Language of document : ECLI:EU:T:2020:410

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«Γλωσσικό καθεστώς – Προκήρυξη γενικού διαγωνισμού για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα του ελέγχου – Γλωσσικές γνώσεις – Περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας – Γλώσσα επικοινωνίας – Κανονισμός 1/58 – Άρθρο 1δ, παράγραφος 1, άρθρο 27 και άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ – Δυσμενής διάκριση λόγω γλώσσας – Δικαιολόγηση – Συμφέρον της υπηρεσίας – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑437/16,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον L. Aguilera Ruiz,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Gattinara και την D. Milanowska,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/322/16, για την κατάρτιση εφεδρικών πινάκων διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα του ελέγχου (AD 5/AD 7) (ΕΕ 2016, C 171 A, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, Δ. Γρατσία (εισηγητή) και M. Kancheva, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 12 Μαΐου 2016, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO), η οποία συστάθηκε δυνάμει της αποφάσεως 2002/620/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, της 25ης Ιουλίου 2002 (ΕΕ 2002, L 197, σ. 53), δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/322/16, για την κατάρτιση εφεδρικών πινάκων διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα του ελέγχου (AD 5/AD 7) (ΕΕ 2016, C 171 A, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη προκήρυξη). Όπως διευκρινίζεται στην εν λόγω προκήρυξη, βάσει των πινάκων αυτών, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο», θα προσλάβουν νέα μέλη της δημόσιας διοικήσεως της Ένωσης.

2        Στην εισαγωγή της προσβαλλομένης προκηρύξεως επισημαίνεται επίσης ότι η προκήρυξη αυτή, σε συνδυασμό με τους γενικούς κανόνες που εφαρμόζονται στους γενικούς διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27ης Φεβρουαρίου 2015 (ΕΕ 2015, C 70 A, σ. 1, στο εξής: γενικοί κανόνες), αποτελεί το δεσμευτικό νομικό πλαίσιο που διέπει τη σχετική διαδικασία επιλογής. Εντούτοις, στην εισαγωγή αυτή διευκρινίζεται ότι το παράρτημα II των γενικών κανόνων, με τίτλο «Γενικές κατευθυντήριες γραμμές του σώματος των προϊσταμένων διοίκησης σχετικά με τη χρησιμοποίηση των γλωσσών στους διαγωνισμούς της EPSO», δεν εφαρμόζεται στην επίμαχη διαδικασία επιλογής και αντικαθίσταται από το κείμενο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της προσβαλλομένης προκηρύξεως.

3        Το σημείο 1.3 των γενικών κανόνων περιλαμβάνει το τμήμα με τίτλο «Γλωσσικές γνώσεις», το οποίο ορίζει τα εξής:

«Ανάλογα με τον διαγωνισμό, θα κληθείτε να αποδείξετε τις γλωσσικές σας γνώσεις μεταξύ των επισήμων γλωσσών της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] […]. Κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να γνωρίζετε άριστα [επίπεδο C1 του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες (ΚΕΠΑ)] μία από τις επίσημες γλώσσες της [Ένωσης] και να έχετε ικανοποιητική γνώση (επίπεδο B2 του ΚΕΠΑ) μίας ακόμη από τις γλώσσες αυτές. Όμως, η προκήρυξη του διαγωνισμού μπορεί να επιβάλει αυστηρότερες απαιτήσεις (ιδίως, στην περίπτωση θέσεων γλωσσομαθών). Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην προκήρυξη του διαγωνισμού, η επιλογή της δεύτερης γλώσσας περιορίζεται κατά κανόνα στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα […].

Η μακρόχρονη πρακτική των θεσμικών οργάνων της [Ένωσης] όσον αφορά τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται για την εσωτερική επικοινωνία και η ανάγκη εξωτερικής επικοινωνίας και χειρισμού υποθέσεων των υπηρεσιών συνετέλεσαν ώστε η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα να είναι οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες γλώσσες.

Οι επιλογές δεύτερης γλώσσας στους διαγωνισμούς έχουν οριστεί με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας, η οποία απαιτεί από τους νεοπροσληφθέντες να εντάσσονται αμέσως στο επιχειρησιακό προσωπικό και να είναι σε θέση να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία. Διαφορετικά, θα μπορούσε να διαταραχθεί σοβαρά η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμικών οργάνων.

Για να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των υποψηφίων, όλοι οι υποψήφιοι –σμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων η πρώτη επίσημη γλώσσα είναι μία από τις τρεις προαναφερθείσες– πρέπει να υποβληθούν σε δοκιμασία στη δεύτερη γλώσσα τους, η οποία επιλέγεται μεταξύ αυτών των τριών. Η αξιολόγηση των ειδικών ικανοτήτων δίνει τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα να αξιολογούν με τον τρόπο αυτό την ικανότητα των υποψηφίων να είναι άμεσα λειτουργικοί σε ένα περιβάλλον που προσομοιάζει στο πραγματικό περιβάλλον που θα αντιμετωπίσουν κατά την εργασία τους. Τίποτα από αυτά δεν επηρεάζει τη δυνατότητα μεταγενέστερης γλωσσικής εκπαίδευσης για την εκμάθηση τρίτης γλώσσας εργασίας, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης […].»

4        Σύμφωνα με το τμήμα της προσβαλλομένης προκηρύξεως με τίτλο «Όροι συμμετοχής στον διαγωνισμό», το οποίο καθορίζει τους όρους που πρέπει να πληρούν οι ενδιαφερόμενοι κατά την επικύρωση της υποψηφιότητάς τους, απαιτείται, στο πλαίσιο των ειδικών όρων συμμετοχής, «ελάχιστο επίπεδο C1 [του ΚΕΠΑ] σε μία από τις 24 επίσημες γλώσσες της [Ένωσης]», γλώσσα που ορίζεται ως «γλώσσα 1» του διαγωνισμού, και «ελάχιστο επίπεδο B2 [του ΚΕΠΑ] στην αγγλική, γαλλική ή γερμανική γλώσσα». Η δεύτερη αυτή γλώσσα, η οποία ορίζεται ως «γλώσσα 2» του διαγωνισμού, πρέπει υποχρεωτικά να είναι διαφορετική από τη γλώσσα που επέλεξε ο υποψήφιος ως γλώσσα 1.

5        Στο τμήμα αυτό διευκρινίζεται επίσης ότι «το […] έντυπο αίτησης πρέπει να συμπληρώνεται στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα».

6        Στο ίδιο τμήμα της προσβαλλομένης προκηρύξεως αναφέρεται ότι «[η] δεύτερη γλώσσα επιλογής πρέπει να είναι η αγγλική, η γαλλική ή η γερμανική», ότι «[α]υτές είναι οι κύριες γλώσσες εργασίας των θεσμικών οργάνων της [Ένωσης] και [ότι], προς το συμφέρον της υπηρεσίας, οι νεοπροσλαμβανόμενοι πρέπει να είναι αμέσως σε θέση να εργάζονται και να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία σε τουλάχιστον μία από αυτές». Οι υποψήφιοι καλούνται, συναφώς, να συμβουλευθούν το παράρτημα II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, με τίτλο «Αιτιολόγηση του γλωσσικού καθεστώτος για την παρούσα διαδικασία επιλογής», «για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις γλώσσες που απαιτούνται για τον παρόντα διαγωνισμό».

7        Το παράρτημα II της προσβαλλομένης προκηρύξεως περιλαμβάνει εισαγωγή αποτελούμενη από έξι παραγράφους και ακολουθούν τρία σημεία εκ των οποίων το πρώτο τιτλοφορείται «Αιτιολόγηση της επιλογής γλωσσών για κάθε διαδικασία επιλογής», το δεύτερο «Κριτήρια της επιλογής γλωσσών για κάθε διαδικασία επιλογής» και το τρίτο «Γλώσσες επικοινωνίας».

8        Η εισαγωγή του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως έχει ως εξής:

«Ο παρών διαγωνισμός διοργανώνεται για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων εξειδικευμένων στον τομέα του ελέγχου. Οι προδιαγραφές στο τμήμα “ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ” της παρούσας προκήρυξης είναι σύμφωνες με τις [καθοριζόμενες από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης] βασικές απαιτήσεις για τις ειδικές δεξιότητες, την πείρα και τις γνώσεις, καθώς και την ανάγκη οι νεοπροσλαμβανόμενοι να είναι σε θέση να εργάζονται αποτελεσματικά, ιδίως με άλλα μέλη του προσωπικού.

Για τον λόγο αυτό, οι υποψήφιοι είναι υποχρεωμένοι να επιλέξουν τη δεύτερη γλώσσα του διαγωνισμού από περιορισμένο αριθμό επίσημων γλωσσών της [Ένωσης]. Ο περιορισμός αυτός οφείλεται επίσης σε δημοσιονομικούς και λειτουργικούς περιορισμούς και στη φύση των μεθόδων επιλογής της EPSO που περιγράφονται στα σημεία 1, 2 και 3 κατωτέρω. Οι γλωσσικές απαιτήσεις για τον παρόντα διαγωνισμό έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο της EPSO με βάση αυτούς τους παράγοντες και άλλες ειδικές απαιτήσεις που αφορούν τη φύση των καθηκόντων ή τις ιδιαίτερες ανάγκες των οικείων θεσμικών οργάνων της [Ένωσης].

Κύριος στόχος του παρόντος διαγωνισμού είναι να δημιουργηθεί εφεδρικός κατάλογος για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και περιορισμένος αριθμός για πρόσληψη από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Εφόσον προσληφθούν, είναι σημαντικό οι διοικητικοί υπάλληλοι να είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως τα καθήκοντά τους και να επικοινωνούν με τους συναδέλφους τους και με τα διευθυντικά στελέχη. Με βάση τα κριτήρια για τη χρήση των γλωσσών στις διαδικασίες επιλογής προσωπικού της [Ένωσης] που παρατίθενται στο σημείο 2 κατωτέρω, τα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] θεωρούν ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα είναι οι πλέον κατάλληλες επιλογές δεύτερης γλώσσας για τον παρόντα διαγωνισμό.

Δεδομένου ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα είναι οι γλώσσες που ομιλούνται, μεταφράζονται και χρησιμοποιούνται συχνότερα για τη διοικητική επικοινωνία από το προσωπικό των θεσμικών οργάνων της [Ένωσης], οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τουλάχιστον μία από αυτές μεταξύ των δύο υποχρεωτικών γλωσσών τους.

Επιπλέον, ο καλός χειρισμός της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας είναι σημαντικός για την ανάλυση της κατάστασης των ελεγχομένων [φορέων], για παρουσιάσεις, συζητήσεις και σύνταξη εκθέσεων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με τις υπηρεσίες που υποβλήθηκαν σε έλεγχο και με τις αρμόδιες αρχές.

Οι υποψήφιοι πρέπει να χρησιμοποιήσουν για τη συμπλήρωση της ηλεκτρονικής αίτησης [υποψηφιότητας] τη δεύτερη γλώσσα επιλογής τους για τον διαγωνισμό (την αγγλική, γαλλική ή γερμανική) και η EPSO πρέπει να χρησιμοποιεί τις γλώσσες αυτές για τη μαζική επικοινωνία με τους υποψηφίους που έχουν υποβάλει έγκυρη αίτηση [υποψηφιότητας] και για ορισμένες δοκιμασίες που περιγράφονται στο σημείο 3.»

9        Το σημείο 1 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αιτιολόγηση της επιλογής γλωσσών για κάθε διαδικασία επιλογής», προβλέπει τα εξής:

«Τα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] θεωρούν ότι η απόφαση για τις συγκεκριμένες γλώσσες που χρησιμοποιούνται σ[ε] κάθε διαδικασία επιλογής και, ιδίως, κάθε περιορισμός της επιλογής των γλωσσών πρέπει να γίνεται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

i)      Οι νεοπροσλαμβανόμενοι πρέπει να είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα

Οι νεοπροσλαμβανόμενοι πρέπει να είναι σε θέση να αναλάβουν και να εκτελούν αμέσως τα καθήκοντα για τα οποία έχουν προσληφθεί. Ως εκ τούτου, η EPSO πρέπει να διασφαλίσει ότι οι επιτυχόντες υποψήφιοι έχουν επαρκείς γνώσεις ενός συνδυασμού γλωσσών που θα τους επιτρέψει να εκτελούν τα καθήκοντά τους με αποτελεσματικό τρόπο και ιδίως ότι οι επιτυχόντες υποψήφιοι θα είναι σε θέση να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία με τους συναδέλφους τους και με τα διευθυντικά στελέχη.

Επομένως, η διοργάνωση ορισμένων δοκιμασιών σε περιορισμένο αριθμό [κοινών] γλωσσών [συνεννόησης] μπορεί να θεωρηθεί εύλογη δεδομένου ότι διασφαλίζει ότι όλοι οι υποψήφιοι θα είναι σε θέση να εργάζονται τουλάχιστον σε μία από αυτές, ανεξάρτητα από την πρώτη επίσημη γλώσσα τους. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος σημαντικό ποσοστό των επιτυχόντων υποψηφίων να μην είναι σε θέση να αναλάβει τα καθήκοντα για τα οποία έχει προσληφθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Επιπλέον, δεν θα λαμβανόταν υπόψη η εύλογη προσδοκία ότι οι υποψήφιοι που υποβάλλουν αίτηση να εργαστούν στη δημόσια διοίκηση της [Ένωσης] είναι διατεθειμένοι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε διεθνή οργανισμό ο οποίος οφείλει να χρησιμοποιεί [κοινές] γλώσσες [συνεννόησης] για την ορθή λειτουργία του και για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί βάσει των Συνθηκών της [Ένωσης].

ii)      Χαρακτήρας της διαδικασίας επιλογής

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο περιορισμός της επιλογής γλωσσών των υποψηφίων μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί από τη φύση της διαδικασίας επιλογής.

Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, η EPSO αξιολογεί υποψηφίους βάσει γενικών διαγωνισμών για να αξιολογηθούν οι δεξιότητες των υποψηφίων και να εκτιμηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα κατά πόσο θα είναι σε θέση να ασκούν τα καθήκοντά τους.

Το κέντρο αξιολόγησης αποτελεί μια μέθοδο επιλογής που συνίσταται στην αξιολόγηση των υποψηφίων με τυποποιημένο τρόπο, βάσει διαφόρων σεναρίων τα οποία παρακολουθούν αρκετά μέλη της εξεταστικής επιτροπής. Για την αξιολόγηση χρησιμοποιείται ένα πλαίσιο δεξιοτήτων το οποίο έχει καταρτιστεί προηγουμένως από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές, με κοινή μέθοδο βαθμολόγησης και κοινή λήψη αποφάσεων.

Η αξιολόγηση των ειδικών δεξιοτήτων με τον τρόπο αυτό επιτρέπει στα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] να εκτιμήσουν την ικανότητα των υποψηφίων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα σε περιβάλλον παρόμοιο με αυτό στο οποίο θα κληθούν να εργαστούν. Σύμφωνα με σημαντικές επιστημονικές έρευνες, τα κέντρα αξιολόγησης, τα οποία προσομοιώνουν πραγματικές εργασιακές συνθήκες, είναι το καλύτερο μέσο για την πρόβλεψη των επαγγελματικών επιδόσεων. Ως εκ τούτου, οι δοκιμασίες των κέντρων αξιολόγησης χρησιμοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεδομένης της μακροχρόνιας διάρκειας των σταδιοδρομιών και του βαθμού κινητικότητας στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων της [Ένωσης], αυτό το είδος αξιολόγησης έχει καίρια σημασία, ιδίως κατά την επιλογή των μόνιμων υπαλλήλων.

Για να εξασφαλιστεί ισότιμη αξιολόγηση των υποψηφίων και άμεση επικοινωνία τους με τους αξιολογητές και τους λοιπούς υποψηφίους που συμμετέχουν σε άσκηση, οι υποψήφιοι αξιολογούνται ομαδικά σε κοινή γλώσσα. Για τον σκοπό αυτό, το κέντρο αξιολόγησης πρέπει αναγκαστικά να οργανώνεται σε περιορισμένο αριθμό γλωσσών, εκτός εάν το εν λόγω κέντρο δημιουργηθεί στο πλαίσιο διαγωνισμού με μία μόνο κύρια γλώσσα.

iii)      Δημοσιονομικοί και λειτουργικοί περιορισμοί

Για διάφορους λόγους το διοικητικό συμβούλιο της EPSO εκτιμά ότι θα ήταν πρακτικά αδύνατο να οργανώσει τη φάση του κέντρου αξιολόγησης ενός και μόνου διαγωνισμού σε όλες τις επίσημες γλώσσες της [Ένωσης].

Πρώτον, η προσέγγιση αυτή θα απαιτούσε πολύ σημαντικούς πόρους, καθιστώντας αδύνατο για τα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους για πρόσληψη προσωπικού εντός του ισχύοντος δημοσιονομικού πλαισίου. Επίσης, δεν θα αντιπροσώπευε εύλογη βελτιστοποίηση των πόρων για τον [Ε]υρωπαίο φορολογούμενο.

Δεύτερον, η διεξαγωγή του κέντρου αξιολόγησης σε όλες τις επίσημες γλώσσες θα απαιτούσε την απασχόληση σημαντικού αριθμού διερμηνέων για τους διαγωνισμούς της EPSO και τη χρήση κατάλληλων εγκαταστάσεων με θαλάμους διερμηνείας.

Τρίτον, θα απαιτείτο πολύ μεγαλύτερος αριθμός μελών της εξεταστικής επιτροπής για να καλυφθούν οι διαφορετικές γλώσσες που θα χρησιμοποιούσαν οι υποψήφιοι.»

10      Κατά το σημείο 2 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κριτήρια της επιλογής γλωσσών για κάθε διαδικασία επιλογής»:

«Αν οι υποψήφιοι είναι υποχρεωμένοι να επιλέξουν από έναν περιορισμένο αριθμό επίσημων γλωσσών της [Ένωσης], το διοικητικό συμβούλιο της EPSO πρέπει να καθορίσει κατά περίπτωση τις γλώσσες που θα χρησιμοποιούνται για κάθε γενικό διαγωνισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:

i)      τυχόν συγκεκριμένες εσωτερικές διατάξεις σχετικά με τη χρήση των γλωσσών εντός του (των) οικείου(‑ων) θεσμικού(‑ών) οργάνου(‑ων) ή άλλων φορέων·

ii)      ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με τη φύση των καθηκόντων και τις ιδιαίτερες ανάγκες του (των) οικείου(‑ων) θεσμικού(‑ών) οργάνου(‑ων)·

iii)      τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται συχνότερα εντός του (των) οικείου(‑ων) θεσμικού(‑ών) οργάνου(‑ων), με βάση:

–        τις δηλωθείσες και αποδεδειγμένες γλωσσικές δεξιότητες σε επίπεδο B2 ή ανώτερο του [ΚΕΠΑ] των εν ενεργεία μόνιμων υπαλλήλων της [Ένωσης]·

–        τις συχνότερες γλώσσες‑στόχο προς τις οποίες μεταφράζονται έγγραφα που προορίζονται για εσωτερική χρήση [στα θεσμικά όργανα της Ένωσης]·

–        τις συχνότερες γλώσσες‑πηγή από τις οποίες μεταφράζονται έγγραφα που συντάσσονται εσωτερικά από τα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] και προορίζονται για εξωτερική χρήση·

iv)      τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία με τις διοικητικές υπηρεσίες του (των) οικείου(‑ων) θεσμικού(‑ών) οργάνου(‑ων).»

11      Τέλος, στο σημείο 3 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γλώσσες επικοινωνίας», αναφέρονται τα εξής:

«Το παρόν τμήμα περιγράφει τους γενικούς κανόνες όσον αφορά τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία μεταξύ της EPSO και των πιθανών υποψηφίων. Η πρόβλεψη άλλων ειδικών απαιτήσεων είναι δυνατή κατά την προκήρυξη κάθε διαγωνισμού.

