Language of document : ECLI:EU:T:2023:734

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Νοεμβρίου 2023 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Εξυγίανση της Banco Popular Español – Απόφαση του ΕΣΕ να μη χορηγήσει αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές τους οποίους αφορούν οι δράσεις εξυγίανσης – Αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση – Ανεξαρτησία του εκτιμητή»

Στην υπόθεση T‑304/20,

Laura Molina Fernández, κάτοικος Μαδρίτης (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους S. Rodríguez Bajón, A. Gómez‑Acebo Dennes και A. Ruiz Ojeda, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τις M. Fernández Rupérez και A. Lapresta Bienz και τους L. Forestier και J. Rius Riu, επικουρούμενους από τους H.‑G. Kamann, F. Louis, V. Del Pozo Espinosa de los Monteros και L. Hesse, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την A. Gavela Llopis,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, G. De Baere (εισηγητή), G. Steinfatt, K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: P. Nuñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Laura Molina Fernández, ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/EES/2020/52 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, της 17ης Μαρτίου 2020, σχετικά με το αν πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους δανειστές σε σχέση με τις πραγματοποιηθείσες δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά την Banco Popular Español, SA (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα ήταν μέτοχος της Banco Popular Español (στο εξής: Banco Popular) πριν από την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης της τελευταίας.

3        Στις 7 Ιουνίου 2017, η εκτελεστική σύνοδος του ΕΣΕ εξέδωσε την απόφαση SRB/EES/2017/08, περί εγκρίσεως καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular (στο εξής: καθεστώς εξυγίανσης), βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).

4        Πριν από την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης, στις 23 Μαΐου 2017, κατόπιν διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών, το ΕΣΕ όρισε το γραφείο Deloitte Réviseurs d’Entreprises ως εκτιμητή (στο εξής: γραφείο εκτιμήσεων) στο πλαίσιο της προετοιμασίας ενδεχόμενης εξυγίανσης της Banco Popular. Στο γραφείο εκτιμήσεων ανατέθηκε ειδική σύμβαση κατόπιν διαγωνισμού στο πλαίσιο πολλαπλής σύμβασης-πλαισίου υπηρεσιών που είχε υπογράψει το ΕΣΕ με έξι γραφεία, συμπεριλαμβανομένου του γραφείου εκτιμήσεων. Σύμφωνα με την ειδική σύμβαση, η αποστολή του γραφείου εκτιμήσεων περιλάμβανε τη διενέργεια αποτίμησης της Banco Popular πριν από ενδεχόμενη εξυγίανση καθώς και την αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφοι 16 έως 18, του κανονισμού 806/2014, μετά από ενδεχόμενη εξυγίανση.

5        Στις 5 Ιουνίου 2017, το ΕΣΕ ενέκρινε μια πρώτη αποτίμηση, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, σκοπός της οποίας ήταν να παράσχει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να καθοριστεί εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την κίνηση διαδικασίας εξυγίανσης, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

6        Στις 6 Ιουνίου 2017, το γραφείο εκτιμήσεων υπέβαλε στο ΕΣΕ δεύτερη αποτίμηση (στο εξής: αποτίμηση 2), συνταχθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 10, του κανονισμού 806/2014. Σκοπός της αποτίμησης 2 ήταν να εκτιμηθεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της Banco Popular, να εκτιμηθεί η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν η Banco Popular είχε υπαχθεί στην κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας καθώς και να παρασχεθούν τα στοιχεία βάσει των οποίων θα λαμβανόταν απόφαση σχετικά με τις μετοχές και τους τίτλους ιδιοκτησίας που θα μεταβιβάζονταν και τα οποία θα καθιστούσαν εφικτό στο ΕΣΕ τον καθορισμό των εμπορικών όρων για τους σκοπούς του εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων.

7        Στο πλαίσιο του καθεστώτος εξυγίανσης, το ΕΣΕ, εκτιμώντας ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, αποφάσισε να θέσει την Banco Popular υπό εξυγίανση. Το ΕΣΕ αποφάσισε την απομείωση και μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21 του κανονισμού 806/2014 και την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού 806/2014 μέσω της μεταβίβασης των μετοχών σε αγοραστή.

8        Το ΕΣΕ αποφάσισε να ακυρώσει το 100 % των μετοχών της Banco Popular, να μετατρέψει και να απομειώσει το σύνολο του κύριου ποσού των πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 1 που είχε εκδώσει η Banco Popular και να μετατρέψει το σύνολο του κύριου ποσού των κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 2 που είχε εκδώσει η Banco Popular σε «νέες μετοχές II». Μετά από διαφανή και ανοικτή διαδικασία πώλησης που διεξήχθη από την ισπανική αρχή εξυγίανσης, το Fondo de Reestructuración Ordenada Bancaria (FROB, Ταμείο για την ομαλή αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου, Ισπανία), οι «νέες μετοχές II» μεταβιβάστηκαν στην Banco Santander SA, με αντάλλαγμα την καταβολή τιμής αγοράς ενός ευρώ. Στη συνέχεια, η Banco Santander διαδέχθηκε καθολικώς την Banco Popular στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, στο πλαίσιο συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως.

9        Στις 7 Ιουνίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/1246, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular (ΕΕ 2017, L 178, σ. 15).

10      Στις 14 Ιουνίου 2018, το γραφείο εκτιμήσεων διαβίβασε στο ΕΣΕ την αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφοι 16 έως 18, του κανονισμού 806/2014 και η οποία πραγματοποιήθηκε προκειμένου να καθοριστεί αν οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης αν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας (στο εξής: αποτίμηση 3). Στις 31 Ιουλίου 2018, το γραφείο εκτιμήσεων απέστειλε στο ΕΣΕ προσθήκη στην αποτίμηση αυτή, διορθώνοντας ορισμένα τυπικά σφάλματα.

11      Το γραφείο εκτιμήσεων εκτίμησε, στην αποτίμηση 3, τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές εάν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης. Προέβη στην εκτίμηση αυτή στο πλαίσιο σεναρίου εκκαθάρισης εφαρμόζοντας τον Ley 22/2003, Concursal (νόμο 22/2003 περί πτωχεύσεως), της 9ης Ιουλίου 2003 (BOE αριθ. 164, της 10ης Ιουλίου 2003, σ. 26905).

12      Το γραφείο εκτιμήσεων ανέφερε ότι το υποθετικό σενάριο εκκαθάρισης είχε προετοιμαστεί με βάση τις μη ελεγχθείσες χρηματοοικονομικές πληροφορίες της 6ης Ιουνίου 2017 ή, εάν δεν ήταν διαθέσιμες, με βάση τις πληροφορίες της 31ης Μαΐου 2017. Έκρινε ότι η κίνηση κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας για την Banco Popular στις 7 Ιουνίου 2017 θα είχε οδηγήσει σε μη προγραμματισμένη εκκαθάριση. Για την εκτίμηση των αξιών ρευστοποίησης των στοιχείων ενεργητικού, το γραφείο εκτιμήσεων έλαβε υπόψη τρία εναλλακτικά χρονικά σενάρια εκκαθάρισης, 18 μηνών, 3 ετών και 7 ετών, καθένα από τα οποία περιλάμβανε μια καλύτερη και μια χειρότερη υποθετική περίπτωση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε καθεμία από τις υποθετικές αυτές περιπτώσεις, για τους θιγόμενους μετόχους και τους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης δεν αναμενόταν καμία ανάκτηση στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας και ότι, ως εκ τούτου, δεν υφίστατο διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση που προέκυπτε από τη δράση εξυγίανσης.

13      Στις 6 Αυγούστου 2018, το ΕΣΕ δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του την κοινοποίηση της 2ας Αυγούστου 2018 σχετικά με την προκαταρκτική απόφαση για το αν πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές σε σχέση με τις δράσεις εξυγίανσης που έχουν πραγματοποιηθεί για την Banco Popular και την έναρξη της διαδικασίας ακρόασης (SRB/EES/2018/132) (στο εξής: προκαταρκτική απόφαση), καθώς και ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της αποτίμησης 3. Στις 7 Αυγούστου 2018, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση σχετικά με την κοινοποίηση του ΕΣΕ (ΕΕ 2018, C 277 I, σ. 1).

14      Στην προκαταρκτική απόφαση, το ΕΣΕ έκρινε ότι από την αποτίμηση 3 προέκυπτε ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας έτυχαν πράγματι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές λόγω της εξυγίανσης της Banco Popular και της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει αν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης. Το ΕΣΕ αποφάσισε, προκαταρκτικώς, ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να καταβάλει αποζημίωση στους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014.

15      Για να μπορέσει να λάβει τελική απόφαση σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη καταβολής αποζημίωσης στους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές, το ΕΣΕ τούς κάλεσε να του γνωστοποιήσουν το ενδιαφέρον τους να ασκήσουν το δικαίωμά τους ακρόασης σε σχέση με την προκαταρκτική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

16      Το ΕΣΕ επισήμανε ότι η διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης θα διεξαγόταν σε δύο στάδια.

17      Σε πρώτο στάδιο, το στάδιο εγγραφής, οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές κλήθηκαν να εκδηλώσουν, έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2018, το ενδιαφέρον τους για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης μέσω ειδικού εντύπου ηλεκτρονικής εγγραφής. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ θα εξακρίβωνε αν όσοι εκδήλωσαν ενδιαφέρον είχαν την ιδιότητα του θιγόμενου μετόχου ή πιστωτή. Οι ενδιαφερόμενοι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές όφειλαν να πιστοποιήσουν την ταυτότητά τους και να αποδείξουν ότι, στις 6 Ιουνίου 2017, κατείχαν ένα ή περισσότερα κεφαλαιακά μέσα της Banco Popular τα οποία απομειώθηκαν ή μετατράπηκαν και μεταβιβάστηκαν στο πλαίσιο της εξυγίανσης.

18      Κατά το δεύτερο στάδιο, το στάδιο της διαβούλευσης, οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές που είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης κατά το πρώτο στάδιο και των οποίων το καθεστώς είχε ελεγχθεί από το ΕΣΕ μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της προκαταρκτικής απόφασης στην οποία είχε επισυναφθεί η αποτίμηση 3.

19      Στις 16 Οκτωβρίου 2018, το ΕΣΕ ανακοίνωσε ότι οι πράγματι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές θα καλούνταν να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί της προκαταρκτικής απόφασης από τις 6 Νοεμβρίου 2018. Στις 6 Νοεμβρίου 2018, το ΕΣΕ απέστειλε στους πράγματι θιγόμενους μετόχους και πιστωτές έναν ενιαίο προσωπικό σύνδεσμο ο οποίος τους παρέπεμπε μέσω διαδικτύου σε έντυπο που τους παρείχε τη δυνατότητα να υποβάλουν, έως τις 26 Νοεμβρίου 2018, παρατηρήσεις σχετικά με την προκαταρκτική απόφαση καθώς και σχετικά με το μη εμπιστευτικό κείμενο της αποτίμησης 3.

20      Μετά το στάδιο της διαβούλευσης, το ΕΣΕ εξέτασε τις κρίσιμες παρατηρήσεις των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών επί της προκαταρκτικής απόφασης. Ζήτησε από το γραφείο εκτιμήσεων να του προσκομίσει έγγραφο στο οποίο να αξιολογεί τις κρίσιμες παρατηρήσεις σχετικά με την αποτίμηση 3 και να εξετάσει αν η αποτίμηση 3 εξακολουθούσε να είναι έγκυρη υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών.

21      Στις 18 Δεκεμβρίου 2019, το γραφείο εκτιμήσεων διαβίβασε στο ΕΣΕ την αξιολόγησή του με τίτλο «Έγγραφο διευκρινίσεων όσον αφορά την αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση» (στο εξής: διευκρινιστικό έγγραφο). Στο διευκρινιστικό έγγραφο, το γραφείο εκτιμήσεων επιβεβαίωσε ότι η στρατηγική και τα διάφορα υποθετικά σενάρια εκκαθάρισης που περιγράφονται λεπτομερώς στην αποτίμηση 3, καθώς και οι μεθοδολογίες που ακολουθήθηκαν και οι αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν εξακολουθούσαν να ισχύουν.

22      Στις 17 Μαρτίου 2020 το ΕΣΕ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ανακοινωθέν σχετικό με την απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στις 20 Μαρτίου 2020 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2020, C 91, σ. 2).

23      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ έκρινε ότι το γραφείο εκτιμήσεων ήταν ανεξάρτητο σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 και στο κεφάλαιο IV του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης (ΕΕ 2016, L 184, σ. 1).

