Language of document : ECLI:EU:T:2007:258

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Υπομνήματα κατατεθέντα από την Επιτροπή στο πλαίσιο δικών ενώπιον του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου – Απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως»

Στην υπόθεση T‑36/04,

Association de la presse internationale ASBL (API), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους S. Völcker, F. Louis και J. Heithecker, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους C. Docksey και P. Aalto,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2003, περί απορρίψεως αιτήσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να επιτύχει την πρόσβαση στα κατατεθέντα από την Επιτροπή υπομνήματα στο πλαίσιο δικών ενώπιον του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους B. Vesterdorf, Πρόεδρο, M. Jaeger, J. Pirrung, Μ. Βηλαρά, H. Legal, E. Martins Ribeiro, E. Cremona, I. Pelikánová, D. Šváby, K. Jürimäe, N. Wahl, M. Prek και V. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Κατά το άρθρο 255 ΕΚ:

«1. Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, υπό την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθοριστούν σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

2. Οι γενικές αρχές και τα όρια, εκ λόγων δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν το δικαίωμα αυτό πρόσβασης σε έγγραφα, καθορίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, εντός διετίας από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ.

[…]»

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), ορίζει τις αρχές, τις προϋποθέσεις και τα όρια του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των ως άνω οργάνων, όπως προβλέπει το άρθρο 255 ΕΚ. Ο κανονισμός εφαρμόζεται από 3ης Δεκεμβρίου 2001.

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4 του κανονισμού είναι διατυπωμένες ως εξής:

«(2) Η διαφάνεια εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και παράλληλα εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Η διαφάνεια συμβάλλει στην ενίσχυση των αρχών της δημοκρατίας και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως θεσπίζονται στο άρθρο 6 [ΕΕ] και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

[…]

(4) Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στο να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα και να θεσπίσει τις γενικές αρχές και τα όρια της προσβάσεως αυτής σύμφωνα με το άρθρο 225, παράγραφος 2, [ΕΚ].»

4        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«1. Κάθε πολίτης της Ενώσεως και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

[…]

3. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.»

5        Κατά το άρθρο 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001, ως έγγραφο νοείται «οποιοδήποτε περιεχόμενο […] που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου».

6        Το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, προβλέπει:

«[…]

2. Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

–        […]

–        των δικαστικών διαδικασιών και [νομικών γνωμοδοτήσεων],

–        του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

εκτός αν [υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του σχετικού εγγράφου].

[…]

6. Αν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οποιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη αυτού δίδονται στη δημοσιότητα.

7. Οι κατά τις παραγράφους 1, 2 και 3 εξαιρέσεις εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου […]»

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει:

«Η αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο διατυπώνεται με οποιαδήποτε γραπτή μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής, σε μία από τις γλώσσες που μνημονεύονται στο άρθρο 314 [ΕΚ] και με επαρκή ακρίβεια ούτως ώστε το θεσμικό όργανο να μπορέσει να προσδιορίσει το έγγραφο. Ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτηση.»

8        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, «[σε] περίπτωση ολικής ή μερικής αρνήσεως, ο αιτών μπορεί, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της απαντήσεως του θεσμικού οργάνου, να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση καλώντας το θεσμικό όργανο να αναθεωρήσει την αίτησή του».

9        Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την εξέταση των επιβεβαιωτικών αιτήσεων, προβλέπει:

«1. Η επιβεβαιωτική αίτηση [εξετάζεται ταχέως]. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της εν λόγω αιτήσεως, το όργανο είτε δέχεται την πρόσβαση του αιτούντος στο ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση εντός της εν λόγω περιόδου, σύμφωνα με το άρθρο 10, είτε εκθέτει τους λόγους της ολικής ή μερικής αρνήσεως με γραπτή απάντηση. Αν το θεσμικό όργανο αρνηθεί την πρόσβαση εν όλω ή εν μέρει, ενημερώνει τον αιτούντα για τα ένδικα μέσα που αυτός διαθέτει, δηλαδή την ένδικη προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου και/ή την καταγγελία στον Ευρωπαίο διαμεσολαβητή, υπό τους όρους που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 230 [EK] και 195 [ΕΚ].

2. Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αιτήσεως που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία μπορεί, μετά από ενημέρωση του αιτούντος και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες.»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Η Association de la presse internationale ASBL (API) [Ένωση διεθνούς τύπου] είναι οργάνωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα αλλοδαπών δημοσιογράφων κάθε κατηγορίας και ειδικότητας, οι οποίοι έχουν ως έδρα το Βέλγιο. Η API έχει ως αντικείμενο την υποβοήθηση των μελών της να ενημερώνουν τις χώρες καταγωγής τους σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

11      Με έγγραφο της 1ης Αυγούστου 2003, η API ζήτησε από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση σε όλα τα υπομνήματα που είχε υποβάλει η δεύτερη στο Πρωτοδικείο ή στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των δικών επί των ακόλουθων υποθέσεων:

–        T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, και T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής·

–        T‑212/03, MyTravel κατά Επιτροπής·

–        T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής·

–        C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας·

–        C‑466/98, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑467/98, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑468/98, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑469/98, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C‑471/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑472/98, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C‑475/98, Επιτροπή κατά Αυστρίας, και C‑476/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας (στο εξής: υποθέσεις ελεύθερης αεροπλοΐας)·

–        C‑224/01, Köbler·

–        C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg.

12      Με έγγραφο της 27ης Αυγούστου 2003, η Επιτροπή, αφενός, πληροφόρησε την API ότι η αίτησή της σχετικά με την υπόθεση T‑212/03, MyTravel κατά Επιτροπής, ήταν πρόωρη και, αφετέρου, ζήτησε από την API να διευκρινίσει αν η αίτησή της αφορούσε αποκλειστικά τα υπομνήματα ή και τα παραρτήματά τους. Με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή διευκρίνισε στην API ότι, λόγω των ζητημάτων αρχής που έθετε η αίτησή της προσβάσεως στα έγγραφα, η τασσόμενη προς απάντηση σχετική προθεσμία επρόκειτο να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες. Με έγγραφο της 29ης Αυγούστου 2003, η API διευκρίνισε ότι η αίτησή της αφορούσε αποκλειστικά τα υπομνήματα της Επιτροπής, χωρίς τα παραρτήματά τους.

13      Με έγγραφα της 17ης Σεπτεμβρίου 2003, η Επιτροπή επέτρεψε την πρόσβαση στα έγγραφα των υποθέσεων C‑224/01 και C‑280/00. Αντιθέτως, αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα των υποθέσεων T‑209/01 και T‑210/01, T‑342/99 και C‑203/03, καθώς και στις υποθέσεις περί ελεύθερης αεροπλοΐας.

14      Με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2003, η API υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, επιβεβαιωτική αίτηση σχετικά με τα έγγραφα για τα οποία η Επιτροπή της αρνήθηκε την πρόσβαση. Σε απάντηση της ως άνω αιτήσεως και αφού προηγουμένως παρέτεινε, με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2003, την προθεσμία, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, επιβεβαιώνοντας την άρνηση προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

15      Πρώτον, όσον αφορά την άρνησή της να επιτρέψει την πρόσβαση στα υπομνήματα που είχε υποβάλει η ίδια στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, και T-210/01, General Electric κατά Επιτροπής, η Επιτροπή προέβαλε, με την προσβαλλόμενη απόφαση το επιχείρημα ότι, επειδή οι ως άνω υποθέσεις ήσαν ακόμη εκκρεμείς, η γνωστοποίηση των υπομνημάτων της έβλαπτε τη θέση της ως καθής στο πλαίσιο των ως άνω δικών. Προσέθεσε ότι, όπως υπενθύμισε ο κοινοτικός δικαστής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1999, T-174/95, Svenska Journalisteförbundet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. 2289), οι διάδικοι απολαύουν του δικαιώματος, δυνάμει γενικής αρχής περί χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξωτερική επίδραση, ιδίως εκ μέρους του κοινού. Δεδομένου ότι τα έγγραφα για τα οποία ζήτησε πρόσβαση η προσφεύγουσα είχαν συνταχθεί αποκλειστικά για τους σκοπούς των δύο επίδικων διαδικασιών, η Επιτροπή έκρινε ότι ενέπιπταν στην αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Δεκεμβρίου 1999, T-92/98, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-3521, στο εξής: απόφαση Interporc ΙΙ). Επίσης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι επέτρεψε την πρόσβαση στις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑224/01, Köbler, δεν μπορούσε να προβληθεί ως προηγούμενο, δεδομένου ότι η διαδικασία είχε περατωθεί, αν και η υπόθεση εξακολουθούσε να εκκρεμεί, επρόκειτο δε για προδικαστική υπόθεση, ήτοι μη συγκρίσιμη με τις ευθείες προσφυγές. Εξάλλου, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι επέτρεψε την πρόσβαση στις προαναφερθείσες παρατηρήσεις καταδεικνύει ότι η αίτηση της API είχε εξετασθεί για κάθε έγγραφο χωριστά.

16      Δεύτερον, όσον αφορά την άρνησή της να επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα της υποθέσεως T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι μετά την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουνίου 2002 (Συλλογή 2002, σ. II‑2585), με την οποία επελύθη η υπόθεση εκείνη, ακολούθησε αγωγή αποζημιώσεως κατά της Επιτροπής (υπόθεση T-212/03, MyTravel κατά Επιτροπής), στο πλαίσιο της οποίας συζητήθηκαν τα επιχειρήματα που είχε αναπτύξει η Επιτροπή επ’ αφορμή της υποθέσεως T‑342/99 προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή της. Η Επιτροπή θεώρησε ότι υφίστατο στενός δεσμός μεταξύ των δύο υποθέσεων, με τη δε κοινολόγηση των υπομνημάτων που είχε ζητήσει η προσφεύγουσα θα διακυβευόταν η αφορώσα την εκκρεμή υπόθεση διαδικασία.

17      Τρίτον, όσον αφορά την άρνησή της να επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα της υποθέσεως C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η υπόθεση εκκρεμούσε και ισχυρίστηκε ότι με την κοινολόγηση των υπομνημάτων της διακυβευόταν η στάση της ενώπιον του Δικαστηρίου και έναντι των αυστριακών αρχών. Κατόπιν αυτού, θεώρησε ότι ίσχυε για την υπόθεση εκείνη η ίδια αιτιολόγηση με την προβληθείσα προκειμένου να απορριφθεί η πρόσβαση στα υπομνήματα των υποθέσεων T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, και T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής. Προσέθεσε ότι οφείλει να αρνείται την πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο αφορά προσφυγή λόγω παραβάσεως σε περίπτωση κατά την οποία με την κοινολόγηση διακυβεύεται η προστασία του στόχου των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, στόχου ο οποίος, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2001, T‑191/99, Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II‑3677), συνίσταται στην επίτευξη φιλικού διακανονισμού της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Διευκρίνισε ότι, μολονότι η ως άνω απόφαση αφορούσε άρνηση προσβάσεως σε έγγραφα οχλήσεως και σε αιτιολογημένες γνώμες, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε ότι η άρνηση της προσβάσεως, προς διαφύλαξη του στόχου επιτεύξεως φιλικού διακανονισμού της διαφοράς, περιοριζόταν στις ως άνω κατηγορίες εγγράφων, οπότε η δικαιολογία στην οποία στηριζόταν παρόμοια άρνηση ήταν εξίσου λυσιτελής και ως προς τα υποβληθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου υπομνήματα, εφόσον τα προβληθέντα προς απόδειξη των παραβάσεων επιχειρήματα είναι ταυτόσημα.

18      Τέταρτον, όσον αφορά την άρνηση της προσβάσεως στα αφορώντα τις υποθέσεις ελεύθερης αεροπλοΐας, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, ναι μεν οι διαδικασίες λόγω παραβάσεως που κινήθηκαν στα πλαίσια των υποθέσεων εκείνων περατώθηκαν με την έκδοση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2002, πλην όμως τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη εξακολουθούσαν να μην έχουν συμμορφωθεί προς αυτές, με αποτέλεσμα οι διαπραγματεύσεις να συνεχίζονται προκειμένου τα εν λόγω κράτη να θέσουν τέρμα στη διαπιστωθείσα από το Δικαστήριο παράβαση. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θεώρησε ότι με την κοινολόγηση των υπομνημάτων που είχε καταθέσει στις ως άνω υποθέσεις διακυβευόταν η προστασία του στόχου της έρευνας σχετικά με τις αντίστοιχες παραβάσεις.

19      Πέμπτον, αφού υπενθύμισε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι δεν επιτρέπεται η πρόσβαση «[εκτός αν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί την κοινολόγηση του εγγράφου]», η Επιτροπή υπογράμμισε, με την προσβαλλόμενη απόφασή της, ότι η API δεν είχε προβάλει επιχειρήματα στοιχειοθετούντα ότι το δημόσιο συμφέρον προς κοινολόγηση των επίδικων εγγράφων υπερισχύει εκείνου της διασφαλίσεως δέουσας προστασίας των εκκρεμουσών ένδικων διαδικασιών και των ερευνών σχετικά με προσφυγές λόγω παραβάσεως. Προσέθεσε ότι το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα εφόσον κατοχυρώνεται η εύρυθμη διεξαγωγή των ενώπιον του κοινοτικού δικαστή κινουμένων διαδικασιών και εφόσον διασφαλίζονται οι εξουσίες της περί διεξαγωγής ερευνών.

20      Έκτον και τελευταίον, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η μερική πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα ήταν αδύνατη στον βαθμό που όλα τα τμήματά τους συνδέονταν στενά και ενέπιπταν στις προπαρατεθείσες εξαιρέσεις.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Φεβρουαρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22      Το Πρωτοδικείο αποφάσισε στις 9 Νοεμβρίου 2006, αφού άκουσε τους διαδίκους, να παραπέμψει την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του τμήματός του μείζονος συνθέσεως.

23      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.

24      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2007.

25      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα και μοναδικό λόγο, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 2 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Ο λόγος ακυρώσεως αποτελείται κατ’ ουσία από δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα με θεμέλιο την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των ένδικων διαδικασιών, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Το δεύτερο σκέλος αφορά την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα με θεμέλιο την εξαίρεση ως προς την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

 Επί της αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα με θεμέλιο την εξαίρεση ως προς την προστασία των ένδικων διαδικασιών, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Πρώτον, αφού υπογράμμισε ότι η αίτησή της προσβάσεως ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του κανονισμού 1049/2001, το οποίο καθιερώνει την αρχή της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση δεν μπορεί να δικαιολογεί γενικό αποκλεισμό των υπομνημάτων της Επιτροπής από την αρχή της ελεύθερης προσβάσεως στα έγγραφα.