Η EPSO λαμβάνει δεόντως υπόψη το δικαίωμα των υποψηφίων ως πολιτών της [Ένωσης] να επικοινωνούν στη μητρική τους γλώσσα. Αναγνωρίζει επίσης ότι οι υποψήφιοι που έχουν επικυρώσει την αίτησή τους είναι δυνητικά μέλη της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, με δικαιώματα και υποχρεώσεις βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Τα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] θεωρούν, επομένως, ότι η EPSO οφείλει, εφόσον είναι δυνατόν, να επικοινωνεί με τους υποψηφίους και να τους παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις αιτήσεις τους σε όλες τις επίσημες γλώσσες της [Ένωσης]. Για τον σκοπό αυτό, τα σταθερά στοιχεία του δικτυακού τόπου της EPSO, οι προκηρύξεις διαγωνισμών και οι γενικοί κανόνες που εφαρμόζονται στους γενικούς διαγωνισμούς θα δημοσιεύονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Οι γλώσσες που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση των ηλεκτρονικών εντύπων αίτησης [υποψηφιότητας] καθορίζονται σε κάθε προκήρυξη διαγωνισμού. Οι οδηγίες σχετικά με τη συμπλήρωση της αίτησης υποψηφιότητας πρέπει να παρέχονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Οι διατάξεις αυτές θα ισχύουν κατά τη μεταβατική περίοδο που απαιτείται για τη θέσπιση διαδικασίας ηλεκτρονικής αρχικής αίτησης υποψηφιότητας σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Για να εξασφαλιστεί γρήγορη και αποτελεσματική επικοινωνία, μετά την επικύρωση της αρχικής αίτησης υποψηφιότητάς τους, η EPSO θα επικοινωνεί με μεγάλο αριθμό υποψηφίων σε περιορισμένο αριθμό επίσημων γλωσσών της [Ένωσης]. Αυτό θα γίνεται είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη γλώσσα του υποψηφίου, όπως προβλέπεται στη σχετική προκήρυξη διαγωνισμού.

Οι υποψήφιοι μπορούν να επικοινωνούν με την EPSO σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της [Ένωσης], αλλά, για την αποτελεσματικότερη επεξεργασία του ερωτήματός τους, οι υποψήφιοι προτρέπονται να επιλέξουν μεταξύ περιορισμένου αριθμού γλωσσών στις οποίες το προσωπικό της EPSO είναι σε θέση να παράσχει άμεση γλωσσική κάλυψη χωρίς την ανάγκη μετάφρασης.

Ορισμένες δοκιμασίες μπορούν επίσης να πραγματοποιούνται σε περιορισμένο αριθμό επίσημων γλωσσών της [Ένωσης], ώστε να διασφαλιστεί ότι οι υποψήφιοι διαθέτουν τις γλωσσικές ικανότητες που απαιτούνται για να συμμετάσχουν στο στάδιο αξιολόγησης των γενικών διαγωνισμών. Οι γλώσσες για τις διάφορες δοκιμασίες θα καθορίζονται σε κάθε προκήρυξη διαγωνισμού.

Τα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] θεωρούν ότι οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν τη δίκαιη και ενδεδειγμένη ισορροπία μεταξύ του συμφέροντος της υπηρεσίας και της αρχής της πολυγλωσσίας και της γλωσσικής αμεροληψίας. Η υποχρέωση των υποψηφίων να επιλέξουν μια δεύτερη γλώσσα διαφορετική από την πρώτη τους γλώσσα (που είναι κανονικά η μητρική τους γλώσσα ή άλλη ισοδύναμη) εξασφαλίζει την ισότιμη [συγκριτική αξιολόγηση] των υποψηφίων […]».

12      Στο τμήμα της προσβαλλομένης προκηρύξεως που φέρει τον τίτλο «Διαδικασία επιλογής», και ειδικότερα στο σημείο 1, διευκρινίζεται ότι οι «δοκιμασίες πολλαπλής επιλογής με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή», και συγκεκριμένα οι δοκιμασίες κατανοήσεως κειμένου, ευχέρειας σε αριθμητικούς υπολογισμούς και κατανοήσεως αφηρημένων εννοιών, οι οποίες αποτελούν το πρώτο στάδιο της οικείας διαδικασίας επιλογής, θα διεξαχθούν στη γλώσσα που θα έχει επιλέξει κάθε υποψήφιος ως πρώτη γλώσσα του διαγωνισμού.

13      Επιπλέον, σύμφωνα με το σημείο 3 του εν λόγω τμήματος, κατόπιν της «επιλογής βάσει τίτλων», η οποία αποτελεί το δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, οι υποψήφιοι που έχουν λάβει τις υψηλότερες συνολικές βαθμολογίες θα κληθούν να συμμετάσχουν, στη γλώσσα που έχουν επιλέξει ως δεύτερη γλώσσα του διαγωνισμού, στις εξετάσεις του κέντρου αξιολογήσεως, ήτοι του τελευταίου σταδίου του διαγωνισμού, το οποίο περιλαμβάνει σειρά δοκιμασιών για την αξιολόγηση διαφόρων ικανοτήτων των υποψηφίων.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Αυγούστου 2016, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

15      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑353/14 και T‑17/15, EU:T:2016:495). Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις προκηρύξεις των γενικών διαγωνισμών EPSO/AD/276/14, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων (ΕΕ 2014, C 74 A, σ. 4), και EPSO/AD/294/14, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα της προστασίας των δεδομένων (ΕΕ 2014, C 391 A, σ. 1), με την αιτιολογία ότι ο περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας των εν λόγω διαγωνισμών, αφενός, και των γλωσσών επικοινωνίας μεταξύ της EPSO και των υποψηφίων, αφετέρου, μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας συνιστούσε αδικαιολόγητη διάκριση λόγω γλώσσας.

16      Στις 19 Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως.

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Νοεμβρίου 2016, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Ιταλικής Δημοκρατίας. Με απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2016, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως στις 15 Φεβρουαρίου 2017.

18      Στις 25 Νοεμβρίου 2016, η Επιτροπή άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑353/14 και T‑17/15, EU:T:2016:495), η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό υποθέσεως C‑621/16 P.

19      Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως στην υπό κρίση υπόθεση κατατέθηκαν, αντιστοίχως, στις 5 Δεκεμβρίου 2016 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017.

20      Στις 20 Ιανουαρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, κάλεσε τους διαδίκους να τοποθετηθούν επί της λυσιτέλειας της υποθέσεως που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου και είχε πρωτοκολληθεί με τον αριθμό C‑621/16 P για την έκβαση της δίκης στην υπό κρίση υπόθεση, καθώς και επί του ενδεχομένου αναστολής της διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έως την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην προμνησθείσα υπόθεση. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του ενδεχομένου συνενώσεως της υπό κρίση υποθέσεως με τις υποθέσεις T‑401/16, Ισπανία κατά Επιτροπής, και T‑443/16, Ιταλία κατά Επιτροπής, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας ή/και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

21      Με απόφαση του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 2017, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση ανεστάλη έως την έκδοση της αποφάσεως στην υπόθεση C‑621/16 P.

22      Στις 26 Μαρτίου 2019, το Δικαστήριο εξέδωσε τις αποφάσεις Ισπανία κατά Κοινοβουλίου (C‑377/16, EU:C:2019:249) και Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑621/16 P, EU:C:2019:251). Με την πρώτη από αυτές τις αποφάσεις, το Δικαστήριο ακύρωσε την πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Ομάδα καθηκόντων I – Οδηγοί (Α/Γ), EP/CAST/S/16/2016, που είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Απριλίου 2016 (ΕΕ 2016, C 131 A, σ. 1), καθώς και τη βάση δεδομένων που καταρτίστηκε δυνάμει της εν λόγω προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είχε αποδείξει ότι ο περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας της επίμαχης διαδικασίας επιλογής, αφενός, και των γλωσσών επικοινωνίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και των υποψηφίων, αφετέρου, μόνον μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας δικαιολογούνταν αντικειμενικώς και ευλόγως από θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Με τη δεύτερη απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που είχε ασκήσει η Επιτροπή κατά της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής (T‑353/14 και T‑17/15, EU:T:2016:495). Κατόπιν της εκδόσεως της τελευταίας αυτής αποφάσεως, συνεχίστηκε η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση.

23      Στις 3 Απριλίου 2019, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν στο Γενικό Δικαστήριο τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που έπρεπε να αντληθούν, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, από την έκδοση των αποφάσεων της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου (C‑377/16, EU:C:2019:249), και της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑621/16 P, EU:C:2019:251). Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

25      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, αφενός, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα, όπερ και έπραξαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, και, αφετέρου, τους έθεσε γραπτές ερωτήσεις προς απάντηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

26      Με απόφαση της προέδρου του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Νοεμβρίου 2019, η υπό κρίση υπόθεση και η υπόθεση T‑443/16, Ιταλία κατά Επιτροπής, ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Δεκεμβρίου 2019.

28      Με διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 2020, η πρόεδρος του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση και στην υπόθεση T‑443/16, Ιταλία κατά Επιτροπής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 113, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

29      Με απόφαση της προέδρου του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 2020, αφού ακούστηκαν οι διάδικοι, η υπό κρίση υπόθεση και η υπόθεση T‑443/16, Ιταλία κατά Επιτροπής, χωρίστηκαν συμφώνως προς το άρθρο 68, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

30      Με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2020, η πρόεδρος του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου κήρυξε περατωθείσα την προφορική διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση.

31      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη προκήρυξη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

33      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη προκήρυξη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

34      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση των άρθρων 263, 264 και 266 ΣΛΕΕ, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 342 ΣΛΕΕ και των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14, και διορθωτικό ΕΕ 2018, L 323, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: κανονισμός 1/58), ο τρίτος παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕE, του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, του άρθρου 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 1/58, του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του άρθρου 27, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, του Kανονισμού Yπηρεσιακής Kαταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), καθώς και του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕE και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο πέμπτος κατάχρηση εξουσίας και παράβαση των «ουσιωδών κανόνων που είναι συμφυείς με τη φύση και τον σκοπό των προκηρύξεων διαγωνισμών», ειδικότερα δε του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του άρθρου 27, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, του άρθρου 34, παράγραφος 3, και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ο έκτος παράβαση του άρθρου 18 και του άρθρου 24, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του άρθρου 22 του Χάρτη, του άρθρου 2 του κανονισμού 1/58, καθώς και του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ, και ο έβδομος παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 1/58, του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, και του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και «παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών».

35      Διαπιστώνεται ότι, με τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει, η Ιταλική Δημοκρατία βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά της νομιμότητας δύο πτυχών του γλωσσικού καθεστώτος του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη. Ειδικότερα, βάλλει, αφενός, κατά των διατάξεων της προσβαλλομένης προκηρύξεως που προβλέπουν ότι η δεύτερη γλώσσα του διαγωνισμού αυτού μπορεί να επιλεγεί μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας και, αφετέρου, κατά των διατάξεων της προκηρύξεως που αφορούν τις γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επικοινωνία μεταξύ των υποψηφίων και της EPSO.

36      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, στο μέτρο που, κατά την προσβαλλόμενη προκήρυξη, ορισμένες δοκιμασίες επρόκειτο να διεξαχθούν στη γλώσσα που έχουν επιλέξει οι υποψήφιοι ως δεύτερη γλώσσα του επίμαχου διαγωνισμού, τυχόν παράνομος χαρακτήρας του περιορισμού στην επιλογή της δεύτερης αυτής γλώσσας θα έχει, κατ’ ανάγκην, ως συνέπεια τον παράνομο χαρακτήρα της διοργανώσεως του συνόλου των δοκιμασιών του εν λόγω διαγωνισμού.

37      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί διαδοχικώς, υπό το πρίσμα των προβληθέντων από τους διαδίκους λόγων και επιχειρημάτων, η νομιμότητα των δύο αυτών πτυχών της προσβαλλομένης προκηρύξεως.

1.      Επί της νομιμότητας του περιορισμού της επιλογής, από τους υποψηφίους, της δεύτερης γλώσσας του διαγωνισμού τον οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη μόνο μεταξύ της αγγλικής, τη γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας

38      Η πτυχή της προσβαλλομένης προκηρύξεως που αφορά τον περιορισμό της επιλογής, από τους υποψηφίους, της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, τη γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας αποτελεί, κατ’ ουσίαν, αντικείμενο του τρίτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία.

39      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι ο περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ, στο άρθρο 22 του Χάρτη, στα άρθρα 1 και 6 του κανονισμού 1/58, στο άρθρο 1δ, παράγραφοι 1 και 6, στο άρθρο 27, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ, καθώς και στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος III του ΚΥΚ. Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί, μεταξύ άλλων, ότι ένας τέτοιος περιορισμός συνιστά διάκριση λόγω γλώσσας και ότι τα στοιχεία αιτιολογίας που εκτίθενται συναφώς στην προσβαλλόμενη προκήρυξη δεν είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη πραγματικών αναγκών που να τον δικαιολογούν κατά τρόπο συγκεκριμένο.

40      Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 1/58, του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, και του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και «παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών». Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει, ειδικότερα, έλλειψη και ανεπάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλομένης προκηρύξεως, υποστηρίζοντας ότι μόνο λόγοι συνδεόμενοι με τις ειδικές απαιτήσεις της υπηρεσίας θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν διάκριση λόγω γλώσσας.

41      Το Βασίλειο της Ισπανίας συντάσσεται με την επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας.

42      Από τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 39 και 40 προκύπτει ότι, με τους προαναφερθέντες λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι πρέπει να συνεξεταστούν, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και βάλλει, υπό το πρίσμα των διαφόρων διατάξεων που επικαλείται, κατά του βασίμου των στοιχείων της αιτιολογίας που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη όσον αφορά τον περιορισμό της επιλογής, από τους υποψηφίους, της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, τη γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας.

1.      Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης προκηρύξεως

43      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την ενδεχόμενη έλλειψη ή την ενδεχόμενη ανεπάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλομένης προκηρύξεως, οι οποίες προβάλλονται στο πλαίσιο του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας. Ειδικότερα, διατείνεται ότι η αιτιολόγηση του περιορισμού της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, τη γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας παρασχέθηκε ορθώς με το παράρτημα II της προκηρύξεως αυτής και επιβεβαιώνεται από τα πραγματικά στοιχεία που παρατίθενται στα παραρτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως. Επίσης, υπενθυμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη προκήρυξη αποτελεί πράξη γενικής ισχύος, η αιτιολογία της μπορεί να περιορίζεται, αφενός, στην περιγραφή της «όλης καταστάσεως» που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω πράξεως και, αφετέρου, στην παράθεση «των γενικών σκοπών» που επιδιώκει η πράξη αυτή.

44      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το τελευταίο αυτό ζήτημα αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην κατά τον προσήκοντα τρόπο παράθεση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν οι λόγοι αυτοί βαρύνονται με σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, όχι όμως την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν στηρίζεται σε εσφαλμένους λόγους (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στο τμήμα της προσβαλλομένης προκηρύξεως το οποίο επιγράφεται «Όροι συμμετοχής στον διαγωνισμό», καθώς και στο παράρτημα II της προκηρύξεως αυτής, εκτιμήσεις που παρατέθηκαν στις σκέψεις 6 έως 11 ανωτέρω, η εν λόγω προκήρυξη περιέχει όντως αιτιολογία που αποσκοπεί στη δικαιολόγηση του περιορισμού της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, στην προκήρυξη διευκρινίζεται ότι ο περιορισμός αυτός αποφασίστηκε με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στο σημείο 2 του παραρτήματος II της προκηρύξεως αυτής (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω) και ότι ερείδεται σε τρεις λόγους, οι οποίοι συνίστανται, πρώτον, στην ανάγκη να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, δεύτερον, στη φύση της διαδικασίας επιλογής και, τρίτον, στην ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών. Οι λόγοι αυτοί εξαγγέλλονται στην εισαγωγή του ως άνω παραρτήματος (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) και περιγράφονται εκτενέστερα στο σημείο 1, στοιχεία i έως iii, του ίδιου παραρτήματος (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην εκδούσα την προσβαλλόμενη προκήρυξη υπηρεσία, ήτοι στην EPSO, ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας αυτής είναι διακριτό και θα εξετασθεί ακολούθως.

2.      Επί του βασίμου των στοιχείων της αιτιολογίας που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη όσον αφορά τον περιορισμό της επιλογής, από τους υποψηφίους, της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, τη γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας

1)      Επί της υπάρξεως διακρίσεως

46      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας, η οποία προστατεύεται με το άρθρο 22 του Χάρτη, δεν επιτρέπει τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας ενός διαγωνισμού μεταξύ ενός μικρού αριθμού επίσημων γλωσσών, αλλά, αντιθέτως, συνεπάγεται τη δυνατότητα των υποψηφίων να επιλέγουν, στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα. Κατά την άποψή της, μολονότι από ορισμένες διατάξεις του ΚΥΚ, ειδικότερα δε από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος III, προκύπτει ασφαλώς ότι η επιβολή περιορισμών στην επιλογή της δεύτερης αυτής γλώσσας είναι δυνατή, εντούτοις οι περιορισμοί αυτοί ουδέποτε μπορούν να αποτελούν τον κανόνα για όλους τους διαγωνισμούς.

47      Από την πλευρά της, η Επιτροπή φρονεί, μεταξύ άλλων, ότι, στο μέτρο που ο περιορισμός ως προς τις γλωσσικές γνώσεις, τον οποίο προβλέπει η προσβαλλόμενη προκήρυξη, αφορά μόνον τη δεύτερη γλώσσα που πρέπει να επιλέξουν οι υποψήφιοι στον επίμαχο διαγωνισμό προκειμένου να μπορέσουν να συμμετάσχουν, μεταξύ άλλων, στις δοκιμασίες του κέντρου αξιολογήσεως, και όχι τη μητρική γλώσσα τους ή τη δηλωθείσα ως πρώτη γλώσσα τους, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις δοκιμασίες πολλαπλής επιλογής με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο περιορισμός αυτός δεν συνεπάγεται διάκριση λόγω γλώσσας.

48      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 1/58 προβλέπει τα εξής:

«Οι επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας των οργάνων της Ένωσης είναι η αγγλική, η βουλγαρική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ιρλανδική, η ισπανική, η ιταλική, η κροατική, η λετονική, η λιθουανική, η μαλτεζική, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η ρουμανική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.»

49      Επισημαίνεται επίσης ότι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 67 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752), μολονότι το άρθρο 1 του κανονισμού 1/58 ορίζει ρητώς ποιες είναι οι γλώσσες εργασίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του θεσπιζόμενου με τον εν λόγω κανονισμό γλωσσικού καθεστώτος με τους αντίστοιχους εσωτερικούς κανονισμούς τους. Εξάλλου, στην ίδια σκέψη της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα θεσμικά όργανα τα οποία αφορούσαν οι επίμαχες στην υπόθεση εκείνη προκηρύξεις διαγωνισμών δεν είχαν καθορίσει, βάσει του άρθρου 6 του ως άνω κανονισμού, τις λεπτομέρειες εφαρμογής του προαναφερθέντος γλωσσικού καθεστώτος με τους εσωτερικούς κανονισμούς τους.

50      Συναφώς, επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι τα θεσμικά όργανα τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη είχαν θεσπίσει, έως τη δημοσίευση της εν λόγω προκηρύξεως, διατάξεις, στους εσωτερικούς κανονισμούς τους, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής του γενικού γλωσσικού καθεστώτος που καθορίζει ο κανονισμός 1/58, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 του τελευταίου αυτού κανονισμού. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, «κανένα θεσμικό όργανο δεν έχει ποτέ εκδώσει τέτοιο κανονισμό».

51      Επιπλέον, το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι, κατά την εφαρμογή του ΚΥΚ, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση, όπως η διάκριση με βάση, μεταξύ άλλων, τη γλώσσα. Κατά το άρθρο 1δ, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ, «[τ]ηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού».

52      Επίσης, το άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ προβλέπει ότι ουδείς δύναται να διορισθεί υπάλληλος αν δεν αποδεικνύει ότι διαθέτει εις βάθος γνώση μίας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση μίας άλλης γλώσσας της Ένωσης. Η διάταξη αυτή, καίτοι διευκρινίζει ότι η επαρκής γνώση μιας άλλης γλώσσας απαιτείται «στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα» που καλείται να ασκήσει ο υποψήφιος, δεν αναφέρει ποια κριτήρια μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον περιορισμό της επιλογής της γλώσσας αυτής μεταξύ των επίσημων γλωσσών που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1/58 (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Τέτοια κριτήρια δεν προκύπτουν ούτε από το άρθρο 27 του ΚΥΚ, το πρώτο εδάφιο του οποίου ορίζει, χωρίς να κάνει αναφορά σε γλωσσικές γνώσεις, ότι «[η] πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο τις υπηρεσίες υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης» και ότι «καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους». Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού, το οποίο ορίζει απλώς ότι «[η] αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει σε κάθε όργανο να θεσπίζει κατάλληλα μέτρα αν διαπιστωθεί σημαντική ανισορροπία εθνικοτήτων μεταξύ των υπαλλήλων, η οποία δεν δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια», διευκρινίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι «[α]υτά τα κατάλληλα μέτρα πρέπει να είναι δικαιολογημένα και να μην συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα».

