Language of document : ECLI:EU:T:2005:258

Υπόθεση T-386/04

Eridania Sadam SpA κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης — Καθεστώς τιμών — Κατανομή σε περιφέρειες — Ελλειμματικές ζώνες — Κατάταξη της Ιταλίας — Περίοδος εμπορίας 2004/2005 — Κανονισμός (ΕΚ) 1216/2004 — Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά και νομικά πρόσωπα — Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Διάταξη καθορίζουσα την παράγωγη τιμή παρέμβασης της λευκής ζάχαρης για όλες τις ζώνες της Ιταλίας για μία περίοδο εμπορίας — Προσφυγή των Ιταλών ζαχαροπαραγωγών — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230, εδάφιο 4, ΕΚ· κανονισμός της Επιτροπής 1216/2004, άρθρο 1, στοιχείο δ΄)

2.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων — Πράξεις γενικής ισχύος — Είναι αναγκαίον τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ακολουθούν τη διαδικασία της ασκήσεως ενστάσεως λόγω ελλείψεως νομιμότητας ή της προδικαστικής παραπομπής για την εκτίμηση του κύρους — Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η αμφισβήτηση της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων γενικής ισχύος — Άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή σε περίπτωση ανυπέρβλητων εμποδίων σε επίπεδο εθνικών δικονομικών κανόνων — Αποκλείεται

(Άρθρο 10 ΕΚ, 230, εδάφιο 4, ΕΚ, 234 ΕΚ και 241 ΕΚ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Ερμηνεία contra legem της προϋποθέσεως να τα αφορά ατομικά η προσβαλλόμενη πράξη — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ· άρθρο 48 ΕΕ)

4.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Παρεμπίπτων χαρακτήρας — Απαράδεκτη κύρια προσφυγή — Απαράδεκτο της ενστάσεως

(Άρθρο 241 ΕΚ)

1.      Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το αφορά ατομικά μια πράξη, η οποία δεν αποτελεί απόφαση της οποίας αυτό είναι ο αποδέκτης, παρά μόνον εάν θίγεται από την οικεία πράξη λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη αποφάσεως.

Συναφώς, το άρθρο 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1216/2004, το οποίο καθορίζει την παράγωγη τιμή παρέμβασης της λευκής ζάχαρης για όλες τις ζώνες της Ιταλίας για την περίοδο εμπορίας 2004/2005, δεν αφορά ατομικά τους Ιταλούς ζαχαροπαραγωγούς.

Πράγματι, δεν αρκεί ορισμένοι επιχειρηματίες να θίγονται οικονομικώς από μια πράξη περισσότερο από ό,τι οι ανταγωνιστές τους για να θεωρηθεί ότι η πράξη αυτή τους αφορά ατομικά. Επομένως, η προβαλλομένη από τους προσφεύγοντες ζημία, οφειλομένη στο συνδυασμένο αποτέλεσμα της αυξήσεως της τιμής των τεύτλων στην Ιταλία λόγω της εφαρμογής της παράγωγης τιμής παρέμβασης και της πτώσεως της τιμής της ζάχαρης στην εν λόγω χώρα, η οποία προκλήθηκε από την αυξανομένη εισαγωγή ζάχαρης προερχομένης από τις Βαλκανικές χώρες, αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, δεν μπορεί από μόνη της να τους εξατομικεύει σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματία του τομέα.

(βλ. σκέψεις 33-36)

2.      Η Συνθήκη ΕΚ, με τα άρθρα της 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, αφενός, και με το άρθρο 234 ΕΚ, αφετέρου, καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στον κοινοτικό δικαστή. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω των προϋποθέσεων του παραδεκτού που θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, να προσβάλλουν απευθείας τις κοινοτικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, έχουν τη δυνατότητα, αναλόγως της περιπτώσεως, να προβάλλουν την ακυρότητα των πράξεων αυτών είτε, κατά τρόπο παρεμπίπτοντα δυνάμει του άρθρου 241 της Συνθήκης, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητούν από αυτά, δεδομένου ότι δεν είναι αρμόδια να αναγνωρίζουν την ακυρότητα των εν λόγω πράξεων, να υποβάλλουν προς τούτο προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

Κατά συνέπεια, στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν ένα σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών προκειμένου να εξασφαλίσουν τον σεβασμό του δικαιώματος για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την αρχή της αγαστής συνεργασίας που θέτει το άρθρο 10 της Συνθήκης, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την άσκηση των ένδικων βοηθημάτων κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα φυσικά και νομικά πρόσωπα να αμφισβητούν ενώπιον των δικαστηρίων τη νομιμότητα οποιασδήποτε αποφάσεως ή εθνικού μέτρου σχετικά με την εφαρμογή επ’ αυτών μιας κοινοτικής πράξεως κανονιστικού χαρακτήρα, προβάλλοντας την ακυρότητά της.

