Language of document : ECLI:EU:C:2023:548

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ενημέρωση των εργαζομένων και διαβούλευση με αυτούς – Οδηγία 2002/14/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “επιχείρησης που ασκεί οικονομική δραστηριότητα” – Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στον δημόσιο τομέα – Απομάκρυνση εργαζομένων που είχαν τοποθετηθεί σε θέσεις ευθύνης – Απουσία προηγούμενης ενημέρωσης των εκπροσώπων των εργαζομένων και προηγούμενης διαβούλευσης με αυτούς»

Στην υπόθεση C‑404/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα) με απόφαση της 3ης Μαΐου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιουνίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων & Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.)

κατά

Ελληνικού Δημοσίου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. L. Arastey Sahún, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων & Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.), εκπροσωπούμενος από τον Κ. Ιθακήσιο και τη Μ. Παπασαράντη, δικηγόρους,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Α. Δημητρακοπούλου, τον Κ. Γεωργιάδη και τη Μ. Τασσοπούλου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Α. Κατσιμέρου και τον B.‑R. Killmann,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ 2002, L 80, σ. 29).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων & Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.) (Ελλάδα) και του Ελληνικού Δημοσίου με αντικείμενο πρόστιμο που επιβλήθηκε στον πρώτο επειδή δεν προσκόμισε στην αρμόδια διοικητική αρχή έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι είχε προβεί σε ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων του και σε διαβούλευση με αυτούς πριν από την απομάκρυνση δύο εργαζομένων του από τις θέσεις που αυτές κατείχαν.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 10 της οδηγίας 2002/14 έχουν ως εξής:

«(7)      Θα πρέπει να ενισχυθεί ο κοινωνικός διάλογος και οι σχέσεις εμπιστοσύνης μέσα στην επιχείρηση με σκοπό την αποτελεσματικότερη πρόληψη των κινδύνων, τη μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας και την ευκολότερη πρόσβαση των εργαζομένων στην μαθητεία μέσα στην επιχείρηση σε πλαίσιο ασφάλειας, την ευαισθητοποίηση των εργαζομένων για τις ανάγκες προσαρμογής, τη μεγαλύτερη προθυμία των εργαζομένων να συμμετάσχουν σε μέτρα και ενέργειες που σκοπό έχουν να ενισχύσουν την απασχολησιμότητά τους, την προώθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στην πορεία και το μέλλον της επιχείρησης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της.

(8)      Θα πρέπει συγκεκριμένα να προωθηθεί και να ενισχυθεί η ενημέρωση και η διαβούλευση σχετικά με την κατάσταση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης στην επιχείρηση καθώς και, όταν ο εργοδότης εκτιμά ότι η απασχόληση μπορεί να κινδυνεύσει, η ενημέρωση και διαβούλευση σχετικά με τα πιθανώς σχεδιαζόμενα μέτρα πρόληψης, ιδίως όσα αφορούν την κατάρτιση και βελτίωση των ικανοτήτων των εργαζομένων, προς αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων ή μετριασμό τους, αλλά και την ενίσχυση της απασχολησιμότητας και προσαρμοστικότητας των οικείων εργαζομένων.

(9)      Η έγκαιρη ενημέρωση και διαβούλευση αποτελούν προϋπόθεση για την επιτυχία των διαδικασιών αναδιάρθρωσης και προσαρμογής των επιχειρήσεων στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ιδίως μέσω της ανάπτυξης νέων τρόπων οργάνωσης της εργασίας.

(10)      Η [Ευρωπαϊκή] Κοινότητα χάραξε και εφαρμόζει στρατηγική απασχόλησης, με άξονα τις έννοιες της “πρόβλεψης”, της “πρόληψης” και της “απασχολησιμότητας” οι οποίες θα αποτελέσουν βασικά στοιχεία κάθε δημόσιας πολιτικής που μπορεί να επηρεάσει θετικά την απασχόληση, και σε επίπεδο επίσης μεμονωμένων επιχειρήσεων, μέσω της ενίσχυσης του κοινωνικού διαλόγου ώστε να διευκολυνθεί η αλλαγή χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο ο πρωταρχικός στόχος της απασχόλησης.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο τη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου που καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το δικαίωμα για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις στην Κοινότητα.»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α)      ως “επιχείρηση” νοείται η δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, με κερδοσκοπικό ή μη χαρακτήρα, και είναι εγκατεστημένη στο έδαφος των κρατών μελών της Κοινότητας,

[...]

στ)      ως “ενημέρωση”, νοείται η διαβίβαση στοιχείων από τον εργοδότη στους εκπροσώπους των εργαζομένων προκειμένου να λάβουν γνώση του εκάστοτε θέματος και να το εξετάσουν,

ζ)      ως “διαβούλευση” νοείται η ανταλλαγή απόψεων και η καθιέρωση διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και του εργοδότου.»

