Language of document : ECLI:EU:T:2021:202

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 21ης Απριλίου 2021 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασία διαγωνισμού – Μείωση των εκπομπών κονιορτού και οξειδίων του αζώτου στον θερμοηλεκτρικό σταθμό B του Κοσσυφοπεδίου, μονάδες B1 και B2 – Απόρριψη της υποψηφιότητας – Αίτημα ακυρώσεως προβληθέν με το υπόμνημα απαντήσεως – Νέα αιτήματα – Προδήλως απαράδεκτο – Τροποποίηση των κριτηρίων επιλογής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑525/19,

Intering Sh.p.k, με έδρα το Obiliq (Κοσσυφοπέδιο),

Steinmüller Engineering GmbH, με έδρα το Gummersbach (Γερμανία),

Deling d.o.o. za proizvodnju, promet i usluge, με έδρα την Tuzla (Βοσνία-Ερζεγοβίνη),

ZM-Vikom d.o.o. za proizvodnju, konstrukcije i montažu, με έδρα το Šibenik (Κροατία),

εκπροσωπούμενες από τον R. Spielhofen, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενη από τους J. Estrada de Solà, B. Bertelmann και M. Kellerbauer,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως Ares(2019)4979920 της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 2019, με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα των προσφευγουσών για συμμετοχή στην κλειστή διαδικασία αναθέσεως συμβάσεως στον διαγωνισμό EuropeAid/140043/DH/WKS/XK και, αφετέρου, της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2019 περί αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, O. Porchia και M. Stancu (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημοσίευσε, στις 19 Μαρτίου 2019, προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση συμβάσεως με σκοπό τη μείωση των εκπομπών κονιορτού και οξειδίων του αζώτου στον θερμοηλεκτρικό σταθμό B του Κοσσυφοπεδίου, μονάδες B1 και B2 υπό τον αριθμό EuropeAid/140043/DH/WKS/XK (στο εξής: προκήρυξη του διαγωνισμού).

2        Στο σημείο 17.2 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, όπως τροποποιήθηκε με το διορθωτικό 2 της 17ης Απριλίου 2019, περιλαμβάνονται τα κριτήρια επιλογής και αναθέσεως σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα του υποψηφίου.

3        Το σημείο 17.2, στοιχείο a), της προκηρύξεως του διαγωνισμού προβλέπει ότι ο υποψήφιος πρέπει να έχει ολοκληρώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ ετών τουλάχιστον ένα έργο της ίδιας φύσεως και της ίδιας πολυπλοκότητας, το οποίο να εμπίπτει σε συγκεκριμένες κατηγορίες, σαφώς καθορισμένες με την προκήρυξη, σε λιγνιτικές μονάδες ονομαστικής ηλεκτρικής ισχύος τουλάχιστον 200 μεγαβάτ (MW).

4        Σύμφωνα με το σημείο 17.2, στοιχείο c), της προκηρύξεως του διαγωνισμού, σε περίπτωση που υποβληθεί προσφορά από κοινή επιχείρηση ή κοινοπραξία, το κύριο μέλος της πρέπει να έχει την ικανότητα να εκτελέσει τουλάχιστον το 40 % των εργασιών της συμβάσεως με δικά του μέσα.

5        Για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως η προκήρυξη του διαγωνισμού προέβλεπε κλειστή διαδικασία. Στο σημείο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού διευκρινίζεται συναφώς ότι θα γίνει προεπιλογή βάσει των υποβληθεισών υποψηφιοτήτων και θα προεπιλεγούν μόνον οι υποψήφιοι που πληρούν τα κριτήρια επιλογής, οι οποίοι θα κληθούν από την αναθέτουσα αρχή να υποβάλουν προσφορά (στο εξής: κατάλογος προεπιλεγέντων). Επιπλέον, η προκήρυξη του διαγωνισμού όριζε ότι, με βάση τις υποψηφιότητες που θα υποβληθούν, θα καλούνταν να υποβάλουν αναλυτική προσφορά στο πλαίσιο της εν λόγω προκηρύξεως τέσσερις έως έξι υποψήφιοι.