29      Συναφώς, υποστηρίζει, πρώτον, ότι η ως άνω εξαίρεση, σύμφωνα με την οποία η πρόσβαση σε έγγραφο δεν επιτρέπεται αν η κοινολόγησή του «θα έθιγε» ένδικες διαδικασίες, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Όπως προκύπτει από σύγκριση μεταξύ του κανονισμού 1049/2001 και της προηγούμενης κανονιστικής ρυθμίσεως, ήτοι της αποφάσεως 94/90/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής (EE 1994, L 46, σ. 58), με την οποία θεσπίστηκε επισήμως ο κώδικας συμπεριφοράς σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου και της Επιτροπής (EE 1993, L 340, σ. 41, στο εξής: κώδικας συμπεριφοράς του 1993), τον οποίο ενέκριναν το Συμβούλιο και η Επιτροπή στις 6 Δεκεμβρίου 1993, ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε εσκεμμένα να περιορίσει την έκταση της εξαιρέσεως σχετικά με τις ένδικες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, ενώ ο κώδικας συμπεριφοράς του 1993 προέβλεπε τη δυνατότητα αρνήσεως της προσβάσεως σε οποιοδήποτε έγγραφο, η κοινολόγηση του οποίου «θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος» των ένδικων διαδικασιών, ο κανονισμός 1049/2001 αφορά τα έγγραφα, η κοινολόγηση των οποίων «θα έθιγε» παρόμοιες διαδικασίες. Επί πλέον, ο κώδικας συμπεριφοράς του 1993 δεν προέβλεψε, σε αντίθεση με την κανονισμό 1049/2001, τη δυνατότητα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον να προτάσσεται ενδεχομένως του συμφέροντος που άπτεται της προστασίας των ένδικων διαδικασιών.

30      Επί πλέον, τον περιορισμένο στόχο της κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη παύλα, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεως απηχούν η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, με την οποία εξαγγέλλεται η αρχή ότι το κοινό θα έπρεπε να έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, καθώς και οι αιτιολογικές σκέψεις της προτάσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής [έγγραφο COM (2000) 30 τελικό‑COD 200/0032, τμήμα 5], όπου αναφέρεται ότι οι εξαιρέσεις εφαρμόζονται μόνον για την προστασία ειδικών συμφερόντων σαφώς προσδιοριζομένων. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή γενικευμένη άρνηση προσβάσεως σε κάθε κατηγορία εγγράφων, το δε εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο έχει την υποχρέωση να αποδεικνύει, για κάθε αιτούμενο έγγραφο, ότι με την κοινολόγησή του θίγεται τόσο σοβαρά η προστασία ενός από τα ειδικά συμφέροντα που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 ώστε το δημόσιο συμφέρον που συνδέεται με την κοινολόγηση ουδέποτε να είναι υπέρτερο αυτής.

31      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι με την κοινολόγηση των υπομνημάτων που καταθέτει η Επιτροπή ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων ουδόλως διακυβεύεται η προστασία των ένδικων διαδικασιών, δεδομένου ότι η εν λόγω κοινολόγηση δεν δίδει λαβή ούτε για την καταχρηστική άσκηση επιρροής εκ μέρους του κοινού ούτε για τυχόν παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής των ενώπιον του κοινοτικού δικαστή συζητήσεων που θα ήσαν ικανές να βλάψουν τη λειτουργία της ένδικης διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, τόσο γενικευμένη αιτιολογία όπως η παρατιθέμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν δύναται να ικανοποιήσει το κριτήριο περί σοβαρής και συγκεκριμένης βλάβης, όπως απαιτεί το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

32      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι το συμφέρον που επιδεικνύει το κοινό για τις εργασίες των επιλαμβανομένων σημαντικών προβλημάτων δημόσιας πολιτικής δικαστηρίων είναι υγιές και φυσικό σε κάθε σύστημα το οποίο θεμελιώνεται στους κανόνες του κράτους δικαίου, τα ίδια δε τα κοινοτικά δικαστήρια ενθάρρυναν και υποστήριξαν το φαινόμενο αυτό επιτρέποντας την πρόσβαση στο ευρύ κοινό ολοένα και σημαντικότερου τμήματος πληροφοριών σχετικά με τις εκκρεμείς δίκες μέσω της ιστοσελίδας τους στο διαδίκτυο και τις υπηρεσίες τύπου. Εξάλλου, οι συνεδριάσεις είναι δημόσιες, το δε κοινό έχει πρόσβαση στην έκθεση ακροατηρίου από την ημέρα πραγματοποιήσεως της επ’ ακροατηρίου συνεδριάσεως.

33      Επομένως, δυσχερώς κατανοείται πως η κοινολόγηση των εγγράφων της Επιτροπής μπορεί να προσβάλει σοβαρά την εύρυθμη διεξαγωγή των ένδικων διαδικασιών στο πλαίσιο των οποίων υποβάλλονται τα ως άνω έγγραφα. Αντιθέτως, τυχόν δημοσιότητά τους επάγεται θετικό αποτέλεσμα επειδή η απόλυτη ενημέρωση του κοινού είναι ενδεικτική της αμεροληψίας των κοινοτικών δικαστών, γεγονός που ενισχύει την εκ μέρους του κοινού αποδοχή των αποφάσεών τους. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει περαιτέρω ότι τα δικαστήρια πλειόνων κρατών, καθώς και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιτρέπουν, μολονότι προβλέπουν εξαιρέσεις από την αρχή περί διαφανείας, όπως για παράδειγμα όταν πρόκειται για την προστασία του εμπορικού απορρήτου και τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, την πρόσβαση σε έγγραφα αφορώντα τις ένδικες διαδικασίες, ειδικότερα στις υποθέσεις όπου διάδικοι είναι κρατικοί οργανισμοί. Κανένα από τα ως άνω δικαστήρια δεν έκρινε ότι η αρχή περί διαφανείας μπορεί να βλάψει την αποτελεσματικότητα της δίκης και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

34      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η κοινολόγηση των υπομνημάτων που καταθέτει η Επιτροπή ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων είναι δημόσιου συμφέροντος υπό την έννοια ότι καθιστά εφικτή τη διάδοση της απόψεως της Επιτροπής επί θεμελιωδών ζητημάτων ερμηνείας της Συνθήκης και του παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Σε θέματα δικαίου του ανταγωνισμού, επί παραδείγματι, η διάδοση αυτή είναι ιδιαίτερα επωφελής, λαμβανομένων υπόψη των γνωμών που η Επιτροπή θα μπορούσε να κληθεί να εκθέσει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με το θεμέλιο του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπουν τα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (EE 2003, L 1, σ. 1). Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, μολονότι οι ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων επ’ ακροατηρίου συζητήσεις είναι δημόσιες και σύνοψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων είναι διαθέσιμη αυθημερόν, η εικόνα των υποθέσεων των οποίων αυτά επιλαμβάνονται δεν είναι πλήρης, γεγονός που εμποδίζει τους δημοσιογράφους να δώσουν ακριβή και εξαντλητική πληροφόρηση. Ο μόνος τρόπος διασφαλίσεως της δέουσας διαφανείας έγκειται συνεπώς στην κοινολόγηση των εγγράφων που καταθέτει η Επιτροπή.

35      Τέταρτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να θεμελιώνει την άρνησή της στην παρούσα φάση εξελίξεως της νομολογίας επί του θέματος, δεδομένου ότι οι αποφάσεις Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου και Interporc II, μνεία των οποίων έγινε στη σκέψη 15 ανωτέρω, αναφέρονται στον κώδικα συμπεριφοράς του 1993, ενώ ο κανονισμός 1049/2001 επιτάσσει αυστηρότερη ερμηνεία. Εξάλλου, η προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου αφορούσε ιδιαίτερη περίπτωση υπό την έννοια ότι η οικεία ένωση είχε διαδώσει μέσω του διαδικτύου σχολιασμένη εκδοχή του υπομνήματος αντικρούσεως του Συμβουλίου και είχε καλέσει το κοινό να αποστείλει τα σχόλιά του απευθείας στους εκπροσώπους του Συμβουλίου των οποίων δίδονταν οι αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, ενώ η API, η οποία δεν είναι διάδικος σε καμία από τις επίμαχες δίκες, δεν προτίθεται να ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο. Ομοίως, η προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Interporc II στερείται λυσιτελείας δεδομένου ότι η κρίση του Πρωτοδικείου, η οποία εμπεριέχεται στη σκέψη 40 της ως άνω αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η προστασία του δημόσιου συμφέροντος απαγορεύει την κοινολόγηση του περιεχομένου των εγγράφων που συνέταξε η Επιτροπή για συγκεκριμένη ένδικη διαδικασία, συνιστά απλώς obiter dictum, ενώ το τιθέμενο στην υπόθεση η οποία κατέληξε στην έκδοση της ως άνω αποφάσεως ερώτημα ήταν αν επιτρέπεται η άρνηση προσβάσεως σε έγγραφα συνταχθέντα στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας με το αιτιολογικό ότι συνδέονται με συγκεκριμένη ένδικη διαδικασία. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η επίδικη εξαίρεση είχε ως στόχο «να διασφαλίσει, αφενός, την προστασία της εσωτερικής εργασίας εντός της Επιτροπής και, αφετέρου, την εχεμύθεια και την προστασία της αρχής του επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων» (προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Interporc II, σκέψη 41).

36      Παρόμοια ερμηνεία της αφορώσας τις ένδικες διαδικασίες εξαιρέσεως δεν αποτελεί εμπόδιο για την πρόσβαση του κοινού στα υπομνήματα της Επιτροπής, εφόσον αυτά δεν λογίζονται ως εσωτερικά και εμπιστευτικά έγγραφα, αλλ’ αντιθέτως διαβιβάζονται στα δικαστήρια και στους αντιδίκους στα πλαίσια των συναφών υποθέσεων. Η προσφεύγουσα προσθέτει συναφώς ότι η προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως σκέψη 40 της αποφάσεως Interporc II κρίση αναιρέθηκε μεταγενέστερα, καθώς το Δικαστήριο έκρινε ότι το Πρωτοδικείο, εκδίδοντας την απόφαση της 19ης Μαρτίου 1998, T‑83/96, van der Wal κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II‑545, σκέψη 50), υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας την ως άνω εξαίρεση ως επιβάλλουσα στην Επιτροπή την υποχρέωση να αρνηθεί την πρόσβαση στα έγγραφα που είχε συντάξει αποκλειστικά για τους σκοπούς ένδικης διαδικασίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2000, C‑174/98 P και C‑189/98 P, Κάτω Χώρες και van der Wal κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑1, σκέψη 30).

37      Εξ αυτού έπεται, κατά την προσφεύγουσα, ότι η επί του θέματος κοινοτική νομολογία δεν μπορεί να ερμηνεύεται όπως επιθυμεί η Επιτροπή, το δε άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν δικαιολογεί γενική εξαίρεση των υπομνημάτων των θεσμικών οργάνων από την αρχή της ελεύθερης προσβάσεως στα κοινοτικά έγγραφα.

38      Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ότι η Επιτροπή αρνήθηκε την κοινολόγηση των υπομνημάτων στηριζόμενη στην εξαίρεση σχετικά με την προστασία των ένδικων διαδικασιών με το αιτιολογικό ότι εξακολουθούσαν να είναι εκκρεμείς η υπόθεση την οποία αφορούσαν τα έγγραφα ή συναφής υπόθεση.

39      Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να δικαιολογείται τόσο αυστηρός περιορισμός της εξαιρέσεως επειδή διακυβεύεται σοβαρώς η αρχή της ελεύθερης προσβάσεως στα έγγραφα ακριβώς όταν πρόκειται για περιπτώσεις όπου, εν απουσία αποφάσεως ή εκθέσεως επ’ ακροατηρίου, το δημόσιο συμφέρον προς κοινολόγηση των υπομνημάτων καθίσταται εντονότερο. Η άρνηση προσβάσεως καθίσταται ακόμη περισσότερο ανεξήγητη καθόσον τα αιτηθέντα έγγραφα αφορούν ήδη περατωθείσα διαδικασία, όπως συμβαίνει και στην υπόθεση T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής, αλλά συνδεόμενη με άλλη δίκη που εξακολουθεί να εκκρεμεί. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε κατά τι η κοινολόγηση των υπομνημάτων επί της περατωθείσας υποθέσεως θα ήταν βλαπτική για την εκκρεμή δίκη, τη στιγμή κατά την οποία η προσφεύγουσα σε αμφότερες τις υποθέσεις είναι η ίδια και έχει ήδη λάβει γνώση των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή με τα αφορώντα την πρώτη υπόθεση υπομνήματά της.

40      Η Επιτροπή παρατηρεί, προκαταρκτικώς, ότι, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, δεν της αντέταξε «γενικευμένη» άρνηση διεκπεραιώσεως της αιτήσεώς της ούτε άρνηση κοινολογήσεως ολόκληρης κατηγορίας εγγράφων. Δέχεται ότι τα προσκομιθέντα ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων δικόγραφά της δεν εξαιρούνται αφ’ εαυτών από την κοινολόγηση, δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις από τη γενική αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Πάντως, ισχυρίζεται ότι, οσάκις εφαρμόζεται εξαίρεση, πρέπει να τηρείται, οπότε σε περίπτωση κατά την οποία η κοινολόγηση ενός εγγράφου «θα έθιγε» την προστασία των ένδικων διαδικασιών ή των ερευνών, δεν πρέπει να κοινολογείται. Προσθέτει ότι η χρήση της ευκτικής (θα έθιγε), η οποία υπαινίσσεται κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως, σημαίνει ότι ενδέχεται να επέλθει αρνητικό αποτέλεσμα και όχι ότι είναι απόλυτα βέβαιο ότι παρόμοιο αποτέλεσμα πρόκειται να επέλθει.

41      Όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των ένδικων διαδικασιών, η Επιτροπή αναφέρει, πρώτον, ότι κάθε εθνικό ή διεθνές δικαιοδοτικό σύστημα καθιερώνει ίδια γραμμή συμπεριφοράς ως προς την αντιμετώπιση των υποβαλλομένων ενώπιον δικαστηρίου δικογράφων. Όπως υπογράμμισε και η ίδια η προσφεύγουσα, τα ευρωπαϊκά δικαστήρια διασφαλίζουν πολύ υψηλό επίπεδο διαφανείας, εφόσον, πέραν του γεγονότος ότι κάθε υπόθεση αποτελεί αντικείμενο ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με σύνοψη των λόγων και των κύριων επιχειρημάτων, επίκληση των οποίων γίνεται με την προσφυγή ή αγωγή, η συζήτηση ακροατηρίου είναι δημόσια και τα επιχειρήματα των διαδίκων αποτελούν αντικείμενο συνθέσεως με την έκθεση ακροατηρίου και επαναλαμβάνονται και εξετάζονται με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα και με την απόφαση.

42      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προστασία των ένδικων διαδικασιών την υποχρεώνει να λαμβάνει υπόψη την ακολουθούμενη συναφώς από κάθε δικαστήριο γραμμή συμπεριφοράς. Ούτε το Δικαστήριο ούτε το Πρωτοδικείο δημοσιεύουν τα δικόγραφα που τους υποβάλλονται, ενώ όσον αφορά το δεύτερο, η πρόσβαση των τρίτων στην υπόθεση αποτελεί αντικείμενο αυστηρού ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, των οδηγιών στον γραμματέα του Πρωτοδικείου, οι οποίες θεσπίστηκαν στις 3 Μαρτίου 1994 (EE 1994, L 78, σ. 32), όπως τροποποιήθηκαν για τελευταία φορά στις 5 Ιουνίου 2002 (EE 2002, L 160, σ. 1), σύμφωνα με το οποίο «ουδείς τρίτος, είτε πρόκειται για ιδιώτη είτε για δημόσιο φορέα, έχει το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως ή στα έγγραφα της διαδικασίας, χωρίς ρητή έγκριση του προέδρου και αφού ακουστούν οι διάδικοι», η δε «έγκριση αυτή μπορεί να χορηγηθεί μόνον ύστερα από έγγραφη αίτηση που πρέπει να συνοδεύεται από λεπτομερή αιτιολόγηση του έννομου συμφέροντος προς μελέτη του φακέλου». Εξάλλου, ο κανονισμός 1049/2001 δεν προβλέπει το πώς τα δικαστήρια οφείλουν να διαχειρίζονται τις ενώπιόν τους διαδικασίες. Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι δεν υφίσταται γενικός κανόνας ως προς την εμπιστευτικότητα των δικογράφων ή ως προς το αν οι διάδικοι δύνανται να τα κοινοποιούν σε τρίτους, υπογραμμίζοντας, πάντως, ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις οσάκις «η κοινοποίηση εγγράφου θα μπορούσε να θίξει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης» (διάταξη του Δικαστηρίου της 3ης Απριλίου 2000, C‑376/98, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑2247, σκέψη 10).