6        Το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Η ενημέρωση και η διαβούλευση καλύπτουν:

α)      την ενημέρωση σχετικά με την πρόσφατη και την πιθανή εξέλιξη των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης ή της εγκατάστασης,

β)      την ενημέρωση και τη διαβούλευση σχετικά με την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στην επιχείρηση ή εγκατάσταση, καθώς και τα μέτρα πρόληψης που ενδεχομένως προβλέπονται σε περίπτωση ιδίως που η απασχόληση απειλείται,

γ)      την ενημέρωση και τη διαβούλευση σχετικά με αποφάσεις που μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικές μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας ή στις συμβάσεις εργασίας, συμπεριλαμβανομένων όσων καλύπτονται από τις κοινοτικές διατάξεις που αναφέρει η παράγραφος 1 του άρθρου 9.»

 Το ελληνικό δίκαιο

 Το προεδρικό διάταγμα 240/2006

7        Το προεδρικό διάταγμα 240/2006, Περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων, σύμφωνα με την Οδηγία 2002/14/ΕΚ της 11.3.2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Νοεμβρίου 2006 (ΦΕΚ Αʹ 252/16.11.2006, στο εξής: προεδρικό διάταγμα 240/2006), μετέφερε την οδηγία 2002/14 στην ελληνική έννομη τάξη.

8        Το άρθρο 2 του προεδρικού διατάγματος 240/2006 επαναλαμβάνει τους ορισμούς του άρθρου 2 της οδηγίας 2002/14.

9        Το άρθρο 4 του προεδρικού διατάγματος 240/2006, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης», επαναλαμβάνει, στις παραγράφους 2 έως 4, τις αντίστοιχες διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 4 της οδηγίας 2002/14.

 Ο νόμος 4115/2013

10      Ο νόμος 4115/2013, Οργάνωση και λειτουργία Ιδρύματος Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης και Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού και άλλες διατάξεις, της 29ης Ιανουαρίου 2013 (ΦΕΚ Αʹ 24/30.1.2013, στο εξής: νόμος 4115/2013), ορίζει, μεταξύ άλλων, τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.

11      Το άρθρο 13 του νόμου 4115/2013 ορίζει τα εξής:

«1.      Με την υπ’ αριθ. 119959/Η/20.10.2011 [...] κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων [...], το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Δομών Δια Βίου Μάθησης (Ε.ΚΕ.ΠΙΣ.)” [...] και το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Εθνικό Κέντρο Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Κ.Ε.Π.)” [...] συγχωνεύτηκαν με απορρόφηση στο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων (Ε.Ο.Π.Π.)” [...] και καταργήθηκαν ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα. Με την αυτή κοινή υπουργική απόφαση το Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία “Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων (Ε.Ο.Π.Π.)” μετονομάστηκε σε “Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού” ([...] Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.).

2.      Ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, έχει κοινωφελή και μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και εποπτεύεται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. [...]»

12      Το άρθρο 14 του νόμου 4115/2013 προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. αποτελεί τον εθνικό φορέα πιστοποίησης των εισροών και εκροών της μη τυπικής εκπαίδευσης και της άτυπης μάθησης και λειτουργεί ως εθνική δομή των Ευρωπαϊκών Δικτύων που διαχειρίζονται θέματα προσόντων και ευρωπαϊκών εργαλείων διαφάνειας και κινητικότητας, όπως το Εθνικό Σημείο Συντονισμού του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων, το Εθνικό Κέντρο Ευρωδιαβατηρίου, το Ελληνικό Εθνικό Κέντρο Πληροφόρησης για τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό, μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Euroguidance, το Εθνικό Σημείο Αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (EQA-VET) και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ακαδημαϊκών Μονάδων για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ECVET).

2.      Σκοποί του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. είναι ιδίως:

α)      η πιστοποίηση των εισροών της μη τυπικής εκπαίδευσης και, ειδικότερα:

αα)      η πιστοποίηση των δομών, των επαγγελματικών περιγραμμάτων, των προγραμμάτων των φορέων της αρχικής και της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και γενικότερα της μη τυπικής εκπαίδευσης, περιλαμβανομένης της γενικής εκπαίδευσης ενηλίκων,

ββ)      η πιστοποίηση των φορέων συνοδευτικών υποστηρικτικών υπηρεσιών και των φορέων παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού και

γγ)      η χορήγηση άδειας λειτουργίας των φορέων αυτών, όπου αυτό απαιτείται,

β)      η εξασφάλιση των προϋποθέσεων και η εξυπηρέτηση των στόχων που αναφέρονται στα εθνικά, τα ευρωπαϊκά και τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης σε σχέση με την πιστοποίηση των εισροών και εκροών της μη τυπικής εκπαίδευσης,

γ)      η δημιουργία και ανάπτυξη του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων και η αντιστοίχισή του με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων, η αντιστοίχιση των προσόντων που αποκτώνται μέσω της τυπικής εκπαίδευσης, της μη τυπικής εκπαίδευσης και της άτυπης μάθησης, στα επίπεδα του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, η αντιστοίχιση στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων διεθνών κλαδικών προσόντων και η δημιουργία των κλαδικών περιγραφικών δεικτών σε μορφή γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, που αντιστοιχούν στα επίπεδα του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων,