Εντούτοις, δεν είναι παραδεκτή η προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή εκ μέρους ιδιώτη που προσβάλλει πράξη γενικής ισχύος, όπως ο κανονισμός, η οποία δεν τον εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν του αποδέκτη, ακόμη και αν ήταν δυνατό να αποδειχθεί, κατόπιν συγκεκριμένου ελέγχου εκ μέρους του εν λόγω δικαστή των εθνικών δικονομικών κανόνων, ότι οι κανόνες αυτοί δεν επιτρέπουν στον ιδιώτη την άσκηση ένδικου βοηθήματος με το οποίο θα είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος της προσβαλλομένης κοινοτικής πράξεως. Συγκεκριμένα, ένα τέτοιου είδους σύστημα θα απαιτούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τον κοινοτικό δικαστή να εξετάζει και να ερμηνεύει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, πράγμα το οποίο θα υπερέβαινε την αρμοδιότητά του που έγκειται στον έλεγχο της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων.

Επομένως, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν παρέχουν στον ιδιώτη τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος της προσβαλλόμενης κοινοτικής πράξεως παρά μόνον αφού προηγηθεί παράβασή της.

Συναφώς, το γεγονός ότι ένας κανονισμός έχει άμεση εφαρμογή, χωρίς την παρέμβαση των εθνικών αρχών, δεν συνεπάγεται αυτό καθ’ εαυτό ότι μια επιχείρηση, την οποία αφορά άμεσα ο κανονισμός αυτός, δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος του παρά μόνον αφού προηγηθεί παράβασή του. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα να παρέχει τη δυνατότητα στον ιδιώτη τον οποίο αφορά άμεσα μια γενική κανονιστική πράξη εσωτερικού δικαίου, που δεν μπορεί να προσβληθεί ευθέως δικαστικώς, να ζητήσει από τις εθνικές αρχές τη λήψη μέτρου που να συνδέεται με την πράξη αυτή, ικανού να αμφισβητηθεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται στον εν λόγω ιδιώτη η δυνατότητα να αμφισβητήσει ευθέως την εν λόγω πράξη. Ομοίως, δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα να παρέχει τη δυνατότητα σε επιχείρηση, την οποία αφορά άμεσα ο προσβαλλόμενος κανονισμός, να ζητήσει από τις εθνικές αρχές την έκδοση πράξεως που να παραπέμπει στον κανονισμό αυτό, δεκτικής προσφυγής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται στην επιχείρηση αυτή η δυνατότητα να αμφισβητήσει έμμεσα τον εν λόγω κανονισμό.

(βλ. σκέψεις 39-44)

3.      Η προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού παρά μόνον εάν ο κανονισμός αυτός το αφορά όχι μόνον άμεσα αλλά και ατομικά, πρέπει μεν να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που είναι δυνατό να εξατομικεύουν τον προσφεύγοντα, η ερμηνεία αυτή όμως δεν μπορεί να καταλήξει στην κατάργηση της εν λόγω προϋποθέσεως, την οποία προβλέπει ρητώς η Συνθήκη, χωρίς τα κοινοτικά δικαστήρια να υπερβούν τις αρμοδιότητες που τους αναγνωρίζει η Συνθήκη, δεδομένου ότι η τροποποίηση του νυν ισχύοντος συστήματος εναπόκειται στα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 48 ΕΕ.

(βλ. σκέψη 47)

4.      Η παρεχόμενη από το άρθρο 241 ΕΚ δυνατότητα του ενδιαφερομένου να επικαλεστεί το ανίσχυρο κανονισμού ή πράξεως γενικής ισχύος που αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως εφαρμογής δεν συνιστά αυτοτελές μέσο έννομης προστασίας και μπορεί να ασκείται μόνον παρεμπιπτόντως. Αν δεν υφίσταται δικαίωμα ασκήσεως κυρίας προσφυγής δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 241 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 51)