54      Τέλος, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, η προκήρυξη του διαγωνισμού μπορεί να καθορίζει ενδεχομένως τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν. Από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει, ωστόσο, ότι μπορεί γενικώς να επιτρέπεται περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας διαγωνισμού μεταξύ ενός μικρού μόνον αριθμού επίσημων γλωσσών από εκείνες που κατονομάζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1/58 (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι ο περιορισμός της επιλογής, από τους υποψηφίους, της δεύτερης γλώσσας διαγωνισμού μεταξύ ενός μικρού αριθμού γλωσσών, κατ’ αποκλεισμό των λοιπών επίσημων γλωσσών, συνιστά διάκριση λόγω γλώσσας, που κατ’ αρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 66). Είναι, πράγματι, προφανές ότι, μέσω ενός τέτοιου περιορισμού, ορισμένοι δυνητικοί υποψήφιοι, και συγκεκριμένα όσοι διαθέτουν ικανοποιητική γνώση μίας τουλάχιστον από τις προσδιοριζόμενες γλώσσες, τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως, καθόσον μπορούν να μετάσχουν στον διαγωνισμό και, συνεπώς, να προσληφθούν ως υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, ενώ άλλοι δυνητικοί υποψήφιοι, οι οποίοι δεν έχουν αντίστοιχη γνώση, αποκλείονται (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

57      Πρώτον, το επιχείρημα ότι ο περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη δεν συνιστά διάκριση λόγω γλώσσας, «δεδομένου ότι ο περιορισμός στη χρήση της γλώσσας του διαγωνισμού αφορά όχι τη μητρική γλώσσα των υποψηφίων ή εκείνη που δηλώνουν ως πρώτη γλώσσα, αλλά μόνο τη δεύτερη γλώσσα που πρέπει να επιλέξουν», πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Πράγματι, η έκταση της προβλεπόμενης κατ’ άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω γλώσσας δεν περιορίζεται στη χρήση της μητρικής γλώσσας των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής ή στη χρήση εκείνης που έχουν δηλώσει ως πρώτη γλώσσα στο πλαίσιο διαγωνισμού για την πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού της Ένωσης.

58      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο οι υποψήφιοι έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη μητρική γλώσσα τους για τις δοκιμασίες πολλαπλής επιλογής με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, με συνέπεια η γλώσσα των δοκιμασιών του κέντρου αξιολογήσεως να πρέπει να είναι υποχρεωτικά διαφορετική. Συγκεκριμένα, από καμία διάταξη της προσβαλλομένης προκηρύξεως δεν προκύπτει ότι οι υποψήφιοι πρόκειται κατ’ ανάγκη να χρησιμοποιήσουν την κύρια γλώσσα τους (ήτοι, κατά γενικό κανόνα, τη μητρική τους γλώσσα) κατά τις δοκιμασίες πολλαπλής επιλογής με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι υπέχουν σχετική υποχρέωση. Συνεπώς, τίποτα δεν εμποδίζει έναν υποψήφιο του οποίου μητρική γλώσσα είναι η αγγλική, η γαλλική ή η γερμανική και ο οποίος διαθέτει επίσης εις βάθος γνώση μιας άλλης γλώσσας μεταξύ  των τριών αυτών γλωσσών να δηλώσει την τελευταία αυτή γλώσσα ως πρώτη γλώσσα του για τον συγκεκριμένο διαγωνισμό και, συνακόλουθα, να μετάσχει στις λοιπές δοκιμασίες που προβλέπει η προσβαλλόμενη προκήρυξη κάνοντας χρήση της κύριας γλώσσας του. Επομένως, είναι προφανές ότι υποψήφιος του οποίου κύρια γλώσσα δεν είναι καμία από τις τρεις προαναφερθείσες γλώσσες δεν θα ήταν σε θέση να κάνει παρόμοια επιλογή. Το παράδειγμα δοκιμασίας κατανοήσεως κειμένου που προσκόμισε η Επιτροπή δεν μπορεί να ανατρέψει την εκτίμηση αυτή, διότι δεν μπορεί να αποκλειστεί, βάσει του εγγράφου αυτού και μόνον, ότι η εις βάθος γνώση, ή η άριστη γνώση, γλώσσας διαφορετικής από την κύρια γλώσσα μπορεί να παράσχει στον ενδιαφερόμενο υποψήφιο τη δυνατότητα να επιτύχει σε αυτό το είδος δοκιμασίας.

59      Επιπλέον, ασφαλώς, κατά τη σκέψη 94 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752), η επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στη διασφάλιση, για τα θεσμικά όργανα, της συνεργασίας υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας καθίσταται ευχερέστερη, όταν επιτρέπεται στους υποψηφίους να συμμετάσχουν στις προβλεπόμενες για ορισμένο διαγωνισμό δοκιμασίες επιλογής στη μητρική τους γλώσσα ή σε μια δεύτερη γλώσσα την οποία εκτιμούν ότι γνωρίζουν καλύτερα από άλλες. Ωστόσο, σε αντίθεση με όσα προκύπτουν από τα δικόγραφα της Επιτροπής, από την ως άνω απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οποιοσδήποτε περιορισμός στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας των υποψηφίων θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένος υπό την προϋπόθεση να μπορούν οι υποψήφιοι να επιλέξουν, μεταξύ των γλωσσών που προτείνονται από την προσβαλλόμενη προκήρυξη, εκείνη την οποία γνωρίζουν καλύτερα μετά τη μητρική τους γλώσσα. Πράγματι, ουδόλως αποκλείεται το ενδεχόμενο η δεύτερη γλώσσα την οποία οι εν λόγω υποψήφιοι «εκτιμούν ότι γνωρίζουν καλύτερα από άλλες», κατά την έννοια της σκέψεως 94 της προαναφερθείσας αποφάσεως, να είναι μια γλώσσα διαφορετική από την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία, από το σύνολο των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι το συμφέρον της υπηρεσίας δύναται να συνιστά θεμιτό σκοπό που μπορεί να λαμβάνεται υπόψη. Μεταξύ άλλων, μολονότι το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ απαγορεύει, βεβαίως, οποιαδήποτε διάκριση λόγω γλώσσας, η παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του άρθρου αυτού προβλέπει ότι επιτρέπονται περιορισμοί στην εν λόγω απαγόρευση, υπό την προϋπόθεση να είναι «εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένο[ι]» και να ανταποκρίνονται σε «θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού» (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 89).

61      Επομένως, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν, ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όπως επίσης και η EPSO, οσάκις ασκεί, όπως εν προκειμένω, εξουσίες που της έχουν ανατεθεί από τα εν λόγω θεσμικά όργανα, οριοθετείται κατά τρόπο επιτακτικό από το άρθρο 1δ του ΚΥΚ, με αποτέλεσμα η διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, η οποία απορρέει από τον περιορισμό του γλωσσικού καθεστώτος ορισμένου διαγωνισμού σε μικρό αριθμό επίσημων γλωσσών, να μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον ο περιορισμός αυτός είναι αντικειμενικά δικαιολογημένος και τελεί σε αναλογία προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω, δεδομένου ότι ο περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη συνιστά διάκριση λόγω γλώσσας που κατ’ αρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω), πρέπει να εξεταστεί αν η EPSO, περιορίζοντας τη δυνατότητα επιλογής αυτή στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, παρέβη, διά της εισαγωγής αδικαιολόγητης διακρίσεως, το άρθρο 1δ του ΚΥΚ.

2)      Επί του ζητήματος κατά πόσον η επίμαχη διάκριση είναι δικαιολογημένη

63      Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί, κατ’ αρχάς, ότι οι γλωσσικές δεξιότητες των υποψηφίων δεν εμπίπτουν στις κατά το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ικανότητες, όπερ σημαίνει ότι η αξιολόγηση των δεύτερων στο πλαίσιο των δοκιμασιών διαγωνισμού, προκειμένου να είναι αποτελεσματική και να μη συνεπάγεται διακρίσεις, δεν πρέπει να επηρεάζεται κατά τρόπο καθοριστικό από τις πρώτες. Συνακόλουθα, περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας ορισμένου διαγωνισμού θα προϋπέθετε να εκτίθενται και να αιτιολογούνται επαρκώς οι ειδικές ανάγκες που δικαιολογούν, κατά τρόπο συγκεκριμένο, έναν τέτοιον περιορισμό, υπό την έννοια ότι θα έπρεπε να αποδεικνύεται η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της δεύτερης γλώσσας και των συγκεκριμένων καθηκόντων που θα κληθούν να ασκήσουν οι επιτυχόντες στον οικείο διαγωνισμό.

64      Εν προκειμένω, η ποικιλομορφία των καθηκόντων που θα κληθούν να ασκήσουν οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη συνεπάγεται την ανάγκη προσλήψεως ατόμων με ποικίλες γλωσσικές δεξιότητες. Συγκεκριμένα, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, δεδομένου ότι ο έλεγχος που ασκείται επί της διαχειρίσεως των διαρθρωτικών ταμείων από τα κράτη μέλη καλύπτει μια πολύ εκτεταμένη ύλη, είναι πρόδηλο ότι η εκπλήρωση των καθηκόντων αυτού του είδους επιβάλλει την ευρύτερη δυνατή γνώση των γλωσσών της Ένωσης.

65      Πλην όμως, τα στοιχεία της αιτιολογίας που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη προς δικαιολόγηση του επίμαχου περιορισμού δεν συνδέονται με τα συγκεκριμένα προς άσκηση καθήκοντα ούτε με τις ειδικές απαιτήσεις της υπηρεσίας.

66      Ειδικότερα, πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το στοιχείο εκείνο της αιτιολογίας που αφορά την ανάγκη να μπορούν οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα δεν συνιστά απαίτηση ικανή να δικαιολογήσει μια τόσο σοβαρή διάκριση λόγω γλώσσας. Συγκεκριμένα, η επίκληση ενός τέτοιου σκοπού δεν μπορεί να είναι γενική και θεωρητική, αλλά πρέπει να συσχετίζεται με τα συγκεκριμένα προς άσκηση καθήκοντα. Ως εκ τούτου, το γλωσσικό καθεστώς του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμών μόνον εφόσον αποδεικνυόταν ότι, αν δεν είχαν προβλεφθεί οι περιορισμοί αυτοί, οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι θα ήταν εντελώς αδύνατο να ασκήσουν τα καθήκοντά τους.

67      Όσον αφορά τη μνεία που κάνει η προσβαλλόμενη προκήρυξη στις σχετικές με την εσωτερική επικοινωνία απαιτήσεις, η προκήρυξη αυτή ουδόλως αποδεικνύει από ποια άποψη η επικοινωνία αυτή είναι ουσιώδης για την άσκηση των ειδικών καθηκόντων τα οποία πρόκειται να ανατεθούν σε εκείνους από τους επιτυχόντες στον διαγωνισμό που θα προσληφθούν ούτε γιατί η εν λόγω επικοινωνία πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, τέτοιου είδους απαιτήσεις δεν μπορούν να προβάλλονται εν είδει προϋφιστάμενης και καθολικώς ισχύουσας αξίας, ικανής να δικαιολογήσει, πάντοτε και για κάθε περίπτωση, περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επιπλέον, κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι οι τρεις επίμαχες γλώσσες είναι οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται περισσότερο στην εσωτερική επικοινωνία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

68      Δεύτερον, όσον αφορά το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά τη φύση της διαδικασίας επιλογής, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει, αυτή καθεαυτήν, γλωσσική διάκριση τέτοιας εκτάσεως. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη προκήρυξη δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους μόνον η χρήση της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας θα μπορούσε να διασφαλίσει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αυτής.

69      Τρίτον και τελευταίο, όσον αφορά το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών, η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι απαιτήσεις χρηματοοικονομικής φύσεως ουδέποτε μπορούν να δικαιολογήσουν, αυτές καθεαυτές, διάκριση η οποία θίγει θεμελιώδες δικαίωμα. Εν πάση περιπτώσει, από το παράρτημα II της προσβαλλομένης προκηρύξεως δεν προκύπτει ποιο θα ήταν το κόστος ενός διαφορετικού συστήματος ούτε γιατί μόνο το σύστημα που στηρίζεται στις τρεις γλώσσες που προκρίθηκαν εν προκειμένω είναι συμβατό με τις δημοσιονομικές απαιτήσεις και όχι, επί παραδείγματι, ένα σύστημα στηριζόμενο σε τρεις άλλες γλώσσες.

70      Από την πλευρά της, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, την οποία διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στον τομέα της πολιτικής προσωπικού, τους παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζουν το συμφέρον της υπηρεσίας και τις ικανότητες που πρέπει να διαθέτουν οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι σύμφωνα με το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, όπως επίσης να προσδιορίζουν τους σκοπούς που είναι ικανοί να δικαιολογήσουν γλωσσικό περιορισμό δυνάμει του άρθρου 1δ, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ.

71      Εν προκειμένω, κατά την προσβαλλόμενη προκήρυξη, το συμφέρον της υπηρεσίας συνίσταται στην ανάγκη να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμικών οργάνων τα οποία αφορά η εν λόγω προκήρυξη, ήτοι της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέσω της προσλήψεως προσωπικού δυνάμενου να αναλάβει αμέσως καθήκοντα, το οποίο, χάρη στη γνώση μίας από τις κοινές γλώσσες συνεννοήσεως, θα μπορούσε να ενταχθεί ευχερέστερα σε ένα νέο και διεθνές εργασιακό περιβάλλον.

72      Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, ο περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνον μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι οι τρεις αυτές γλώσσες χρησιμοποιούνται ως κοινές γλώσσες συνεννοήσεως εντός των δύο θεσμικών οργάνων που μνημονεύονται στη σκέψη 71 ανωτέρω. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή προσκομίζει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, σειρά στοιχείων, ήτοι, αφενός, διάφορες διατάξεις εκδοθείσες από την ίδια και από το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και, αφετέρου, στατιστικά δεδομένα από τα οποία προκύπτει η ιδιαιτέρως διαδεδομένη γνώση των τριών αυτών γλωσσών από το προσωπικό που ασκεί ελεγκτικά καθήκοντα εντός των εν λόγω θεσμικών οργάνων.

73      Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο διαγωνισμός τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη αποσκοπεί αποκλειστικώς στην εξέταση των δεξιοτήτων των υποψηφίων και ότι ο σκοπός της αξιολογήσεως της ικανότητάς τους να εκφράζονται σε γλώσσα διαφορετική από τη μητρική τους είναι εντελώς δευτερεύων. Αντιθέτως, ουσιώδη σημασία έχει το να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής εσωτερικής επικοινωνίας και να λαμβάνεται μέριμνα ώστε κάθε υπάλληλος να έχει επαρκή γνώση μίας από τις τρεις γλώσσες που χρησιμοποιούνται ως κοινές γλώσσες συνεννοήσεως εντός των ενδιαφερόμενων θεσμικών οργάνων. Για τον λόγο αυτόν, ο υποψήφιος εκείνος που δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσει σε μία από τις τρεις αυτές γλώσσες δεν διαθέτει τα εχέγγυα για να γίνει υπάλληλος «που κατέχ[ει] τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας» κατά την έννοια του άρθρου 27 του ΚΥΚ.

74      Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η άποψη της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά την οποία η δεύτερη γλώσσα του επίμαχου διαγωνισμού θα έπρεπε να μπορεί να επιλεγεί μεταξύ όλων των επίσημων γλωσσών συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό κόστος. Σε ένα εργασιακό περιβάλλον, όμως, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη σαφή υπεροχή της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας, το κόστος αυτό είναι προδήλως αδικαιολόγητο.

75      Η ως άνω άποψη δεν λαμβάνει υπόψη ούτε την ιδιαιτερότητα των δοκιμασιών του κέντρου αξιολογήσεως. Κατά την Επιτροπή, είναι ελάχιστα πιθανό τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής να έχουν γνώση όλων των επισήμων γλωσσών της Ένωσης, οπότε οι υποψήφιοι θα χρειαζόταν να εκφραστούν με τη βοήθεια διερμηνέων, πράγμα το οποίο παρίσταται εντελώς παράλογο λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που συνίσταται στην ανάγκη να μπορούν οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα.

76      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, οι τρεις επίμαχες γλώσσες αποτελούν τις ξένες γλώσσες με το μεγαλύτερο ποσοστό εκμαθήσεως στα κράτη μέλη και με τον μεγαλύτερο βαθμό διαδόσεως στην Ευρώπη, καθώς και εκείνες των οποίων η εκμάθηση θεωρείται ως η πλέον χρήσιμη από τους πολίτες της Ένωσης. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει, μεταξύ άλλων, από διάφορα στοιχεία τα οποία προσκομίζει το εν λόγω θεσμικό όργανο με το υπόμνημα αντικρούσεως.

77      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία αντιτάσσει ιδίως ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως είναι αλυσιτελή.

78      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή εμμένει στην επιχειρηματολογία της και υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα στοιχεία που προσκόμισε αποδεικνύουν το βάσιμο της επιχειρηματολογίας αυτής.

79      Το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι αντικείμενο του επίμαχου διαγωνισμού είναι η πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα του ελέγχου, που θα ασκούν τα καθήκοντά τους, τα οποία αφορούν όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ένωσης, τόσο στα κράτη μέλη όσο και σε τρίτες χώρες. Φρονεί, ως εκ τούτου, ότι οι επιτυχόντες πρέπει να διαθέτουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα γλωσσικών γνώσεων. Όσον αφορά τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή, το Βασίλειο της Ισπανίας τα χαρακτηρίζει αποσπασματικά, στο μέτρο που δεν απηχούν ούτε την κατάσταση του συνόλου των θεσμικών οργάνων ούτε εκείνη των θεσμικών οργάνων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη.

1)      Επί των στοιχείων της αιτιολογίας που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη

80      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής προσωπικού, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια για την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας καθώς και των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη. Συνεπώς, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το συμφέρον της υπηρεσίας να απαιτεί τα προσλαμβανόμενα πρόσωπα να διαθέτουν ειδικές γλωσσικές γνώσεις. Ως εκ τούτου, η ιδιαίτερη φύση των προς εκπλήρωση καθηκόντων μπορεί να δικαιολογήσει πρόσληψη στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, σε εις βάθος γνώση μιας συγκεκριμένης γλώσσας (βλ. απόφαση της 26 Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψεις 67 και 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Ωστόσο, εναπόκειται στο θεσμικό όργανο που περιορίζει το γλωσσικό καθεστώς της διαδικασίας επιλογής σε μικρό αριθμό επισήμων γλωσσών της Ένωσης να αποδεικνύει ότι ο περιορισμός αυτός όντως ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες σχετικές με τα καθήκοντα τα οποία θα κληθούν να ασκήσουν τα προς πρόσληψη πρόσωπα. Εξάλλου, κάθε όρος που αφορά τις ειδικές γλωσσικές γνώσεις πρέπει να τελεί σε αναλογία προς το συμφέρον αυτό και να βασίζεται σε κριτήρια σαφή, αντικειμενικά και προβλέψιμα, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν υποψηφίους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους επελέγη ο όρος αυτός, στα δε δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να ελέγχουν τη νομιμότητά του (βλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει in concreto τους κανόνες που καθορίζουν το γλωσσικό καθεστώς διαγωνισμών όπως εκείνος τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, στο μέτρο κατά το οποίο μόνο με μια τέτοια εξέταση μπορεί να διαπιστωθεί ποιες γλωσσικές γνώσεις μπορούν αντικειμενικά να απαιτηθούν, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, από τα θεσμικά όργανα στην περίπτωση ειδικών καθηκόντων και, συνακόλουθα, να εξετάζει αν ενδεχόμενος περιορισμός της επιλογής των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμμετοχή στους διαγωνισμούς αυτούς είναι αντικειμενικά δικαιολογημένος και τελεί σε αναλογία προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C 621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 94).

83      Πιο συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν από αυτά (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 8 ανωτέρω, το παράρτημα II της προσβαλλομένης προκηρύξεως αναφέρει, στην εισαγωγή, ότι ο επίμαχος διαγωνισμός αποσκοπεί στην κατάρτιση εφεδρικού πίνακα διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα του ελέγχου, προοριζόμενων να προσληφθούν από την Επιτροπή και, σε «περιορισμένο αριθμό», από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Όσον αφορά τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας, στην εισαγωγή αυτή διευκρινίζεται ότι ο εν λόγω περιορισμός αποφασίστηκε με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στο σημείο 2 του εν λόγω παραρτήματος (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω) και ότι ερείδεται σε τρεις λόγους, οι οποίοι συνίστανται, πρώτον, στην ανάγκη να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, δεύτερον, στη φύση της διαδικασίας επιλογής και, τρίτον, στην ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω).

