Language of document : ECLI:EU:T:2018:721

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – ΕΥΕΔ – Αποδοχές – Υπάλληλοι τοποθετημένοι στην αντιπροσωπεία του Πεκίνου – Οικογενειακά επιδόματα – Σχολικό επίδομα για το έτος 2015/2016 – Άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ – Υπέρβαση του ανώτατου ορίου που προβλέπει ο ΚΥΚ για τις τρίτες χώρες – Απόφαση για τη θέση ανώτατου ορίου στην απόδοση των σχολικών δαπανών σε εξαιρετικές περιπτώσεις – ΓΕΔ»

Στην υπόθεση T-729/16,

PO, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

PP, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης,

PQ, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

PR, μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους N. de Montigny και J.-N. Louis και, στη συνέχεια, από τον Ν. de Montigny, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εκπροσωπούμενης από τους S. Marquardt και R. Spac, επικουρούμενους από τους M. Troncoso Ferrer, F.-M. Hislaire και S. Moya Izquierdo, δικηγόρους,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της ΕΥΕΔ να μην αποδώσει στους προσφεύγοντες για το σχολικό έτος 2015/2016 τις σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες (έξι φορές το βασικό ανώτατο όριο) αυξημένο κατά 10 000 ευρώ (συνολικά 27 788,40 ευρώ),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, I. Labucka και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Μαΐου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Το ιστορικό της διαφοράς και οι προσβαλλόμενες πράξεις

1        Οι προσφεύγοντες PO, PP, PQ και PR είχαν τοποθετηθεί στην αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα στο Πεκίνο ως μέλη του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ).

1.      PO

2        Στις 26 Αυγούστου 2011, ο ΡΟ τοποθετήθηκε στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στην Κίνα, στο Πεκίνο, προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Κατά την άφιξή του στην Κίνα, ενέγραψε τα τέκνα του στο British School of Beijing.

3        Στις 9 Σεπτεμβρίου 2015, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), ο ΡΟ ζήτησε να του αποδοθούν οι σχολικές δαπάνες (σχολικό επίδομα Β) για το έτος 2015/2016 οι οποίες υπερέβαιναν το ανώτατο όριο που προβλέπει η διάταξη αυτή για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα, το οποίο είναι το εξαπλάσιο του βασικού ανώτατου ορίου για το σχολικό επίδομα σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (στο εξής: ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες). Για το έτος 2015/2016, το βασικό ανώτατο όριο για το σχολικό επίδομα ανερχόταν σε 260,95 ευρώ μηνιαίως για κάθε τέκνο και το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες ανερχόταν σε 1 565,70 ευρώ μηνιαίως, ήτοι σε 18 788,40 ευρώ ετησίως.

4        Στις 17 Δεκεμβρίου 2015, ο PO έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) τον ενημέρωνε ότι η απόδοση των σχολικών δαπανών ανά τέκνο περιοριζόταν σε επίπεδο που αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ (28 788,40 ευρώ ετησίως). Η διαφορά μεταξύ των σχολικών επιδομάτων που έλαβε ο ΡΟ και των σχολικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για τα τέκνα του κατά το σχολικό έτος 2015/2016 ανερχόταν σε 17 330,11 ευρώ.

5        Στις 7 Μαρτίου 2016, κατόπιν αιτήματος του ΡΟ, ο τελευταίος πληροφορήθηκε ότι «το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Δεκεμβρίου 2015» συνιστούσε την απόφαση της ΑΔΑ κατά της οποίας μπορούσε να υποβάλει διοικητική ένσταση.

6        Στις 15 Μαρτίου 2016, ο ΡΟ υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015.

7        Στις 5 Ιουλίου 2016, η ΑΔΑ εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε τη διοικητική ένσταση του ΡΟ.

2.      PP

8        Την 1η Αυγούστου 2015, ο PP τοποθετήθηκε στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στην Κίνα, στο Πεκίνο, προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Ενόψει της αφίξεώς του στην Κίνα, στις 19 Μαΐου 2015, ενέγραψε τα τέκνα του στο Dulwich College Beijing.

9        Στις 25 Αυγούστου 2015, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ο PP ζήτησε να του αποδοθούν οι σχολικές δαπάνες (σχολικό επίδομα Β) για το έτος 2015/2016, οι οποίες υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

10      Στις 17 Δεκεμβρίου 2015, ο PP έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο η ΑΔΑ τον ενημέρωνε ότι η απόδοση των σχολικών δαπανών ανά τέκνο περιοριζόταν σε επίπεδο που αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ. Όπως προκύπτει από σχετική αναφορά στο τέλος του, το μήνυμα αυτό ήταν ενημερωτικού χαρακτήρα και δεν συνιστούσε βλαπτική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ. Η διαφορά μεταξύ των σχολικών επιδομάτων που λάμβανε ο PP και των σχολικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για τα τέκνα του κατά το σχολικό έτος 2015/2016 ανερχόταν σε 23 791,93 ευρώ.

11      Στις 21 Δεκεμβρίου 2015, κατόπιν αιτήσεως του ΡΡ, η ΑΔΑ επιβεβαίωσε ότι αυτός θα λάμβανε μόνον το ποσό που αντιστοιχεί ανά τέκνο στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ.

12      Στις 13 Ιανουαρίου 2016, ο ΡΡ ενημέρωσε την ΑΔΑ για τις οικονομικές συνέπειες που προέκυπταν για αυτόν και ζήτησε να λάβει την τελική απόφαση.

13      Στις 14 Ιανουαρίου 2016, ο PP ενημερώθηκε ότι η τελική απόφαση συνίστατο στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Δεκεμβρίου 2015.

14      Στις 16 Μαρτίου 2016, ο PP υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Δεκεμβρίου 2015 και, εφόσον κρινόταν αναγκαίο, κατά του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015 και του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας του Φεβρουαρίου 2016.

15      Στις 5 Ιουλίου 2016, η ΕΥΕΔ εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε τη διοικητική ένσταση του ΡΡ.

3.      PQ

16      Το 2015, ο PQ υπέβαλε υποψηφιότητα για θέση στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στην Κίνα στο Πεκίνο. Στις 19 Οκτωβρίου 2015, του προτάθηκε να αναλάβει τη θέση αυτή από την 1η Ιανουαρίου 2016.

17      Στις 19 Νοεμβρίου 2015, ο PQ ζήτησε προκαταβολή του σχολικού επιδόματος, καθώς και την απόδοση των σχολικών δαπανών (σχολικό επίδομα Β) για το έτος 2015/2016, οι οποίες υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

18      Στις 17 Δεκεμβρίου 2015, ο PQ έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο η ΑΔΑ τον ενημέρωνε ότι η απόδοση των σχολικών δαπανών ανά τέκνο περιοριζόταν σε επίπεδο που αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ. Όπως προκύπτει από σχετική αναφορά στο τέλος του, το μήνυμα αυτό είχε απλώς ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν συνιστούσε βλαπτική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ. Το ύψος των σχολικών δαπανών υπολογίσθηκε κατ’ αναλογία για οκτώ μήνες επί συνόλου δώδεκα.

19      Κατά την άφιξή του στην Κίνα την 1η Ιανουαρίου 2016, ο PQ ενέγραψε τα τέκνα του στο Western Academy of Beijing. Η διαφορά μεταξύ των σχολικών επιδομάτων που έλαβε ο PQ και των σχολικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για τα τέκνα του κατά το σχολικό έτος 2015/2016 ανερχόταν σε 10 011,94 ευρώ.

20      Στις 14 Μαρτίου 2016, ο PQ υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015.

21      Στις 5 Ιουλίου 2016, η ΕΥΕΔ εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε τη διοικητική ένσταση του PQ.

4.      PR

22      Στις 14 Αυγούστου 2013, η PR ανέλαβε τα καθήκοντά της στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στην Κίνα στο Πεκίνο. Κατά την άφιξή της στην Κίνα, ενέγραψε δύο από τα τέκνα της στη Western Academy of Beijing.

23      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, η PR ζήτησε να της αποδοθούν οι σχολικές δαπάνες (σχολικό επίδομα Β) για το έτος 2015/2016, οι οποίες υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

24      Στις 17 Δεκεμβρίου 2015, η PR έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο η ΑΔΑ την ενημέρωνε ότι η απόδοση των σχολικών δαπανών ανά τέκνο περιοριζόταν σε επίπεδο που αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ. Όπως προκύπτει από αναφορά στο τέλος του, το μήνυμα αυτό είχε απλώς ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν συνιστούσε βλαπτική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ. Η διαφορά μεταξύ των σχολικών επιδομάτων που έλαβε η PR και των σχολικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για τα τέκνα της κατά το σχολικό έτος 2015/2016 ανερχόταν σε 17 960,45 ευρώ.

25      Στις 7 Ιανουαρίου 2016, κατόπιν αιτήσεώς της, επιβεβαιώθηκε στην PR ότι το ποσό του σχολικού επιδόματος που θα λάμβανε ανά τέκνο δεν θα υπερέβαινε το επίπεδο που αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ.

26      Στις 4 Μαρτίου 2016, η PR ζήτησε να της διαβιβασθεί επίσημη απόφαση.

27      Στις 7 Μαρτίου 2016, η PR έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο η ΑΔΑ την ενημέρωνε ότι η βλαπτική πράξη ήταν το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015.