24      Υπό τον τίτλο 5 «Αποτίμηση 3» της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ συνόψισε το περιεχόμενο της αποτίμησης 3 και έκρινε ότι η αποτίμηση αυτή ήταν σύμφωνη με το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο και ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και πλήρης ώστε να αποτελεί τη βάση απόφασης λαμβανόμενης δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014. Έκρινε δε ότι με την αποτίμηση 3 αξιολογούνταν τα αναγκαία στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 17, του κανονισμού 806/2014 και στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/344 της Επιτροπής, της 14ης Νοεμβρίου 2017, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τα κριτήρια σχετικά με τις μεθοδολογίες για την αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση κατά την εξυγίανση (ΕΕ 2018, L 67, σ. 3).

25      Υπό τον τίτλο 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε τις «παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές, καθώς και την αξιολόγησή τους». Υπό τον τίτλο 6.1 «Αξιολόγηση της κρισιμότητας» της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε ότι ορισμένες από τις παρατηρήσεις αυτές, οι οποίες ήταν άσχετες τόσο με την προκαταρκτική απόφασή του όσο και με την αποτίμηση 3, δεν ασκούσαν επιρροή στο μέτρο που δεν αφορούσαν τη διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης. Υπό τον τίτλο 6.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ προέβη στην «εξέταση των κρίσιμων παρατηρήσεων» που υπέβαλαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων και το περιεχόμενο της αποτίμησης 3, ομαδοποιώντας τες ανά θέμα.

26      Το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από την αποτίμηση 3, σε συνδυασμό με το διευκρινιστικό έγγραφο και τα συμπεράσματα που παρέθεσε υπό τον τίτλο 6.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, προέκυπτε ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας έτυχαν πράγματι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές και της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει αν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης.

27      Ως εκ τούτου, το ΕΣΕ αποφάσισε τα εξής:

«Άρθρο 1

Αποτίμηση

Προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές που θίγονται από τις πραγματοποιηθείσες δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά την Banco Popular […], η αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση στο πλαίσιο της εξυγίανσης, που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014, καταρτίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας απόφασης, σε συνδυασμό με το διευκρινιστικό έγγραφο […] που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Αποζημίωση

Οι μέτοχοι και οι πιστωτές που θίγονται από τις πραγματοποιηθείσες δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά την Banco Popular […] δεν δικαιούνται αποζημίωση από το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014.

Άρθρο 3

Αποδέκτης της απόφασης

Η απόφαση αυτή απευθύνεται στο FROB, ως εθνική αρχή εξυγίανσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 3, του κανονισμού 806/2014.»

 Αιτήματα των διαδίκων

28      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

29      Το ΕΣΕ, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

30      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αποτίμηση 3 δεν διενεργήθηκε από ανεξάρτητο εκτιμητή, κατά παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού 806/2014 και του κεφαλαίου IV του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει την ύπαρξη σφαλμάτων της αποτίμησης 3. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αποτίμηση 3 στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση όσον αφορά την οικονομική κατάσταση της Banco Popular κατά τον χρόνο της εξυγίανσής της.

31      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η νομολογία έχει οριοθετήσει την έκταση του ελέγχου που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο τόσο σε περιπτώσεις στις οποίες η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε εκτίμηση ιδιαίτερα περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως όσο και όταν πρόκειται για περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις.

32      Αφενός, όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, ειδικώς ως προς την εκτίμηση ιδιαιτέρως περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως προκειμένου να καθορισθεί η φύση και η έκταση των μέτρων που υιοθετούν, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα όργανα αυτά υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, πράγματι, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσης την εκτίμηση των αρχών της Ένωσης, που είναι οι μόνες στις οποίες η Συνθήκη ΛΕΕ έχει αναθέσει την αποστολή αυτή [βλ. αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33      Αφετέρου, όσον αφορά τον έλεγχο που ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης επί των περίπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων των αρχών της Ένωσης, ο έλεγχος αυτός είναι περιορισμένος, αφορά δε, κατ’ ανάγκην, την εξακρίβωση της τήρησης των κανόνων της διαδικασίας και των κανόνων περί αιτιολογίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και κατάχρησης εξουσίας. Επομένως, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, δεν επιτρέπεται επίσης στον δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει με τη δική του οικονομική εκτίμηση εκείνη της αρμόδιας αρχής της Ένωσης [βλ. αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Δεδομένου ότι οι αποφάσεις του ΕΣΕ που αποσκοπούν στο να καθοριστεί αν πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές που θίγονται από τις δράσεις εξυγίανσης οντότητας στηρίζονται σε ιδιαίτερα περίπλοκες οικονομικές και τεχνικές εκτιμήσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αρχές που απορρέουν από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 32 και 33 ανωτέρω εφαρμόζονται στον έλεγχο που καλείται να ασκήσει ο δικαστής.

35      Μολονότι όμως αναγνωρίζεται στο ΕΣΕ περιθώριο εκτίμησης σε οικονομικά και τεχνικά ζητήματα, τούτο δεν συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να απέχει από τον έλεγχο της εκ μέρους του ΕΣΕ ερμηνείας των οικονομικής φύσεως στοιχείων στα οποία στηρίζεται η απόφασή του. Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ακόμη και στην περίπτωση περίπλοκων εκτιμήσεων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν από αυτά [βλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2021, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας, C‑933/19 P, EU:C:2021:905, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36      Συναφώς, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι προσφεύγοντες πρέπει να είναι επαρκή για να ανατρέψουν την αξιοπιστία των πραγματικών εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση αυτή [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2020, BTB Holding Investments και Duferco Participations Holding κατά Επιτροπής, C‑148/19 P, EU:C:2020:354, σκέψη 72, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Κατά συνέπεια, o λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως πρέπει να απορρίπτεται εάν, παρά τα στοιχεία που προβάλλει ο προσφεύγων, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη εκτίμηση εξακολουθεί να είναι αληθής ή ορθή (βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2018, Spiegel‑Verlag Rudolf Augstein και Sauga κατά ΕΚΤ, T‑116/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:614, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Νοεμβρίου 2020, BMC κατά Κοινής Επιχείρησης Clean Sky 2, T‑71/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:567, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τα θεσμικά όργανα διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών αποκτά ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοίκησης, την οποία καθιερώνει το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, και με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης. Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί ο δικαστής της Ένωσης να επαληθεύσει αν συνέτρεχαν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14).

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται στην ύπαρξη σφαλμάτων της αποτίμησης 3

39      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ΕΣΕ, στην προσβαλλόμενη απόφαση, και το γραφείο εκτιμήσεων, στην αποτίμηση 3, στο πλαίσιο καθορισμού του ζητήματος αν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης αν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης, υπέπεσαν σε πλάνη καθόσον στηρίχθηκαν σε υποθετικό σενάριο σύμφωνα το οποίο η Banco Popular θα είχε εκκαθαριστεί ως επιχείρηση τελούσα υπό παύση δραστηριοτήτων.

40      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ στηρίχθηκε σε εσφαλμένη παραδοχή, στο μέτρο που το άρθρο 20, παράγραφος 18, του κανονισμού 806/2014 δεν αναφέρει ότι η μεταχείριση των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών σε μια υποθετική διαδικασία αφερεγγυότητας πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα ενός κριτηρίου κατά το οποίο η υπό εξυγίανση οντότητα τελεί σε κατάσταση παύσης δραστηριότητας. Η αποτίμηση διαφέρει αναλόγως του αν ληφθεί ως βάση ένα κριτήριο εκκαθάρισης, ήτοι η παύση της δραστηριότητας, ή ένα κριτήριο συνεχιζόμενης δραστηριότητας, ήτοι η εξακολούθηση της λειτουργίας.

41      Υποστηρίζει ότι η αναφορά του κανονισμού 806/2014 στην κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά τη διαδικασία που ρυθμίζεται από την ισπανική νομοθεσία, ήτοι από τον νόμο 22/2003. Επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του νόμου 22/2003, «η κήρυξη της πτώχευσης δεν διακόπτει τη συνέχιση της επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας που ασκεί ο οφειλέτης», πράγμα που σημαίνει ότι, κατά το ισπανικό δίκαιο, το γεγονός ότι ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας δεν συνεπάγεται την παύση της δραστηριότητας ούτε την εκκαθάριση της περιουσίας του. Ομοίως, το άρθρο 100, παράγραφος 3, του νόμου 22/2003 καθιερώνει μια λύση διατήρησης και συνέχισης της δραστηριότητας μέσω πτωχευτικού συμβιβασμού. Ο νόμος αυτός προβλέπει την πώληση, εν όλω ή εν μέρει, της μονάδας εκμετάλλευσης υπό καθεστώς ολικής ή μερικής συνεχιζόμενης δραστηριότητας, σύμφωνα με ένα κριτήριο επιχείρησης σε λειτουργία, και όχι ρευστοποίησης μη παραγωγικών στοιχείων του ενεργητικού, πράγμα το οποίο αποκλείεται ρητώς. Ο νόμος 22/2003 επιβάλλει τη συνέχιση της δραστηριότητας ανεξαρτήτως του σταδίου της πτωχευτικής διαδικασίας. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως και προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου 22/2003, καθόσον έκρινε ότι η προβλεπόμενη από τον νόμο αυτόν διαδικασία αφερεγγυότητας θα κατέληγε στην εκκαθάριση της οντότητας.

42      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το κριτήριο εκκαθάρισης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από το γραφείο εκτιμήσεων στην αποτίμηση 3 και εγκρίθηκε από το ΕΣΕ στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συνάδει με την εξυγίανση όπως αυτή ορίζεται στον κανονισμό 806/2014, ιδίως δε με τον σκοπό της διασφάλισης της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών του ιδρύματος, και με το εργαλείο εξυγίανσης που χρησιμοποίησε το ΕΣΕ, ήτοι την πώληση της Banco Popular ως επιχείρησης υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας. Εκτιμά ότι η διαφορετική μεταχείριση στηρίζεται σε μια υποθετική σύγκριση δύο διαδικασιών που καθιστούν δυνατή την ανάκαμψη των πιστωτικών ιδρυμάτων. Δεδομένου ότι η εκτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης στο πλαίσιο της αποτίμησης 3 υποτίθεται ότι συγκρίνει ισοδύναμες πράξεις, θα έπρεπε, για τη διενέργεια κατάλληλης αποτίμησης σε σενάριο αφερεγγυότητας, να ληφθεί ως βάση μια παραδοχή παρόμοια με εκείνη που έγινε δεκτή στην εξυγίανση, ήτοι η συνέχιση των δραστηριοτήτων της οντότητας.

43      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 806/2014, η αποτίμηση 3 έπρεπε να καθορίσει αν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές είχαν τύχει δυσμενέστερης μεταχείρισης στο πλαίσιο της εξυγίανσης από εκείνη της οποίας θα είχαν τύχει αν η Banco Popular είχε «εκκαθαριστεί σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας». Επισήμανε, όπως και το γραφείο εκτιμήσεων στο διευκρινιστικό έγγραφο (σημείο 5.1.5), ότι ο Ley 11/2015 de recuperación y resolución de entidades de crédito y empresas de servicios de inversión (νόμος 11/2015 για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), της 18ης Ιουνίου 2015 (BOE αριθ. 146, της 19ης Ιουνίου 2015, σ. 50797), ο οποίος μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), προβλέπει ειδικώς ότι η αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση πρέπει να πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι η οντότητα έχει τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης.

44      Κατά πρώτον, όσον αφορά τις κρίσιμες διατάξεις του κανονισμού 806/2014, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 16, του κανονισμού αυτού είναι να διαπιστωθεί αν οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης αν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας.

45      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 17, του κανονισμού 806/2014, η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 16 του ίδιου άρθρου προσδιορίζει τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής μεταχείρισης της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές στο πλαίσιο της εξυγίανσης και της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει αν η οντότητα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ελήφθη η απόφαση για τη δράση εξυγίανσης.

46      Η αποτίμηση αυτή αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής κατά την οποία κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 806/2014, το οποίο προβλέπει ότι «κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 2 είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με τις διασφαλίσεις του άρθρου 29».

47      Κατ’ εφαρμογήν της ως άνω αρχής, το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι το ΕΣΕ μπορεί να χρησιμοποιήσει το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) για να «να καταβάλλει αποζημίωση στους μετόχους ή τους πιστωτές, εάν, μετά την αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 5 έχουν υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο, κατόπιν αποτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 16, σε εκκαθάριση με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας».

