Language of document : ECLI:EU:T:2007:265

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Τέταρτο πρόγραμμα-πλαίσιο για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως – Συμβάσεις σχετικές με σχέδια στον τομέα τηλεματικών εφαρμογών κοινού ενδιαφέροντος – Έλλειψη δικαιολογητικών και μη συμφωνία προς τις συμβατικές ρήτρες μέρους των δηλωθεισών δαπανών – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών»

Στην υπόθεση T-448/04,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Πατακιά, επικουρούμενη αρχικώς από τη M. Μπρα, την Κ. Καπουτζίδου και τον Σ. Χατζηγιάννη και στη συνέχεια από την Κ. Καπουτζίδου και τον Σ. Χατζηγιάννη, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Transport Environment Development Systems (Trends), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενης από τον Β. Χριστιανό και τη Β. Βλάσση, δικηγόρους,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή της Επιτροπής, δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η Trends να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό 48 046 ευρώ προσαυξημένο με τους συμβατικούς τόκους ή, επικουρικώς, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και E. Moavero Milanesi, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18 Απριλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Οι επίμαχες συμβάσεις

1        Στις 22 Δεκεμβρίου 1995 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με διάφορους εργολάβους, μεταξύ των οποίων ήταν η ελληνική αστική μη κερδοσκοπική εταιρία TAΣEIΣ, και στην αγγλική γλώσσα Trends (Transport Environment Development Systems), τη σύμβαση ΑRΤΕΜΙS (Application Research and Testing for Emergency Management Intelligent Systems), φέρουσα τον αριθμό EN 1001 (στο εξής: σύμβαση Artemis). Στις 13 Μαρτίου 1996 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε, επίσης με διάφορους εργολάβους, μεταξύ των οποίων ήταν η Trends, τη σύμβαση Tilematt (Testing and Implementing Links in Europe for Multimodal Applications of Transport Telematics), φέρουσα τον αριθμό TR 1057 (στο εξής: σύμβαση Tilematt).

2        Οι δύο αυτές συμβάσεις (στο εξής: επίμαχες συμβάσεις) είχαν ως αντικείμενο την εφαρμογή σχεδίων στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος στον τομέα των τηλεματικών εφαρμογών κοινού ενδιαφέροντος [απόφαση 94/801/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1994, για τη θέσπιση ειδικού προγράμματος έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της επίδειξης, στον τομέα των τηλεματικών εφαρμογών κοινού ενδιαφέροντος (1994-1998) (ΕΕ L 334, σ. 1)], που υπάγεται στο τέταρτο πρόγραμμα-πλαίσιο της Κοινότητας επί των δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (1994-1998) [απόφαση 1110/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1994 (ΕΕ L 126, σ. 1)].

3        Οι επίμαχες συμβάσεις συντάχθηκαν στην αγγλική γλώσσα και, βάσει του άρθρου 10 αυτών, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Περιλαμβάνουν τρία παραρτήματα αποτελούντα αναπόσπαστο μέρος τους. Τα παραρτήματα II των συμβάσεων αυτών, που περιλαμβάνουν λεπτομερώς τους γενικούς όρους, και τα παραρτήματα III, που περιλαμβάνουν τους ειδικούς όρους σχετικά με το πρόγραμμα τηλεματικών εφαρμογών, είναι ταυτόσημα, ενώ τα παραρτήματα I, σχετικά με το τεχνικό μέρος των ως άνω σχεδίων, είναι χωριστά για καθεμία από τις συμβάσεις αυτές.

4        Δυνάμει του άρθρου 7 των παραρτημάτων II των επίμαχων συμβάσεων (στο εξής: γενικοί όροι), το Πρωτοδικείο και, σε περίπτωση αναιρέσεως, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδια να εκδικάσουν οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και των αντισυμβαλλομένων της σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία των συμβάσεων αυτών.

5        Κατά το σημείο 2.1 των επίμαχων συμβάσεων, το σχέδιο το οποίο αφορά η σύμβαση Artemis, διάρκειας έξι μηνών, έπρεπε να ολοκληρωθεί στις 30 Ιουνίου 1996 και το σχέδιο το οποίο αφορά η σύμβαση Tilematt, διάρκειας δώδεκα μηνών, έπρεπε να ολοκληρωθεί στις 31 Μαρτίου 1997. Εξάλλου, δυνάμει του σημείου 2.2, οι επίμαχες συμβάσεις θα έπαυαν να ισχύουν κατά την ημερομηνία της τελευταίας πληρωμής από την Επιτροπή, με εξαίρεση ορισμένα άρθρα των γενικών όρων, ήτοι το άρθρο 6, σχετικά με την ευθύνη, το άρθρο 17, σχετικά με τη διάρκεια και την εφαρμογή του μέρους B των γενικών όρων, που αφορά τη δημοσίευση, την εκμετάλλευση και τη μεταφορά τεχνολογίας, και το άρθρο 24, σχετικά με τον οικονομικό έλεγχο.

6        Δυνάμει του σημείου 3.2 των επίμαχων συμβάσεων, η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να μετάσχει στις δαπάνες εκάστου σχεδίου μέχρι ποσοστού 50 % των συνολικών επιλεξίμων δαπανών και/ή, αναλόγως της περιπτώσεως, 100 % των προσθέτων δαπανών όπως αυτές προσδιορίζονται στις ως άνω συμβάσεις, μέχρις ενός ανωτάτου ορίου συμμετοχής, ενώ οι λεπτομέρειες σχετικά με την καταβολή της κοινοτικής οικονομικής συμμετοχής εκ μέρους της Επιτροπής περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 των επίμαχων συμβάσεων και στο άρθρο 23 των γενικών όρων.

7        Τα εν λόγω ανώτατα όρια συμμετοχής εκφράσθηκαν σε ECU. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή του ευρώ (ΕΕ L 162, σ. 1), στο εξής κάθε αναφορά στο ECU αντικαθίσταται με αναφορά στο ευρώ, με ισοτιμία ένα ευρώ ανά ένα ECU. Έτσι, η μεν σύμβαση Artemis περιόριζε την οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής στο σχέδιο αυτό στα 200 000 ευρώ, η δε σύμβαση Tilematt την περιόριζε στα 500 000 ευρώ, ενώ το συνολικό κόστος των εν λόγω σχεδίων εκτιμάται, αντιστοίχως, σε 328 000 ευρώ και σε 1 219 435 ευρώ.

8        Δυνάμει των σημείων 5.1 και 5.2 των επίμαχων συμβάσεων, που παραπέμπουν στο άρθρο 21 των γενικών όρων κάθε συμβάσεως, η Trends ανέλαβε την υποχρέωση να υποβάλει στην Επιτροπή καταστάσεις δαπανών μέσω του συντονιστή εκάστου σχεδίου. Οι καταστάσεις αυτές έπρεπε να υποβληθούν με τη μορφή που προβλέπει το μέρος D των γενικών όρων ή με ανάλογο τρόπο, αλλά κατόπιν εγκρίσεως της Επιτροπής. Σύμφωνα με το έντυπο υπόδειγμα της καταστάσεως δαπανών που περιλαμβάνεται στο εν λόγω μέρος D, οι εργολάβοι, υπογράφοντας τις καταστάσεις αυτές, βεβαιώνουν μεταξύ άλλων, αφενός, ότι οι δηλούμενες δαπάνες πραγματοποιήθηκαν και ότι είναι επιλέξιμες δαπάνες όπως προσδιορίζεται στη σύμβαση και, αφετέρου, ότι τα δικαιολογητικά των δηλωνόμενων δαπανών είναι διαθέσιμα.

9        Οι επιλέξιμες δαπάνες, δηλαδή οι δαπάνες που μπορούν να επιστραφούν στους εργολάβους μέσω της οικονομικής συμμετοχής που καταβάλλει η Επιτροπή, προσδιορίζονται στο άρθρο 18 των γενικών όρων, που έχει ως εξής:

«18.1          Οι επιλέξιμες δαπάνες είναι οι πραγματικές δαπάνες που ορίζονται στα άρθρα 19 και 20 [των γενικών όρων] οι οποίες είναι αναγκαίες για την ομαλή εκτέλεση του σχεδίου, μπορούν να αποδειχθούν και πραγματοποιήθηκαν από τους εργολάβους κατά την περίοδο που ορίζεται [στο σημείο 2.1] της συμβάσεως. Οι δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά την περίοδο αυτή δεν επιστρέφονται παρά μόνον αν αφορούν εκθέσεις, ελέγχους και εκτιμήσεις που απαιτούνται στο πλαίσιο της παρούσας συμβάσεως.

[…]

Τα ποσά των οποίων ζητείται η επιστροφή αποκλείουν την πραγματοποίηση οποιουδήποτε κέρδους και υπολογίζονται σύμφωνα με τις αρχές της λογιστικής που διέπουν τα ήδη καταβληθέντα ποσά και σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες του εργολάβου.

[…]

18.3      Οι εργολάβοι φροντίζουν να αποφεύγουν τις δαπάνες που είναι περιττές ή υπερβολικά υψηλές για το σχέδιο […]»

10      Τα άρθρα 19 και 20 των γενικών όρων διακρίνουν δύο κατηγορίες δαπανών για τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί οικονομική συμμετοχή: αφενός, τo άμεσο κόστος που βαρύνει τους εργολάβους, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις δαπάνες προσωπικού, πάγιου εξοπλισμού, υπεργολαβίας και τα οδοιπορικά, και, αφετέρου, το έμμεσο κόστος, δηλαδή τα γενικά έξοδα.

11      Το άρθρο 19 των γενικών όρων, σχετικά με το άμεσο κόστος, έχει ως ακολούθως:

«19.1          Κόστος προσωπικού

19.1.1 Μπορούν να καταλογιστούν οι δαπάνες για τον χρόνο που αφιερώνει πράγματι στο σχέδιο το επιστημονικό προσωπικό, το μεταπτυχιακό προσωπικό ή το τεχνικό προσωπικό που απασχολεί ο εργολάβος.

Για τους εργολάβους που χρησιμοποιούν πλήρες κόστος, το κόστος προσωπικού υπολογίζεται με βάση:

–        το πραγματικό κόστος προσωπικού (μισθοί, αποδοχές, εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και άλλες δαπάνες που συνιστούν την αμοιβή), ή

–        τον μέσον όρο του κόστους προσωπικού, εφόσον η πρακτική αυτή συνάδει προς τις συνήθεις πρακτικές του εργολάβου και δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του μέσου και του πραγματικού κόστους προσωπικού.

[…]

19.1.2 Όλες οι καταλογιζόμενες ώρες εργασίας πρέπει να καταγράφονται και να βεβαιώνονται. Η υποχρέωση αυτή τηρείται, ιδίως, με την τήρηση σχετικών βιβλίων που βεβαιώνονται τουλάχιστον μία φορά μηνιαίως από τον διαχειριστή του σχεδίου που έχει οριστεί ή από στέλεχος που έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από τον εργολάβο.

[…]

19.3      Δαπάνες σχετικές με συνεργασία τρίτων

Το κόστος συμβάσεων υπεργολαβίας και υπηρεσιών υπεργολαβίας θεωρείται ότι αποτελεί επιστρεπτέα δαπάνη σύμφωνα με το άρθρο 3 [των γενικών όρων].

[…]»

12      Το σημείο 3.1 των γενικών όρων, στο οποίο παραπέμπει το προαναφερθέν άρθρο 19, ορίζει ειδικότερα:

         «Το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή […] στις υπεργολαβίες. Δεν έχει εφαρμογή στις συμφωνίες που συνάπτονται για την προμήθεια υλικού και πάγιου εξοπλισμού και για την παροχή υπηρεσιών που συνάπτει εργολάβος κατά τη διάρκεια της συνήθους δραστηριότητάς του.»

13      Το άρθρο 20 των γενικών όρων, σχετικά με τα γενικά έξοδα, ορίζει τα εξής:

«20.1          Για τους εργολάβους που χρησιμοποιούν πλήρες κόστος, τα γενικά έξοδα (γενικά έμμεσα έξοδα), υπολογιζόμενα σύμφωνα με λογιστικούς κανόνες, μεθόδους και αρχές που θεωρεί εύλογους η Επιτροπή, μπορούν να καταλογίζονται όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες, όπως είναι η εσωτερική έρευνα που χρηματοδοτείται από ίδιους πόρους (μέχρις ενός ανωτάτου ορίου 10 % των δαπανών προσωπικού), η διοίκηση, το βοηθητικό προσωπικό, οι προμήθειες, η υποδομή, οι γενικές υπηρεσίες.

Αυτά τα γενικά έξοδα μπορούν να πραγματοποιούνται σύμφωνα με το πρότυπο που χρησιμοποιείται για παρόμοιες εργασίες έρευνας από τα κράτη μέλη, τους δημόσιους χρηματοδοτικούς οργανισμούς ή τους διεθνείς οργανισμούς, με την επιφύλαξη ότι θα γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές προκειμένου να τηρηθούν τα άρθρα 18, 19 και 20 [των γενικών όρων] και υπό τον όρο ότι θα δοθεί στην Επιτροπή δικαίωμα προσβάσεως στα παραστατικά έγγραφα που δικαιολογούν τα ποσά ή ότι θα της δοθούν τα έγγραφα αυτά.

[…]

20.2      Για τους εργολάβους που χρησιμοποιούν πρόσθετο κόστος, μπορεί να καταλογίζεται ως γενικό έξοδο μια συμμετοχή μέχρι ποσοστού 20 % των πραγματικών επιστρεπτέων εξόδων που αφορούν κάθε κατηγορία αμέσων δαπανών περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 19 (με εξαίρεση το σημείο 19.3) [των γενικών όρων].» 

14      Το άρθρο 22 των γενικών όρων, που αφορά τη δικαιολόγηση των δαπανών, ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι εργολάβοι οφείλουν να τηρούν ενημερωμένα λογιστικά βιβλία και να κρατούν όλα τα δικαιολογητικά των δαπανών και των ωρών που χρεώνουν στην Επιτροπή, σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες και τις διαδικασίες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι. Τα έγγραφα αυτά θα είναι διαθέσιμα για κάθε έλεγχο.»

15      Όσον αφορά την οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής, τα σημεία 23.2 και 23.3 των γενικών όρων προβλέπουν τα εξής:

«23.2          Με την επιφύλαξη του άρθρου 24 [των γενικών όρων] όλες οι πληρωμές θεωρούνται ως προκαταβολές μέχρι την αποδοχή των αντιστοίχων εγγράφων του σχεδίου ή, αν δεν απαιτούνται τέτοια έγγραφα, μέχρι της εγκρίσεως της τελικής εκθέσεως.

23.3      Αν το συνολικό ποσό της οικονομικής συμμετοχής που υποχρεούται να καταβάλει η Επιτροπή για το σχέδιο, ιδίως κατόπιν ελέγχου, αποδειχθεί χαμηλότερο των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί, οι εργολάβοι οφείλουν να επιστρέψουν αμελλητί τη διαφορά στην Επιτροπή· η επιστροφή γίνεται σε [ευρώ].»

16      Όσον αφορά τον οικονομικό έλεγχο, το άρθρο 24 των γενικών όρων έχει ως ακολούθως:

«24.1          Η Επιτροπή και τα άτομα που εξουσιοδοτεί μπορούν να διεξάγουν οικονομικούς ελέγχους εντός των δύο ετών που ακολουθούν την ημερομηνία ουσιαστικής ολοκληρώσεως ή λύσεως της συμβάσεως. Τα άτομα αυτά έχουν δικαίωμα προσβάσεως στους χώρους εργασίας του προσωπικού που εργάζεται στο σχέδιο καθώς και σε όλα τα σχετικά με το σχέδιο βιβλία, αρχεία πληροφορικής και άλλο υλικό ή, αν παρίσταται αναγκαίο, μπορούν να ζητούν να τους διαβιβασθούν τα σχετικά έγγραφα.

24.2      Το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει τα ίδια δικαιώματα ελέγχου, και υπό τους ίδιους όρους, με την Επιτροπή προς διεξαγωγή οικονομικού ελέγχου.

17      Τέλος, όσον αφορά την καταγγελία των επίμαχων συμβάσεων, τα σημεία 5.3 και 5.4 των γενικών όρων ορίζουν μεταξύ άλλων:

«5.3      Η Επιτροπή μπορεί να καταγγείλει αμέσως και εγγράφως τη σύμβαση ή τη συμμετοχή κάποιου εργολάβου:

a)      i) σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του εργολάβου, αφού τον καλέσει εγγράφως να τηρήσει τις υποχρεώσεις του εντός ευλόγου χρόνου (που δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα μήνα), ή

ii) λόγω σοβαρής οικονομικής παρατυπίας·

b)      […]

5.4      Η οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής στις δαπάνες σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως περιορίζεται στις δαπάνες που συνδέονται με έγγραφα του σχεδίου τα οποία έχει δεχθεί η Επιτροπή και στις λοιπές εύλογες δαπάνες, περιλαμβανομένων των αναληφθεισών.

Οι εργολάβοι θα λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να ακυρώσουν ή να μειώσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν πριν την κοινοποίηση της καταγγελίας και θα λάβουν υπόψη στο μέτρο του δυνατού τις σχετικές έγγραφες οδηγίες της Επιτροπής.

Σε περίπτωση καταγγελίας (κατά το σημείο 5.3, στοιχείο a) είναι δυνατόν να προστεθούν τόκοι, κατόπιν εγγράφου αιτήσεως, επί των επιστρεπτέων ποσών από την ημερομηνία κατά την οποία οι εργολάβοι έλαβαν τα ποσά αυτά και μέχρις εξοφλήσεως· το επιτόκιο θα είναι αυτό το οποίο εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο για τις συναλλαγές του σε [ευρώ], προσαυξημένο κατά [δύο] εκατοστιαίες μονάδες.» 

 Ιστορικό της διαφοράς

18      Η Trends είναι ελληνική αστική μη κερδοσκοπική εταιρία που συστάθηκε σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο με σύμβαση της 5ης Σεπτεμβρίου 1991 υπό την επωνυμία ΤΑΣΕΙΣ και, στην αγγλική γλώσσα Trends (Transport Environment Development Systems). Η εταιρία εδρεύει στην Αθήνα, στην Ελλάδα. Εταίροι της είναι οι A. Τίλλης, M. Κονταράτος, Γ. Αργυράκος, Κ. Πετράκης και Φ. Κουτρουμπά. Η Trends μετέσχε σε διάφορα κοινοτικά σχέδια έρευνας και τεχνολογικής αναπτύξεως (RDT), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα δύο σχέδια που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων.

19      Σύμφωνα με το άρθρο 4 των επίμαχων συμβάσεων, η Επιτροπή κατέβαλε στον συντονιστή κάθε σχεδίου ως χρηματική συμμετοχή ποσό 191 261 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως Artemis, εκ των οποίων η εταιρία αυτή έλαβε 54 371,04 ευρώ, και ποσό 250 000 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως Tilematt, εκ των οποίων η Trends έλαβε 28 865,50 ευρώ.