6        Οι προσφεύγουσες, Intering Sh.p.k, Steinmüller Engineering GmbH, Deling d.o.o. za proizvodnju, proizvodnju, proizvodnju, proizvodnju, proizvodnju, proizvodnju, proizvodnju, proiciet i usluge και ZM-Vikom d.o.o. za proizvodnju, konstrukcije i montažu, συνέστησαν κοινοπραξία και εκδήλωσαν ενδιαφέρον να μετάσχουν στη διαδικασία, υπέβαλαν δε εντός της ταχθείσας προθεσμίας, μέχρι τις 6 Μαΐου 2019, φάκελο υποψηφιότητας περιέχοντα συγκεκριμένα έγγραφα.

7        Μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή των φακέλων υποψηφιότητας, η επιτροπή αξιολογήσεως κάλεσε τρεις φορές τις προσφεύγουσες να παράσχουν διευκρινίσεις σχετικά με τα υποβληθέντα έγγραφα.

8        Οι προσφεύγουσες ανταποκρίθηκαν στις αιτήσεις για την παροχή πληροφοριών.

9        Με έγγραφο της 7ης Ιουνίου 2019 με αριθ. αναφοράς Ares(2019)3677456, απευθυνόμενο στον επικεφαλής της κοινοπραξίας Intering, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι η υποψηφιότητά τους δεν είχε προεπιλεγεί, δεδομένου ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια του σημείου 17.2, στοιχεία a) και c), της προκηρύξεως του διαγωνισμού (στο εξής: απόφαση της 7ης Ιουνίου 2019).

10      Με επιστολή της ίδιας ημέρας, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2019.

11      Με επιστολή της 13ης Ιουνίου 2019, συμπληρωθείσα με επιστολή της 28ης Ιουνίου 2019, η οποία περιελάμβανε διάφορα στοιχεία και έγγραφα που δεν είχαν υποβληθεί μαζί με τον αρχικό φάκελο υποψηφιότητας, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν καταγγελία σχετικά με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2019, με την οποία ζητούσαν την αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως και την εγγραφή τους στον κατάλογο προεπιλεγέντων.

12      Κατόπιν της καταγγελίας αυτής, η διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως ανεστάλη προς επανεξέταση, γεγονός το οποίο κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2019, με αριθ. αναφοράς AresD(2019)NA/vk/4806398.

13      Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2019, με αριθ. αναφοράς Ares(2019)4979920 (στο εξής: απόφαση της 30ής Ιουλίου 2019), η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι, αφενός, η απόφαση της 7ης Ιουνίου 2019 είχε ακυρωθεί λόγω του ότι το κριτήριο επιλογής που διατυπωνόταν στο σημείο 17.2, στοιχείο c) της προκηρύξεως του διαγωνισμού στερείτο σαφήνειας και κατά συνέπεια διαγράφηκε από τα κριτήρια επιλογής, και, αφετέρου, η υποψηφιότητά τους απορρίφθηκε εκ νέου. Συναφώς, η απόφαση της 30ής Ιουλίου 2019 ανέφερε ότι, κατόπιν επαναξιολογήσεως του φακέλου υποψηφιότητας των προσφευγουσών, όπως υποβλήθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας της 6ης Μαΐου 2019, διαπιστώθηκε ότι ο φάκελος αυτός δεν περιείχε, μεταξύ άλλων, κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι πληρούται το κριτήριο της τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας που διατυπώνεται στο σημείο 17.2, στοιχείο a), της προκηρύξεως αυτής.

14      Την ίδια ημέρα, απεστάλη στον επικεφαλής της κοινοπραξίας άλλη επιστολή, με αριθ. αναφοράς Ares(2019)4980092, με περιεχόμενο σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019.

15      Με επιστολή της 1ης Αυγούστου 2019, συμπληρωθείσα με επιστολή της 2ας Αυγούστου 2019, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν καταγγελία κατά της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019 και ζήτησαν την αναστολή του διαγωνισμού.

16      Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2019, με αριθ. αναφοράς Ares(2019)5134299, οι προσφεύγουσες ενημερώθηκαν ότι η προεπιλογή εξακολουθούσε να ισχύει και ότι απορρίφθηκε η εκ νέου η αναστολή της διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως.

17      Στις 18 Οκτωβρίου 2019, η σύμβαση ανατέθηκε οριστικώς στην κοινοπραξία Engineering Dobersek GmbH, Hamon Thermal Europe SA und RJM Corporation (EC) Limited (στο εξής: απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2019).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιουλίου 2019, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

19      Με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2019·

–        να δεχθεί την αίτηση περί διεξαγωγής αποδείξεων με μαρτυρική κατάθεση.