28      Στις 12 Μαρτίου 2016, η PR υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015.

29      Στις 5 Ιουλίου 2016, η ΕΥΕΔ εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε τη διοικητική ένσταση της PR.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Οκτωβρίου 2016, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

31      Στις 6 Ιανουαρίου 2017, η ΕΥΕΔ κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

32      Στις 9 Μαρτίου 2017, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν υπόμνημα απαντήσεως.

33      Στις 3 Μαΐου 2017, η ΕΥΕΔ κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

34      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε την ΕΥΕΔ να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η ΕΥΕΔ ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό.

35      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Μαΐου 2018.

36      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2015, περί περιορισμού σε 10 000 ευρώ των σχολικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες·

–        εφόσον είναι αναγκαίο, να ακυρώσει:

–        το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Δεκεμβρίου 2015·

–        κάθε άλλο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το οποίο επιβεβαιώνει την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015·

–        τα έντυπα υπολογισμού του σχολικού επιδόματος·

–        τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας που αναφέρουν το ποσό του ληφθέντος σχολικού επιδόματος·

–        εφόσον είναι αναγκαίο, να ακυρώσει τις αποφάσεις περί απορρίψεως της διοικητικής τους ενστάσεως της 5ης Ιουλίου 2016·

–        να καταδικάσει την ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα.

37      Η ΕΥΕΔ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή, αλλά αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

38      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2010/427/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της ΕΥΕΔ (ΕΕ 2010, L 201, σ. 30), η ΕΥΕΔ είναι λειτουργικά αυτόνομος φορέας της Ένωσης, χωριστός από τη γενική γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και διαθέτει την ικανότητα δικαίου που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της και την επίτευξη των στόχων της.

39      Δυνάμει του άρθρου 6 της αποφάσεως 2010/427 του Συμβουλίου, ο ΚΥΚ και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΥΕΔ. Εξάλλου, το άρθρο 1β, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ ορίζει ότι για τους σκοπούς της εφαρμογής του ΚΥΚ, η ΕΥΕΔ εξομοιώνεται με τα όργανα της Ένωσης, εκτός εάν προβλέπεται άλλως.

40      Όσον αφορά το αντικείμενο των αιτημάτων ακυρώσεως των προσφευγόντων, επισημαίνεται ότι αυτά αφορούν κυρίως τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015, καθώς και τις αποφάσεις περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, και ότι οι προσφεύγοντες ζητούν μόνον «εφόσον είναι αναγκαίο» την ακύρωση μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είναι μεταγενέστερα εκείνου της 17ης Δεκεμβρίου 2015, των εντύπων υπολογισμού του σχολικού επιδόματος και των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας που αναφέρουν το ποσό του σχολικού επιδόματος που έλαβαν. Λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου των ακυρωτικών αιτημάτων, θα εξετασθούν αρχικώς τα αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται κατά των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015, καθώς και των αποφάσεων περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων, και στη συνέχεια τα λοιπά αιτήματα ακυρώσεως.

1.      Επί των αιτημάτων ακυρώσεως που αφορούν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015 και των αποφάσεων περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων

41      Προς στήριξη του αιτήματός τους περί ακυρώσεως των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015, καθώς και των αποφάσεων περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων, οι προσφεύγοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

42      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζουν ότι οι περιπτώσεις τους ήταν εξαιρετικές και ότι, ως εκ τούτου, δικαιούνταν πλήρη απόδοση των σχολικών δαπανών δυνάμει του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Κατά τους ίδιους, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να περιορισθεί για λόγους δημοσιονομικής φύσεως. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου υποστηρίζουν επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έπρεπε να στηριχθούν στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις (στο εξής: ΓΕΔ), τις οποίες η ΕΥΕΔ όφειλε να είχε εκδώσει σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 110 του ΚΥΚ.

43      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση των κατευθυντηρίων γραμμών της ΕΥΕΔ σχετικά με τα σχολικά επιδόματα (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

44      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ΑΔΑ παραβίασε τις αρχές του πρωτογενούς δικαίου τις σχετικές με τα δικαιώματα του παιδιού, το δικαίωμα στον οικογενειακό βίο, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την αρχή της ασφάλειας δικαίου, την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και την αρχή της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων και της δικαιολογημένης προσδοκίας.

45      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως.

46      Σε πρώτο στάδιο, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα που προέβαλε η PR στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με το οποίο, βάσει των επιχειρημάτων που αυτή προέβαλε, η αιτιολογία που περιέχεται στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015 και στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής της ενστάσεως δεν είναι επαρκής.

47      Σε δεύτερο στάδιο, θα εξετασθούν τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προκειμένου να αποδείξουν ότι η εκτίμηση της ΑΔΑ σύμφωνα με την οποία οι περιπτώσεις τους δεν ήταν εξαιρετικές κατά την έννοια του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ πάσχει από πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως.

48      Σε τρίτο στάδιο, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο των τεσσάρων λόγων ακυρώσεως προκειμένου να αποδείξουν ότι, δεδομένου ότι η περίπτωσή τους ήταν εξαιρετική, κατά την έννοια του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, η ΕΥΕΔ όφειλε να αποδώσει πλήρως τις σχολικές δαπάνες που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

49      Σε τέταρτο στάδιο, θα εξεταστούν τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου λόγου ακυρώσεως, τα οποία αφορούν τον περιορισμό της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, στον οποίο προέβη η ΑΔΑ με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015.

50      Σε πέμπτο στάδιο, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι προσφεύγοντες κυρίως στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τα οποία προβάλλεται ότι η ΕΥΕΔ θα έπρεπε να είχε θεσπίσει ΓΕΔ.

1.      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται ανεπαρκής αιτιολογία

51      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η PR ισχυρίζεται ότι, βάσει των επιχειρημάτων που προέβαλε, η αιτιολογία του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015 και της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής της ενστάσεως δεν είναι επαρκής. Η ΑΔΑ δεν έλαβε υπόψη τις εξαιρετικές περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η PR στην αίτησή της για την απόδοση των σχολικών δαπανών και οι οποίες θα δικαιολογούσαν την πλήρη απόδοση των δαπανών αυτών. Η εγγραφή των τέκνων της στη Western Academy of Beijing δικαιολογούνταν, κατά την ίδια, από την ανάγκη τα τέκνα της να διατηρήσουν και να βελτιώσουν το επίπεδο της ολλανδικής μητρικής τους γλώσσας, λαμβανομένου υπόψη ότι τα τέκνα της αρχικά φοιτούσαν σε ολλανδικά σχολεία και πιθανότατα θα συνεχίσουν τη φοίτησή τους στη γλώσσα αυτή εάν επιστρέψουν στον προηγούμενο τόπο κατοικίας τους κατά τα επόμενα έτη.

52      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, υποχρέωση ταυτόσημη με τη γενική υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει τη βασιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της πράξεως (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, Napoli Buzzanca κατά Επιτροπής, T-218/02, EU:T:2005:343, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι η αιτιολογία αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η διοικητική ένσταση λογίζεται ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας στρεφόταν η διοικητική ένσταση και μπορεί να συμπληρώσει την αιτιολογία αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2015, Trentea κατά FRA, T-107/13 P, EU:T:2015:20, σκέψη 77).

54      Όσον αφορά την αιτιολογία της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της PR, επισημαίνεται ότι, κυρίως στις σελίδες 21 και 22 της εν λόγω αποφάσεως, η ΑΔΑ εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, ότι, ακόμη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, η ΕΥΕΔ δεν έχει αυτομάτως την υποχρέωση να αποδίδει πλήρως τις σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Ανέφερε επίσης ότι είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Επιπλέον, στις σελίδες 20 και 21 της εν λόγω αποφάσεως, η ΑΔΑ διευκρίνισε ότι το δικαίωμα στην εκπαίδευση δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν καλύπτει εκπαίδευση σε ιδιωτικό σχολείο.

55      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογία αυτή επέτρεπε στην PR να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους, παρά τις εξαιρετικές περιπτώσεις που είχε επικαλεσθεί με την αίτησή της για απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, η ΑΔΑ αποφάσισε να μην αποδώσει πλήρως τις δαπάνες αυτές. Η αιτιολογία αυτή παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

56      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της PR με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί των επιχειρημάτων προς απόδειξη του ότι η εκτίμηση της ΑΔΑ ότι οι περιπτώσεις των προσφευγόντων δεν ήταν εξαιρετικές πάσχει πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως

57      Με ορισμένα από τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως υπονοείται ότι εσφαλμένως η ΑΔΑ έκρινε ότι οι περιπτώσεις των προσφευγόντων δεν είναι εξαιρετικές και ότι η εκτίμηση αυτή πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

58      Πρέπει να αναφερθεί συναφώς ότι τα επιχειρήματα αυτά των προσφευγόντων στηρίζονται στην παραδοχή ότι, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η ΑΔΑ δεν θεώρησε ότι εξαιρετική την κατάστασή τους.