20      Από τις 7 έως τις 11 Οκτωβρίου 1996 το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διενήργησε έλεγχο διαφόρων συμβάσεων στις οποίες μετείχε η Trends και διαπίστωσε ότι η Trends είχε διαπράξει σημαντικές οικονομικές παραβάσεις. Ο έλεγχος αυτός δεν αφορούσε άμεσα τις επίμαχες συμβάσεις. Εντούτοις, το Ελεγκτικό Συνέδριο συνέστησε στην Επιτροπή να πράξει τα αναγκαία προκειμένου να προσδιορίσει τα υπερεκτιμηθέντα ποσά των σχετικών δαπανών και να αναζητήσει το κατάλληλο ποσό όσον αφορά το σύνολο των κοινοτικών συμβάσεων RDT που είχαν συναφθεί ενδεχομένως με την Trends.

21      Από τις 7 έως τις 10 Οκτωβρίου 1997 η μονάδα συντονισμού της υπηρεσίας καταπολέμησης της απάτης (UCLAF) της Επιτροπής διενήργησε οικονομικό έλεγχο στην Trends, που αφορούσε μεταξύ άλλων τις επίμαχες συμβάσεις. Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1998 η UCLAF κάλεσε την Trends να της παράσχει συμπληρωματικές εξηγήσεις και πληροφορίες προκειμένου να ολοκληρώσει τον οικονομικό έλεγχο. Το έγγραφο αυτό συνοδευόταν από κατάσταση των ζητηθέντων συμπληρωματικών στοιχείων. Η Trends απάντησε με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 1998, εκφράζοντας ιδίως την έκπληξή της όσον αφορά αυτό το αίτημα παροχής συμπληρωματικών στοιχείων και δήλωσε ότι είχε παράσχει όλα τα αναγκαία στοιχεία κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου.

22      Στις 3 Ιουνίου 1998 η Trends υπέβαλε στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή καταγγελία κατά της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι οι χειρισμοί της Επιτροπής ήταν κακοί και αντίθετοι προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

23      Με έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998 η Επιτροπή διαβίβασε στην Trends περίληψη των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η UCLAF μετά τον οικονομικό έλεγχο που διενήργησε τον Οκτώβριο του 1997. Το έγγραφο αυτό εξέθετε επίσης με λεπτομέρειες διάφορους συμβατικούς όρους τους οποίους, κατά την UCLAF, παρέβη η Trends. Η Επιτροπή κάλεσε επιπλέον την Trends να της παράσχει εντός προθεσμίας ενός μηνός αποδεικτικά στοιχεία που να ανατρέπουν τα συμπεράσματα αυτά και την προειδοποίησε ότι, διαφορετικά, θα λυθούν οι επίμαχες συμβάσεις, σύμφωνα με το σημείο 5.3, στοιχείο a, σημείο ii, των γενικών όρων, ενώ η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της Trends επί των συνεπειών που θα είχε η λύση των συμβάσεων, που προβλέπονταν στο σημείο 5.4 των γενικών όρων, και ειδικότερα επί του γεγονότος ότι η Trends θα έπρεπε να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε αχρεωστήτως.

24      Με έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1998 η Trends απάντησε στην Επιτροπή ότι δεν αποδέχεται τις μεθόδους ελέγχου που ακολούθησε η τελευταία και επιφυλάσσεται να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα της UCLAF. Εξέφρασε επίσης τη διαφωνία της με την απόφαση της Επιτροπής να λύσει τις επίμαχες συμβάσεις.

25      Με έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 1998 η Επιτροπή πληροφόρησε την Trends ότι, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκαν δικαιολογητικά ικανά να ανατρέψουν τα συμπεράσματα του οικονομικού ελέγχου, οι επίμαχες συμβάσεις λύονται από 17ης Ιουλίου 1998, σύμφωνα με το σημείο 5.3, στοιχείο a, σημείο ii, των γενικών όρων. Επιπλέον, μεταξύ άλλων της ζήτησε να επιστρέψει τα ποσά που της προκαταβλήθηκαν αχρεωστήτως, όπως αυτά διευκρινίζονται στους πίνακες που προσαρτήθηκαν στο έγγραφο αυτό (στο εξής: ανακεφαλαιωτικοί πίνακες).

26      Στις 26 Οκτωβρίου 1998 η Επιτροπή εξέδωσε την απευθυνόμενη στην Trends υπ’ αριθ. 98006933A εντολή εισπράξεως, με την οποία ζήτησε την επιστροφή 42 792 ευρώ που είχε εισπράξει η εναγόμενη αχρεωστήτως στο πλαίσιο της συμβάσεως Artemis και 5 254 ευρώ αχρεωστήτως εισπραχθέντων στο πλαίσιο της συμβάσεως Tilematt. Η εν λόγω εντολή εισπράξεως αφορούσε και δύο άλλες συμβάσεις που είχε συνάψει η Trends και οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της υποθέσεως Τ-449/04 μεταξύ των ιδίων διαδίκων.

27      Στις 29 Ιουνίου 1999 ο Διαμεσολαβητής εξέδωσε την απόφασή του, διαπιστώνοντας, αφενός, ότι δεν είναι αρμόδιος να εξετάσει τη διαφορά επί της ουσίας και, αφετέρου, ότι οι ενέργειες της Επιτροπής δεν συνιστούν κακοδιοίκηση εν προκειμένω.

28      Στις 13 Μαΐου, στις 2 Αυγούστου, στις 26 Οκτωβρίου και στις 29 Οκτωβρίου 1999, καθώς και στις 8 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή κάλεσε και πάλι την Trends με συστημένη επιστολή και τηλεομοιοτυπία να της επιστρέψει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό ύψους 243 481 ευρώ για τις τέσσερις συμβάσεις τις οποίες αφορά η προαναφερθείσα εντολή εισπράξεως.

29      Με έγγραφο της 8ης Φεβρουαρίου 2000, το οποίο απέστειλε στην Επιτροπή με τηλεομοιοτυπία της 9ης Φεβρουαρίου 2000, η Trends αμφισβήτησε τα συμπεράσματα της UCLAF, τα οποία θεώρησε αυθαίρετα, και, κατά συνέπεια, την οφειλή της έναντι της Επιτροπής. Επίσης αρνήθηκε να ανταποκριθεί στο αίτημα της Επιτροπής χωρίς προηγουμένη συζήτηση της διαφοράς ενώπιον ουδέτερης αρχής.

30      Στις 5 Σεπτεμβρίου 2001 η Επιτροπή επέδωσε στην Trends «εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία», με την οποία την κάλεσε να καταβάλει το ποσό που της ζήτησε με τους νόμιμους και τους συμβατικούς τόκους, καθώς και με τόκους υπερημερίας από την επομένη της λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την προαναφερθείσα εντολή εισπράξεως, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 1999, και υπενθύμισε ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής, θα επιδίωκε την είσπραξη του ποσού αυτού δικαστικώς.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιουνίου 2003, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αγωγή, που στρέφεται κατά της Trends και κατά των πέντε εταίρων της ατομικά.

32      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου 2003, η Trends προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σχετικά με τους τόκους που ζήτησε η Επιτροπή με το κύριο αίτημά της, και υπέβαλε αίτημα απαλείψεως από τα δικόγραφα ενός όρου που θεωρεί ότι συνιστά δυσφήμιση (στο εξής: παρεμπίπτον αίτημα), κατέθεσε δε υπόμνημα αντικρούσεως.

33      Στις 10 Φεβρουαρίου 2004 η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου και επί του παρεμπίπτοντος αιτήματος. Η διαδικασία επί της ουσίας συνεχίστηκε μεταξύ της Επιτροπής και της Trends με ανταλλαγή υπομνήματος απαντήσεως και υπομνήματος ανταπαντήσεως.

34      Με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2004 το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2004/407/ΕΚ, Ευρατόμ, της 26ης Απριλίου 2004, που τροποποιεί τα άρθρα 51 και 54 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΕ L 132, σ. 5).

35      Με διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2006 το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή της Επιτροπής καθόσον στρεφόταν κατά των πέντε εταίρων της Trends, καταδικάζοντας την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα σε σχέση με το απαράδεκτο αυτό.

36      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους έθεσε ερωτήσεις εγγράφως. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

37      Με διατάξεις της 28ης Φεβρουαρίου 2007 το Πρωτοδικείο αποφάσισε τη συνεκδίκαση της ενστάσεως απαραδέκτου και του παρεμπίπτοντος αιτήματος με την εξέταση επί της ουσίας και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

38      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Απριλίου 2007. Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως οι διάδικοι διευκρίνισαν μεταξύ άλλων το περιεχόμενο ορισμένων αιτημάτων τους, διευκρινίσεις τις οποίες έλαβε υπό σημείωση το Πρωτοδικείο στα πρακτικά της προφορικής διαδικασίας.

39      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή·

–        να καταδικάσει την Trends να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό 48 046 ευρώ, ήτοι 42 792 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως Artemis και 5 254 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως Tilematt, πλέον συμβατικών τόκων από της καταβολής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής, ή, επικουρικώς, πλέον τόκων υπερημερίας, που οφείλονται στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 94 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑX, ΕΚ) 3418/93 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ L 315, σ. 1), με επιτόκιο 5,50 %, από 31ης Δεκεμβρίου 1998 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής·

–        να καταδικάσει την Trends στα δικαστικά έξοδα.

40      Η Trends ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να καλέσει ως μάρτυρα τον Α. Τσαούση·

–        ως κύριο αίτημα, να απορρίψει στο σύνολό της την αγωγή της Επιτροπής ως αόριστη και, κατά συνέπεια, ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη, όσον αφορά τόσο το κυρίως ζητούμενο ποσό όσο και τους τόκους που ζητούνται κυρίως ή επικουρικώς·

–        επικουρικώς, να μειώσει κατά 60 % το ποσό που ζητεί κυρίως η Επιτροπή και τους τυχόν επιδικασθησομένους τόκους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

41      Με την ένσταση απαραδέκτου η Trends ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη καθόσον αφορά το κύριο αίτημα σχετικά με τους τόκους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Με το παρεμπίπτον αίτημά της η Trends ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποσύρει από τα υπομνήματά της τον όρο «ατασθαλίες» και να τον αντικαταστήσει με τον όρο «παρατυπίες»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43      Με τις παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να καταδικάσει την Trends στα δικαστικά έξοδα.

44      Με τις παρατηρήσεις της επί του παρεμπίπτοντος αιτήματος η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει το παρεμπίπτον αίτημα·

–        να καταδικάσει την Trends στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

I –  Επί του παραδεκτού της αγωγής και ορισμένων παραρτημάτων

 Επί του παραδεκτού της αγωγής

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Xωρίς να προβάλλει ρητά ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, η Trends υποστηρίζει ότι η αγωγή είναι αόριστη και ότι πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

46      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η αγωγή της είναι παραδεκτή στο σύνολό της.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

47      Από τα υπομνήματα που κατέθεσε η Trends προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, αφενός, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει με αυτά αποσκοπεί να αποδείξει μόνον το απαράδεκτο του κυρίως υποβληθέντος αιτήματος καταβολής τόκων ή ορισμένων επιχειρημάτων της Επιτροπής, ενώ το ουσιώδες μέρος των προβαλλομένων επιχειρημάτων αφορά το αβάσιμο των αιτημάτων της Επιτροπής, και ότι, αφετέρου, το μόνο στοιχείο που επικαλείται η Trends προς στήριξη του αιτήματός της να απορριφθεί η αγωγή της Επιτροπής ως απαράδεκτη είναι η προβαλλόμενη αοριστία της. Η αοριστία αυτή προκύπτει από την απουσία ενδείξεων περί του τρόπου υπολογισμού που οδήγησε στον προσδιορισμό των ποσών των οποίων ζητείται η επιστροφή, πράγμα το οποίο περιήγαγε την Trends σε αδυναμία να αμυνθεί και στερεί το Πρωτοδικείο από τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του.

48      Πρώτον, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, με το δικόγραφο της αγωγής, η Επιτροπή εκθέτει τόσο τη νομική βάση των αιτημάτων της όσο και τα ποσά που ζητεί να της επιστραφούν αλλά και τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι τα αιτήματα αυτά είναι βάσιμα. Δεύτερον, η επιχειρηματολογία που αφορά την απουσία ενδείξεων περί του τρόπου υπολογισμού αφορά στην πραγματικότητα το ζήτημα του βασίμου της αγωγής και, επομένως, δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του παραδεκτού, καθόσον τα ζητούμενα ποσά μνημονεύονται σαφώς στο δικόγραφο αγωγής. Διαπιστώνεται, κατά τα λοιπά, ότι όντως δόθηκε στην Trends η δυνατότητα να αμυνθεί, καθόσον η εταιρία αυτή υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως και υπόμνημα ανταπαντήσεως, όπου εκθέτει λεπτομερέστατα γιατί η αγωγή της Επιτροπής είναι αβάσιμη.

49      Επομένως, η αγωγή της Επιτροπής δεν είναι αόριστη, οπότε είναι απορριπτέο το αίτημα της Trends να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αγωγή της Επιτροπής, καθόσον το ζήτημα του ενδεχόμενου απαραδέκτου του κυρίου αιτήματος της Επιτροπής σχετικά με τους τόκους δεν εξετάζεται στο πλαίσιο του παρόντος σταδίου.

 Επί του παραδεκτού ορισμένων παραρτημάτων

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Η Trends ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή σε παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως, ειδικότερα τα έγγραφα που συνάπτονται στην έκθεση που συνέταξε η UCLAF κατόπιν του οικονομικού ελέγχου που διενήργησε, στα οποία στηρίζεται η έκθεση αυτή, προσκομίστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος l, του Κανονισμού Διαδικασίας και είναι, επομένως, απαράδεκτα.

51      Η Επιτροπή δεν διατύπωσε παρατηρήσεις επί του σημείου αυτού.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

52      Δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, μπορούν να προτείνουν αποδεικτικά μέσα με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, αλλά οφείλουν στην περίπτωση αυτή να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων. Εντούτοις, κατά τη νομολογία, ο περί προθεσμιών κανόνας του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν αφορά την ανταπόδειξη και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταποδείξεως που προσκομίζει ο αντίδικος με το υπόμνημα αντικρούσεως. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα νέα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο 66, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, που ορίζει ρητά ότι η ανταπόδειξη και η περαιτέρω απόδειξη είναι δυνατή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψεις 71 και 72, και του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T-303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 189).

53      Εν προκειμένω, προσκομίστηκαν για πρώτη φορά στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως η έκθεση που συνέταξε η UCLAF κατόπιν του οικονομικού ελέγχου της, μαζί με τα παραρτήματά της (παράρτημα 23 του υπομνήματος απαντήσεως), και πολλά έγγραφα σχετικά με δύο συμβάσεις που δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς (παραρτήματα 24 έως 28 του υπομνήματος απαντήσεως).

54      Όσον αφορά την έκθεση της UCLAF, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή προσκόμισε ως παράρτημα του δικογράφου της αγωγής το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998, που παραπέμπει στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η UCLAF και εκθέτει λεπτομερώς το ουσιώδες μέρος των αιτιάσεων που διατύπωσε η UCLAF σε βάρος της Trends κατόπιν του οικονομικού ελέγχου. Τα παραρτήματα της εν λόγω εκθέσεως περιλαμβάνουν την αλληλογραφία που αντάλλαξαν η Επιτροπή και η Trends, καθώς και λεπτομερείς πίνακες αριθμητικών στοιχείων, αναφέροντες ιδίως τις δαπάνες που δήλωσε η Trends, τις δαπάνες που έγιναν δεκτές κατά τον οικονομικό έλεγχο και τα ποσά που όφειλε η Trends. Αφενός, η σχετική αλληλογραφία αφορά, κατ’ ουσίαν, την προετοιμασία και την παρακολούθηση του οικονομικού ελέγχου που διενήργησε η UCLAF, ζητήματα με τα οποία είχε ήδη ασχοληθεί η Επιτροπή με το δικόγραφο της αγωγής. Εξάλλου, η Επιτροπή είχε ήδη προσκομίσει ορισμένα από τα έγγραφα αλληλογραφίας που συνάπτονται στην έκθεση της UCLAF σε παράρτημα του δικογράφου της αγωγής της. Αφετέρου, δεν αμφισβητείται επίσης ότι η Επιτροπή προσκόμισε σε παράρτημα του δικογράφου της αγωγής της τους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες που περιλαμβάνουν το ουσιώδες μέρος των ποσών τα οποία εμφαίνονται στους πίνακες αριθμητικών στοιχείων που συνάπτονται στην έκθεση της UCLAF.

55      Επομένως, η έκθεση της UCLAF και τα παραρτήματά της, που συνάπτονται για πρώτη φορά στο υπόμνημα απαντήσεως, δεν αποτελούν πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων, όπως διατείνεται η Trends, αλλά απλώς περαιτέρω ανάπτυξη αποδείξεων που είχε ήδη προσκομίσει η Επιτροπή στο στάδιο του δικογράφου της αγωγής, περαιτέρω ανάπτυξη η οποία αποσκοπεί να απαντήσει λεπτομερώς στην επιχειρηματολογία που εκθέτει η Trends με το υπόμνημα αντικρούσεως. Επομένως, τα έγγραφα που συνάπτει η Επιτροπή στο παράρτημα 23 του υπομνήματος απαντήσεως είναι παραδεκτά.

56      Τα παραρτήματα 24 έως 28 του υπομνήματος απαντήσεως αφορούν συμβάσεις οι οποίες δεν αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς και δεν συνδέονται με αποδείξεις που είχε ήδη προσκομίσει η Επιτροπή με το δικόγραφο της αγωγής. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξηγεί γιατί τα έγγραφα αυτά προσκομίστηκαν ως παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως ούτε ποια είναι η σημασία τους για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς. Επομένως, τα παραρτήματα 24 έως 28 του υπομνήματος απαντήσεως δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη.

57      Το βάσιμο του παρεμπίπτοντος αιτήματος και της αγωγής θα εξεταστεί κατωτέρω με γνώμονα το σύνολο των παρατηρήσεων αυτών.

II –  Επί του παρεμπίπτοντος αιτήματος

 Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Βάσει μιας κοινής στα δίκαια των κρατών μελών γενικής αρχής που καταδικάζει τη χρήση δυσφημιστικών όρων έναντι του αντιδίκου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων, η Trends ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να απαλείψει από τα διαδικαστικά έγγραφα τον όρο «ατασθαλίες», που παραπέμπει στον δόλο και είναι αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας και δυσφημιστικός, και να τον αντικαταστήσει με τον πιο ουδέτερο όρο «παρατυπίες», ο οποίος αποτελεί την ακριβή μετάφραση του όρου που χρησιμοποιείται στο σημείο 5.3, στοιχείο a, σημείο ii, των γενικών όρων.

59      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι το παρεμπίπτον αίτημα πρέπει να απορριφθεί, καθόσον ο χρησιμοποιηθείς όρος είναι ουδέτερος.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

60      Δεν απόκειται στα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα να περιορίζουν την ελευθερία εκφράσεως των διαδίκων, εντός των ορίων της τηρήσεως των κανόνων δεοντολογίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2004, T-120/01 και T-300/01, De Nicola κατά ΕΤΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-365 και II-1671, σκέψη 314). Όμως, ο όρος στον οποίο αναφέρεται η Trends δεν υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα από τη δεοντολογία όρια. Επομένως, το παρεμπίπτον αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

III –  Επί του αιτήματος της Επιτροπής περί επιστροφής των σχετικών ποσών

 Επί του εφαρμοστέου δικαίου και επί της φύσεως των επίμαχων συμβάσεων

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

61      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι το ελληνικό δίκαιο έχει εφαρμογή στις επίμαχες συμβάσεις, το Πρωτοδικείο πρέπει να επιλύσει τη διαφορά βάσει των συμβατικών όρων, που επαρκούν εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να στηριχθεί στις διατάξεις του ελληνικού δικαίου παρά μόνον αν αυτές συμφωνούν με τους εν λόγω όρους και με τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου και αν ο σκοπός τους είναι σύμφωνος προς τους σκοπούς των σχετικών κοινοτικών δράσεων ή προς τη φύση και τους σκοπούς των επίμαχων συμβάσεων (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lentz στην απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 1992, C-209/90, Επιτροπή κατά Feilhauer, Συλλογή 1992, σ. I-2613, I-2622), δεδομένου ότι οι επίμαχες συμβάσεις δεν είναι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις αστικού δικαίου, αλλά συμβάσεις χορηγήσεως επιδοτήσεων δημοσίου δικαίου. Εντούτοις, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες συμβάσεις διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεν επηρεάζεται η έκβαση της δίκης.