43      Το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε και εφάρμοσε επί των δικογράφων τη γενική αρχή περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης, δυνάμει της οποίας οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή, ιδίως εκ μέρους του κοινού (προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, σκέψη 136). Το γεγονός ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις είναι ευρέως γνωστές στο κοινό δεν μπορεί να συγχέεται με το δικαίωμα των διαδίκων να μην εκθέτουν δημοσίως τα γραπτά επιχειρήματά τους.

44      Κατά την Επιτροπή, το δημόσιο συμφέρον δεν απαιτεί την κοινολόγηση του συνόλου των δικογράφων, η οποία θα μπορούσε να αποβεί ακόμη και καταστροφική, εφόσον ο γραπτός διάλογος μεταξύ των διαδίκων υφίσταται κίνδυνος να μετατραπεί σε δημόσιο διάλογο επ’ ευκαιρία του οποίου θα μπορούσαν να ασκηθούν πιέσεις στους επιφορτισμένους με υπόθεση εκπροσώπους, ενώ το βάσιμο ορισμένων επιχειρημάτων θα μπορούσε να εκτεθεί σε άλλες εξωτερικές πιέσεις. Η ανάγκη προστασίας της εύρυθμης διεξαγωγής των συζητήσεων, συνεπώς, προτάσσεται της αναγκαιότητας οι δημοσιογράφοι να είναι επαρκώς προετοιμασμένοι για τη συζήτηση ακροατηρίου. Η συστηματική κοινολόγηση θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει καταστροφική ανισορροπία μεταξύ των θεσμικών οργάνων και του συνόλου ή ορισμένων από τους λοιπούς μιας υποθέσεως διαδίκους, οι οποίοι δεν οφείλουν να επιτρέψουν την πρόσβαση στα υπομνήματά τους βάσει των αυτών προϋποθέσεων που ισχύουν με εκείνες των θεσμικών οργάνων.

45      Δεύτερον, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, όταν επιλαμβάνεται αιτήσεως προσβάσεως κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001, εξετάζει καταρχάς αν η διαδικασία στην οποία αναφέρεται το αιτούμενο έγγραφο έχει φθάσει στο στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ακολούθως δε αν, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα προηγήθηκαν, η προστασία των ένδικων διαδικασιών απαιτεί να μην επιτραπεί πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο. Έτσι, αρνήθηκε την κοινολόγηση των υπομνημάτων της στις υποθέσεις T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής, και T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, οι οποίες εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου.

46      Ενδέχεται επίσης να υφίστανται λόγοι απαιτούντες την άρνηση προσβάσεως σε έγγραφο μετά τη συνεδρίαση ή την έκδοση της αποφάσεως, οσάκις καθίσταται αναγκαία η προστασία της διατυπούμενης εγγράφως πανομοιότυπης επιχειρηματολογίας με εκείνη που επαναλαμβάνεται σε συναφή και ακόμη εκκρεμούσα υπόθεση. Η άρνηση να επιτραπεί η πρόσβαση στα αφορώντα την υπόθεση T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής, υπομνήματα, υπόθεση η οποία περατώθηκε ήδη με την έκδοση αποφάσεως του Πρωτοδικείου, στηρίζεται σε παρόμοια αιτιολογία, η ίδια μάλιστα η προσφεύγουσα άσκησε στη συνέχεια αγωγή αποζημιώσεως (υπόθεση T‑212/03, MyTravel κατά Επιτροπής), η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί. Ο δεσμός μεταξύ των δύο υποθέσεων έγκειται στο γεγονός ότι ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως θα μπορούσαν επίσης να συζητηθούν στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως.

47      Όσον αφορά τη στάθμιση των διακυβευομένων εν προκειμένω συμφερόντων, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος δικαιολογούντος την κοινολόγηση των αιτηθέντων εγγράφων ουδέποτε μπορεί να τεκμαίρεται για οποιαδήποτε κατηγορία εγγράφων, αλλ’ ότι πρέπει πάντοτε να χωρεί λαμβάνοντας υπόψη τα λοιπά διακυβευόμενα συμφέροντα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, έννοια της οποίας δεν δίδεται ο ορισμός με τον κανονισμό 1049/2001, μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον έχει αποδειχθεί ότι εφαρμόζεται μία από τις εξαιρέσεις.

48      Εξάλλου, αν η εξαίρεση υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, το οποίο συνιστά εξαίρεση της εξαιρέσεως, εφαρμοζόταν συστηματικά προκειμένου να δικαιολογηθεί η κοινολόγηση των εγγράφων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, φυσικό επακόλουθο θα ήταν ότι η αφορώσα τις ένδικες διαδικασίες εξαίρεση θα στερούνταν οποιασδήποτε πρακτικής αποτελεσματικότητας. Κατά τη στάθμιση των διακυβευομένων εν προκειμένω συμφερόντων πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη το γεγονός ότι πληροφορίες σχετικές με υπόθεση έχουν ήδη γνωστοποιηθεί στο κοινό, καταρχάς στο στάδιο της ασκήσεως της προσφυγής (δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των κύριων ισχυρισμών και επιχειρημάτων της προσφεύγουσας) και ακολούθως μέσω της εκθέσεως ακροατηρίου. Όσον αφορά τα αιτηθέντα από την προσφεύγουσα στην παρούσα δίκη έγγραφα, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο καλύτερος τρόπος διαφυλάξεως του δημόσιου συμφέροντος ενέκειτο στην κατοχύρωση της εύρυθμης διεξαγωγής των ενδίκων διαδικασιών εν προκειμένω.

49      Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είναι διάδικος σε καμία από τις δίκες στις οποίες αναφέρονται τα έγγραφα των οποίων ζητήθηκε η κοινολόγηση, καθώς και το ότι ούτε η ίδια ούτε τα μέλη της έχουν την πρόθεση να ασκήσουν πιέσεις επί της Επιτροπής, ουδόλως στερεί λυσιτελείας την προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 138 της ως άνω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο σκοπός της κοινολογήσεως των δικογράφων επί της υποθέσεως εκείνης ήταν εσφαλμένος. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, δεδομένου ότι η κοινολόγηση ενός εγγράφου επιβεβαιώνει ότι μπορεί να διαδοθεί ελεύθερα, η εκ μέρους της προσφεύγουσας δέσμευση να μην ασκήσει πιέσεις δεν εγγυάται ότι κάποια άλλη κατηγορία του κοινού θα έχει την ίδια συμπεριφορά.

50      Επί πλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Interporc II (σκέψεις 40 και 41), το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι η κατηγορία επί της οποίας εφαρμόζεται η αφορώσα τις ένδικες διαδικασίες εξαίρεση καλύπτει όλα τα έγγραφα που συντάσσει η Επιτροπή αποκλειστικά για τους σκοπούς συγκεκριμένης ένδικης διαδικασίας. Η προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Interporc II, έχει, έτσι, προσδιορίσει το πεδίο εφαρμογής της αφορώσας τις ένδικες διαδικασίας εξαιρέσεως, χωρίς, πάντως, να εξαιρεί τα ως άνω έγγραφα από το δικαίωμα του κοινού να έχει πρόσβαση στην ως άνω κατηγορία εγγράφων, ενώ η προπαρατεθείσα στη σκέψη 36 απόφαση van der Wal κατά Επιτροπής (σκέψεις 27 έως 30) επιβεβαίωσε ότι δεν υφίσταται γενικευμένος αποκλεισμός των εγγράφων αυτών υποχρεώνων την Επιτροπή να μην τα κοινολογεί. Επομένως, η απόφαση Interporc II εξακολουθεί να είναι λυσιτελής από απόψεως δικαίου και τηρείται εν προκειμένω, εφόσον η Επιτροπή, πόρρω απέχοντας του να έχει αντιτάξει γενικευμένη άρνηση, προέβη σε εξέταση κάθε εγγράφου ανά περίπτωση κεχωρισμένως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

51      Πρώτον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό, ιδίως, με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του, αποσκοπεί στο να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική αποτελεσματικότητα στο δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 61).

52      Όντως, όπως προκύπτει επίσης από τον εν λόγω κανονισμό, ιδίως από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του, το άρθρο 1, στοιχείο α΄, αυτού και το άρθρο 4 αυτού, το οποίο προβλέπει συναφώς καθεστώς εξαιρέσεων, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα υπόκειται και αυτό σε ορισμένους περιορισμούς δικαιολογούμενους από λόγους δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος (προπαρατεθείσα στη σκέψη 51 απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 62).

53      Δεδομένου ότι συνιστούν απόκλιση από τη γενική αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, οι ως άνω εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικά (προπαρατεθείσα στη σκέψη 51 απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 63, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, T‑391/03 και T-70/94, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2023, σκέψη 84· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, όσον αφορά τον κώδικα συμπεριφοράς του 1993, προπαρατεθείσα στη σκέψη 36 απόφαση του Δικαστηρίου van der Wal κατά Επιτροπής, σκέψη 27, και απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2001, C‑353/99 P, Συμβούλιο κατά Hautala, Συλλογή 2001, σ. I‑9565, σκέψη 25· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 1999, T‑309/97, Bavarian Lager κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3217, σκέψη 39, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 66).

54      Πρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη εξέταση όσον αφορά την αντιμετώπιση αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να ενέχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πράγματι, αφενός, το γεγονός αποκλειστικά και μόνο ότι ένα έγγραφο αφορά προστατευόμενο μέσω εξαιρέσεως συμφέρον δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της ως άνω εξαιρέσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, T-110/03, Τ-150/03 και T-405/03, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑1429, σκέψη 75, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 105). Παρόμοια εφαρμογή δικαιολογείται, κατ’ αρχήν, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το θεσμικό όργανο εξέτασε προηγουμένως, πρώτον, αν η πρόσβαση στο έγγραφο ήταν ικανή να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά το προστατευόμενο συμφέρον και, δεύτερον, στις προβλεπόμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001 περιπτώσεις, αν υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογούν την κοινοποίηση του συγκεκριμένου εγγράφου. Αφετέρου, ο κίνδυνος διακυβεύσεως ενός προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός. Επομένως, η εξέταση στην οποία πρέπει να χωρήσει το θεσμικό όργανο προκειμένου να εφαρμόσει τυχόν εξαίρεση πρέπει να διενεργείται κατά συγκεκριμένο τρόπο και να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, T‑2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1121, στο εξής: απόφαση VKI, σκέψη 69, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 115).

55      Εξάλλου, η συγκεκριμένη αυτή εξέταση πρέπει να χωρεί για κάθε αναφερόμενο στην αίτηση έγγραφο. Πράγματι, όπως προκύπτει από τον κανονισμό 1049/2001, όλες οι παρατιθέμενες στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 αυτού εξαιρέσεις απαριθμούνται υπό την έννοια ότι πρέπει να εφαρμόζονται «σε συγκεκριμένο έγγραφο» (προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση VKI, σκέψη 70, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 116). Όσον αφορά την ratione temporis εφαρμογή των ιδίων αυτών εξαιρέσεων, το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού προβλέπει ότι εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται «εκ του περιεχομένου του εγγράφου».

56      Εξ αυτού έπεται ότι εν πάση περιπτώσει η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση είναι αναγκαία, καθόσον, ακόμη και όταν είναι σαφές ότι η αίτηση προσβάσεως αφορά έγγραφα που καλύπτονται από εξαίρεση, μόνο μία τέτοια εξέταση επιτρέπει στο κοινοτικό όργανο να αξιολογήσει τη δυνατότητα παροχής μερικής προσβάσεως στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 (προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση VKI, σκέψη 73, προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 117). Εξάλλου, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ως άνω κανονισμού, το Πρωτοδικείο έκρινε ως κατ’ αρχήν ανεπαρκή αξιολόγηση εγγράφων ανά κατηγορία και όχι με βάση τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα, ενώ η απαιτούμενη εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εξέταση πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει συγκεκριμένα αν η προβαλλόμενη εξαίρεση εφαρμόζεται όντως στο σύνολο των περιλαμβανομένων στα εν λόγω έγγραφα πληροφοριών (προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση VKI, σκέψεις 74 και 76· όσον αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Οκτωβρίου 2000, T‑123/99, JT’s Corporation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3269, σκέψεις 46 έως 48).

57      Η υποχρέωση ενός θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εκτίμηση του περιεχομένου των διαλαμβανομένων στην αίτηση προσβάσεως εγγράφων συνιστά λύση αρχής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση VKI, σκέψεις 74 και 75), η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις παρατιθέμενες στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις, ανεξάρτητα από τον τομέα στον οποίο αναφέρονται τα αιτηθέντα έγγραφα. Δεδομένου ότι ο κανονισμός δεν περιλαμβάνει καμία συγκεκριμένη διάταξη αφορώσα την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των ένδικων διαδικασιών, η σχετική λύση αρχής εφαρμόζεται και επί της εν λόγω εξαιρέσεως.

58      Πάντως, η ανωτέρω λύση αρχής δεν σημαίνει ότι απαιτείται παρόμοια εξέταση σε κάθε περίπτωση. Πράγματι, εφόσον η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση στην οποία οφείλει κατ’ αρχήν να προβεί το κοινοτικό όργανο, προκειμένου να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως που του υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001, αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στο εν λόγω κοινοτικό όργανο, αφενός, να αξιολογήσει σε ποιον βαθμό είναι εφαρμοστέα τυχόν εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως και, αφετέρου, στο να αξιολογήσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως, η εν λόγω εξέταση ενδέχεται να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση πρέπει να απορριφθεί ή αντίθετα πρέπει να επιτραπεί. Αυτό θα συνέβαινε, ιδίως, αν ορισμένα έγγραφα είτε καλύπτονταν, καταρχάς, προδήλως και στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε, αντιστρόφως, αν ήσαν προδήλως προσβάσιμα στο σύνολό τους είτε, τέλος, αν αποτέλεσαν στο παρελθόν αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης αξιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής υπό παρεμφερείς περιστάσεις (προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση VKI, σκέψη 75).