48      Επομένως, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του κανονισμού 806/2014 προκύπτει σαφώς ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η περιεχόμενη στο άρθρο 20, παράγραφοι 16 έως 18, του κανονισμού 806/2014 αναφορά στη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές της οντότητας αν αυτή είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας παραπέμπει στην υποθετική μεταχείρισή τους σε περίπτωση εκκαθάρισης της οντότητας.

49      Επιπλέον, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/344, η μεθοδολογία για να αποτιμηθεί η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές σε σχέση με τους οποίους έχουν πραγματοποιηθεί δράσεις εξυγίανσης εάν η οντότητα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης περιορίζεται στον προσδιορισμό του προεξοφλημένου ποσού των αναμενόμενων ταμειακών ροών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση των εν λόγω ταμειακών ροών, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/344, αποσκοπούν στον καθορισμό της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού, αναλόγως του αν αυτά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενεργή αγορά, στο πλαίσιο υποθετικής μεταβίβασης. Το άρθρο 4, παράγραφος 8, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/344 προβλέπει επίσης ότι τα υποθετικά έσοδα που προκύπτουν από την αποτίμηση επιμερίζονται στους μετόχους και τους πιστωτές σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου περί αφερεγγυότητας.

50      Επομένως, η μέθοδος αποτίμησης της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές στο πλαίσιο μιας υποθετικής κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2018/344 αντιστοιχεί στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος και, επομένως, σε εκκαθάριση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 42, του κανονισμού 806/2014.

51      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι η διαφορετική μεταχείριση εκτιμάται μέσω σύγκρισης της πραγματικής μεταχείρισης της οποίας έτυχαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές λόγω της εξυγίανσης με ένα υποθετικό σενάριο στο οποίο η οντότητα θα υπαγόταν σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας δεν συνεπάγεται ότι το αντίστροφο αυτό σενάριο πρέπει να στηρίζεται σε παραδοχή παρόμοια με εκείνη που έγινε δεκτή στην εξυγίανση, ήτοι τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της οντότητας.

52      Επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό απορρέει από εσφαλμένη κατανόηση του μηχανισμού αποζημίωσης των μετόχων και των πιστωτών οντότητας υποκείμενης σε μέτρο εξυγίανσης που θεσπίστηκε από τον κανονισμό 806/2014.

53      Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 62 του κανονισμού 806/2014 έχει ως εξής:

«Η παρεμβολή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη. Κατά συνέπεια, οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν η οντότητα είχε εκκαθαριστεί κατά τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση για εξυγίανση. Σε περίπτωση μεταβίβασης εν μέρει των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατικό ίδρυμα, το εναπομένον μέρος του ιδρύματος υπό εξυγίανση θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Για να προστατευθούν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης της οντότητας, θα πρέπει να δικαιούνται να λάβουν, κατά την εξόφληση των απαιτήσεών τους στη διαδικασία εκκαθάρισης, όχι λιγότερα από όσα υπολογίζεται ότι θα είχαν ανακτήσει εάν ολόκληρη η οντότητα είχε εκκαθαριστεί υπό συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.»

54      Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 18, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 806/2014, η αποτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 16, του ίδιου κανονισμού βασίζεται στην παραδοχή ότι το υπό εξυγίανση ίδρυμα σε σχέση με το οποίο έχει πραγματοποιηθεί μία ή περισσότερες δράσεις εξυγίανσης θα είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για τη δράση εξυγίανσης, καθώς και στην παραδοχή ότι η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης δεν έχουν πραγματοποιηθεί.

55      Υπενθυμίζεται επίσης ότι η ανάληψη δράσης εξυγίανσης σε σχέση με μια οντότητα προϋποθέτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ήτοι ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, ότι δεν υπάρχουν άλλες δράσεις του ιδιωτικού τομέα ή των αρχών εποπτείας ικανές να αποτρέψουν την πτώχευση της οντότητας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και ότι η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον. Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 5, του κανονισμού 806/2014, μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση δημόσιου συμφέροντος εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση της οντότητας σύμφωνα με κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας δεν θα επιτυγχάνονταν αυτοί οι στόχοι εξυγίανσης στον ίδιο βαθμό. Όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, η θέσπιση μηχανισμού εξυγίανσης έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού, να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών της οντότητας.

56      Όπως παραδέχεται η προσφεύγουσα, η δράση εξυγίανσης αποτελεί εναλλακτική λύση σε σχέση με την εκκαθάριση μιας οντότητας όταν το απαιτεί το δημόσιο συμφέρον.

57      Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014, το οποίο αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του ίδιου κανονισμού, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης αναγνωρίζεται στους μετόχους και στους πιστωτές το δικαίωμα επιστροφής ή αποζημίωσης των απαιτήσεών τους η οποία δεν πρέπει να υπολείπεται της εκτίμησης αυτού που θα ανακτούσαν εάν στο σύνολό του το οικείο ίδρυμα ή επιχείρηση είχε εκκαθαρισθεί στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Banco Santander (Εξυγίανση της τράπεζας Banco Popular), C‑410/20, EU:C:2022:351, σκέψη 48].

58      Επομένως, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης, η σύγκριση αφορά την πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές λόγω της εξυγίανσης καθώς και την εκτίμηση της κατάστασής τους στην περίπτωση που δεν είχε αναληφθεί η δράση εξυγίανσης, ήτοι στην περίπτωση εκκαθάρισης της οντότητας. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εκτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης δεν προϋποθέτει τη σύγκριση δύο παρόμοιων καταστάσεων, αλλά δύο εναλλακτικών. Επομένως, επίσης εσφαλμένως υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι το αντίστροφο σενάριο αφορά, όπως και η εξυγίανση, διαδικασία η οποία καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών των πιστωτικών ιδρυμάτων και της ανάκαμψης αυτών και ότι το σενάριο αυτό θα έπρεπε να στηριχθεί στην ίδια υπόθεση με εκείνη που έγινε δεκτή στο καθεστώς εξυγίανσης.

59      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο νόμος 22/2003, ο οποίος διέπει τη συνήθη διαδικασία αφερεγγυότητας στην Ισπανία, δεν είναι η μόνη πράξη του ισπανικού δικαίου που έχει εφαρμογή στην αποτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης.

60      Πράγματι, το Real Decreto 1012/2015 por el que se desarrolla la Ley 11/2015, y por el que se modifica el Real Decreto 2606/1996, de 20 de diciembre, sobre fondos de garantía de depósitos de entidades de crédito (βασιλικό διάταγμα 1012/2015 περί εφαρμογής του νόμου 11/2015 και περί τροποποιήσεως του βασιλικού διατάγματος 2606/1996, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, περί των ταμείων εγγύησης των καταθέσεων πιστωτικών ιδρυμάτων), της 6ης Νοεμβρίου 2015 (BOE αριθ. 267, της 7ης Νοεμβρίου 2015, σ. 105911), το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2014/59, περιέχει ειδικές διατάξεις για την εκτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης.

61      Όπως επισημαίνει το Βασίλειο της Ισπανίας, ο Ισπανός νομοθέτης, όταν ρύθμισε την εκτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης, δεν εξέτασε άλλη περίπτωση πλην της εκκαθάρισης σύμφωνα με την κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας.

62      Συγκεκριμένα, το άρθρο 10, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος 1012/2015 προβλέπει ότι η αποτίμηση πρέπει να προσδιορίζει τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν η οντότητα που αποτέλεσε αντικείμενο εξυγίανσης είχε υπαχθεί σε διαδικασίας εκκαθάρισης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης εξυγίανσης.

63      Συναφώς, το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος 1012/2015 αναφέρει ότι η εκτίμηση βασίζεται στην παραδοχή ότι η οντότητα στην οποία εφαρμόστηκαν οι δράσεις εξυγίανσης θα είχε εκκαθαριστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης εξυγίανσης.

64      Επομένως, στο πλαίσιο της εκτίμησης της διαφορετικής μεταχείρισης μετά από μια εξυγίανση που έχει αποφασιστεί από το FROB, το ισπανικό δίκαιο προβλέπει ότι το αντίστροφο σενάριο είναι ένα σενάριο εκκαθάρισης της οντότητας το οποίο λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του νόμου 22/2003 σχετικά με την εκκαθάριση.

65      Συναφώς, όπως επισημαίνει το Βασίλειο της Ισπανίας, η έννοια της «εκκαθάρισης», κατά τα άρθρα 148 και 149 του νόμου 22/2003, συνίσταται στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των δικαιωμάτων της πτωχεύσασας επιχείρησης προκειμένου να ικανοποιηθούν οι πιστωτές με το αποτέλεσμα της ρευστοποίησης και αντιστοιχεί στον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 42, του κανονισμού 806/2014.

66      Επιπλέον, όπως επισημαίνει το ΕΣΕ, το άρθρο 100 του νόμου 22/2003 περί του πτωχευτικού συμβιβασμού, που μνημονεύει η προσφεύγουσα, περιλαμβάνεται στον τίτλο V του νόμου αυτού, ο οποίος επιγράφεται «Στάδια εκκαθάρισης ή πτωχευτικού συμβιβασμού». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο νόμος 22/2003, ο οποίος είναι ο γενικός πτωχευτικός νόμος, προβλέπει ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές αποτελεί εναλλακτική λύση αντί της εκκαθάρισης μετά το πέρας του γενικού σταδίου της πτωχευτικής διαδικασίας.

67      Επομένως, το βασιλικό διάταγμα 1012/2015, προβλέποντας ρητώς ότι η διαφορετική μεταχείριση πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της περίπτωσης κατά την οποία η επιχείρηση εισήλθε στο στάδιο της εκκαθάρισης, απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής της εναλλακτικής λύσης που συνίσταται σε πτωχευτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές.

68      Συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι εφαρμοστέες διατάξεις της ισπανικής νομοθεσίας προβλέπουν ότι ο καθορισμός της διαφορετικής μεταχείρισης πρέπει να στηρίζεται σε σενάριο εκκαθάρισης, πράγμα το οποίο αποκλείει τη δυνατότητα σεναρίου στηριζόμενου σε συνεχιζόμενη δραστηριότητα της οντότητας και σε πτωχευτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές.

69      Κατά τρίτον, εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση που δεν είχε εγκριθεί το καθεστώς εξυγίανσης, η εναλλακτική λύση συνίστατο στην εκκαθάριση της Banco Popular σύμφωνα με κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας [απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 421].

70      Συναφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι, σύμφωνα με την αποτίμηση 3, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της εξεταζόμενης υπόθεσης και, ειδικότερα, της αδυναμίας της Banco Popular να εξοφλήσει τις οφειλές της όταν θα καθίσταντο απαιτητές, η κίνηση κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης θα είχε οδηγήσει σε εκκαθάριση της Banco Popular, με συνέπεια την ταχεία ρευστοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού, χωρίς ελάχιστο υποχρεωτικό τίμημα, και την καταβολή της καθαρής ρευστοποίησης στους πιστωτές σύμφωνα με τη σειρά κατάταξης που θεσπίζει ο νόμος 22/2003.

71      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το αντίστροφο της δράσης εξυγίανσης σενάριο δεν αφορούσε κατ’ ανάγκην την περίπτωση εκκαθάρισης της Banco Popular είχε ήδη προβληθεί από ορισμένους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης.

72      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποστηρίξει είτε ότι θα μπορούσε να είχε βρεθεί λύση από τον ιδιωτικό τομέα είτε ότι το αντίστροφο σενάριο θα έπρεπε να έχει στηριχθεί στην πώληση της Banco Popular ως επιχείρησης σε λειτουργία, δεδομένου ότι αυτή εξακολουθούσε να λειτουργεί στην αγορά κατά την ημερομηνία έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης. Ειδικότερα, το ΕΣΕ ανέφερε ότι ορισμένοι εκ των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών υποστήριζαν ότι οι πιστωτές θα μπορούσαν να έχουν συνάψει συμφωνία (πτωχευτικό συμβιβασμό) η οποία θα εμπόδιζε την εκκαθάριση της Banco Popular. Άλλοι εξ αυτών είχαν επισημάνει ότι η ισπανική διαδικασία αφερεγγυότητας προέβλεπε τη δυνατότητα pre-pack αφερεγγυότητας, μέσω της οποίας τα βιώσιμα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας διαχωρίζονται και πωλούνται ως επιχείρηση σε λειτουργία. Υποστήριξαν ότι η λύση αυτή έπρεπε να έχει εξεταστεί από το γραφείο εκτιμήσεων, κατά τον καθορισμό της στρατηγικής της εκκαθάρισης, δεδομένου ότι θα είχε καταστήσει δυνατή την καλύτερη διατήρηση της αξίας franchise της Banco Popular.

