Language of document : ECLI:EU:T:2010:542

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Δεκεμβρίου 2010

Υπόθεση T-48/10 P

Herbert Meister

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2008 — Απόφαση περί απονομής μορίων κατά την περίοδο προαγωγών — Μνεία περί των μορίων που σωρεύθηκαν κατά τις προηγηθείσες περιόδους προαγωγών — Παραμόρφωση του περιεχομένου των πραγματικών περιστατικών — Καταλογισμός δικαστικών εξόδων — Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2009, F‑17/09, Meister κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑501 και II‑A‑1‑2721).

Απόφαση: H αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Herbert Meister φέρει τα έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Διαδικασία — Απόφαση εκδοθείσα υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως — Αμφισβήτηση — Όροι

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

2.      Διαδικασία — Απόφαση εκδοθείσα υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως — Διαδικασία περατωθείσα με διάταξη, η οποία παρουσιάζει συνάφεια με άλλες προσφυγές που κρίθηκαν παραδεκτές

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76)

3.      Αναίρεση — Λόγοι — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

4.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος αναιρέσεως στρεφόμενος κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περί της δικαστικής δαπάνης — Απαράδεκτος σε περίπτωση απορρίψεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 2)

1.      Η εφαρμογή διαδικασίας βάσει της οποίας είναι δυνατή η εκδίκαση υποθέσεως με διάταξη, χωρίς να προηγηθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν συνιστά αφεαυτής προσβολή του δικαιώματος σε προσήκουσα και αποτελεσματική ένδικη διαδικασία, καθόσον τα δικαιοδοτικά όργανα της Ενώσεως δύνανται να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής μόνον εφόσον το δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο για να επιληφθεί της επίμαχης προσφυγής ή εφόσον η προσφυγή προδήλως στερείται παντελώς νομικής βάσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαιοδοτικό όργανο της Ενώσεως έκρινε κακώς ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο διάδικο να αμφισβητήσει την επίμαχη εκτίμηση αυτή.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 3 Ιουνίου 2005, C‑396/03 P, Killinger κατά Γερμανίας κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4967, σκέψη 9

2.      Ο αναιρεσείων δεν δύναται να προβάλλει λυσιτελώς ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραβίασε την απαγόρευση εκδόσεως αποφάσεως άνευ προφορικής διαδικασίας απλώς και μόνον για τον λόγο ότι η επίμαχη διαδικασία, η οποία περατώθηκε με διάταξη περί απαραδέκτου, εμφάνιζε ορισμένη συνάφεια ως προς τα πραγματικά περιστατικά και ως προς τα νομικά ζητήματα με προγενέστερες προσφυγές οι οποίες, έχοντας εξετασθεί από το ίδιο τμήμα και από τον ίδιο εισηγητή δικαστή, είχαν κριθεί παραδεκτές. Συγκεκριμένα, μια τέτοια συνάφεια δεν αποκλείει αφεαυτής στο πρωτοβαθμίως επιληφθέν δικαστήριο να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της προκειμένης υποθέσεως για να κηρύξει προδήλως απαράδεκτη την υπό κρίση προσφυγή.

(βλ. σκέψη 31)

3.      Από το άρθρο 257 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 11 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται, συγκεκριμένα, η αίτηση αυτή. Δεν πληροί την απαίτηση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία δεν περιλαμβάνει επιχειρηματολογία σκοπούσα ειδικώς να προσδιορίσει την πλάνη περί το δίκαιο την οποία ενέχει η επίμαχη απόφαση ή διάταξη.

Επιπλέον, ισχυρισμοί όλως γενικοί και όχι αρκούντως ακριβείς για να αποτελέσουν το αντικείμενο νομικής εκτιμήσεως πρέπει να θεωρούνται προδήλως απαράδεκτοι.

(βλ. σκέψεις 42 και 43)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Σεπτεμβρίου 1996, C‑19/95 P, San Marco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4435, σκέψη 37· 8 Ιουλίου 1999, C‑51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4235, σκέψη 113· 12 Δεκεμβρίου 2006, C‑129/06 P, Autosalone Ispra κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 31 και 32· 1 Φεβρουαρίου 2001, C‑300/99 P και C‑388/99 P, Area Cova κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑983, σκέψη 37· 29 Νοεμβρίου 2007, C‑107/07 P, Weber κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24

ΓΔΕΕ, 12 Μαρτίου 2008, T‑107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑Β‑1‑5 και II‑Β‑1‑31, σκέψη 27

4.      Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν χωρεί αναίρεση αποκλειστικά για τον καταλογισμό και το ύψος της δικαστικής δαπάνης. Εξάλλου, σε περίπτωση κατά την οποία απορρίφθηκαν όλοι οι άλλοι λόγοι αναιρέσεως, τυχόν αίτημα σχετικό με τον προβαλλόμενο ως παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περί της δικαστικής δαπάνης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

(βλ. σκέψη 53)

Παραπομπή:

ΔΕΚ, 12 Ιουλίου 2001, C‑302/99 P και C‑308/99 P, Επιτροπή και Γαλλία κατά TF1, Συλλογή 2001, σ. I‑5603, σκέψη 31· ΔΕΚ, 26 Μαΐου 2005, C‑301/02 P, Tralli κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2005, σ. I‑4071, σκέψη 88