Language of document : ECLI:EU:C:2022:182

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 10ης Μαρτίου 2022 (1)

Υπόθεση C804/21 PPU

C,

CD,

παρισταμένης της:

Syyttäjä

[αίτηση του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φινλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584 – Παράδοση καταζητουμένων στην αιτούσα δικαστική αρχή – Προθεσμία παραδόσεως – Αδυναμία παραδόσεως λόγω ανωτέρας βίας – Αρμοδιότητα για τη διαπίστωση ανωτέρας βίας – Λήξη της προθεσμίας παραδόσεως – Νόσος COVID-19 – Αίτηση ασύλου»






I.      Εισαγωγή

1.        Το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (2) ρυθμίζει την παράδοση προσώπων που καταζητούνται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως [(στο εξής: ΕΕΣ)] μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σχετικά με την έκδοσή τους από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως. Εάν ο καταζητούμενος δεν παραδοθεί εντός πολύ βραχείας προθεσμίας, απολύεται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 5. Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, εφόσον η παράδοση εμποδίζεται λόγω ανωτέρας βίας. Συναφώς, η εν λόγω διάταξη δεν διακρίνει αναλόγως του αν το ένταλμα συλλήψεως σκοπεί στην άσκηση ποινικής διώξεως ή στην εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής.

2.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διευκρινίσει την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 όσον αφορά το αν οι αστυνομικές αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως μπορούν να διαπιστώσουν την ύπαρξη ανωτέρας βίας. Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνισθεί η επιρροή την οποία ασκεί αίτηση ασύλου εκ μέρους του καταζητουμένου επί των προθεσμιών παραδόσεως και επί της απολύσεως. Πέραν τούτου, τίθεται το ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις τυγχάνει γενικώς εφαρμογής το άρθρο 23.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ)

3.        Στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια ως εξής:

«1.      Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν:

α.      εάν κρατήται κανονικώς κατόπιν καταδίκης υπό αρμοδίου δικαστηρίου.

β.      […]

γ.      εάν συνελήφθη και κρατήται όπως οδηγηθή ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής εις την περίπτωσιν ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα, ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετεύση μετά την διάπραξιν τούτου.

[…]

στ.      εάν πρόκειται περί νομίμου συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου επί σκοπώ όπως εμποδισθή από του να εισέλθη παρανόμως εν τη χώρα, ή εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή εκδόσεως.

2.      […]

3.      Παν πρόσωπον συλληφθέν ή κρατηθέν, υπό τας προβλεπομένας εν παραγράφω 1γ του παρόντος άρθρου συνθήκας οφείλει να παραπεμφθή συντόμως ενώπιον δικαστού ή ετέρου δικαστικού λειτουργού νομίμως εντεταλμένου όπως εκτελή δικαστικά καθήκοντα, έχει δε το δικαίωμα να δικασθή εντός λογικής προθεσμίας ή απολυθή κατά την διαδικασίαν. Η απόλυσις δύναται να εξαρτηθή από εγγύησιν εξασφαλίζουσαν την παράστασιν του ενδιαφερομένου εις την δικάσιμον.

4.      Παν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του συνεπεία συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ίνα τούτο αποφασίση εντός βραχείας προσθεσμίας επί του νομίμου της κρατήσεώς του και διατάξη την απόλυσίν του εν περιπτώσει παρανόμου κρατήσεως.

5.      […]»

Β.      Απόφαση-πλαίσιο 2002/584

4.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 περιγράφει το πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά τον ακόλουθο τρόπο:

«Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι [απόφαση δικαστικής αρχής] η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.»

5.        Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προσδιορίζει τις αρμόδιες αρχές ως εξής:

«1.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.»

6.        Η αιτιολογική σκέψη 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 διευκρινίζει τον ρόλο της δικαστικής αρχής εκτελέσεως ως ακολούθως:

«Οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το καταζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοσή του.»