85      Αναφορικά, κατ’ αρχάς, με το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών, επισημαίνεται ότι το στοιχείο αυτό, όπως έχει διατυπωθεί στο σημείο 1, στοιχείο iii, του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, θα μπορούσε, το πολύ, να δικαιολογήσει μόνο in abstracto τον περιορισμό του αριθμού των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως δεύτερη γλώσσα του επίμαχου διαγωνισμού. Αντιθέτως, το συγκεκριμένο στοιχείο της αιτιολογίας δεν καθιστά δυνατό να καθοριστεί ποιος ακριβώς πρέπει να είναι ο αριθμός των γλωσσών αυτών ούτε να εξηγηθεί γιατί πρέπει να προκριθούν ορισμένες γλώσσες κατ’ αποκλεισμό άλλων γλωσσών.

86      Ομοίως, λόγω της γενικότητας της διατυπώσεως που χρησιμοποιείται στο σημείο 1 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών είναι δυνατόν να ισχύσει όχι μόνο για τη διαδικασία του επίμαχου διαγωνισμού, αλλά και για οποιαδήποτε διαδικασία διαγωνισμού που διοργανώνει η EPSO. Επομένως, το στοιχείο αυτό της αιτιολογίας δεν παρέχει καμία ένδειξη σχετικά με τους συγκεκριμένους δημοσιονομικούς και λειτουργικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζουν η EPSO ή οι υπηρεσίες τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη και οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν, στην προκειμένη ειδική περίπτωση, τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μεταξύ ορισμένων μόνο γλωσσών. Επίσης, η Επιτροπή δεν προσκόμισε συγκεκριμένα στοιχεία ως προς τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει, από απόψεως δημοσιονομικών και λειτουργικών πόρων, το γλωσσικό καθεστώς που προβλέπει η προσβαλλόμενη προκήρυξη και ως προς τις συνέπειες που θα είχε η εφαρμογή ενός διαφορετικού συστήματος.

87      Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δυσμενής διάκριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από εκτιμήσεις δημοσιονομικής φύσεως (βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, O’Brien, C‑393/10, EU:C:2012:110, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επίσης, από το παρόν στάδιο εξελίξεως της νομολογίας δεν προκύπτει ότι ο σκοπός της μειώσεως των δαπανών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης μπορεί, αυτός καθεαυτόν, να αποτελεί σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση.

88      Επομένως, το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών, όπως εξαγγέλλεται στο σημείο 1, στοιχείο iii, του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αυτό καθεαυτό, την επίμαχη διάκριση.

89      Ανάλογες εκτιμήσεις ισχύουν και για το στοιχείο της αιτιολογίας που εκτίθεται στο σημείο 1, στοιχείο ii, του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως και αφορά τη φύση της διαδικασίας επιλογής, ειδικότερα δε την ιδιαιτερότητα των δοκιμασιών του κέντρου αξιολογήσεως. Πράγματι, το στοιχείο αυτό της αιτιολογίας, όπως ακριβώς και εκείνο που αφορά την ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών, λόγω της γενικότητας της διατυπώσεώς του, θα μπορούσε να ισχύσει για οποιαδήποτε διαδικασία διαγωνισμού και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιλογή των τριών γλωσσών που προκρίθηκαν ειδικώς στο πλαίσιο του επίμαχου διαγωνισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν παρέχει καμία συγκεκριμένη ένδειξη συναφώς. Ειδικότερα, τα στατιστικά στοιχεία που προσκομίζει όσον αφορά την κύρια γλώσσα την οποία είχαν επιλέξει οι υποψήφιοι σε διαγωνισμούς που διεξήχθησαν μεταξύ 2010 και 2012 δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση των απαιτήσεων σχετικά με την επιλογή της δεύτερης γλώσσας στο πλαίσιο του επίμαχου διαγωνισμού. Το ίδιο ισχύει για τα στοιχεία σχετικά με τη δεύτερη γλώσσα που είχαν επιλέξει οι υποψήφιοι σε διαγωνισμούς που έλαβαν χώρα το 2005, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της μεταρρυθμίσεως των διαγωνιστικών διαδικασιών της EPSO, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη θέσπιση των δοκιμασιών του κέντρου αξιολογήσεως.

90      Όσον αφορά, εξάλλου, το περιεχόμενο του εν λόγω στοιχείου της αιτιολογίας, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει σαφώς από το σημείο 1, στοιχείο ii, του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, η αξιολόγηση των διαφόρων δεξιοτήτων των υποψηφίων στο πλαίσιο του κέντρου αξιολογήσεως «επιτρέπει στα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] να εκτιμήσουν την ικανότητα των υποψηφίων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα σε περιβάλλον παρόμοιο με αυτό στο οποίο θα κληθούν να εργαστούν». Προκύπτει, επομένως, ότι, ως εκ της διατυπώσεώς του, το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά τη φύση της διαδικασίας επιλογής συνδέεται, στην πραγματικότητα, με το στοιχείο εκείνο της αιτιολογίας που αφορά την ανάγκη να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα. Η διαπίστωση αυτή δεν αντικρούεται από την Επιτροπή, η οποία φρονεί, με τα δικόγραφά της, ότι το επίμαχο στοιχείο της αιτιολογίας αποτελεί «πρόσθετο στοιχείο» που απηχεί την επιλογή των θεσμικών οργάνων να θεσπίσουν μια μέθοδο επιλογής που συνίσταται σε προσομοίωση πραγματικών συνθηκών εργασίας και επικεντρώνεται στις ικανότητες διάδρασης των υποψηφίων εντός ενός διεθνούς περιβάλλοντος. Ομοίως, διαπιστώνεται ότι το προσκομισθέν από την Επιτροπή πρόγραμμα της EPSO για τη θέση σε εφαρμογή της μεταρρυθμίσεως των διαδικασιών διαγωνισμών, της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, αποσκοπεί πρωτίστως να καταδείξει ότι ο σκοπός της προσλήψεως προσωπικού ικανού να αναλαμβάνει αμέσως καθήκοντα συνδέεται άμεσα με τη μεταρρύθμιση αυτή.

91      Ως εκ τούτου, ούτε το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών ούτε το στοιχείο που αφορά τη φύση της διαδικασίας επιλογής μπορούν, θεωρούμενα μεμονωμένα ή από κοινού, να δικαιολογήσουν τον περιορισμό που επέβαλε η προσβαλλόμενη προκήρυξη στην επιλογή, εκ μέρους των υποψηφίων, της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού, προ παντός διότι τα εν λόγω στοιχεία της αιτιολογίας δεν είναι ικανά να αποδείξουν γιατί η επιλογή αυτή πρέπει να γίνει μόνο μεταξύ των τριών γλωσσών που προκρίθηκαν εν προκειμένω, ήτοι μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας, κατ’ αποκλεισμό άλλων επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Αντιθέτως, το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ανάγκη να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ως άνω επιλογής στις συγκεκριμένες τρεις γλώσσες (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Η πρωταρχική σημασία του στοιχείου αυτού της αιτιολογίας επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τους γενικούς κανόνες, το σημείο 1.3 των οποίων αναφέρει ότι «[ο]ι επιλογές δεύτερης γλώσσας στους διαγωνισμούς έχουν οριστεί με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας, η οποία απαιτεί από τους νεοπροσληφθέντες να εντάσσονται αμέσως στο επιχειρησιακό προσωπικό και να είναι σε θέση να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία».

93      Όσον αφορά το περιεχόμενο του στοιχείου της αιτιολογίας που αφορά την ανάγκη να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, από την εισαγωγή καθώς και από το σημείο 1, στοιχείο i, του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως προκύπτει ότι, για να μπορούν να θεωρηθούν ως δυνάμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, οι υποψήφιοι στον επίμαχο διαγωνισμό πρέπει να διαθέτουν «επαρκείς γνώσεις ενός συνδυασμού γλωσσών που θα τους επιτρέψει να εκτελούν τα καθήκοντά τους με αποτελεσματικό τρόπο και ιδίως […] να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία με τους συναδέλφους τους και με τα διευθυντικά στελέχη» (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Ειδικότερα, «[δ]εδομένου ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα είναι οι γλώσσες που ομιλούνται, μεταφράζονται και χρησιμοποιούνται συχνότερα για τη διοικητική επικοινωνία από το προσωπικό των θεσμικών οργάνων της [Ένωσης], οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τουλάχιστον μία από αυτές μεταξύ των δύο υποχρεωτικών γλωσσών τους». Επιπλέον, «ο καλός χειρισμός της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας είναι σημαντικός για την ανάλυση της κατάστασης των ελεγχομένων [φορέων], για παρουσιάσεις, συζητήσεις και σύνταξη εκθέσεων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με τις υπηρεσίες που υποβλήθηκαν σε έλεγχο και με τις αρμόδιες αρχές» (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

94      Επισημαίνεται συναφώς ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 80 και 81 ανωτέρω, οι εκτιμήσεις που παρατίθενται στη σκέψη 93 ανωτέρω, μολονότι καταδεικνύουν ότι συντρέχει συμφέρον της υπηρεσίας να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους και να επικοινωνούν κατά τρόπο αποτελεσματικό από την ανάληψη των καθηκόντων τους, εντούτοις, δεν αρκούν, αφ’ εαυτών, να αποδείξουν ότι τα επίμαχα καθήκοντα, ήτοι αυτά του διοικητικού υπαλλήλου στον τομέα του ελέγχου εντός των θεσμικών οργάνων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, απαιτούν, κατά τρόπο συγκεκριμένο, τη γνώση της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας, κατ’ αποκλεισμό των άλλων επισήμων γλωσσών της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 72).

95      Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από την περιγραφή των καθηκόντων τα οποία θα κληθούν να ασκήσουν όσοι επιτυχόντες προσληφθούν, όπως η περιγραφή αυτή παρατίθεται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη.

96      Πράγματι, κατά το παράρτημα I της προσβαλλομένης προκηρύξεως, το οποίο επιγράφεται «Καθήκοντα», το αντικείμενο εργασίας των επιτυχόντων αυτών περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την «επαρκή κατανόηση και γνώση των επιχειρη[σιακών] διαδικασιών των ελεγχομένων [φορέων]», την «πραγματοποίηση ελέγχων επιδόσεων, συμμόρφωσης και βελτιστοποίησης των πόρων σε ένα ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής της [Ένωσης] και επιχειρη[σιακών] διαδικασιών», την «επικύρωση των διαπιστώσεων του ελέγχου μαζί με τον ελεγχόμενο φορέα», τη «γνωστοποίηση των διαπιστώσεων, των κινδύνων και των συστάσεων που προκύπτουν από έλεγχο μέσω σαφών και συνοπτικών σχεδίων/τελικών εκθέσεων» ή ακόμη την «παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών κατόπιν αιτήματος της διοίκησης». Ομοίως, από την εισαγωγή του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως προκύπτει ότι στα εν λόγω καθήκοντα καταλέγεται η «ανάλυση της κατάστασης των ελεγχομένων [φορέων]», η προπαρασκευή «παρουσιάσε[ων], συζητήσε[ων] και [η] σύνταξη εκθέσεων», καθώς και η «συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με τις υπηρεσίες που υποβλήθηκαν σε έλεγχο και με τις αρμόδιες αρχές». Εξάλλου, στο τμήμα που επιγράφεται «Φύση των καθηκόντων», η προσβαλλόμενη προκήρυξη προβλέπει ότι «[ο]ι ελεγκτές μπορούν, κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, να κληθούν να πραγματοποιήσουν ελέγχους σε διάφορες χώρες της [Ένωσης], καθώς και σε τρίτες χώρες».

97      Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ανταποκρινόμενη σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, ως «ελεγχόμενοι φορείς» πρέπει να νοηθούν οντότητες όπως οι οργανισμοί της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) ή ακόμη άλλα θεσμικά όργανα, ενώ ως «ελεγχόμενες υπηρεσίες» πρέπει να νοηθούν οι υπηρεσίες των διαφόρων γενικών διευθύνσεων της Επιτροπής. Αντιθέτως, ο όρος «αρμόδια αρχή» αφορά τις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές, ήτοι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Κοινοβούλιο.

98      Εντούτοις, από την περιγραφή και μόνο των καθηκόντων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη δεν καθίσταται δυνατό να αποδειχθεί πώς ακριβώς καθεμία από τις τρεις γλώσσες στις οποίες περιορίστηκε η επιλογή της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού θα παρείχε στους προσλαμβανόμενους επιτυχόντες τη δυνατότητα να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο της προκηρύξεως αυτής δεν αποδεικνύεται ότι οι τρεις αυτές γλώσσες χρησιμοποιούνται πράγματι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της προκηρύξεως ή ακόμη κατά την προπαρασκευή παρουσιάσεων, τη διεξαγωγή συζητήσεων και τη σύνταξη εκθέσεων περί των οποίων κάνει λόγο η εισαγωγή του παραρτήματος II της εν λόγω προκηρύξεως. Ομοίως, από την εν λόγω προκήρυξη ουδόλως προκύπτει ότι οι τρεις προαναφερθείσες γλώσσες χρησιμοποιούνται πράγματι στις σχέσεις μεταξύ των διοικητικών υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με ελεγκτικά καθήκοντα, αφενός, και των ελεγχόμενων φορέων ή υπηρεσιών, καθώς και των αρμοδίων αρχών, αφετέρου.

99      Επιπλέον, η πολυμορφία των απαριθμούμενων στην προσβαλλόμενη προκήρυξη καθηκόντων, τα οποία περιλαμβάνουν όχι μόνον δραστηριότητες εσωτερικού οικονομικού ελέγχου, αλλά και αποστολές σε διάφορα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες, και μάλιστα «σε ένα ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής της [Ένωσης] και επιχειρη[σιακών] διαδικασιών», τείνει μάλλον να καταδείξει ότι, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο η γνώση μιας συγκεκριμένης γλώσσας να παραστεί απολύτως αναγκαία, η πρόσληψη προσωπικού με ποικίλες γλωσσικές δεξιότητες θα αποτελούσε πλεονέκτημα για τη λειτουργία της υπηρεσίας.

100    Επομένως, ακόμη και αν ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της περιγραφής των καθηκόντων η οποία παρατίθεται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη, το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ανάγκη να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα δεν μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της αόριστης και γενικής διατυπώσεώς του και ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων, στην προσβαλλόμενη προκήρυξη, προς τεκμηρίωσή του, να δικαιολογήσει τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας.

101    Υπό τις συνθήκες αυτές, θα πρέπει να εξεταστεί αν τα διάφορα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή σε σχέση με το ως άνω στοιχείο της αιτιολογίας είναι ικανά να αποδείξουν ότι, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών λειτουργικών χαρακτηριστικών των προς πλήρωση θέσεων, ο επίμαχος περιορισμός δικαιολογείτο κατά τρόπο αντικειμενικό και εύλογο από την ανάγκη να μπορούν οι επιτυχόντες στον επίμαχο διαγωνισμό να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα.

2)      Επί των προσκομισθέντων από την Επιτροπή στοιχείων

i)      Προκαταρκτική παρατήρηση

102    Η Επιτροπή προσκομίζει σειρά στοιχείων, μέρος των οποίων αφορά τη δική της λειτουργία, ενώ ένα άλλο μέρος αφορά τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με τα στοιχεία αυτά, επιδιώκει να αποδείξει ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα κατέχουν προέχουσα θέση τόσο εντός των υπηρεσιών της όσο και εντός των υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπερ συνεπάγεται ότι, προκειμένου να μπορούν να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, οι νεοπροσλαμβανόμενοι υποχρεούνται να έχουν ικανοποιητική γνώση τουλάχιστον μίας από τις τρεις αυτές γλώσσες. Εξάλλου, η Επιτροπή παρέχει ορισμένα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τρεις επίμαχες γλώσσες είναι οι ξένες γλώσσες με το μεγαλύτερο ποσοστό εκμαθήσεως στα κράτη μέλη και με τον μεγαλύτερο βαθμό διαδόσεως στην Ευρώπη.

103    Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι η επίμαχη διαδικασία επιλογής αφορά το σύνολο των θεσμικών οργάνων, επισημαίνεται, ως προς τα στοιχεία που είναι σχετικά με την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, ότι, κατά την προσβαλλόμενη προκήρυξη, η επίμαχη διαδικασία επιλογής έχει ως «κύριο» σκοπό την κατάρτιση εφεδρικών πινάκων για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα του ελέγχου, πινάκων από οποίους «τα θεσμικά όργανα της […] Ένωσης, πρωτίστως η […] Επιτροπή στις Βρυξέλλες και το […] Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο», θα προσλάβουν νέα μέλη της δημόσιας διοίκησης της Ένωσης (βλ. σκέψεις 1 και 8 ανωτέρω).

104    Μολονότι η διατύπωση που χρησιμοποιείται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη προφανώς δεν αποκλείει τη δυνατότητα προσλήψεως από όλα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, εντούτοις τα δύο θεσμικά όργανα τα οποία αφορά κυρίως η προκήρυξη αυτή είναι η Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Εξάλλου, ανταποκρινόμενη σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, μολονότι η πρόσληψη από άλλα θεσμικά όργανα είναι δυνατή, εντούτοις εξαρτάται από την προηγούμενη συμφωνία μεταξύ του κατονομαζόμενου στην προκήρυξη του διαγωνισμού θεσμικού οργάνου από το οποίο προορίζονται να προσληφθούν οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό και εκείνου του θεσμικού οργάνου που προτίθεται να προσλάβει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή, τέτοια περίπτωση σπανίως παρουσιάστηκε εν προκειμένω, δεδομένου ότι από τους 72 επιτυχόντες του επίμαχου διαγωνισμού μόνο 4 προσελήφθησαν από άλλους εργοδότες, και συγκεκριμένα τρεις επιτυχόντες από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και ένας από την ΕΥΕΔ.

105    Κατόπιν των προεκτεθέντων, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με την εσωτερική της λειτουργία καθώς και τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να εξεταστεί η λυσιτέλειά τους για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

ii)    Επί των στοιχείων που αφορούν τη λειτουργία της Επιτροπής

–       Επί των στοιχείων που αφορούν την εσωτερική πρακτική της Επιτροπής στον γλωσσικό τομέα

106    Η Επιτροπή προσκομίζει ένα σύνολο κειμένων από τα οποία προκύπτει, κατά την άποψή της, ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα είναι οι «κοινές γλώσσες συνεννοήσεως» ή γλώσσες εργασίας που χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες της.

107    Πρώτον, πρόκειται για την ανακοίνωση SEC(2000) 2071/6 του Προέδρου της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2000, για την απλούστευση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του εν λόγω θεσμικού οργάνου, καθώς και για απόσπασμα των πρακτικών της 1502ης συνεδριάσεως της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2000, τα οποία συνετάγησαν στις 6 Δεκεμβρίου 2000 με τα στοιχεία PV (2002) 1502, με αντικείμενο την έγκριση της εν λόγω ανακοινώσεως από το σώμα των Επιτρόπων.

108    Δεύτερον, η Επιτροπή προσκομίζει τον εσωτερικό κανονισμό της [C(2000) 3614] (ΕΕ 2000, L 308, σ. 26), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης προκηρύξεως, καθώς και τις διατάξεις εφαρμογής του, οι οποίες προσαρτήθηκαν στην απόφασή της C(2010) 1200 τελικό, της 24ης Φεβρουαρίου 2010, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της. Επιπλέον, προσκομίζει έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως», το οποίο χαρακτηρίζει ως «κανόνες σχετικά με τη λήψη των αποφάσεων της Επιτροπής, τους οποίους έχει θεσπίσει ο Πρόεδρός [της]». Κατά την Επιτροπή, από τους «κανόνες» αυτούς προκύπτει ότι «κάθε σχέδιο αποφάσεως που θα υποβάλλεται στο σώμα προς λήψη αποφάσεως με τη γραπτή ή με την προφορική διαδικασία ή προς έκδοση αποφάσεως με τη διαδικασία εξουσιοδότησης πρέπει να συντάσσεται στην αγγλική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα».

109    Εξάλλου, ανταποκρινόμενη σε μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή προσκόμισε επίσης ορισμένα έγγραφα σχετικά με την εφαρμογή των «κανόνων» που περιέχονται στο έγγραφο που μνημονεύεται στη σκέψη 108 ανωτέρω, καθώς και την ανακοίνωσή της SEC(2006) 1489 τελικό, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη «μετάφραση στην Επιτροπή», συνοδευόμενη από παράρτημα στο οποίο εκτίθενται οι «κανόνες για τη μετάφραση μετά το 2006».

110    Η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί τη λυσιτέλεια των κειμένων αυτών, θεωρώντας, κατ’ ουσίαν, ότι αφορούν αποκλειστικώς τη λειτουργία του σώματος των Επιτρόπων, χωρίς ουδόλως να αποδεικνύουν ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής χρησιμοποιούν την αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική ως κοινές γλώσσες συνεννοήσεως. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξε ότι η ανακοίνωση SEC (2006) 1489 τελικό έπρεπε να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως εκπροθέσμως υποβληθείσα.