62      Η Trends αντιτείνει, καταρχάς, ότι το Πρωτοδικείο πρέπει να επιλύσει τη διαφορά βάσει του εθνικού δικαίου το οποίο έχει εφαρμογή στη σύμβαση που περιλαμβάνει τη ρήτρα δυνάμει της οποίας το Πρωτοδικείο επελήφθη της υποθέσεως. Παρατηρεί, στη συνέχεια, ότι οι επίμαχες συμβάσεις είναι αμφοτεροβαρείς και, ειδικότερα όσον αφορά τους γενικούς όρους, συμβάσεις προσχωρήσεως, που διέπονται από το εφαρμοστέο σ’ αυτές εθνικό δίκαιο. Η ασάφεια των επίμαχων συμβάσεων καθιστά εξάλλου αναγκαία την προσφυγή στο εθνικό δίκαιο. Έτσι, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για συμβάσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, το ελληνικό αστικό δίκαιο και το ελληνικό φορολογικό δίκαιο, ως ρύθμιση δημοσίας τάξεως, εφαρμόζονται συμπληρωματικά για την ερμηνεία των επίμαχων συμβάσεων. Τέλος, κακώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι ταυτόσημες με εκείνες που απορρέουν από την εφαρμογή των επίμαχων συμβάσεων. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη αδικαιολογήτου πλουτισμού της Trends στο στάδιο της επιδόσεως της αγωγής. Επομένως, έχει αποσβεστεί η υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών δυνάμει του άρθρου 909 του ελληνικού Αστικού Κώδικα.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

63      Κατά τη νομολογία, οι διαφορές που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση μιας συμβάσεως πρέπει να επιλύονται κυρίως βάσει των όρων της συμβάσεως αυτής, ενώ οι συμβαλλόμενοι εξακολουθούν να υποχρεούνται να τηρούν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους ανεξάρτητα από τη φύση της οικείας συμβάσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαΐου 2001, T-68/99, Toditec κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1443, σκέψη 77, και της 15ης Μαρτίου 2005, T-29/02, GEF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-835, σκέψη 108).

64      Πρώτον, από αυτό προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός μιας συμβάσεως δεν ασκεί επιρροή επί της επιλύσεως μιας διαφοράς εκ συμβάσεως όταν οι συμβατικοί όροι προβλέπουν σχετικούς με τα εριζόμενα ζητήματα κανόνες. Επομένως, στο παρόν στάδιο, παρέλκει ο προσδιορισμός της φύσεως των επίμαχων συμβάσεων. Δεύτερον, η ερμηνεία μιας συμβάσεως με βάση το εφαρμοστέο σ’ αυτήν δίκαιο ή το κοινοτικό δίκαιο δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικής με το περιεχόμενο της συμβάσεως αυτής. Όμως, τέτοιες αμφιβολίες δεν μπορούν να ανακύψουν παρά μόνον κατά την εξέταση επί της ουσίας των προβλεπομένων όρων. Εν προκειμένω, επομένως, το Πρωτοδικείο θα προσδιορίσει αν και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη ορισμένες διατάξεις του ελληνικού ή του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να εκτιμήσει το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν οι επίμαχες συμβάσεις κατά την εξέταση του βασίμου της αγωγής της Επιτροπής.

 Επί των ποσών που ζητεί η Επιτροπή

65      Πρέπει να προσδιοριστεί αν η Επιτροπή έχει αξίωση έναντι της Trends, καθώς και, ενδεχομένως, το ποσό της αξιώσεως αυτής και η δυνατότητα προσαυξήσεώς της με τόκους.

1.     Επί της υπάρξεως αξιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το σημείο 5.3, στοιχείο a, σημείο ii, των γενικών όρων, η ίδια μπορεί να καταγγείλει τις επίμαχες συμβάσεις ή τη συμμετοχή στα επίδικα σχέδια ενός των συμβαλλομένων μερών σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής παραβάσεως σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών πόρων, χωρίς να απαιτείται πταίσμα του εμπλεκόμενου εργολάβου. Αν προκύψει από πραγματοποιούμενο μετά από μια τέτοια καταγγελία οικονομικό έλεγχο ότι η οικονομική συμμετοχή την οποία υποχρεούται να καταβάλει η Επιτροπή δυνάμει της συμβάσεως είναι χαμηλότερη από τα καταβληθέντα στον οικείο εργολάβο ποσά, ο τελευταίος οφείλει να επιστρέψει τη διαφορά, δυνάμει του σημείου 23.3 των γενικών όρων.

67      Εν προκειμένω, αποδείχθηκε η ύπαρξη πολύ σοβαρών οικονομικών παραβάσεων μετά από οικονομικό έλεγχο εκ μέρους της UCLAF, τα συμπεράσματα του οποίου διαβιβάστηκαν στην Trends στις 12 Ιουνίου 1998. Κατά παράβαση του σημείου 18.1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και του σημείου 18.3 των γενικών όρων, η Trends υπερτιμολόγησε δαπάνες όσον αφορά, ιδίως, την εργασία των εταίρων της, δηλώνοντας έξοδα τα οποία δεν αντιστοιχούσαν στα πραγματικές δαπάνες, δεν ήταν αναγκαία για την υλοποίηση των επίμαχων σχεδίων και δεν συνοδεύονταν από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Επιπλέον, κατά παράβαση του σημείου 19.1, πρώτο εδάφιο, των γενικών όρων, τα δηλωθέντα έξοδα προσωπικού δεν ανταποκρίνονταν ούτε στις πραγματικές δαπάνες προσωπικού ούτε στον μέσον όρο των δαπανών προσωπικού που βάρυνε την Trends. Το γεγονός ότι τα δηλωθέντα ποσά μπορούσαν να είναι σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και τα ελληνικά συναλλακτικά ήθη, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον το ανακύπτον ζήτημα είναι αν τα ποσά που έλαβαν οι εταίροι για την παρασχεθείσα εργασία συμφωνούν με τα δηλωθέντα. Επιπλέον, κατά παράβαση του σημείου 20.1 των γενικών όρων, τα γενικά έξοδα δεν υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις συνήθεις λογιστικές αρχές και μεθόδους τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί εύλογες.

68      Η UCLAF διαπίστωσε επίσης ότι η Trends δεν προσκόμισε τραπεζικά παραστατικά που να αποδεικνύουν την αντιστοιχία μεταξύ των ποσών που εμβάσθηκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της και εκείνων που αναγράφονταν στο βιβλίο λογαριασμών της. Επιπλέον, η Trends δεν προσκόμισε τα κατά τον νόμο παραστατικά των δηλωθέντων εξόδων και δεν χρησιμοποίησε το σύνολο των πιστώσεων προς τον σκοπό για τον οποίο αυτές είχαν χορηγηθεί.

69      Όσον αφορά το κόστος προσωπικού που δήλωσε η Trends και αντιστοιχεί στην εργασία των εταίρων της, η Επιτροπή προσθέτει ότι η μερική απόρριψή του δεν προκύπτει από το γεγονός ότι το σχετικό κόστος χρεώθηκε σε λάθος κεφάλαιο, αλλά από το γεγονός ότι υπερτιμολογήθηκε. Η υπερτιμολόγηση αυτή αποδεικνύεται από τον υπερβολικό αριθμό ωρών εργασίας που δηλώθηκαν και από το γεγονός ότι οι ώρες αυτές χρεώθηκαν όχι βάσει της πραγματικής αμοιβής που εισέπραξαν οι εταίροι, αλλά κατ’ εφαρμογήν μιας εικονικής αμοιβής, που στηρίζεται στις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 696/1974 (ΦΕΚ A´ 301).

70      Η Επιτροπή υποστηρίζει, δεύτερον, ότι ο προσδιορισμός των υποχρεώσεων των εργολάβων με αναφορά στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και στις εύλογες λογιστικές πρακτικές αρκεί για να αποκλειστούν οι περισσότερες παρανοήσεις ως προς τη φύση των απαιτουμένων δικαιολογητικών. Ελλείψει νομίμων δικαιολογητικών, δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε το υποστατό ούτε η ημερομηνία ή το ποσό των σχετικών δαπανών. Όμως, παρά τις οχλήσεις και τις υπομνήσεις που έλαβε, ιδίως με το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998, η Trends δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί το ποσό των δαπανών που απορρίφθηκαν ως μη δικαιολογημένες στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου. Η Επιτροπή παρατηρεί επιπλέον ότι τέτοια στοιχεία δεν προσκομίστηκαν ούτε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

71      H Επιτροπή διατείνεται, τρίτον, ότι δεν παρέβη καμιά υποχρέωση παροχής πληροφοριών ή συνεργασίας. Αφενός, ο Διαμεσολαβητής κατέληξε ότι, εν προκειμένω, οι ενέργειες της Επιτροπής δεν αποτελούν κακοδιοίκηση. Αφετέρου, οι συμβατικοί όροι δεν είναι ούτε ασαφείς ούτε ακατανόητοι, ενώ ήδη από τις αρχές του 1994, ήτοι πριν από την υπογραφή των επίμαχων συμβάσεων, η Επιτροπή είχε παράσχει στην Trends όλες τις ζητηθείσες διευκρινίσεις όσον αφορά τις δηλώσεις και τα στοιχεία που απαιτούνταν προς δικαιολόγηση των δηλούμενων δαπανών στο πλαίσιο των προγραμμάτων τηλεματικών εφαρμογών στον τομέα των μεταφορών. Η έλλειψη αντιδράσεως της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως των επίμαχων συμβάσεων δεν έχει σημασία, καθόσον οι ενδιάμεσες πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν ήταν προσωρινές. Επιπλέον, ο εργολάβος βεβαίωνε, με κάθε ενδιάμεση δήλωση, ότι οι δηλούμενες δαπάνες αντιστοιχούν στα πραγματικά έξοδα και ότι τα σχετικά δικαιολογητικά είναι διαθέσιμα.

72      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα που στηρίζονται σε ενδεχόμενο συντρέχον πταίσμα της, το οποίο απαλλάσσει την Trends από κάθε υποχρέωση επιστροφής χρηματικών ποσών, δεν ασκούν επιρροή, καθόσον, σύμφωνα με το σημείο 5.3 των γενικών όρων, δεν απαιτείται πταίσμα του εργολάβου για να μπορεί η Επιτροπή να καταγγείλει τις επίμαχες συμβάσεις. Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται επιπλέον λόγος για συντρέχον πταίσμα της Επιτροπής.

73      Η Trends παρατηρεί, εκ προοιμίου, ότι τα συμπεράσματα της UCLAF δεν μπορούν να στηρίξουν τα αιτήματα της Επιτροπής. Η UCLAF δεν είναι αρμόδια για να διαπιστώνει παραβάσεις του ελληνικού δικαίου και τα συμπεράσματά της δεν ήταν επαρκώς συγκεκριμένα, όσον αφορά ιδίως τις επίμαχες συμβάσεις, τις εμπλεκόμενες εταιρίες ή τις προβαλλόμενες παραβάσεις, ώστε να είναι σε θέση η Trends να απαντήσει εντός της προθεσμίας ενός μηνός που τάχθηκε με το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998. Επιπλέον, η UCLAF δεν έλαβε υπόψη την επιχειρηματολογία της Trends όσον αφορά το κόστος προσωπικού και τα γενικά έξοδα. Επομένως, τα επιχειρήματα της Επιτροπής που στηρίζονται στην έκθεση της UCLAF είναι απαράδεκτα και, εν πάση περιπτώσει, στερούνται ερείσματος.

74      Όσον αφορά τις συμβατικές υποχρεώσεις της, η Trends διακρίνει μεταξύ των κυρίων υποχρεώσεών της –ήτοι της εκτελέσεως των σχεδίων, που δεν αμφισβητείται– και των συμπληρωματικών υποχρεώσεων, οι οποίες προβλέπονται λεπτομερώς στους γενικούς όρους και συνίστανται στην υποβολή στην Επιτροπή εγγράφων που να της παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγχει την πρόοδο των εργασιών και τα προς καταβολή ποσά. Δεδομένου ότι Επιτροπή συνέταξε μονομερώς τους γενικούς όρους, σ’ αυτήν εναπέκειτο να προσδιορίσει επακριβώς τις συμπληρωματικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στους ως άνω όρους, προκειμένου οι εργολάβοι να είναι σε θέση να συμμορφωθούν προς τις εν λόγω υποχρεώσεις.

75      Κατόπιν τούτου, προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι οι προσαπτόμενες στην Trends παραβάσεις αποτελούν σοβαρή οικονομική παρατυπία υπό την έννοια του σημείου 5.3, στοιχείο a, σημείο ii, των γενικών όρων, η Επιτροπή δεν αναφέρεται στις ειδικές υποχρεώσεις της Trends που απορρέουν από τους όρους που επικαλείται. Προκειμένου να εκτιμηθεί η σημασία του ισχυρισμού αυτού, πρέπει επομένως να εξεταστεί το περιεχόμενο των επίμαχων συμβάσεων.

76      Όμως, τα άρθρα 18, 19 και 20 των γενικών όρων είναι ασαφή, ελλιπή και δεν είναι προσαρμοσμένα στο ελληνικό δίκαιο και στα ελληνικά συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, το άρθρο 19 είναι ασαφές σχετικά με το αν η εργασία του επιστήμονα εταίρου σε αστική μη κερδοσκοπική εταιρία μπορεί να υπαχθεί στο άρθρο αυτό και αν μπορεί να περιληφθεί στις δηλώσεις που διαβιβάζονται στην Επιτροπή. Το άρθρο 20 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να εκτιμά μονομερώς τη συμφωνία του τρόπου υπολογισμού των γενικών εξόδων προς τις λογιστικές αρχές και πρακτικές που θεωρεί εύλογες. Επομένως, ο προσδιορισμός των γενικών εξόδων πρέπει να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο. Επιπλέον, οι εργολάβοι δεν γνώριζαν ποια στοιχεία έπρεπε να υποβάλουν στην Επιτροπή ή με ποια μορφή, ενώ, στην πραγματικότητα, η Επιτροπή συνέταξε τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του κόστους προσωπικού και των γενικών εξόδων μόλις τον Ιούνιο του 1996, ήτοι μετά τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων.

77      Επομένως, οι συμβάσεις αυτές είναι ελλιπείς και ασαφείς και δεν περιλαμβάνουν κανέναν ερμηνευτικό κανόνα προς εκτίμηση της συμπεριφοράς και της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής, η οποία εξάλλου αναγνώρισε αυτή την ασάφεια των συμβάσεων, όπως προκύπτει από την αποστολή διευκρινιστικών σημειωμάτων. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήρθησαν όλες οι ερμηνευτικές δυσχέρειες των επίμαχων συμβάσεων. Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί η συμπεριφορά και η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το εφαρμοστέο στις συμβάσεις αυτές εθνικό δίκαιο.

78      Δυνάμει του ελληνικού δικαίου, ειδικότερα βάσει του άρθρου 371 του Αστικού Κώδικα, η ύπαρξη σοβαρής οικονομικής παρατυπίας δεν μπορεί να εξαρτάται από μονομερή εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση ορισμένων δυσνόητων ρητρών των επίμαχων συμβάσεων, αλλά η Επιτροπή υποχρεούται να αποδείξει ότι η απόφασή της να καταγγείλει τις συμβάσεις αυτές ελήφθη κατόπιν δίκαιης εκτιμήσεως των παροχών στις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος ήταν υποχρεωμένος να προβεί. Επειδή οι επίμαχες συμβάσεις περιλαμβάνουν δυσνόητους όρους, η Επιτροπή όφειλε επίσης να τους διευκρινίσει εγκαίρως. Διαφορετικά, θα καθίστατο υπεύθυνη, τουλάχιστον εν μέρει, για την ανώμαλη εξέλιξη της καταστάσεως. Εξάλλου, η έννοια της σοβαρής οικονομικής παρατυπίας είναι μια αόριστη νομική έννοια, για την τελική ερμηνεία της οποίας αρμόδιο είναι μόνον το Δικαστήριο.

79      Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, τα εργατικά, η Trends παρατηρεί, καταρχάς, ότι αν αυτά είχαν χρεωθεί ως δαπάνες συνδεόμενες με τη συνεργασία τρίτων, η Επιτροπή θα όφειλε να τις δεχθεί. Η εσφαλμένη αναγραφή τους στο κεφάλαιο δαπανών προσωπικού δεν σημαίνει ότι η εναγόμενη εταιρία δεν προέβη σε καμία σχετική δαπάνη. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει καμία διαφορά από λογιστικής και οικονομικής απόψεως, δεδομένου ότι παρασχέθηκε η αντίστοιχη προς την υποβληθείσα δαπάνη εργασία.

80      Ακολούθως, τα ποσά που δηλώθηκαν ως δαπάνες προσωπικού υπολογίστηκαν με βάση τα ελληνικά συναλλακτικά ήθη και, ελλείψει άλλης ενδείξεως εκ μέρους της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού προεδρικού διατάγματος 696/1974, όπως επέτρεπε το άρθρο 19 των γενικών όρων, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 των όρων αυτών. Ακόμη και αν αυτός ο τρόπος υπολογισμού δεν ήταν ενδεδειγμένος, δεν ήταν ούτε αυθαίρετος ούτε αστήρικτος, αλλά αντιθέτως ήταν εύλογος και εφαρμόστηκε καλόπιστα. Δεδομένου ότι το δεύτερο εδάφιο του σημείου 19.1.1 των γενικών όρων επιτρέπει την εφαρμογή της κοινής πρακτικής, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι εσφαλμένα οι δαπάνες της Trends χρεώθηκαν στο κεφάλαιο αυτό. Όμως, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Επομένως, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι το κόστος προσωπικού ήταν υπερβολικό είναι αβάσιμος.

81      Τέλος, η Trends διατείνεται ότι υποστήριξε τις υποβληθείσες δαπάνες προσκομίζοντας τα στοιχεία και τα παραστατικά που διέθετε και που μπορούσε να εκδώσει σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Συναφώς, παρατηρεί, πρώτον, ότι το ελληνικό δίκαιο, ως ρύθμιση δημοσίας τάξεως, προσδιορίζει το είδος και τα στοιχεία των εκδιδομένων εγγράφων. Επομένως, η ίδια απλώς συμμορφώθηκε προς κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Δεύτερον, η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεών της, περιλαμβανομένης της εκδόσεως και της φύσεως των παραστατικών, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από τις κοινοτικές αρχές δεδομένου ότι δεν αμφισβητήθηκε από τις εθνικές αρχές. Τρίτον, δεδομένου ότι η συμπεριφορά της όσον αφορά την έκδοση παραστατικών ήταν σύμφωνη με το ελληνικό δίκαιο και με την ελληνική πρακτική, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνον αν αμφισβητηθεί και η συμφωνία των κανόνων του ελληνικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο. Πάντως, το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο διαφοράς της οποίας επιλαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να εξετάσει το ζήτημα σε ποιο βαθμό το εθνικό δίκαιο, περιλαμβανομένων των συναλλακτικών ηθών σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του κόστους εργασίας, είναι σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο.