73      Το ΕΣΕ επισήμανε ότι, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 806/2014 και από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο απαιτήσεων, το γραφείο εκτιμήσεων είχε εξηγήσει, στο διευκρινιστικό έγγραφο, τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν, στην περίπτωση της Banco Popular, να πωλήσει το εν λόγω ίδρυμα ως επιχείρηση σε λειτουργία (μέσω pre-pack ή άλλης διαδικασίας αφερεγγυότητας) ούτε να οργανώσει πτωχευτικό συμβιβασμό. Συναφώς, αφενός, το γραφείο εκτιμήσεων είχε επισημάνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης ρευστότητας της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης καθώς και της εκτίμησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ότι η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η Banco Popular δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που θα άρχιζαν, πράγμα που θα επέφερε σημαντική καταστροφή αξίας. Το ΕΣΕ προσέθεσε ότι μια επιστολή του γενικού διευθυντή της Banco Popular, της 6ης Ιουνίου 2017, επιβεβαίωνε το συμπέρασμα ότι η κατάσταση ρευστότητας της Banco Popular δεν της επέτρεπε να συνεχίσει τις δραστηριότητές της. Αφετέρου, το γραφείο εκτιμήσεων είχε θεωρήσει ότι η τραπεζική άδεια της Banco Popular θα ανακαλούνταν, εφόσον πληρούνταν οι προβλεπόμενες από την ισπανική νομοθεσία προϋποθέσεις για την ανάκλησή της. Είχε επισημάνει ότι η τραπεζική άδεια ήταν αναγκαία για την αποδοχή των καταθέσεων των πελατών, οι οποίες ήταν ουσιώδεις για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της Banco Popular ή για την πώλησή της ως επιχείρησης σε λειτουργία.

74      Το ΕΣΕ προσέθεσε ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε αναφέρει, στο διευκρινιστικό έγγραφο, ότι η σύσταση «καλής τράπεζας» και «κακής τράπεζας» δεν προβλεπόταν από τον νόμο 22/2003 και ότι, εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή του σχεδίου αυτού θα απαιτούσε χρόνο ο οποίος τότε δεν υπήρχε.

75      Το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γραφείο εκτιμήσεων προέβη σε κατάλληλη εκτίμηση όσον αφορά το σενάριο εκκαθάρισης που χρησιμοποιήθηκε στην αποτίμηση 3.

76      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης, η Banco Popular δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της λόγω της κατάστασης της ρευστότητάς της, του γεγονότος ότι βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και της πιθανής ανάκλησης της τραπεζικής άδειας λειτουργίας της, και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν υπήρχε προοπτική ούτε πτωχευτικού συμβιβασμού ούτε σεναρίου αφερεγγυότητας με βάση την παραδοχή ότι η επιχείρηση θα τελούσε υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας.

77      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τόσο οι εφαρμοστέες νομικές διατάξεις όσο και η πραγματική κατάσταση της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης απέκλειαν την εφαρμογή αντίστροφου σεναρίου το οποίο να λαμβάνει υπόψη την παραδοχή ότι η επιχείρηση θα τελούσε υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας.

78      Συνεπώς, δεν είναι λυσιτελές το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τη διαφορά αξίας που θα προέκυπτε από την εφαρμογή του κριτηρίου της συνεχιζόμενης δραστηριότητας αντί της εφαρμογής του κριτηρίου εκκαθάρισης σχετικά με την αποτίμηση των μη προστατευόμενων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων της Banco Popular.

79      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον ενέκρινε την εκτίμηση του γραφείου εκτιμήσεων σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές της Banco Popular στην περίπτωση που αυτή θα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας έπρεπε να διενεργηθεί βάσει σεναρίου εκκαθάρισης μιας επιχείρησης τελούσας σε κατάσταση παύσης δραστηριότητας.

80      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού 806/2014 και του κεφαλαίου IV του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075, δεδομένου ότι η αποτίμηση 3 δεν διενεργήθηκε από ανεξάρτητο εκτιμητή

81      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γραφείο εκτιμήσεων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί ανεξάρτητο για τους σκοπούς της κατάρτισης της αποτίμησης 3 και ότι ο διορισμός του από το ΕΣΕ αντιβαίνει στις διατάξεις του κεφαλαίου IV του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075 και στο άρθρο 20 του κανονισμού 806/2014.

82      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ έκρινε ότι το γραφείο εκτιμήσεων ήταν ανεξάρτητο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 και του κεφαλαίου IV του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075. Επισήμανε ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε επιλεγεί στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού, κατά το πέρας της οποίας το ΕΣΕ εκτίμησε ότι το συγκεκριμένο γραφείο διέθετε τα προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες, τις γνώσεις και τους πόρους που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της αποτίμησης 3, και δεν τελούσε σε αδικαιολόγητη εξάρτηση από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή την Banco Popular, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 38, σημείο 1, και του άρθρου 39 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075. Το ΕΣΕ έκρινε ότι το γραφείο εκτιμήσεων, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της προς διενέργεια αποτίμησης, διέθετε τους κατάλληλους ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για τη διενέργεια της αποτίμησης 3, σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

83      Επιπλέον, το ΕΣΕ έκρινε ότι το γραφείο εκτιμήσεων ήταν νομική οντότητα ανεξάρτητη από τις δημόσιες αρχές και την Banco Popular και, στο πλαίσιο αυτό, ότι ήταν εντελώς ανεξάρτητο από το ΕΣΕ και δεν του είχαν ανατεθεί οι ετήσιες λογιστικές εργασίες της Banco Popular.

84      Τέλος, το ΕΣΕ επισήμανε ότι, όσον αφορά την απουσία ουσιωδών κοινών ή αντικρουόμενων συμφερόντων, υφιστάμενων ή δυνητικών, κατά την έννοια του άρθρου 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075, το γραφείο εκτιμήσεων είχε διενεργήσει εσωτερικό έλεγχο υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων επαγγελματικών προτύπων. Λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος του ελέγχου αυτού, το γραφείο εκτιμήσεων έκρινε ότι δεν υφίστατο σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά τον διορισμό του ως ανεξάρτητου εκτιμητή. Συναφώς, το ΕΣΕ μνημόνευσε τις διάφορες δηλώσεις περί μη ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων που είχε προσκομίσει το γραφείο εκτιμήσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού και μετά τον διορισμό του, οι οποίες αποσκοπούσαν στη διασφάλιση τόσο της δικής του ανεξαρτησίας όσο και αυτής των μελών των ομάδων του, ιδίως της επιφορτισμένης με τη διενέργεια της αποτίμησης 3.

85      Λαμβανομένων υπόψη των δηλώσεων αυτών και των διαβεβαιώσεων που είχε παράσχει το γραφείο εκτιμήσεων, το ΕΣΕ έκρινε ότι το γραφείο αυτό παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποφευχθεί κάθε πραγματικό ή δυνητικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή με την Banco Popular. Το ΕΣΕ παρέπεμψε επίσης στον τίτλο 6.2.1 της προσβαλλόμενης απόφασης, στον οποίο το ΕΣΕ απάντησε στις «παρατηρήσεις σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων» τις οποίες υπέβαλαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές κατά τη διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης. Υπό τον τίτλο αυτόν, το ΕΣΕ εξήγησε ότι το γραφείο εκτιμήσεων, κατά τον χρόνο του διορισμού του και κατά τη διάρκεια της διενέργειας της αποτίμησης 3, δεν είχε πραγματικό ή δυνητικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή με την ενδιαφερόμενη οντότητα, κατά την έννοια του άρθρου 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

86      Το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γραφείο εκτιμήσεων ήταν ανεξάρτητο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014 και των άρθρων 39 έως 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

87      Συναφώς, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ μεριμνά για τη διενέργεια αποτίμησης από ανεξάρτητο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, ήτοι από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένου του ΕΣΕ και της εθνικής αρχής εξυγίανσης, καθώς και από την ενδιαφερόμενη οντότητα.

88      Οι κανόνες σχετικά με την ανεξαρτησία των εκτιμητών διευκρινίζονται στο κεφάλαιο IV του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075, του οποίου το άρθρο 38 ορίζει τα εξής:

«Ως εκτιμητής μπορεί να οριστεί ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Ο εκτιμητής θεωρείται ότι είναι ανεξάρτητος από κάθε σχετική δημόσια αρχή και από την ενδιαφερόμενη οντότητα, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1)      ο εκτιμητής διαθέτει τα προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες, τις γνώσεις και τους πόρους που απαιτούνται και μπορεί να διενεργήσει την αποτίμηση αποτελεσματικά και χωρίς αδικαιολόγητη εξάρτηση από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή από την ενδιαφερόμενη οντότητα, σύμφωνα με το άρθρο 39·

2)      ο εκτιμητής διαχωρίζεται νομικά από τις σχετικές δημόσιες αρχές και την ενδιαφερόμενη οντότητα, σύμφωνα με το άρθρο 40·

3)      ο εκτιμητής δεν έχει ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 41.»

89      Το άρθρο 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075, σχετικά με τα ουσιώδη κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα, προβλέπει τα εξής:

«1)      Ο ανεξάρτητος εκτιμητής δεν έχει πραγματικό ή δυνητικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή με την ενδιαφερόμενη οντότητα.

2)      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα πραγματικό ή δυνητικό συμφέρον θεωρείται ουσιώδες, όταν, κατά την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή τυχόν άλλης αρχής η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, θα μπορούσε να επηρεάσει –ή θεωρείται εύλογα ότι επηρεάζει– την κρίση του ανεξάρτητου εκτιμητή κατά τη διενέργεια της αποτίμησης.

3)      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κρίνονται ως συναφή τα κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα τουλάχιστον με τα ακόλουθα μέρη:

α)      τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ενδιαφερόμενης οντότητας·

β)      τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν ή έχουν ειδική συμμετοχή στην ενδιαφερόμενη οντότητα·

γ)      τους πιστωτές που προσδιορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ή τυχόν άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, ως σημαντικοί με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή τυχόν άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος·

δ)      κάθε οντότητα του ομίλου.

4)      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, θεωρούνται συναφή τουλάχιστον τα ακόλουθα ζητήματα:

α)      η παροχή υπηρεσιών από τον ανεξάρτητο εκτιμητή, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που έχουν παρασχεθεί στο παρελθόν, στην ενδιαφερόμενη οντότητα και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, και ιδίως η σύνδεση ανάμεσα στις εν λόγω υπηρεσίες και στα στοιχεία που είναι συναφή με την αποτίμηση·

β)      προσωπικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ του ανεξάρτητου εκτιμητή και της ενδιαφερόμενης οντότητας και των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

γ)      επενδύσεις ή άλλα ουσιώδη οικονομικά συμφέροντα του ανεξάρτητου εκτιμητή·

δ)      για τα νομικά πρόσωπα, τυχόν διαρθρωτικός διαχωρισμός ή άλλες ρυθμίσεις που εφαρμόζονται προκειμένου να αντιμετωπιστούν καταστάσεις που απειλούν την ανεξαρτησία, όπως οι κίνδυνοι αυτοαξιολόγησης, ιδίου συμφέροντος, υπεράσπισης, εξοικείωσης, εμπιστοσύνης ή εκφοβισμού, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων με στόχο τη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του προσωπικού που ενδέχεται να συμμετέχουν στην αποτίμηση και των λοιπών μελών του προσωπικού.

[…]»

90      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι το γραφείο εκτιμήσεων πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 38, σημεία 1 και 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075, ήτοι ότι διέθετε τα προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες, τις γνώσεις και τους πόρους που απαιτούνται για την αποτελεσματική διενέργεια της αποτίμησης 3 και ότι διαχωριζόταν νομικά από τις σχετικές δημόσιες αρχές και την Banco Popular.

91      Ούτε υποστηρίζει ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε πραγματικό ή δυνητικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με τη σχετική δημόσια αρχή, ήτοι το ΕΣΕ, ή με την ενδιαφερόμενη οντότητα, ήτοι την Banco Popular, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

92      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γραφείο εκτιμήσεων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ανεξάρτητο, στο μέτρο που είχε πραγματικά ή δυνητικά ουσιώδη συμφέροντα ικανά να επηρεάσουν ή να θεωρηθούν ευλόγως ότι επηρεάζουν την κρίση του κατά τη διενέργεια της αποτίμησης 3, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

93      Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ύπαρξη τέτοιων συμφερόντων δεν πρέπει να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα των δεσμών μεταξύ, αφενός, του γραφείου εκτιμήσεων και, αφετέρου, του ΕΣΕ ή της Banco Popular, αλλά επίσης λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης. Επομένως, προσάπτει στο ΕΣΕ ότι δεν έλαβε υπόψη, πρώτον, το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε ήδη διενεργήσει την αποτίμηση 2 και, δεύτερον, τους δεσμούς μεταξύ του γραφείου αυτού και της Banco Santander.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων διενήργησε τις αποτιμήσεις 2 και 3

94      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε διενεργήσει την αποτίμηση 2, δεν ήταν ενδεδειγμένο, για λόγους τήρησης της αρχής της επαγγελματικής ευσυνειδησίας και της αντικειμενικότητας κατά την επιλογή του ανεξάρτητου εκτιμητή, να του ανατεθεί η διενέργεια της αποτίμησης 3. Εκτιμά ότι τελούσε υπό έντονη πίεση προκειμένου να διαφυλάξει την επαγγελματική του φήμη, πράγμα που το ώθησε να αποφύγει κάθε διόρθωση ή τροποποίηση των συμπερασμάτων της αποτίμησης 2.