111    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι τα κείμενα που μνημονεύονται στις σκέψεις 107 έως 109 ανωτέρω έχουν εφαρμογή στην κατάρτιση κάθε σχεδίου πράξεως που υποβάλλεται στην έγκρισή της, όπερ συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι «οι υπηρεσίες [της] είναι εκείνες οι οποίες καταρτίζουν το σχέδιο αυτό». Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής θέσπισε, βάσει των διατάξεων εφαρμογής του εσωτερικού κανονισμού, κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι κοινές γλώσσες συνεννοήσεως, ήτοι «οι γλώσσες στις οποίες τα σχέδια πράξεων πρέπει να υποβάλλονται στο σώμα προς έγκριση», είναι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική, οι κανόνες αυτοί έχουν «αναπόφευκτο αντίκτυπο στην εργασία των υπηρεσιών, οι οποίες πρέπει να συντάσσουν τα εν λόγω έγγραφα χρησιμοποιώντας τις γλώσσες αυτές». Όσον αφορά, εξάλλου, την ανακοίνωση που μνημονεύεται στη σκέψη 109 ανωτέρω, η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η ανακοίνωση αυτή καθιστά δυνατή τη συμπλήρωση της απαντήσεώς της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που της είχε απευθύνει το Γενικό Δικαστήριο, και για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει να απορριφθεί ως εκπροθέσμως υποβληθείσα.

112    Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, όσον αφορά την ανακοίνωση SEC(2000) 2071/6, η Επιτροπή κάνει μνεία του σημείου 2.2, με το οποίο ο αριθμός των «γλωσσών εργασίας» περιορίζεται, κατ’ αυτήν, σε τρεις.

113    Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι το αντικείμενο της ανακοινώσεως SEC(2000) 2071/6 συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στην αποτίμηση των διαφόρων ειδών διαδικασιών λήψεως αποφάσεως από το σώμα των Επιτρόπων, όπως αυτές προβλέπονταν από τον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής ως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω ανακοινώσεως, και στην πρόταση μέτρων απλουστεύσεως. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και κάνοντας μνεία ενός συγκεκριμένου είδους διαδικασίας, ήτοι της έγγραφης διαδικασίας, το σημείο 2.2 της εν λόγω ανακοινώσεως αναφέρει ότι «τα έγγραφα πρέπει να διαβιβάζονται στις τρεις γλώσσες εργασίας της Επιτροπής», χωρίς, πάντως, να τις κατονομάζει. Η αναφορά όμως αυτή και μόνη, έστω και αν περιέχει τη φράση «γλώσσες εργασίας», δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα είναι οι γλώσσες που πράγματι χρησιμοποιούνται από όλες τις υπηρεσίες της Επιτροπής στην καθημερινή εργασία τους.

114    Επιπλέον, η εμβέλεια της ως άνω αναφοράς μετριάζεται από άλλα χωρία της ανακοινώσεως SEC(2000) 2071/6.

115    Ειδικότερα, αφενός, από το σημείο 2.2 της ανακοινώσεως SEC(2000) 2071/6 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξουσιοδοτήσεως, μέσω της οποίας η Επιτροπή μπορεί να εξουσιοδοτήσει έναν ή περισσότερους Επιτρόπους να λαμβάνουν αποφάσεις επ’ ονόματί της και υπ’ ευθύνη της, το κείμενο της προς λήψη αποφάσεως «υποβάλλεται σε μία μόνο γλώσσα εργασίας ή/και στις γλώσσες που είναι αυθεντικές».

116    Αφετέρου, το σημείο 5.2 της ανακοινώσεως SEC(2000) 2071/6, με τίτλο «Απλούστευση του γλωσσικού καθεστώτος», υπογραμμίζει τον ρόλο της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Μεταφράσεως της Επιτροπής, η οποία «είναι πλήρως αναμεμιγμένη στη διαδικασία» λήψεως αποφάσεων. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «ένας από τους μείζονες λόγους καθυστερήσεως της ενάρξεως ή της περατώσεως των εγγράφων διαδικασιών και των διαδικασιών εξουσιοδοτήσεως είναι η παραλαβή των μεταφράσεων, συμπεριλαμβανομένων των κειμένων που έχουν αναθεωρηθεί από τους γλωσσομαθείς νομικούς», με αποτέλεσμα να παρίσταται απολύτως αναγκαία η έγκαιρη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στη ΓΔ Μεταφράσεως.

117    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, από την ανακοίνωση SEC(2000) 2071/6 δεν είναι δυνατόν να συναχθούν χρήσιμα συμπεράσματα ως προς την πραγματική χρήση της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας στην καθημερινή εργασία των υπηρεσιών της Επιτροπής, ούτε, κατά μείζονα λόγο, κατά την άσκηση των καθηκόντων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη.

118    Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από τα λοιπά κείμενα υπό το πρίσμα των οποίων η Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να εξεταστεί η ανακοίνωση SEC(2000) 2071/6, ήτοι από τον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής, από τις διατάξεις εφαρμογής του, καθώς και από το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως» (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω).

119    Όσον αφορά τον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής, επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι ο κανονισμός αυτός δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τις γλώσσες που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα κατονομαζόμενα στο κεφάλαιο Ι όργανα, ήτοι από το σώμα των Επιτρόπων, καθώς και από τον Πρόεδρο της Επιτροπής και τον γενικό γραμματέα της, ούτε σχετικά με τις γλώσσες εργασίας που πρέπει να χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες του εν λόγω θεσμικού οργάνου περί των οποίων κάνει λόγο το κεφάλαιο ΙΙ. Μόνον το άρθρο 17 του εσωτερικού κανονισμού, το οποίο αφορά το γνήσιο των πράξεων της Επιτροπής, αναφέρει απλώς ότι η βεβαίωση του γνησίου γίνεται «στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αυθεντικές», ήτοι, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, σε «όλες [τις] επίσημες γλώσσες της […] Ένωσης […], εφόσον πρόκειται για πράξεις γενικής ισχύος και, για τις υπόλοιπες πράξεις, [στις] γλώσσες των αποδεκτών τους».

120    Πάντως, σύμφωνα με όσα επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα άρθρα 6 και 12 έως 14 του εσωτερικού κανονισμού της, καθώς και οι διατάξεις εφαρμογής των άρθρων αυτών. Εξάλλου, με βάση ακριβώς αυτές τις διατάξεις εφαρμογής εκδόθηκε, κατά την Επιτροπή, το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως».

121    Το άρθρο 6 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι «[ο] Πρόεδρος καταρτίζει την ημερήσια διάταξη κάθε συνεδρίασης της Επιτροπής» και, στην παράγραφο 4, ότι «η ημερήσια διάταξη και τα αναγκαία έγγραφα γνωστοποιούνται στα μέλη της Επιτροπής, υπό τους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμογής».

122    Τα δε άρθρα 12 έως 14 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής αφορούν διαδικασίες λήψεως αποφάσεων εκτός της προφορικής διαδικασίας του άρθρου 8 και διέπουν, αντιστοίχως, τη γραπτή διαδικασία, τη διαδικασία εξουσιοδοτήσεως και τη διαδικασία μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη γραπτή διαδικασία, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού ορίζει ότι «το κείμενο του σχεδίου ανακοινώνεται γραπτώς σε όλα τα μέλη της Επιτροπής, υπό τους όρους που αυτή έχει καθορίσει σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμογής».

123    Το σύνολο των διατάξεων του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής που μνημονεύονται στη σκέψη 122 ανωτέρω εξειδικεύονται με τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού αυτού, της 24ης Φεβρουαρίου 2010.

124    Ειδικότερα, οι διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 6 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής περιλαμβάνουν την παράγραφο 6‑4, με τίτλο «Υποβολή και διαβίβαση εγγράφων και γλωσσικό καθεστώς», η οποία προβλέπει τα εξής:

«6‑4.3 Τα έγγραφα που πρόκειται να εξεταστούν σε συνεδρίαση της Επιτροπής γνωστοποιούνται στα μέλη της Επιτροπής:

–        στις γλώσσες που καθορίζει ο πρόεδρος, λαμβανομένων υπόψη των ελαχίστων αναγκών των μελών της Επιτροπής

–        καθώς και στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αναγκαίες ιδίως για την έναρξη ισχύος της πράξεως και την κοινοποίησή της στους αποδέκτες της

[…]

6‑4.5 Η επίσημη διαβίβαση στα λοιπά κοινοτικά θεσμικά όργανα και/ή η δημοσίευση στην [Επίσημη Εφημερίδα] απαιτούν να είναι τα κείμενα διαθέσιμα σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

6‑4.6 Ο Πρόεδρος κρίνει αν, σε δεδομένη περίπτωση, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις [της παραγράφου] […] 6‑4.3, πρώτη περίπτωση, ανωτέρω. Ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει το ζήτημα εγγράφοντάς το στην ημερήσια διάταξη επόμενης συνεδριάσεως.

Η αναβολή είναι υποχρεωτική εάν η γλώσσα ή οι γλώσσες που είναι αναγκαίες ιδίως για την έναρξη ισχύος της πράξεως και την κοινοποίησή της στους αποδέκτες της δεν είναι διαθέσιμες κατά τον χρόνο εγκρίσεως της πράξεως.»

125    Εξάλλου, οι διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 12 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής περιλαμβάνουν την παράγραφο 12‑13, με τίτλο «Γλωσσικό καθεστώς για τις γραπτές διαδικασίες», κατά την οποία:

«12‑13.1 Τα έγγραφα που υποβάλλονται στο πλαίσιο γραπτής διαδικασίας γνωστοποιούνται στα μέλη της Επιτροπής:

–        στις γλώσσες που καθορίζει ο Πρόεδρος, λαμβανομένων υπόψη των ελαχίστων αναγκών των μελών της Επιτροπής. Ο Πρόεδρος κρίνει αν συντρέχει εξαιρετική περίσταση (όπως, μεταξύ άλλων, μείζονες κρίσεις, φυσικές καταστροφές ή άλλες ειδικές καταστάσεις) λόγω της οποίας τα έγγραφα δεν μπορούν να είναι διαθέσιμα στις γλώσσες αυτές για δεόντως αιτιολογημένους λόγους

–        καθώς και στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αναγκαίες ιδίως για την έναρξη ισχύος της πράξεως ή την κοινοποίησή της στους αποδέκτες της

[…]

12‑13.3 Η επίσημη διαβίβαση στα λοιπά κοινοτικά θεσμικά όργανα και/ή η δημοσίευση στην [Επίσημη Εφημερίδα] απαιτούν να είναι τα κείμενα διαθέσιμα σε όλες τις επίσημες γλώσσες.»

126    Επιπλέον, όσον αφορά τις διατάξεις εφαρμογής που είναι κοινές για τα άρθρα 13 και 14 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, η παράγραφος 13/14‑4, με τίτλο «Γλωσσικό καθεστώς διαδικασίας εξουσιοδοτήσεως ή διαδικασίας μεταβιβάσεως αρμοδιότητας», έχει ως εξής:

«13/14‑4.1 Για την άσκηση των ανατεθεισών αρμοδιοτήτων, τα έγγραφα πρέπει να είναι διαθέσιμα, ανάλογα με την περίπτωση, στις ακόλουθες γλωσσικές αποδόσεις:

–        στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αναγκαίες για την έναρξη ισχύος της πράξεως·

–        στη γλώσσα ή στις γλώσσες που είναι αναγκαίες για την κοινοποίηση της πράξεως στους αποδέκτες της·

–        στη γλώσσα ή στις γλώσσες τις οποίες καθορίζει ο Πρόεδρος λαμβάνοντας υπόψη τις ελάχιστες ανάγκες των μελών της Επιτροπής ή οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες που συνδέονται με την έγκριση της πράξεως στις λοιπές περιπτώσεις

[…]

13/14‑4.3 Η επίσημη διαβίβαση στα λοιπά κοινοτικά θεσμικά όργανα και/ή η δημοσίευση στην [Επίσημη Εφημερίδα] απαιτούν να είναι τα κείμενα διαθέσιμα σε όλες τις επίσημες γλώσσες.»

127    Όσον αφορά, τέλος, το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως», αντικείμενο του εγγράφου αυτού, κατά την Επιτροπή, είναι, κατ’ ουσίαν, η περαιτέρω εξειδίκευση των διατάξεων εφαρμογής του εσωτερικού κανονισμού της, οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 124 έως 126 ανωτέρω. Το έγγραφο αυτό κάνει αναφορά, μεταξύ άλλων, στη χρήση «διαδικαστικών γλωσσών», όρος με τον οποίο, όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, θα πρέπει να νοούνται οι γλώσσες εκείνες που χρησιμεύουν για την κατανόηση του περιεχομένου ενός σχεδίου πράξεως ενόψει της εγκρίσεώς του από το σώμα των Επιτρόπων ή, κατά περίπτωση, από εντεταλμένο όργανο. Από το εν λόγω έγγραφο προκύπτει ότι οι «διαδικαστικές γλώσσες» είναι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική και ότι η χρήση τους αποτελεί συνάρτηση του είδους διαδικασίας λήψεως αποφάσεως.

128    Ειδικότερα, όσον αφορά την προφορική και τη γραπτή διαδικασία, το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως» αναφέρει ότι το σχέδιο πράξεως και τα τυχόν παραρτήματά του υποβάλλονται στους Επιτρόπους στις τρεις διαδικαστικές γλώσσες καθώς και, ενδεχομένως, στη γλώσσα ή τις γλώσσες που είναι αναγκαίες για την έναρξη ισχύος ή για την κοινοποίηση της οικείας πράξεως. Διευκρινίζεται επίσης ότι, κατόπιν της εγκρίσεως της πράξεως, οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις που είναι ενδεχομένως αναγκαίες για τη δημοσίευση ή για τη διαβίβασή της σε άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να ακολουθήσουν το ταχύτερο δυνατόν.

129    Όσον αφορά τη διαδικασία εξουσιοδοτήσεως ή τη διαδικασία μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων, από το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως» προκύπτει ότι το εντεταλμένο όργανο μπορεί να δεχθεί να εγκρίνει πράξη με βάση μία μόνο διαδικαστική γλώσσα, πλην όμως, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η άλλη γλωσσική απόδοση ή οι άλλες γλωσσικές αποδόσεις που είναι αναγκαίες για την έναρξη ισχύος ή την κοινοποίηση της πράξεως αυτής πρέπει επίσης να καθίστανται διαθέσιμες. Επιπλέον, όπως ακριβώς και στην περίπτωση των προφορικών και των γραπτών διαδικασιών, το εν λόγω έγγραφο αναφέρει ότι οι άλλες γλωσσικές αποδόσεις που είναι ενδεχομένως αναγκαίες για τη δημοσίευση ή για τη διαβίβαση σε άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να ακολουθήσουν το ταχύτερο δυνατόν.

130    Εξάλλου, το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως» προβλέπει ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επιτρέπει, σε μεμονωμένη ή σε μόνιμη βάση, παρεκκλίσεις όσον αφορά τον αριθμό των διαδικαστικών γλωσσών που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κίνηση διαδικασίας λήψεως αποφάσεως ή τόσο για την έναρξη τέτοιας διαδικασίας όσο και για την έγκριση της πράξεως.

131    Όσον αφορά, ειδικότερα, τις μόνιμες παρεκκλίσεις, το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως» διευκρινίζει ότι τέτοιες παρεκκλίσεις μπορούν να επιτρέπονται για ορισμένα ζητήματα που ανακύπτουν επανειλημμένα, μέσω επισήμων υπηρεσιακών σημειωμάτων του γενικού γραμματέα ή του γραφείου του Προέδρου. Ενδεικτικά, το εν λόγω έγγραφο αναφέρει τις παρεκκλίσεις που έχουν χορηγηθεί για αποφάσεις ή ανακοινώσεις εκδιδόμενες, ιδίως μέσω της γραπτής διαδικασίας, σε ευρύ φάσμα τομέων, όπως είναι η λήψη περιοριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, ο μηχανισμός σταθερότητας, οι εξωτερικές σχέσεις, οι ατομικές αποφάσεις στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, τα εκτελεστικά μέτρα στους τομείς των συμπράξεων, της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως και των συγκεντρώσεων και, τέλος, η υπογραφή συμφωνιών‑πλαισίων με διεθνείς οργανισμούς.

132    Επισημαίνεται συναφώς ότι, εξεταζόμενα συνολικώς, τα κείμενα που μνημονεύονται στις σκέψεις 107 και 108 ανωτέρω δεν μπορούν να λογιστούν ως λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής, στο πλαίσιο του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, του γενικού γλωσσικού καθεστώτος που θεσπίζει ο κανονισμός 1/58, κατά την έννοια του άρθρου 6 του τελευταίου αυτού κανονισμού. Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που της απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, τα κείμενα αυτά απηχούν απλώς και μόνο μια από μακρού εδραιωμένη διοικητική πρακτική εντός του εν λόγω θεσμικού οργάνου, η οποία συνίσταται στη χρήση της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας ως γλωσσών στις οποίες τα κείμενα πράξεων πρέπει να καθίστανται διαθέσιμα προκειμένου να υποβάλλονται προς έγκριση στο σώμα των Επιτρόπων.

133    Όσον αφορά, ειδικότερα, τη φύση του εγγράφου με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως», η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το «Εγχειρίδιο διαδικασιών λειτουργίας», ήτοι έναν εσωτερικό ηλεκτρονικό οδηγό που έχει καταρτιστεί από τις υπηρεσίες της γενικής γραμματείας της Επιτροπής και έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την κωδικοποίηση της εν λόγω διοικητικής πρακτικής. Όσον αφορά την ημερομηνία εκδόσεως και τη διαχρονική εφαρμογή του εν λόγω οδηγού, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφερθεί στο υπηρεσιακό σημείωμα SEC(2003) 153 του γενικού γραμματέα της Επιτροπής προς τους γενικούς διευθυντές και τους προϊσταμένους υπηρεσιών, της 11ης Φεβρουαρίου 2003, περί επικαιροποιήσεως του εν λόγω οδηγού και περί αναρτήσεώς του στο εσωτερικό ηλεκτρονικό δίκτυο του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

134    Ακόμη, όμως, και αν υποτεθεί ότι η έκδοση του «Εγχειριδίου διαδικασιών λειτουργίας» την οποία προσκόμισε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως είναι όντως εκείνη που υφίστατο κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης προκηρύξεως, το έγγραφο που προέρχεται από το εγχειρίδιο αυτό δεν μπορεί να λογιστεί ως απόφαση του Προέδρου του εν λόγω θεσμικού οργάνου για τον καθορισμό των γλωσσών καταρτίσεως των εγγράφων που υποβάλλονται στο σώμα των Επιτρόπων, κατά την έννοια των παραγράφων 6‑4.3, πρώτη περίπτωση, 12‑13.1, πρώτη περίπτωση, και 13/14‑4.1, τρίτη περίπτωση, των διατάξεων εφαρμογής του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό εγκρίθηκε επισήμως από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ούτε, κατά μείζονα λόγο, από το σώμα των Επιτρόπων.

135    Γενικώς, η Επιτροπή παραδέχθηκε, με τις απαντήσεις της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που της απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ότι δεν υφίσταται εσωτερική απόφαση περί καθορισμού των γλωσσών εργασίας της.

136    Κατόπιν των προκαταρκτικών αυτών διευκρινίσεων, διαπιστώνεται ότι, στο μέτρο που αποκλειστικό αντικείμενό τους είναι ο καθορισμός των γλωσσών που είναι αναγκαίες για τη διεξαγωγή των διαφόρων διαδικασιών λήψεως αποφάσεων εντός της Επιτροπής, το σύνολο των κειμένων που προσκόμισε το θεσμικό αυτό όργανο δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, τη γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας υπό το πρίσμα των ειδικών λειτουργικών χαρακτηριστικών των θέσεων τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη.

137    Ειδικότερα, ούτε από τα κείμενα αυτά, ούτε, κατά μείζονα λόγο, από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι υφίσταται αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, ιδίως εκείνων που διεξάγονται στο πλαίσιο του σώματος των Επιτρόπων, και των καθηκόντων που θα κληθούν να ασκήσουν οι επιτυχόντες στον επίμαχο διαγωνισμό, ήτοι των ελεγκτικών καθηκόντων που περιγράφηκαν στη σκέψη 96 ανωτέρω. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα μέλη ορισμένου θεσμικού οργάνου χρησιμοποιούν αποκλειστικώς μία ή συγκεκριμένες γλώσσες κατά τις συσκέψεις τους, δεν μπορεί να τεκμαίρεται άνευ περαιτέρω εξηγήσεων ότι ένας νεοπροσληφθείς υπάλληλος, ο οποίος δεν γνωρίζει καμία από τις γλώσσες αυτές, δεν είναι ικανός να παράσχει αμέσως εργασία που να είναι χρήσιμη για το εν λόγω θεσμικό όργανο (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσες, EU:T:2016:495, σκέψεις 121 και 122). Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, πρόκειται για σαφώς εξειδικευμένα καθήκοντα, τα οποία, a priori, δεν συνδέονται στενά με τις εργασίες του σώματος των Επιτρόπων.