δ)      η πιστοποίηση των εκροών της μη τυπικής εκπαίδευσης και της άτυπης μάθησης και, ειδικότερα:

αα)      η ανάπτυξη συστήματος αναγνώρισης και πιστοποίησης των προσόντων που αποκτώνται μέσω της μη τυπικής εκπαίδευσης και της άτυπης μάθησης, η πιστοποίηση των προσόντων αυτών και η αντιστοίχισή τους στα επίπεδα του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων,

ββ)      η πιστοποίηση των εκπαιδευτών ενηλίκων, των στελεχών συνοδευτικών υποστηρικτικών εργασιών και των στελεχών παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού και

γγ)      η αδειοδότηση, ο έλεγχος και η εποπτεία της λειτουργίας φορέων πιστοποίησης των προσόντων που αποκτώνται μέσω της μη τυπικής εκπαίδευσης και της άτυπης μάθησης,

ε)      η ανάπτυξη και η εφαρμογή συστήματος μεταφοράς πιστωτικών μονάδων για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση,

στ)      η διασφάλιση της ποιότητας της δια βίου μάθησης και της δια βίου Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΣΥ.Ε.Π.) σε συνεργασία με τους λοιπούς αρμόδιους δημόσιους φορείς,

ζ)      η εισήγηση του καθορισμού των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κατόχων προσόντων που αποκτώνται στο πλαίσιο της δια βίου μάθησης, πλην της ανώτατης εκπαίδευσης,

η)      η αναγνώριση της ισοτιμίας των τίτλων που απονέμονται από καταργημένους ελληνικούς φορείς επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και η αναγνώριση της ισοτιμίας τίτλων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης της αλλοδαπής, με εξαίρεση αυτών της ανώτατης εκπαίδευσης,

θ)      η επιστημονική και τεχνική υποστήριξη των αρμόδιων φορέων των Υπουργείων Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της Εθνικής Πολιτικής για τη Συμβουλευτική και τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό,

ι)      η ανάπτυξη της επικοινωνίας και ο συντονισμός της δράσης των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων παροχής υπηρεσιών “Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού” με σκοπό τη βελτίωση των ήδη παρεχόμενων υπηρεσιών, μέσω της συνεχούς ενημέρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών,

ια)      η δημιουργία Εθνικού Δικτύου Ενημέρωσης και Πληροφόρησης όλων των ενδιαφερόμενων φορέων και προσώπων σε θέματα εκπαίδευσης, κατάρτισης και ανταλλαγών με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ιβ)      [η] παροχή κάθε είδους και μορφής υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού προς τους αρμόδιους φορείς των Υπουργείων Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, τα Κέντρα και τους φορείς επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, τις επιχειρήσεις, καθώς και τις οργανώσεις των εργοδοτών και εργαζομένων,

ιγ)      η εκπαίδευση, κατάρτιση και επιμόρφωση στελεχών του τομέα “Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού” σε συνεργασία ή/και συμπληρωματικά με τους υπάρχοντες φορείς (δομές) των Υπουργείων Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας,

ιδ)      ο προσδιορισμός αφ’ ενός των προϋποθέσεων και κανόνων λειτουργίας των φορέων Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού και αφ’ ετέρου της επάρκειας των προσόντων των στελεχών παροχής υπηρεσιών Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού και η τήρηση αντίστοιχων μητρώων,

ιε)      ο προσδιορισμός των προϋποθέσεων παροχής υπηρεσιών Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΣΥ.Ε.Π.) από φυσικά και νομικά πρόσωπα, των προδιαγραφών πιστοποίησης της επάρκειας των προσόντων των στελεχών παροχής υπηρεσιών ΣΥ.Ε.Π., της διαδικασίας διασφάλισης ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και της τήρησης των απαιτούμενων μητρώων.

[...]

6.      Ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. λειτουργεί ως φορέας διοίκησης της δια βίου μάθησης [...]».

13      Το άρθρο 20 του νόμου 4115/2013 ορίζει τα εξής:

«1.      Για την αξιολόγηση και ένταξη στα μητρώα του άρθρου 21, για την αδειοδότηση των ιδιωτικών κέντρων και γραφείων συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού, για την αδειοδότηση και πιστοποίηση των φορέων παροχής δια βίου μάθησης, για την αδειοδότηση των φορέων πιστοποίησης προσόντων, για την πιστοποίηση προσόντων φυσικών προσώπων, για την πιστοποίηση επαγγελματικών περιγραμμάτων και προγραμμάτων, καθώς και για τις ισοτιμίες τίτλων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καταβάλλονται στον [Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.] ανταποδοτικά τέλη. Το είδος και το ύψος των τελών, ο τρόπος αντιστοίχισής τους με το κόστος ειδικά παρεχόμενων υπηρεσιών του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, καθώς και η διαδικασία είσπραξής τους καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού μετά από πρόταση του Δ.Σ. του [Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.].