59      Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η πρώτη περίοδος του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπει ότι, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η ΑΔΑ, χορηγείται στον υπάλληλο σχολικό επίδομα προς κάλυψη των πραγματικών σχολικών δαπανών, το οποίο καταβάλλεται αφού προσκομισθούν τα σχετικά δικαιολογητικά. Η δεύτερη περίοδος της διατάξεως αυτής προβλέπει ότι, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, για τις οποίες αποφασίζει η ΑΔΑ, το επίδομα αυτό δεν μπορεί να υπερβεί το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Όπως προκύπτει από την τελευταία αυτή περίοδο, συνεπώς, η ΑΔΑ δικαιούται να αποδώσει τις σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπό την έννοια της περιόδου αυτής.

60      Όπως προκύπτει από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015, το ποσό που απέδωσε η ΕΥΕΔ για τις σχολικές δαπάνες των τέκνων των προσφευγόντων υπερέβαινε το ανώτατο προβλεπόμενο όριο. Κατά συνέπεια, η ΑΔΑ θεώρησε ότι οι περιπτώσεις των προσφευγόντων ήταν εξαιρετικές κατά την έννοια του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

61      Η παραδοχή των προσφευγόντων ότι η ΑΔΑ δεν θεώρησε εξαιρετικέ τις περιπτώσεις τους είναι συνεπώς εσφαλμένη. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματά τους πρέπει να απορριφθούν.

3.      Επί των επιχειρημάτων προς απόδειξη του ότι η ΑΔΑ ήταν υποχρεωμένη να αποδώσει πλήρως στους προσφεύγοντες τις σχολικές δαπάνες που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες

62      Οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις τους ήταν εξαιρετικές, η ΑΔΑ είχε την υποχρέωση να αποδώσει πλήρως τις σχολικές τους δαπάνες που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής, προβάλλουν, κατά πρώτον, επιχειρήματα που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και, κατά δεύτερον, επιχειρήματα που στηρίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές.

1)      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ

63      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, δυνάμει του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, η ΑΔΑ είχε την υποχρέωση να αποδώσει πλήρως τις σχολικές δαπάνες που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Οι περιπτώσεις τους ήταν εξαιρετικές, επειδή, κατά την άποψή τους, η μόνη διαθέσιμη εκπαίδευση στο Πεκίνο η οποία ήταν κατάλληλη για τα τέκνα τους συνεπαγόταν σχολικές δαπάνες που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, στηρίζονται σε επιχειρήματα αντλούμενα από το γράμμα του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω παραρτήματος, καθώς και σε επιχειρήματα που αντλούνται από ερμηνεία της διατάξεως αυτής υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων και της δικαιολογημένης προσδοκίας, της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, των δικαιωμάτων του παιδιού, του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο, του δικαιώματος στην εκπαίδευση και της αρχής της αναλογικότητας.

1)      Επί των επιχειρημάτων που αντλούνται από το γράμμα του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω παραρτήματος

64      Στις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων, η ΑΔΑ εξέθεσε κατ’ ουσίαν ότι το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν προέβλεπε άνευ όρων δικαίωμα αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες και ότι, πάνω από το ανώτατο αυτό όριο, η ίδια είχε δικαίωμα να περιορίσει τα σχολικά επιδόματα λαμβάνοντας υπόψη τον διαθέσιμο προϋπολογισμό.

65      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία αυτή του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ είναι εσφαλμένη. Το άρθρο αυτό δεν επιτρέπει τον περιορισμό της αποδόσεως των σχολικών δαπανών σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η μόνη κατάλληλη εκπαίδευση για τα τέκνα των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες η οποία είναι διαθέσιμη στο εν λόγω τρίτο κράτος συνεπάγεται δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Προς στήριξη της ερμηνείας αυτής, ισχυρίζονται ότι το γράμμα της δεύτερης περιόδου του εν λόγω άρθρου δεν προβλέπει όρια για το ύψος των σχολικών επιδομάτων που πρέπει να καταβληθούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις και επικαλούνται τις προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω παραρτήματος.

66      Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

67      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 15, πρώτη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ ορίζει ότι τα σχολικά επιδόματα αποσκοπούν στην κάλυψη των πραγματικών σχολικών δαπανών. Ωστόσο, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι, δυνάμει της δεύτερης περιόδου του άρθρου αυτού, το ποσό των σχολικών επιδομάτων δεν μπορεί κατ’ αρχήν να υπερβαίνει το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Βεβαίως, η περίοδος αυτή προβλέπει επίσης ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να υπάρξει υπέρβαση του εν λόγω ανώτατου ορίου. Ωστόσο, το γράμμα της περιόδου αυτής δεν επιτρέπει να προσδιορισθεί σε ποιον βαθμό τα σχολικά επιδόματα πρέπει να καλύπτουν τις σχολικές δαπάνες που απαιτούνται για την κατάλληλη εκπαίδευση.

68      Όσον αφορά το ζήτημα του τι αποτελεί εξαιρετική περίπτωση, κατά την έννοια του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω παραρτήματος, το εν λόγω άρθρο έχει ως σκοπό να επιτρέψει στα τέκνα των υπαλλήλων της Ένωσης να λαμβάνουν δωρεάν εκπαίδευση και να μην αποτελεί συναφώς αντικείμενο δυσμενούς διάκρισης ο υπάλληλος που ασκεί τα καθήκοντά του εκτός της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι αυτές οι προπαρασκευαστικές εργασίες εκκινούν από την αρχή ότι όλες οι μορφές δωρεάν δημόσιας εκπαιδεύσεως που είναι διαθέσιμες στις χώρες υπηρεσίας δεν είναι απαραιτήτως κατάλληλες για τα τέκνα των υπαλλήλων της Ένωσης. Εξάλλου, προκύπτει από αυτές ότι οι μορφές εκπαιδεύσεως που είναι διαθέσιμες σε τρίτη χώρα και είναι κατάλληλες για τα τέκνα των υπαλλήλων της Ένωσης μπορεί να είναι περιορισμένες και πολύ δαπανηρές και ότι η δυνατότητα υπερβάσεως του ανώτατου προβλεπόμενου ορίου για τις τρίτες χώρες, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, θεσπίστηκε προκειμένου να ληφθεί υπόψη μια τέτοια κατάσταση. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να συναχθεί ότι οι προσφεύγοντες βρίσκονται στην κατάσταση για την οποία προβλέφθηκε η δυνατότητα υπερβάσεως του ανώτατου προβλεπόμενου ορίου για τις τρίτες χώρες, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

69      Ωστόσο, σε αντίθεση με όσα προβάλλουν οι προσφεύγοντες, δεν μπορεί να συναχθεί από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ ότι το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την έννοια της περιόδου αυτής, υπάρχει απεριόριστο δικαίωμα πλήρους αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

70      Πράγματι, όπως προκύπτει από τις εν λόγω εργασίες, το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες θεσπίστηκε με σκοπό να αποφευχθούν οι υπερβολικές δαπάνες που προκύπτουν από την απόδοση των σχολικών δαπανών. Όμως, η ερμηνεία που προβάλλουν οι προσφεύγοντες δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την ύπαρξη του ανώτατου αυτού ορίου και την απόφαση του νομοθέτη της Ένωσης ότι, κατ’ αρχήν, η απόδοση των σχολικών επιδομάτων δεν θα υπερβαίνει το ανώτατο αυτό όριο. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι σχολικές δαπάνες για κατάλληλη εκπαίδευση σε τρίτη χώρα μπορεί να εξαρτώνται από παράγοντες εκτός του ελέγχου της ΕΥΕΔ, όπως οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ή η ζήτηση για τέτοιες μορφές εκπαιδεύσεως. Προβλέποντας το ανώτατο όριο για τις τρίτες χώρες, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποφύγει το ενδεχόμενο να βαρύνουν τον προϋπολογισμό της ΕΥΕΔ υπερβολικές δαπάνες που ενδέχεται να προκύψουν από τέτοιους παράγοντες. Όμως, μια ερμηνεία του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, υπό την έννοια ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υφίσταται απεριόριστο δικαίωμα αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, ανεξαρτήτως των συνεπειών για τον προϋπολογισμό της ΕΥΕΔ, δεν θα λάμβανε υπόψη τον εν λόγω σκοπό.

71      Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποκλείσει μόνον την απόδοση του τμήματος των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, το οποίο τμήμα προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ υφίστανται σχολεία που προσφέρουν κατάλληλη εκπαίδευση και τα δίδακτρα των οποίων είναι φθηνότερα, τα μέλη του προσωπικού της ΕΥΕΔ επιλέγουν να εγγράψουν τα τέκνα τους σε σχολείο που απαιτεί υψηλότερες σχολικές δαπάνες. Πράγματι, αν ο νομοθέτης είχε θελήσει να περιορισθεί στο να αποκλείσει μόνον την απόδοση του εν λόγω τμήματος των σχολικών δαπανών, θα μπορούσε να το έχει αναφέρει.

72      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ούτε το γράμμα του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ούτε οι προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω παραρτήματος επιβάλλουν ερμηνεία της δεύτερης περιόδου του άρθρου αυτού υπό την έννοια ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την έννοια της περιόδου αυτής, υφίσταται απεριόριστο δικαίωμα πλήρους αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Αντιθέτως, η περίοδος αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η ΑΔΑ δικαιούται να λάβει υπόψη δημοσιονομικούς περιορισμούς.