95      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το ΕΣΕ υπόκειται στην τήρηση της αρχής της χρηστής διοίκησης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, και στην απαίτηση αμεροληψίας, η οποία αποσκοπεί, ιδίως, στην αποφυγή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων. Το ΕΣΕ, όμως, περιορίστηκε στη διαπίστωση της τυπικής συμβατότητας του διορισμού του εκτιμητή με τις απαιτήσεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075, χωρίς να λάβει υπόψη τη θέση που κατείχε το γραφείο εκτιμήσεων στη διαδικασία εξυγίανσης ούτε τη φαινομένη αμεροληψία του. Δεν αρκεί να τηρούνται οι απαιτήσεις σχετικά με τον διαρθρωτικό διαχωρισμό και τα ουσιώδη συμφέροντα, αλλά πρέπει επίσης να διαφυλάσσεται η διαδικασία από κάθε υπόνοια μεροληψίας.

96      Με το υπόμνημα απάντησης, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι είναι όντως αληθές, όπως υποστηρίζει το ΕΣΕ, ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις, ιδίως το άρθρο 20 του κανονισμού 806/2014, δεν απαγορεύουν την πραγματοποίηση των αποτιμήσεων 2 και 3 από τον ίδιο εκτιμητή. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι, παρά ταύτα, το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων πραγματοποίησε την αποτίμηση 2 συνιστούσε περίσταση που εμπόδιζε να θεωρηθεί το εν λόγω γραφείο ως αντικειμενικός και ανεξάρτητος εκτιμητής.

97      Με τα επιχειρήματά της, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στο ΕΣΕ ότι διόρισε το γραφείο εκτιμήσεων ως ανεξάρτητο εκτιμητή για τη διενέργεια της αποτίμησης 3 χωρίς να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, δεδομένου ότι το γραφείο αυτό είχε ήδη διενεργήσει την αποτίμηση 2, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι πληρούσε την απαίτηση αμεροληψίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

98      Συναφώς, το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

99      Κατά τη νομολογία, η απαίτηση αμεροληψίας, η οποία βαρύνει τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς κατά την εκτέλεση του έργου τους, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ισότητας μεταχείρισης, στην οποία στηρίζεται η Ένωση. Σκοπός της επιβολής της απαίτησης αυτής είναι κυρίως η αποφυγή του ενδεχομένου να αντιμετωπίζουν καταστάσεις αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που ενεργούν για λογαριασμό των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης. Με δεδομένη τη θεμελιώδη σημασία που έχει η εγγύηση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας τόσο για την εσωτερική λειτουργία των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης όσο και για την εικόνα τους προς τα έξω, η απαίτηση αμεροληψίας καλύπτει όλες τις περιστάσεις για τις οποίες ο μόνιμος υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που καλείται να αποφανθεί επί μιας υπόθεσης μπορεί ευλόγως να αντιληφθεί ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους τρίτους την εντύπωση ότι είναι πιθανό να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του στον οικείο τομέα (βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

100    Επομένως, τα ως άνω θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί οφείλουν να συμμορφώνονται προς την απαίτηση της αμεροληψίας, ως προς αμφότερες τις πτυχές της, οι οποίες είναι, αφενός, η υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένα μέλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, η αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό αυτό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη (βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Όπως, όμως, επισημάνθηκε στη σκέψη 87 ανωτέρω, το ΕΣΕ όφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014, να μεριμνήσει για την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης.

102    Βεβαίως, κατ’ αρχήν, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, από πλευράς τρίτων, το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε ήδη συμμετάσχει στη διαδικασία εξυγίανσης της Banco Popular διενεργώντας την αποτίμηση 2, πριν από την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως περίσταση που το εμποδίζει να είναι αντικειμενικό και αμερόληπτο κατά την πραγματοποίηση της αποτίμησης 3.

103    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ ανέφερε ότι πολλοί θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές είχαν υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων και είχαν υποστηρίξει ότι το τελευταίο δεν έπρεπε να έχει διενεργήσει την αποτίμηση 3, αφού είχε ήδη διενεργήσει την αποτίμηση 2. Σε ορισμένες από τις παρατηρήσεις αυτές μνημονευόταν ότι η αποτίμηση 2 περιλάμβανε εκ των προτέρων εκτίμηση της μεταχείρισης της οποίας θα είχε τύχει κάθε κατηγορία μετόχων ή πιστωτών στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας και υποστηριζόταν ότι το γραφείο εκτιμήσεων επεδίωκε να επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα της ανάλυσης της αρχής κατά την οποία κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης, ανάλυσης την οποία είχε πραγματοποιήσει στο πλαίσιο της αποτίμησης 2.

104    Εντούτοις, επισημαίνεται ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, αφενός, δεν αποδεικνύουν ότι το γραφείο εκτιμήσεων, διενεργώντας την αποτίμηση 3, επηρεάστηκε από το γεγονός ότι το ίδιο είχε πραγματοποιήσει και την αποτίμηση 2 και, αφετέρου, αντικρούουν το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι μπορούσε να δοθεί η εύλογη εντύπωση ότι το γραφείο αυτό στερούνταν αντικειμενικότητας ή αμεροληψίας.

105    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αποτίμηση 2 διαιρείται σε δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο περιέχει την προσωρινή αποτίμηση της Banco Popular για τους σκοπούς της εξυγίανσης και το δεύτερο συνίσταται σε προσομοίωση σεναρίου εκκαθάρισης. Το πρώτο μέρος περιέχει αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Banco Popular και αποσκοπεί στον καθορισμό της οικονομικής αξίας της στο πλαίσιο της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων. Για την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης ελήφθη υπόψη το πρώτο αυτό μέρος από το ΕΣΕ. Η προσομοίωση σεναρίου εκκαθάρισης, που περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος, έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 9, του κανονισμού 806/2014, την εκτίμηση της μεταχείρισης που θα μπορούσε να αναμένεται για κάθε τάξη μετόχων και πιστωτών σε περίπτωση εκκαθάρισης οντότητας υποκείμενης σε μέτρο εξυγίανσης σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κατ’ εφαρμογήν της ισπανικής νομοθεσίας.

106    Στην αποτίμηση 3, η ανάλυση της διαφορετικής μεταχείρισης βασίζεται στην πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές μετά το πέρας της εξυγίανσης. Η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Banco Popular για τους σκοπούς της εξυγίανσης η οποία περιλαμβάνεται στο πρώτο μέρος της αποτίμησης 2 δεν ελήφθη υπόψη στην αποτίμηση 3 και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επηρεάσει το γραφείο εκτιμήσεων κατά τη διενέργεια της τελευταίας αυτής αποτίμησης.

107    Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας αφορά μόνον το δεύτερο μέρος της αποτίμησης 2, το οποίο αντιστοιχεί σε προσομοίωση σεναρίου εκκαθάρισης.

108    Συναφώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ υπογράμμισε ότι το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο αναγνώριζε ότι η προσωρινή εκτίμηση της αποτίμησης 2 όσον αφορά τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές εάν η οντότητα είχε εκκαθαριστεί δεν μπορούσε να είναι τόσο ακριβής όσο η εκτίμηση της αποτίμησης 3, τούτο δε για διάφορους λόγους, ήτοι, μεταξύ άλλων, για τον λόγο ότι η αποτίμηση 2 χαρακτηριζόταν από χρονικούς περιορισμούς και από έλλειψη δεδομένων αρκετά κοντινών στην ημερομηνία της εξυγίανσης. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 9, του κανονισμού 806/2014, η αποτίμηση 2 περιλαμβάνει «εκτίμηση» της εν λόγω μεταχείρισης, ενώ το άρθρο 20, παράγραφος 17, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι η αποτίμηση 3 πρέπει να «προσδιορίζει» τη μεταχείριση αυτή. Το ΕΣΕ επισήμανε ότι το γεγονός και μόνον ότι η προσωρινή εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην αποτίμηση 2 και η αποτίμηση 3 είχαν παρόμοια αποτελέσματα, αλλά βασίζονταν σε διαφορετικές παραδοχές, δεν μπορούσε να θεωρηθεί αφ’ εαυτού ως επαρκής απόδειξη ότι η αποτίμηση 3 δεν είχε διενεργηθεί σύμφωνα με τις νομικές απαιτήσεις.

109    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, στην αποτίμηση 2, το γραφείο εκτιμήσεων διευκρίνισε ότι δεν διέθετε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και δεδομένα ούτε τον επαρκή χρόνο ώστε η εκτίμησή του να μην είναι απλώς και μόνον ενδεικτική στο στάδιο αυτό. Επισήμανε επανειλημμένως ότι η προσομοίωση του σεναρίου εκκαθάρισης στηριζόταν σε πολλούς αστάθμητους παράγοντες και ότι, όταν θα είχε στη διάθεσή του ακριβέστερες πληροφορίες, θα ήταν σε θέση να επεξεργαστεί περαιτέρω τις παραδοχές του και να προετοιμάσει ένα πιο «στιβαρό» και πιο αξιόπιστο σενάριο εκκαθάρισης.

110    Το γραφείο εκτιμήσεων ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι, «[δ]εδομένου ότι η δομή της επιχείρησης ή οι ισολογισμοί των επιμέρους οντοτήτων δεν [του είχαν] κοινοποιηθεί, το σενάριο εκκαθάρισης [το οποίο επεξεργάστηκε] εκπονήθηκε σε ενοποιημένη βάση και ήταν ενδεικτικό» και ότι «[η] πραγματική εκκαθάριση βάσει του [νόμου 22/2003] θα αφορούσε τις επιμέρους οντότητες». Προσέθεσε ότι, «[μ]ετά την παραλαβή των συμπληρωματικών αυτών πληροφοριών, [θα ήταν] σε θέση να παρουσιάσει μια πιο εμπεριστατωμένη προσομοίωση σεναρίου εκκαθάρισης επί ατομικής βάσης».

111    Αφενός, εξ αυτού συνάγεται ότι η αποτίμηση 2 περιείχε πολλές επιφυλάξεις ως προς την αξιοπιστία της προσομοίωσης του σεναρίου εκκαθάρισης. Αφετέρου, από τις σκέψεις 105 και 106 ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι η αποτίμηση 3 ίσως περιέχει αποτίμηση της Banco Popular σε ένα σενάριο εκκαθάρισης διαφορετική από την περιλαμβανόμενη στην προσομοίωση που περιέχεται στην αποτίμηση 2 δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της αποτίμησης αυτής.

112    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι το γραφείο εκτιμήσεων, προκειμένου να προστατεύσει την επαγγελματική του φήμη, έκρινε ότι δεσμεύεται από τα συμπεράσματα της αποτίμησης 2 όταν διενήργησε την αποτίμηση 3 ούτε ότι η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών αποτιμήσεων είναι ικανή να βλάψει την επαγγελματική του φήμη και, επομένως, να οδηγήσει σε έλλειψη αντικειμενικότητας εκ μέρους του.

113    Δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε παροτρυνθεί να αποφύγει οποιαδήποτε διόρθωση ή τροποποίηση των συμπερασμάτων της αποτίμησης 2 αντικρούεται από τις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι αποτιμήσεις 2 και 3.

114    Συναφώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, απαντώντας στις παρατηρήσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 103 ανωτέρω, το ΕΣΕ επισήμανε ότι, ενώ η εκ των προτέρων εκτίμηση της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και οι πιστωτές σε μια υποθετική διαδικασία αφερεγγυότητας, εκτίμηση περιλαμβανόμενη στην αποτίμηση 2, είχε πραγματοποιηθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και στηριζόταν στις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του το γραφείο εκτιμήσεων πριν από την εξυγίανση, ήτοι κυρίως σε εκείνες που ήταν διαθέσιμες στις 31 Μαρτίου 2017, η αποτίμηση 3 στηριζόταν σε λεπτομερέστερες πληροφορίες, οι οποίες ήταν διαθέσιμες στις 6 Ιουνίου 2017, ημερομηνία παύσης των δραστηριοτήτων. Το ΕΣΕ έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων πληροφοριών στις οποίες στηρίζονταν οι εκτιμήσεις αυτές, καθώς και του διαφορετικού σκοπού τους, το γραφείο εκτιμήσεων θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.

