Language of document : ECLI:EU:T:2015:787

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2015

Υπόθεση T‑464/14 P

Risto Nieminen

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδοι προαγωγών 2010 και 2011 – Απόφαση περί μη προαγωγής του νυν αναιρεσείοντος στον βαθμό AD 12 – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη – Δικαιώματα άμυνας – Έκταση του δικαστικού ελέγχου πρωτοδίκως – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Έλλειψη πλάνης περί το δίκαιο και παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων – Αίτηση αναιρέσεως προδήλως στερούμενη παντός νομικού ερείσματος»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 10ης Απριλίου 2014, Nieminen κατά Συμβουλίου (F‑81/12, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2014:50).

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Risto Nieminen καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 257 § 3 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της αρνήσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων – Περιεχόμενο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

3.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

4.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Περιεχόμενο – Συνεκτίμηση των εκθέσεων βαθμολογίας – Λοιπά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

5.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Σχετικές λεπτομέρειες – Υποχρέωση συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων όλων των προαγώγιμων υπαλλήλων – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.      Δυνάμει του άρθρου 257, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται στα νομικά ζητήματα, ενώ το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως τέτοιο, στον έλεγχο του δικάζοντος κατ’ αναίρεση Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνον να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 26 και 35)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διατάξεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Bouillez κατά Συμβουλίου, T‑31/13 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2013:521, σκέψεις 34 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2013, Van Neyghem κατά Συμβουλίου, T‑113/13 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2013:568, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαθέτει, κατ’ αρχήν, διακριτική ευχέρεια να κρίνει αν χρειάζεται να διαταχθεί η προσκόμιση των αναγκαίων στοιχείων για την επίλυση των διαφορών που άγονται ενώπιόν του. Ο αποδεικτικός ή μη χαρακτήρας των στοιχείων της δικογραφίας εμπίπτει στην κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ή αν η ανακρίβεια των διαπιστώσεων του εν λόγω Δικαστηρίου σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει από τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί στη δικογραφία.

(βλ. σκέψη 27)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, Συλλογή, EU:C:2009:456, σκέψη 163 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των υποψηφίων προς προαγωγή υπαλλήλων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο δε έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στο αν η Διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων και του τρόπου βάσει των οποίων διαμόρφωσε την κρίση της, παρέμεινε εντός αποδεκτών ορίων και δεν άσκησε την εξουσία της κατά προδήλως εσφαλμένο τρόπο. Ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται, επομένως, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση όσον αφορά τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

Συναφώς, για να διατηρηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του περιθωρίου εκτιμήσεως που ο νομοθέτης θέλησε να απονείμει στην εν λόγω αρχή όσον αφορά τις προαγωγές, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ακυρώσει μια απόφαση για τον μοναδικό λόγο ότι κρίνει ότι βρίσκεται ενώπιον πραγματικών περιστατικών τα οποία δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες ως προς την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, ή ακόμη αποδεικνύουν την ύπαρξη πλάνης εκτιμήσεως. Επομένως, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να προβεί σε διεξοδική εξέταση όλων των φακέλων των προαγώγιμων υποψηφίων προκειμένου να βεβαιωθεί ότι συμφωνεί με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η εν λόγω αρχή, διότι, αν διενεργούσε τέτοια εξέταση, θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί, υποκαθιστώντας έτσι με τη δική του εκτίμηση των προσόντων των προαγώγιμων υποψηφίων την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Εντούτοις, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται έτσι στην εν λόγω αρχή περιορίζεται από την ανάγκη διεξαγωγής της συγκριτικής εξετάσεως των υποψηφιοτήτων με προσοχή και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Στην πράξη, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται επί ίσοις όροις και βάσει συγκρίσιμων πηγών πληροφοριών και στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 36 και 37)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 21ης Απριλίου 1983, Ragusa κατά Επιτροπής, 282/81, Συλλογή, EU:C:1983:105, σκέψεις 9 και 13

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, Casini κατά Επιτροπής, T‑132/03, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2005:324, σκέψη 52, και της 15ης Ιανουαρίου 2014, Stols κατά Συμβουλίου, T‑95/12 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2014:3, σκέψεις 29 έως 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 45 του ΚΥΚ υποχρέωση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων αποτελεί έκφραση, ταυτοχρόνως, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων και του δικαιώματός τους σε επαγγελματική εξέλιξη, και, ως εκ τούτου, η εκτίμηση των προσόντων τους αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο. Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει συναφώς ότι, για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων, η εν λόγω αρχή λαμβάνει υπόψη, ιδίως, τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών πλην της γλώσσας την οποία έχουν αποδείξει ότι γνωρίζουν εις βάθος και, ενδεχομένως, το επίπεδο των ασκούμενων καθηκόντων. Η διάταξη αυτή παρέχει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη σημασία που αυτή προτίθεται να αποδώσει σε καθένα από τα τρία κριτήρια που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, με την επιφύλαξη όμως της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, επικουρικώς, σε περίπτωση ισότητας των προσόντων μεταξύ των προαγώγιμων υπαλλήλων βάσει των τριών κριτηρίων που αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να συνεκτιμά και άλλα στοιχεία, όπως είναι η ηλικία των υπαλλήλων και η αρχαιότητά τους στον βαθμό ή στην υπηρεσία, οπότε τα κριτήρια αυτά μπορούν να αποτελέσουν αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή της.

(βλ. σκέψεις 38 και 39)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2013, Canga Fano κατά Συμβουλίου, T‑281/11 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2013:252, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 15ης Ιανουαρίου 2014, Stols κατά Συμβουλίου, EU:T:2014:3, σκέψεις 33 και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων και της ομαλής εξελίξεως της σταδιοδρομίας τους συνεπάγονται ότι η συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων, που προβλέπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, εκτείνεται σε όλους τους προαγώγιμους υπαλλήλους, όποια και αν είναι τα καθήκοντα που ασκούν. Συναφώς, ο κανονισμός 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, έθεσε τέρμα στη διάκριση που γινόταν στο παρελθόν μεταξύ των θέσεων των υπαλλήλων των κατηγοριών A έως D που δεν ασκούσαν καθήκοντα του γλωσσικού τομέα και των θέσεων των υπαλλήλων του κλάδου LA που ασκούσαν καθήκοντα του γλωσσικού τομέα και δημιούργησε μια νέα δομή σταδιοδρομίας, που βασίζεται σε δύο ομάδες καθηκόντων, ήτοι στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (AST), για την αντικατάσταση των παλαιών κατηγοριών C και B, και στην ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως (AD), για την αντικατάσταση της παλαιάς κατηγορίας A καθώς και του γλωσσικού κλάδου LA. Επομένως, δεδομένου ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να συγχωνευθεί σε μια ενιαία ομάδα καθηκόντων το σύνολο των υπαλλήλων διοικήσεως, είτε αυτοί ασκούν γλωσσικά είτε άλλα καθήκοντα, εναπόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία είναι αρμόδια για τις προαγωγές, να προβεί σε ενιαία συγκριτική εξέταση των προσόντων του συνόλου των προαγώγιμων σε κάθε βαθμό υπαλλήλων διοικήσεως.

(βλ. σκέψεις 40 και 41)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2003, Τσαρνάβας κατά Επιτροπής, T‑188/01 έως T‑190/01, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2003:77, σκέψη 121, και της 15ης Δεκεμβρίου 2010, Almeida Campos κ.λπ. κατά Συμβουλίου, F‑14/09, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2010:167, σκέψη 35