73      Επομένως, τα επιχειρήματα που αντλούνται από το γράμμα του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και τις προπαρασκευαστικές εργασίες του παραρτήματος αυτού πρέπει να απορριφθούν.

2)      Επί των επιχειρημάτων με τα οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων και της δικαιολογημένης προσδοκίας των προσφευγόντων, καθώς και της αρχής της χρηστής διοικήσεως

74      Στις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων των ΡΟ και PP, η ΑΔΑ εξέθεσε ότι ο περιορισμός της αποδόσεως των σχολικών δαπανών των προσφευγόντων σε ποσό που αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ, δεν αντίκειται στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης προσδοκίας των προσφευγόντων. Οι τελευταίοι δεν έλαβαν, κατά την ίδια, συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές, ότι θα τους αποδίδονταν πλήρως οι σχολικές δαπάνες για τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας τους στην Κίνα.

75      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι διαπιστώσεις αυτές είναι εσφαλμένες. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η αρχή του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων τους και των εύλογων προσδοκιών τους, καθώς και η αρχή της χρηστής διοικήσεως, απαγορεύουν τον περιορισμό της αποδόσεως των σχολικών δαπανών τους.

76      Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

77      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει την τροποποίηση των εφαρμοστέων κανόνων χωρίς προηγούμενη συζήτηση ή ενημέρωση και χωρίς μεταβατικά μέτρα, αρκεί να σημειωθεί ότι το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν έχει τροποποιηθεί. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να τονισθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε η ΕΥΕΔ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τους προσφεύγοντες, ο περιορισμός της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες σε 10 000 ευρώ είχε ήδη εφαρμοσθεί στις σχολικές δαπάνες για το έτος 2014/2015. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

78      Δεύτερον, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα των προσφευγόντων, αρκεί η επισήμανση ότι οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι αποτελεί κεκτημένο τους δικαίωμα το να τους αποδοθούν πλήρως οι σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες για το σχολικό έτος 2015/2016. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η ΑΔΑ στις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων των ΡΟ και PP, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από τους προσφεύγοντες, στο πλαίσιο των αποφάσεών της σχετικά με τις αιτήσεις αποδόσεως των σχολικών δαπανών για τα προηγούμενα σχολικά έτη, η ΕΥΕΔ είχε φροντίσει να διευκρινίσει ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν αποκλειστικά εκείνο το σχολικό έτος και ότι δεν γεννούσαν δικαίωμα για τα μελλοντικά σχολικά έτη. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί.

79      Τρίτον, όσον αφορά τη δικαιολογημένη προσδοκία των προσφευγόντων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για να χωρεί επίκληση της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, να έχουν δοθεί από τη διοίκηση της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές, δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές να είναι ικανές να δημιουργήσουν δικαιολογημένη προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται και, τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις να είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, Righini κατά Επιτροπής, T‑145/04, EU:T:2005:395, σκέψη 130).

80      Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και του περιεχομένου των κατευθυντήριων γραμμών, οι οποίες προβλέπουν ότι οι αιτήσεις αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες θα εξετάζονται με βάση τον διαθέσιμο προϋπολογισμό, το γεγονός και μόνον ότι, κατά το παρελθόν, οι προσφεύγοντες κατόρθωσαν να λάβουν σχολικά επιδόματα που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες και κάλυπταν πλήρως τις σχολικές δαπάνες, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθεαυτό ως συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και συγκλίνουσα διαβεβαίωση κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 79 ανωτέρω. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, στο πλαίσιο των αποφάσεων σχετικά με τις αιτήσεις αποδόσεως των σχολικών δαπανών για τα προηγούμενα σχολικά έτη, η ΕΥΕΔ είχε φροντίσει να διευκρινίσει ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν αποκλειστικά εκείνο το σχολικό έτος και δεν γεννούσαν δικαίωμα για τα μελλοντικά σχολικά έτη (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω).

81      Τέταρτον, οι προσφεύγοντες προβάλλουν παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν στο μέσο του σχολικού έτους, ενώ τα έξοδα εγγραφής είχαν ήδη καταβληθεί από τους υπαλλήλους. Στο σημείο εκείνο, οι ίδιοι δεν μπορούσαν πλέον να αντιδράσουν.

82      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατ’ ουσίαν, το επιχείρημα αυτό των προσφευγόντων στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή κατά την οποία, πριν την εγγραφή των τέκνων τους στα εν λόγω σχολεία, δικαιούνταν να βασισθούν στο γεγονός ότι θα τους αποδίδονταν πλήρως οι σχολικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένου του ποσού που υπερέβαινε το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε στις σκέψεις 77 έως 80 ανωτέρω, τέτοια προσδοκία δεν ήταν βάσιμη. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί.

83      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ούτε η αρχή της ασφάλειας δικαίου ούτε η αρχή του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων τους ή της δικαιολογημένης προσδοκίας τους ούτε η αρχή της χρηστής διοικήσεως αντιτίθενται στη δυνατότητα της ΑΔΑ να περιορίσει την απόδοση των σχολικών τους δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

3)      Επί των επιχειρημάτων με τα οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

84      Στο πλαίσιο του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

85      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 28ης Ιουνίου 1990, Hoche, C-174/89, EU:C:1990:270, σκέψη 25).

86      Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διάφορες καταστάσεις και έτσι τον παρόμοιο χαρακτήρα τους πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως της Ένωσης που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, εξάλλου, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C-127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 26).

87      Η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον στηρίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, δηλαδή εφόσον είναι σχετική με τον νομίμως επιδιωκόμενο από την επίμαχη νομοθεσία σκοπό, η δε διαφορά αυτή είναι ανάλογη με τον σκοπό που επιδιώκεται με τη μεταχείριση αυτή (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C-127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 47).

88      Με τις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων, η ΑΔΑ απέρριψε την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ισχυρίζεται ότι δεν αντιμετώπισε πανομοιότυπες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο. Οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες δεν τελούν στην ίδια κατάσταση με τους υπαλλήλους που υπηρετούν στις Βρυξέλλες (Βέλγιο). Για τον λόγο αυτόν, το παράρτημα Χ του ΚΥΚ προβλέπει ειδικούς κανόνες για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα.

89      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η συλλογιστική αυτή είναι εσφαλμένη.

90      Πρώτον, διατείνονται ότι οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι υπάλληλοι που βρίσκονται στην έδρα της υπηρεσίας, ενώ τελούν σε διαφορετικές καταστάσεις.

91      Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό.

92      Το επιχείρημα των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 101α του ΚΥΚ, το παράρτημα X του ΚΥΚ θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις οι οποίες ισχύουν για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα, καθώς και ειδικούς κανόνες για τα σχολικά επιδόματα που λαμβάνουν οι εν λόγω υπάλληλοι, διαφορετικούς από τους κανόνες που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν στην έδρα της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ προβλέπει όχι μόνον ότι το ανώτατο όριο για τα εν λόγω επιδόματα είναι έξι φορές το βασικό ανώτατο όριο για το σχολικό επίδομα σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αλλά και τη δυνατότητα υπερβάσεως του ανώτατου αυτού ορίου σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι υπάλληλοι που υπηρετούν στην έδρα της υπηρεσίας.

93      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι μολονότι τόσο οι υπάλληλοι που υπηρετούν στην έδρα της υπηρεσίας όσο και οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες έχουν δικαίωμα σε δωρεάν εκπαίδευση των τέκνων τους, αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο, διότι, για τα τέκνα των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες, η απόδοση των σχολικών επιδομάτων μπορεί να περιοριστεί.

94      Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό.

95      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 92 ανωτέρω, αφενός, το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες είναι υψηλότερο από εκείνο των υπαλλήλων που υπηρετούν στην έδρα της υπηρεσίας και, αφετέρου, μπορεί να υπάρξει υπέρβαση του ανώτατου ορίου για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπεία σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ενώ δεν υφίσταται τέτοια δυνατότητα για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην έδρα. Ως εκ τούτου, οι κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα X του ΚΥΚ προβλέπουν ευνοϊκότερη μεταχείριση για τους προσφεύγοντες από ό,τι για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην έδρα.

96      Ωστόσο, πρόθεσή των προσφευγόντων είναι να προβάλουν με το επιχείρημά τους διαφορετική μεταχείριση, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι, χάρη στα ευρωπαϊκά σχολεία ή στα σχολικά επιδόματα που λαμβάνουν, τα τέκνα των υπαλλήλων που υπηρετούν στην έδρα της υπηρεσίας έχουν δωρεάν πρόσβαση σε κατάλληλη εκπαίδευση, ενώ τα σχολικά επιδόματα που έλαβαν οι ίδιοι δεν επιτρέπουν στα τέκνα τους να λαμβάνουν δωρεάν κατάλληλη εκπαίδευση στο Πεκίνο.

97      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ένας από τους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο 15 του παραρτήματος X του ΚΥΚ είναι το μην υφίστανται οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην έδρα όσον αφορά τη δωρεάν εκπαίδευση των τέκνων τους (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω). Συνεπώς, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 86 ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί αν, υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες υφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με εκείνους που υπηρετούν στην έδρα της υπηρεσίας.