2.      Σκοπός των ανταποδοτικών τελών είναι η κάλυψη των δαπανών ελέγχου, αξιολόγησης, πιστοποίησης, τήρησης ειδικών μητρώων, προβολής και προώθησης της αξιοποίησης των προσόντων που πιστοποιούνται σε εφαρμογή των αρμοδιοτήτων του [Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.], καθώς και των δράσεων ενημέρωσης των πολιτών για τις υπηρεσίες αυτές.

3.      Τέλη εποπτείας επιβάλλονται στους φορείς, οι οποίοι τίθενται υπό την εποπτεία του [Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.] σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος. Τα τέλη αυτά καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού μετά από πρόταση του Δ.Σ. του [Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.].

4.      Τα ανταποδοτικά τέλη και τέλη εποπτείας καταβάλλονται σε λογαριασμούς του [Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.] και χρησιμοποιούνται για τη συνολική κάλυψη των δαπανών που περιγράφονται στην παράγραφο 2.»

14      Το άρθρο 23 του νόμου 4115/2013 προβλέπει τα εξής:

«1.      Πόροι του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. είναι οι πόροι, που κατά τις διατάξεις του νόμου ορίζονται για τους συγχωνευόμενους φορείς, καθώς και για τον φορέα που απορροφά, οι οποίοι ενδεικτικά είναι:

α)      Επιχορηγήσεις από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού.

β)      Πάσης φύσεως επιχορηγήσεις και χρηματοδοτήσεις από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, την [...] Ένωση και άλλους διεθνείς οργανισμούς και από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα.

γ)      Έσοδα από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του, τόκοι από τη χρηματοοικονομική εκμετάλλευση των διαθεσίμων του και κάθε άλλη πρόσοδος από την εκμετάλλευση του ενεργητικού του.

δ)      Έσοδα από την εκτέλεση έργων και παροχή υπηρεσιών που είτε ανατίθενται στον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού είτε εκτελούνται για λογαριασμό τρίτων, όπως ιδίως δημοσίων υπηρεσιών, εθνικών και διεθνών οργανισμών, νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και ιδιωτών, τα οποία εκτελούνται ύστερα από σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

[...]

ζ)      Έσοδα από την καταβολή ανταποδοτικών τελών και τελών εποπτείας που καταβάλλονται για την πιστοποίηση προσόντων, την πιστοποίηση των Εκπαιδευτικών Ενηλίκων και των στελεχών Σ.Υ.Υ., την ισοτίμηση τίτλων, την αδειοδότηση και την εποπτεία φορέων πιστοποίησης προσόντων και φορέων πιστοποίησης δομών, την πιστοποίηση και αδειοδότηση φορέων παροχής υπηρεσιών δια βίου μάθησης, την πιστοποίηση των Ιδιωτικών Γραφείων ή Κέντρων Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού, καθώς και των Στελεχών Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ανήκον στον δημόσιο τομέα, το οποίο προέκυψε από τη συγχώνευση με απορρόφηση άλλων φορέων το 2011 και έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την παροχή κάθε είδους υπηρεσιών σχετικών με τον επαγγελματικό προσανατολισμό υπέρ των Υπουργείων Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, των φορέων επαγγελματικής κατάρτισης, των επιχειρήσεων, καθώς και των οργανώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών.

16      Με την από 16 Φεβρουαρίου 2012 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. τοποθετήθηκαν η ΠΜ σε θέση προσωρινής προϊσταμένης του τμήματος πιστοποίησης προσόντων και η ΔΜ σε θέση προσωρινής αναπληρώτριας διευθύντριας της διεύθυνσης διοικητικών-οικονομικών υπηρεσιών και προσωρινής προϊσταμένης του οικονομικού τμήματος του οργανισμού. Με την από 17 Ιουνίου 2013 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., κατόπιν τροποποίησης της πρώτης απόφασης, η ΔΜ ανέλαβε θέση προσωρινής διευθύντριας της διεύθυνσης διοικητικών-οικονομικών υπηρεσιών του οργανισμού.

17      Μετά τη δημοσίευση του κανονισμού λειτουργίας του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., το διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού εξέδωσε στις 18 Ιανουαρίου 2018 απόφαση περί συνέχισης άσκησης από τη ΔΜ καθηκόντων προσωρινής προϊσταμένης της διεύθυνσης διοικητικών-οικονομικών υπηρεσιών του οργανισμού μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένου της διεύθυνσης αυτής. Στις 14 Φεβρουαρίου 2018 το διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε απόφαση με την οποία απηλλάγη η ΔΜ από τα καθήκοντα προσωρινής προϊσταμένης της εν λόγω διεύθυνσης διότι αδυνατούσε να τα εκπληρώσει κατά τρόπο ικανοποιητικό. Εντούτοις, η ΔΜ παρέμεινε στο τμήμα διοικητικού.