20      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 2019, οι προσφεύγουσες ζήτησαν, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να τους επιτραπεί να προσαρμόσουν το δικόγραφο της προσφυγής τους έτσι ώστε η προσφυγή τους να στρέφεται κατά της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019 και όχι κατά της αποφάσεως της 7ης Ιουνίου 2019.

21      Η Επιτροπή δεν κατέθεσε παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας σε απάντηση του υπομνήματος προσαρμογής των προσφευγουσών.

22      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Αυγούστου 2019, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ και του άρθρου 156 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019 καθώς και την αναστολή της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως.

23      Με διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2019, Intering κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑525/19 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:606), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

24      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 2019, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ και του άρθρου 156 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019, καθώς και την αναστολή της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως.

25      Με διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2019, Intering κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑525/19 R II, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:787), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των προσφευγουσών και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

26      Στις 8 Οκτωβρίου 2019, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως.

27      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να απορρίψει το αίτημα των προσφευγουσών περί μαρτυρικής καταθέσεως·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

28      Στις 4 Δεκεμβρίου 2019, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα απαντήσεως.

29      Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες, κατ’ ουσίαν, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αποφανθεί σύμφωνα με τα αιτήματα που υποβλήθηκαν με το υπόμνημα προσαρμογής·

–        να ακυρώσει την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2019·

–        να δεχθεί την αίτηση περί διεξαγωγής αποδείξεων με μαρτυρική κατάθεση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Στις 27 Μαρτίου 2020, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα ανταπαντήσεως.

31      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή καλεί, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί σύμφωνα με τα αιτήματα που υποβλήθηκαν με το υπόμνημα αντικρούσεως και να απορρίψει το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2019.

32      Το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Σκεπτικό

 Επί της προβαλλομένης παραβάσεως από την Επιτροπή των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας σχετικά με την προθεσμία καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως

33      Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας και δεν κατέθεσε επίσης αίτηση παρατάσεως, οπότε οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να ζητήσουν από το Γενικό Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση ερήμην, πράγμα το οποίο δεν έπραξαν.

34      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό των προσφευγουσών απορρέει από σύγχυση μεταξύ, αφενός, της ημερομηνίας καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, της ημερομηνίας επιδόσεώς του στις προσφεύγουσες.

35      Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2018 σχετικά με την κατάθεση και την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων μέσω της εφαρμογής e-Curia, η προσφυγή επιδόθηκε στην Επιτροπή στις 29 Ιουλίου 2019 και το υπόμνημα αντικρούσεως κατατέθηκε στο Γενικό Δικαστήριο στις 8 Οκτωβρίου 2019. Επομένως, το υπόμνημα αντικρούσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 81, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η οποία παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας.

36      Το γεγονός ότι το εν λόγω υπόμνημα επιδόθηκε στις προσφεύγουσες μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την κατάθεσή του στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας. Επομένως, ορθώς συνεχίστηκε η έγγραφη διαδικασία.

37      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή παρέβη τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας σχετικά με την προθεσμία καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2019

38      Διαπιστώνεται ότι τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, όπως προσαρμόστηκαν κατόπιν του υπομνήματος προσαρμογής, αποσκοπούν αποκλειστικά στην ακύρωση της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019. Οι προσφεύγουσες ζήτησαν την ακύρωση της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2019 μόλις κατά το στάδιο υποβολής του υπομνήματος απαντήσεως.

39      Πάντως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγουσες θέλησαν να ασκήσουν, με το υπόμνημα απαντήσεως, νέα προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2019, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53 του ίδιου Οργανισμού, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλαμβάνεται με την κατάθεση προσφυγής στον Γραμματέα και όχι με την κατάθεση ενός οποιουδήποτε δικογράφου στο πλαίσιο ήδη εκκρεμούς διαδικασίας, όπως συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση.