59      Δεύτερον, όσον αφορά τη σχετική με την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από τον ευρύ ορισμό της εννοίας του εγγράφου, κατά το άρθρο 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και από τη διατύπωση και την ίδια την ύπαρξη εξαιρέσεως αφορώσας την προστασία των ένδικων διαδικασιών, βούληση του κοινοτικού νομοθέτη δεν ήταν να αποκλείσει τη δράση των θεσμικών οργάνων σε επίπεδο ένδικων διαφορών από το δικαίωμα προσβάσεως των πολιτών αλλά να προβλέψει συναφώς ότι αυτά αρνούνται την κοινολόγηση των εγγράφων που άπτονται ένδικης διαδικασίας στις περιπτώσεις όπου με παρόμοια κοινολόγηση διακυβεύεται η διαδικασία στην οποία τα έγγραφα αναφέρονται.

60      Δεύτερον, το Πρωτοδικείο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι η έννοια των «ενδίκων διαδικασιών», η οποία ερμηνεύθηκε στο πλαίσιο του κώδικα συμπεριφοράς του 1993 ως καλύπτουσα τα υπομνήματα ή τα κατατιθέμενα δικόγραφα, τα εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων επί της εκκρεμούσας υποθέσεως και την επί της υποθέσεως επικοινωνία μεταξύ της ενδιαφερόμενης γενικής διευθύνσεως και της νομικής υπηρεσίας ή ενός δικηγορικού γραφείου (προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Interporc II, σκέψη 41), ασκεί επίσης επιρροή στο πλαίσιο του κανονισμού 1049/2001 (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 90). Έτσι, τα υποβληθέντα ενώπιον του κοινοτικού δικαστή εκ μέρους της Επιτροπής υπομνήματα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αφορώσας την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαιρέσεως, υπό την έννοια ότι αφορούν προστατευόμενο συμφέρον.

61      Τρίτον, το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως καλύπτει όλα τα συνταχθέντα αποκλειστικά για τους σκοπούς συγκεκριμένης ένδικης διαδικασίας έγγραφα (προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Interporc II, σκέψη 40, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψεις 88 και 89), ιδίως δε τα κατατεθέντα από τα θεσμικά όργανα υπομνήματα, δεν μπορεί αφ’ εαυτού να δικαιολογήσει την εφαρμογή της προβαλλόμενης εξαιρέσεως. Πράγματι, όπως έκρινε το Δικαστήριο, όταν πρόκειται για την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, η αντλούμενη από την προστασία του δημόσιου συμφέροντος εξαίρεση στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι υποχρεώνει την Επιτροπή να αρνείται την πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που συνέταξε αποκλειστικά για τους σκοπούς παρόμοιας δίκης (προπαρατεθείσα στη σκέψη 36 απόφαση van der Wal κατά Επιτροπής, σκέψη 30).

62      Παρόμοια ερμηνεία επιβάλλεται στο πλαίσιο του κανονισμού 1049/2001, τούτο δε καθόσον η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού εξαίρεση σχετικά με την προστασία των ένδικων διαδικασιών διατυπώνεται κατά περιοριστικότερο τρόπο σε σχέση με εκείνη του κώδικα συμπεριφοράς του 1993. Πράγματι, αφενός, η άρνηση της προσβάσεως δικαιολογείται, στο πλαίσιο του κανονισμού 1049/2001, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η κοινολόγηση του συγκεκριμένου εγγράφου «θα έθιγε» το εμπλεκόμενο συμφέρον και όχι πλέον, όπως προβλεπόταν στο πλαίσιο του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, στην περίπτωση κατά την οποία η κοινολόγηση «θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος» του ως άνω συμφέροντος. Τούτο συνεπάγεται ότι το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο οφείλει να εξετάσει, για κάθε αιτούμενο έγγραφο, αν, υπό το φως των πληροφοριών που διαθέτει, η κοινολόγησή του μπορεί πράγματι να θίξει ένα από τα προστατευόμενα μέσω του καθεστώτος των εξαιρέσεων συμφέροντα (όσον αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Φεβρουαρίου 1998, T‑124/96, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑231, σκέψη 52, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 56 απόφαση JT’s Corporation κατά Επιτροπής, σκέψη 64). Αφετέρου, ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η κοινολόγηση του αιτηθέντος εγγράφου θα έθιγε την προστασία της συγκεκριμένης ένδικης διαδικασίας, ότι η πρόσβαση επιτρέπεται εφόσον το δικαιολογεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, στοιχείο το οποίο δεν προβλεπόταν στο πλαίσιο του κώδικα συμπεριφοράς του 1993.

63      Τέταρτον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εξαίρεση από τη γενική αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα, η οποία αφορά την προστασία των ένδικων διαδικασιών, αποσκοπεί ειδικότερα στην κατοχύρωση του δικαιώματος οποιουδήποτε προσώπου να τυγχάνει δίκαιης ακροάσεως από ανεξάρτητο δικαστήριο, το οποίο συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα προβλεπόμενο στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής εμπνεόμενος από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών καθώς και από τα στοιχεία που παρέχει ιδίως η ΕΣΔΑ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2006, C‑341/04, Eurofood IFSC, Συλλογή 2006, σ. I‑3813, σκέψη 65, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑411/04 P, Salzgitter Mannesmann κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 40 και 41), καθώς και στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Άρα, η ως άνω εξαίρεση καλύπτει όχι μόνο τα συμφέροντα των διαδίκων στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας αλλά γενικότερα την εύρυθμη διεξαγωγή της τελευταίας.

64      Κατόπιν αυτού, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο, υπό το φως των αρχών που προεξετέθησαν στις σκέψεις 51 έως 63, να ελέγξει αν εν προκειμένω η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι η άρνηση κοινολογήσεως των υπομνημάτων που η ίδια κατέθεσε στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής, C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, και T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής, καλυπτόταν από την αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση.

–       Επί της αρνήσεως προσβάσεως στα υπομνήματα επί των υποθέσεων T‑209/01, T‑210/01 και C‑203/03

65      Πρώτον, πρέπει να ελεγχθεί, όσον αφορά τα επί τούτου κατονομαζόμενα με την αίτηση προσβάσεως έγγραφα αν η Επιτροπή προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση του περιεχομένου κάθε αιτηθέντος εγγράφου, πράγμα που αμφισβητεί η προσφεύγουσα, η οποία κάνει λόγο για τη γενικότητα της προβαλλόμενης δικαιολογίας προς άρνηση της προσβάσεως.

66      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν προέβη σε παρόμοια εξέταση. Πράγματι, με την ως άνω απόφαση, η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε ούτε στο περιεχόμενο των επίδικων υπομνημάτων ούτε στο ειδικό αντικείμενο κάθε διαδικασίας στην οποία αυτά εντάσσονταν προκειμένου να καταδείξει την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης συναφούς προστασίας. Περιορίστηκε στον γενικόλογο ισχυρισμό ότι η άρνηση προσβάσεως στα αφορώντα τις εκκρεμείς υποθέσεις στις οποίες ήταν η ίδια διάδικος υπομνήματα καλυπτόταν από την αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση, υπό την έννοια ότι η κοινολόγησή τους θα έθιγε τη στάση της ως διαδίκου, εκθέτοντάς την στον κίνδυνο εξωτερικών πιέσεων. Παρόμοια αιτιολόγηση μπορεί επίσης να εφαρμοστεί σε όλα τα υπομνήματα της Επιτροπής σχετικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις στις οποίες είναι η ίδια διάδικος.

67      Πρέπει συναφώς να παρατηρηθεί ότι η γενικότητα της αιτιολογήσεως επί της οποίας στηρίζει την άρνηση προσβάσεως, καθώς και ο λακωνικός ή στερεότυπος χαρακτήρας της συνιστούν δείκτη ελλείψεως συγκεκριμένης εξετάσεως μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αντικειμενικώς εφικτό να αναφέρονται οι λόγοι που δικαιολογούν την άρνηση προσβάσεως σε κάθε έγγραφο χωρίς κοινολόγηση του περιεχομένου του ή ενός ουσιώδους στοιχείου του και, συνακόλουθα, χωρίς να αποστερείται η εξαίρεση του βασικού σκοπού της (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 84· βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά τον κώδικα συμπεριφοράς του 1993, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 1997, T-105/95, WWF UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑313, σκέψη 65). Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, η ανάγκη των θεσμικών οργάνων να μην αποκαλύπτουν τα στοιχεία που θα έθιγαν εμμέσως τα προστατευόμενα ειδικά με τις ως άνω εξαιρέσεις συμφέροντα υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 9, παράγραφος 4, και στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (προπαρατεθείσα στη σκέψη 51 απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 83).

68      Πάντως, εν προκειμένω η έλλειψη συγκεκριμένης εξετάσεως προκύπτει από τους λόγους που επέλεξε η Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως, καθόσον είναι εντελώς άσχετοι προς το περιεχόμενο των αιτηθέντων υπομνημάτων. Η υποτιθέμενη επιταγή να τηρηθεί η γραμμή συμπεριφοράς του κοινοτικού δικαστή όσον αφορά την πρόσβαση τρίτων στα δικόγραφα, καθώς και η ανάγκη διασφαλίσεως της ευταξίας των συζητήσεων και αποφυγής οποιασδήποτε πιέσεως επί των εκπροσώπων, η οποία ουδόλως συνδέεται, στα πλαίσια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με τη φύση των σχετικών πληροφοριών και/ή τον ενδεχόμενο ευαίσθητο χαρακτήρα του αντικειμένου της διαφοράς, καταδεικνύουν στην πραγματικότητα, κατά την Επιτροπή, ότι τυχόν συγκεκριμένη αξιολόγηση του περιεχομένου καθενός από τα αιτηθέντα υπομνήματα δεν ήταν αναγκαία για την απόφασή της επί της αιτήσεως προσβάσεως της προσφεύγουσας.

69      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της Επιτροπής, ο οποίος περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τον οποίο το ότι επέτρεψε την πρόσβαση στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο πλαίσιο της προδικαστικής υποθέσεως C‑224/01, Köbler, η οποία εκκρεμούσε ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου, καταδεικνύει ότι η αίτηση της API εξετάστηκε για κάθε έγγραφο κεχωρισμένως. Πράγματι, το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό απλώς και μόνον ότι η Επιτροπή προέβη σε διάκριση ανάλογα με τη φύση της προσφυγής και το στάδιο στο οποίο βρισκόταν κάθε συγκεκριμένη διαδικασία. Στηριζόμενη σε παρόμοια διάκριση, επέτρεψε την πρόσβαση στις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747), ή στο πλαίσιο της υποθέσεως που εξακολουθούσε να εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά της οποίας η προφορική διαδικασία είχε ήδη περατωθεί (C‑280/00, Köbler), ενώ αρνήθηκε την πρόσβαση όσον αφορά τα υπομνήματα που υπέβαλε στο πλαίσιο ευθειών προσφυγών που εξακολουθούσαν να εκκρεμούν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

70      Εξάλλου, σε απάντηση ερωτήματος του Πρωτοδικείου κατά τη συζήτηση ακροατηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, οσάκις εκδίδει απόφαση επί αιτήσεως προσβάσεως στα κατατεθέντα στο πλαίσιο εκκρεμουσών υποθέσεων υπομνήματα, η ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συνεδριάσεως συνιστά καθοριστικής σημασίας στοιχείο υπό την έννοια ότι θεωρεί ότι τα ως άνω δικόγραφα απαιτούν εμπιστευτική μεταχείριση, ως κατ’ ελάχιστον προστασία, τουλάχιστον μέχρι της ημερομηνίας διεξαγωγής της ενώπιον του δικαστή συζητήσεως. Μόνον μετά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, συντρέχει, κατ’ αυτήν, τεκμήριο προσβάσεως, οπότε προβαίνει, όσον αφορά τις προδικαστικές υποθέσεις, σε εξέταση κάθε περιπτώσεως κεχωρισμένως, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που περιλαμβάνουν τα αιτούμενα έγγραφα και τον ευαίσθητο χαρακτήρα της διαφοράς. Αντιθέτως, όσον αφορά τις ευθείες προσφυγές, η Επιτροπή θεωρεί ότι η άρνηση προσβάσεως επιβάλλεται μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, ενώ στην περίπτωση συναφών εκκρεμουσών υποθέσεων, μέχρι την περάτωση της επίδικης συναφούς υποθέσεως.

71      Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, όχι μόνον η Επιτροπή δεν προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση κάθε αιτηθέντος εγγράφου, αλλά θεώρησε ότι όλα τα κατατεθέντα επί των υποθέσεων στις οποίες ήταν η ίδια διάδικος υπομνήματα και οι οποίες εκκρεμούσαν έπρεπε αυτομάτως και σφαιρικώς να θεωρηθούν ως καλυπτόμενα από την αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση χωρίς να απαιτείται παρόμοια εξέταση.

72      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν, λόγω ειδικών περιστάσεων συντρεχουσών εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορούσε να απαλλαγεί της υποχρεώσεώς της να προβεί σε συγκεκριμένη εξέταση του περιεχομένου των αφορώντων τις υποθέσεις T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής, και C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, υπομνημάτων. Προς τούτο, πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί αν τα επίδικα έγγραφα ενέπιπταν στο σύνολό τους στην ίδια κατηγορία, οπότε η ίδια αιτιολογία εφαρμόζεται επ’ αυτών. Ακολούθως, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει να ελεγχθεί αν η αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση, όπως εφαρμόστηκε στην προκειμένη περίπτωση εκ μέρους της Επιτροπής, καλύπτει προδήλως και στο σύνολό τους τα εμπίπτοντα στην εν λόγω κατηγορία έγγραφα, υπό την έννοια ότι η προβληθείσα ανάγκη προστασίας ήταν πραγματική (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση VKI, σκέψεις 83 και 84).

73      Κατ’ αρχήν, προστατευόμενο συμφέρον, όπως εν προκειμένω η προστασία των ένδικων διαδικασιών, μπορεί να θιγεί, λόγω της φύσεως των πληροφοριών που εμπεριέχουν τα επίδικα έγγραφα, με την κοινολόγησή τους. Επομένως, η ανά κατηγορία αξιολόγηση προϋποθέτει, προκειμένου να είναι εφικτός ο προσδιορισμός των πιθανολογούμενων συνεπειών από την πράξη κοινολογήσεως επί των ένδικων διαδικασιών, ότι τα έγγραφα που εμπίπτουν στην εξατομικευθείσα κατηγορία εμπεριέχουν τον ίδιο τύπο πληροφοριών. Πράγματι, η έλλειψη συγκεκριμένης εξετάσεως δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είναι πρόδηλο ότι η εξαίρεση της οποίας γίνεται επίκληση εφαρμόζεται όντως επί του συνόλου των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα αιτηθέντα έγγραφα (προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση VKI, σκέψη 75).

74      Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση των συμφερόντων τα οποία η επίδικη εξαίρεση σκοπεί να προστατεύσει, όπως προκύπτει από τις διατυπωθείσες ανωτέρω στη σκέψη 63 παρατηρήσεις, καθώς και από το γεγονός ότι τα έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε η πρόσβαση είναι τα υπομνήματα του ενός των διαδίκων της δίκης, δεν μπορεί να αποκλείεται ότι η μη κοινολόγηση δικαιολογείται ενδεχομένως επί συγκεκριμένη χρονική περίοδο για λόγους ανεξάρτητους του περιεχομένου κάθε αιτηθέντος εγγράφου, αρκεί οι ίδιοι αυτοί λόγοι να δικαιολογούν την ανάγκη προστασίας των επίδικων εγγράφων στο σύνολό τους.