18      Με την από 21 Φεβρουαρίου 2018 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. απηλλάγη η ΠΜ από τα καθήκοντα της προσωρινής προϊσταμένης του τμήματος πιστοποίησης προσόντων, αλλά παρέμεινε στο τμήμα αυτό ως υπάλληλος. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε αφού ελήφθη υπόψη η εξυπηρέτηση των αναγκών του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., ώστε να ανταποκρίνεται στους σκοπούς της σύστασής του. Με την ίδια απόφαση ένας άλλος εργαζόμενος, ο ΚΓ, απηλλάγη από τα καθήκοντα του προϊσταμένου του τμήματος αδειοδότησης δομών, αλλά παρέμεινε υπάλληλος του τμήματος διαχείρισης γνώσης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ενώ ένας ακόμη εργαζόμενος, ο ΑΑ, τοποθετήθηκε σε θέση προσωρινού προϊσταμένου του τμήματος οικονομικού του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.

19      Οι ΔΜ και ΠΜ απευθύνθηκαν στην Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων, βάλλοντας, αντιστοίχως, κατά των από 14 Φεβρουαρίου 2018 και 21 Φεβρουαρίου 2018 αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. Κατόπιν ελέγχου που διενήργησε, η Επιθεώρηση Εργασίας διαπίστωσε ότι ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. είχε παραβεί το προεδρικό διάταγμα 240/2006 επειδή δεν είχε ενημερώσει τους εκπροσώπους των εργαζομένων και δεν είχε διαβουλευθεί με αυτούς πριν απομακρύνει τις εργαζόμενες αυτές από τις θέσεις τους. Κατά συνέπεια, το Ελληνικό Δημόσιο επέβαλε στον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. πρόστιμο 2 250 ευρώ για παράβαση του προεδρικού διατάγματος 240/2006.

20      Ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. άσκησε προσφυγή κατά της πράξης επιβολής του προστίμου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Προς στήριξη της προσφυγής, ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι δεν αποτελεί επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, κατά την έννοια του προεδρικού διατάγματος 240/2006 και της οδηγίας 2002/14, και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων τους, ότι οι ΔΜ και ΠΜ τελούσαν σε γνώση του προσωρινού χαρακτήρα της τοποθέτησής τους, αντιστοίχως, σε θέσεις προϊσταμένης της διεύθυνσης διοικητικών-οικονομικών υπηρεσιών και προϊσταμένης του τμήματος πιστοποίησης προσόντων, καθώς και ότι η προβαλλόμενη παράβαση αφορά δύο εργαζόμενες ως προς τις οποίες δεν εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στο προεδρικό διάταγμα 240/2006 διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, δεδομένου ότι οι αποφάσεις σχετικά με τις δύο αυτές εργαζόμενες εμπίπτουν αποκλειστικά στο διευθυντικό δικαίωμα του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.

21      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

22      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας εκ μέρους του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. δεν φαίνεται να αποκλείεται από την εθνική νομοθεσία που καθορίζει τις αρμοδιότητές του. Ειδικότερα, δεν αποκλείεται, για ορισμένες από τις αρμοδιότητές του και ιδίως την παροχή υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού προς τους αρμόδιους φορείς των Υπουργείων, τους φορείς επαγγελματικής κατάρτισης, τις επιχειρήσεις, καθώς και τις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών, να υπάρχουν αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις που τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. Επιπλέον, στους πόρους του εν λόγω οργανισμού περιλαμβάνονται και έσοδα από την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο νομοθέτης είχε συνεπώς προβλέψει ότι ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. θα ενεργούσε, τουλάχιστον εν μέρει, ως φορέας της αγοράς.

23      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, αφετέρου, ότι η απομάκρυνση της ΠΜ από τα καθήκοντά της έγινε για λόγους που αφορούν την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, ενώ η θέση προϊσταμένου τμήματος που κατείχε δεν καταργήθηκε. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η απομάκρυνση αυτή συνιστά περίπτωση στην οποία η οδηγία 2002/14 και το προεδρικό διάταγμα 240/2006 που τη μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη επιβάλλουν να προηγηθεί της απομάκρυνσης ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Ποια είναι η έννοια, κατ’ άρθρο 2 [στοιχείο] αʹ της [οδηγίας 2002/14], της επιχείρησης που ασκεί “οικονομική δραστηριότητα”;

β)      Εμπίπτουν στην ως άνω έννοια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., ο οποίος κατά την άσκηση της αρμοδιότητας πιστοποίησης των φορέων επαγγελματικής κατάρτισης ενεργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί δημόσια εξουσία, εφόσον

i)      για ορισμένες από τις δραστηριότητές του, όπως είναι ιδίως η παροχή κάθε είδους και μορφής υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού προς τους αρμόδιους φορείς Υπουργείων, τα Κέντρα και τους φορείς επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, τις επιχειρήσεις, καθώς και τις οργανώσεις των εργοδοτών και εργαζομένων (άρθρο 14 παρ. 2 περ. ιβʹ του [νόμου 4115/2013]), δεν αποκλείεται, όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 14 παρ. 2 περ. ιεʹ του ίδιου νόμου περί προσδιορισμού των προϋποθέσεων παροχής υπηρεσιών Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού από φυσικά και νομικά πρόσωπα στη χώρα, να υπάρχει αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται εμπορικές επιχειρήσεις που τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με το προσφεύγον, και