40      Επιπλέον, σε περίπτωση που οι προσφεύγουσες είχαν απλώς την πρόθεση να τροποποιήσουν τα αιτήματά τους ώστε τα αιτήματα αυτά να αφορούν και την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2019, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων υποχρεούται να προσδιορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να υποβάλει τα αιτήματά του με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Το άρθρο 84, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού επιτρέπει μεν την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, υπό την προϋπόθεση ότι οι νέοι ισχυρισμοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, πλην όμως η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να υποβάλει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης νέα αιτήματα και να τροποποιήσει κατά τον τρόπο αυτό το αντικείμενο της διαφοράς ή τη φύση της προσφυγής (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Rose Vision κατά Επιτροπής, C‑346/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:939, σκέψη 43). Επομένως, και υπό την επιφύλαξη των περιστάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, μόνο τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο μπορούν να ληφθούν υπόψη και το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικώς βάσει των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο [αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2015, Petco Animal Supplies Stores κατά ΓΕΕΑ – Gutiérrez Ariza (PETCO), T‑664/13, EU:T:2015:791, σκέψη 25, και της 8ης Νοεμβρίου 2017, De Nicola κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑99/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:790, σκέψη 28].

41      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2019 εμπίπτει στις περιστάσεις του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής προβλέπει ότι, οσάκις μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία αποφαίνεται επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο.

42      Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι, η απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2019 είναι μεν μεταγενέστερη της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, πλην όμως δεν αντικαθιστά ούτε τροποποιεί την απόφαση της 30ής Ιουλίου 2019.

43      Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας για να προσαρμόσουν, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, τα αιτήματά τους, έτσι ώστε αυτά να αφορούν και την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2019.

44      Συνεπώς, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2019 είναι προδήλως απαράδεκτο.

 Επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019

45      Υπενθυμίζεται ότι, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 13 ανωτέρω, η Επιτροπή, με την απόφαση της 30ής Ιουλίου 2019, ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι, αφενός, η απόφαση της 7ης Ιουνίου 2019 ακυρώθηκε λόγω του ότι το κριτήριο επιλογής που αναφέρεται στο σημείο 17.2, στοιχείο c), της προκηρύξεως του διαγωνισμού στερείτο σαφήνειας και, αφετέρου, η υποψηφιότητά τους απορρίφθηκε εκ νέου με την αιτιολογία ότι ο φάκελος υποψηφιότητας δεν περιείχε αποδεικτικό στοιχείο ότι πληρούται το κριτήριο της τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας που διατυπώνεται στο σημείο 17.2, στοιχείο a), της προκηρύξεως αυτής.

46      Προς στήριξη του αιτήματός τους περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019, οι προσφεύγουσες προβάλλουν επτά λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά παραβίαση των αρχών της διαφάνειας, της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν αποσαφήνισε την κατάσταση όσον αφορά τα έγγραφα που υποβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες. Ο δεύτερος λόγος αφορά παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της αναλογικότητας, καθώς και των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 1296/2013, (ΕΕ) 1301/2013, (ΕΕ) 1303/2013, (ΕΕ) 1304/2013, (ΕΕ) 1309/2013, (ΕΕ) 1316/2013, (ΕΕ) 223/2014, (ΕΕ) 283/2014 και της απόφασης 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), καθότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφαση της σχετικά με τον αποκλεισμό των προσφευγουσών από την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού και παρέλειψε να παράσχει στις προσφεύγουσες πρόσβαση στην αναλυτική έκθεση αξιολογήσεως και στις πληροφορίες σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα χαρακτηριστικά των προεπιλεγέντων υποψηφίων. Ο τρίτος λόγος αφορά παραβίαση της γενικής αρχής σύμφωνα με την οποία τα σχετικά με την προκήρυξη έγγραφα δεν πρέπει να τροποποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 231/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη θέσπιση Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας (ΜΠΒ ΙΙ) (ΕΕ 2014, L 77, σ. 11), και του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 6, του κανονισμού (ΕΕ) 236/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2014, για τον καθορισμό κοινών κανόνων και διαδικασιών για την εφαρμογή των μηχανισμών χρηματοδότησης της εξωτερικής δράσης της Ένωσης (ΕΕ 2014, L 77, σ. 95) σε σχέση με το γεγονός ότι αυτό αντίκειται στις γενικές αρχές του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παραβίαση των διατάξεων του «Οδηγού για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων και τη χρηματοδότηση της εξωτερικής δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Πρακτικός Οδηγός» όσον αφορά το σημείο 17 της προκηρύξεως. Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αφορά παραβίαση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), καθότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της σχετικά με τον αποκλεισμό των προσφευγουσών από την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού και παρέλειψε να παράσχει στις προσφεύγουσες πρόσβαση στην αναλυτική έκθεση αξιολογήσεως καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα χαρακτηριστικά των αναδόχων που προκρίθηκαν. Τέλος, ο έβδομος λόγος αφορά παραβίαση των κριτηρίων επιλογής που μνημονεύονται στο σημείο 17.2, στοιχείο a), της προκηρύξεως του διαγωνισμού, τα οποία δεν εφάρμοσε ορθώς η Επιτροπή.