138    Από τα κείμενα που προσκόμισε η Επιτροπή δεν προκύπτει ούτε ότι οι υπηρεσίες της χρησιμοποιούν, στην καθημερινή εργασία τους, και τις τρεις γλώσσες που έχουν χαρακτηριστεί ως «διαδικαστικές γλώσσες». Εξάλλου, από την ανακοίνωση SEC(2000) 2071/6 (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω) προκύπτει ότι η μεταφραστική υπηρεσία του θεσμικού οργάνου αυτού είναι «πλήρως» αναμεμειγμένη στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Στην ανακοίνωση αυτή γίνεται επίσης αναφορά στον χρόνο που απαιτείται για την παραλαβή των μεταφράσεων, συμπεριλαμβανομένων των αναθεωρημένων από τους γλωσσομαθείς νομικούς κειμένων, καθώς και στην ανάγκη έγκαιρης διαβιβάσεως των οικείων εγγράφων στη μεταφραστική υπηρεσία. Οι αναφορές αυτές αφήνουν, επομένως, να εννοηθεί ότι οι αποδόσεις ενός εγγράφου στις διαδικαστικές γλώσσες που είναι αναγκαίες για τη διαβίβασή του στο σώμα των Επιτροπών καταρτίζονται όχι από την υπηρεσία που είναι καθ’ ύλην υπεύθυνη για τη σύνταξη του εγγράφου αυτού, αλλά από τη Γενική Διεύθυνση Μεταφράσεως, η δε καθ’ ύλην υπεύθυνη υπηρεσία περιορίζεται στον έλεγχο του μεταφρασμένου κειμένου. Πράγματι, δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι, πέραν της εν λόγω Γενικής Διευθύνσεως, μια υπηρεσία δύναται να απαιτήσει από κάθε μέλος του προσωπικού της να καταρτίσει τρεις γλωσσικές αποδόσεις των εγγράφων που υποβάλλονται προς έγκριση στο σώμα των Επιτρόπων.

139    Τέλος, δεδομένου ότι κανένας υπάλληλος δεν υποχρεούται να έχει ικανοποιητική γνώση και των τριών γλωσσών που απαιτεί η προσβαλλόμενη προκήρυξη, εξίσου δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κατάρτιση ενός σχεδίου πράξεως στις γλωσσικές αποδόσεις που απαιτούνται για τη διαβίβασή του στο εν λόγω σώμα μπορεί να κατανεμηθεί συγχρόνως μεταξύ αντίστοιχου αριθμού υπαλλήλων της υπηρεσίας που είναι υπεύθυνη για τη σύνταξη του σχεδίου αυτού. Μια τέτοια πιθανότητα είναι ακόμη δυσκολότερο να ληφθεί υπόψη στον βαθμό που δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι όλες οι υπηρεσίες διαθέτουν υπαλλήλους που έχουν ικανοποιητική γνώση και των τριών επίμαχων γλωσσών.

140    Η ανωτέρω εκτίμηση δεν ανατρέπεται από τα επιχειρήματα που αντλεί η Επιτροπή από την ανακοίνωση SEC(2006) 1489 τελικό. Κατά την Επιτροπή, από το κείμενο της ανακοινώσεως αυτής, και ειδικότερα από το παράρτημα με τίτλο «Κανόνες για τη μετάφραση μετά το 2006», προκύπτει ότι, όσον αφορά τα έγγραφα εσωτερικής χρήσεως, απαιτείται μετάφραση μόνο στην αγγλική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, πέραν της ενδεχόμενης γλώσσας που είναι αυθεντική. Εξάλλου, κατά την άποψη του εν λόγω θεσμικού οργάνου, η εν λόγω ανακοίνωση αποδεικνύει ότι, εκτός της ΓΔ Μεταφράσεως, οι λοιπές υπηρεσίες της Επιτροπής καλούνται να παράγουν μεταφράσεις αξιοποιώντας τις γλωσσικές δεξιότητες του προσωπικού τους, οι οποίες είναι γνωστές ως «γκρίζες» μεταφράσεις.

141    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται, αφενός, ότι το περιεχόμενο της ανακοινώσεως SEC(2006) 1489 τελικό δεν κλονίζει, αλλ’ αντιθέτως, επιβεβαιώνει την εκτίμηση που εκτίθεται στις σκέψεις 138 και 139 ανωτέρω. Πράγματι, οι «κανόνες για τη μετάφραση μετά το 2006», οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παράρτημα της ανακοινώσεως αυτής, μνημονεύουν την αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα μόνο ως γλώσσες‑στόχο στις οποίες πρέπει να μεταφράζονται ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, ενώ ουδόλως προσδιορίζουν τη γλώσσα‑πηγή των εγγράφων αυτών. Εξάλλου, όσον αφορά τη μεγάλη πλειονότητα των κατηγοριών εγγράφων που απαριθμούνται στο παράρτημα αυτό, προβλέπεται μετάφραση σε όλες τις επίσημες γλώσσες, ενώ η μετάφραση μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα αποτελεί, στην πραγματικότητα, την εξαίρεση.

142    Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα περί πραγματοποιήσεως «γκρίζων» μεταφράσεων, το επιχείρημα αυτό δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο σχετικό με την ακριβή αναλογία του είδους αυτού μεταφράσεως προς τον συνολικό όγκο των μεταφράσεων που παράγονται εντός της Επιτροπής. Η ανακοίνωση SEC(2006) 1489 τελικό, μολονότι παραδέχεται, στο σημείο 2.2, ότι είναι «εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί ο όγκος των μεταφράσεων αυτών ελλείψει αξιόπιστων δεικτών», εντούτοις περιέχει, στο σημείο 3.1, εκτίμηση για το έτος 2007, κατά την οποία οι μεταφράσεις που προέρχονται από τη ΓΔ Μεταφράσεως πρόκειται να ανέλθουν σε 1 700 000 σελίδες, ενώ οι «γκρίζες» μεταφράσεις θα φθάσουν τις 100 000 σελίδες. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο τελευταίος αυτός αριθμός αντιστοιχεί στο σύνολο των υπηρεσιών της Επιτροπής εκτός της ΓΔ Μεταφράσεως, είναι περισσότερο από προφανές ότι οι «γκρίζες» μεταφράσεις αντιπροσωπεύουν μόνο μια πολύ μικρή ποσότητα σε σχέση με τον όγκο που παράγει μόνη της η εν λόγω ΓΔ. Τέλος και κυρίως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι τρεις προαναφερθείσες γλώσσες αποτελούν τις γλώσσες εκείνες προς τις οποίες πραγματοποιούνται οι ως άνω «γκρίζες» μεταφράσεις.

143    Υπό τις συνθήκες αυτές και χωρίς να είναι αναγκαίο να διατυπωθεί κρίση επί του παραδεκτού του εγγράφου αυτού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανακοίνωση SEC(2006) 1489 τελικό δεν είναι λυσιτελής για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

144    Εν πάση περιπτώσει και μάλιστα ανεξαρτήτως της υπάρξεως συνδέσμου μεταξύ των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και των ειδικών καθηκόντων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα κείμενα που προσκόμισε το εν λόγω θεσμικό όργανο ουδόλως καταδεικνύουν ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών τις οποίες αφορούν, γίνεται αποκλειστικώς χρήση των τριών «διαδικαστικών» γλωσσών.

145    Πράγματι, αφενός, από το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως», ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των διατάξεων εφαρμογής του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, προκύπτει ότι, ασφαλώς, κατά γενικό κανόνα και με την επιφύλαξη της δυνατότητας χρήσεως μίας μόνο γλώσσας στο πλαίσιο της διαδικασίας εξουσιοδοτήσεως και της διαδικασίας μεταβιβάσεως αρμοδιότητας, η κίνηση διαδικασίας λήψεως αποφάσεως απαιτεί την υποβολή του σχεδίου πράξεως στις τρεις διαδικαστικές γλώσσες. Πλην όμως, για την έγκριση ενός τέτοιου σχεδίου είναι δυνατόν να καταστεί αναγκαία ή καθίσταται υποχρεωτικώς αναγκαία, ανάλογα με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη φύση της οικείας πράξεως, η διαθεσιμότητα του σχεδίου αυτού και σε μία ή περισσότερες άλλες γλωσσικές αποδόσεις, και μάλιστα, όταν η εν λόγω πράξη προορίζεται να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να διαβιβαστεί σε άλλα θεσμικά όργανα, σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

146    Αφετέρου, όπως προκύπτει επίσης από το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως», είναι δυνατόν να επιτραπούν παρεκκλίσεις ως προς τον αριθμό των διαδικαστικών γλωσσών που χρησιμοποιούνται για την κίνηση διαδικασίας λήψεως αποφάσεως ή ακόμη και για την έγκριση ενός σχεδίου πράξεως (βλ. σκέψη 130 ανωτέρω).

147    Όσον αφορά, ειδικότερα, τις μόνιμες παρεκκλίσεις περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 131 ανωτέρω, στο έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως» επισημαίνεται, για παράδειγμα, ότι οι ατομικές αποφάσεις στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων συντάσσονται σε μία από τις διαδικαστικές γλώσσες, «κατά κανόνα στην αγγλική ή στη γαλλική». Ως προς τους λοιπούς τομείς τους οποίους αφορά αυτό το είδος παρεκκλίσεως, από υπηρεσιακά σημειώματα του γενικού γραμματέα της Επιτροπής, τα οποία προσκόμισε η τελευταία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, προκύπτει ότι επιτρέπεται η υποβολή σχεδίων πράξεων σε μία μόνο διαδικαστική γλώσσα. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα υπηρεσιακά σημειώματα αυτά δεν προσδιορίζουν ποια από τις τρεις διαδικαστικές γλώσσες μπορεί συγκεκριμένα να χρησιμοποιηθεί, πράγμα το οποίο δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων.

148    Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, σύμφωνα με το έγγραφο με τίτλο «Γλωσσικές απαιτήσεις αναλόγως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως», είναι πάντοτε δυνατή η χορήγηση μεμονωμένης παρεκκλίσεως ως προς το γλωσσικό καθεστώς συγκεκριμένου σχεδίου πράξεως, τούτο δε ανεξαρτήτως του είδους διαδικασίας λήψεως αποφάσεως.

149    Κατόπιν της ανωτέρω εξετάσεως, διαπιστώνεται ότι τα κείμενα που προσκόμισε η Επιτροπή δεν μπορούν, ως εκ του περιεχομένου τους, να αποδείξουν ότι ο περιορισμός της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη δύναται να ανταποκριθεί σε πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας ούτε, ως εκ τούτου, να καταδείξουν ότι, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών λειτουργικών χαρακτηριστικών των θέσεων τις οποίες αφορά η προκήρυξη αυτή, υφίσταται συμφέρον της υπηρεσίας να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα.

–       Επί των στοιχείων σχετικά με τις γλώσσες που χρησιμοποιούν τα μέλη του προσωπικού της Επιτροπής τα οποία είναι επιφορτισμένα με καθήκοντα οικονομικού ελέγχου

150    Η Επιτροπή προσκομίζει δύο παραρτήματα με στατιστικά στοιχεία συλλεγέντα από τη ΓΔ Προσωπικού σχετικά με τις γλώσσες που χρησιμοποιούν οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπάγονται στις διάφορες υπηρεσίες της και ασκούν καθήκοντα οικονομικού ελέγχου. Κατά την Επιτροπή, τα παραρτήματα αυτά αποδεικνύουν ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα είναι οι τρεις γλώσσες που χρησιμοποιούνται ως γλώσσες εργασίας ή ως κοινές γλώσσες συνεννοήσεως από τους διοικητικούς υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα όπως εκείνα τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη.

151    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα στοιχεία σχετικά με τις γλωσσικές γνώσεις του ως άνω προσωπικού δεν καθιστούν δυνατή την συναγωγή συμπερασμάτων ως προς την πραγματική κατάσταση της εσωτερικής επικοινωνίας εντός των οικείων υπηρεσιών. Αντιθέτως, το μόνο κρίσιμο στοιχείο είναι ποια ή ποιες είναι οι βασικές κοινές γλώσσες συνεννοήσεως, δηλαδή οι γλώσσες που καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ προσώπων διαφορετικής μητρικής γλώσσας.

152    Πρώτον, επισημαίνεται ότι στο παράρτημα με τίτλο «Δεδομένα σχετικά με τη χρήση της αγγλικής, της γερμανικής και της γαλλικής γλώσσας ως κοινών γλωσσών συνεννοήσεως από το εν ενεργεία προσωπικό της Επιτροπής στον τομέα του ελέγχου κατά τις 30.09.2016» καταγράφονται οι γλώσσες τις οποίες δήλωσαν ότι γνωρίζουν ως πρώτη, ως δεύτερη και ως τρίτη γλώσσα οι διοικητικοί υπάλληλοι που υπάγονται στις κατηγορίες μονίμων και εκτάκτων υπαλλήλων και είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα εσωτερικού οικονομικού ελέγχου, εξωτερικού οικονομικού ελέγχου και διαχειρίσεως πολιτικών στον τομέα του οικονομικού ελέγχου (policy officers), ήτοι συνολικά 430 διοικητικοί υπάλληλοι.

153    Όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με τη «γλώσσα 1», ήτοι, προφανώς, τη μητρική γλώσσα των συγκεκριμένων ατόμων (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 134), οι τρεις πρώτες γλώσσες που δηλώθηκαν είναι η γαλλική (68 άτομα), η ολλανδική (53 άτομα) και η αγγλική (46 άτομα), οι οποίες προηγούνται, μεταξύ άλλων, της ισπανικής (31 άτομα), καθώς και της γερμανικής (26 άτομα) και της ιταλικής (26 άτομα).

154    Όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με τη «γλώσσα 2», οι τρεις πρώτες γλώσσες που δηλώθηκαν είναι η αγγλική (312 άτομα), η γαλλική (72 άτομα) και η γερμανική (14 άτομα), και έπονται, μεταξύ άλλων, η ιταλική (7 άτομα), η ισπανική (5 άτομα) και η ολλανδική (4 άτομα). Ως προς το επίπεδο γνώσεως των γλωσσών που δηλώθηκαν στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι έπρεπε να θεωρηθεί δεδομένο ότι η γνώση αυτή αντιστοιχούσε στο επίπεδο B2 του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες (ΚΕΠΑ), το οποίο πιστοποιεί «ικανοποιητική» γνώση της σχετικής γλώσσας.

155    Τέλος, όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με τη «γλώσσα 3», η γαλλική (184 άτομα), η αγγλική (51 άτομα) και η γερμανική (49 άτομα) αποτελούν τις τρεις πρώτες δηλωθείσες γλώσσες, και οι επόμενες τρεις είναι η ισπανική (29 άτομα), η ολλανδική (25 άτομα) και η ιταλική (8 άτομα). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, ερωτηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο, δεν ήταν σε θέση να παράσχει διευκρινίσεις ως προς το επίπεδο γνώσεως των γλωσσών που δηλώθηκαν στο πλαίσιο αυτό.

156    Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, όπως προκύπτει από το παράρτημα με τίτλο «Δεδομένα σχετικά με τη χρήση της αγγλικής, της γερμανικής και της γαλλικής γλώσσας ως κοινών γλωσσών συνεννοήσεως από το εν ενεργεία προσωπικό της Επιτροπής στον τομέα του ελέγχου κατά τις 30.09.2016», τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό παρουσιάζουν τις γλωσσικές αυτές γνώσεις ως είχαν σε ημερομηνία μεταγενέστερη της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης προκηρύξεως, ήτοι της 12ης Μαΐου 2016. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών, μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω στοιχεία απεικονίζουν, συνολικώς, τις γλωσσικές γνώσεις κατά την ημερομηνία της δημοσιεύσεως αυτής. Κατά συνέπεια, τα ως άνω στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο του στοιχείου της αιτιολογίας που αφορά την ανάγκη να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, όπως το στοιχείο αυτό εκτίθεται στην προσβαλλόμενη προκήρυξη.

157    Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι τα επίμαχα στοιχεία απλώς καταγράφουν τις γλωσσικές γνώσεις των διοικητικών υπαλλήλων που ασκούν καθήκοντα οικονομικού ελέγχου εντός της Επιτροπής. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία, αυτά καθεαυτά ή σε συνδυασμό με τα κείμενα που εξετάστηκαν στις σκέψεις 106 έως 149 ανωτέρω, δεν καθιστούν δυνατό να καταδειχθεί ποια είναι ή ποιες είναι οι κοινές γλώσσες συνεννοήσεως που χρησιμοποιούν πράγματι, κατά την καθημερινή εργασία τους, οι διάφορες υπηρεσίες από τις οποίες προέρχονται τα στοιχεία αυτά ή ακόμη ποια είναι η γλώσσα ή ποιες είναι οι γλώσσες που είναι απολύτως αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη. Ως εκ τούτου, από τα ως άνω στοιχεία δεν προκύπτει ποια είναι η γλώσσα ή ποιες είναι οι γλώσσες χάρη στην ικανοποιητική γνώση των οποίων οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως διοικητικοί υπάλληλοι δυνάμενοι να ασκήσουν αμέσως καθήκοντα.

158    Για τους ίδιους λόγους, τα συμπληρωματικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή όσον αφορά τις γλωσσικές γνώσεις του προσωπικού της το οποίο εργάζεται στον τομέα του οικονομικού ελέγχου και υπάγεται στην ομάδα καθηκόντων AST και στην κατηγορία των συμβασιούχων υπαλλήλων δεν είναι λυσιτελή για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

159    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο περιορισμός της επιλογής, από τους υποψηφίους, της δεύτερης γλώσσας ενός διαγωνισμού μεταξύ ενός μικρού μόνον αριθμού επισήμων γλωσσών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικώς δικαιολογημένος και ως μη δυσανάλογος, στην περίπτωση που στις γλώσσες αυτές περιλαμβάνονται, πέραν μιας γλώσσας της οποίας η γνώση είναι επιθυμητή ή ακόμη και αναγκαία, άλλες γλώσσες οι οποίες δεν παρέχουν κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα στους δυνητικούς επιτυχόντες διαγωνισμού σε σχέση με κάποια άλλη επίσημη γλώσσα. Πράγματι, εάν, αντί της μόνης γλώσσας της οποίας η γνώση αποτελεί πλεονέκτημα για έναν νεοπροσλαμβανόμενο υπάλληλο, γίνουν δεκτές, ως εναλλακτική λύση, άλλες γλώσσες των οποίων η γνώση δεν αποτελεί πλεονέκτημα, δεν υφίσταται κανένας βάσιμος λόγος για να μη γίνουν επίσης δεκτές όλες οι λοιπές επίσημες γλώσσες (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 140).

160    Επομένως, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι γλωσσικές γνώσεις του εν ενεργεία προσωπικού αποτελούν ένδειξη του ότι, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν αμέσως στις απαιτήσεις εσωτερικής επικοινωνίας, οι νεοπροσλαμβανόμενοι πρέπει να διαθέτουν γνώση μιας γλώσσας η οποία είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη μεταξύ των μελών του εν λόγω προσωπικού, τα στοιχεία που προσκόμισε εν προκειμένω η Επιτροπή δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον θεσπιζόμενο από την προσβαλλόμενη προκήρυξη περιορισμό στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού.

161    Πράγματι, από την ανάλυση των στοιχείων που αφορούν τις γλώσσες που δηλώθηκαν ως «γλώσσα 1» και ως «γλώσσα 2» (βλ. σκέψεις 153 και 154 ανωτέρω) προκύπτει ότι μόνον η ικανοποιητική γνώση της αγγλικής γλώσσας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παρέχουσα πλεονέκτημα στους δυνητικούς επιτυχόντες στον επίμαχο διαγωνισμό. Αντιθέτως, με βάση τα στοιχεία αυτά, δεν καθίσταται δυνατό να εξηγηθεί για ποιο λόγο ένας υποψήφιος που διαθέτει, για παράδειγμα, εις βάθος γνώση της ιταλικής και ικανοποιητική γνώση της γερμανικής γλώσσας θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί αμέσως στις απαιτήσεις που συνδέονται με την εσωτερική επικοινωνία, ενώ ένας υποψήφιος που διαθέτει εις βάθος γνώση της ιταλικής και ικανοποιητική γνώση της ολλανδικής ή της ισπανικής γλώσσας δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί.