75      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί, αφενός, ότι τα υπομνήματα για τα οποία ζητήθηκε η πρόσβαση συντάχθηκαν από την Επιτροπή υπό την ιδιότητά της ως διαδίκου σε τρεις ευθείες προσφυγές που εκκρεμούσαν ακόμη κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, κάθε ένα από τα αφορώντα τις εν λόγω τρεις υποθέσεις υπομνήματα μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτον στην ίδια κατηγορία, οπότε μία και μόνο αιτιολόγηση μπορούσε να θεμελιώσει την άρνηση προσβάσεως.

76      Αφετέρου, η Επιτροπή θεμελίωσε κατ’ ουσία την άρνηση προσβάσεως στα κατατεθέντα στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής, και C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, υπομνήματα στην ανάγκη κατοχυρώσεως της θέσεώς της ως διαδίκου, είτε πρόκειται για την ιδιότητά της ως καθής/εναγομένης είτε ως προσφεύγουσας/ενάγουσας, ισχυριζόμενη ότι η κοινολόγησή τους θα ήταν ικανή να οδηγήσει σε ανισορροπία μεταξύ της ιδίας και των άλλων διαδίκων της δίκης, θα ήταν βλαπτική για την ευταξία των συζητήσεων ενώπιον του δικαστή και θα αντέβαινε προς την γραμμή συμπεριφοράς που ακολουθεί εν προκειμένω ο κοινοτικός δικαστής. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν οι ανωτέρω λόγοι δικαιολογούν την άποψη ότι τα ως άνω υπομνήματα καλύπτονταν προδήλως στο σύνολό τους από την αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση.

77      Προς τούτο, πρέπει να εξεταστεί η λυσιτέλεια του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θεσπίστηκε σε χρόνο κατά τον οποίο τα επίδικα υπομνήματα δεν είχαν συζητηθεί ακόμη ενώπιον του δικαστή, υπενθυμίζεται δε ότι, κατά την Επιτροπή, η ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως αποτελεί αποφασιστικής σημασίας στοιχείο ως προς την προς έκδοση απόφαση σχετικά με την πρόσβαση στα αιτηθέντα υπομνήματα, υπό την έννοια ότι η άρνηση προσβάσεως καθίσταται αναγκαία πριν από τη σχετική ημερομηνία προκειμένου να αποφεύγεται οι εκπρόσωποί της να υπόκεινται σε εξωτερικές πιέσεις, ιδίως εκ μέρους του κοινού.

78      Επ’ αυτού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κοινολόγηση των υπομνημάτων της πριν από τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως θα μπορούσε να περιαγάγει την Επιτροπή στην κατάσταση να οφείλει να αντιμετωπίσει τις επικρίσεις και εναντιώσεις που θα μπορούσαν να εγερθούν έναντι των περιλαμβανομένων στα ως άνω έγγραφα επιχειρημάτων εκ μέρους των ειδικευμένων κύκλων καθώς και εκ μέρους του τύπου και της κοινής γνώμης εν γένει. Πέραν των πιθανών πιέσεων επί των εκπροσώπων της, οι εν λόγω επικρίσεις και εναντιώσεις θα μπορούσαν ειδικότερα να έχουν ως αποτέλεσμα να την επιφορτίσουν με επιπλέον καθήκον, καθόσον θα μπορούσε να θεωρήσει εαυτή υποχρεωμένη να τις λάβει υπόψη της κατά την ενώπιον του δικαστή υπεράσπιση της θέσεώς της, ενώ οι διάδικοι που δεν υπέχουν την υποχρέωση κοινολογήσεως των υπομνημάτων τους δύνανται να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή.

79      Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία συνιστά ένα από τα στοιχεία της ευρύτερης εννοίας της δίκαιης δίκης, εμπεριέχει την υποχρέωση κάθε διάδικος να διαθέτει ευλόγως τη δυνατότητα να εκθέτει συναφώς την άποψή του υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική κατάσταση έναντι εκείνης του αντιδίκου του (βλ., ΕΔΑΔ, απόφαση Dombo Beheer BV κατά Κάτω Χωρών της 27ης Οκτωβρίου 1993, σειρά A αριθ. 274, § 33, και Ernst κ.λπ. κατά Βελγίου της 15ης Ιουλίου 2003, § 60, και Vezon κατά Γαλλίας της 18ης Απριλίου 2006, § 31). Πάντως, ναι μεν το γεγονός της κοινολογήσεως των υπομνημάτων του δεν είναι αφ’ εαυτού ικανό να περιαγάγει το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο σε κατάσταση σαφώς μειονεκτική κατά την ενώπιον του δικαστή έκθεση της απόψεώς του, πάντως, γεγονός παραμένει ότι η διασφάλιση ανταλλαγής πληροφοριών και γνωμών, απαλλαγμένης από κάθε εξωτερική επιρροή, μπορεί να απαιτεί, προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης, την απαγόρευση της προσβάσεως του κοινού στα υπομνήματα των θεσμικών οργάνων ενόσω τα περιλαμβανόμενα σε αυτά επιχειρήματα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεως ενώπιον του δικαστή.

80      Εξάλλου, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου (σκέψεις 136 έως 138), οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή, ιδίως εκ μέρους του κοινού. Καίτοι η ως άνω σκέψη εκ μέρους του Πρωτοδικείου διατυπώθηκε προκειμένου να κριθεί η καταχρηστική εκ μέρους ενός διαδίκου χρήση του υπομνήματος αντικρούσεως του αντιδίκου στα πλαίσια της δίκης, πρέπει, πάντως, να εκληφθεί υπό την έννοια ότι, μέχρι τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η διαδικασία πρέπει να προστατεύεται από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή.

81      Πράγματι, όπως και κάθε άλλος διάδικος στα πλαίσια της δίκης, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει και να συζητήσει την άποψή της πέραν οποιασδήποτε εξωτερικής επιρροής, τούτο δε κατά μείζονα λόγο που η θέση την οποία υπερασπίζεται στοχεύει κατ’ αρχήν στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου στόχου, λόγω της φύσεως των συμφερόντων τα οποία υπενθυμίζονται ανωτέρω στη σκέψη 63, τα οποία η επίδικη εξαίρεση κατατείνει να προστατεύσει, απαιτεί τα υπομνήματά της να μη κοινολογούνται προτού της δοθεί η δυνατότητα να τα συζητήσει ενώπιον του δικαστή κατά τη δημόσια συνεδρίαση και, άρα, να δικαιούται να αρνηθεί την πρόσβασή τους στο κοινό λόγω τυχόν πιέσεων επί των εκπροσώπων της οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν λαβή για δημόσια συζήτηση μετά την κοινολόγησή τους, χωρίς να απαιτείται, προς τον σκοπό αυτό, να προβεί η ίδια σε συγκεκριμένη αξιολόγηση του περιεχομένου τους.

82      Έτσι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, εφόσον η διαδικασία στην οποία αναφέρονται τα υπομνήματα για τα οποία ζητείται η πρόσβαση δεν διήλθε ακόμη από το στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η άρνηση κοινολογήσεως των ως άνω υπομνημάτων πρέπει να θεωρείται ως καλύπτουσα το σύνολο των περιεχομένων σε αυτά πληροφοριακών στοιχείων. Αντιθέτως, μετά τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να χωρήσει σε συγκεκριμένη αξιολόγηση κάθε αιτηθέντος εγγράφου προκειμένου να διαπιστώσει, υπό το φως του ειδικού περιεχομένου του, αν μπορεί να κοινολογηθεί ή αν η κοινολόγησή του θα έθιγε την ένδικη διαδικασία στην οποία αναφέρεται.

83      Τα ανωτέρω συμπεράσματα δεν αναιρούν τα συναφή επιχειρήματα των διαδίκων.

84      Πρώτον, το συμπέρασμα ότι πρέπει να αποκλείονται από το δικαίωμα προσβάσεως, κατά γενικευμένο και αυτόματο τρόπο, τα υπομνήματα μέχρι την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το γεγονός που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα με τα έγγραφά της ότι η κοινολόγηση των δικογράφων επιτρέπεται σε πλείονα κράτη μέλη, επιπλέον δε προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, το οποίο ορίζει ότι «τα κατατιθέμενα στη Γραμματεία έγγραφα είναι προσπελάσιμα στο κοινό, εκτός αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφασίσει άλλως». Η έκταση της εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως διευκρινίζεται στο άρθρο 33 του Κανονισμού Διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του οποίου προβλέπεται η δυνατότητα αρνήσεως της προσβάσεως σε συγκεκριμένο έγγραφο λόγω κάποιων δημόσιων ή ιδιωτικών συμφερόντων τα οποία προσδιορίζονται σαφώς ή επαρκώς, «στον βαθμό που ο πρόεδρος του τμήματος κρίνει ως αυστηρώς αναγκαίο, οσάκις, σε ειδικές περιστάσεις, η δημοσιότητα είναι ικανή να θίξει τα συνδεόμενα με την απονομή της δικαιοσύνης συμφέροντα».

85      Συναφώς, αρκεί να υπομνηστεί ότι, σε αντίθεση με τις ανωτέρω διατάξεις, οι δικονομικοί κανόνες των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων δεν προβλέπουν δικαίωμα προσβάσεως των τρίτων στα κατατεθέντα από τους διαδίκους στη Γραμματεία δικόγραφα.

86      Δεύτερον, το συμπέρασμα ότι είναι αναγκαίο να χωρεί συγκεκριμένη αξιολόγηση του περιεχομένου των αιτηθέντων υπομνημάτων εφόσον αφορούν υπόθεση επί της οποίας διεξήχθη ήδη η συζήτηση ακροατηρίου δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι η Επιτροπή, όπως ισχυρίζεται η ίδια, είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τη γραμμή συμπεριφοράς του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, οπότε οφείλει, όταν πρόκειται για εκκρεμείς υποθέσεις στις οποίες είναι η ίδια διάδικος, να αρνείται την πρόσβαση στα αιτούμενα υπομνήματα μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως.

87      Γεγονός είναι ότι τα υπομνήματα των διαδίκων είναι κατ’ αρχήν εμπιστευτικά όσον αφορά την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή αντιμετωπισή τους. Πράγματι, το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου (στο εξής: Οργανισμός), ο οποίος τυγχάνει επίσης εφαρμογής και επί του Πρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού, απαιτεί αποκλειστικά τη γνωστοποίησή τους στους διαδίκους και στα θεσμικά όργανα της Κοινότητας των οποίων προσβάλλονται οι αποφάσεις. Επιπλέον, το άρθρο 16, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, καθώς και το άρθρο 24, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, προβλέπουν τη δυνατότητα χορηγήσεως αντιγράφων των δικογράφων μόνο στους διαδίκους, ενώ το άρθρο 5, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, των οδηγιών προς τον Γραμματέα του Πρωτοδικείου εξαρτά την πρόσβαση των τρίτων στα δικόγραφα από την ύπαρξη δικαιολογημένου συμφέροντος που πρέπει να δικαιολογείται δεόντως.

88      Πάντως, οι ανωτέρω διατάξεις δεν απαγορεύουν στους διαδίκους να κοινοποιούν τα δικά τους υπομνήματα, το δε Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ουδείς κανόνας ή ουδεμία διάταξη επιτρέπει ή εμποδίζει τους διαδίκους να κοινοποιούν τα δικόγραφά τους σε τρίτους και ότι, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων όπου η κοινολόγηση εγγράφου θα μπορούσε να θίξει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, πράγμα που δεν συντρέχει εν προκειμένω, ισχύει η αρχή ότι οι διάδικοι είναι ελεύθεροι να κοινοποιούν τα δικόγραφά τους (προπαρατεθείσα στη σκέψη 42 διάταξη Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 10). Η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου, πέραν του ότι αποκλείει την αναγνώριση απόλυτης αρχής περί εμπιστευτικότητας, συνεπάγεται και το ότι η κοινολόγηση υπομνημάτων σχετικά με εκκρεμούσες υποθέσεις δεν θίγει κατ’ ανάγκη την αρχή περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

89      Οι οικείες διατάξεις δεν επιβάλλουν περαιτέρω στα θεσμικά όργανα την υποχρέωση να ακολουθούν, όταν πρόκειται για την εφαρμογή των κανόνων περί προσβάσεως στα έγγραφα, τη γραμμή συμπεριφοράς του δικαιοδοτικού οργάνου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση στην οποία αναφέρονται τα υπομνήματα των οποίων ζητείται η κοινολόγηση, το δε Δικαστήριο έκρινε, κατ’ εφαρμογήν του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, ότι από το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικάζεται η υπόθεσή του δικαίως από ανεξάρτητο δικαστήριο δεν μπορεί να συνάγεται ότι το επιληφθέν διαφοράς δικαστήριο είναι κατ’ ανάγκη αποκλειστικά αρμόδιο να επιτρέπει την πρόσβαση στα έγγραφα της σχετικής ένδικης διαδικασίας και τούτο κατά μείζονα λόγο καθόσον οι κίνδυνοι να θιγεί η ανεξαρτησία του δικαστή έχουν ληφθεί αρκούντως υπόψη από τον συγκεκριμένο κώδικα και από την σε κοινοτικό επίπεδο ένδικη προστασία έναντι των πράξεων της Επιτροπής που επιτρέπουν την πρόσβαση στα έγγραφα που αυτή κατέχει (προπαρατεθείσα στη σκέψη 36 απόφαση van der Wal κατά Επιτροπής, σκέψεις 17 και 19). Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, ελλείψει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται επί τούτου, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001 μπορεί να περιοριστεί στη δικαιολογία ότι οι διατάξεις των παρατεθέντων ανωτέρω στη σκέψη 87 Κανονισμών Διαδικασίας δεν διέπουν την πρόσβαση των τρίτων και τυγχάνουν εφαρμογής ως lex specialis (όσον αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, βλ., υπό την έννοια αυτή, την προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Interporc II, σκέψεις 37, 44 και 46).

90      Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι μόνες δικονομικές διατάξεις οι οποίες επιβάλλουν στους διαδίκους την υποχρέωση της μη κοινολογήσεως είναι εκείνες του άρθρου 56, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του άρθρου 57 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου οι οποίες προβλέπουν ότι η απόφαση περί διεξαγωγής της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών συνεπάγεται απαγόρευση της δημοσιεύσεως των συζητήσεων. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Οργανισμού, η συνεδρίαση είναι δημόσια, εκτός αν το Δικαστήριο αποφασίσει άλλως, αυτεπαγγέλτως ή αιτήσει των διαδίκων, για σοβαρούς λόγους. Παρόμοια διάταξη ως προς τη δημοσιότητα των συζητήσεων αποτελεί την εφαρμογή θεμελιώδους αρχής την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 6 παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. ΕΔΑΔ, απόφαση Sutter κατά Ελβετίας της 22ας Φεβρουαρίου 1984, σειρά A αριθ. 74, § 26· απόφαση Diennet κατά Γαλλίας της 26ης Σεπτεμβρίου 1995, σειρά A αριθ. 325-A, § 33, και απόφαση Exel κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 5ης Ιουλίου 2005, § 45):

«Η σχετική δημοσιότητα προστατεύει τους ιδιώτες έναντι μυστικής δικαιοσύνης μη υποκείμενης στον έλεγχο του κοινού· συνιστά επίσης έναν από τους λόγους που συμβάλλουν στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης εντός των δικαστηρίων. Μέσω της ούτως αναγνωριζόμενης στην απονομή της δικαιοσύνης διαφανείας, η δημοσιότητα συνεπικουρεί στην επίτευξη του στόχου του άρθρου 6, παράγραφος 1: στη δίκαιη δίκη, η κατοχύρωση της οποίας καταλέγεται μεταξύ των αρχών κάθε δημοκρατικής, κατά την έννοια της [ΕΣΔΑ], κοινωνίας.»