47      Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, πρέπει να εξεταστεί, κατά πρώτον, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος διαιρείται σε δύο σκέλη.

48      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επικαλούμενες το άρθρο 166, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, και το άρθρο 167, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, ότι η Επιτροπή παραβίασε τη γενική αρχή κατά την οποία ο φάκελος της προκηρύξεως του διαγωνισμού πρέπει να προστατεύεται από κάθε τροποποίηση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεδομένου ότι, κατόπιν της διαγραφής του κριτηρίου το οποίο μνημονευόταν στο σημείο 17.2, στοιχείο c) της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η υποψηφιότητά τους αξιολογήθηκε βάσει υποκριτηρίων και ερμηνειών για τα οποία δεν υπήρχαν διατάξεις στα επίμαχα έγγραφα.

49      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν αυτή καθεαυτήν τη διεξαγωγή της διαδικασίας επιλογής. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, επιφέροντας τόσο ουσιώδη τροποποίηση στη διαδικασία προεπιλογής, όπως είναι η διαγραφή του κριτηρίου επιλογής που αφορά το σημείο 17.2, στοιχείο c) της προκηρύξεως, υπέπεσε σε τόσο σοβαρή παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ώστε θα έπρεπε να κινηθεί εκ νέου η διαδικασία του διαγωνισμού.

50      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

51      Πρέπει να προηγηθεί η ανάλυση του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

52      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 160, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει ότι οι δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό της Ένωσης τηρούν τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της μη διακρίσεως.

53      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των προσώπων που υποβάλουν προσφορά, η οποία έχει ως σκοπό να ευνοήσει την ανάπτυξη υγιούς και πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε δημόσιο διαγωνισμό, επιβάλλει μεταξύ άλλων ότι όλα τα πρόσωπα που υποβάλλουν προσφορά απολαύουν της ιδίας μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους όσο και κατά τον χρόνο αξιολογήσεώς τους (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, ATI EAC e Viaggi di Maio κ.λπ., C‑331/04, EU:C:2005:718, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Η εν λόγω αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται επίσης υποχρέωση διαφάνειας, προκειμένου να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της τηρήσεώς της (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Universale-Bau κ.λπ., C‑470/99, EU:C:2002:746, σκέψη 91).

55      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το αντικείμενο και τα κριτήρια αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων πρέπει να καθορίζονται σαφώς κατά την έναρξη της διαδικασίας (απόφαση της 10ης Μαΐου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑368/10, EU:C:2012:284, σκέψη 56).

56      Επιπλέον, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων επιβάλλουν στην αναθέτουσα αρχή να ακολουθεί την ίδια ερμηνεία των κριτηρίων αναθέσεως καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας (βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2001, SIAC Construction, C‑19/00, EU:C:2001:553, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), πολλώ δε μάλλον να μην τροποποιεί τα κριτήρια αναθέσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2003, EVN και Wienstrom, C‑448/01, EU:C:2003:651, σκέψη 93).

57      Επομένως, σε περίπτωση ακυρώσεως από την αναθέτουσα αρχή αποφάσεως σχετικής με ένα κριτήριο, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί νομίμως, χωρίς να παραβιάσει τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, να συνεχίσει τη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως αποκλείοντας αυτό το κριτήριο, διότι τούτο θα συνιστούσε τροποποίηση των εφαρμοστέων στην εν λόγω διαδικασία κριτηρίων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2003, EVN και Wienstrom, C‑448/01, EU:C:2003:651, σκέψη 94).

58      Η νομολογία αυτή εφαρμόζεται mutatis mutandis στα κριτήρια επιλογής.