82      Επομένως, η Trends υπέβαλε στην Επιτροπή δηλώσεις δαπανών σχετικών με την εργασία που η εταιρία αυτή παρέσχε τις οποίες ευλόγως θεωρούσε σύμφωνες με την ελληνική νομοθεσία και πρακτική, αλλά και με τους συμβατικούς όρους. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να ζητεί την επιστροφή των επίμαχων ποσών λόγω σοβαρής οικονομικής παρατυπίας με μόνη αιτιολογία ότι η Trends δήλωσε το πραγματικό κόστος εργασίας ως δαπάνες προσωπικού και όχι ως δαπάνες εξωτερικής συνδρομής.

83      Όσον αφορά, δεύτερον, τον τρόπο υπολογισμού των γενικών εξόδων, ισχύουν οι ίδιες παρατηρήσεις. Καταρχάς, εν πάση περιπτώσει τα γενικά έξοδα πραγματοποιήθηκαν. Στη συνέχεια, ο υπολογισμός των γενικών εξόδων δεν ήταν αυθαίρετος. Η Trends εκτίμησε τα έξοδα αυτά ως ποσοστό 30 % του κόστους προσωπικού, στοιχείο του οποίου έλαβε ή όφειλε να λάβει γνώση η Επιτροπή. Δεδομένου ότι η τελευταία δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση όσον αφορά το σύννομο του εν λόγω τρόπου υπολογισμού κατά τη δήλωση των δαπανών, η Trends ευλόγως πίστευσε ότι αυτός ήταν σύμφωνος προς το άρθρο 20 των γενικών όρων. Τέλος, ακόμα και αν ο τρόπος υπολογισμού των γενικών εξόδων που εφάρμοσε η Trends διαφέρει από εκείνον της Επιτροπής, αυτός ο τρόπος υπολογισμού δεν είναι αυθαίρετος, διότι είναι αποδεκτός από τα ελληνικά συναλλακτικά ήθη. Η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά όταν εκτίμησε τον εύλογο χαρακτήρα των γενικών εξόδων, αντί να τα απορρίψει πλήρως με την αιτιολογία ότι ήταν αδικαιολόγητα. Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει γιατί και σε ποιο βαθμό τα υπολογισθέντα κατά το ελληνικό δίκαιο ποσά ήταν υπερβολικά.

84      Η Trends συνάγει από τα ανωτέρω ότι, όσον αφορά τόσο τις δαπάνες προσωπικού όσο και τα γενικά έξοδα, η Επιτροπή δεν μπορεί να ζητεί την εξ ολοκλήρου επιστροφή τους για τον μοναδικό λόγο ότι η μέθοδος υπολογισμού και καταχωρίσεως των σχετικών δαπανών ήταν εσφαλμένη.

85      Τρίτον, η Trends υποστηρίζει γενικά ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις ενημερώσεως, ακρίβειας και συνεργασίας που υπείχε και ότι παραγνωρίζει τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε η Trends κατά την εκπλήρωση των συμπληρωματικών υποχρεώσεών της, στις οποίες ανταποκρίθηκε καλόπιστα. Συναφώς, η Trends υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέφρασε καμία αντίρρηση κατά την υποβολή περιοδικών δηλώσεων δαπανών και προσθέτει ότι, αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δεν έλεγξε τις περιοδικές δηλώσεις ή την τελική δήλωση κόστους κατά τον χρόνο υποβολής τους, τούτο συνιστά παράβαση τόσο της ελληνικής νομοθεσίας όσο και της υποχρεώσεώς της να προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και να διασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου, καθώς και της υποχρεώσεώς της να αποτρέπει την επέλευση οικονομικής ζημίας σε βάρος των εργολάβων.

86      Ο οικονομικός έλεγχος τον οποίο προβλέπει το άρθρο 24 των γενικών όρων δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση να ελέγχει τις δηλώσεις δαπανών όταν αυτές της υποβάλλονται. Όταν ένας εργολάβος ενεργεί καλόπιστα, προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά του στο συμβατικό πλαίσιο, η Επιτροπή δεν μπορεί να τον μέμφεται για τις ενέργειές του αυτές. Αντιθέτως, η ίδια όφειλε να άρει τις ασάφειες των επίμαχων συμβάσεων, τις οποίες δεν αγνοούσε. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν το έπραξε, οι ασαφείς διατάξεις των γενικών όρων πρέπει να ερμηνευθούν υπέρ της Trends, δυνάμει του άρθρου 200 του ελληνικού Αστικού Κώδικα.

87      Επιπλέον, αφού διαπίστωσε τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν πολλοί εργολάβοι προκειμένου να αντιληφθούν και να εφαρμόσουν τους γενικούς όρους, εν προκειμένω, δυνάμει του ελληνικού δικαίου και ειδικότερα δυνάμει των άρθρων 173, 200 και 288 του Αστικού Κώδικα, η Επιτροπή όφειλε να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου οι εργολάβοι να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Έτσι, όφειλε ιδίως να ενημερώσει την Trends για τον παράτυπο χαρακτήρα των περιοδικών δηλώσεων δαπανών και να ζητήσει διορθώσεις πριν προβεί στις σχετικές πληρωμές. Επειδή δεν ενήργησε με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τη ζημία που υπέστη λόγω της παράτυπης υποβολής δηλώσεων δαπανών, αν υποτεθεί πάντως ότι αποδεικνύεται μια τέτοια ζημία. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 300 του ελληνικού Αστικού Κώδικα η αγωγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

88      Το γεγονός ότι δεν απαιτείτο πταίσμα της Trends για να μπορεί η Επιτροπή να καταγγείλει τις επίμαχες συμβάσεις σε περίπτωση οικονομικής παρατυπίας δεν σημαίνει ότι η ύπαρξη πταίσματος δεν έχει σημασία για την εκτίμηση του αν η Επιτροπή προκάλεσε ή αύξησε με τη συμπεριφορά της τη ζημία που διατείνεται ότι υπέστη. Αν το Πρωτοδικείο διαπιστώσει ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής αποτελεί αποκλειστικά ή ως ένα βαθμό την αιτία της προβαλλόμενης οικονομικής παρατυπίας, τότε θα πρέπει να το λάβει υπόψη προκειμένου να προσδιορίσει αν η Trends πρέπει να επιστρέψει κάποιο ποσό στην Κοινότητα. Έτσι, το πταίσμα της Επιτροπής, που προκύπτει από την έλλειψη προληπτικών μέτρων, οδηγεί είτε στην απαλλαγή της Trends από την ευθύνη της, οπότε η Trends ελευθερώνεται από τις υποχρεώσεις της, είτε στη μείωση των ποσών των οποίων την επιστροφή μπορεί να ζητήσει ενδεχομένως η Επιτροπή.

89      Τέλος, η Trends παρατηρεί ότι η παραπομπή στα συμπεράσματα του Διαμεσολαβητή δεν ασκεί επιρροή.

90      Η Trends συνάγει από τα ανωτέρω ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα ποσά που έλαβε η Trends της καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και ότι, κατά συνέπεια, το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής τους πρέπει να απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

91      Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι η Επιτροπή στηρίζει το κύριο αίτημά της περί επιστροφής των σχετικών ποσών στο σημείο 23.3 των γενικών όρων, κατά το οποίο, αν το συνολικό ποσό της οικονομικής συμμετοχής την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει σε εργολάβο για κάποιο σχέδιο προκύπτει, ιδίως μετά από οικονομικό έλεγχο, ότι είναι χαμηλότερο από το καταβληθέν στον εργολάβο αυτόν, ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει τη διαφορά στην Επιτροπή.

92      Από το ίδιο το γράμμα των επίμαχων συμβάσεων προκύπτει ότι, προκειμένου να ζητηθεί η επιστροφή χρηματικού ποσού βάσει του όρου αυτού, δεν απαιτείται η απόδειξη της σοβαρής οικονομικής παρατυπίας, υπό την έννοια του σημείου 5.3, στοιχείο a, σημείο ii, των γενικών όρων, αλλά αρκεί η διαπίστωση ότι ο εργολάβος στον οποίο απευθύνεται αίτημα επιστροφής χρηματικών ποσών έλαβε οικονομική συμμετοχή μεγαλύτερη από εκείνη την οποία ακριβώς εδικαιούτο δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων.

93      Επομένως, για να γίνει δεκτό ένα αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής χρηματικών ποσών στηριζόμενο στο σημείο 23.3 αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει με επαρκή βεβαιότητα ότι ο εργολάβος έλαβε ποσό μεγαλύτερο από εκείνο το οποίο εδικαιούτο δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού μπορούν να συνιστούν σοβαρές οικονομικές παρατυπίες υπό την έννοια του σημείου 5.3, στοιχείο a, σημείο ii, των γενικών όρων.

94      Συνεπώς, προς επίλυση της διαφοράς, το Πρωτοδικείο πρέπει καταρχάς να εξακριβώσει αν η Trends παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις της, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, που της υπενθυμίστηκαν με το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998. Συγκεκριμένα, η κατάσταση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος εργολάβος παραβαίνει τις συμβατικές υποχρεώσεις του σχετικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε μια δηλωθείσα δαπάνη να μπορεί να καλυφθεί με οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας αποτελεί περίπτωση κατά την οποία η οφειλόμενη δυνάμει του σχεδίου οικονομική συμμετοχή μπορεί τελικά να είναι χαμηλότερη από τα καταβληθέντα προς τούτο ποσά. Αυτό συνεπάγεται το ενδεχόμενο να υποχρεούται ο ενδιαφερόμενος εργολάβος να επιστρέψει μέρος των εισπραχθέντων ποσών. Επομένως, η έκταση της υποχρεώσεως επιστροφής χρηματικών ποσών που βαρύνει την εναγόμενη εταιρία θα πρέπει να προσδιοριστεί μόνον αν αποδεικνύονται οι προσαπτόμενες στην Trends παραβάσεις των συμβάσεων και αν η Trends δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη συνακόλουθη υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών.

 Επί των εκ μέρους της Trends παραβάσεων των συμβατικών υποχρεώσεών της

95      Η Επιτροπή προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Trends ότι παρέβη, πρώτον, το σημείο 18.1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, και το σημείο 18.3 των γενικών όρων, δηλώνοντας υπερτιμολογημένες δαπάνες, οι οποίες δεν στηρίζονταν στο πραγματικό κόστος, δεν ήταν αναγκαίες για τα εν λόγω σχέδια και δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν, δεύτερον, το σημείο 19.1.1 των γενικών όρων, δηλώνοντας δαπάνες προσωπικού που δεν ανταποκρίνονταν ούτε προς το πραγματικό κόστος ούτε προς τον μέσον όρο των δαπανών προσωπικού και, τρίτον, το σημείο 20.1 των γενικών όρων, επειδή δεν υπολόγισε τα δηλωθέντα γενικά έξοδα σύμφωνα με τις αρχές και τις λογιστικές μεθόδους τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί εύλογες. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των σχετικών ποσών αφορά όντως αυτές τις δύο κατηγορίες δαπανών, δηλαδή τις δαπάνες προσωπικού και τα γενικά έξοδα. Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί αν το αίτημα της Επιτροπής είναι βάσιμο, πρέπει να εξακριβωθεί το υποστατό καθεμιάς των παραβάσεων αυτών.

96      Προς τούτο, το Πρωτοδικείο σημειώνει εκ προοιμίου ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η ισχύς των επίμαχων συμβάσεων είχε λήξει όταν η Trends έλαβε τις τελευταίες πληρωμές από την Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει ο έλεγχος της UCLAF πραγματοποιήθηκε εντός της προθεσμίας που επιβάλλει το άρθρο 24 των γενικών όρων, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν εξάλλου οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που προβλέπει το σημείο 23.3 των γενικών όρων.

–       Επί των σημείων 18.1 και 18.3 των γενικών όρων

97      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 9 ανωτέρω, αφενός, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 18 των γενικών όρων ισχύουν γενικά για το σύνολο των δαπανών που μπορεί να δηλώσει ο εργολάβος και, επομένως, αφορούν τις δύο κατηγορίες δαπανών στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή των σχετικών ποσών εν προκειμένω. Αφετέρου, τα σημεία 18.2 και 18.3 ορίζουν ότι τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι εργολάβοι για την εκτέλεση των σχεδίων δεν μπορούν να καλύπτονται με οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας παρά μόνον, ιδίως, αν δικαιολογούνται και αν υπολογίζονται σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές που ισχύουν για τα ήδη πραγματοποιηθέντα έξοδα και με τους εσωτερικούς κανόνες του εργολάβου και αν αποκλείουν την πραγματοποίηση οποιουδήποτε κέρδους.

98      Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ορισμένες δαπάνες που δήλωσε η Trends δεν ήταν ούτε πραγματικές, ούτε αναγκαίες, ούτε δικαιολογημένες, καθώς και ότι ήταν υπερτιμολογημένες. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή επικαλείται την έκθεση που συνέταξε η UCLAF κατόπιν του οικονομικού ελέγχου που διενήργησε, περίληψη των συμπερασμάτων της οποίας γνωστοποιήθηκε στην Trends με το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998.

99      Το επιχείρημα που προβάλλει η Trends, κατά το οποίο οι ισχυρισμοί τους οποίους η Επιτροπή στηρίζει στην έκθεση της UCLAF είναι απαράδεκτοι, αφορά, στην πραγματικότητα, το κατ’ ουσίαν βάσιμο των ισχυρισμών αυτών, οπότε είναι απορριπτέο, ενώ πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο των ισχυρισμών της Επιτροπής. Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, μεταξύ άλλων, η περίληψη των συμπερασμάτων της UCLAF αναφέρει ότι από τα ελεγχθέντα λογιστικά βιβλία προκύπτει ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν στους εταίρους της Trends ήταν πολύ μικρότερα από τα δηλωθέντα στην Επιτροπή και ότι τα γενικά έξοδα που δήλωσε η Trends δεν είχαν καμία σχέση με τα πραγματικά έξοδα τα οποία αναγράφονται στα λογιστικά βιβλία της Trends. Η πλήρης έκθεση της UCLAF επιβεβαιώνει τα στοιχεία αυτά, παρέχοντας παράλληλα συμπληρωματικές διευκρινίσεις. Έτσι, από αυτά προκύπτει ότι τα συμπεράσματα σχετικά με την υπερτιμολόγηση των δαπανών προσωπικού στηρίχθηκαν ιδίως σε ανάλυση των δηλώσεων δαπανών της Trends, των εγγράφων στοιχείων που παρέσχε η Trends και των λογαριασμών και λογιστικών βιβλίων της Trends, ανάλυση η οποία αποκάλυψε ότι οι δηλωθείσες δαπάνες δεν ανταποκρίνονταν στο κόστος που βάρυνε πράγματι την Trends. Επιπλέον, η έκθεση της UCLAF αναφέρει ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν στην Trends στο πλαίσιο της οικονομικής συμμετοχής της Κοινότητας δεν είχαν καταγραφεί στα λογιστικά βιβλία και ότι η Trends δεν ήταν σε θέση να επιδείξει αποσπάσματα κινήσεως τραπεζικών λογαριασμών που να δικαιολογούν τα αναγραφόμενα στα λογιστικά βιβλία ποσά σε σχέση με τα εμβασθέντα στον λογαριασμό της.

100    Διαπιστώνεται επομένως ότι η Trends παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από τα σημεία 18.1 και 18.3 των γενικών όρων. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιλαμβάνει η έκθεση της UCLAF, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Trends, μη τηρώντας λογιστικά βιβλία περιλαμβάνοντα το σύνολο των εκ μέρους της Επιτροπής καταβολών ή δηλώνοντας στην Επιτροπή δαπάνες που δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει ότι πράγματι πραγματοποιήθηκαν, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από τους εν λόγω συμβατικούς όρους, ιδίως εκείνη κατά την οποία οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας μπορεί να χορηγείται μόνο για τις πραγματικές δαπάνες, οι οποίες δικαιολογούνται και υπολογίζονται σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές που ίσχυαν σχετικά με τα ήδη πραγματοποιηθέντα έξοδα και, επομένως, μόνον οι δαπάνες αυτές μπορούν να δηλώνονται ως επιλέξιμες.

101    Εξάλλου, η Trends δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο που να μπορεί να διαψεύσει τα συμπεράσματα της UCLAF στα οποία η Επιτροπή στηρίζει την υπό κρίση αγωγή περί επιστροφής των σχετικών ποσών, παρά τα αιτήματα που διατύπωσαν συναφώς η UCLAF και η Επιτροπή, ιδίως με τα έγγραφα της 10ης Μαρτίου και της 12ης Ιουνίου 1998.

102    Ακόμη, η Trends δεν αμφισβητεί ούτε τα ποσά τα οποία η UCLAF σημειώνει ότι η εταιρία αυτή δήλωσε στην Επιτροπή και τα οποία περιλαμβάνονται ιδίως στους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες που συνάπτονται στο έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 1998, ενώ δεν αμφισβητεί ούτε τα ποσά τα οποία, κατά την UCLAF, δαπάνησε πράγματι για τα εν λόγω σχέδια και τα οποία περιλαμβάνονται επίσης στους προαναφερθέντες πίνακες, όπως και τα ποσά που της καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της οικονομικής συμμετοχής της Κοινότητας ή ακόμη τα ποσά που καταχωρίστηκαν στα λογιστικά βιβλία της, τα οποία αναγράφονται στο παράρτημα 8 της εκθέσεως της UCLAF, βάσει των οποίων αποδεικνύονται οι παραβάσεις των συμβάσεων.

103    Τέλος, η Trends αδυνατεί να αποδείξει ότι οι αιτιάσεις που διατύπωσε η UCLAF και, επομένως, η Επιτροπή είναι αβάσιμες.

104    Πρώτον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Trends, η έκθεση της UCLAF κάθε άλλο παρά ασαφής είναι. Καταρχάς, μολονότι ο έλεγχος που διενήργησε η UCLAF αφορούσε τόσο τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί με την Trends όσο και τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί με την Trends Europe Ltd, η ίδια η έκθεση της UCLAF διακρίνει γενικά ότι υπεύθυνες για τις αποκαλυφθείσες παραβάσεις είναι είτε η μία είτε η άλλη είτε αμφότερες οι εταιρίες αυτές. Στη συνέχεια, τα παραρτήματα της εκθέσεως αναφέρουν ακριβώς με λεπτομέρειες, ανά εταιρία, ανά σύμβαση και ανά κατηγορία δαπάνης, ποια ποσά αμφισβητούνται, αμβλύνοντας με τον τρόπο αυτό, όπου απαιτείται, τον γενικό χαρακτήρα ορισμένων από τα αναγραφόμενα στην έκθεση στοιχεία. Τέλος, η έκθεση αυτή μνημονεύει ρητά ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η UCLAF κατόπιν του οικονομικού ελέγχου, ιδίως οι αποκαλυφθείσες παρατυπίες, αναφέρθηκαν στην Trends αμέσως μετά το πέρας του ελέγχου, ήτοι στις 10 Οκτωβρίου 1997, πράγμα το οποίο η Trends δεν αμφισβητεί. Εξάλλου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τουλάχιστον ορισμένοι εκπρόσωποι της Trends ήταν παρόντες κατά τον οικονομικό έλεγχο της UCLAF.