115    Αφενός, υπενθυμίζεται ότι η προσομοίωση του σεναρίου εκκαθάρισης που περιλαμβάνεται στην αποτίμηση 2 στηριζόταν κατ’ ανάγκην σε δεδομένα προγενέστερα της έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης, ενώ για την αποτίμηση 3 έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι, όσον αφορά την αποτίμηση της Banco Popular σε ένα υποθετικό σενάριο εκκαθάρισης η οποία πραγματοποιήθηκε στην αποτίμηση 3, το γραφείο εκτιμήσεων θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο της προσομοίωσης που περιλαμβάνεται στην αποτίμηση 2.

116    Αφετέρου, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι η αποτίμηση 2 έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατεπειγόντως. Ως εκ τούτου, όπως ανέφερε το γραφείο εκτιμήσεων στην αποτίμηση 2, η προσομοίωση του σεναρίου εκκαθάρισης στηριζόταν σε μη επαληθευμένες παραδοχές οι οποίες έπρεπε να βελτιωθούν.

117    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ, ήδη από την παραλαβή της αποτίμησης 2, ήταν ενημερωμένο για το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων θα έπρεπε να στηριχθεί σε νέα στοιχεία στην αποτίμηση 3 και, ως εκ τούτου, να τροποποιήσει την εκτίμηση στην οποία είχε προβεί στο πλαίσιο της προσομοίωσης του σεναρίου εκκαθάρισης. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων διενήργησε την αποτίμηση 2 έπρεπε να έχει δημιουργήσει αμφιβολίες στο ΕΣΕ ως προς την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του.

118    Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι οι αποτιμήσεις 2 και 3 πραγματοποιήθηκαν για διαφορετικούς σκοπούς και σύμφωνα με διαφορετικές προσεγγίσεις.

119    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα εξήγησε ότι το ΕΣΕ όφειλε να έχει απευθυνθεί σε διαφορετικό εκτιμητή για τη διενέργεια αποτίμησης βάσει διαφορετικής μεθόδου, ενώ το γραφείο εκτιμήσεων χρησιμοποίησε την ίδια μεθοδολογία στις αποτιμήσεις 2 και 3, προέβη δηλαδή σε αποτίμηση βάσει σεναρίου εκκαθάρισης.

120    Στο μέτρο, όμως, που από την ανάλυση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η εκτίμηση της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές της Banco Popular στην περίπτωση που αυτή θα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας έπρεπε να διενεργηθεί βάσει σεναρίου εκκαθάρισης, η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να προβάλλει ότι η επιλογή της μεθόδου αυτής ήταν ικανή να αποδείξει φαινομένη έλλειψη αντικειμενικότητας εκ μέρους του γραφείου εκτιμήσεων. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οποιοσδήποτε άλλος εκτιμητής και αν είχε διοριστεί για την πραγματοποίηση της αποτίμησης 3 θα έπρεπε να έχει στηριχθεί σε υποθετικό σενάριο εκκαθάρισης της Banco Popular.

121    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της αποτίμησης 3, το γραφείο εκτιμήσεων δεν αρκέστηκε στην επιβεβαίωση του αποτελέσματος της προσομοίωσης που περιλαμβανόταν στην αποτίμηση 2.

122    Επομένως, για παράδειγμα, στην αποτίμηση 2, το σύνολο της ρευστοποίησης των στοιχείων ενεργητικού της Banco Popular για τους πιστωτές, βάσει του σεναρίου εκκαθάρισης τριών ετών, εκτιμήθηκε μεταξύ 120,9 δισεκατομμυρίων ευρώ στην καλύτερη περίπτωση και 116,5 δισεκατομμυρίων ευρώ στη χειρότερη περίπτωση. Στην αποτίμηση 3, για το σενάριο εκκαθάρισης τριών ετών, η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού οδήγησε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, δηλαδή σε 101,546 δισεκατομμύρια ευρώ στην καλύτερη περίπτωση και 97,593 δισεκατομμύρια ευρώ στη χειρότερη περίπτωση.

123    Το γεγονός και μόνον ότι το γραφείο εκτιμήσεων κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ήτοι ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα επιτύγχαναν ανάκτηση σε περίπτωση εκκαθάρισης της Banco Popular, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι το γραφείο αυτό θεώρησε ότι δεσμεύεται από την εκτίμηση στην οποία προέβη με την αποτίμηση 2 όταν διενήργησε την αποτίμηση 3.

124    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το επιχείρημα με το οποίο επιδιώκεται να αποδειχθεί φαινομένη έλλειψη αντικειμενικότητας του γραφείου εκτιμήσεων λόγω του ότι αυτό πραγματοποίησε την αποτίμηση 2 δεν στηρίζεται σε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο και αντιφάσκει προς το ίδιο το περιεχόμενο της αποτίμησης 3.

125    Ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε διενεργήσει την αποτίμηση 2 δεν μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του για τη διενέργεια της αποτίμησης 3 και τον διορισμό του από το ΕΣΕ ως ανεξάρτητου εκτιμητή.

126    Επομένως, το πρώτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με τους δεσμούς μεταξύ του γραφείου εκτιμήσεων και της Banco Santander

127    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς το ΕΣΕ, προκειμένου να εκτιμήσει την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων, δεν έλαβε υπόψη τους δεσμούς μεταξύ του γραφείου εκτιμήσεων και της Banco Santander.

128    Κατά πρώτον, υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιών που παρέσχε το γραφείο εκτίμησης στην Banco Santander πριν και μετά την εξυγίανση της Banco Popular, το ΕΣΕ έπρεπε να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Banco Popular δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ως ανεξάρτητος εκτιμητής, καθόσον είχε πραγματικά ή δυνητικά ουσιώδη συμφέροντα ικανά να επηρεάσουν ή να θεωρηθούν ευλόγως ότι επηρεάζουν την κρίση του στο πλαίσιο της αποτίμησης 3, κατά την έννοια του άρθρου 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

129    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων ήταν ο ελεγκτής των λογαριασμών της Banco Santander επί 25 έτη, έως το 2016.

130    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά τη διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, ορισμένοι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων, η οποία υπονομεύθηκε κατά τη γνώμη τους από το γεγονός ότι το γραφείο αυτό είχε παράσχει υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου στην Banco Santander κατά το παρελθόν, πριν από την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης.

131    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ, απαντώντας στις παρατηρήσεις αυτές, έκρινε ότι οι υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου που είχαν παρασχεθεί στην Banco Santander από το γραφείο εκτιμήσεων δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης της ανεξαρτησίας στην οποία προέβη το ΕΣΕ κατά τον χρόνο επιλογής του γραφείου αυτού στις 23 Μαΐου 2017, στο μέτρο που η εν λόγω εκτίμηση πραγματοποιήθηκε σε σχέση με την Banco Popular. Το ΕΣΕ επισήμανε ότι, κατά την ημερομηνία εκείνη, δεν είχε πραγματοποιηθεί εκτίμηση της ανεξαρτησίας του γραφείου εκτιμήσεων έναντι των δυνητικών αγοραστών στο μέτρο που, αφενός, δεν προβλεπόταν από το νομικό πλαίσιο και, αφετέρου, η διαδικασία αποτίμησης ήταν διαδικασία διαφορετική από τη διαδικασία πώλησης η οποία καθόριζε τον αγοραστή. Ειδικότερα, το γραφείο εκτιμήσεων δεν είχε πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τα ονόματα των δυνητικών αγοραστών ή την ταυτότητα του αγοραστή πριν από την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης.

132    Το ΕΣΕ έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου και του σκοπού της αποτίμησης 3, οι υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου που είχαν παρασχεθεί στο παρελθόν στην Banco Santander από το γραφείο εκτιμήσεων δεν επηρέαζαν την ανεξαρτησία του τελευταίου όσον αφορά τη διενέργεια της αποτίμησης 3 και δεν δημιουργούσαν πραγματικό ή δυνητικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, κατά την έννοια του άρθρου 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075. Ειδικότερα, επισήμανε ότι η αποτίμηση 3 αφορούσε αποκλειστικώς τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της Banco Popular πριν από την πώλησή της στην Banco Santander και όχι εκείνα της Banco Santander.

133    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά την ημερομηνία του διορισμού του γραφείου εκτιμήσεων ως ανεξάρτητου εκτιμητή, ήτοι στις 23 Μαΐου 2017, η ταυτότητα του αγοραστή δεν ήταν γνωστή και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη οι δεσμοί μεταξύ του γραφείου εκτιμήσεων και της Banco Santander. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, κατά την ημερομηνία του διορισμού του ως εκτιμητή, το γραφείο εκτιμήσεων δεν παρείχε πλέον υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου στην Banco Santander, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

134    Εκτός αυτού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 41, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη πραγματικού ή δυνητικού ουσιώδους συμφέροντος, κοινού ή αντικρουόμενου, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, θεωρείται συναφής η παροχή υπηρεσιών από τον ανεξάρτητο εκτιμητή, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που έχουν παρασχεθεί στο παρελθόν, στην ενδιαφερόμενη οντότητα και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, και ιδίως η σύνδεση ανάμεσα στις εν λόγω υπηρεσίες και στα στοιχεία που είναι συναφή με την αποτίμηση.

135    Η προσφεύγουσα, όμως, δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ των υπηρεσιών λογιστικού ελέγχου που είχαν παρασχεθεί στην Banco Santander από το γραφείο εκτιμήσεων και των κρίσιμων στοιχείων για την αποτίμηση 3, η οποία αφορούσε μόνον την εκτίμηση της Banco Popular και όχι εκείνη της Banco Santander.

136    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της Banco Santander ανάθεση στο γραφείο εκτιμήσεων του ρόλου του συμβούλου για τις πράξεις που κατέληξαν στις συμφωνίες μεταξύ της τελευταίας και ορισμένων επενδυτών της Banco Popular, οι οποίοι είχαν κινήσει τόσο δικαστικές όσο και εξώδικες διαδικασίες, αποδεικνύει την ύπαρξη πραγματικών ή δυνητικών συμφερόντων, κοινών ή αντικρουόμενων, μεταξύ του εκτιμητή και της συγκεκριμένης οντότητας, κατά την έννοια του άρθρου 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075. Κατά την προσφεύγουσα, ένα πρόσωπο το οποίο, αμέσως μετά την εξυγίανση, συμβουλεύει τον αγοραστή της υπό εξυγίανση οντότητας σε ζήτημα άμεσα συνδεόμενο με τις διαφορές που ανακύπτουν λόγω της εξυγίανσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο από το πρόσωπο που του αναθέτει το σχετικό έργο. Εξάλλου, το γραφείο εκτιμήσεων επελέγη από την Banco Santander λόγω των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή του σχετικά με την Banco Popular λόγω της συμμετοχής του στην αποτίμηση 2.

137    Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, ορισμένοι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές υπέβαλαν επίσης παρατηρήσεις σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων, η οποία υπονομεύθηκε κατά τη γνώμη τους από το γεγονός ότι, μετά την εξυγίανση της Banco Popular, το γραφείο αυτό είχε παράσχει στην Banco Santander υπηρεσίες σχετικές με την ενσωμάτωση της Banco Popular ή τη χορήγηση μερικής αποζημίωσης από την Banco Santander σε ορισμένους πιστωτές της Banco Popular.

138    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, απαντώντας στις παρατηρήσεις αυτές, το ΕΣΕ έκρινε ότι οι ως άνω υπηρεσίες δεν συνεπάγονταν την ύπαρξη ουσιωδών συμφερόντων, κοινών ή αντικρουόμενων, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφοι 2 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075, με κάποιο ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 3, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

139    Πρώτον, το ΕΣΕ έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου και του σκοπού της αποτίμησης 3, οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από το γραφείο εκτιμήσεων μετά την ημερομηνία εξυγίανσης σχετικά με επιχείρηση υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αποτίμηση 3 και τα στοιχεία που αυτή περιέχει. Επιπλέον, επισήμανε ότι η αποτίμηση 3 δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τη θέση της Banco Popular ή της Banco Santander, στο μέτρο που καθόριζε μόνον αν έπρεπε να χορηγηθεί αποζημίωση στους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές μέσω του ΕΤΕ.