ii)      στους πόρους του προσφεύγοντος περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 περ. δʹ του ίδιου ως άνω νόμου, έσοδα από την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών που είτε ανατίθενται σ’ αυτό από τον Υπουργό [Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού] είτε εκτελούνται για λογαριασμό τρίτων, όπως ιδίως δημοσίων υπηρεσιών, εθνικών και διεθνών οργανισμών, νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και ιδιωτών, ενώ

iii)      για τις υπόλοιπες δραστηριότητές του προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 4115/2013 η καταβολή ανταποδοτικών τελών;

γ)      Ασκεί επιρροή στην απάντηση του ως άνω ερωτήματος εάν από τις περισσότερες δραστηριότητες (άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 4115/2013) του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ορισμένες μόνο φέρεται να ασκούνται σε περιβάλλον αγοράς και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, εάν αρκεί ότι ο νομοθέτης προέβλεψε (άρθρο 14 παρ. 2 περ. ιβʹ και 23 παρ. 1 περ. δʹ του ν. 4115/2013) πως το [προσφεύγον] νομικό αυτό πρόσωπο θα ενεργούσε, τουλάχιστον εν μέρει, ως φορέας της αγοράς ή εάν απαιτείται να αποδεικνύεται ότι πράγματι αυτό ενεργεί για συγκεκριμένη δραστηριότητά του σε περιβάλλον αγοράς;

2.      α)      Ποια είναι η έννοια, κατ’ άρθρο 4 παρ. 2 [στοιχείο] βʹ της [οδηγίας 2002/14], των όρων “κατάσταση”, “διάρθρωση” και “πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης” μέσα στην επιχείρηση, ζητήματα για τα οποία υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους;

β)      Εμπίπτει στις ως άνω έννοιες η απομάκρυνση, μετά τη θέσπιση του Κανονισμού Λειτουργίας του νομικού προσώπου, εν προκειμένω του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., από θέσεις ευθύνης υπαλλήλων του, χωρίς οι θέσεις αυτές να έχουν καταργηθεί από τον Κανονισμό, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί σε αυτές προσωρινώς, μετά τη συγχώνευση στον Οργανισμό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, Ε.ΚΕ.ΠΙΣ. και Ε.Κ.Ε.Π., ώστε να δημιουργείται υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους πριν από την απομάκρυνσή τους;

γ)      Ασκεί επιρροή στην απάντηση του ως άνω ερωτήματος

i)      εάν η απομάκρυνση εργαζομένου από θέση ευθύνης έγινε κατ’ επίκληση της εύρυθμης λειτουργίας του [προσφεύγοντος] νομικού προσώπου και των υπηρεσιακών του αναγκών, ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στους σκοπούς της σύστασής του, ή εάν η απομάκρυνση έλαβε χώρα για λόγους πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων του ως προσωρινού Προϊσταμένου,

ii)      το γεγονός ότι οι υπάλληλοι που απομακρύνθηκαν από τις θέσεις ευθύνης διατηρήθηκαν στο δυναμικό του νομικού προσώπου ή

iii)      το γεγονός ότι με την ίδια απόφαση του αρμοδίου οργάνου του περί απομάκρυνσης υπαλλήλων του από θέσεις ευθύνης τοποθετήθηκαν άλλα πρόσωπα σε θέσεις ευθύνης προσωρινώς;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

25      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/14 έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο ενεργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί δραστηριότητες δημόσιας εξουσίας, ενώ παράλληλα παρέχει έναντι αμοιβής υπηρεσίες που ανταγωνίζονται τις παρεχόμενες από φορείς της αγοράς.

26      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/14 ορίζει ότι ως «επιχείρηση» νοείται κάθε δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, με κερδοσκοπικό ή μη χαρακτήρα.

27      Υπενθυμίζεται επίσης ότι στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού το Δικαστήριο έχει ορίσει την έννοια της «επιχείρησης» ως έννοια που καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδότησής του (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Manpower Lit, C‑948/19, EU:C:2021:906, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Όσον αφορά την έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας», η οποία δεν ορίζεται στην οδηγία 2002/14, υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, η έννοια αυτή, που εμφανίζεται σε διάφορες οδηγίες σχετικά με τα δικαιώματα των εργαζομένων, καλύπτει κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo, C‑416/16, EU:C:2017:574, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Νοεμβρίου 2021, Manpower Lit, C‑948/19, EU:C:2021:906, σκέψεις 36 και 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Εξ ορισμού, δεν αποτελούν οικονομική δραστηριότητα οι δραστηριότητες που συνίστανται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Έχουν, αντιθέτως, χαρακτηριστεί ως οικονομικές δραστηριότητες υπηρεσίες οι οποίες, ενώ δεν περιλαμβάνουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, εντούτοις παρέχονται προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος χωρίς να αποσκοπούν στην επίτευξη κέρδους και ανταγωνίζονται υπηρεσίες παρεχόμενες από φορείς κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αυτές ενδέχεται να είναι λιγότερο ανταγωνιστικές από παρόμοιες υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται από φορείς κερδοσκοπικού χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω δραστηριότητες δεν αποτελούν οικονομικές δραστηριότητες (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Manpower Lit, C‑948/19, EU:C:2021:906, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 2002/14 και του γράμματος, μεταξύ άλλων, του άρθρου της 2, στοιχείο αʹ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία της έννοιας της «οικονομικής δραστηριότητας» που εκτίθεται στις σκέψεις 27 και 29 της παρούσας απόφασης ισχύει και για την οδηγία 2002/14.