105    Όσον αφορά την περίληψη των συμπερασμάτων της εκθέσεως αυτής, ναι μεν δεν περιλαμβάνει το σύνολο των λεπτομερειών που απαριθμούνται στην προηγούμενη σκέψη, εκθέτει όμως το ουσιώδες μέρος των παραβάσεων που προσάπτονται στην Trends, ιδίως την υπερτιμολόγηση των δαπανών προσωπικού και των γενικών εξόδων. Δεδομένου ότι οι εκπρόσωποι της Trends ήταν παρόντες κατά τον έλεγχο της UCLAF και ότι η εταιρία αυτή εγνώριζε εξάλλου τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο εν λόγω έλεγχος, καθόσον το από 16 Σεπτεμβρίου 1997 έγγραφο της UCLAF που της ανακοίνωνε ότι θα διενεργείτο έλεγχος έκανε σχετική μνεία, και δεδομένου ότι η Trends ήταν ο μόνος αντισυμβαλλόμενος στις επίμαχες συμβάσεις, αποκλειομένης της Trends Europe Ltd, η εναγόμενη ήταν πλήρως σε θέση να αντιληφθεί αυτό το οποίο της προσήπτε η UCLAF. Ακολούθως, η Trends ήταν επίσης σε θέση να αντιληφθεί ότι τα συμπεράσματα αυτά μπορούσαν να διαψευσθούν με την απλή προσκόμιση στοιχείων αποδεικνυόντων ότι η εναγόμενη εταιρία είχε πράγματι υποστεί τις δαπάνες που δήλωσε στην Επιτροπή. Εξάλλου, το άρθρο 22 των γενικών όρων της επέβαλλε την υποχρέωση να διατηρεί όλα τα δικαιολογητικά των δαπανών που χρέωνε στην Επιτροπή.

106    Επομένως, η Trends δεν απέδειξε ότι η έκθεση της UCLAF ήταν αόριστη ή ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να απαντήσει σ’ αυτήν. Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι η έκθεση της UCLAF έπρεπε να μη ληφθεί υπόψη.

107    Δεύτερον, ο ισχυρισμός της Trends ότι η UCLAF δεν έλαβε υπόψη τα επιχειρήματά της διαψεύδεται από το ίδιο το κείμενο της εκθέσεως της UCLAF. Πράγματι, από απλή ανάγνωση της εκθέσεως αυτής προκύπτει ότι η UCLAF έλαβε όντως υπόψη τις αντιρρήσεις που προέβαλε η Trends κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου, οι οποίες στηρίζονται σε ιδιαίτερους περιορισμούς που επιβάλλονται στην εναγόμενη, ιδίως από λογιστικής απόψεως, επειδή έχει τη μορφή αστικής εταιρίας μη κερδοσκοπικού σκοπού, και στο γεγονός ότι τα ποσά που χρεώθηκαν ως δαπάνες προσωπικού υπολογίστηκαν βάσει του ελληνικού προεδρικού διατάγματος 696/1974· η UCLAF απλώς θεώρησε ότι τα στοιχεία αυτά δεν δικαιολογούσαν τις διαπιστωθείσες παραβάσεις των συμβάσεων.

108    Η θέση της UCLAF επ’ αυτού είναι επιδοκιμαστέα. Πράγματι, οι όποιες δυσχέρειες μπορεί να έχει εργολάβος να συμβιβάσει την ιδιαίτερη νομική μορφή μιας εταιρίας, την οποία αυτός ηθελημένα επέλεξε, με τις συμβατικές υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεών του. Ομοίως, η Trends δεν μπορεί να καλύπτεται πίσω από το γεγονός ότι οι δαπάνες προσωπικού υπολογίστηκαν σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία για να δικαιολογήσει ότι δήλωσε στην Επιτροπή δαπάνες τις οποίες δεν είχε υποστεί στην πραγματικότητα, ενώ για να μπορούν να χρεώνονται τέτοιες δαπάνες στην Επιτροπή προβλεπόταν υποχρεωτικά η σχετική με το υποστατό τους προϋπόθεση.

109    Τρίτον, από την ανάγνωση της εκθέσεως της UCLAF καθίσταται πρόδηλον ότι ο διενεργηθείς έλεγχος δεν αφορούσε τη συμφωνία των πράξεων της Trends με την ελληνική φορολογική νομοθεσία αλλά τον τρόπο με τον οποίο η Trends εκτέλεσε τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Ασφαλώς, η έκθεση της UCLAF μνημονεύει ότι ορισμένες από τις διαπιστωθείσες παρατυπίες μπορούν να συνιστούν παραβάσεις της ελληνικής νομοθεσίας. Εντούτοις, οι παραβάσεις αυτές δεν θεωρούνται αποδεδειγμένες ούτε τις επικαλείται η Επιτροπή για να αποδείξει τις επίμαχες παραβάσεις των συμβάσεων. Έτσι, εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η UCLAF διαπίστωσε ότι η Trends παρέβη ορισμένες από τις υποχρεώσεις που υπείχε από την ελληνική νομοθεσία, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η Trends επί του σημείου αυτού είναι αλυσιτελής.

110    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, αποδείχθηκε η εκ μέρους της Trends παράβαση των σημείων 18.1 και 18.3 των γενικών όρων.

–       Επί του σημείου 19.1 των γενικών όρων

111    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 10 ανωτέρω, δυνάμει του άρθρου 19 των γενικών όρων, το άμεσο κόστος περιλαμβάνει ιδίως τις δαπάνες προσωπικού και τις σχετικές με τη συνεργασία τρίτων δαπάνες. Όσον αφορά ειδικότερα τις δαπάνες προσωπικού, στο σημείο 19.1.1 των γενικών όρων, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 των γενικών όρων (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), εκτίθεται ότι μπορούν να καλυφθούν από κοινοτική οικονομική συμμετοχή, ως δαπάνες προσωπικού, οι δαπάνες σχετικά με τον χρόνο τον οποίο αφιερώνει πράγματι στο σχέδιο το προσωπικό που απασχολεί ο εργολάβος. Για τους εργολάβους που χρησιμοποιούν πλήρες κόστος, το κόστος προσωπικού πρέπει να υπολογίζεται με βάση το πραγματικό κόστος, ήτοι με βάση τον μέσον όρο της σχετικής δαπάνης, ενώ η τελευταία αυτή μέθοδος υπολογισμού πρέπει να είναι σύμφωνη με τις συνήθεις πρακτικές του ενδιαφερόμενου εργολάβου και το ως άνω μέσο κόστος δεν πρέπει να διαφέρει σημαντικά από τα πραγματικά έξοδα.

112    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα ποσά που κατέβαλε η Trends στους εταίρους της, τα οποία δηλώθηκαν ως δαπάνες προσωπικού, δεν ανταποκρίνονταν ούτε στο πραγματικό κόστος ούτε στον μέσον όρο του κόστους προσωπικού που βάρυνε την Trends. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού η Επιτροπή επικαλείται, επίσης, την έκθεση που κατάρτισε η UCLAF κατόπιν οικονομικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου η UCLAF διαπίστωσε ότι η Trends υπερτιμολογούσε συστηματικά την εργασία των εταίρων της.

113    Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, η περίληψη των συμπερασμάτων της UCLAF εκθέτει, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, ότι από τα βιβλία λογαριασμών της Trends προκύπτει ότι τα ποσά που κατέβαλε η Trends στους εταίρους της ήταν πολύ μικρότερα από τα δηλωθέντα στην Επιτροπή. Τούτο επιβεβαιώνεται από την πλήρη έκθεση της UCLAF, που συμπληρώνεται με λεπτομερείς πίνακες αριθμητικών στοιχείων, το ουσιώδες μέρος των οποίων, ειδικότερα οι επίμαχες δαπάνες προσωπικού, γνωστοποιήθηκε στην Trends στο πλαίσιο των ανακεφαλαιωτικών πινάκων που επισυνάφθηκαν στο έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 1998. Επιπλέον, η έκθεση αυτή διαλαμβάνει ότι η Trends δεν ήταν σε θέση να παράσχει δικαιολογητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είχε πράγματι καταβάλει στους εταίρους της ποσά μεγαλύτερα από τα αναγραφόμενα στα βιβλία λογαριασμών της.

114    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή προσκόμισε πειστικά στοιχεία αποδεικνύοντα ότι η Trends παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από το σημείο 19.1 των γενικών όρων. Πράγματι, το γεγονός απλώς και μόνον ότι η Trends δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι είχε πράγματι καταβάλει στους εταίρους της τα ποσά που δήλωσε ως σχετικές δαπάνες στην Επιτροπή αρκεί προς απόδειξη του ότι η Trends παρέβη την υποχρέωσή της να βαρύνει την Επιτροπή, στο πλαίσιο των δαπανών προσωπικού, μόνο με το πραγματικό κόστος ή με τον μέσον όρο των σχετικών δαπανών που δεν αποκλίνουν αισθητά από αυτό το πραγματικό κόστος.

115    Εξάλλου, όπως σημειώθηκε ανωτέρω όσον αφορά την εκ μέρους της Trends παράβαση των σημείων 18.1 και 18.3 των γενικών όρων, η Trends δεν προσκόμισε κανένα δικαιολογητικό που να αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της UCLAF είναι εσφαλμένες, ενώ, κατόπιν της γνωστοποιήσεως της περιλήψεως των συμπερασμάτων της υπηρεσίας αυτής και της πλήρους εκθέσεως, η ως άνω εταιρία ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στη σχετική πρόσκληση, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 103 έως 106 ανωτέρω.

116    Επιπλέον, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Trends προς απόδειξη του ότι δεν παρέβη το σημείο 19.1 των γενικών όρων δεν είναι πειστικά.

117    Πρώτον, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, δεν αποδείχθηκε η ασάφεια και η έλλειψη πειστικότητας των συμπερασμάτων της UCLAF, όπως ισχυρίστηκε η Trends.

118    Δεύτερον, δεν αποδείχθηκε ούτε ο διφορούμενος χαρακτήρας του άρθρου 19 των γενικών όρων, ειδικότερα της εννοίας των δαπανών προσωπικού. Διαπιστώνεται ότι το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο των επίμαχων συμβάσεων είναι σαφές. Το σημείο 19.1 αφορά ρητά το προσωπικό και το σημείο 19.1.1 ορίζει ότι οι δαπάνες που μπορούν να δηλώνονται στην κατηγορία αυτή είναι το κόστος των ωρών εργασίας που πράγματι αφιέρωσε στο σχέδιο μόνον το επιστημονικό προσωπικό, το μεταπτυχιακό προσωπικό ή το τεχνικό προσωπικό που απασχολεί απευθείας ο εργολάβος (costs of actual hours worked on the project only by scientific professional, post-graduate or technical staff directly employed by the contractor). Επομένως, είναι πρόδηλον ότι ο όρος αυτός αφορά το προσωπικό που συνδέεται με τον εργολάβο με σύμβαση εργασίας, αποκλειομένης της δραστηριότητας του επιστημονικού εμπειρογνώμονα ο οποίος έχει την ιδιότητα του εταίρου αστικής εταιρίας μη κερδοσκοπικού σκοπού, όταν ο εν λόγω εργαζόμενος δεν ασκεί τη δραστηριότητα αυτή ως μέλος του προσωπικού το οποίο απασχολεί η εταιρία.

119    Συναφώς, πρέπει να προστεθεί από τούδε ότι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή θεώρησε ότι η Trends παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις της δεν ήταν κάποιο σφάλμα, στο πλαίσιο των παραστατικών των δαπανών, σχετικά με την κατάταξη σε κατηγορίες των ποσών που κατέβαλε η Trends στους εταίρους της. Επομένως, το επιχείρημα της Trends ότι το σφάλμα αυτό δεν συνεπάγεται καμία διαφορά από λογιστικής και οικονομικής απόψεως είναι αλυσιτελές.

120    Τρίτον, δεν ασκεί επιρροή η δικαιολογία της υπερτιμολογήσεως των δαπανών προσωπικού την οποία η Trends στηρίζει στο γεγονός ότι τα δηλωθέντα ποσά, που αντιστοιχούσαν στην εργασία των εταίρων της, υπολογίστηκαν σύμφωνα με τα ελληνικά συναλλακτικά ήθη, κατά το προεδρικό διάταγμα 696/1974.

121    Αφενός, ασχέτως του τρόπου υπολογισμού των δαπανών αυτών, από τα βιβλία λογαριασμών της Trends προκύπτει, σύμφωνα με την έκθεση της UCLAF, ότι, εν πάση περιπτώσει, τα ποσά που εισέπραξαν οι εταίροι για την παρασχεθείσα εργασία δεν αντιστοιχούν στα ποσά που δήλωσε η Trends. Επιπλέον, η Trends δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο που να διαψεύδει τη διαπίστωση αυτή. Συνεπώς, δεν τηρήθηκαν όσα ορίζει η πρώτη περίπτωση του σημείου 19.1.1 των γενικών όρων, δεδομένου ότι η Trends δεν επιβαρύνθηκε πράγματι με τις δηλωθείσες δαπάνες.

122    Αφετέρου, το σημείο 19.1 των γενικών όρων ασφαλώς επιτρέπει τον υπολογισμό των δαπανών προσωπικού βάσει του μέσου όρου του κόστους προσωπικού όταν η πρακτική αυτή είναι σύμφωνη με τη συνήθη πρακτική του ενδιαφερόμενου εργολάβου. Εντούτοις, το ίδιο αυτό σημείο επιβάλλει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το μέσο κόστος δεν πρέπει να αποκλίνει αισθητά από το πραγματικό κόστος προσωπικού. Όμως, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, η έκθεση της UCLAF αναφέρει ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των ποσών που δήλωσε η Trends ως δαπάνες προσωπικού λόγω της εργασίας των εταίρων της και των ποσών που πράγματι κατέβαλε η Trends στους εταίρους της αυτούς, ενώ η Trends δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ως άνω διαπίστωση. Επομένως, δεδομένου ότι δεν ακολουθήθηκε ούτε η δεύτερη επιτρεπόμενη μέθοδος υπολογισμού, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι οι δαπάνες προσωπικού δεν ήταν επιλέξιμες υπό την έννοια των επίμαχων συμβάσεων, ανεξάρτητα από το αν οι δηλωθείσες δαπάνες υπολογίστηκαν σύμφωνα με τα ελληνικά συναλλακτικά ήθη ή την ελληνική νομοθεσία.

123    Τέταρτον, όπως εκτέθηκε γενικά στη σκέψη 108 ανωτέρω, προκειμένου να απαλλαγεί από τις συμβατικές υποχρεώσεις της η Trends δεν μπορεί να επικαλείται βασίμως ούτε το γεγονός ότι η ελληνική νομοθεσία απαιτεί από την εταιρία αυτή να επιδεικνύει μόνον ορισμένα είδη δικαιολογητικών ή να κατέχει τα σχετικά δικαιολογητικά μόνο σε πιο περιορισμένο βαθμό σε σχέση με όσα προβλέπουν οι επίμαχες συμβάσεις. Πράγματι, στο σημείο 19.1 των γενικών όρων, το οποίο η Trends ανέλαβε την υποχρέωση να τηρεί συνάπτοντας τις επίμαχες συμβάσεις, εκτίθεται σαφώς ότι οι εργολάβοι δεν δικαιούνται την εκ μέρους της Επιτροπής οικονομική συμμετοχή παρά μόνο για τις δαπάνες που μπορούν να δικαιολογήσουν. Ασφαλώς, το άρθρο 22 των γενικών όρων ορίζει ειδικότερα ότι η υποχρέωση δικαιολογήσεως των δηλουμένων δαπανών πρέπει να εκτελείται σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες και τις διαδικασίες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ενδιαφερόμενος εργολάβος. Εντούτοις, από αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι ένας εργολάβος μπορεί να επικαλείται το γεγονός ότι το ισχύον στην περίπτωσή του εθνικό δίκαιο δεν του επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις προκειμένου αυτός να δικαιολογήσει την εκ μέρους του παράβαση συμβατικής του υποχρεώσεως που ήταν εξάλλου σαφής, δυνάμει της οποίας ανέλαβε συμπληρωματικές υποχρεώσεις σε σχέση με εκείνες που απορρέουν μόνον από την εφαρμογή του εθνικού του δικαίου. Επομένως, τα επιχειρήματα της Trends που στηρίζονται στο γεγονός ότι η εταιρία αυτή δεν υπείχε καμία υποχρέωση επιστροφής των δαπανών προσωπικού επειδή στήριξε τις δηλώσεις του συνόλου των στοιχείων που μπορούσε να προσκομίσει στην ελληνική νομοθεσία δεν ασκούν επιρροή, καθόσον η Trends δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει το σύνολο των δαπανών που δήλωσε, όπως υποχρεούται δυνάμει του σημείου 19.1 και του άρθρου 18 των γενικών όρων.

124    Πέμπτον, κακώς η Trends υποστηρίζει ότι η μερική άρνηση της Επιτροπής να καλύψει τις δαπάνες προσωπικού απορρέει αποκλειστικά από το γεγονός ότι τα έξοδα που προέκυψαν από την εργασία των εταίρων της δηλώθηκαν ως δαπάνες προσωπικού, ενώ έπρεπε να εγγραφούν ως δαπάνες σχετικές με τη συνεργασία τρίτων υπό την έννοια του σημείου 19.3 των γενικών όρων. Πράγματι, η μερική άρνηση της Επιτροπής να καλύψει τις δαπάνες προσωπικού απορρέει, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, από το γεγονός ότι η Trends δεν μπόρεσε να προσκομίσει κανένα δικαιολογητικό αποδεικνύον ότι η ίδια πράγματι δαπάνησε τα δηλωθέντα ποσά, οπότε η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δαπάνες αυτές δεν είχαν καταλογιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της συμβάσεως, ιδίως διότι δεν ήταν ούτε πραγματικές ούτε δικαιολογημένες.

125    Επομένως, αποδείχθηκε η εκ μέρους της Trends παράβαση του σημείου 19.1 των γενικών όρων.

–       Επί του σημείου 20.1 των γενικών όρων

126    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 13 ανωτέρω, το σημείο 20.1 των γενικών όρων ορίζει ότι, για τους εργολάβους που χρησιμοποιούν πλήρες κόστος, τα γενικά έξοδα μπορούν να καλύπτονται με οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας καθόσον αυτά υπολογίζονται σύμφωνα με λογιστικούς κανόνες, μεθόδους και αρχές που θεωρεί εύλογους η Επιτροπή. Επιπλέον, το σημείο 20.1 των γενικών όρων ορίζει ειδικότερα ότι η Επιτροπή έχει δικαίωμα προσβάσεως στα παραστατικά έγγραφα που δικαιολογούν τα γενικά έξοδα ή ότι θα της παρέχονται τα έγγραφα αυτά.