98      Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΥΕΔ δήλωσε ότι υπάρχουν σχολεία στο Πεκίνο τα οποία προσφέρουν κατάλληλη εκπαίδευση και των οποίων οι σχολικές δαπάνες είναι χαμηλότερες από εκείνες στις οποίες υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015 ούτε στις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων των προσφευγόντων στηρίχθηκε η ΕΥΕΔ στην εκτίμηση ότι ήταν διαθέσιμη κατάλληλη εκπαίδευση έναντι ποσού ίσου ή χαμηλότερου από το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, αυξημένο κατά 10 000 ευρώ.

99      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχει σχολείο στο Πεκίνο το οποίο να παρέχει εκπαίδευση κατάλληλη για τα τέκνα των προσφευγόντων αντί 27 788,40 ευρώ, του ποσού δηλαδή που αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένου κατά 10 000 ευρώ, είναι βέβαιον ότι οι προσφεύγοντες αντιμετωπίσθηκαν διαφορετικά σε σχέση με τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην έδρα της υπηρεσίας, εάν ληφθεί υπόψη ότι οι σχολικές δαπάνες των τέκνων των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι στην έδρα αποδίδονται de facto στο σύνολό τους. Ωστόσο, η διαφορετική μεταχείριση συνιστά δυσμενή διάκριση μόνον εάν δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς.

100    Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η ΕΥΕΔ διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατανέμει τον προϋπολογισμό που διαθέτει για τις μη υποχρεωτικές δαπάνες. Όπως δήλωσε η ΕΥΕΔ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο σκοπός που επιδιώκεται με τον περιορισμό της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ, είναι να επεκτείνει την απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες στον μέγιστο δυνατό αριθμό υπαλλήλων που υπέβαλαν τέτοια αίτηση, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς ως προς τις εν λόγω δαπάνες. Δεδομένης της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η ΕΥΕΔ, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

101    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν την ύπαρξη δημοσιονομικών περιορισμών. Περιορίζονται να υποστηρίξουν ότι η ΑΔΑ δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι ο περιορισμός της αποδόσεως των σχολικών δαπανών θα μπορούσε να συνεπάγεται άλλα έξοδα, όπως τα έξοδα επαναλήψεως τάξεων για τα τέκνα και τα έξοδα μετακομίσεως, μετεγκαταστάσεως, μεταφοράς και αναπηρίας.

102    Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, με τα επιχειρήματα αυτά οι προσφεύγοντες επιδιώκουν κατ’ ουσίαν να αποδείξουν ότι ο περιορισμός της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ, δεν είναι πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού της επεκτάσεως των εν λόγω δαπανών στον μέγιστο δυνατό αριθμό υπαλλήλων που υπέβαλαν τέτοια αίτηση.

103    Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας την οποία διαθέτει συναφώς η ΕΥΕΔ, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στο να ελέγξει αν τα επιχειρήματα των προσφευγόντων είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος εκ μέρους της ΕΥΕΔ. Τούτο θα ίσχυε μόνον εάν με τα επιχειρήματα των προσφευγόντων μπορούσε να καταδειχθεί ότι οι εκτιμήσεις της ΕΥΕΔ δεν ήταν εύλογες.

104    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το επιχείρημα που αντλείται από τις δαπάνες που μπορεί να προκύψουν από πιθανή επανάληψη τάξεων, μετακομίσεις, μετεγκαταστάσεις, μεταφορές και αναπηρίες, το οποίο ουδόλως τεκμηριώνεται, δεν είναι ικανό να αντικρούσει το επιχείρημα της ΕΥΕΔ σύμφωνα με το οποίο ο περιορισμός της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες σε 10 000 ευρώ συνιστά κατάλληλο μέσο για την κατανομή του περιορισμένου προϋπολογισμού τον οποίον διαθέτει.

105    Επομένως, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι η ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

106    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται δυσμενής διάκριση των προσφευγόντων σε σχέση με τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην έδρα της υπηρεσίας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

107    Τρίτον, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες της Ένωσης σε τρίτες χώρες όπου το ποσό που αντιστοιχεί στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες αυξημένο κατά 10 000 ευρώ επαρκεί για την κάλυψη των σχολικών δαπανών προκειμένου να λάβουν κατάλληλη εκπαίδευση, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί βάσει όσων εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 93 έως 106.

108    Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων με το οποίο προβάλλεται ότι η ΕΥΕΔ ευνοεί τους υπαλλήλους χωρίς τέκνα, αρκεί να επισημανθεί ότι οι υπάλληλοι με τέκνα δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι υπάλληλοι χωρίς τέκνα. Πράγματι, το άρθρο 3, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπουν τη χορήγηση σχολικών επιδομάτων μόνο για τους υπαλλήλους με εξαρτώμενα τέκνα.

109    Επομένως, κανένα από τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται από τους προσφεύγοντες παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι, υπό το πρίσμα της αρχής αυτής, το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τους παρέχει δικαίωμα να τους αποδοθούν πλήρως οι σχολικές δαπάνες.

4)      Επί των επιχειρημάτων με τα οποία προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων του παιδιού, του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο και του δικαιώματος στην εκπαίδευση

110    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων του παιδιού, του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο και του δικαιώματος στην εκπαίδευση, το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του KYK θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τους παρέχει δικαίωμα να τους αποδοθούν πλήρως οι σχολικές δαπάνες.

111    Στις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων των ΡΟ, PP και PR, η ΑΔΑ απέρριψε την αιτίαση με την οποία προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος στην εκπαίδευση. Η ΑΔΑ επισήμανε, πρώτον, ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν περιλαμβάνει διάταξη που να υποχρεώνει τους εργοδότες να αποδίδουν στο προσωπικό τους πλήρως τις σχολικές δαπάνες που προκύπτουν από την εγγραφή των τέκνων τους σε ιδιωτικό σχολείο, δεύτερον, ότι δεν θίγεται το δικαίωμα στην εκπαίδευση το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθόσον το άρθρο αυτό έχει ως σκοπό να προστατεύει το δικαίωμα της δωρεάν παρακολουθήσεως της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως στα κράτη μέλη, αλλά δεν παρέχει δικαίωμα παρακολουθήσεως διδασκαλίας σε ιδιωτικά σχολεία όπως τα σχολεία που επέλεξαν οι προσφεύγοντες και, τρίτον και εν πάση περιπτώσει, ότι ο περιορισμός του δικαιώματος αυτού μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

112    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η συλλογιστική αυτή είναι εσφαλμένη.

113    Πρώτον, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι, κατά το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση και το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ευχέρεια δωρεάν παρακολουθήσεως της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως. Στις χώρες της ΕΕ, η εκπαίδευση είναι κατά κανόνα υποχρεωτική για τέκνα ηλικίας μεταξύ 6 και 16 ετών. Τα τέκνα των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπείες έχουν δικαίωμα στην εκπαίδευση ανάλογου επιπέδου. Ωστόσο, σε ορισμένες τρίτες χώρες, η επιλογή των σχολείων που προσφέρουν το επίπεδο αυτό είναι περιορισμένη. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα στην εκπαίδευση δεν περιορίζεται στο σύστημα δημόσιας δωρεάν εκπαιδεύσεως στις εν λόγω τρίτες χώρες. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, όταν η δημόσια εκπαίδευση σε μια τρίτη χώρα δεν προσφέρεται ούτε στη μητρική γλώσσα των τέκνων του προσωπικού που είναι τοποθετημένο σε αντιπροσωπείες ούτε στην αγγλική γλώσσα, αλλά μόνο στην εθνική γλώσσα της χώρας αυτής.

114    Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

115    Πρώτον, όσον αφορά το δικαίωμα στην εκπαίδευση το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, υπενθυμίζεται ότι, βεβαίως, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού κατοχυρώνει τη δυνατότητα δωρεάν παρακολουθήσεως της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως.

116    Ωστόσο, κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 7, του εν λόγω Χάρτη, το άρθρο 14 δεν επιβάλλει στα ιδιωτικά ιδρύματα που παρέχουν τέτοια εκπαίδευση να προσφέρουν δωρεάν υπηρεσίες.

117    Στη συνέχεια, δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 14, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ότι η Ένωση είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίζει στο έδαφος τρίτων χωρών δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση αντίστοιχη με αυτή που υφίσταται στα κράτη μέλη της Ένωσης.

118    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίζονται ότι τα τέκνα τους δεν είχαν πρόσβαση σε δημόσια σχολεία στην Κίνα.

119    Επιπλέον, όσον αφορά τα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι τα τέκνα του προσωπικού που είναι τοποθετημένο στις αντιπροσωπείες έχουν δικαίωμα σε κατάλληλη εκπαίδευση, υπενθυμίζεται ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει ο ΚΥΚ.

120    Αφενός, όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από τον ΚΥΚ, αρκεί η υπενθύμιση ότι το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει την ΕΥΕΔ να αποδίδει τις σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες κατά τρόπο απεριόριστο (βλ. σκέψεις 64 έως 73 ανωτέρω).

121    Αφετέρου, στο μέτρο που τα επιχειρήματα των προσφευγόντων αφορούν το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο αυτό παρέχει ένα ελάχιστο επίπεδο δικαιωμάτων σε κάθε πρόσωπο, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το δικαίωμα των τέκνων των υπαλλήλων σε κατάλληλη εκπαίδευση σε τρίτο κράτος.