59      Συγκεκριμένα, ακόμη και αν τα κριτήρια επιλογής, τα οποία εφαρμόζονται κατά το πρώτο στάδιο κλειστής διαδικασίας, είναι περισσότερο αντικειμενικά, καθόσον δεν επιδέχονται στάθμιση, γεγονός παραμένει ότι η διαγραφή ενός από τα εν λόγω κριτήρια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού μπορεί να έχει συνέπειες και να προσκρούει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, η διαγραφή αυτή επηρεάζει κάθε υποψήφιο που μετέσχε στη διαδικασία του διαγωνισμού και αποκλείστηκε από τα περαιτέρω στάδια της διαδικασίας με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε το κριτήριο επιλογής που διαγράφηκε μεταγενέστερα. Ομοίως, η εν λόγω διαγραφή επηρεάζει τη θέση κάθε δυνητικού υποψηφίου που δεν μετέσχε στον διαγωνισμό, ιδίως λόγω του ότι θεωρούσε ότι δεν πληρούσε το κριτήριο το οποίο μεταγενέστερα διαγράφηκε εν αγνοία του.

60      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, προβαίνοντας στη διαγραφή του κριτηρίου που μνημονεύεται στο σημείο 17.2, στοιχείο c), της προκηρύξεως του διαγωνισμού και συνεχίζοντας συγχρόνως τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και από την εντεύθεν απορρέουσα υποχρέωση διαφάνειας, όπως έχουν ερμηνευθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στις σκέψεις 53 έως 57 ανωτέρω.

61      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η διαγραφή του κριτηρίου που μνημονεύεται στο σημείο 17.2, στοιχείο c), της προκηρύξεως του διαγωνισμού ουδόλως μετέβαλε την κατάσταση όσον αφορά το σημείο 17.2, στοιχείο a), της προκηρύξεως αυτής, η μη τήρηση του οποίου από τις προσφεύγουσες είχε ήδη ως συνέπεια να μην επιλεγούν οι προσφεύγουσες με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2019.

62      Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι, αν η Επιτροπή περάτωνε την εν εξελίξει διαδικασία συνάψεως συμβάσεως και εξέδιδε νέα προκήρυξη σχετικά με την ίδια σύμβαση, θα είχε διατηρηθεί το κριτήριο του σημείου 17.2, στοιχείο a) της προκηρύξεως του διαγωνισμού με πανομοιότυπη διατύπωση. Ούτε όμως μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να επαναλάμβανε η Επιτροπή το κριτήριο του σημείου 17.2, στοιχείο c) της προκηρύξεως του διαγωνισμού, πλην όμως με σαφέστερη διατύπωση.

63      Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να υποβάλουν στην Επιτροπή τα στοιχεία και τα έγγραφα που μνημονεύονται στην επιστολή τους της 28ης Ιουνίου 2019, τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 30ής Ιουλίου 2019, δεδομένου ότι κατατέθηκαν μετά το πέρας της αρχικής προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες θα είχαν επίσης τη δυνατότητα να καταθέσουν επιπλέον στοιχεία και έγγραφα. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, στο πλαίσιο νέας διαδικασίας και βάσει νέων στοιχείων, η Επιτροπή θα μπορούσε να κρίνει ότι οι προσφεύγουσες όντως πληρούσαν το κριτήριο του σημείου 17.2, στοιχείο a), της νέας προκηρύξεως διαγωνισμού, εάν αυτό είχε διατηρηθεί.

64      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

65      Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση της 30ής Ιουλίου 2019, χωρίς να απαιτείται ούτε η εξέταση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως ή των λοιπών λόγων ακυρώσεως που πρόβαλαν οι προσφεύγουσες, ούτε να εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως περί διεξαγωγής αποδείξεων που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες σχετικά με την κλήση υπαλλήλου του επικεφαλής της κοινοπραξίας προκειμένου να αποδείξει ότι διαθέτει την εμπειρία στον βαθμό που απαιτείται σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

66      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα αιτήματα των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ares(2019)4979920, της 30ής Ιουλίου 2019, περί απορρίψεως της υποψηφιότητας των Intering Sh.p.k, Steinmüller Engineering GmbH, Deling d.o.o. za proizvodnju, promet i usluge et ZM-Vikom d.o.o. za proizvodnju, konstrukcije i montažu για τη συμμετοχή στην κλειστή διαδικασία αναθέσεως συμβάσεως στο πλαίσιο του διαγωνισμού EuropeAid/140043/DH/WKS/XK.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων που αφορούν τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων.

Kanninen

Porchia

Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Απριλίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.