7.        Κατά το άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, επιτρέπεται η προσφυγή σε κεντρική αρχή:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να ορίσει μια κεντρική αρχή ή, εφόσον η έννομη τάξη του το προβλέπει, κεντρικές αρχές για να επικουρούν τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.      Ένα κράτος μέλος δύναται, εάν είναι αναγκαίο λόγω της οργάνωσης του εσωτερικού δικαστικού του συστήματος, να αναθέτει στην ή στις κεντρικές αρχές του τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης καθώς και κάθε επίσημη αλληλογραφία που την ή τις αφορά.

[…]»

8.        Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει τα εξής:

«Ο ρόλος των κεντρικών αρχών κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να περιορίζεται σε πρακτική και διοικητική στήριξη.»

9.        Το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 ρυθμίζει τις προθεσμίες παραδόσεως του καταζητουμένου μετά την τελεσίδικη απόφαση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους εκτελέσεως όσον αφορά την εκτέλεση του ΕΕΣ ως ακολούθως:

«1.      Ο καταζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία που συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών.

2.      Παραδίδεται το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η [τελεσίδικη] απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

3.      Εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, η δικαστική αρχή εκτέλεσης και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος επικοινωνούν αμέσως μεταξύ τους και συμφωνούν νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

4.      Η παράδοση μπορεί κατ’ εξαίρεση να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον λ.χ. ευλόγως πιστεύεται ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του καταζητουμένου. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης γίνεται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.

5.      Κατά την παρέλευση των προθεσμιών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, εάν το πρόσωπο εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται.»

Γ.      Η μεταφορά της αποφάσεως-πλαισίου στη φινλανδική έννομη τάξη

10.      Η Φινλανδία μετέφερε την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 στο εσωτερικό της δίκαιο με τον Laki rikoksen johdosta tapahtuvasta luovuttamisesta Suomen ja muiden Euroopan unionin jäsenvaltioiden välillä (νόμο 1286/2003 περί παραδόσεως, λόγω διαπράξεως ποινικών αδικημάτων, μεταξύ της Φινλανδίας και των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – στο εξής: νόμος περί παραδόσεως εντός ΕΕ). Τα άρθρα 46 έως 48 μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου.

11.      Πρέπει να επισημανθεί ιδίως το άρθρο 46, παράγραφος 2, του νόμου περί παραδόσεως εντός ΕΕ το οποίο μεταφέρει το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και προβλέπει ότι οι «αρμόδιες αρχές» (toimivaltaisten viranomaisten) συμφωνούν νέα ημερομηνία παραδόσεως. Αντιθέτως, ακόμη και στο φινλανδικό κείμενο του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου χρησιμοποιείται ο όρος «δικαστική αρχή» (oikeusviranomaisen).

12.      Οι δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί της παραδόσεως και της συνεχίσεως της κρατήσεως είναι το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ελσίνκι, Φινλανδία) και, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) (άρθρα 11, 19 και 37 του νόμου περί παραδόσεως εντός ΕΕ). Ωστόσο, βάσει του άρθρου 44 του νόμου περί παραδόσεως εντός ΕΕ, αρμόδια για την εκτέλεση της αποφάσεως περί παραδόσεως είναι η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών.

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

13.      Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το ιστορικό της υποθέσεως εκτίθεται ως ακολούθως.

14.      Η αρμόδια ρουμανική δικαστική αρχή εξέδωσε ΕΕΣ κατά των υπηκόων της, C, στις 19 Μαΐου 2015, και CD, στις 27 Μαΐου 2015. Τα ΕΕΣ είχαν ως σκοπό την παράδοσή τους στη Ρουμανία για την εκτέλεση ποινών φυλακίσεως πέντε ετών και παρεπόμενων ποινών τριών ετών. Οι ποινές είχαν επιβληθεί για διακίνηση επικίνδυνων και ιδιαιτέρως επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

15.      Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι οι C και CD βρίσκονταν, αρχικώς, στη Σουηδία. Ως εκ τούτου, το σουηδικό Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε, με διάταξη της 8ης Απριλίου 2020 (NJA 2020, σ. 430), την παράδοση του C στη Ρουμανία. Με διάταξη της 30ής Ιουλίου 2020, το σουηδικό εφετείο Svea διέταξε και την παράδοση του CD στη Ρουμανία. Εντούτοις, αμφότεροι εγκατέλειψαν τη Σουηδία για να μεταβούν στη Φινλανδία πριν από την εκτέλεση των αποφάσεων περί παραδόσεως.