162    Επιπλέον, όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με τη «γλώσσα 3», διευκρινίζεται ότι, μολονότι το περιεχόμενό τους ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση που εκτίθεται στη σκέψη 161 ανωτέρω, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ληφθούν υπόψη. Πράγματι, από το άρθρο 45, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προκύπτει ότι η ικανότητα εργασίας σε τρίτη γλώσσα αποτελεί προϋπόθεση για την πρώτη μετά την πρόσληψη προαγωγή υπαλλήλου. Εν προκειμένω, όμως, ουδόλως προκύπτει από το παράρτημα που προσκόμισε η Επιτροπή ότι το σύνολο των υπαλλήλων τους οποίους αφορά το παράρτημα αυτό έχουν ήδη επιδείξει αποδεδειγμένα τέτοια ικανότητα ή ότι έχουν ήδη λάβει την πρώτη προαγωγή τους. Επίσης, το εν λόγω παράρτημα αφορά όχι μόνο τους μονίμους υπαλλήλους, αλλά επίσης τους εκτάκτους και τους συμβασιούχους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς προαγωγών του ΚΥΚ (πρβλ., όσον αφορά τους συμβασιούχους υπαλλήλους, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 58).

163    Επομένως, τα στοιχεία σχετικά με τις γλωσσικές γνώσεις του εν ενεργεία προσωπικού της Επιτροπής στον τομέα του οικονομικού ελέγχου δεν καθιστούν δυνατή τη δικαιολόγηση του περιορισμού της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού υπό το πρίσμα του σκοπού που συνίσταται στην ανάγκη να μπορούν οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα.

164    Δεύτερον, η Επιτροπή προσκομίζει έγγραφο με στοιχεία προερχόμενα από την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου του εν λόγω θεσμικού οργάνου, από τα οποία προκύπτει ότι οι διαβουλεύσεις της υπηρεσίας αυτής με άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποιούνται μόνο στην αγγλική και στη γαλλική γλώσσα, ενώ οι τελικές εκθέσεις ελέγχου καταρτίζονται μόνο στην αγγλική γλώσσα.

165    Το έγγραφο, όμως, αυτό, στο μέτρο που δεν περιέχει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει χρήση της γερμανικής ως γλώσσας εργασίας ή ως κοινής γλώσσας συνεννοήσεως εντός των οικείων υπηρεσιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί λυσιτελές για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

iii) Επί των στοιχείων που αφορούν τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου

166    Η Επιτροπή προσκομίζει τρία παραρτήματα σχετικά με το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκ των οποίων τα δύο πρώτα αφορούν ορισμένες γλωσσικές απαιτήσεις που ισχύουν εντός του θεσμικού αυτού οργάνου και το τρίτο τις γλωσσικές γνώσεις του προσωπικού του. Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα έγγραφα αυτά είναι ικανά να αποδείξουν ότι οι κοινές γλώσσες συνεννοήσεως τις οποίες χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι όντως η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική.

167    Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι τα παραρτήματα αυτά είναι αλυσιτελή, υποστηρίζοντας ότι τα δύο πρώτα αφορούν μόνο την προπαρασκευή και τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ από το τρίτο δεν είναι δυνατόν να συναχθούν συμπεράσματα ως προς τις γλώσσες που επέχουν θέση κοινής γλώσσας συνεννοήσεως εντός των υπηρεσιών του θεσμικού αυτού οργάνου.

–       Επί των στοιχείων που αφορούν την εσωτερική πρακτική του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον γλωσσικό τομέα

168    Πρώτον, η Επιτροπή προσκομίζει την απόφαση 22/2004 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 25ης Μαΐου 2004, για τους κανόνες σχετικά με τη μετάφραση των εγγράφων ενόψει των συνεδριάσεων των μελών του θεσμικού οργάνου, των ομάδων οικονομικού ελέγχου και της διοικητικής επιτροπής (στο εξής: απόφαση 22/2004). Ανταποκρινόμενη σε μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η απόφαση αυτή είχε όντως εφαρμογή κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης προκηρύξεως και ότι, εξάλλου, εξακολουθούσε να ισχύει, χωρίς ωστόσο να παράσχει συναφώς πρόσθετα στοιχεία.

169    Στο μέτρο κατά το οποίο η απόφαση 22/2004 είχε πράγματι εφαρμογή κατά την ως άνω ημερομηνία, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 1 αυτής, «[ο]ι γλώσσες σύνταξης/γλώσσες‑άξονες (pivot) του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι η αγγλική και η γαλλική».

170    Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως 22/2004, «[ό]λα τα αιτήματα μετάφρασης διαβιβάζονται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος αιτημάτων μετάφρασης (Artemis)».

171    Το άρθρο 4 της αποφάσεως 22/2004 διευκρινίζει τα εξής:

«Όλα τα πρωτότυπα έγγραφα θα καταρτίζονται σε μία από τις γλώσσες σύνταξης. Μόνον σημαντικά τμήματα εγγράφων στη σύνταξη των οποίων έχουν συμβάλει περισσότερες της μίας υπηρεσίες μπορούν να εξαιρεθούν από τον κανόνα αυτόν […]. Μετά την υποβολή της πρώτης μετάφρασης, το έγγραφο θα καθίσταται μονόγλωσσο.»

172    Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς παρατηρεί η Ιταλική Δημοκρατία, η απόφαση 22/2004 δεν είναι λυσιτελής εν προκειμένω, καθόσον δεν περιέχει κανένα στοιχείο σχετικά με τη χρήση της γερμανικής ως γλώσσας εργασίας ή ως κοινής γλώσσας συνεννοήσεως εντός των υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

173    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 22/2004 περιορίζεται στη «μετάφραση των εγγράφων ενόψει των συνεδριάσεων του [Ελεγκτικού Συνεδρίου], των ομάδων οικονομικού ελέγχου και της διοικητικής επιτροπής». Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από την επίμαχη απόφαση δεν είναι δυνατόν να συναχθούν χρήσιμα συμπεράσματα ως προς τις γλώσσες εργασίας ή τις κοινές γλώσσες συνεννοήσεως που χρησιμοποιούνται από το σύνολο των υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

174    Τέλος, μολονότι προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα άρθρα 2 και 4 της αποφάσεως 22/2004, ότι όλα τα πρωτότυπα έγγραφα καταρτίζονται σε μία από τις γλώσσες συντάξεως, προκειμένου, στη συνέχεια, να διαβιβαστούν προς μετάφραση στην αρμόδια υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από τα άρθρα αυτά ποια είναι η συγκεκριμένη έκταση του ρόλου της μεταφραστικής υπηρεσίας του θεσμικού αυτού οργάνου. Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση δεν διευκρινίζει αν η κατάρτιση εγγράφου στη δεύτερη γλώσσα συντάξεως πραγματοποιείται από την υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για την κατάρτιση του εγγράφου αυτού στην πρώτη γλώσσα συντάξεως ή από τη μεταφραστική υπηρεσία. Επομένως, από την ως άνω απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί κανένα χρήσιμο συμπέρασμα όσον αφορά τις γλώσσες εργασίας ή τις κοινές γλώσσες συνεννοήσεως που χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, ειδικότερα, από τις υπηρεσίες στις οποίες πρόκειται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να προσληφθούν οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη (βλ. σκέψη 138 ανωτέρω).

175    Δεύτερον, η Επιτροπή προσκομίζει υπηρεσιακό σημείωμα πρώην Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς τα μέλη του θεσμικού οργάνου, της 11ης Νοεμβρίου 1983, σχετικά με την ταυτόχρονη διερμηνεία κατά τις συνεδριάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στο υπηρεσιακό σημείωμα αυτό είναι συνημμένα, αφενός, το πρακτικό της συνεδριάσεως, με περιορισμένη σύνθεση, της 12ης Οκτωβρίου 1982, σχετικά με το καθεστώς διερμηνείας για τις συνεδριάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και, αφετέρου, υπηρεσιακό σημείωμα προς τα μέλη, το οποίο επίσης είναι υπογεγραμμένο από τον εν λόγω Πρόεδρο και φέρει την ίδια ημερομηνία, σχετικά με τη διερμηνεία και την υλικοτεχνική οργάνωση των συνεδριάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

176    Το υπηρεσιακό σημείωμα της 12ης Οκτωβρίου 1982 περιγράφει το «κατά κανόνα ισχύον σύστημα» για την ταυτόχρονη διερμηνεία κατά τις συνεδριάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κάθε μέλος έχει τη δυνατότητα να εκφράζεται στη δική του γλώσσα και, στην περίπτωση αυτή, η διερμηνεία γίνεται σε όλες τις γλώσσες των μελών που μετέχουν στην οικεία συνεδρίαση. Κατά τη συνεδρίαση της ίδιας ημερομηνίας την οποία αφορά το πρακτικό που μνημονεύεται στη σκέψη 175 ανωτέρω, το εν λόγω σύστημα αποφασίστηκε να καταστεί πιο ευέλικτο με τη θέσπιση ενός «ημιαπλοποιημένου» μηχανισμού, ο οποίος εγκρίθηκε ομοφώνως. Δυνάμει του μηχανισμού αυτού, ο οποίος προοριζόταν να παραμείνει εφαρμοστέος στη θέση του «κατά κανόνα ισχύοντος συστήματος» καθ’ όσο χρόνο θα συγκέντρωνε την ομοφωνία των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η διερμηνεία πραγματοποιείται προς «επαρκή αριθμό γλωσσών που είναι κατανοητές από καθένα από τα [μ]έλη». Τέλος, όπως προκύπτει από το υπηρεσιακό σημείωμα της 11ης Νοεμβρίου 1983, ο εν λόγω μηχανισμός απλοποιήθηκε έτι περαιτέρω, κατόπιν κοινής συμφωνίας των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου να παρασχεθεί σε κάθε μέλος η δυνατότητα να εκφράζεται, κατ’ επιλογήν, στην αγγλική, στη γαλλική ή στη γερμανική γλώσσα με ταυτόχρονη διερμηνεία προς τις δύο άλλες γλώσσες. Αυτό το «απλοποιημένο» σύστημα διερμηνείας θεσπίστηκε «με μοναδικό σκοπό να ανταποκριθεί στην πραγματική κατάσταση που υφίστατ[ο] κατά τον χρόνο [εκείνο] εντός του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων γλωσσικών δεξιοτήτων που [διέθεταν] τα [τότε] μέλη του και της καλής θελήσεως καθενός». Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αυτό το «απλοποιημένο» σύστημα εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα.

177    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα που μνημονεύονται στις σκέψεις 175 και 176 ανωτέρω δεν καθιστούν δυνατό να προσδιοριστεί ποια είναι ή οι ποιες είναι οι γλώσσες εργασίας ή οι κοινές γλώσσες συνεννοήσεως που χρησιμοποιούνται εντός των υπηρεσιών στις οποίες πρόκειται να προσληφθούν οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, αλλά αφορούν απλώς το καθεστώς διερμηνείας κατά τις συνεδριάσεις των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

178    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το αντικείμενο των εγγράφων αυτών, τα οποία αφορούν το καθεστώς διερμηνείας κατά τις συνεδριάσεις των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διακρίνεται σαφώς από το αντικείμενο της αποφάσεως 22/2004, όπως αυτό εκτέθηκε στη σκέψη 173 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής με το οποίο επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, να αποδείξει ότι, συνεπεία, μεταξύ άλλων, του υπηρεσιακού σημειώματος της 11ης Νοεμβρίου 1983, η γερμανική γλώσσα προστέθηκε στις δύο «γλώσσες σύνταξης/γλώσσες‑άξονες» που αποτελούν, κατά την εν λόγω μεταγενέστερη απόφαση, η αγγλική και η γαλλική γλώσσα.

179    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το υπηρεσιακό σημείωμα της 11ης Νοεμβρίου 1983 απηχεί μια πρακτική που εξακολουθεί να εφαρμόζεται όσον αφορά τη διερμηνεία κατά τις συνεδριάσεις των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γεγονός παραμένει ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του εν λόγω σημειώματος, μια τέτοια πραγματική κατάσταση στηρίζεται στην κοινή συμφωνία των μελών αυτών καθώς και στην «καλή θέληση» εκάστου εξ αυτών, ήτοι σε στοιχεία που είναι δυνατόν να μεταβληθούν ανά πάσα στιγμή.

180    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με την εσωτερική γλωσσική πρακτική του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν είναι λυσιτελή για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

–       Επί των στοιχείων σχετικά με τις γλώσσες που χρησιμοποιούν τα μέλη του προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου

181    Επιπλέον, η Επιτροπή προσκομίζει πίνακα με τίτλο «Γλώσσες που ομιλούνται από το εν ενεργεία προσωπικό του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τις 30.09.2016», από τον οποίο προκύπτει, κατ’ αυτήν, ότι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα αποτελούν τις πλέον ομιλούμενες γλώσσες, ως δεύτερη και ως τρίτη γλώσσα, από το προσωπικό αυτό.

182    Η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί τη λυσιτέλεια του εγγράφου αυτού υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτό απλώς καταγράφει τις γλωσσικές γνώσεις του προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ότι, επιπλέον, ο τρόπος κατά τον οποίο καταρτίστηκε το επίμαχο έγγραφο το καθιστά εντελώς ακατανόητο.

183    Επισημαίνεται συναφώς ότι ο ως άνω πίνακας περιέχει στοιχεία σχετικά με τις γλώσσες τις οποίες δήλωσαν ότι γνωρίζουν ως πρώτη, δεύτερη και τρίτη γλώσσα, οι «ελεγκτές», οι μόνιμοι υπάλληλοι της ομάδας καθηκόντων AD, καθώς και το σύνολο των μονίμων υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

184    Ανεξαρτήτως του ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν την ημερομηνία της 30ής Σεπτεμβρίου 2016 (βλ. σκέψη 156 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι, αναφορικά με το τμήμα εκείνο του πίνακα που αφορά τους «ελεγκτές» (303 άτομα), ήτοι τους διοικητικούς υπαλλήλους των οποίων τα καθήκοντα μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι αντιστοιχούν σε εκείνα τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, και εξαιρουμένων των στοιχείων που αφορούν τη «γλώσσα 3» (βλ. σκέψη 162 ανωτέρω), η αγγλική έχει δηλωθεί ως «γλώσσα 1» από 14 άτομα και ως «γλώσσα 2» από 228 άτομα, η γαλλική, αντιστοίχως, από 39 και από 45 άτομα και η γερμανική, αντιστοίχως, από 30 και από 19 άτομα. Ακολουθούν, μεταξύ άλλων, η ισπανική (αντιστοίχως 24 και 3 άτομα) και η ιταλική (αντιστοίχως 22 και 3 άτομα), ενώ η πολωνική έχει δηλωθεί ως «γλώσσα 1» από 30 άτομα.

185    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ακριβώς και τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή όσον αφορά το δικό της προσωπικό (βλ. σκέψη 157 ανωτέρω), τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον εν λόγω πίνακα απλώς καταγράφουν τις γλωσσικές γνώσεις των διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά συνέπεια, από τα εν λόγω στοιχεία, αυτά καθεαυτά ή σε συνδυασμό με τα κείμενα που εξετάστηκαν στις σκέψεις 168 έως 180 ανωτέρω, δεν καθίσταται δυνατό να καταδειχθεί ποια είναι ή ποιες είναι οι κοινές γλώσσες συνεννοήσεως που χρησιμοποιούν πράγματι, κατά την καθημερινή εργασία τους, οι διάφορες υπηρεσίες από τις οποίες προέρχονται τα στοιχεία αυτά ή ακόμη ποια είναι η γλώσσα ή ποιες είναι οι γλώσσες που είναι απολύτως αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη. Ως εκ τούτου, από τα ως άνω στοιχεία δεν προκύπτει ποια είναι η γλώσσα ή ποιες είναι οι γλώσσες χάρη στην ικανοποιητική γνώση των οποίων οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως δυνάμενοι να ασκήσουν αμέσως καθήκοντα.

186    Εν πάση περιπτώσει, με βάση τα στοιχεία αυτά καθίσταται δυνατόν να διαπιστωθεί, το πολύ, ότι μόνο η ικανοποιητική γνώση της αγγλικής γλώσσας θα μπορούσε να παράσχει στους δυνητικούς επιτυχόντες στον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη πλεονέκτημα κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 159 ανωτέρω. Αντιθέτως, με βάση τα στοιχεία αυτά, δεν καθίσταται δυνατόν να εξηγηθεί για ποιον λόγο ένας υποψήφιος που διαθέτει, για παράδειγμα, εις βάθος γνώση της ιταλικής και ικανοποιητική γνώση της γερμανικής γλώσσας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι σε θέση να ανταποκριθεί αμέσως στις απαιτήσεις που συνδέονται με την εσωτερική επικοινωνία, ενώ ένας υποψήφιος που διαθέτει εις βάθος γνώση της ιταλικής και ικανοποιητική γνώση της ισπανικής γλώσσας δεν θα μπορούσε.

187    Κατά συνέπεια, τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με τις γλωσσικές γνώσεις του προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού υπό το πρίσμα του σκοπού που συνίσταται στην ανάγκη να μπορούν οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα.

188    Κατόπιν της εξετάσεως που διενεργήθηκε στις σκέψεις 106 έως 187 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σύνολο των στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή όσον αφορά τις δικές της υπηρεσίες, καθώς και τις υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν είναι ικανά να στηρίξουν το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ανάγκη να μπορούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι διοικητικοί υπάλληλοι να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, όπως το στοιχείο αυτό έχει διατυπωθεί στην προσβαλλόμενη προκήρυξη.

iv)    Επί των στοιχείων που αφορούν τη διάδοση της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας ως ομιλούμενων και διδασκόμενων ξένων γλωσσών στην Ευρώπη

189    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη στάθμιση των διαφόρων συμφερόντων που διακυβεύονται στο πλαίσιο της διοργανώσεως διαδικασίας διαγωνισμού καταλέγονται οι γλώσσες με το μεγαλύτερο ποσοστό εκμαθήσεως ως δεύτερη γλώσσα από όσους υποβάλλουν υποψηφιότητα για θέσεις στη δημόσια διοίκηση της Ένωσης, ήτοι από τους «νέους πολίτες της Ένωσης».

190    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, πρώτον, η Επιτροπή προσκομίζει έκθεση της στατιστικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat), η οποία δημοσιεύθηκε στην έκδοση Statistics in Focus αριθ. 49/2010. Από την έκθεση αυτή προκύπτει, αφενός, ότι η αγγλική είναι «μακράν η ξένη γλώσσα με το μεγαλύτερο ποσοστό εκμαθήσεως [στην Ευρώπη] σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδεύσεως, και ακολουθούν η γαλλική, η γερμανική, η ρωσική και, σε μικρότερο βαθμό, η ισπανική» και, αφετέρου, ότι «εκτιμάται ότι η αγγλική είναι μακράν η ξένη γλώσσα που ομιλείται περισσότερο [στην Ευρώπη], και ακολουθούν η γερμανική, η ρωσική, η γαλλική και η ισπανική».

191    Δεύτερον, η Επιτροπή προσκομίζει την ειδική έκθεση Ευρωβαρόμετρο αριθ. 386 του Ιουνίου 2012, από την οποία συνάγει ότι η γερμανική είναι η πλέον ομιλούμενη γλώσσα στην Ευρώπη, «δεδομένου ότι χρησιμοποιείται από το 16 % του συνόλου του πληθυσμού της Ένωσης […] και ότι οι τρεις ξένες γλώσσες που διδάσκονται και ομιλούνται περισσότερο στην Ευρώπη ως δεύτερη γλώσσα είναι, κατά σειρά, η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική, οι οποίες ομιλούνται, αντιστοίχως, από το 38 %, το 12 % και το 11 % του πληθυσμού της Ένωσης».

192    Τέλος, τρίτον, η Επιτροπή επισυνάπτει στα δικόγραφά της το ανακοινωθέν Τύπου 144/2014 της Eurostat, της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, σχετικά με τις γλώσσες που διδάχθηκαν περισσότερο το 2012 σε επίπεδο κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, ανακοινωθέν από το οποίο συνάγει ότι οι τρεις επίμαχες γλώσσες «εμφανίζονται […] ως οι γλώσσες με το μεγαλύτερο ποσοστό εκμαθήσεως στην Ευρώπη από τους Ευρωπαίους πολίτες, ήτοι από εκείνους που υποβάλλουν υποψηφιότητα σε διαδικασίες διαγωνισμών κατά την έννοια του άρθρου 28, [στοιχείο] αʹ, του ΚΥΚ».

193    Επισημαίνεται συναφώς ότι τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία αφορούν το σύνολο των πολιτών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που δεν έχουν ενηλικιωθεί, οπότε δεν μπορεί να γίνει κατά τεκμήριο δεκτό ότι αποτελούν ορθή απεικόνιση των γλωσσικών γνώσεων των δυνητικών υποψηφίων στον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 142).

