμώ να χρησιμοποιήσω την έννοια του τελεσίδικου χαρακτήρα της δικαστικής απόφασης, ήτοι της απόφασης η οποία είναι οριστική και κατά της οποίας δεν χωρεί ένδικο μέσο.
79. Εάν διαπιστωθεί ότι έχει τελεσίδικο χαρακτήρα στην Πολωνία, η απόφαση περί προσωρινής προστασίας θα μπορεί να παραγάγει τα αποτελέσματά της και στη Βουλγαρία και να εμποδίσει (εφόσον τα πραγματικά περιστατικά είναι τα ίδια) (56) τη λήψη άλλου μέτρου με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία και μεταξύ των ίδιων διαδίκων.
80. Το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) ζητεί επίσης να διευκρινιστεί το χρονικό σημείο κατά το οποίο επέρχονται οι νομικές συνέπειες της ύπαρξης της αλλοδαπής απόφασης. Ζητεί, ειδικότερα, να διευκρινιστεί αν πρέπει να κρίνει εαυτό αναρμόδιο αμέσως μόλις προσκομιστούν οι αποδείξεις της ύπαρξης τέτοιας απόφασης.
81. Η απάντηση είναι, κατ’ αρχήν, καταφατική. Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, η αναγνώριση σε ένα κράτος μέλος της απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος δεν απαιτεί ειδική διαδικασία. Εντούτοις, ο διάδικος που την επικαλείται οφείλει να τηρήσει τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 37, προσκομίζοντας γνήσιο αντίγραφο της απόφασης και τη βεβαίωση του άρθρου 53, η οποία, κατά το γράμμα του κανονισμού, είναι απαραίτητη (57). Το δικαστήριο ή η αρχή ενώπιον της οποίας γίνεται επίκληση της αλλοδαπής απόφασης δύναται επίσης να απαιτήσει τη μετάφραση ή την κατά λέξη απόδοσή της, κατά το άρθρο 37, παράγραφος 2.
82. Απόκειται στον διάδικο που θίγεται από την αναγνώριση της ήδη εκδοθείσας απόφασης να ζητήσει την απόρριψη της αναγνώρισής της για οποιονδήποτε από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 45, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί παρεμπιπτόντως, κατά το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού.
83. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι δυνατή η επίκληση της περίπτωσης που προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ: υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, δεν έχει ληφθεί ακόμη στη Βουλγαρία μέτρο με αποτελέσματα ασυμβίβαστα με εκείνα της πολωνικής απόφασης και, επομένως, το σχετικό επιχείρημα κατά της αναγνώρισής της δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό.
β) Μη τελεσίδικη απόφαση: ο κανόνας περί εκκρεμοδικίας
84. Εάν στην Πολωνία χωρεί ένδικο μέσο κατά της πολωνικής απόφασης, θα πρέπει να θεωρηθεί, για τους σκοπούς του κανονισμού 1215/2012, ότι η διαδικασία για τη λήψη συντηρητικών μέτρων εκκρεμεί ακόμη στη συγκεκριμένη χώρα.
85. Στο πλαίσιο αυτό, ο ενδιαφερόμενος μπορεί, βεβαίως, να ζητήσει την αναγνώριση του μέτρου στη Βουλγαρία (58). Εντούτοις, το γεγονός ότι είναι ακόμη δυνατή η άσκηση ενδίκων μέσων κατά του μέτρου μπορεί να καταστήσει την εν λόγω αίτηση πρόωρη. Ο κανονισμός επιτρέπει στο δικαστήριο αναγνώρισης να αναστείλει την αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης όταν η τελευταία έχει προσβληθεί στο κράτος μέλος προέλευσης (59).
86. Δεδομένου ότι στη Βουλγαρία εκκρεμεί πανομοιότυπη και μεταγενέστερη αίτηση μέτρων προστασίας, φρονώ ότι ενδείκνυται μάλλον η εφαρμογή του κανόνα περί εκκρεμοδικίας, ο οποίος επιβάλλει στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο της υπόθεσης να προβεί αυτεπαγγέλτως σε ορισμένες ενέργειες.
87. Το έγγραφο που βεβαιώνει την ύπαρξη της πολωνικής απόφασης έχει (ή μπορεί να έχει, εάν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την οικεία έννομη τάξη) (60) αποδεικτική αξία όσον αφορά τα βασικά στοιχεία του άρθρου 29 του κανονισμού 1215/2012:
– χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση της ταυτότητας των διαδίκων, του αντικειμένου και της αιτίας των δύο διαδικασιών·
– επιβεβαιώνει την ημερομηνία κατά την οποία ασκήθηκε η αγωγή ενώπιον του πρώτου δικαστηρίου·
– πιστοποιεί ότι το πρώτο δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο να διατάξει ή να αρνηθεί το ασφαλιστικό ή συντηρητικό μέτρο (61).
88. Εάν, κατόπιν εξακρίβωσης των ως άνω στοιχείων, διαπιστωθεί ότι το πολωνικό δικαστήριο επιλήφθηκε πρώτο της διαφοράς, καθώς και ότι υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου, διαδίκων και αιτίας, το βουλγαρικό δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει εαυτό αναρμόδιο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012.
V. Πρόταση
89. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) ως εξής:
«1) Το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/12, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αίτηση ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων πρέπει να κρίνει εαυτό αναρμόδιο να διατάξει τα εν λόγω μέτρα οσάκις: α) το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, το οποίο έχει επιληφθεί της υπόθεσης επί της ουσίας, έχει εκδώσει τελεσίδικη απόφαση επί των εν λόγω μέτρων, β) ο ενδιαφερόμενος επικαλείται την εν λόγω τελεσίδικη απόφαση, προσκομίζοντας τα έγγραφα που απαιτεί ο κανονισμός 1215/2012 για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος στο οποίο εκκρεμεί ακόμη η δίκη και γ) οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στα δύο δικαστήρια έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία και αφορούν τους ίδιους διαδίκους.
2) Εάν δεν είναι ακόμη τελεσίδικη η απόφαση του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία για την επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης, το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης δεύτερο βάσει του άρθρου 35 του κανονισμού 1215/2012 και ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση ασφαλιστικών και συντηρητικών μέτρων με την ίδια βάση και το ίδιο αντικείμενο και μεταξύ των ίδιων διαδίκων, πρέπει να κρίνει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29, παράγραφος 3, του κανονισμού 1215/2012.»