16.      Στις 15 Δεκεμβρίου 2020 οι C και CD συνελήφθησαν στη Φινλανδία βάσει του ΕΕΣ και τέθηκαν υπό κράτηση. Το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία), με έχουσες ισχύ δεδικασμένου αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2021 (KKO 2021:24 και [2021/582]), διέταξε την παράδοση των C και CD στη Ρουμανία. Κατόπιν αιτήματος των ρουμανικών αρχών, η φινλανδική εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών όρισε αρχικώς ως ημερομηνία παραδόσεως την 7η Μαΐου 2021, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κατάλληλη πτήση πριν από την ημερομηνία αυτή λόγω της πανδημίας της νόσου COVID-19.

17.      Στις 3 Μαΐου 2021 οι C και CD ζήτησαν από το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) την αναίρεση των αποφάσεων περί παραδόσεως. Στις 4 Μαΐου 2021 το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) διέταξε κατ’ αρχάς, προσωρινώς, τη μη εκτέλεση των αποφάσεων περί παραδόσεως και στη συνέχεια, στις 31 Μαΐου 2021, απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, έπαυσε να ισχύει και η διάταξη περί μη εκτελέσεως. Η επόμενη συμφωνηθείσα ημερομηνία παραδόσεως, η 11η Ιουνίου 2021, μετατέθηκε επίσης, διότι δεν υπήρχαν απευθείας αεροπορικά δρομολόγια προς τη Ρουμανία και δεν κατέστη δυνατή η οργάνωση αεροπορικής μεταφοράς μέσω άλλου κράτους μέλους εντός του χρονοδιαγράμματος που συμφωνήθηκε. Ακολούθως, οι C και CD υπέβαλαν, ανεπιτυχώς, νέες αιτήσεις με σκοπό την αναστολή εκτελέσεως των αποφάσεων περί παραδόσεως.

18.      Τέλος, ο CD έπρεπε να παραδοθεί στη Ρουμανία στις 17 Ιουνίου 2021 και ο C στις 22 Ιουνίου 2021. Εντούτοις, η παράδοσή τους παρακωλύθηκε λόγω της υποβολής εκ μέρους τους αιτήσεων για χορήγηση ασύλου στη Φινλανδία. Η Maahanmuuttovirasto (Εθνική Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, Φινλανδία) απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις ασύλου στις 12 Νοεμβρίου 2021, αλλά οι C και CD άσκησαν προσφυγή κατά των σχετικών αποφάσεων ενώπιον του Ηallinto-oikeus (διοικητικού πρωτοδικείου, Φινλανδία).

19.      Παράλληλα με τη διαδικασία που αφορούσε τις αιτήσεις ασύλου, οι C και CD ζήτησαν την απόλυσή τους ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) υπέβαλε στο Δικαστήριο στις 20 Δεκεμβρίου 2021 τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 5, της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης παραδόσεως κρατουμένου, την έννοια ότι επιβάλλει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου την υποχρέωση να ορίσει νέα ημερομηνία παραδόσεως και να εξακριβώσει κατά πόσον συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας και κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την κράτηση ή συνάδει επίσης προς την απόφαση-πλαίσιο διαδικασία κατά την οποία το δικαστήριο εξετάζει τα στοιχεία αυτά μόνον κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερόμενων προσώπων; Αν θεωρηθεί ότι για την παράταση της προθεσμίας αυτής απαιτείται η παρέμβαση της δικαστικής αρχής, συνεπάγεται η απουσία τέτοιας παρεμβάσεως την παρέλευση των προβλεπόμενων στην απόφαση-πλαίσιο προθεσμιών, με αποτέλεσμα να πρέπει ο κρατούμενος να απολυθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 5, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου;