127    Εξάλλου, το σημείο 20.2 των γενικών όρων επιτρέπει στους εργολάβους που χρησιμοποιούν πρόσθετο κόστος να καταλογίζουν ποσό μέχρι το 20 % των επιστρεπτέων πραγματικών δαπανών σε σχέση με κάθε είδους άμεσο κόστος περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 19, με εξαίρεση τις σχετικές με τη συνεργασία τρίτων δαπάνες. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του σημείου 18.1 των γενικών όρων, η έννοια του εργολάβου που χρησιμοποιεί πρόσθετο κόστος καλύπτει τα ιδρύματα ανωτάτης εκπαιδεύσεως και τα ερευνητικά κέντρα τα οποία, λόγω του λογιστικού τους συστήματος, δεν είναι σε θέση να δικαιολογούν με επαρκή ακρίβεια, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Επιτροπής, το συνολικό κόστος των ερευνητικών δραστηριοτήτων τους.

128    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα γενικά έξοδα που δήλωσε η Trends δεν υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές και λογιστικές μεθόδους τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί εύλογες. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού η Επιτροπή επικαλείται επίσης την έκθεση που κατάρτισε η UCLAF μετά τη διενέργεια του οικονομικού ελέγχου.

129    Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η περίληψη των συμπερασμάτων της UCLAF αναφέρει μεταξύ άλλων ότι τα γενικά έξοδα υπολογίστηκαν βάσει ενός ποσοστού, κυμαινόμενου μεταξύ 30 και 40 % ανάλογα με την ελεγχθείσα σύμβαση, των ποσών που δηλώθηκαν ως δαπάνες προσωπικού και ότι το καταλογιζόμενο κόστος στο πλαίσιο των γενικών εξόδων δεν είχε σχέση με το πραγματικό κόστος που αναγράφεται στα βιβλία λογαριασμών, δεν υπολογίστηκε σύμφωνα με τους συνήθεις λογιστικούς κανόνες, δεν μπορούσε να εξακριβωθεί και ήταν μεγαλύτερο από το πραγματικό κόστος. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται επίσης στην πλήρη έκθεση της UCLAF. Επιπλέον, από την ανάλυση των ανακεφαλαιωτικών πινάκων προκύπτει ότι τα γενικά έξοδα που δήλωσε η Trends στο πλαίσιο της συμβάσεως Artemis αντιστοιχούν πράγματι στο 30 % των ποσών που δηλώθηκαν ως δαπάνες προσωπικού και ότι το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 39 % όσον αφορά τη σύμβαση Tilematt.

130    Διαπιστώνεται επομένως ότι η Επιτροπή προσκόμισε πειστικά στοιχεία αποδεικνύοντα την εκ μέρους της Trends παράβαση του σημείου 20.1 των γενικών όρων. Πράγματι, από την έκθεση της UCLAF προκύπτει ότι η Trends, μεταξύ άλλων, δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει τα γενικά έξοδα που είχε δηλώσει.

131    Εξάλλου, καταρχάς, η Trends δεν προσκόμισε κανένα δικαιολογητικό που να αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της UCLAF είναι εσφαλμένες, ενώ με την περίληψη των συμπερασμάτων της UCLAF η εταιρία αυτή είχε οχληθεί σχετικά, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 103 έως 106 ανωτέρω. Η Trends δεν αμφισβητεί εξάλλου τα ποσά τα οποία κατά τους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες δήλωσε ως γενικά έξοδα.

132    Εξάλλου, η Trends δεν προβάλλει κανένα πειστικό επιχείρημα βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις της όσον αφορά τα γενικά έξοδα.

133    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι αβασίμως η Trends επικαλείται την ασάφεια και την έλλειψη πειστικότητας των συμπερασμάτων της UCLAF, καθόσον μάλιστα η Trends δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να τα αντικρούει, ενώ ήταν η μόνη που μπορούσε να κατέχει δικαιολογητικά σχετικά με τα δηλούμενα έξοδα.

134    Δεύτερον, και επί του σημείου αυτού ματαίως η Trends ισχυρίζεται ότι η μέθοδος υπολογισμού της είναι αποδεκτή από τα συναλλακτικά ήθη και ότι, για τον λόγο αυτό, είναι σύμφωνη με το σημείο 20.1 των γενικών όρων. Πράγματι, καταρχάς, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 123 ανωτέρω όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, συνάπτοντας τις επίμαχες συμβάσεις η Trends συναίνεσε ελεύθερα να συμμορφωθεί προς κανόνες αυστηρότερους από εκείνους στους οποίους θα υπέκειτο δυνάμει του εφαρμοστέου στην περίπτωσή της εθνικού δικαίου. Έτσι, εν προκειμένω, το σημείο 20.1 των γενικών όρων δεν επιβάλλει ως μόνη προϋπόθεση για τη δυνατότητα καταλογισμού των γενικών εξόδων να υπολογίζονται αυτά σύμφωνα με τα ισχύοντα στο κράτος εγκαταστάσεως του εργολάβου συναλλακτικά ήθη. Αντιθέτως, προκειμένου η επιλεγόμενη μέθοδος υπολογισμού να είναι σύμφωνη με το σημείο 20.1, το σημείο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 των γενικών όρων, απαιτεί επιπλέον τα σχετικά έξοδα να είναι πραγματικά και να μπορούν να δικαιολογούνται. Όμως, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, η Trends δεν προσκόμισε ενώπιον του Πρωτοδικείου κανένα έγγραφο ικανό να δικαιολογήσει τα δηλωθέντα ποσά.

135    Στη συνέχεια, η UCLAF έλαβε όντως υπόψη τα στοιχεία αυτά όταν εκτίμησε τον εύλογο χαρακτήρα των γενικών εξόδων. Πράγματι, η UCLAF σημειώνει ρητά, στο μέρος της εκθέσεώς της που αφορά τα γενικά έξοδα, ότι η Trends δεν ήταν υποχρεωμένη, δυνάμει του ελληνικού δικαίου, να συντάσσει ετήσιους λογαριασμούς, αλλά υπογραμμίζει επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι δήλωσε στην Trends ότι η εταιρία αυτή δεσμευόταν επιπλέον από τις συμπληρωματικές συμβατικές υποχρεώσεις της.

136    Τέλος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Trends μπορεί να υπαχθεί στην κατηγορία εργολάβων που χρησιμοποιούν πρόσθετο κόστος, διαπιστώνεται ότι η Trends δήλωσε ως γενικά έξοδα ποσά σαφώς μεγαλύτερα από το όριο του 20 % των δαπανών προσωπικού που όριζε το σημείο 20.2 των γενικών όρων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι τα γενικά έξοδα που δήλωσε η Trends ήταν υπερβολικά.

137    Τρίτον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Trends, η Επιτροπή δεν απέρριψε το σύνολο των δηλωθέντων γενικών εξόδων. Αντιθέτως, τα έξοδα αυτά απλώς επανεκτιμήθηκαν βάσει των εξόδων τα οποία η UCLAF θεώρησε δικαιολογημένα, όπως προκύπτει από τους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες.

138    Επομένως, αποδείχθηκε η εκ μέρους της Trends παράβαση του σημείου 20.1 των γενικών όρων.

139    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει επίσης ότι, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 94 ανωτέρω, όλες οι παραβάσεις της Trends που αφορούν υποχρεώσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται για να μπορεί μια δαπάνη να καλυφθεί με οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας, η βαρύνουσα την Trends συμμετοχή δυνάμει των επίμαχων σχεδίων μπορούσε να είναι τελικά μικρότερη από το καταβληθέν στην εταιρία αυτή ποσό. Εντούτοις, η Trends προβάλλει μια σειρά επιχειρημάτων για να αποδείξει ότι, εν πάση περιπτώσει, η ίδια δεν δεσμεύεται από την υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών την οποία επιβάλλει το σημείο 23.3 των γενικών όρων. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών πριν προσδιοριστεί η έκταση της υποχρεώσεως της Trends προς επιστροφή των ζητούμενων ποσών.

 Επί της δυνατότητας της Trends να απαλλαγεί από την υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών

140    Κατ’ ουσίαν, η Trends υποστηρίζει ότι δεν υπέχει υποχρέωση επιστροφής των ζητούμενων ποσών, δεδομένου ότι παρέβη μόνον τις συμπληρωματικές συμβατικές υποχρεώσεις της, ότι οι επίμαχες συμβάσεις είναι, γενικά, αόριστες και ότι η Επιτροπή ευθύνεται για τη ζημία που διατείνεται ότι υπέστη, καθόσον η τελευταία παρέβη τις υποχρεώσεις της.

141    Πρώτον, αφενός, οι επίμαχες συμβάσεις ουδόλως διακρίνουν μεταξύ κυρίων και συμπληρωματικών υποχρεώσεων. Ακόμα, δεν προβλέπουν ότι μόνη η αθέτηση ορισμένων υποχρεώσεων μπορεί να συνιστά παράβαση της συμβάσεως ικανή να στηρίξει αίτημα επιστροφής των υπέρ το δέον καταβληθέντων ποσών. Επομένως, το επιχείρημα ότι η Trends παρέβη μόνον τις συμπληρωματικές συμβατικές υποχρεώσεις είναι αλυσιτελές. Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση υποβολής καταστάσεων δαπανών σύμφωνων προς τους όρους της συμβάσεως καθώς και οι λοιπές υποχρεώσεις λογιστικής και οικονομικής φύσεως που δέσμευαν την Trends δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων και τις οποίες η εταιρία αυτή παρέβη δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμπληρωματικές, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους ρόλου τους για την καταπολέμηση της απάτης όσον αφορά τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.

142    Δεύτερον, η Trends δεν μπορεί βασίμως να διατείνεται ότι οι επίμαχοι συμβατικοί όροι ήταν ασαφείς, ελλιπείς ή διφορούμενοι. Αφενός, η σχετικά γενική διατύπωση ορισμένων γενικών όρων δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι όροι αυτοί εκ φύσεως προορίζονται να έχουν εφαρμογή σε διάφορα κοινοτικά προγράμματα στα οποία μετέχουν εργολάβοι από διάφορα κράτη μέλη. Έτσι, το γεγονός ότι οι ανωτέρω εξετασθέντες όροι παραπέμπουν σε κανόνες και μεθόδους που θεωρούνται εύλογοι, η απαίτηση να είναι πραγματικές και δικαιολογημένες οι επιλέξιμες δαπάνες ή, ακόμη, το γεγονός ότι αποκλείεται κάθε δυνατότητα πραγματοποιήσεως κέρδους αποτελούν στοιχεία που διαλύουν κάθε δυνατή αμφιβολία. Κατά συνέπεια, οι επίμαχοι συμβατικοί όροι είναι επαρκώς σαφείς και πλήρεις ώστε οι εργολάβοι να μπορούν να τους εφαρμόζουν χωρίς δυσχέρειες. Το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να συντάξει και να διαβιβάσει στους εργολάβους διευκρινιστικά σημειώματα ή ακόμη να δώσει άλλες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεων ή προς επεξήγησή τους, πράγμα το οποίο δεν συνέβη, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Πράγματι, το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο να διευκρινίσει ορισμένες υποχρεώσεις δεν μπορεί να επηρεάσει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση της σαφήνειας ή της πληρότητας μόνον των συμβατικών όρων προς προσδιορισμό των υποχρεώσεων εργολάβου σε δεδομένη περίπτωση. Επιπλέον, η προετοιμασία των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών ή διευκρινιστικών σημειωμάτων με σκοπό να βοηθηθούν οι εργολάβοι κατά τη σύνταξη των καταστάσεων δαπανών τους, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, αποτελεί ένδειξη στην πραγματικότητα ότι η Επιτροπή ήταν έτοιμη να συνεργαστεί με τους εργολάβους προκειμένου να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις που αυτοί υπείχαν. Επομένως, δεν αποδείχθηκε η προβαλλόμενη έλλειψη συνεργασίας.

143    Αφετέρου, όπως προκύπτει από την ανωτέρω ανάλυση, οι ειδικοί συμβατικοί όροι, τη μη τήρηση των οποίων επικαλείται η Επιτροπή, δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα ερμηνείας όσον αφορά τις παραβάσεις που προσάπτονται στην Trends. Συναφώς, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι δεν υφίσταται καμία αμφιβολία όσον αφορά το περιεχόμενο των εφαρμοστέων εν προκειμένω συμβατικών όρων και ότι, επομένως, αυτοί δεν απαιτείται να εξεταστούν και να ερμηνευτούν με γνώμονα τις διατάξεις της ελληνική νομοθεσίας. Ομοίως, το επιχείρημα της Trends που στηρίζεται στον χαρακτηρισμό των επίμαχων συμβάσεων ως αμφοτεροβαρών συμβάσεων αστικού δικαίου και ως συμβάσεων προσχωρήσεως δεν ασκεί επιρροή.

144    Τρίτον, το επιχείρημα που στηρίζεται σε συντρέχον πταίσμα ή σε αποκλειστική υπαιτιότητα της Επιτροπής πρέπει επίσης να απορριφθεί. Αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς δεν είναι η αναγνώριση της ευθύνης της Trends, αλλά, όπως εκθέτει η Επιτροπή με το υπόμνημα απαντήσεως, η εκ μέρους της Trends εκτέλεση της υποχρεώσεως την οποία ανέλαβε δυνάμει του σημείου 23.3 των γενικών όρων, δηλαδή της υποχρεώσεως να επιστρέψει στην Επιτροπή τα ποσά που της καταβλήθηκαν, καθόσον αυτά είναι μεγαλύτερα από την οικονομική συμμετοχή την οποία η Επιτροπή υποχρεούνταν πράγματι να της καταβάλει δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων. Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

145    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αντικείμενο της διαφοράς είναι να αναγνωριστεί η ευθύνη της Trends, η επιχειρηματολογία της Trends στερείται ερείσματος. Καταρχάς, η έλλειψη σχολίων ή επικρίσεων εκ μέρους της Επιτροπής σχετικά με τις καταστάσεις δαπανών που της υποβλήθηκαν, όταν τις παρέλαβε, δεν ασκεί επιρροή επί των υποχρεώσεων που υπείχε η Trends, μεταξύ των οποίων η υποχρέωσή της να αποδεικνύει το υποστατό των δαπανών που δήλωνε προκειμένου αυτές να μπορούν να καλυφθούν με οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας. Τούτο μάλιστα καθόσον οι επίμαχες συμβάσεις δεν επιβάλλουν στην Επιτροπή καμία υποχρέωση λεπτομερούς ελέγχου των ως άνω καταστάσεων κατά την υποβολή τους. Επιπλέον, από τις επίμαχες συμβάσεις δεν προκύπτει ότι η Trends ήταν υποχρεωμένη να αποστέλλει στην Επιτροπή, σε παράρτημα των καταστάσεων αυτών, το σύνολο των κρίσιμων δικαιολογητικών στοιχείων. Αντιθέτως, υπογράφοντας τα έντυπα των καταστάσεων δαπανών, η Trends βεβαίωνε ότι ήταν διαθέσιμο προς επίδειξη κάθε παραστατικό των σχετικών δαπανών. Επομένως η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να ελέγχει το υποστατό των δηλουμένων δαπανών κατά τον χρόνο της υποβολής των εν λόγω καταστάσεων και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αντλείται κάποιο επιχείρημα από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλεγξε τις καταστάσεις αυτές. Επιπλέον, καθόσον δεν αποδείχθηκε καμία ασάφεια των επίμαχων συμβάσεων όσον αφορά τις υποχρεώσεις τις οποίες παρέβη η Trends, η εταιρία αυτή δεν μπορεί βασίμως να απαλλαγεί από κάθε υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών επικαλούμενη κάποιο υποθετικό πταίσμα της Επιτροπής επειδή η τελευταία παρέλειψε να διευκρινίσει ορισμένους συμβατικούς όρους των επίμαχων συμβάσεων.

146    Στη συνέχεια, οι επίμαχες συμβάσεις δεν προβλέπουν ότι, αν η Επιτροπή δεν προβάλει αντιρρήσεις κατά τον χρόνο της εκ μέρους εργολάβου υποβολής των καταστάσεων δαπανών, τότε στερείται της δυνατότητας διενεργείας οικονομικού ελέγχου και, ενδεχομένως, δεν μπορεί να διαπιστώσει τη διάπραξη συμβατικών παραβάσεων οι οποίες ενδέχεται να της παρέχουν το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των σχετικών ποσών, όπως προβλέπει το σημείο 23.3 των γενικών όρων. Αντιθέτως, ο οικονομικός έλεγχος τον οποίο διενήργησε η UCLAF και τον οποίο προβλέπει το άρθρο 24 των γενικών όρων αποσκοπούσε ακριβώς στο να διαπιστώσει την επιλεξιμότητα των ζητούμενων δαπανών σύμφωνα με τους όρους των επίμαχων συμβάσεων και, επομένως, να εξακριβώσει την ακρίβεια των εν λόγω καταστάσεων και να εξασφαλίσει με τον τρόπο αυτό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών.

147    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η επιχειρηματολογία της Trends σχετικά με την απαλλαγή της από την υποχρέωση επιστροφής των ζητούμενων ποσών πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, πρέπει τώρα να προσδιοριστεί η έκταση της υποχρεώσεως της Trends προς επιστροφή των σχετικών ποσών.

2.     Επί των ποσών που οφείλει κυρίως η Trends

 Επιχειρήματα των διαδίκων

148    Εκ προοιμίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι προσδιόρισε επακριβώς τα ζητούμενα ποσά. Σύμφωνα με τις επίμαχες συμβάσεις και, ειδικότερα, με το σημείο 23.3 των γενικών όρων, εναπόκειται στην Trends να δικαιολογεί, προσκομίζοντας τα κατάλληλα παραστατικά, τις δαπάνες που πραγματοποιούνται για την υλοποίηση των επίμαχων σχεδίων, ενώ οι εργολάβοι υποχρεούνται να επιστρέφουν τη διαφορά που δεν μπορούν να δικαιολογήσουν. Το ζητούμενο εν προκειμένω ποσό αντιστοιχεί ακριβώς στη διαφορά μεταξύ του ποσού που έλαβε η Trends ως οικονομική συμμετοχή και του συνόλου των δαπανών που ενέκρινε ο οικονομικός έλεγχος. Με έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 1998 γνωστοποιήθηκε στην Trends το ύψος των επίμαχων ποσών. Εντούτοις, αν η Trends αμφισβητεί την ακρίβεια των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού βάσει των ενδεχομένως προσκομιζομένων από την Trends στοιχείων.

149    Στο πλαίσιο της συμβάσεως Artemis, η Trends έλαβε 54 371,04 ευρώ, αλλά, κατά τον οικονομικό έλεγχο, μπόρεσε να δικαιολογήσει δαπάνες μόνον 11 579,19 ευρώ. Επομένως, η Trends υποχρεούται να επιστρέψει 42 791,85 ευρώ, ποσό αχρεωστήτως καταβληθέν. Στο πλαίσιο της συμβάσεως Tilematt, η Trends εισέπραξε 28 865,50 ευρώ, αλλά, κατά τον οικονομικό έλεγχο, μπόρεσε να δικαιολογήσει δαπάνες μόνον 23 610,87 ευρώ. Επομένως, η Trends υποχρεούται να επιστρέψει 5 254,63 ευρώ, ποσό αχρεωστήτως καταβληθέν.