140    Δεύτερον, το ΕΣΕ έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, μετά την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης, το γραφείο εκτιμήσεων είχε παράσχει πρόσθετες διαβεβαιώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στην Banco Santander δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν πραγματικά ή δυνητικά ουσιώδη συμφέροντα, κοινά ή αντικρουόμενα. Το ΕΣΕ επισήμανε ότι, στη δήλωσή του της 18ης Δεκεμβρίου 2019, το γραφείο εκτιμήσεων είχε επιβεβαιώσει ότι καμία από τις παρασχεθείσες στην Banco Santander υπηρεσίες δεν συνδεόταν ούτε με την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που αποτελούσαν αντικείμενο της αποτίμησης 3 ούτε με τη σχετική με αυτά χρηματοοικονομική αναφορά. Επιπλέον, επισήμανε ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε επιβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε ροή πληροφοριών μεταξύ των εργασιών αποτίμησης που εκτελούσε και άλλων έργων, δεδομένων των μέτρων προστασίας που είχαν τεθεί σε εφαρμογή και των πρωτοκόλλων εμπιστευτικότητας.

141    Ειδικότερα, όσον αφορά τις υπηρεσίες σχετικά με την ενσωμάτωση της Banco Popular, το ΕΣΕ ανέφερε ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε διευκρινίσει επαρκώς ότι, ακόμη και αν είχε παράσχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στην Banco Santander, οι υπηρεσίες αυτές δεν συνδέονταν με τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο ΕΣΕ, δεν αφορούσαν κανένα ζήτημα σχετικό με τις υπηρεσίες αποτίμησης που παρασχέθηκαν στο ΕΣΕ αλλά ούτε και περιλάμβαναν υπηρεσίες εκτίμησης ή νομικές υπηρεσίες συνδεόμενες με την Banco Popular.

142    Όσον αφορά τις υπηρεσίες σχετικά με τη χορήγηση αποζημίωσης από την Banco Santander σε ορισμένους πιστωτές της Banco Popular, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε διευκρινίσει ότι οι υπηρεσίες αυτές δεν συνδέονταν με νομικές συμβουλές ή με συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με τις εν λόγω αξιώσεις. Ειδικότερα, στο γραφείο αυτό είχε ανατεθεί ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μιας λύσης ενιαίου κέντρου συντονισμού για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τον χειρισμό των εξώδικων και των ένδικων αξιώσεων με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας και τη μείωση του χρόνου χειρισμού. Ειδικότερα, τα καθήκοντα του γραφείου εκτιμήσεων συνίσταντο σε υπηρεσίες σχετικές με την παρακολούθηση και την τεκμηρίωση των διοικητικών πληροφοριών καθώς και με την κατάρτιση περιοδικών εκθέσεων. Επιπλέον, το γραφείο εκτιμήσεων είχε προσθέσει ότι δεν είχε συμμετάσχει σε εργασίες νομικής υπεράσπισης, καθόσον η Banco Santander είχε απευθυνθεί σε εξωτερικά δικηγορικά γραφεία για τον χειρισμό των αξιώσεων αυτών, και ότι δεν είχε καθορίσει αλλά ούτε και υπολογίσει το ποσό των αποζημιώσεων που προσέφερε η Banco Santander στους πελάτες της Banco Popular.

143    Επισημαίνεται ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης της Banco Popular, το ΕΣΕ φρόντισε, όπως όφειλε, να διασφαλίσει ότι το γραφείο εκτιμήσεων πληρούσε τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και, ειδικότερα, τις απαιτήσεις σχετικά με τη μη σύγκρουση συμφερόντων που προβλέπονται στο άρθρο 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

144    Επομένως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού που κατέληξε στην ανάθεση στο γραφείο εκτιμήσεων της ειδικής σύμβασης, το γραφείο αυτό υπέβαλε στο ΕΣΕ, στις 18 Μαΐου 2017, δήλωση περί μη ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων με την Banco Popular. Στις 23 Μαΐου 2017, ημερομηνία διορισμού του ως εκτιμητή, το γραφείο εκτιμήσεων προσκόμισε επίσης δήλωση σχετική με την ανεξαρτησία του σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2016/1075, στην οποία επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι γνώριζε τις νομικές απαιτήσεις και ότι είχαν ληφθεί κατάλληλα μέτρα, εφόσον ήταν αναγκαία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ούτε το ίδιο ούτε κάποιο μέλος της προτεινόμενης για την εκτέλεση της ειδικής σύμβασης ομάδας είχε ουσιώδες συμφέρον, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075. Δεσμεύτηκε να θέσει σε εφαρμογή όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι κάθε μελλοντική υπηρεσία που επρόκειτο να παρασχεθεί στα άλλα μέρη δεν θα υπονόμευε την ανεξαρτησία του. Επισήμανε ότι κάθε προσθήκη νέων μελών στην ομάδα του θα υπέκειτο στην τήρηση των απαιτήσεων ανεξαρτησίας καθώς και στην έγκριση του ΕΣΕ.

145    Μετά τον διορισμό του ως εκτιμητή, στις 21 Σεπτεμβρίου 2017 και στις 11 Απριλίου 2019, το γραφείο εκτιμήσεων υπέβαλε πρόσθετες δηλώσεις σχετικές με την ανεξαρτησία του μετά την προσθήκη νέων μελών στην ομάδα που εκπονούσε την αποτίμηση 3. Επιπλέον, στις 18 Δεκεμβρίου 2019, υπέβαλε δήλωση περί μη ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων, με την οποία επιβεβαίωσε ότι, στις 15 Νοεμβρίου 2019, λαμβανομένων υπόψη των συστημάτων και των ελέγχων του, ήταν και είχε υπάρξει ανεξάρτητο για τους σκοπούς της αποτίμησης 3 και ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη συγκρούσεων με άλλες εργασίες που είχε εκτελέσει ούτε την ύπαρξη ατομικών συγκρούσεων συμφερόντων.

146    Επισημαίνεται ότι, στη δήλωση στην οποία προέβη το γραφείο εκτιμήσεων στις 18 Δεκεμβρίου 2019 κατόπιν αιτήματος του ΕΣΕ μετά από τις παρατηρήσεις των θιγόμενων μετόχων και των πιστωτών στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, το γραφείο αυτό ανέφερε τις υπηρεσίες που είχε παράσχει στην Banco Santander και διευκρίνισε ότι δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ των υπηρεσιών αυτών και των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν στο ΕΣΕ για τη διενέργεια της αποτίμησης 3 ή την κατάρτιση του διευκρινιστικού εγγράφου. Πρόσθεσε δε ότι δεν είχε παράσχει υπηρεσίες σχετικές με την αποτίμηση ή τη χρηματοοικονομική αναφορά των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που αποτελούν αντικείμενο της αποτίμησης 3.

147    Οι εξηγήσεις του γραφείου εκτιμήσεων περιελήφθησαν από το ΕΣΕ στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 142 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, το ΕΣΕ διαπίστωσε ότι, στη δήλωση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, το γραφείο εκτιμήσεων είχε παράσχει πρόσθετες εγγυήσεις προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στην Banco Santander σχετικά με τη χορήγηση αποζημίωσης σε ορισμένους πιστωτές της Banco Popular, μετά την εξυγίανση, δεν συνεπάγονταν την ύπαρξη πραγματικού ή δυνητικού ουσιώδους συμφέροντος, κοινού ή αντικρουόμενου, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, και παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

148    Η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο οι υπηρεσίες αυτές ήταν ικανές να επηρεάσουν την κρίση του γραφείου εκτιμήσεων κατά τη διενέργεια της αποτίμησης 3, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

149    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του ΕΣΕ ότι οι υπηρεσίες που παρέσχε το γραφείο εκτιμήσεων στην Banco Santander δεν τεκμηρίωναν την ύπαρξη σημαντικών συμφερόντων, πραγματικών ή δυνητικών, ικανών να επηρεάσουν ή να θεωρηθούν ευλόγως ότι επηρεάζουν την κρίση του γραφείου εκτιμήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2016/1075.

150    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι δεσμοί μεταξύ του γραφείου εκτιμήσεων και της Banco Santander δημιουργούν στους τρίτους υπόνοια μεροληψίας, η οποία δεν επιτρέπει να θεωρηθεί το γραφείο αυτό ως ανεξάρτητος εκτιμητής. Η αμεροληψία προϋποθέτει την απουσία προκαταλήψεων ή ευνοιοκρατίας. Η προσφεύγουσα εκτιμά όμως ότι η αποτίμηση 3 θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες για την Banco Santander, να βλάψει τη θέση της στις διαφορές που συνδέονται με την εξυγίανση της Banco Popular ή να καταστήσει δυνατή την άσκηση αγωγών αποζημίωσης των πρώην μετόχων της Banco Popular.

151    Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 99 και 100 ανωτέρω, η απαίτηση αμεροληψίας, η τήρηση της οποίας επιβάλλεται στο γραφείο εκτιμήσεων, καλύπτει όλες τις περιστάσεις που μπορούν ευλόγως να εκληφθούν από τους τρίτους ως ικανές να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του. Προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση της απαίτησης αυτής, οι δεσμοί μεταξύ του γραφείου εκτιμήσεων και της Banco Santander πρέπει να συνιστούν περίσταση ικανή να δημιουργήσει εύλογη αμφιβολία ως προς την ύπαρξη ενδεχόμενης προκατάληψης.

152    Επομένως, προϋπόθεση για να διαπιστωθεί ότι το ΕΣΕ όφειλε να έχει λάβει υπόψη μια φαινομένη έλλειψη αντικειμενικότητας ή αμεροληψίας του γραφείου εκτιμήσεων λόγω των δεσμών του με την Banco Santander είναι να αποδειχθεί ότι, όταν το πρώτο εκτίμησε, στην αποτίμηση 3, ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με εκείνη που τους επιφυλάχθηκε λόγω της εξυγίανσης, είχε την πρόθεση να ευνοήσει την Banco Santander.

153    Πάντως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της αποτίμησης 3, ο οποίος συνίσταται στο να καθοριστεί αν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο μιας υποθετικής κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας, η εν λόγω αποτίμηση δεν θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην πώληση της Banco Popular ούτε να επηρεάσει τη θέση της Banco Santander. Το ΕΣΕ έκρινε ότι η αποτίμηση 3 παρήγε αποτελέσματα μόνον έναντι του ιδίου, στο μέτρο που θα όφειλε να καταβάλει αποζημίωση, μέσω του ΕΤΕ, σε περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης.

154    Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στην αποτίμηση 3, το γραφείο εκτιμήσεων αποτίμησε την αξία των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Banco Popular στο πλαίσιο υποθετικής κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας και εκτίμησε ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα είχαν επιτύχει ανάκτηση σε περίπτωση που η Banco Popular είχε εκκαθαριστεί κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης. Συγκρίνοντας το αποτέλεσμα της εκτίμησης αυτής με την πραγματική κατάσταση των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών όπως αυτή προέκυψε από την εξυγίανση, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014.

155    Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι το γραφείο εκτιμήσεων κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αποτίμηση 3, ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης σε περίπτωση εκκαθάρισης της Banco Popular σε σχέση με εκείνη που τους επιφυλάχθηκε λόγω της εξυγίανσης, η αποζημίωση που θα μπορούσε να προκύψει εντεύθεν θα τους καταβαλλόταν από το ΕΤΕ και όχι από την Banco Santander.

156    Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπόθεση σύμφωνα με την οποία μια αποτίμηση βάσει του άρθρου 20, παράγραφοι 16 έως 18, του κανονισμού 806/2014 θα καταδείκνυε ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές μιας οντότητας θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης από εκείνη που προέκυψε από την εξυγίανση της οντότητας αυτής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας του μηχανισμού εξυγίανσης που προβλέπεται στον κανονισμό 806/2014, καθόσον ο τελευταίος αυτός κανονισμός θεσπίζει μηχανισμό αποζημίωσης βάσει της αρχής κατά την οποία κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης, αρχής η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του ίδιου κανονισμού.

157    Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το γεγονός ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές θα μπορούσαν να έχουν επιτύχει την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν συνεπάγεται ότι η απόφαση υπαγωγής της επίμαχης τράπεζας σε διαδικασία εξυγίανσης ήταν εσφαλμένη και ότι η διαδικασία αυτή δεν ήταν αναγκαία και δικαιολογημένη, δεδομένου ότι σκοπός της εξυγίανσης ήταν να αποφευχθεί η εκκαθάριση τράπεζας συστημικής σημασίας.

158    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το αποτέλεσμα της αποτίμησης 3 δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμότητα και τον θεμιτό χαρακτήρα της απόφασης περί υπαγωγής της Banco Popular σε διαδικασία εξυγίανσης ούτε το αποτέλεσμα της εξυγίανσης αυτής, ήτοι την πώλησή της στην Banco Santander.