122    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων περί περιορισμού του δικαιώματος στην εκπαίδευση, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

123    Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια μη πλήρης απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες περιορίζει το δικαίωμα στην εκπαίδευση το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, υπενθυμίζεται ότι ένας τέτοιος περιορισμός θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Πράγματι, πρόκειται για περιορισμό που προβλέπεται από νόμο ο οποίος επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος της Ένωσης, δηλαδή τον σκοπό να επεκταθεί η απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες στον μέγιστο δυνατό αριθμό υπαλλήλων που έχουν υποβάλει σχετική αίτηση, λαμβανομένων υπόψη των ορίων του προϋπολογισμού για τέτοιες δαπάνες (βλ. σκέψεις 100 έως 105 ανωτέρω).

124    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν επιβάλλει ερμηνεία του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ σύμφωνα με την οποία, λόγω των εξαιρετικών καταστάσεων τις οποίες αντιμετώπιζαν, η ΕΥΕΔ όφειλε να αποδώσει πλήρως τις σχολικές τους δαπάνες που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

125    Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων του παιδιού, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 του Χάρτη, και της προστασίας της οικογένειας, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 33 του Χάρτη, το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις τους είναι εξαιρετικές, έχουν δικαίωμα να τους αποδοθούν πλήρως οι σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Μετοικώντας στην Κίνα με την οικογένειά τους, άσκησαν το δικαίωμά τους στον οικογενειακό βίο. Στο πλαίσιο αυτό, ισχυρίζονται ότι οι υπάλληλοι δεν τοποθετούνται κατ’ ανάγκη με δική τους επιλογή σε αντιπροσωπείες. Αφενός, ορισμένοι υπάλληλοι, όπως οι ΡΟ και PP, τοποθετήθηκαν στην Κίνα προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Αφετέρου, όλο το προσωπικό της ΕΥΕΔ υποχρεούται να υπηρετεί κατά περιόδους σε αντιπροσωπείες της Ένωσης. Η οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται ο περιορισμός της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες για ορισμένες οικογένειες υπαλλήλων θίγει είτε τα δικαιώματα των τέκνων τους είτε τα δικαιώματα των ιδίων στον οικογενειακό βίο, διότι, λόγω της επιβαρύνσεως αυτής, τα τέκνα τους κινδυνεύουν να χωρισθούν από τους γονείς τους που είναι τοποθετημένοι σε αντιπροσωπεία, προκειμένου να μπορούν να παρακολουθήσουν κατάλληλη εκπαίδευση σε κάποια από τις χώρες της Ένωσης.

126    Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

127    Συναφώς, πρώτον, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες προκειμένου να αποδείξουν περιορισμό του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο και των δικαιωμάτων του παιδιού στηρίζονται στην παραδοχή ότι ένας υπάλληλος μπορεί να τοποθετηθεί παρά τη θέλησή του σε αντιπροσωπεία της Ένωσης σε τρίτη χώρα στην οποία οι σχολικές δαπάνες θα υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

128    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγοντες αποφάσισαν να εργασθούν στην ΕΥΕΔ, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο σημαίνει την κατά περιόδους άσκηση των καθηκόντων τους σε αντιπροσωπείες της Ένωσης (βλ., σχετικά, άρθρο 6 παράγραφος 10, τρίτη περίοδος, της αποφάσεως 2010/427).

129    Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι τοποθετήθηκαν παρά τη θέλησή τους στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στην Κίνα στο Πεκίνο. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ορισμένοι από τους προσφεύγοντες ζήτησαν με δική τους πρωτοβουλία να τοποθετηθούν στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στην Κίνα. Όσον αφορά τους υπαλλήλους που τοποθετήθηκαν στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στην Κίνα προς το συμφέρον της υπηρεσίας, επιβεβαιώθηκε από τους προσφεύγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι τούτο δεν συνέβη παρά τη θέλησή τους. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι η ΕΥΕΔ εξέθεσε με τις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι τα μέλη του προσωπικού της ΕΥΕΔ δεν τοποθετούνται σε αντιπροσωπεία της Ένωσης σε τρίτη χώρα παρά τη θέλησή τους και ότι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν τα επιχείρημα αυτό κατά τρόπο εμπεριστατωμένο.

130    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι δεν αποδόθηκαν πλήρως στους προσφεύγοντες οι σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες δεν δύναται να θεωρηθεί ως περιορισμός των δικαιωμάτων των τέκνων τους κατά την έννοια του άρθρου 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο κατά την έννοια του άρθρου 9 του ίδιου Χάρτη ή του δικαιώματος προστασίας της οικογένειας το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 33 του Χάρτη αυτού.

131    Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι τυχόν περιορισμός του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο, ο οποίος προκύπτει από το γεγονός ότι, λόγω της οικονομικής επιβαρύνσεως που προκαλείται από τη μερική απόδοση των σχολικών δαπανών στη χώρα τοποθετήσεως, τα τέκνα δεν θα μπορούσαν να συνοδεύουν τον ένα εκ των γονέων τους κατά την τοποθέτησή του σε αντιπροσωπεία της Ένωσης σε τρίτη χώρα, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω).

132    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγόντων με τα οποία προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων του παιδιού, του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο και του δικαιώματος προστασίας της οικογένειας, καθώς και του δικαιώματος στην εκπαίδευση.

5)      Επί των επιχειρημάτων με τα οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

133    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, κατά τον περιορισμό της αποδόσεως των σχολικών δαπανών, παρότι οι περιπτώσεις τους ήταν εξαιρετικές κατά την έννοια του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, η ΑΔΑ έλαβε αποκλειστικώς υπόψη τον σκοπό μειώσεως του δημοσιονομικού αντίκτυπου που συνεπάγεται η απόδοση των σχολικών δαπανών. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς να λάβει αρκούντως υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους, η ΑΔΑ παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

134    Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

135    Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί η υπενθύμιση ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως της προσβολής των δικαιωμάτων που επικαλούνται οι προσφεύγοντες, η οποία πραγματοποιήθηκε στις σκέψεις 74 έως 132 ανωτέρω, η αρχή της αναλογικότητας και τα επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς οι προσφεύγοντες έχουν ήδη ληφθεί υπόψη (βλ. σκέψεις 100 έως 105 ανωτέρω). Από την εν λόγω εξέταση, δε, δεν προέκυψε ότι, μη αποδίδοντας πλήρως στους προσφεύγοντες τις σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, η ΑΔΑ έθιξε κατά τρόπο δυσανάλογο τα δικαιώματα των προσφευγόντων.

136    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει επίσης να απορριφθούν.

137    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες και που στηρίζονται στο γράμμα και τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, στην αρχή του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων και της δικαιολογημένης προσδοκίας, στην αρχή της χρηστής διοικήσεως, στα δικαιώματα του παιδιού, στο δικαίωμα στον οικογενειακό βίο και στο δικαίωμα στην εκπαίδευση ή στην αρχή της αναλογικότητας δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι, στην κατάσταση στην οποία τελούσαν οι προσφεύγοντες, η ΑΔΑ ήταν υποχρεωμένη να τους αποδώσει πλήρως τις σχολικές τους δαπάνες που υπερέβαιναν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

2)      Επί του επιχειρήματος με το οποίο προβάλλεται η μη τήρηση των κατευθυντηρίων γραμμών

138    Στις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων του PQ και της PR, η ΑΔΑ ανέφερε ότι τήρησε τις κατευθυντήριες γραμμές. Οι τελευταίες προβλέπουν ότι η απόδοση των εν λόγω δαπανών πραγματοποιείται βάσει του «διαθέσιμου προϋπολογισμού».

139    Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν επιτρέπουν τον περιορισμό της αποδόσεως των σχολικών δαπανών, όταν η μόνη κατάλληλη εκπαίδευση για τα τέκνα των υπαλλήλων της Ένωσης που είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες θα συνεπάγεται δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Κατά τους ίδιους, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν περιορισμό στην απόδοση των σχολικών δαπανών σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά την έννοια του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

140    Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

141    Τα ως άνω επιχειρήματα των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι από τις κατευθυντήριες γραμμές, όπως ίσχυαν εν προκειμένω, προκύπτει σαφώς ότι οι αποφάσεις για τις αιτήσεις αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες έχουν εγκριθεί βάσει του διαθέσιμου προϋπολογισμού. Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν περιέχουν κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ΑΔΑ δεν μπορούσε να μη λάβει υπόψη δημοσιονομικούς περιορισμούς όταν η μοναδική κατάλληλη εκπαίδευση για τα τέκνα των υπαλλήλων της Ένωσης συνεπάγεται δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

142    Επομένως, κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι, στις εξαιρετικές καταστάσεις στις οποίες τελούσαν, είχαν δικαίωμα να τους αποδοθούν πλήρως οι σχολικές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν.