150    Συναφώς, η Επιτροπή εκθέτει ότι ενέκρινε την αμοιβή των εταίρων ως δαπάνες προσωπικού βάσει του πραγματικού ποσού που θεωρείται ότι έλαβαν οι εταίροι της Trends για την εργασία τους σε ωριαία βάση, πολλαπλασιαζόμενου με έναν εύλογο αριθμό ωρών εργασίας ανά έτος. Ακόμη, σύμφωνα με τους γενικούς όρους, τα γενικά έξοδα ήταν αποδεκτά μέχρις ορίου 30 % του κόστους εργασίας, όπως υπολογίστηκαν εκ νέου.

151    Προς είσπραξη των ποσών αυτών εκδόθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1998 μια εντολή εισπράξεως, που αφορούσε επίσης τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά στο πλαίσιο δύο άλλων συμβάσεων. Δεδομένου ότι η Trends δεν κατέβαλε το χρέος της μέχρι την άσκηση της αγωγής, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να την υποχρεώσει να επιστρέψει το σύνολο του ποσού της οικονομικής συνδρομής που εισέπραξε αχρεωστήτως, προσαυξημένο με τους συμβατικούς τόκους και με τόκους υπερημερίας.

152    Πρώτον, η Trends υποστηρίζει ότι, βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1990, σ. I-4747), το τελικό ύψος του ζητούμενου ποσού πρέπει να αναλύεται επακριβώς στο δικόγραφο της αγωγής και όχι να προκύπτει δια παραπομπής σε άλλα έγγραφα. Όμως, οι συνημμένοι σε παράρτημα της υπό κρίση αγωγής πίνακες που παραθέτουν, ανά κατηγορία δαπάνης, τα ποσά που εισέπραξε αχρεωστήτως η Trends δεν αναλύονται με το δικόγραφο της αγωγής, πράγμα το οποίο καθιστά αδύνατο τον εκ μέρους του Πρωτοδικείου έλεγχο.

153    Επιπλέον, οι πίνακες αυτοί είναι επικριτέοι για τρεις κύριους λόγους. Πρώτον, δεν περιλαμβάνουν κάποιο συγκεκριμένο υπολογισμό και αναφέρονται στον έλεγχο της UCLAF. Όμως, για τους λόγους που εξέθεσε προηγουμένως η Trends, ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει τους υπολογισμούς της Επιτροπής. Δεύτερον, από την έκθεση της UCLAF δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποιο ποσό εισέπραξε κάθε εταίρος και δυνάμει ποιας συμβάσεως. Για τον προσδιορισμό αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη μια σειρά εγγράφων των οποίων δεν έχει λάβει γνώση η Trends ή το Πρωτοδικείο. Τρίτον, τα έγγραφα στα οποία στηρίζεται ο οικονομικός έλεγχος της UCLAF, επιπλέον του γεγονότος ότι προσκομίστηκαν οψίμως, δεν γνωστοποιήθηκαν στην Trends όταν η Επιτροπή της ζήτησε να προσκομίσει συμπληρωματικές αποδείξεις σε σχέση με εκείνες που είχε προσκομίσει κατά τον επιτόπιο έλεγχο. Επομένως, η Trends δεν είχε τη δυνατότητα να απαντήσει στην Επιτροπή, οπότε τα έγγραφα αυτά δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη.

154    Δεύτερον, πολλά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η αγωγή της Επιτροπής είναι αόριστη και ότι πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο δικαστικού ελέγχου. Έτσι, ο υπολογισμός των ποσών των οποίων ζητείται η επιστροφή στηρίζεται, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, σε υποθετικά κριτήρια. Επιπλέον, προς υπολογισμό του ωριαίου κόστους εργασίας, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την εκ μέρους της Trends εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος 696/1974 ούτε την ιδιαίτερη νομική της μορφή. Όσον αφορά τα γενικά έξοδα, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι τα ποσά που δήλωσε η Trends είναι υπερβολικά κατά το ελληνικό δίκαιο. Εξάλλου, το ποσοστό που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό των εξόδων αυτών δεν είναι μεγαλύτερο από το 30 % των δαπανών προσωπικού. Επιπλέον, το 1998 η Επιτροπή είχε την πρόθεση να ζητήσει ποσό υψηλότερο από αυτό που ζητεί με την υπό κρίση αγωγή, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι η ίδια η Επιτροπή δεν είχε πλήρη γνώση του ποσού που φέρεται ότι της οφείλει η Trends.

155    Tρίτον, δυνάμει του άρθρου 300 του ελληνικού Αστικού Κώδικα, περί συντρέχοντος πταίσματος, το ποσό που ζητεί η Επιτροπή πρέπει να μειωθεί επειδή η Επιτροπή ευθύνεται η ίδια κατά 60 % για τη ζημία της, δεδομένου ότι αυτή εγνώριζε την ασάφεια των γενικών όρων χωρίς όμως να λάβει κάποιο μέτρο ώστε να άρει την εν λόγω ασάφεια κατά τη διάρκεια των επίμαχων συμβάσεων και χωρίς να ελέγξει εγκαίρως τις καταστάσεις δαπανών που υπέβαλε η Trends. Επομένως, το Πρωτοδικείο πρέπει να μειώσει αναλόγως το συνολικό ποσό που ζητεί η Επιτροπή.

156    Τέταρτον, το Πρωτοδικείο πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή επιδιώκει στην πραγματικότητα να επιβάλει στην Trends μια ποινή όσον αφορά την εκπλήρωση των συμπληρωματικών συμβατικών υποχρεώσεών της. Συγκεκριμένα, με την αγωγή της η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη την παρασχεθείσα εργασία και το αναμφισβήτητο κόστος που προκύπτει από την εφαρμογή των επίμαχων σχεδίων. Έτσι, η αποδοχή του σχετικού αιτήματος της Επιτροπής ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με κατάπτωση ποινικής ρήτρας αντίθετης προς την αρχή της αναλογικότητας, την οποία ουδέποτε συμφώνησαν τα μέρη, τούτο δε ενώ δεν συντρέχει περίπτωση μη προσήκουσας εκπληρώσεως της υποχρεώσεως της Trends. Επομένως, το ποσό που ζητεί η Επιτροπή πρέπει να μειωθεί σε βαθμό που το Πρωτοδικείο κρίνει εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη το συντρέχον πταίσμα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα άρθρα 404 και 409 του ελληνικού Αστικού Κώδικα περί ποινικής ρήτρας. Επ’ αυτού, η Trends προσθέτει ότι η Επιτροπή, με τη σιωπή της επί του σημείου αυτού στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως, δέχθηκε τα επιχειρήματα της Trends σχετικά με την ποινική ρήτρα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

157    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 52 έως 55 ανωτέρω, τα έγγραφα που συνάπτονται στην έκθεση της UCLAF είναι παραδεκτά. Επομένως, θα ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας εξετάσεως.

158    Επί της ουσίας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 ανωτέρω, σύμφωνα με το σημείο 23.3 των γενικών όρων, αν κατόπιν οικονομικού ελέγχου αποδειχθεί ότι το ποσό της οικονομικής συμμετοχής την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει για το οικείο σχέδιο είναι μικρότερη από τα ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί, ο ενδιαφερόμενος εργολάβος υποχρεούται να επιστρέψει τη διαφορά στην Επιτροπή. Εξάλλου, κατά το σημείο 3.2 των επίμαχων συμβάσεων, η οικονομική συμμετοχή την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει περιορίζεται στην κάλυψη των επιλέξιμων δαπανών, εντός ορισμένων ορίων που προβλέπουν οι συμβάσεις αυτές (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), ενώ οι εν λόγω δαπάνες προσδιορίζονται στα άρθρα 18 έως 20 των γενικών όρων (βλ. σκέψεις 9 έως 13 ανωτέρω). Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή απέδειξε ότι η Trends έλαβε οικονομική συμμετοχή μεγαλύτερη από εκείνη την οποία εδικαιούτο κατά τη σύμβαση.

159    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να σημειωθεί óτι η απόφαση στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 152 ανωτέρω, δεν έχει το περιεχόμενο που της αποδίδει η Trends. Με την απόφαση αυτή, που εκδόθηκε στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, το Δικαστήριο απλώς δέχθηκε ότι, με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, η Επιτροπή υποχρεούται να εκθέτει το σύνολο των αιτιάσεών της κατά του εμπλεκομένου κράτους μέλους επί των οποίων καλείται να αποφανθεί ο κοινοτικός δικαστής, καθώς και τα νομικά και πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται οι αιτιάσεις αυτές. Όμως, οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται εν προκειμένω. Επιπλέον, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή 42 792 ευρώ που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως Artemis και 5 254 ευρώ που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως Tilematt.

160    Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο σημείο 53 του δικογράφου της αγωγής της, προς προσδιορισμό των ποσών των οποίων ζητεί την επιστροφή, η Επιτροπή παραπέμπει στο από 1ης Οκτωβρίου 1998 έγγραφό της προς την Trends, στο οποίο συνάπτονται οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες οι οποίοι εκθέτουν ανά κατηγορία δαπάνης τα ποσά που η Trends υποχρεούται να επιστρέψει. Όμως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει Trends, από τους πίνακες αυτούς μπορεί κάλλιστα να προσδιοριστεί αν κάποια ποσά καταβλήθηκαν υπέρ το δέον στην Trends, καθώς και το ύψος τους.

161    Έτσι, όσον αφορά το γεγονός ότι στους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες δεν περιλαμβάνεται κανένας συγκεκριμένος υπολογισμός, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι πολύ απλές πράξεις υπολογισμού, όπως είναι οι αφαιρέσεις και οι προσθέσεις, πραγματοποιούμενες μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αριθμητικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στους εν λόγω πίνακες, ειδικότερα μεταξύ των ποσών τα οποία αναφέρεται ότι δήλωσε η Trends, ποσά τα οποία η τελευταία δεν αμφισβητεί, και των ποσών που κρίθηκαν πράγματι επιλέξιμα για οικονομική συμμετοχή κατά τον οικονομικό έλεγχο της UCLAF, επιβεβαιώνουν την ακρίβεια των ποσών των οποίων η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή. Επομένως, οι πίνακες αυτοί αποδεικνύουν ότι τα ποσά που ζητεί η Επιτροπή προκύπτουν από τα ποσά τα οποία μπόρεσε να δικαιολογήσει η Trends ως δαπάνες συνδεόμενες με την πραγματοποίηση των επίμαχων σχεδίων και αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των ποσών που είχε εισπράξει η Trends ως οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας και του συνόλου των δαπανών που ενέκρινε ο οικονομικός έλεγχος, οι οποίες είναι και οι μόνες πράγματι επιλέξιμες για την εν λόγω οικονομική συμμετοχή δαπάνες.

162    Όσον αφορά τις δαπάνες που δεν ενέκρινε η Επιτροπή, η Trends δεν προσκομίζει καμία απόδειξη ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τους ισχυρισμούς της Επιτροπής. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 18 έως 20 των γενικών όρων, εναπόκειται στον εργολάβο να αποδείξει ότι τα έξοδα τα οποία αναγράφονται στις διάφορες καταστάσεις δαπανών που υποβάλλονται στην Επιτροπή είναι, ιδίως, αναγκαία για την υλοποίηση του σχεδίου και ότι αυτά πράγματι πραγματοποιήθηκαν. Όμως, η διαπίστωση ότι τα καταβληθέντα ποσά είναι μεγαλύτερα από την οφειλόμενη για το σχέδιο συνολική οικονομική συμμετοχή στηρίζεται στην απόδειξη των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για την εκτέλεση του σχεδίου αυτού, απόδειξη με την οποία, σύμφωνα με τις επίμαχες συμβάσεις, βαρύνεται η Trends. Επομένως, η Trends δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή έλλειψη σαφηνείας των υπολογισμών της όταν η εταιρία αυτή δεν υπέβαλε σχετικά δικαιολογητικά στην Επιτροπή ή τα υποβληθέντα δικαιολογητικά δεν ανταποκρίνονταν προς τα οριζόμενα στις διατάξεις της συμβάσεως και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά.

163    Επ’ αυτού, πρέπει να προστεθεί ότι οι αμφιβολίες τις οποίες μπορούσε να έχει η Επιτροπή πριν από την άσκηση της αγωγής επί του ποσού που ζητεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής δεν ασκούν επιρροή, καθόσον τα ποσά των οποίων ζητείται η επιστροφή αναφέρονται με ακρίβεια στο δικόγραφο της αγωγής και αυτά δικαιολογούνται, λαμβανομένης υπόψη της δικογραφίας.

164    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η έκθεση της UCLAF, συμπληρωνόμενη από τα παραρτήματά της, βάσει της οποίας συντάχθηκαν οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες, δεν είναι αόριστη και ότι δόθηκε η δυνατότητα στην Trends να απαντήσει στα εκτιθέμενα στην έκθεση αυτή συμπεράσματα. Επομένως, οι ως άνω πίνακες μπορούν να ληφθούν υπόψη και αποδεικνύουν ότι η Trends έλαβε ποσά υπέρ το δέον.

165    Τρίτον, δεν είναι πειστικό κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισε η Trends τα οποία προβάλλεται ότι αποδεικνύουν την αοριστία της αγωγής της Επιτροπής προς επιστροφή των σχετικών ποσών και τα οποία θα έπρεπε να οδηγήσουν στην απόρριψή της.

166    Όσον αφορά τις ώρες εργασίας βάσει των οποίων καθορίστηκε το ποσό των επιλέξιμων δαπανών στο πλαίσιο των δαπανών προσωπικού, το ποσό αυτό μπορεί ασφαλώς να φαίνεται υποθετικό, καθόσον η Επιτροπή δεν προέβη στον σχετικό υπολογισμό βάσει του συνόλου των ωρών που δήλωσε η Trends. Εντούτοις, αρκεί η διαπίστωση ότι, αφενός, η έκθεση της UCLAF σημειώνει ότι ο αριθμός των ωρών που έγινε δεκτός προκύπτει από εκτίμηση στην οποία προέβη η UCLAF με σύμφωνη γνώμη της Trends και, αφετέρου, ότι η Trends δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο αποδεικνύον ότι ο αριθμός των ωρών που έγινε δεκτός δεν είναι εύλογος. Η Επιτροπή ισχυρίζεται επιπλέον, χωρίς η Trends να προβάλλει αντίρρηση επί του σημείου αυτού, ότι ενέκρινε την αμοιβή των εταίρων ως δαπάνες προσωπικού βάσει του πραγματικού ωριαίου μισθού τον οποίο εθεωρείτο ότι αυτοί είχαν λάβει για την εργασία τους.

167    Επιπλέον, εκτός από συνοπτικούς πίνακες περιλαμβάνοντες μόνον τον αριθμό ωρών που αφιέρωσε ανά μήνα κάθε εταίρος σε καθένα από τα επίμαχα σχέδια και από ειδικούς για το σχέδιο Tilematt πίνακες, περιλαμβάνοντες τις ώρες εργασίας που αφιερώθηκαν ανά ημέρα στο σχέδιο αυτό, τους οποίους υπέβαλε η Trends σε απάντηση σε σχετικό αίτημα του Πρωτοδικείου, η εταιρία αυτή δεν προσκόμισε κανένα άλλο έγγραφο. Όμως, οι προαναφερθέντες πίνακες προδήλως δεν είναι βιβλία καταχωρίσεως των σχετικών ωρών, την τήρηση των οποίων επιβάλλει το σημείο 19.1.2 των γενικών όρων, καθόσον εξ ορισμού τέτοιες καταχωρίσεις πρέπει να πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια των σχεδίων και οι ώρες εργασίας πρέπει να βεβαιώνονται κάθε φορά που εκτελείται κάποια εργασία. Επιπλέον, για να πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 18 των γενικών όρων, τα βιβλία αυτά πρέπει να συντάσσονται κατά τρόπον παρέχοντα τη δυνατότητα εξακριβώσεως του αναγκαίου χαρακτήρα των ωρών που χρεώνονται, υπό την έννοια των ως άνω συμβατικών όρων, ήτοι, με άλλα λόγια, εξακριβώσεως του αν η παρασχεθείσα εργασία ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση του σχεδίου. Προς τούτο, είναι αναγκαία η συμπλήρωση των ως άνω ωριαίων καταστάσεων με μια περιγραφή των αντιστοίχων εργασιών που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια των δηλουμένων ωρών εργασίας. Όμως, η Trends δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι αναγραφόμενες ώρες ήταν πράγματι αναγκαίες για την εκτέλεση των επίμαχων σχεδίων. Επομένως, οι πίνακες αυτοί δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της UCLAF επί των οποίων η Επιτροπή στηρίζει το αίτημα επιστροφής των σχετικών ποσών. Συναφώς, το γεγονός ότι η ωριαία δαπάνη υπολογίστηκε δυνάμει του προεδρικού διατάγματος 696/1974 δεν ασκεί επιρροή, καθόσον, ιδίως, δεν επρόκειτο για δαπάνες με τις οποίες πράγματι επιβαρύνθηκε η Trends (βλ. σκέψη 121 ανωτέρω).

168    Επειδή τα έγγραφα που προσκόμισε η Trends προδήλως δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της συμβάσεως, η Trends δεν παρέσχε στο Πρωτοδικείο αποδείξεις ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, που στηρίζονται στην έκθεση της UCLAF. Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Trends σε απάντηση σε αίτημα του Πρωτοδικείου είχαν ήδη επιδειχθεί κατά τον οικονομικό έλεγχο, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι το υποστατό και ο αναγκαίος χαρακτήρας των δαπανών προσωπικού που δηλώθηκαν στο πλαίσιο των επίμαχων σχεδίων δεν είχαν αποδειχθεί. Επιπλέον, αν ληφθεί υπόψη ότι η UCLAF διαπίστωσε ότι τα ποσά που δήλωσε η Trends ότι κατέβαλε στους εταίρους της δεν ανταποκρίνονταν στα αναγραφόμενα στα βιβλία λογαριασμών και ελλείψει άλλων στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής είναι εσφαλμένες ή ότι η Επιτροπή κακώς υπολόγισε ποσά μικρότερα του δέοντος, μια εύλογη εκτίμηση των δαπανών προσωπικού εκ μέρους της UCLAF πρέπει να γίνει δεκτή. Τούτο καθόσον μάλιστα δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, ελλείψει δικαιολογητικών σχετικά με τις ώρες εργασίας που αφιερώθηκαν πράγματι στα επίμαχα σχέδια, δικαίως η Επιτροπή απλώς απέκλεισε τη δυνατότητα χορηγήσεως οικονομικής συμμετοχής της Κοινότητας όσον αφορά το σύνολο των δαπανών προσωπικού που δήλωσε η Trends για την εργασία των εταίρων της.

169    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των σχετικών ποσών, καθόσον αυτό αφορά τις επίμαχες δαπάνες προσωπικού στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων.

170    Όσον αφορά τα γενικά έξοδα, ασφαλώς, σύμφωνα με το σημείο 20.1 των γενικών όρων, τα έξοδα αυτά μπορούν να υπολογίζονται, όσον αφορά τους εργολάβους που χρησιμοποιούν πλήρες κόστος, σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες και τις μεθόδους τους που θεωρεί εύλογους η Επιτροπή. Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα παραστατικά τα οποία δικαιολογούν και εξηγούν τα ποσά που δηλώνονται πρέπει να μπορούν να εμφανίζονται στην Επιτροπή, πράγμα το οποίο δεν συνέβη εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 131 και 134 ανωτέρω). Επιπλέον, ακόμα και αν η Trends υπαγόταν στην κατηγορία εργολάβων που χρησιμοποιούν πρόσθετο κόστος, τα γενικά έξοδα που δηλώθηκαν θα εξακολουθούσαν να είναι υπερβολικά (βλ. σκέψη 136 ανωτέρω).