91      Προβλέποντας ότι ο δικαστής αποφασίζει κατ’ εξαίρεση τη διεξαγωγή συνεδριάσεως κεκλεισμένων των θυρών, το άρθρο 31 του Οργανισμού επιβεβαιώνει ότι, αφενός, με την τυχόν κοινολόγηση των υπομνημάτων που έχουν ήδη συζητηθεί δημόσια κατά τη συζήτηση ακροατηρίου και αποτελούν αντικείμενο συνόψεως, επίσης προσβάσιμης στο κοινό με την ίδια ευκαιρία, δεν υφίσταται, κατ’ αρχήν, κίνδυνος να παρεμποδιστεί η εύρυθμη διεξαγωγή της εν λόγω δίκης. Τυχόν ανάγκη εμπιστευτικότητας, είτε απόλυτης είτε μερικής, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως του δικαστή μόνο πριν από τη διεξαγωγή της συζητήσεως, οπότε το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο επιτρέπει την πρόσβαση μόνον μετά την ημερομηνία της συζητήσεως διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα τυχόν αποφάσεως του δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή αιτήσει ενός διαδίκου, να διεξαχθεί η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών.

92      Από όλες τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο επειδή δεν προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση των υπομνημάτων σχετικά με τις υποθέσεις T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής, και C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, ούτε υπέπεσε σε πλάνη περί την εκτίμηση εκτιμώντας ότι υφίστατο δημόσιο συμφέρον προς προστασία των εν λόγω υπομνημάτων.

93      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001, η πρόσβαση στα αιτηθέντα από την προσφεύγουσα υπομνήματα έπρεπε τουλάχιστον να επιτραπεί, έστω και αν η κοινολόγησή τους υπήρχε όντως πιθανότητα να αποβεί εις βάρος της προστασίας των εν λόγω ένδικων διαδικασιών, εφόσον υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογούσε την κοινολόγησή τους.

94      Επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν προσδιορίζει την έννοια του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος. Διευκρινίζεται επίσης ότι, όταν πρόκειται για προστατευόμενα από την επίδικη εξαίρεση συμφέροντα και σε αντίθεση προς τα προστατευόμενα μέσω των εξαιρέσεων συμφέροντα, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, για τα οποία ο ίδιος ο νομοθέτης χώρησε σε στάθμιση των συμφερόντων, εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο να προβεί στη στάθμιση του δημόσιου συμφέροντος που συνδέεται με την κοινολόγηση έναντι του συμφέροντος που θα ικανοποιούνταν από τυχόν άρνηση κοινολογήσεως, υπό το φως, ενδεχομένως, των προβληθέντων από τον αιτούντα συναφώς επιχειρημάτων.

95      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στο να ισχυριστεί ότι το δικαίωμα του κοινού να ενημερώνεται επί σημαντικών ζητημάτων κοινοτικού δικαίου, όπως είναι τα ζητήματα σε θέματα ανταγωνισμού, καθώς και επί ζητημάτων που προσλαμβάνουν ορισμένο πολιτικό ενδιαφέρον, όπως συμβαίνει στις αφορώσες τις προσφυγές λόγω παραβάσεως περιπτώσεις, προτάσσεται της προστασίας των ένδικων διαδικασιών. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001 συνιστά εξαίρεση από εξαίρεση και ότι, επομένως, αν επρόκειτο να εφαρμοστεί συστηματικά, ως έκφραση της αρχής περί διαφανείας, η αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση θα στερούνταν οποιασδήποτε πρακτικής αποτελεσματικότητας. Ελλείψει συγκεκριμένων επιχειρημάτων της προσφεύγουσας περί της υπάρξεως επιτακτικής ανάγκης ενημερώσεως του κοινού επί των ως άνω ζητημάτων, η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δημόσιο συμφέρον ικανοποιείται καλύτερα οσάκις προστατεύεται η εύρυθμη διεξαγωγή των ένδικων διαδικασιών.

96      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι είναι βέβαιο ότι η ελευθερία του Τύπου διαδραματίζει βασικό ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Πράγματι, εναπόκειται στον Τύπο να κοινοποιεί πληροφορίες επί όλων των ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη σύνταξη των πρακτικών και με σχολιασμούς ένδικων διαδικασιών, γεγονός που συμβάλλει στο να γίνονται γνωστές και είναι απόλυτα συμβατό με την απαίτηση δημοσιότητας της συνεδριάσεως, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 90. Είναι επίσης βέβαιο ότι το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει τις ως άνω πληροφορίες συνιστά την έκφραση της αρχής περί διαφανείας, η οποία υλοποιείται από το σύνολο των διατάξεων του κανονισμού 1049/2001, όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη αυτού, σύμφωνα με την οποία η διαφάνεια εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων, παράλληλα δε εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι του πολίτη, ενώ συμβάλλει στην ενίσχυση της αρχής της δημοκρατίας.

97      Το κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001 υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο δύναται να δικαιολογήσει την κοινολόγηση εγγράφου θίγοντος την προστασία των ένδικων διαδικασιών, πρέπει κατ’ αρχήν να διακρίνεται από τις ανωτέρω αρχές επί των οποίων θεμελιώνεται ο οικείος κανονισμός. Πάντως, το γεγονός ότι ο αιτούμενος πρόσβαση δεν επικαλείται κανένα δημόσιο συμφέρον διακρινόμενο από τις ως άνω αρχές δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι δεν είναι αναγκαία η στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων. Πράγματι, η επίκληση των ιδίων αυτών αρχών μπορεί να χαρακτηρίζεται, υπό το φως των ειδικών περιστάσεων που ισχύουν συναφώς, από επιτακτικότητα βαίνουσα πέραν της ανάγκης προστασίας των επίδικων εγγράφων.

98      Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι η δυνατότητα του κοινού να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με υποθέσεις που εκκρεμούν διασφαλίζεται από το γεγονός ότι κάθε προσφυγή, ευθύς μετά την άσκησή της, αποτελεί αντικείμενο, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και με το άρθρο 24, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, η οποία μεταδίδεται επίσης μέσω του διαδικτύου στις ιστοσελίδες Eur-lex και Curia, όπου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της διαφοράς και τα αιτήματα της προσφυγής ή αγωγής, καθώς και οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα των οποίων γίνεται επίκληση. Επιπλέον, η έκθεση ακροατηρίου, η οποία περιλαμβάνει σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων, δημοσιοποιείται την ημέρα της συζητήσεως ακροατηρίου, κατά τη διάρκεια της οποίας, άλλωστε, συζητούνται δημόσια τα επιχειρήματα των διαδίκων.

99      Αφετέρου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η εφαρμογή της σχετικής με την προστασία των επίδικων ένδικων διαδικασιών εξαιρέσεως έχει ιδίως ως στόχο το να αποφεύγεται οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή στην εύρυθμη διεξαγωγή τους. Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, το συνδεόμενο με την προστασία ενός τέτοιου στόχου συμφέρον τίθεται ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των αιτηθέντων εκ μέρους της προσφεύγουσας υπομνημάτων, όταν πρόκειται για συμφέρον, η προστασία του οποίου είναι αναγκαία για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

100    Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι το συμφέρον το οποίο συνίστατο στην προστασία των επίδικων ένδικων διαδικασιών προτασσόταν του προβαλλόμενου από την προσφεύγουσα γενικού συμφέροντος το οποίο συνδέεται ενδεχομένως με την κοινολόγηση. Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι παρόμοιος περιορισμός δεν είναι απόλυτος, καθόσον καλύπτει στο σύνολό τους τα υπομνήματα για τα οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση αποκλειστικά μέχρι την ημερομηνία διεξαγωγής της συνεδριάσεως.

101    Εξ αυτού έπεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση θεωρώντας ότι το επικληθέν από την προσφεύγουσα συμφέρον δεν ήταν ικανό να δικαιολογήσει την κοινολόγηση των επίδικων υπομνημάτων.

102    Από όλες τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι είναι απορριπτέο το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον αφορά την άρνηση προσβάσεως στα υπομνήματα σχετικά με τις υποθέσεις T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής, και C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας.

–       Επί της αρνήσεως προσβάσεως στα αφορώντα την υπόθεση T‑342/99 υπομνήματα

103    Όσον αφορά την άρνηση προσβάσεως στα υποβληθέντα στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής, υπομνήματα, υποθέσεως η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουνίου 2002, ήτοι ενάμισι περίπου έτος πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή ισχυρίστηκε με την ως άνω απόφαση ότι η επιβαλλόμενη προστασία των ένδικων διαδικασιών εξακολουθούσε να ισχύει λόγω του ότι την ως άνω απόφαση ακολούθησε αγωγή αποζημιώσεως στρεφόμενη κατά της ίδιας (υπόθεση T‑212/03, MyTravel κατά Επιτροπής). Συγκεκριμένα, υπογράμμισε ότι η δεύτερη υπόθεση, η οποία εξακολουθούσε να εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, συνδεόταν στενά με την περατωθείσα διά της εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως διαδικασία, υπό την έννοια ότι τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η ίδια προκειμένου να υπεραμυνθεί της νομιμότητας της ακυρωθείσας με την ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου αποφάσεως θα αποτελούσαν και αντικείμενο των συζητήσεων στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαδικασίας.

104    Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της αντικρούσεως, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑212/03, MyTravel κατά Επιτροπής, στις 28 Φεβρουαρίου 2004, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2003. Όπως διευκρίνισε η ίδια η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είχε ακόμα αποφασίσει ποια θα ήσαν τα επιχειρήματα, μεταξύ εκείνων που περιείχαν τα κατατεθέντα στο πλαίσιο της ήδη περατωθείσας υποθέσεως υπομνήματα, που επρόκειτο να προβάλει και στο πλαίσιο της εκκρεμούς υποθέσεως. Η συνολική άρνηση προσβάσεως στα ως άνω υπομνήματα οφείλεται συνεπώς στη βούληση της Επιτροπής να διαφυλάξει τη δυνατότητα επιλογής των επιχειρημάτων που επρόκειτο να προβάλει προκειμένου να υπεραμυνθεί της στάσεώς της στα πλαίσια της εκκρεμούς υποθέσεως.

105    Παρόμοια δικαιολογία δεν είναι προδήλως ικανή να αποτελέσει στοιχείο του ότι η άρνηση προσβάσεως στα επίδικα υπομνήματα καλυπτόταν από τη σχετική εξαίρεση, υπό την έννοια ότι παρίστατο αναγκαία η προστασία τους στο σύνολό τους λόγω του ότι η κοινολόγησή τους θα μπορούσε να θίξει την εκκρεμούσα διαδικασία η οποία συνδεόταν με εκείνη στην οποία ανάγονται τα υπομνήματα.

106    Πρώτον, προέχει να υπογραμμιστεί ότι τα υπομνήματα στα οποία η προσφεύγουσα ζήτησε να έχει πρόσβαση αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση, περατωθείσα με απόφαση του Πρωτοδικείου. Εξ αυτού έπεται ότι το περιεχόμενό τους όχι μόνον κατέστη δημόσιο υπό τη μορφή συνόψεως μέσω της εκθέσεως για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που συνέταξε το Πρωτοδικείο και συζητήθηκε κατά τη διάρκεια δημόσιας συνεδριάσεως, αλλ’ επίσης επαναλήφθηκε στην απόφαση του Πρωτοδικείου. Άρα, όσον αφορά επιχειρήματα τα οποία έχουν ήδη περιέλθει στο κοινό, τουλάχιστον υπό τη μορφή συνόψεως, η προβαλλόμενη από την Επιτροπή ανάγκη αρνήσεως της προσβάσεως στο σύνολο των αιτηθέντων υπομνημάτων, αποκλειστικά και μόνον επειδή τα περιλαμβανόμενα σε αυτά επιχειρήματα πρόκειται να συζητηθούν στο πλαίσιο έτερης υποθέσεως, η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί, είναι ικανή να στερήσει του περιεχομένου της τη γενική αρχή που συνίσταται στην παροχή στο κοινό της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα. Πράγματι, παρόμοια προσέγγιση έχει ως συνέπεια ότι χωρεί πρόδηλη αναστροφή μεταξύ του θεσπιζόμενου με τον κανονισμό 1049/2001 κανόνα, ο οποίος συνίσταται στο δικαίωμα προσβάσεως, και των εξαιρέσεων από το ως άνω δικαίωμα, οι οποίες, σύμφωνα με την παρατιθέμενη ανωτέρω στη σκέψη 53 νομολογία, πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικώς.

107    Δεύτερον, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο δεν επικαλείται κατ’ εξαίρεση την ίδια επιχειρηματολογία σε υποθέσεις που αφορούν ενδεχομένως τους ίδιους διαδίκους, αλλ’ έχουν διαφορετικό αντικείμενο ή ακόμη αφορούν διαφορετικούς διαδίκους αλλ’ έχουν το ίδιο αντικείμενο. Το απλό γεγονός ότι τα ήδη προβληθέντα ενώπιον του δικαστή, στο πλαίσιο περατωθείσας υποθέσεως, επιχειρήματα ενδέχεται επίσης να συζητηθούν στο πλαίσιο παρεμφερούς υποθέσεως ή στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας από τον ίδιο διάδικο, ο οποίος υπήρξε ο νικήσας διάδικος επί της προσφυγής του ακυρώσεως, ουδόλως επαναφέρει τη φύση του κινδύνου να θιγεί η εξέλιξη της διαδικασίας που εξακολουθεί να εκκρεμεί.

108    Οι προβληθέντες από την Επιτροπή λόγοι προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στα υπομνήματα που αφορούν την υπόθεση T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής, θα μπορούσαν να ισχύουν επίσης, αν γίνονταν δεκτοί, σε όλες τις περιπτώσεις όπου η περιλαμβανόμενη σε υπομνήματα αφορώντα περατωθείσα υπόθεση επιχειρηματολογία δύναται να προβληθεί και στα πλαίσια εκκρεμούς υποθέσεως.

109    Εξάλλου, εν προκειμένω, όπως υπογραμμίστηκε ήδη ανωτέρω στη σκέψη 104, η άρνηση προσβάσεως αποφασίστηκε από την Επιτροπή λόγω του ότι η ίδια θεώρησε ότι έπρεπε να επιλέξει αδέσμευτα, μεταξύ των περιλαμβανομένων στα ως άνω υπομνήματα επιχειρημάτων, εκείνα που θα χρησιμοποιούσε επίσης σε εκκρεμή υπόθεση. Παρόμοια επιχειρηματολογία, η οποία συνεπάγεται και την αδυναμία αντιμετωπίσεως μερικής προσβάσεως, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή δεν κατέδειξε ότι η κοινολόγηση του περιεχομένου των αιτηθέντων από την προσφεύγουσα υπομνημάτων θα μπορούσε να θίξει την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας επί της εκκρεμούς ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεως T‑212/03, MyTravel κατά Επιτροπής.