194    Εξάλλου, η μόνη διαπίστωση στην οποία μπορούν να οδηγήσουν τα ως άνω στατιστικά στοιχεία είναι ότι ο αριθμός των δυνητικών υποψηφίων που επηρεάζονται αρνητικά από τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας είναι λιγότερο σημαντικός απ’ ό,τι θα ήταν αν η επιλογή αυτή περιοριζόταν μεταξύ άλλων γλωσσών. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν αρκεί προκειμένου να συναχθεί ότι ο επίμαχος περιορισμός δεν εισάγει διάκριση, καθόσον ο ενδεχομένως μικρός αριθμός των προσώπων των οποίων η κατάσταση είναι δυνατόν να θιγεί δεν μπορεί να αποτελέσει βάσιμο επιχείρημα στο πλαίσιο αυτό (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 143).

195    Τα ανωτέρω στοιχεία ενδεχομένως θα ήταν ικανά, το πολύ, να αποδείξουν τον σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας χαρακτήρα του επίμαχου περιορισμού, στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι ο περιορισμός αυτός ανταποκρίνεται στην ανάγκη των ενδιαφερόμενων υπηρεσιών να έχουν στη διάθεσή τους επιτυχόντες δυνάμενους να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 144), ή ακόμη ότι ανταποκρίνεται σε απαιτήσεις συνδεόμενες με δημοσιονομικούς και λειτουργικούς περιορισμούς ή με τη φύση της διαδικασίας επιλογής. Όπως όμως διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 91 και 188 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο περιορισμός αυτός δικαιολογούνταν πράγματι από τέτοιες εκτιμήσεις.

196    Ως εκ τούτου, για τους λόγους αυτούς, τα στατιστικά στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 190 έως 192 ανωτέρω δεν είναι ικανά, ούτε αυτά καθεαυτά ούτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων ιδίως εκείνα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 89 ανωτέρω, να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας.

197    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, για το σύνολο των προεκτεθέντων λόγων, ο περιορισμός της επιλογής, από τους υποψηφίους, της δεύτερης γλώσσας του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς, ούτε τελεί σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο πρωταρχικό σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων δυνάμενων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα. Εξάλλου, και σε συνέχεια των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 85 έως 91 ανωτέρω, ούτε τα στοιχεία της αιτιολογίας που αφορούν την ύπαρξη δημοσιονομικών και λειτουργικών περιορισμών, καθώς και τη φύση της διαδικασίας επιλογής, έστω και συνδυαζόμενα με το στοιχείο της αιτιολογίας που αφορά την ανάγκη προσλήψεως διοικητικών υπαλλήλων δυνάμενων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα, μπορούν να δικαιολογήσουν τον επίμαχο περιορισμό.

198    Πράγματι, προς στήριξη ενός τέτοιου περιορισμού επί της αρχής, δεν αρκεί να γίνεται αναφορά στον μεγάλο αριθμό γλωσσών τις οποίες το άρθρο 1 του κανονισμού 1/58 αναγνωρίζει ως επίσημες γλώσσες και ως γλώσσες εργασίας της Ένωσης, καθώς και στην απορρέουσα εξ αυτού ανάγκη να επιλέγεται μικρότερος μόνο αριθμός γλωσσών, ή ακόμη και μία μόνο γλώσσα, ως γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας ή ως «κοινές γλώσσες συνεννοήσεως». Θα πρέπει επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 1δ, παράγραφος 1, και παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ, να παρέχεται αντικειμενική δικαιολόγηση για την επιλογή μίας ή περισσότερων συγκεκριμένων γλωσσών, κατ’ αποκλεισμό όλων των υπολοίπων (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑353/14 και T‑17/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:495, σκέψη 156 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

199    Αυτό ακριβώς παρέλειψαν να πράξουν τόσο η EPSO, υπηρεσία που εξέδωσε την προσβαλλόμενη προκήρυξη, όσο και η Επιτροπή, καθής στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

200    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο τρίτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη προκήρυξη κατά το μέρος που περιορίζει την επιλογή της δεύτερης γλώσσας του επίμαχου διαγωνισμού μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας.

201    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η διαπιστωθείσα παρανομία συνεπάγεται επίσης και κατά λογική αναγκαιότητα τον παράνομο χαρακτήρα του περιορισμού της γλώσσας η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται για ορισμένες δοκιμασίες του τελευταίου σταδίου του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

2.      Επί της νομιμότητας του περιορισμού της επιλογής των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην επικοινωνία μεταξύ των υποψηφίων στον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη και της EPSO

202    Η πτυχή της προσβαλλομένης προκηρύξεως που αφορά τον περιορισμό της επιλογής των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην επικοινωνία μεταξύ των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό και της EPSO αποτελεί αντικείμενο του έκτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία. Ο λόγος αυτός αφορά παράβαση του άρθρου 18 και του άρθρου 24, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του άρθρου 22 του Χάρτη, του άρθρου 2 του κανονισμού 1/58, καθώς και του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ.

203    Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, οι ως άνω διατάξεις κατοχυρώνουν το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να απευθύνεται στα θεσμικά όργανα σε οποιαδήποτε γλώσσα της Ένωσης και να λαμβάνει απάντηση στην ίδια γλώσσα, δικαίωμα το οποίο, εν προκειμένω, προσβάλλεται από τον επίμαχο περιορισμό. Επικαλούμενη την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752), η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού όχι μόνο δεν συνιστά απλό ζήτημα εσωτερικής οργανώσεως, αλλά αποτελεί συστατικό στοιχείο σχέσεως συνταγματικής φύσεως μεταξύ του ενδιαφερόμενου πολίτη και της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η γλώσσα ενός διαγωνισμού πρέπει να είναι αυτή του πολίτη, δηλαδή του υποψηφίου που δεν είναι ακόμη στέλεχος της δημόσιας διοίκησης της Ένωσης.

204    Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει, εξάλλου, πρόδηλη έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης προκηρύξεως, στο μέτρο που η εν λόγω προκήρυξη ουδέν απολύτως αναφέρει ως προς τους λόγους που δικαιολογούν τον περιορισμό της επιλογής των γλωσσών συντάξεως του εντύπου υποψηφιότητας.

205    Το Βασίλειο της Ισπανίας συντάσσεται με την επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας.

206    Από την πλευρά της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι σκέψεις της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752), τις οποίες επικαλείται η Ιταλική Δημοκρατία, δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, στο μέτρο που αφορούν μόνο το ζήτημα της γλώσσας δημοσιεύσεως των προκηρύξεων των διαγωνισμών.

207    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τον διαγωνισμό τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, πρέπει να γίνει διάκριση αναλόγως του αν η επικοινωνία αφορά γενικά και αφηρημένα ζητήματα ή έχει ειδικό αντικείμενο, υπό την έννοια ότι σκοπός της είναι να καταστήσει γνωστό το ενδιαφέρον του υποψηφίου να καταλάβει θέση στη δημόσια διοίκηση της Ένωσης, πράγμα το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υποβολή της αιτήσεως υποψηφιότητας.

208    Στην πρώτη περίπτωση, οι υποψήφιοι έχουν, κατά την Επιτροπή, τη δυνατότητα να δηλώσουν τουλάχιστον δύο γλώσσες, μεταξύ όλων των γλωσσών της Ένωσης, στις οποίες επιθυμούν να λάβουν τις απαντήσεις της EPSO. Επομένως, τα επιχειρήματα που αφορούν παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 1/58 δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν συναφώς. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προσκομίζει το έντυπο επικοινωνίας που έθεσε η EPSO στη διάθεση των υποψηφίων μέσω του ιστοτόπου της, καθώς και στοιχεία σχετικά με τις γλώσσες στις οποίες η εν λόγω υπηρεσία έδωσε απαντήσεις σε ερωτήματα ή σε αιτήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη.

209    Στη δεύτερη περίπτωση, οι υποψήφιοι υποχρεούνται, κατά την Επιτροπή, να χρησιμοποιήσουν τη δεύτερη γλώσσα του διαγωνισμού, η οποία πρέπει να επιλεγεί αποκλειστικώς μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας. Ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται τόσο από το άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ, κατά το οποίο η γνώση δύο γλωσσών της Ένωσης αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσληψη των υπαλλήλων, όσο και από την επιταγή περί ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων. Επιπλέον, ο εν λόγω περιορισμός ανταποκρίνεται στο συμφέρον της υπηρεσίας να πραγματοποιούνται οι επικοινωνίες αυτού του είδους κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό, να διεκπεραιώνονται επί ίσοις όροις από την εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού –τα μέλη της οποίας έχουν πάντοτε ως γλώσσες εργασίας τις τρεις προαναφερθείσες γλώσσες– και από την EPSO, καθώς και, τέλος, να μη συνεπάγονται σημαντική επιβάρυνση από απόψεως κινητοποιήσεως πόρων από την EPSO.

210    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την προβαλλόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία έλλειψη αιτιολογίας, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 3 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, ο περιορισμός της επιλογής των γλωσσών επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών υποβολής της αιτήσεως υποψηφιότητας, αιτιολογείται, κατ’ ουσίαν, από την ανάγκη «να εξασφαλιστεί γρήγορη και αποτελεσματική επικοινωνία», καθώς και από την ανάγκη «ισότιμη[ς] [συγκριτικής αξιολογήσεως] των υποψηφίων» (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας περί ελλείψεως αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί.

211    Όσον αφορά, εν συνεχεία, την ύπαρξη διακρίσεως, καθώς και την ενδεχόμενη δικαιολόγησή της, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1/58, το οποίο αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 24, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και στο άρθρο 41, παράγραφος 4, του Χάρτη, τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται προς τα όργανα της Ένωσης από πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, συντάσσονται, κατ’ επιλογήν του αποστέλλοντος, σε μία από τις επίσημες γλώσσες του άρθρου 1 του κανονισμού αυτού, η δε απάντηση του οργάνου πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα. Ως ουσιώδης συνιστώσα του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας της Ένωσης, της οποίας η σημασία υπενθυμίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και στο άρθρο 22 του Χάρτη, το δικαίωμα που απονέμεται στα πρόσωπα αυτά να επιλέγουν, μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Ένωσης, τη γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουν κατά τις επαφές τους με τα θεσμικά όργανα έχει θεμελιώδη σημασία (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 36).

212    Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να συναχθεί από την υποχρέωση την οποία υπέχει η Ένωση περί σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας ότι υφίσταται γενική αρχή του δικαίου η οποία εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να συντάσσεται στη γλώσσα του, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντά του και σύμφωνα με την οποία τα όργανα οφείλουν, χωρίς να επιτρέπεται οποιαδήποτε παρέκκλιση, να χρησιμοποιούν το σύνολο των επίσημων γλωσσών σε όλες τις περιπτώσεις (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

213    Πιο συγκεκριμένα, στο ειδικό πλαίσιο των διαδικασιών επιλογής του προσωπικού της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν είναι δυνατόν να επιβάλλονται στα θεσμικά όργανα υποχρεώσεις βαίνουσες πέραν των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

214    Από το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, και παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ προκύπτει ότι, μολονότι δεν αποκλείεται να μπορεί το συμφέρον της υπηρεσίας να δικαιολογήσει τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας διαγωνισμού, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας ή των γλωσσών επικοινωνίας μεταξύ των υποψηφίων και της EPSO, σε μικρό αριθμό επίσημων γλωσσών, των οποίων η γνώση είναι η ευρύτερα διαδεδομένη στην Ένωση, εντούτοις, ένας τέτοιος περιορισμός πρέπει να στηρίζεται οπωσδήποτε σε στοιχεία αντικειμενικώς επαληθεύσιμα τόσο από τους υποψηφίους στον διαγωνισμό όσο και από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης και ικανά να δικαιολογήσουν τις απαιτούμενες γλωσσικές γνώσεις, τα οποία πρέπει να τελούν σε αναλογία προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

215    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά την εισαγωγή του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως, «[ο]ι υποψήφιοι πρέπει να χρησιμοποιήσουν για τη συμπλήρωση της ηλεκτρονικής αίτησης [υποψηφιότητας] τη δεύτερη γλώσσα επιλογής τους για τον διαγωνισμό (την αγγλική, γαλλική ή γερμανική) και η EPSO πρέπει να χρησιμοποιεί τις γλώσσες αυτές για τη μαζική επικοινωνία με τους υποψηφίους που έχουν υποβάλει έγκυρη αίτηση [υποψηφιότητας]» (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

216    Εξάλλου, στο σημείο 3 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης προκηρύξεως επισημαίνεται ότι «[ο]ι υποψήφιοι μπορούν να επικοινωνούν με την EPSO σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της [Ένωσης], αλλά, για την αποτελεσματικότερη επεξεργασία του ερωτήματός τους, οι υποψήφιοι προτρέπονται να επιλέξουν μεταξύ περιορισμένου αριθμού γλωσσών στις οποίες το προσωπικό της EPSO είναι σε θέση να παράσχει άμεση γλωσσική κάλυψη χωρίς την ανάγκη μετάφρασης» (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

217    Μολονότι, όσον αφορά την επικοινωνία του τελευταίου αυτού είδους, δεν προκύπτει, με βάση τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή και μνημονεύονται στη σκέψη 208 ανωτέρω, ότι οι υποψήφιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με την EPSO στην επίσημη γλώσσα της επιλογής τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τόσο η υποβολή της αιτήσεως υποψηφιότητας όσο και η «μαζική επικοινωνία με τους υποψηφίους που έχουν υποβάλει έγκυρη αίτηση» υποψηφιότητας έπρεπε να πραγματοποιηθούν μόνο στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα. Επομένως, και για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 51 έως 55 ανωτέρω όσον αφορά τη δεύτερη γλώσσα των δοκιμασιών του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, ένας τέτοιος περιορισμός συνιστά διάκριση λόγω γλώσσας, που κατ’ αρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

218    Επιπλέον, ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από τη δυνατότητα που διέθεταν οι υποψήφιοι να επικοινωνήσουν με την EPSO στην επίσημη γλώσσα της επιλογής τους όσον αφορά άλλες πτυχές της επίμαχης διαδικασίας επιλογής, δυνατότητα περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 217 ανωτέρω (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 48).

219    Όσον αφορά το βάσιμο των στοιχείων της αιτιολογίας που προβλήθηκαν προς στήριξη του ως άνω περιορισμού και τα οποία αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ανάγκη διασφαλίσεως ταχείας και αποτελεσματικής επικοινωνίας και την ανάγκη ομοιόμορφης συγκριτικής αξιολογήσεως των υποψηφίων (βλ. σκέψη 210 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι τα εν λόγω στοιχεία, αυτά καθεαυτά, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μόνον έναν περιορισμό in abstracto του αριθμού των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη σύνταξη της αιτήσεως υποψηφιότητας και για τη «μαζική επικοινωνία» της EPSO με τους υποψηφίους που υπέβαλαν έγκυρη υποψηφιότητα. Αντιθέτως, και όπως παραδέχεται, κατ’ ουσίαν, η ίδια η Επιτροπή στο σημείο 148 του υπομνήματος αντικρούσεως, τα εν λόγω στοιχεία της αιτιολογίας θα ήταν ικανά να δικαιολογήσουν περιορισμό των γλωσσών επικοινωνίας στην αγγλική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα μόνο στην περίπτωση που η ικανοποιητική γνώση των γλωσσών αυτών παρείχε στους υποψηφίους τη δυνατότητα, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προς άσκηση καθηκόντων και των πραγματικών αναγκών της υπηρεσίας, να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα.

220    Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στη σκέψη 197 ανωτέρω, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

221    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής περί συνδρομής δημοσιονομικών περιορισμών, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 85 έως 88 ανωτέρω. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί, λαμβανομένης υπόψη της εξετάσεως που διενεργήθηκε στις σκέψεις 106 έως 188 ανωτέρω όσον αφορά τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με τη δική της λειτουργία καθώς και τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι γλώσσες εργασίας των υπαλλήλων που απαρτίζουν την εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού είναι «πάντοτε» η αγγλική, η γαλλική ή η γερμανική.

222    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο έκτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη προκήρυξη κατά το μέρος που περιορίζει την επιλογή των γλωσσών επικοινωνίας των υποψηφίων με την EPSO μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας.

223    Ως εκ τούτου και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη προκήρυξη να ακυρωθεί στο σύνολό της.

224    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στη σκέψη 36 ανωτέρω, οι διαπιστωθείσες παρανομίες όσον αφορά το γλωσσικό καθεστώς που προβλέπει η προσβαλλόμενη προκήρυξη θίγουν την επίμαχη διαδικασία επιλογής στο σύνολό της και συνεπάγονται, ως εκ τούτου, την ακύρωση της προκηρύξεως αυτής στο σύνολό της (πρβλ. διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 130).

225    Όσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα της ακυρώσεως της προσβαλλομένης προκηρύξεως, επισημαίνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία, ερωτηθείσα σχετικώς από το Γενικό Δικαστήριο, δήλωσε ότι θα πρέπει να συναχθούν οι εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες και να ακυρωθούν επίσης οι εφεδρικοί πίνακες που καταρτίστηκαν μετά το πέρας του επίμαχου διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου από το 2012 και εφεξής, δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη διατήρηση των πινάκων αυτών. Το Βασίλειο της Ισπανίας συντάχθηκε με την άποψη της Ιταλικής Δημοκρατίας.

226    Απαντώντας, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου (C‑377/16, EU:C:2019:249), στην οποία το Βασίλειο της Ισπανίας είχε ρητώς ζητήσει την ακύρωση της βάσεως δεδομένων που είχε καταρτιστεί κατόπιν της προσκλήσεως εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση αυτή, στην υπό κρίση υπόθεση, η Ιταλική Δημοκρατία δεν δύναται παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωση των εφεδρικών πινάκων που καταρτίστηκαν μετά το πέρας του επίμαχου διαγωνισμού, διότι δεν προέβαλε σχετικό αίτημα με το δικόγραφο της προσφυγής της. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση διαδικασία επιλογής ήταν πολύ πιο ευέλικτη από εκείνη την οποία αφορά η υπό κρίση υπόθεση, οπότε η ακύρωση του συνόλου των αποτελεσμάτων της τελευταίας θα παρίστατο εντελώς αδικαιολόγητη.

227    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, μόνο τα αιτήματα που εκτίθενται στο εισαγωγικό δικόγραφο μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και ότι το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξετάζεται μόνο σε σχέση με τα αιτήματα αυτά (βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2016, Musso κατά Κοινοβουλίου, T‑589/14 και T‑772/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:101, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, κατ’ αρχήν, ο προσφεύγων δεν δύναται, κατά τη διάρκεια της δίκης, να διατυπώσει νέα αιτήματα ή να διευρύνει το αντικείμενο των υφισταμένων αιτημάτων, ενέργειες οι οποίες θα συνεπάγονταν τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1965, Krawczynski κατά Επιτροπής, 83/63, EU:C:1965:70, σ. 145), εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο αφορά την προσαρμογή της προσφυγής. Όπως, όμως, προκύπτει από τη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

228    Κατά συνέπεια, στον βαθμό που η τοποθέτηση της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση μπορεί να ερμηνευθεί ως αίτημα για την ακύρωση των εφεδρικών πινάκων που καταρτίστηκαν μετά το πέρας του επίμαχου διαγωνισμού, το αίτημα αυτό, δεδομένου ότι δεν είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 227 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

229    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε πράξη η οποία ακυρώθηκε οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η πράξη αυτή. Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι, προκειμένου να συμμορφωθεί με μια τέτοια απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το οικείο θεσμικό όργανο υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της δικαστικής αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του θεμέλιο, υπό την έννοια ότι το σκεπτικό αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια όσων κρίθηκαν με το διατακτικό (βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά McBride κ.λπ., C‑361/14 P, EU:C:2016:434, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

230    Εντούτοις, για λόγους ανάλογους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 83 έως 87 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου (C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 85), η ακύρωση της προσβαλλομένης προκηρύξεως δεν πρέπει να έχει επίπτωση σε τυχόν ήδη πραγματοποιηθείσες προσλήψεις βάσει των εφεδρικών πινάκων που καταρτίστηκαν μετά το πέρας της επίμαχης διαδικασίας επιλογής, τούτο δε λόγω της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των υποψηφίων στους οποίους προτάθηκε ήδη θέση εργασίας βάσει της εγγραφής τους στους εν λόγω πίνακες (πρβλ. διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑313/15 και T‑317/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:582, σκέψη 131).

 Επί των δικαστικών εξόδων

231    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

232    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα. Συνεπώς, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την προκήρυξη γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/322/16, για την κατάρτιση εφεδρικών πινάκων διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα του ελέγχου (AD 5/AD 7).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ιταλική Δημοκρατία.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2020.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.