171    Επιπλέον, ένας απλός υπολογισμός πραγματοποιούμενος βάσει των περιλαμβανομένων στους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες ποσών δείχνει ότι τα ποσοστά που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να προσδιορίσει τα επιλέξιμα γενικά έξοδα είναι μεγαλύτερα από εκείνα που είχε λάβει υπόψη η Trends για να συμπληρώσει τις καταστάσεις δαπανών της. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των σχετικών ποσών, καθόσον αυτό αφορά τα γενικά έξοδα που δήλωσε η Trends στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων.

172    Τέταρτον, όσον αφορά το αίτημα να μειώσει το Πρωτοδικείο τα ζητούμενα ποσά λόγω συντρέχοντος πταίσματος της Επιτροπής, αρκεί να υπομνησθεί ότι δεν αποδείχθηκε η αοριστία των επίμαχων συμβάσεων την οποία επικαλέστηκε η Trends και ότι η Επιτροπή δεν παρέβη καμία ιδιαίτερη υποχρέωση από την οποία δεσμευόταν (βλ. σκέψεις 144 έως 146 ανωτέρω). Έτσι, ακόμα και αν με την υπό κρίση αγωγή επιδιώκεται να αναγνωριστεί η ευθύνη της Trends, δεν αποδείχθηκε κανένα συντρέχον πταίσμα της Επιτροπής, οπότε δεν υπάρχει λόγος να μειωθεί το ποσό που δικαιούται η Επιτροπή.

173    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφενός, τα ποσά που ζητεί η Επιτροπή αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των ποσών που καταβλήθηκαν στην Trends ως οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας και του ποσού των δαπανών που δικαιολόγησε η Trends και, αφετέρου, η επιστροφή των σχετικών ποσών προβλέπεται από τις επίμαχες συμβάσεις χωρίς να συνάγεται εξ αυτού ότι η εν λόγω επιστροφή αποτελεί κύρωση. Επομένως, το αίτημα της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αίτημα εφαρμογής μιας ποινικής ρήτρας, οπότε το αίτημα μειώσεως του ποσού που ζητεί η Επιτροπή, το οποίο στηρίζεται στο επιχείρημα αυτό, πρέπει επίσης να απορριφθεί.

174    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η Επιτροπή δικαιούται να λάβει από την Trends το ποσό των 48 046 ευρώ το οποίο ζητεί προς επιστροφή των ποσών της οικονομικής συμμετοχής που καταβλήθηκαν υπέρ το δέον στην Trends στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων, σύμφωνα με το σημείο 23.3 των γενικών όρων.

3.     Επί των ποσών που οφείλονται για τόκους

 Επιχειρήματα των διαδίκων

175    Ως κύριο αίτημα, η Επιτροπή ζητεί την καταβολή των συμβατικών τόκων που προβλέπει το τρίτο εδάφιο του σημείου 5.4 των γενικών όρων. Η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Trends κατά του αιτήματος αυτού δεν είναι βάσιμη. Το Πρωτοδικείο πρέπει να ερμηνεύσει τις επίμαχες συμβάσεις σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα τους, από αυτές δε προκύπτει ότι η βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν τα αχρεωστήτως καταβαλλόμενα ποσά να παράγουν τόκους. Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο (ΕΝΙ) ήταν προσωρινό όργανο που αντικαταστάθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σύμφωνα με το άρθρο 44 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ ασκεί στο εξής τα καθήκοντα του ΕΝΙ και προβαίνει στη δημοσίευση των σχετικών επιτοκίων. Συνεπώς, το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ έχει αντικαταστήσει το προβλεπόμενο από τις επίμαχες συμβάσεις.

176    Εν πάση περιπτώσει, η ένσταση απαραδέκτου είναι επίσης αβάσιμη ακόμα και αν θεωρηθεί ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας (ΕΤΝΣ) έπαυσε να υπάρχει και δεν δημοσιεύει πλέον επιτόκια. Το άρθρο 295 του ελληνικού Αστικού Κώδικα προβλέπει ότι, αν οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία χωρίς να ορίζεται το ποσοστό του, ισχύει ο νόμιμος τόκος. Επομένως, η Επιτροπή δικαιούται να ζητήσει την καταβολή νόμιμων τόκων, είτε δυνάμει του ελληνικού δικαίου, είτε δυνάμει του άρθρου 94 του κανονισμού 3418/93. Εξάλλου, οι νόμιμοι τόκοι που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο είναι σαφώς μεγαλύτεροι από αυτούς που ζητεί η Επιτροπή.

177    Επί της ουσίας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του σημείου 5.4 των γενικών όρων, σε περίπτωση καταγγελίας των επίμαχων συμβάσεων σύμφωνα με το σημείο 5.3, στοιχείο a, των όρων αυτών, οφείλονται τόκοι για κάθε επιστρεπτέο ποσό, με επιτόκιο αυτό το οποίο εφαρμόζει το ΕΝΙ για τις συναλλαγές του σε ευρώ, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, για το χρονικό διάστημα μεταξύ της εισπράξεως των οικείων ποσών και της πλήρους επιστροφής τους. Εξάλλου, δεδομένου ότι, μετά τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων, το ΕΝΙ αντικαταστάθηκε από την ΕΚΤ βάσει του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ, οι συμβάσεις αυτές παραπέμπουν πλέον στο επιτόκιο της ΕΚΤ.

178    Όσον αφορά τη σύμβαση Artemis, οι συμβατικοί αυτοί τόκοι πρέπει να υπολογιστούν επί του ποσού των 42 792 ευρώ από τις 27 Ιουνίου 1997, ημέρα της τελευταίας καταβολής για τη σύμβαση αυτή, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του χρέους, με συμβατικό επιτόκιο 6 % (ήτοι 4 % προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες). Για τη σύμβαση Tilematt, οι εν λόγω συμβατικοί τόκοι πρέπει να υπολογιστούν επί του ποσού των 5 254 ευρώ από τις 19 Μαρτίου 1996, ημέρα της τελευταίας καταβολής για τη σύμβαση αυτή, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του χρέους, με συμβατικό επιτόκιο 6,5 % (ήτοι 4,5 % προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες). Έτσι, το συνολικό ποσό των οφειλομένων συμβατικών τόκων για τις επίμαχες συμβάσεις ανερχόταν στις 30 Σεπτεμβρίου 2002 σε 15 745,34 ευρώ και, από 1ης Οκτωβρίου 2002, είναι 7,97 ευρώ την ημέρα.

179    Eπικουρικώς, η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η Trends να καταβάλει τους τόκους υπερημερίας που προβλέπει το άρθρο 94 του κανονισμού 3418/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1687/2001 της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2001 (ΕΕ L 228, σ. 8), κατά το οποίο οι τόκοι που προβλέπει αρχίζουν να τρέχουν από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας την οποία τάσσει η εντολή εισπράξεως, δηλαδή από τις 31 Δεκεμβρίου 1998, μέχρι την καταβολή του συνόλου της οφειλής, με το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κυριότερες συναλλαγές αναχρηματοδότησης σε ευρώ κατά τον μήνα της λήξεως της προθεσμίας επιστροφής του χρέους, προσαυξημένο κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα. Εν προκειμένω, οι υπολογιζόμενοι με τον τρόπο αυτό τόκοι επί του συνολικού ποσού των 48 046 ευρώ, με επιτόκιο 5,50 %, ήτοι το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ προσαυξημένο κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα, ανέρχονται για το διάστημα από 31 Δεκεμβρίου 1998 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2002 σε 9 911,30 ευρώ και, στη συνέχεια, σε 7,24 ευρώ ανά ημέρα από 1ης Οκτωβρίου 2002 μέχρι την ολοσχερή καταβολή των σχετικών ποσών.

180    Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το επικουρικό της αίτημα περί τόκων υπερημερίας αφορά στην πραγματικότητα την καταβολή των νόμιμων τόκων που προβλέπει και επιβάλλει το άρθρο 94 του κανονισμού 3418/93. Εντούτοις, ζητεί επίσης την καταβολή τόκων υπερημερίας δυνάμει του άρθρου 346 του ελληνικού Αστικού Κώδικα από της επιδόσεως της αγωγής για το ληξιπρόθεσμο χρέος.

181    Με χωριστό δικόγραφο η Trends προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας κατά του αιτήματος καταβολής τόκων το οποίο υπέβαλε κυρίως η Επιτροπή. Το αίτημα αυτό υποστηρίζεται ότι είναι απαράδεκτο, καθόσον ο τρόπος υπολογισμού των συμβατικών τόκων που συμφωνήθηκε μεταξύ της Κοινότητας και της Trends στηρίζεται στο επιτόκιο που δημοσιεύει κάθε μήνα το ΕΤΝΣ, οργανισμός ο οποίος έπαψε να υπάρχει το 1994. Επομένως, το αίτημα αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί ή να αποτελέσει το αντικείμενο δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2001, C-77/99, Επιτροπή κατά Oder-Plan Architektur κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-7355, σκέψη 26).

182    Επί της ουσίας, η Trends διατείνεται ότι το αίτημα αυτό δεν είναι βάσιμο, καθόσον η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να αντικαθιστά μονομερώς το συμφωνηθέν στις επίμαχες συμβάσεις επιτόκιο με ένα άλλο, υπολογιζόμενο βάσει αυτού το οποίο δημοσιεύει η ΕΚΤ. Τούτο αποτελεί ανεπίτρεπτη τροποποίηση της συμβάσεως, αντίθετη προς την αρχή pacta sunt servanda, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 361 του ελληνικού Αστικού Κώδικα.

183    Όσον αφορά το επικουρικό αίτημα να υποχρεωθεί η Trends να καταβάλει τόκους, η Επιτροπή δεν δηλώνει σαφώς αν το αίτημα αυτό αφορά νόμιμους τόκους ή τόκους υπερημερίας. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

184    Επιπλέον, το αίτημα αυτό καταβολής τόκων υπερημερίας δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθόσον η εντολή εισπράξεως και οι λοιπές οχλήσεις της Επιτροπής δεν ήταν επαρκώς ακριβείς, ορισμένες και σαφείς για να μπορεί η Trends να γνωρίζει από ποια αιτία οφείλονταν τα ποσά που της ζητούσε η Επιτροπή και δεν παρείχαν εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού κάθε κονδυλίου που ζητούσε η Επιτροπή χωριστά για καθεμία από τις επίμαχες συμβάσεις. Έτσι, οι οχλήσεις αυτές είναι ανίσχυρες κατά το ελληνικό δίκαιο διότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 340 του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Επομένως, δεν μπορούν να οδηγήσουν στον υπολογισμό τόκων υπερημερίας σε βάρος της Trends. Κατά συνέπεια, το επικουρικό αίτημα της Επιτροπής περί καταβολής τόκων υπερημερίας είναι αβάσιμο.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

185    Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Trends, αρκεί η διαπίστωση ότι το σημείο 5.4 των γενικών όρων, επί του οποίου η Επιτροπή στηρίζει το αίτημα καταβολής συμβατικών τόκων, δεν αναφέρεται στο επιτόκιο που δημοσιεύει μηνιαίως το ΕΤΝΣ, αλλά στο επιτόκιο που εφαρμόζει το ΕΝΙ για τις συναλλαγές του σε ευρώ. Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Trends είναι άνευ αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί.

186    Όσον αφορά το βάσιμο του αιτήματος αυτού, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, αφενός, η Επιτροπή στήριξε το αίτημά της περί επιστροφής των ποσών που οφείλει κυρίως η Trends στο σημείο 23.3 των γενικών όρων, το οποίο προβλέπει την επιστροφή κάθε ποσού που καταβάλλει υπέρ το δέον η Επιτροπή, και όχι στο σημείο 5.4 των γενικών όρων, το οποίο προβλέπει, σε περίπτωση καταγγελίας δυνάμει του σημείου 5.3, στοιχείο a, των εν λόγω γενικών όρων, την επιστροφή των ποσών που υπερβαίνουν τις δαπάνες σε σχέση με τα έγγραφα του σχεδίου τα οποία δέχθηκε η Επιτροπή και τις άλλες δαπάνες που θεωρήθηκαν δίκαιες και εύλογες, και ότι, αφετέρου, η Επιτροπή στηρίζει το αίτημα καταβολής συμβατικών τόκων στο σημείο 5.4 των γενικών όρων, που εφαρμόζεται σε περίπτωση καταγγελίας των επίμαχων συμβάσεων σύμφωνα με το σημείο 5.3, στοιχείο a, των ως άνω γενικών όρων. Όμως, δεδομένου ότι οι τόκοι έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με το κυρίως οφειλόμενο ποσό –το οποίο προκύπτει εν προκειμένω από μόνη την εφαρμογή του σημείου 23.3 των γενικών όρων, μοναδική διάταξη της συμβάσεως επιβάλλουσα υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών την οποία επικαλείται η Επιτροπή όσον αφορά την κύρια αξίωσή της–, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται διάταξη της συμβάσεως της οποίας δεν είχε ζητήσει την εφαρμογή προκειμένου περί του προσδιορισμού του κυρίως οφειλομένου ποσού προς στήριξη του αιτήματός της περί συμβατικών τόκων. Επομένως, το αίτημα καταβολής συμβατικών τόκων, που υπέβαλε κυρίως η Επιτροπή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

187    Όσον αφορά το επικουρικώς υποβαλλόμενο αίτημα καταβολής τόκων, η Trends διατείνεται ότι αυτό είναι απαράδεκτο επειδή είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αν το εν λόγω επικουρικό αίτημα αφορά νόμιμους τόκους ή τόκους υπερημερίας. Το επιχείρημα αυτό, ακόμα και αν υποτεθεί ότι είναι παραδεκτό, δεδομένου ότι προβλήθηκε μόλις με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

188    Πράγματι, το γεγονός ότι οι τόκοι προβλέπονται εκ του νόμου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτοί να είναι επίσης τόκοι υπερημερίας και αντιστρόφως, καθόσον οι τόκοι υπερημερίας μπορούν να καθορίζονται από τον νόμο ή από τη σύμβαση και ο νόμος μπορεί να προβλέπει την καταβολή τόκων υπερημερίας ή άλλου είδους τόκων, όπως είναι οι τόκοι αποζημιώσεως. Εξάλλου, εν προκειμένω, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή ζητεί την καταβολή τόκων υπερημερίας, οπότε το αίτημα αυτό είναι επαρκώς σαφές και, κατά συνέπεια, είναι παραδεκτό.

189    Επί της ουσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι της οφείλονται τόκοι υπερημερίας δυνάμει του άρθρου 94 του κανονισμού 3418/93, που περιλαμβάνεται στο μέρος εκείνο του κανονισμού αυτού σχετικά με την αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος, το οποίο ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κάθε απαίτηση της Κοινότητας που δεν έχει ικανοποιηθεί κατά την ημερομηνία την οποία ορίζει η εντολή εισπράξεως παράγει τόκους με επιτόκιο αυτό το οποίο εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κυριότερες συναλλαγές αναχρηματοδότησης σε ευρώ, προσαυξημένο κατά μιάμιση μονάδα, το οποίο ισχύει τον μήνα που αντιστοιχεί στην ημερομηνία λήξεως της σχετικής προθεσμίας καταβολής.

190    Εν προκειμένω, η Επιτροπή απηύθυνε εντολή εισπράξεως στην Trends για τα κυρίως ζητούμενα ποσά, με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1998, αναφέρουσα ότι τα επίμαχα ποσά ήταν καταβλητέα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998. Ωστόσο, το σημείο 23.3 των γενικών όρων δεν προβλέπει ότι η επιστροφή των ποσών που καταβάλλει υπέρ το δέον η Επιτροπή θα προσαυξάνεται με τόκους.

191    Κατά συνέπεια, καθώς δεν προβλέπονται συμβατικοί τόκοι εν προκειμένω και δεδομένου ότι οι επίμαχες συμβάσεις διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 345 του ελληνικού Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 340 του ίδιου κώδικα, κατά το οποίο, σε περίπτωση μη εκτελέσεως μιας υποχρεώσεως που αφορά την καταβολή χρηματικού ποσού, κατόπιν σχετικής οχλήσεως ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από τον νόμο ή με δικαιοπραξία, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία.

192    Όσον αφορά την όχληση την οποία απαιτεί το ως άνω άρθρο 340, πρέπει να σημειωθεί ότι από την εντολή εισπράξεως της 26ης Οκτωβρίου 1998, που εστάλη στην Trends, προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή της ζήτησε να επιστρέψει 42 792 ευρώ δυνάμει της συμβάσεως Artemis και 5 254 ευρώ δυνάμει της συμβάσεως Tilematt. Επιπλέον, η εντολή αυτή δεν συνοδεύεται από καμία ιδιαίτερη προϋπόθεση ή ρήτρα. Ακόμη, τα ζητούμενα ποσά αντιστοιχούν ακριβώς, κατόπιν στρογγυλοποιήσεως, στα ποσά των οποίων είχε ζητήσει την επιστροφή η Επιτροπή με το από 1ης Οκτωβρίου 1998 έγγραφό της. Επομένως, σε αντίθεση με όσα διατείνεται η Trends, η εταιρία αυτή είχε οχληθεί με την προαναφερθείσα εντολή εισπράξεως. Επομένως, βασίμως η Επιτροπή ζητεί τόκους υπερημερίας από 1ης Ιανουαρίου 1999, ήτοι από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως της σχετικής καταβολής.

193    Όσον αφορά το νόμιμο επιτόκιο που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία, ήτοι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 2842/2000 σχετικά με την αντικατάσταση της δραχμής με το ευρώ (ΦΕΚ A´ 207), το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, για όλο το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1999 και της ημερομηνίας της παρούσας αποφάσεως, το επιτόκιο που ζητεί η Επιτροπή είναι μικρότερο από τα διάφορα επιτόκια που όριζε διαδοχικά η ελληνική νομοθεσία. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής επί του σημείου αυτού, να ισχύσει το επιτόκιο της ΕΚΤ και να υποχρεωθεί η Trends να καταβάλει στην Επιτροπή ποσό 48 046 ευρώ ως κύρια οφειλή, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο 5,50 % από 1ης Ιανουαρίου 1999 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του χρέους.

194    Τέλος, για τους ίδιους λόγους με τους εκτιθέμενους στις σκέψεις 172 και 173 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της Trends περί μειώσεως του ποσού που επιδικάστηκε στην Επιτροπή λόγω τόκων.

195    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο, το οποίο έχει την αρμοδιότητα να κρίνει τη χρησιμότητα της διεξαγωγής αποδείξεων για την επίλυση της διαφοράς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1992, T-53/91, Mergen κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2041, σκέψη 26), διαπιστώνει επίσης ότι παρέλκει να προχωρήσει στην εξέταση μαρτύρων την οποία ζήτησε η Trends. Επομένως, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

196    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Επειδή η Trends ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει το παρεμπίπτον αίτημα.

2)      Υποχρεώνει την Transport Environment Development Systems (Trends) να καταβάλει στην Επιτροπή ποσό 48 046 ευρώ, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο 5,50 % από 1ης Ιανουαρίου 1999 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής.

3)      Καταδικάζει την Trends στα δικαστικά έξοδα.



Legal

Wiszniewska-Białecka

Moavero Milanesi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       H. Legal


Πίνακας περιεχομένων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.