110    Η υποτιθέμενη ανάγκη προστασίας των επιχειρημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται ενδεχομένως σε διαδικασία που εξακολουθεί να εκκρεμεί δεν μπορεί συνεπώς να αποτελέσει λόγο αρνήσεως προσβάσεως σε αφορώντα ήδη περατωθείσα με την έκδοση αποφάσεως του Πρωτοδικείου υπόθεση υπομνήματα, ελλείψει οποιασδήποτε ειδικής αιτιολογήσεως σκοπούσας στο να καταδείξει ότι η κοινολόγησή τους θα έθιγε την εκκρεμή ένδικη διαδικασία. Οι φόβοι που εξέφρασε η Επιτροπή εξακολουθούν να παραμένουν απλοί ισχυρισμοί και ως εκ τούτου είναι υπερβολικά υποθετικοί (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα στη σκέψη 54 απόφαση VKI, σκέψη 84).

111    Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως αρνούμενη την πρόσβαση στα αφορώντα την υπόθεση T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής, υπομνήματα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθόσον αφορά την ως άνω άρνηση.

 Επί της αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα με θεμέλιο την εξαίρεση ως προς την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας, όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

 Επιχειρήματα των διαδίκων

112    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνηθεί την κοινολόγηση των υπομνημάτων της, στηριζόμενη στην αφορώσα την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας εξαίρεση, με το αιτιολογικό ότι τα υπομνήματα υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω παραβάσεως που εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου ή που, μολονότι περατώθηκαν με απόφασή του, εξακολουθούν πάντοτε να εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι οι προσφυγές λόγω παραβάσεως έχουν κάποια σημασία σε πολιτικό επίπεδο, οπότε το δημόσιο συμφέρον που συνδέεται με την πρόσβαση στα έγγραφα επί του θέματος είναι σημαντικό και αυξάνει όσο προχωρεί η έρευνα.

113    Λόγω του ότι η αφορώσα την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας εξαίρεση εμπεριέχει μια ισχυρή συνιστώσα πραγματικών περιστατικών και στοχεύει κυρίως στην απαλοιφή ή στην αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων, ο κίνδυνος να θιγεί το συνδεόμενο με την προστασία των ερευνών δημόσιο συμφέρον μειώνεται σταδιακά όσο συσσωρεύονται τα αποδεικτικά στοιχεία. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, δεδομένου ότι το συνδεόμενο με την κοινολόγηση δημόσιο συμφέρον αυξάνει σταθερά και το εξυπηρετούμενο διά της προστασίας των ερευνών δημόσιο συμφέρον μειώνεται σταθερά, τα αφορώντα τις προσφυγές λόγω παραβάσεως έγγραφα των θεσμικών οργάνων θα έπρεπε να δημοσιοποιούνται τουλάχιστον μερικώς ή υπό μη εμπιστευτική εκδοχή. Άρα, η Επιτροπή οφείλει, σε περίπτωση αρνήσεως προσβάσεως, να προσκομίσει την απόδειξη ότι θίγεται σοβαρά το οικείο δημόσιο συμφέρον.

114    Κατά την προσφεύγουσα, ο χρόνος από τον οποίο το συνδεόμενο με την κοινολόγηση δημόσιο συμφέρον προτάσσεται της προστασίας των ερευνών είναι αυτός της ενώπιον του Δικαστηρίου ασκήσεως της προσφυγής, λόγω του γεγονότος ότι, στο συγκεκριμένο στάδιο της υποθέσεως, έχουν αποτύχει οι καταβληθείσες προσπάθειες για την επίτευξη φιλικού διακανονισμού. Η θέση αυτή συνάδει προς την προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα πριν από την άσκηση της προσφυγής λόγω παραβάσεως συνταχθέντα από την Επιτροπή έγγραφα, ήτοι τα έγγραφα οχλήσεως και οι αιτιολογημένες γνώμες κατά το στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, εξαιρούνταν από την πρόσβαση του κοινού σ’ αυτά. Επί πλέον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η ως άνω απόφαση αφορά τον κώδικα συμπεριφοράς του 1993, το δε άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρότερα σε σχέση με τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως.

115    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η διαδικασία λόγω παραβάσεως έχει ως στόχο τη συμμόρφωση του εθνικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο και όχι τη «δίωξη» των κρατών μελών. Ενόσω, λοιπόν, το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί, ισχύει πάντοτε το ενδεχόμενο φιλικού διακανονισμού, και τότε απαιτείται η προστασία ενός διαλόγου υπό καθεστώς εμπιστευτικότητας, όπως αναγνώρισε το Πρωτοδικείο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 68). Συναφώς, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι η συγκεκριμένη απόφαση αφορά αποκλειστικά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, εφόσον τα αιτηθέντα στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης έγγραφα ήσαν έγγραφα οχλήσεως και αιτιολογημένες γνώμες, στερείται παντελώς βάσεως, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι η απαιτούμενη εμπιστευτικότητα αφορά το σύνολο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως μέχρι το στάδιο της εκδόσεως της αποφάσεως (προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

116    Αναφερόμενη στο παράρτημα II της 20ής εκθέσεως σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή προσθέτει ότι οι στατιστικές για το έτος 2002 αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του διαλόγου μεταξύ της ιδίας και των κρατών μελών με αντικείμενο τις παραβάσεις, στατιστικές από τις οποίες προκύπτει ότι, επί 361 προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι 69 αποσύρθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως και οι 22 τέθηκαν στο αρχείο προτού καν κινηθεί νέα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ. Άρα, όσον αφορά τη διεξαγωγή διαλόγου, ο οποίος μπορεί να παραταθεί, ενδεχομένως, μέχρις ότου υπάρξει απόφαση επί μεταγενέστερης προσφυγής δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ, η κοινολόγηση των επιχειρημάτων της Επιτροπής θα μπορούσε να θίξει τη διαδικασία παραβάσεως διακυβεύοντας το κλίμα εμπιστοσύνης που επικρατεί μεταξύ αυτής και των κρατών μελών.

117    Για να μη διακυβευθεί ακριβώς ο συνιστάμενος στην επίτευξη φιλικού διακανονισμού της διαφοράς της με τις αυστριακές αρχές στόχος, στην αίτηση χορηγήσεως των δικογράφων της Επιτροπής επί της εκκρεμούς υποθέσεως C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, δόθηκε αρνητική απάντηση. Η πρόσβαση στα δικόγραφα επί των υποθέσεων ελεύθερης αεροπλοΐας δεν επετράπη για παρεμφερείς λόγους, δεδομένου ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν συμμορφώνονται πάντοτε προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες διαπιστώνεται η παράβαση, ενώ εξακολουθούν να εκκρεμούν και συναφείς δίκες κατ’ άλλων κρατών μελών.

118    Τέλος, κατά την Επιτροπή, δεν συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον απαιτούν την κοινολόγηση των δικογράφων όλων των διαδικασιών παραβάσεως, εκτός και αν στερείται παντελώς πρακτικής αποτελεσματικότητας η αφορώσα την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας εξαίρεση. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, με τη δήλωση στην οποία προέβη κατά τον χρόνο θεσπίσεως του κανονισμού 1049/2001, διαβεβαίωσε ότι αποδεχόταν ότι «οι διαδικασίες παραβάσεως δεν καταλέγονται ρητώς μεταξύ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού εξαιρέσεων, καθόσον εκτιμ[ούσε] ότι το κείμενο ως είχε ουδαμώς [έθιγε] την τρέχουσα πρακτική σχετικά με την προστασία της εμπιστευτικότητας την οποία εγγυάται για την άσκηση των καθηκόντων της σε θέμα ελέγχου της τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου» (πρακτικό του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2001, έγγραφο 9204/01 ADD 1, σ. 3). Επιπλέον, το προς προστασία δημόσιο συμφέρον έγκειται στη δυνατότητα της Επιτροπής να πείσει το κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς το κοινοτικό δίκαιο, γεγονός που απαιτεί την τήρηση ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ τους και αρνήσεως οποιασδήποτε προσβάσεως στα έγγραφα πριν από την περάτωση της υποθέσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

119    Υπενθυμίζεται ότι η αφορώσα την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας εξαίρεση είχε ήδη προβλεφθεί με τον κώδικα συμπεριφοράς του 1993. Όπως υπογραμμίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 62, σε σχέση με την προστασία των ένδικων διαδικασιών, οι διαφορές μεταξύ του κώδικα αυτού και του κανονισμού 1049/2001 έγκεινται, αφενός, στο γεγονός ότι ο πρώτος προέβλεπε τη δυνατότητα απαγορεύσεως της προσβάσεως του κοινού σε οποιοδήποτε έγγραφο, η κοινολόγηση του οποίου «θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος» των δραστηριοτήτων έρευνας, ενώ ο δεύτερος αφορά την περίπτωση κατά την οποία η κοινολόγηση «θα έθιγε» τις ως άνω δραστηριότητες, αφετέρου, στο γεγονός ότι ο πρώτος δεν προέβλεπε ότι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον προτάσσεται ενδεχομένως του συνδεόμενου με την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας συμφέροντος. Αντιθέτως, όπως ο κώδικας συμπεριφοράς του 1993, έτσι και ο κανονισμός 1049/2001 δεν εμπεριέχει ορισμό των δραστηριοτήτων έρευνας.

120    Σύμφωνα με την αφορώσα την ως άνω εξαίρεση νομολογία, εξαίρεση η οποία εισήχθη υπό το κράτος του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, θεωρήθηκε ως εγκύρως προβληθείσα από την Επιτροπή προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα αφορώντα έρευνες σχετικά με ενδεχόμενη παράβαση του κοινοτικού δικαίου δυνάμενη να οδηγήσει στην κίνηση της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ (προπαρατεθείσες στη σκέψη 67 απόφαση WWF UK κατά Επιτροπής και στη σκέψη 53 απόφαση Bavarian Lager κατά Επιτροπής), η οποία όντως κατέληξε στην κίνηση παρόμοιας διαδικασίας (προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής). Στις περιπτώσεις αυτές, κρίθηκε ότι η άρνηση προσβάσεως δικαιολογείται εκ του γεγονότος ότι τα κράτη μέλη νομιμοποιούνται να αναμένουν ότι η Επιτροπή τηρεί την εμπιστευτικότητα σχετικά με τις έρευνες που θα μπορούσαν να καταλήξουν ενδεχομένως σε διαδικασία παραβάσεως, ακόμη και μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου από την περάτωση των ως άνω ερευνών (προπαρατεθείσα στη σκέψη 67 απόφαση WWF UK κατά Επιτροπής, σκέψη 63), ακόμη δε και μετά την ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή (προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

121    Έτσι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η κοινολόγηση εγγράφων αφορώντων τη φάση έρευνας, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, θα μπορούσε να θίξει την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας λόγω παραβάσεως στον βαθμό κατά τον οποίο θα μπορούσε να διακυβευθεί (προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Bavarian Lager κατά Επιτροπής, σκέψη 46) o σκοπός της, ο οποίος συνίσταται στο να επιτρέψει στο κράτος μέλος να συμμορφωθεί αυτοβούλως προς τις επιταγές της Συνθήκης ή ενδεχομένως να του παράσχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει τη στάση του (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑191/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1998, σ. I‑5449, σκέψη 44). Η ως άνω απαιτούμενη εμπιστευτικότητα, όπως διευκρίνισε επίσης το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της εφαρμογής του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, διαρκεί ακόμη και μετά την ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή με το αιτιολογικό ότι δεν μπορεί να αποκλείεται ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, στοχεύουσες στη συμμόρφωση του τελευταίου αυτοβούλως προς τις επιταγές της Συνθήκης, ενδέχεται να συνεχιστούν κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως. Το ότι εξακολουθεί να ισχύει ο ως άνω στόχος, ήτοι ο φιλικός διακανονισμός της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, δικαιολογεί επομένως την άρνηση προσβάσεως σε έγγραφα συνταχθέντα στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ (προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

122    Ως προς το ερώτημα αν η αιτιολογία αυτή ισχύει για το σύνολο των υποβαλλόμενων από την Επιτροπή στο πλαίσιο προσφυγών λόγω παραβάσεως που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου υπομνημάτων, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο κάθε αιτούμενου εγγράφου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, όπως προκύπτει από τις παρατιθέμενες ανωτέρω στη σκέψη 73 παρατηρήσεις, επιτρέπεται τυχόν μη συγκεκριμένη εξέταση του περιεχομένου κάθε αιτηθέντος εγγράφου εφόσον τα επίδικα έγγραφα καλύπτονται προδήλως στο σύνολό τους από εξαίρεση εκ του δικαιώματος προσβάσεως.

123    Αυτό συμβαίνει οσάκις τα αιτηθέντα υπομνήματα περιλαμβάνουν τον ίδιο τύπο πληροφοριών και οσάκις η παράβαση επί της οποίας αναφέρονται αμφισβητείται από το οικείο κράτος μέλος. Πράγματι, στον βαθμό κατά τον οποίον η δυνατότητα επιτεύξεως φιλικού διακανονισμού της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους συνιστά ουσιώδη στόχο των δραστηριοτήτων έρευνας της Επιτροπής σχετικά με τις εκ μέρους των κρατών μελών αθετήσεις των απορρεουσών για τα ίδια από το κοινοτικό δίκαιο υποχρεώσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απαιτούμενη εμπιστευτικότητα των δικογράφων, η οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, πρέπει να μπορεί να διαφυλάσσεται μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί της τυχόν υπάρξεως της επίδικης παραβάσεως, η οποία περατώνει τη δίκη σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες που απορρέουν από τη διεξαχθείσα εκ μέρους της Επιτροπής έρευνα. Επί πλέον, στον βαθμό κατά τον οποίο τα εν λόγω έγγραφα αναφέρονται στα αποτελέσματα της έρευνας που έλαβε χώρα προς απόδειξη της υπάρξεως της αμφισβητούμενης παραβάσεως, δεν μπορούν παρά να καλύπτονται πλήρως από την ως άνω εξαίρεση.

124    Εν προκειμένω, η Επιτροπή αρνήθηκε να επιτρέψει στην προσφεύγουσα πρόσβαση στα υπομνήματά της σχετικά, αφενός, με προσφυγή λόγω παραβάσεως, η οποία εξακολουθούσε να εκκρεμεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (απόφαση C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας), οπότε η άρνηση αυτή θεμελιώθηκε επίσης στην αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση, αφετέρου, σχετικά με οκτώ παρεμφερείς προσφυγές λόγω παραβάσεως (υποθέσεις ελεύθερης αεροπλοΐας), επί των οποίων, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είχαν μεν εκδοθεί οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2002, αλλά τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν είχαν ακόμη συμμορφωθεί προς αυτές.

125    Αφ’ ής στιγμής, όπως προκύπτει από τη σκέψη 102 της παρούσας αποφάσεως, η άρνηση να επιτραπεί η πρόσβαση στα υπομνήματα που αφορούν την υπόθεση C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, καλύπτεται από την αφορώσα την προστασία των ένδικων διαδικασιών εξαίρεση, δεν συντρέχει λόγος εξετάσεως του αν μπορούσε επίσης να θεμελιωθεί στην αφορώσα την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας εξαίρεση. Επομένως, η εφαρμογή της ως άνω εξαιρέσεως πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά όσον αφορά την άρνηση προσβάσεως στα αφορώντα τις υποθέσεις ελεύθερης αεροπλοΐας υπομνήματα.