159    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η αποτίμηση 2 είχε αντικείμενο διαφορετικό από εκείνο της αποτίμησης 3, ήτοι την εκτίμηση της αξίας του συνόλου της Banco Popular για έναν ενδεχόμενο αγοραστή στο πλαίσιο της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων. Επομένως, η εκτίμηση της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της Banco Popular στο πλαίσιο μιας υποθετικής κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε στην αποτίμηση 3, δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε στην αποτίμηση 2, ούτε, ως εκ τούτου, την πώληση της Banco Popular στην Banco Santander για ένα ευρώ.

160    Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2014/59, ενδεχόμενη ακύρωση της απόφασης εξυγίανσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε τροποποίηση των όρων πώλησης της Banco Popular στην Banco Santander. Επομένως, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της αποτίμησης 3, η πώληση της Banco Popular στην Banco Santander έναντι τιμήματος ενός ευρώ δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

161    Τρίτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η αποτίμηση που πραγματοποιήθηκε στην αποτίμηση 3 δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη γένεση δικαιώματος αποζημίωσης των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών έναντι της Banco Santander.

162    Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο η αγωγή αποζημίωσης όσο και η αγωγή ακυρώσεως έχουν ως αποτέλεσμα να απαιτείται από το υπό εξυγίανση πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, ή από τον διάδοχο των οντοτήτων αυτών, να αποζημιώσει τους μετόχους για τις ζημίες που υπέστησαν λόγω της άσκησης, εκ μέρους της αρχής εξυγίανσης, της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά στοιχεία του παθητικού του εν λόγω ιδρύματος ή επιχείρησης ή να απαιτείται να προβεί σε πλήρη επιστροφή των ποσών που επενδύθηκαν κατά την ανάληψη μετοχών των οποίων απομειώθηκε η αξία λόγω της συγκεκριμένης διαδικασίας εξυγίανσης. Τέτοιες ενέργειες θα έθεταν συνολικά υπό αμφισβήτηση την αποτίμηση στην οποία στηρίζεται η απόφαση εξυγίανσης, δεδομένου ότι η σύνθεση του κεφαλαίου αποτελεί μέρος των αντικειμενικών στοιχείων της εν λόγω αποτίμησης. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας J. Richard de la Tour στα σημεία 82 και 95 των προτάσεών του, θα αναιρούνταν η ίδια η διαδικασία εξυγίανσης καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με την οδηγία 2014/59 [απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Banco Santander (Εξυγίανση της τράπεζας Banco Popular), C‑410/20, EU:C:2022:351, σκέψη 43].

163    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο μέτρο που η αποτίμηση 3, ανεξαρτήτως του αποτελέσματός της, δεν μπορούσε να επηρεάσει την κατάσταση της Banco Santander, το γραφείο εκτιμήσεων δεν ήταν σε θέση να την ευνοήσει. Επομένως, οι δεσμοί μεταξύ τους δεν μπορούν να δημιουργήσουν εύλογη αμφιβολία ως προς την ύπαρξη ενδεχόμενης προκατάληψης ούτε να έχουν ως αποτέλεσμα την έλλειψη αντικειμενικότητας ή αμεροληψίας του γραφείου εκτιμήσεων. Οι δεσμοί αυτοί δεν συνιστούσαν περίσταση ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων για τη διενέργεια της αποτίμησης 3 και την ορθότητα του διορισμού του από το ΕΣΕ ως ανεξάρτητου εκτιμητή.

164    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι η αποτίμηση 3 στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση όσον αφορά την οικονομική κατάσταση της Banco Popular κατά τον χρόνο της εξυγίανσής της

165    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζήτησε κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει, μέσω διεξαγωγής αποδείξεων, την προσκόμιση εκ μέρους του Juzgado Central de instrucción n° 4 de l’Audiencia Nacional (ανακριτή υπ’ αριθ. 4 του ανώτερου ειδικού δικαστηρίου, Ισπανία) μιας έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας, της 8ης Απριλίου 2019, σχετικά με την Banco Popular.

166    Με δικόγραφο που κατέθεσε στο Γενικό Δικαστήριο στις 2 Σεπτεμβρίου 2022, η προσφεύγουσα προσκόμισε την ως άνω έκθεση ως νέο αποδεικτικό μέσο δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η προσφεύγουσα επισήμανε ότι, ως εκ τούτου, παραιτείται από το αίτημά της περί διεξαγωγής αποδείξεων.

167    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας παρουσίαζε την κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων της Banco Popular αμέσως πριν από την εξυγίανση και ότι καθιστούσε δυνατή την εκτίμηση των δυνατοτήτων της τράπεζας να διαχειριστεί τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της στο πλαίσιο της συνέχισης των δραστηριοτήτων της. Εξήγησε ότι η έκθεση αυτή ήταν θεμελιώδης για να καταστεί εφικτή η εφαρμογή του κριτηρίου της επιχείρησης υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας και η βάσει του κριτηρίου αυτού πραγματοποίηση αποτίμησης διαφορετικής από την αποτίμηση 3.

168    Το ΕΣΕ και το Βασίλειο της Ισπανίας υποστήριξαν ότι η έκθεση αυτή δεν ήταν κρίσιμη, δεδομένου ότι αφορούσε την αξία της Banco Popular κατά τον Δεκέμβριο του 2016. Το ΕΣΕ υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η έκθεση αυτή αφορά πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν ασκούν επιρροή στην εκτίμηση του αντίστροφου σεναρίου όσον αφορά τη μεταχείριση ή της σύγκρισης που πραγματοποιήθηκε στην αποτίμηση 3 και τα οποία δεν εκτιμήθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

169    Όπως επισήμανε το Βασίλειο της Ισπανίας, η εν λόγω έκθεση εμπειρογνωμοσύνης προσκομίστηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας σχετικά με την ευθύνη της Banco Popular και των διευθυντικών στελεχών της κατά την αύξηση κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε κατά το οικονομικό έτος 2016, η οποία φέρεται να στηρίχθηκε σε πληροφορίες σχετικές με τις λογιστικές και οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας, κοινοποιηθείσες στους επενδυτές μέσω ενημερωτικών δελτίων έκδοσης που δεν αντανακλούσαν την πραγματική οικονομική κατάσταση της τράπεζας.

170    Επισημαίνεται ότι, στην έκθεση εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας, τα κύρια συμπεράσματα συνοψίζονται ως εξής: πρώτον, τρία επεισόδια εκροών καταθέσεων κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2017 αποτέλεσαν την αιτία για την εξυγίανση της Banco Popular, δεύτερον, οι ετήσιοι λογαριασμοί που περιλαμβάνονταν στο ενημερωτικό δελτίο της αύξησης κεφαλαίου του 2016 δεν τηρούσαν ορισμένες πτυχές της λογιστικής νομοθεσίας, ιδίως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των αναχρηματοδοτούμενων πράξεων ως ύποπτων, και, τρίτον, ορισμένες παραδοχές που ελήφθησαν υπόψη για να συναχθούν οι περιλαμβανόμενες στο ενημερωτικό δελτίο εκτιμήσεις ήταν υπερβολικά αισιόδοξες.

171    Στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας επισημαίνει ότι οι ζημίες που υπέστησαν οι επενδυτές δεν οφείλονταν σε ανεπάρκεια των περιουσιακών στοιχείων της Banco Popular για την απορρόφηση των ζημιών, αλλά στην αδυναμία ανταπόκρισης στον υψηλό αριθμό αιτημάτων ανάληψης καταθέσεων. Η έκθεση αυτή αναφέρει ότι, σύμφωνα με τους ετήσιους λογαριασμούς του 2016, η Banco Popular είχε θετικό καθαρό ενεργητικό ύψους 11,088 δισεκατομμυρίων ευρώ και παρουσίαζε κέρδη, ότι η εξυγίανση της Banco Popular οφειλόταν σε πρόβλημα εκροών καταθέσεων, ότι στις 23 Μαΐου 2017 σημειώθηκε ιδιαίτερα σημαντική εκροή καταθέσεων κατόπιν συνέντευξης της προέδρου του ΕΣΕ στο τηλεοπτικό κανάλι Bloomberg, ότι στις 5 Ιουνίου 2017 η Banco Popular έλαβε από την Τράπεζα της Ισπανίας επείγουσα στήριξη της ρευστότητας ύψους 9,5 δισεκατομμυρίων ευρώ καθώς και ότι το διοικητικό συμβούλιο της Banco Popular ζήτησε από την ΕΚΤ, με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2017, να κηρύξει την τράπεζα σε κατάσταση πτώχευσης ή πιθανής πτώχευση και επισήμανε συγχρόνως ότι έπρεπε να συνεχιστεί η αναζήτηση ιδιωτικής λύσης. Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι, μολονότι η Banco Popular αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας, τα ίδια κεφάλαιά της παρέμεναν θετικά πριν από την εξυγίανση, ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη οι λογιστικές προσαρμογές που έπρεπε ακόμη να πραγματοποιηθούν και παρά την πιθανή μη τήρηση των κανονιστικών συντελεστών φερεγγυότητας.

172    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι η εκτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης που πραγματοποιήθηκε στην αποτίμηση 3 συνίστατο στη σύγκριση της πραγματικής μεταχείρισης της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές λόγω της εξυγίανσης της Banco Popular και της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει αν η οντότητα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης. Η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας αφορά όμως γεγονότα προγενέστερα της εξυγίανσης της Banco Popular, ήτοι την αύξηση κεφαλαίου του 2016 και την εκροή καταθέσεων του πρώτου τριμήνου του 2017, γεγονότα τα οποία δεν ήταν κρίσιμα για τη διενέργεια της αποτίμησης 3.

173    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί για ποιον λόγο έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη, στην αποτίμηση 3 ή στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα γεγονότα που αναλύθηκαν στην έκθεση εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας και τα οποία αφορούσαν την κατάσταση της Banco Popular πριν από την εξυγίανση. Η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει επίσης ποιο από τα επιχειρήματα που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής ή με το υπόμνημα απάντησης υποτίθεται ότι στηρίζει η έκθεση αυτή.

174    Επισημαίνεται πάντως ότι η προσφεύγουσα ζήτησε την προσκόμιση της έκθεσης αυτής προκειμένου να μπορέσει να προβεί σε δική της αποτίμηση. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η έκθεση αυτή ήταν αναγκαία για την αποτίμηση της Banco Popular ως επιχείρησης υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας.

175    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι από την ανάλυση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η αποτίμηση 3 έπρεπε να λάβει υπόψη σενάριο εκκαθάρισης. Επομένως, η αποτίμηση στην οποία προτίθεται να προβεί η προσφεύγουσα βάσει της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας είναι, εν πάση περιπτώσει, άνευ σημασίας και δεν είναι ικανή να αποδείξει την ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος στην αποτίμηση 3.

176    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το νέο αποδεικτικό μέσο που πρότεινε η προσφεύγουσα στις 2 Σεπτεμβρίου 2022, ήτοι η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας, δεν είναι κρίσιμο για την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα δικαιολόγησε την εκπρόθεσμη προσκόμισή της.

177    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής, με εξαίρεση το αίτημα προσκόμισης της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης της Τράπεζας της Ισπανίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς ότι, δεδομένου ότι η εξυγίανση της Banco Popular αποφασίστηκε λόγω έλλειψης ρευστότητας και όχι λόγω ελλειμματικής κατάστασης, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η αποτίμηση 3 δεν παραπέμπει στην αξία της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης της Banco Popular κατά τον χρόνο της εξυγίανσης, η οποία αποτελεί ελάχιστη αξία για την αποτίμηση κάθε εισηγμένης εταιρίας. Κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης, η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση της Banco Popular ανερχόταν σε 1,33 δισεκατομμύρια ευρώ, με τελευταία τιμή κλεισίματος της μετοχής το ποσό του 0,317 ευρώ.

178    Αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί ποια θα ήταν η χρησιμότητα της συνεκτίμησης της αξίας της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης της Banco Popular για τον καθορισμό της μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά τη διενέργεια αποτίμησης βάσει σεναρίου εκκαθάρισης. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/344, η μεθοδολογία για τη διενέργεια της εν λόγω αποτίμησης περιορίζεται στον προσδιορισμό του προεξοφλημένου ποσού των αναμενόμενων ταμειακών ροών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

179    Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

180    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

181    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το ΕΣΕ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

182    Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Συνεπώς, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Laura Molina Fernández φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ).

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

van der Woude

De Baere

Steinfatt

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Νοεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.