4.      Επί των επιχειρημάτων που αφορούν τον περιορισμό εκ μέρους της ΑΔΑ της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες

143    Στις σκέψεις 62 έως 142 ανωτέρω, εξετάστηκαν μόνον τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες προς απόδειξη του ότι, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις τους ήταν εξαιρετικές, η ΑΔΑ ήταν υποχρεωμένη να τους αποδώσει πλήρως τις σχολικές δαπάνες των τέκνων τους. Στο πλαίσιο, όμως, του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες δεν περιορίζονται στα επιχειρήματα αυτά, αλλά προβάλλουν και επιχειρήματα με σκοπό να αμφισβητήσουν τον τρόπο με τον οποίον περιορίστηκε η απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, τον οποίον ακολούθησε η ΑΔΑ με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

144    Με τις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων, η ΑΔΑ εξέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι ο περιορισμός των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες στον οποίον προέβη δεν συνεπάγεται δυσμενή διάκριση. Δεδομένου ότι τα σχολικά επιδόματα οφείλονται για κάθε τέκνο, ο περιορισμός των επιδομάτων αυτών θα ίσχυε επίσης για κάθε τέκνο. Η μέθοδος αυτή δεν είναι προδήλως εσφαλμένη.

145    Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι οι εκτιμήσεις της ΑΔΑ δεν συνάδουν με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, τις κατευθυντήριες γραμμές, τα δικαιώματα του παιδιού, το δικαίωμα στον οικογενειακό βίο, το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την αρχή της αναλογικότητας.

146    Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

147    Πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι ο περιορισμός εκ μέρους της ΑΔΑ της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες δεν συνάδει προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και προς τις κατευθυντήριες γραμμές, λόγω του ότι η ΑΔΑ δεν προέβη σε ατομική εξέταση των σχετικών αιτήσεων των επίμαχων υπαλλήλων.

148    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, όπως προκύπτει ιδίως από τις αποφάσεις περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων των προσφευγόντων, η ΑΔΑ εξέτασε τις αιτήσεις τους για απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες λαμβάνοντας υπόψη την ατομική τους κατάσταση. Ο μόνος λόγος για τον οποίον τα ποσά των σχολικών επιδομάτων που χορηγήθηκαν στους προσφεύγοντες ταυτίζονται είναι ότι τα ποσά των σχολικών δαπανών των οποίων την απόδοση ζήτησαν οι προσφεύγοντες υπερέβαιναν όλα το όριο των 10 000 ευρώ το οποίο καθορίσθηκε από την ΑΔΑ.

149    Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων το οποίο αντλείται από το ότι το όριο που εφάρμοσε η ΑΔΑ είναι αντίθετο προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, επειδή η ΑΔΑ αντιμετώπισε κατά τον ίδιο τρόπο, αφενός, τις μονογονεϊκές οικογένειες και τις πολύτεκνες οικογένειες, και, αφετέρου, τις λοιπές οικογένειες, μολονότι τελούν σε διαφορετικές καταστάσεις.

150    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται κατά όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, και ότι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διάφορες καταστάσεις και έτσι τον παρόμοιο χαρακτήρα τους πρέπει ειδικότερα να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως της Ένωσης που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση, λαμβανομένων υπόψη των αρχών και των σκοπών του τομέα στον οποίον εμπίπτει η επίμαχη πράξη (βλ. σκέψεις 85 και 86 ανωτέρω).

151    Όμως, οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν την ύπαρξη σκοπού του ΚΥΚ από τον οποίον να μπορεί να συναχθεί ότι, όσον αφορά το ύψος των σχολικών επιδομάτων των τέκνων, η ΑΔΑ όφειλε να λάβει υπόψη την κατάσταση των μονογονεϊκών οικογενειών και των πολύτεκνων οικογενειών ως διαφορετική από εκείνη άλλων οικογενειών, πράγμα που θα απαιτούσε διαφορετική μεταχείριση. Αντιθέτως, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προκύπτει ότι το σχολικό επίδομα οφείλεται για κάθε εξαρτώμενο τέκνο και, αφετέρου, ότι στον ΚΥΚ ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ανώτατα όρια τα οποία περιορίζουν τα εν λόγω σχολικά επιδόματα. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, περιορίζοντας σε 10 000 ευρώ την απόδοση των σχολικών δαπανών για κάθε τέκνο που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, η ΑΔΑ αντιμετώπισε δύο διαφορετικές καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο.

152    Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγόντων με το οποίο προβάλλεται ότι η ΑΔΑ παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, μεταχειριζόμενη τις μονογονεϊκές και πολύτεκνες οικογένειες κατά τον ίδιο τρόπο με τις λοιπές οικογένειες, πρέπει επίσης να απορριφθεί.

153    Τρίτον, όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα, με τα οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων του παιδιού, του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο και του δικαιώματος στην εκπαίδευση, καθώς και της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να γίνει παραπομπή σε όσα εκτίθενται στις σκέψεις 62 έως 142 ανωτέρω. Επιπλέον, στην περίπτωση κατά την οποίαν ένα από τα δικαιώματα αυτά περιορίζεται λόγω του περιορισμού στην απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξουν ότι ο περιορισμός αυτός ήταν προδήλως δυσανάλογος, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει η ΕΥΕΔ, δηλαδή του να επεκταθεί η απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες στον μέγιστο δυνατό αριθμό υπαλλήλων που υπέβαλαν τέτοια αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στους οποίους υπόκειται η ΕΥΕΔ.

154    Συνεπώς, τα επιχειρήματα που αφορούν τον περιορισμό εκ μέρους της ΑΔΑ της αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες πρέπει επίσης να απορριφθούν στο σύνολό τους.

5.      Επί των επιχειρημάτων με τα οποία προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θα έπρεπε να έχουν στηριχθεί σε ΓΕΔ

155    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θα έπρεπε να έχουν στηριχθεί σε ΓΕΔ, οι οποίες θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 110, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Η διαδικασία αυτή προβλέπει τη διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού της ΕΥΕΔ και την έκδοση γνωμοδοτήσεως από την επιτροπή του ΚΥΚ.

156    Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

157    Σημειώνεται εκ προοιμίου ότι, με την απόφαση HR DEC(2014)02, της 3ης Φεβρουαρίου 2014, η ΕΥΕΔ αποφάσισε να εφαρμόσει τις διατάξεις που παρατίθενται στην απόφαση C(2013) 8971 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση ΓΕΔ σχετικά με τη χορήγηση του σχολικού επιδόματος που προβλέπει το άρθρο 3 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, και ότι η πρώτη αυτή απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 110, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

158    Ωστόσο, με τα επιχειρήματά τους, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν την ύπαρξη των εν λόγω ΓΕΔ της ΕΥΕΔ σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αλλά υποστηρίζουν ότι η ΕΥΕΔ θα έπρεπε να είχε θεσπίσει ΓΕΔ σχετικά με τον κανόνα παρεκκλίσεως τον οποίον προβλέπει το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το οποίο επιτρέπει στην εν λόγω υπηρεσία να υπερβαίνει το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

159    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 110, παράγραφος 1, του ΚΥΚ υφίσταται όταν υπάρχει ρητή πρόβλεψη. Ελλείψει ρητής προβλέψεως, τέτοια υποχρέωση γίνεται δεκτή μόνον κατ’ εξαίρεση, δηλαδή όταν οι διατάξεις του ΚΥΚ είναι ασαφείς ή αόριστες σε τέτοιον βαθμό ώστε να ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Vanhalewyn κατά ΕΥΕΔ, T-792/14 P, EU:T:2016:156, σκέψεις 29 και 30).

160    Σε πρώτο στάδιο, επομένως, επιβάλλεται να εξεταστεί αν υφίσταται ρητή διάταξη η οποία να προβλέπει υποχρέωση της ΑΔΑ να θεσπίσει ΓΕΔ κατά την άσκηση της εξουσίας της λήψεως αποφάσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ήτοι την εξουσία της να αποφασίζει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, την απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

161    Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι τέτοια ρητή πρόβλεψη δεν προκύπτει από το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το οποίο κάνει απλώς λόγο για τις ατομικές αποφάσεις τις οποίες η ΑΔΑ οφείλει να εκδίδει σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

162    Δεύτερον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 15, πρώτη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγείται σε υπάλληλο σχολικό επίδομα καθορίζονται από την ΑΔΑ, αφορά τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στη δεύτερη περίοδο του εν λόγω άρθρου στις οποίες η ΑΔΑ μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες, σημειώνεται ότι το άρθρο 15, πρώτη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν προβλέπει ρητώς ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να καθορίζονται υπό μορφή ΓΕΔ.

163    Τρίτον, πρέπει να εξετασθεί αν το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, από το οποίο προκύπτει ότι «[ο]ι [ΓΕΔ] θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης», πρέπει να θεωρηθεί ως ρητή πρόβλεψη που απαιτεί τη θέσπιση ΓΕΔ όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων η οποία έχει ανατεθεί στην ΑΔΑ δυνάμει του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

164    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η εξουσία λήψεως αποφάσεων που ανατίθεται στην ΑΔΑ με το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ αφορά εξαιρετικές περιπτώσεις. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 64 έως 73 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εν λόγω εξουσίας λήψεως αποφάσεων, η ΑΔΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους υφιστάμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς στην απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Λόγω των περιορισμών αυτών, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των αιτήσεων αποδόσεως τέτοιων δαπανών των μελών του προσωπικού της ΕΥΕΔ, των οποίων τα ποσά ενδέχεται να διαφέρουν λόγω παραγόντων που εκφεύγουν του ελέγχου της υπηρεσίας αυτής, όπως οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ή η αίτηση για τέτοιου είδους εκπαίδευση. Επομένως, στο πλαίσιο της εξουσίας της λήψεως αποφάσεως, η ΑΔΑ πρέπει να διαθέτει ορισμένη ευελιξία, η οποία να της επιτρέπει να λαμβάνει υπόψη το συνολικό ποσό για το οποίο ζητείται απόδοση δαπανών, τον διαθέσιμο προϋπολογισμό και τις εξαιρετικές περιστάσεις που επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι.