31      Κατά συνέπεια, προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/14 καταλαμβάνει φορέα όπως ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., πρέπει επίσης να εξεταστεί αν ένας τέτοιου είδους φορέας ασκεί δραστηριότητα η οποία συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών εντός συγκεκριμένης αγοράς.

32      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του νόμου 4115/2013, ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. έχει ως σκοπό όχι μόνο την πιστοποίηση των φορέων επαγγελματικής κατάρτισης και την αναγνώριση της ισοτιμίας των τίτλων, δραστηριότητες οι οποίες, κατά το αιτούν δικαστήριο, συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας, αλλά επίσης, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει, αντιστοίχως, από τις περιπτώσεις θʹ, ιʹ, ιβʹ και ιγʹ της ίδιας παραγράφου, την επιστημονική και τεχνική υποστήριξη των αρμόδιων φορέων των Υπουργείων Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εθνικής πολιτικής για τη συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ανάπτυξη της επικοινωνίας και τον συντονισμό της δράσης των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων παροχής υπηρεσιών «Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού», μέσω της συνεχούς ενημέρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών, την παροχή κάθε είδους και μορφής υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού προς τους αρμόδιους φορείς των εν λόγω Υπουργείων, των κέντρων και των φορέων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, των επιχειρήσεων, και των οργανώσεων των εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς και την εκπαίδευση, κατάρτιση και επιμόρφωση στελεχών του τομέα «Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού» σε συνεργασία ή/και συμπληρωματικά με τους υπάρχοντες φορείς των εν λόγω Υπουργείων.

33      Αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, a priori, οι τελευταίες αυτές δραστηριότητες δεν εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Μολονότι δεν αποκλείεται να υπάρχουν αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται εμπορικές επιχειρήσεις που τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, εντούτοις στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν αυτό όντως συμβαίνει.

34      Αφετέρου, οι δραστηριότητες του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. δεν χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τα ανταποδοτικά τέλη και τα τέλη εποπτείας που προβλέπονται στο άρθρο 20 του νόμου 4115/2013, αλλά επίσης και από πόρους και έσοδα, όπως αυτά για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του νόμου 4115/2013, και, ειδικότερα, από έσοδα από την εκτέλεση έργων και παροχή υπηρεσιών που είτε ανατίθενται στον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού είτε εκτελούνται για λογαριασμό τρίτων, όπως ιδίως δημοσίων υπηρεσιών, εθνικών και διεθνών οργανισμών, νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και ιδιωτών, τα οποία εκτελούνται ύστερα από σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

35      Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρατίθενται στην απόφαση περί παραπομπής, τις οποίες το αιτούν δικαστήριο οφείλει να επαληθεύσει, τα έσοδα αυτά έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής για τις δραστηριότητες του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., καθόσον αποτελούν την οικονομική αντιπαροχή της αντίστοιχης παροχής υπηρεσιών του οργανισμού αυτού, αντιπαροχή την οποία, κατά κανόνα, προσδιορίζουν από κοινού ο παρέχων την υπηρεσία και ο αποδέκτης της (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Manpower Lit, C‑948/19, EU:C:2021:906, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών και υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσής τους από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. ασκεί, εν μέρει, δραστηριότητα συνιστάμενη στην προσφορά υπηρεσιών εντός συγκεκριμένης αγοράς και, κατά συνέπεια, ότι εμπίπτει στην έννοια της «επιχείρησης», κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/14.

37      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/14 έχει την έννοια ότι μπορεί να καταλαμβάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο ενεργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί δραστηριότητες δημόσιας εξουσίας, εφόσον αυτό παρέχει παράλληλα έναντι αμοιβής υπηρεσίες που ανταγωνίζονται τις παρεχόμενες από φορείς της αγοράς.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

38      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/14 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη σε αυτό υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης έχει εφαρμογή στην περίπτωση μεταβολής της θέσης απασχόλησης μικρού αριθμού εργαζομένων που είχαν τοποθετηθεί προσωρινώς σε θέσεις ευθύνης, όταν η μεταβολή αυτή δεν είναι ικανή να επηρεάσει την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή να απειλήσει την απασχόληση εν γένει.