126    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όλα τα ανωτέρω υπομνήματα συνδέονται στενά, στον βαθμό κατά τον οποίον αναφέρονται κατ’ ανάγκη στα αποτελέσματα των ερευνών που διενήργησε η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, με την κίνηση των διαδικασιών λόγω παραβάσεως, στο πλαίσιο των οποίων κατατέθηκαν και αφορούν, επομένως, δραστηριότητες έρευνας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

127    Πάντως, δεδομένου ότι οποιαδήποτε εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 53, πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται συσταλτικώς, το γεγονός ότι τα αιτηθέντα έγγραφα αφορούν προστατευόμενο συμφέρον δεν μπορεί αφ’ εαυτού να δικαιολογήσει την εφαρμογή της προβληθείσας εξαιρέσεως, η δε Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η κοινολόγησή τους υπήρχε όντως η πιθανότητα να θίξει την προστασία των στόχων των δραστηριοτήτων της έρευνας σχετικά με τις επίδικες παραβάσεις.

128    Κατόπιν αυτού, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να ελέγξει αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί την εκτίμηση θεωρώντας ότι η άρνηση κοινολογήσεως των κατατεθέντων από την ίδια, στο πλαίσιο των επίδικων προσφυγών λόγω παραβάσεως, υπομνημάτων καλυπτόταν από την κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση.

129    Με την προσβαλλόμενη απόφασή της, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να εγκρίνει την πρόσβαση στα εν λόγω υπομνήματα λόγω του ότι, μολονότι οι επίδικες υποθέσεις είχαν περατωθεί με την έκδοση αποφάσεων του Δικαστηρίου, τα οικεία κράτη μέλη δεν είχαν ακόμη συμμορφωθεί προς αυτές, οπότε οι υποθέσεις αυτές εξακολουθούσαν να εκκρεμούν ενώπιόν της. Κατά την Επιτροπή, οι διεξαγόμενες με τα οικεία κράτη μέλη διαπραγματεύσεις με σκοπό να πεισθούν αυτά να συμμορφωθούν αυτοβούλως προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου θα διακυβεύονταν σε περίπτωση κοινολογήσεως των αιτηθέντων από την προσφεύγουσα υπομνημάτων. Εξ αυτού έπεται ότι ο στόχος της προστασίας των δραστηριοτήτων της έρευνας εξακολουθεί να ισχύει ενόσω τα ως άνω κράτη δεν συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Επιπλέον, όπως υπογράμμισε με το υπόμνημά της αντικρούσεως, κινήθηκαν διαδικασίες κατ’ άλλων κρατών μελών και εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις οι οποίες είναι συναφείς προς τις υποθέσεις ελεύθερης αεροπλοΐας, εφόσον έχουν το αυτό αντικείμενο.

130    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη στάση της Επιτροπής, ισχυριζόμενη, αφενός, ότι η προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, είναι αλυσιτελής εν προκειμένω λόγω του ότι αφορούσε έγγραφα που είχαν συνταχθεί πριν από την άσκηση της ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγής, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο επελήφθη συνεπάγεται ότι απέτυχαν οι καταβληθείσες προσπάθειες προς επίτευξη φιλικού διακανονισμού. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η ως άνω απόφαση αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, ο δε κανονισμός 1049/2001 πρέπει να τυγχάνει αυστηρότερης ερμηνείας ως προς τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως.

131    Πρέπει να υπογραμμιστεί πρώτον, ότι από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής δεν μπορεί να συναχθεί ότι μόνο τα συνταχθέντα πριν από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή έγγραφα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αρνήσεως προσβάσεως στο κοινό. Πράγματι, έγγραφα όπως έγγραφα οχλήσεως και αιτιολογημένες γνώμες έχουν ως σκοπό την οριοθέτηση του αντικειμένου της διαφοράς, γεγονός που συνεπάγεται ότι τα ανωτέρω έγγραφα και η προσφυγή πρέπει να στηρίζονται κατ’ ανάγκη στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1988, 298/86, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1988, σ. 4343, σκέψη 10, και της 1ης Φεβρουαρίου 2005, C‑203/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2005, σ. I‑935, σκέψη 28). Όπως υποστήριξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα αποδεικτικά στοιχεία και τα περιλαμβανόμενα στα υπομνήματα επιχειρήματα είναι συνεπώς πανομοιότυπα με εκείνα των αφορωσών την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία πράξεων, οπότε η εκ μέρους της προσφεύγουσας διάκριση στερείται θεμελίου.

132    Δεύτερον, καίτοι αληθεύει ότι ο συνιστάμενος στην επίτευξη φιλικού διακανονισμού στόχος συνιστά τη ratio της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, είναι εξίσου αληθές ότι, όπως καταδεικνύουν τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή στατιστικά στοιχεία, παρόμοιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συχνά μόνο μετά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως, αντίκειται προς τον σκοπό συγκεκριμένης διαδικασίας λόγω παραβάσεως, ο οποίος συνίσταται στο να υποχρεωθεί το οικείο κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς το κοινοτικό δίκαιο, να αποκλείεται η δυνατότητα παρόμοιο αποτέλεσμα να δύναται να επιτευχθεί μετά την άσκηση της προσφυγής. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε υπό την ίδια έννοια, κρίνοντας ότι η απαιτούμενη εμπιστευτικότητα ισχύει κατά χρόνο και μετά την προσφυγή στο Δικαστήριο για τον λόγο ότι δεν μπορεί να αποκλείεται ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, οι οποίες στοχεύουν στη συμμόρφωση του δεύτερου προς τις επιταγές της Συνθήκης αυτοβούλως, συνεχίζονται ενδεχομένως κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσα στη σκέψη 17 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

133    Παρόμοιο συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ratio της επίδικης εξαιρέσεως συνίσταται το να αποφεύγεται η αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων, παρόμοιος δε κίνδυνος είναι πολύ περιορισμένος μετά την ενώπιον του Δικαστηρίου άσκηση της προσφυγής της Επιτροπής. Πράγματι, η εν λόγω εξαίρεση, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, δεν σκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθ’ εαυτών, αλλά στοχεύει τις δραστηριότητες αυτές, οι οποίες, όπως προκύπτει από την ήδη παρατεθείσα στις σκέψεις 120 και 121 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, σκοπούν, στην περίπτωση προσφυγής λόγω παραβάσεως, στο να υποχρεωθεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς το κοινοτικό δίκαιο. Για τον λόγο αυτό, οι διάφορες πράξεις έρευνας εξακολουθούν ενδεχομένως να καλύπτονται από την επίδικη εξαίρεση ενόσω δεν επιτυγχάνεται ο σχετικός στόχος, ακόμη και αν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα ή η ειδική επιθεώρηση που έδωσε λαβή για τη σύνταξη του εγγράφου στο οποίο ζητείται η πρόσβαση (προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 110, και, κατ’ αναλογία, όσον αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑20/99, Denkavit Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3011, σκέψη 48).

134    Εν προκειμένω, όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο είχε ήδη από έτους περίπου εκδώσει τις αποφάσεις του περί αναγνωρίσεως των παραβάσεων που προσήπτε η Επιτροπή στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι κατά την ως άνω ημερομηνία δεν εκκρεμούσε καμία δραστηριότητα έρευνας προς απόδειξη της υπάρξεως των επίδικων παραβάσεων, η οποία δραστηριότητα θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο με την κοινολόγηση των αιτηθέντων εγγράφων.

135    Πάντως, πρέπει να ελεγχθεί αν, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, έγγραφα σχετιζόμενα με δραστηριότητες έρευνας δύνανται να θεωρηθούν ως καλυπτόμενα από την κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη παύλα, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση, τη στιγμή κατά την οποία οι επίδικες δραστηριότητες έχουν περατωθεί και οδήγησαν όχι μόνο στην ενώπιον του Δικαστηρίου άσκηση προσφυγής αλλά και σε αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο. Επομένως, πρόκειται για τη διαπίστωση αν ο συνιστάμενος στην επίτευξη φιλικού διακανονισμού στόχος, όπως αυτός που προβάλλει η Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την έκδοση των αποφάσεων περί διαπιστώσεων της υπάρξεως των παραβάσεων για τις οποίες έλαβαν χώρα οι δραστηριότητες έρευνας της Επιτροπής.

136    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατόπιν της εκδόσεως των αποφάσεων περί διαπιστώσεως παραβάσεως, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 1, ΕΚ, να λάβουν όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεσή της. Καίτοι το άρθρο 228 ΕΚ δεν διευκρινίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να χωρήσει η εκτέλεση αποφάσεως, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το συμφέρον που συνδέεται με άμεση και ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου επιτάσσει η εκτέλεση αυτή να αρχίσει αμέσως και να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C‑387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2000, σ. I‑5047, σκέψεις 81 και 82, και της 25ης Νοεμβρίου 2003, C‑278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I‑14141, σκέψεις 26 και 27). Αφ’ ής στιγμής το Δικαστήριο αναγνωρίσει ότι κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη, το κράτος αυτό οφείλει να λάβει τα μέτρα συμμορφώσεώς του προς την ανωτέρω απόφαση, χωρίς το ως άνω αποτέλεσμα να δύναται να εξαρτάται από εκείνο των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων με την Επιτροπή.

137    Ασφαλώς, δεν μπορεί να αποκλείεται το ενδεχόμενο το οικείο κράτος μέλος να συνεχίζει την παράβασή του, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ, στην κίνηση νέας διαδικασίας λόγω παραβάσεως. Πάντως, ενώπιον μιας τέτοιας καταστάσεως, η Επιτροπή πρέπει να προβεί σε νέα έρευνα, η οποία εμπεριέχει νέα προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και συνεπάγεται ενδεχομένως νέα προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι δραστηριότητες έρευνας οι οποίες σχετίζονται με την άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 228 ΕΚ είναι συνεπώς καινοφανείς σε σχέση με εκείνες που οδήγησαν στην άσκηση της βάσει του άρθρου 226 ΕΚ προσφυγής, καθόσον στοχεύουν στο να αποδείξουν ότι η διαπιστωθείσα με απόφαση του Δικαστηρίου παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως.

138    Εξάλλου επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, ως εκ του ότι αφορά τη μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου, το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ προβλέπει μέσα έχοντα ως συγκεκριμένο στόχο να παρακινήσουν παραβαίνον κράτος μέλος να εκτελέσει απόφαση επί παραβάσεως και, ως εκ τούτου, να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εκ μέρους του οικείου κράτους εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, τα προβλεπόμενα με την ως άνω διάταξη μέτρα, ήτοι το κατ’ αποκοπήν ποσό και η χρηματική ποινή, επιδιώκουν αμφότερα τον ίδιο σκοπό, ο οποίος, συνεπώς συνίσταται στην άσκηση οικονομικής πιέσεως επ’ αυτού η οποία το παρακινεί να θέσει τέρμα στη διαπιστωθείσα παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2005, C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2005, σ. I-6263, σκέψεις 80 και 91, και της 14ης Μαρτίου 2006, C‑177/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2006, σ. I‑2461, σκέψεις 59 και 60).

139    Τέλος, το να γίνει δεκτό ότι τα αφορώντα δραστηριότητες έρευνας διάφορα έγγραφα καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ενόσω όλα τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν στα πλαίσια των ως άνω διαδικασιών δεν έχουν ολοκληρωθεί, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία απαιτείται νέα έρευνα που ενδέχεται να καταλήξει στην άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, ισοδυναμεί με τη σύνδεση της προσβάσεως στα ως άνω έγγραφα προς επισφαλή συμβάντα, ήτοι τη μη τήρηση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους της αποφάσεως του Δικαστηρίου περί διαπιστώσεως της παραβάσεως και την άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, η οποία εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για μέλλοντα και αβέβαια συμβάντα, εξαρτώμενα από την ταχύτητα και την επιμέλεια που επιδεικνύουν οι ενδιαφερόμενες αρχές.

140    Παρόμοια λύση θα προσέκρουε στον στόχο διασφαλίσεως υπέρ του κοινού της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που προέρχονται από τα θεσμικά όργανα, με σκοπό την παροχή στους πολίτες της δυνατότητας να ελέγχουν αποτελεσματικότερα τη νομιμότητα της ασκούμενης δημόσιας εξουσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα στη σκέψη 53 απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 112· βλ., επίσης, κατ’ αναλογία, όσον αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, προπαρατεθείσα στη σκέψη 15 απόφαση Interporc II, σκέψη 39, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 56 απόφαση JT’s Corporation κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

141    Όσον αφορά το προβαλλόμενο με το υπόμνημα αντικρούσεως γεγονός ότι υποθέσεις που έχουν το ίδιο αντικείμενο με τις υποθέσεις ελεύθερης αεροπλοΐας εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου, αρκεί η υπογράμμιση, αφενός, ότι η Επιτροπή ουδόλως διευκρίνισε σε τι η δυνατότητα επιτεύξεως φιλικού διακανονισμού με τα εμπλεκόμενα στις ως άνω υποθέσεις κράτη μέλη θα διακυβευόταν από την κοινολόγηση υπομνημάτων που η ίδια υπέβαλε στο πλαίσιο διαδικασιών κατ’ άλλων κρατών μελών, οι οποίες περατώθηκαν ήδη με την έκδοση αποφάσεων εκ μέρους του Δικαστηρίου. Αφετέρου, όπως ήδη υπογραμμίστηκε ανωτέρω στις σκέψεις 106 και 107, ο απλός δεσμός μεταξύ δύο ή περισσότερων υποθέσεων, είτε αφορούν τους ίδιους διαδίκους είτε το ίδιο αντικείμενο, δεν μπορεί αφ’ εαυτού να δικαιολογήσει άρνηση προσβάσεως εκτός και αν επιχειρηθεί πρόδηλη αντιστροφή τάξεως μεταξύ της αρχής της ελεύθερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων και των εξαιρέσεων από αυτήν, όπως καθιερώνεται με τον κανονισμό 1049/2001.

142    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί την εκτίμηση αρνούμενη την πρόσβαση στα έγγραφα που αφορούν τις υποθέσεις ελεύθερης αεροπλοΐας. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθόσον αφορά τη σχετική άρνηση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

143    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας αμφοτέρων των διαδίκων επί ενός ή περισσοτέρων αιτημάτων τους. Υπό τις περιστάσεις που συντρέχουν εν προκειμένω, δεδομένου ότι κάθε διάδικος ηττήθηκε ως προς ένα από τα αιτήματά του, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2003, καθ’ ό μέρος δεν έγινε δεκτή η πρόσβαση στα κατατεθέντα εκ μέρους της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου υπομνήματα στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑466/98, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑467/98, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑468/98, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑469/98, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C‑471/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑472/98 , Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C‑475/98, Επιτροπή κατά Αυστρίας, και C‑476/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας, καθώς και στα ενώπιον του Πρωτοδικείου κατατεθέντα υπομνήματα στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Vesterdorf

Jaeger

Pirrung

Βηλαράς

Legal

Martins Ribeiro

Cremona

Pelikánová

Šváby

Jürimäe

 

       Wahl

Prek

 

      Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      B. Vesterdorf


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.