165    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει την ΕΥΕΔ να θεσπίσει ΓΕΔ για την άσκηση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων που παρέχει το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

166    Σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι προσφεύγοντες, το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο με την απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Vanhalewyn κατά ΕΥΕΔ (T‑792/14 P, EU:T:2016:156).

167    Πράγματι, οι σκέψεις που οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η ΕΥΕΔ ήταν υποχρεωμένη να θεσπίσει ΓΕΔ όσον αφορά τη διαδικασία του άρθρου 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύουν στην περίπτωση του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω παραρτήματος.

168    Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 32 της αποφάσεως της 17ης Μαρτίου 2016, Vanhalewyn κατά ΕΥΕΔ (T-792/14 P, EU:T:2016:156), όσον αφορά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διασφαλίσει ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των τρίτων χωρών στις οποίες οι συνθήκες διαβιώσεως μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση, θα θεσπίζονται κατά τρόπο αφηρημένο και ανεξάρτητο από κάθε άλλη διαδικασία που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό, σε συγκεκριμένη περίπτωση, του αν οι συνθήκες διαβιώσεως που επικρατούν σε μια χώρα παρουσιάζουν τέτοια αντιστοιχία. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ αφορά συνεπώς απόφαση γενικής ισχύος, η οποία αφορά όλα τα μέλη του προσωπικού της ΕΥΕΔ που είναι τοποθετημένα σε τρίτη χώρα. Εξάλλου, πρέπει να τονισθεί ότι, όταν οι συνθήκες διαβιώσεως σε τρίτη χώρα δεν είναι αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση, τα μέλη του προσωπικού της ΕΥΕΔ που είναι τοποθετημένα στην εν λόγω χώρα δικαιούνται αποζημίωση συνθηκών διαβιώσεως.

169    Αντιθέτως, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 62 έως 142 ανωτέρω, ακόμη και αν η περίπτωση μέλους του προσωπικού της ΕΥΕΔ είναι εξαιρετική, κατά την έννοια του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, η διάταξη αυτή δεν παρέχει άνευ όρων δικαίωμα πλήρους αποδόσεως των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Εξάλλου, η εξουσία λήψεως αποφάσεων που ανατίθεται στην ΑΔΑ από την εν λόγω διάταξη δεν αφορά απόφαση γενικής ισχύος, αλλά αποφάσεις ατομικές οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 164 ανωτέρω, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας αυτής, η ΑΔΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ατομικές καταστάσεις των μελών του προσωπικού της τα οποία έχουν ζητήσει απόδοση των σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, η ΑΔΑ οφείλει να διαθέτει ευελιξία που θα της επιτρέπει να λαμβάνει υπόψη, αφενός, την ατομική κατάσταση κάθε μέλους του προσωπικού της ΕΥΕΔ το οποίο υπέβαλε αίτηση για απόδοση σχολικών δαπανών που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες και, αφετέρου, τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στους οποίους υπόκειται η απόδοση των δαπανών αυτών.

170    Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, κατά την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διασφαλίσει ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των τρίτων χωρών στις οποίες οι συνθήκες διαβιώσεως μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση θα θεσπίζονται κατά τρόπο αφηρημένο και ανεξάρτητο από οποιαδήποτε διαδικασία που έχει ως αντικείμενο το να προσδιοριστεί σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αν οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες υπό την ανωτέρω έννοια και, συνεπώς, στο πλαίσιο ΓΕΔ, δεν μπορεί να ισχύσει για την εξουσία λήψεως αποφάσεων που ανατίθεται στην ΑΔΑ με το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

171    Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ρητή διάταξη που να προβλέπει την υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ για την άσκηση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων της ΑΔΑ η οποία προβλέπεται από το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

172    Σε δεύτερο στάδιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ελλείψει ρητής διατάξεως που να προβλέπει την υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ, τέτοια υποχρέωση γίνεται δεκτή μόνον κατ’ εξαίρεση, ήτοι οσάκις οι διατάξεις του ΚΥΚ είναι ασαφείς και αόριστες σε τέτοιον βαθμό ώστε να ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής τους (βλ. σκέψη 159 ανωτέρω).

173    Πάντως, λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικού χαρακτήρα των αποφάσεων της ΑΔΑ για την υπέρβαση του ανώτατου προβλεπόμενου ορίου για τις τρίτες χώρες δυνάμει του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και του ότι η ΑΔΑ πρέπει να διαθέτει ορισμένη ευελιξία όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής (βλ. σκέψη 164 ανωτέρω), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι το άρθρο αυτό παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στην ΑΔΑ αρκεί για να αποδείξει ότι η διάταξη αυτή είναι ασαφής και αόριστη κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 159 ανωτέρω.

174    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν προέβαλαν επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι, ελλείψει ΓΕΔ, το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν προσφέρεται για μη αυθαίρετη εφαρμογή. Πράγματι, αφενός, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 62 έως 154 ανωτέρω, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων προς απόδειξη του ότι η ΕΥΕΔ υπέπεσε σε σφάλμα όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ πρέπει να απορριφθούν. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες δεν προέβαλαν συναφώς άλλα τεκμηριωμένα επιχειρήματα.

175    Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι, ακόμη και αν η ΕΥΕΔ όφειλε να έχει θεσπίσει ΓΕΔ, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 64 έως 137 ανωτέρω, δεν θα ήταν υποχρεωμένη να προβλέψει, με τις ΓΕΔ αυτές, υποχρέωση να αποδίδει πλήρως τις σχολικές δαπάνες που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο για τις τρίτες χώρες.

176    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται ότι η ΕΥΕΔ ήταν υποχρεωμένη να θεσπίσει ΓΕΔ όσον αφορά την εξουσία λήψεως αποφάσεως η οποία προβλέπεται από το άρθρο 15, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

177    Ως εκ τούτου, το σύνολο των λόγων που προέβαλαν οι προσφεύγοντες πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, το αίτημα ακυρώσεως που στρέφεται κατά των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Δεκεμβρίου 2015 και το αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων περί απορρίψεως των διοικητικών ενστάσεων των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθούν, ενώ παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού του τελευταίου αιτήματος.

2.      Επί των λοιπών αιτημάτων ακυρώσεως

178    Όσον αφορά τα αιτήματα ακυρώσεως που αφορούν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τα οποία είναι μεταγενέστερα εκείνου της 17ης Δεκεμβρίου 2015, τα έντυπα υπολογισμού του σχολικού επιδόματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας τα οποία αναφέρουν το ποσό του ληφθέντος σχολικού επιδόματος, αρκεί να σημειωθεί ότι, προς στήριξη των αιτημάτων αυτών, οι προσφεύγοντες περιορίζονται να προβάλλουν τους λόγους που ήδη εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στις σκέψεις 41 έως 177 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, τα αιτήματα αυτά πρέπει επίσης να απορριφθούν, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί το παραδεκτό τους.

179    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

180    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, στην περίπτωση που η προσφυγή απορριφθεί, δεν πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα που συνεπάγεται το γεγονός ότι η ΕΥΕΔ αποφάσισε να επικουρείται από δικηγόρους. Η σχετική απόφαση δεν πρέπει να είναι βλαπτική για τους ίδιους. Το να επιβαρυνθούν οι προσφεύγοντες με τα έξοδα εξωτερικού γραφείου, ενώ η ΕΥΕΔ διαθέτει εσωτερική νομική υπηρεσία, θα συνιστούσε εμπόδιο στο δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο.

181    Η ΕΥΕΔ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

182    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

183    Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ΕΥΕΔ.

184    Όσον αφορά το αίτημα των προσφευγόντων να μην καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα που συνεπάγεται το γεγονός ότι η ΕΥΕΔ αποφάσισε να επικουρείται από δικηγόρους, στο μέτρο που αφορά τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται για το κατά πόσον δύνανται να αναζητηθούν έξοδα κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, με διάταξη εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 2ας Απριλίου 2014, Ben Ali κατά Συμβουλίου, T-133/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:176, σκέψη 104). Ένα τέτοιο αίτημα πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

185    Επιπλέον, σε περίπτωση που η αίτηση αυτή αφορά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου ή ότι δεν πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα αυτά, αρκεί να σημειωθεί ότι οι περιστάσεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν δικαιολογούν την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερα, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να εκπροσωπηθούν ή υποστηριχθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, να ζητούν την αρωγή δικηγόρου.

186    Κατά συνέπεια, το αίτημα των προσφευγόντων να μην καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα που συνεπάγεται το γεγονός ότι η ΕΥΕΔ αποφάσισε να επικουρείται από δικηγόρους πρέπει να απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι ΡΟ, ΡΡ, PQ και PR καταδικάζονται να φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ).

Γρατσίας

Labucka

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.