39      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/14, το δικαίωμα ενημέρωσης και διαβούλευσης, κατά την έννοια της οδηγίας, καλύπτει «την ενημέρωση και τη διαβούλευση σχετικά με την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στην επιχείρηση ή εγκατάσταση, καθώς και τα μέτρα πρόληψης που ενδεχομένως προβλέπονται σε περίπτωση ιδίως που η απασχόληση απειλείται».

40      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γράμμα της ως άνω διάταξης, στο οποίο γίνεται λόγος γενικά για την «απασχόληση», δεν αναφέρεται στις ατομικές σχέσεις εργασίας, κατά μείζονα δε λόγο εφόσον δεν συντρέχει κατάργηση θέσεων εργασίας.

41      Η ερμηνεία ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/14 αφορά την κατάσταση, τη διάρθρωση και την εξέλιξη της απασχόλησης εν γένει μέσα στην επιχείρηση ή την εγκατάσταση και όχι την κατάσταση ορισμένων ατομικών σχέσεων εργασίας μέσα στην επιχείρηση ή την εγκατάσταση επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας. Πράγματι, κατά την αιτιολογική σκέψη αυτή ο νομοθέτης της Ένωσης επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να προωθηθεί και να ενισχυθεί «η ενημέρωση και η διαβούλευση σχετικά με την κατάσταση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης στην επιχείρηση καθώς και, όταν ο εργοδότης εκτιμά ότι η απασχόληση μπορεί να κινδυνεύσει, η ενημέρωση και διαβούλευση σχετικά με τα πιθανώς σχεδιαζόμενα μέτρα πρόληψης, ιδίως όσα αφορούν την κατάρτιση και βελτίωση των ικανοτήτων των εργαζομένων, προς αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων ή μετριασμό τους, αλλά και την ενίσχυση της απασχολησιμότητας και προσαρμοστικότητας των οικείων εργαζομένων».

42      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η οδηγία 2002/14 αποσκοπεί να καθιερώσει την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς στην περίπτωση που απειλείται εν γένει η απασχόληση μέσα στην επιχείρηση ή την εγκατάσταση, προς αντιστάθμιση των επιπτώσεων της αρνητικής εξέλιξης της κατάστασης της απασχόλησης στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή εγκατάσταση όσον αφορά τους εργαζομένους που ενδέχεται να επηρεαστούν από αυτήν.

43      Εν προκειμένω, από την περιγραφή του πραγματικού πλαισίου στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος ή απειλή για την απασχόληση στον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και ότι μόνον ένας πολύ περιορισμένος αριθμός προσώπων, ήτοι 3 επί συνόλου 80 εργαζομένων, απομακρύνθηκαν από θέσεις τις οποίες κατείχαν προσωρινώς. Επιπλέον, τα πρόσωπα αυτά εξακολούθησαν να απασχολούνται στον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. παραμένοντας σε θέσεις εντός του ιδίου τμήματος. Επιπροσθέτως προκύπτει ότι, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, δεν προβλήθηκε καν ότι η απομάκρυνση και η αντικατάσταση των προσώπων αυτών είχαν ή θα μπορούσαν να έχουν επιρροή στην κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης αυτής καθ’ εαυτήν εντός του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. ή ότι συνιστούσαν απειλή για την εντός αυτού απασχόληση εν γένει.

44      Πλην όμως, ελλείψει ενδείξεως στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περί του ότι η απομάκρυνση και η αντικατάσταση μικρού αριθμού προσώπων τοποθετηθέντων προσωρινώς σε θέσεις ευθύνης επηρέασαν ή θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης εντός του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. ή να αποτελέσουν απειλή για την εντός αυτού απασχόληση εν γένει, το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/14 δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή.

45      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/14 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη σε αυτό υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση μεταβολής της θέσης απασχόλησης μικρού αριθμού εργαζομένων που είχαν τοποθετηθεί προσωρινώς σε θέσεις ευθύνης, όταν η μεταβολή αυτή δεν είναι ικανή να επηρεάσει την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή να απειλήσει την απασχόληση εν γένει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

46      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα,

έχει την έννοια ότι:

μπορεί να καταλαμβάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο ενεργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί δραστηριότητες δημόσιας εξουσίας, εφόσον αυτό παρέχει παράλληλα έναντι αμοιβής υπηρεσίες που ανταγωνίζονται τις παρεχόμενες από φορείς της αγοράς.

2)      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/14

έχει την έννοια ότι:

η προβλεπόμενη σε αυτό υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση μεταβολής της θέσης απασχόλησης μικρού αριθμού εργαζομένων που είχαν τοποθετηθεί προσωρινώς σε θέσεις ευθύνης, όταν η μεταβολή αυτή δεν είναι ικανή να επηρεάσει την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στη συγκεκριμένη επιχείρηση ή να απειλήσει την απασχόληση εν γένει.

Arastey Sahún

Biltgen

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Ιουλίου 2023.

Ο Γραμματέας

 

H πρόεδρος του τμήματος

A. Calot Escobar

 

M. L. Arastey Sahún


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.