2)      Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 την έννοια ότι ο όρος «ανωτέρα βία» καλύπτει επίσης νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση τα οποία οφείλονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως η διαταχθείσα μη εκτέλεση για όσο διάστημα διαρκεί η ένδικη διαδικασία ή το δικαίωμα του αιτούντος άσυλο να παραμείνει στο κράτος εκτελέσεως έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του για χορήγηση ασύλου;

20.      Το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του γραπτές παρατηρήσεις των C και CD, της Ρουμανίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Μαρτίου 2022 παρέστησαν οι C και CD, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV.    Νομική εκτίμηση

21.      Το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 θεσπίζει αυστηρές προθεσμίες για την παράδοση καταζητουμένου βάσει ΕΕΣ. Η παράδοση πρέπει να πραγματοποιείται το ταχύτερο δυνατόν (παράγραφος 1) και, κατά κανόνα, το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του ΕΕΣ (παράγραφος 2). Ωστόσο, το άρθρο 23, παράγραφος 3, ορίζει ότι πρέπει να συμφωνηθεί νέα ημερομηνία παραδόσεως, εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας (3).

22.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως τίθενται τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την έννοια της ανωτέρας βίας, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

23.      Σκοπός του πρώτου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος είναι να διευκρινισθεί αν η ύπαρξη ανωτέρας βίας πρέπει να εκτιμάται πάντοτε από δικαστική αρχή, κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, προκειμένου να συμφωνείται νέα ημερομηνία παραδόσεως ή αν μπορεί να λάβει τα εν λόγω μέτρα και αστυνομική αρχή, εφόσον υπόκεινται στον έλεγχο δικαστηρίου κατόπιν σχετικού αιτήματος (σχετικά, υπό Γ).

24.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία της έννοιας της ανωτέρας βίας και συγκεκριμένα το αν πρέπει να θεωρούνται ως περίπτωση ανωτέρας βίας η αίτηση ασύλου του καταζητουμένου και οι εξ αυτής απορρέουσες καθυστερήσεις στην παράδοση (σχετικά, υπό Δ).

25.      Αμφότερα τα ερωτήματα αυτά είναι κρίσιμα, εν προκειμένω, δεδομένου ότι το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει, χωρίς άλλη επιφύλαξη, ότι ο ενδιαφερόμενος απολύεται, εάν εξακολουθεί να κρατείται κατά την παρέλευση των προθεσμιών που αναφέρονται στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4. Επομένως, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινισθεί αν η απόλυση επιβάλλεται ακόμη και όταν κανένα δικαστήριο δεν έχει εξετάσει εάν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας συνεπαγόμενη νέα προθεσμία. Μολονότι το ερώτημα αυτό υποβάλλεται μόνο για την περίπτωση που ο δικαστικός έλεγχος είναι πράγματι αναγκαίος, προτού προσεγγίσω τα άλλα δύο ερωτήματα, θα εξετάσω το ζήτημα εάν η παρέλευση των προθεσμιών πρέπει πράγματι να συνεπάγεται απόλυση, ούτως ώστε να καταστούν εν συνεχεία σαφή τα διακυβευόμενα συμφέροντα και οι νομικές θέσεις (σχετικά, υπό Β).

26.      Εντούτοις, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν τυγχάνει εφαρμογής καθ’ όσο χρόνο εκκρεμεί ένδικο βοήθημα κατά της παραδόσεως.

Α.      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584

27.      Από το άρθρο 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου συνάγεται ότι οι προθεσμίες τις οποίες προβλέπει το εν λόγω άρθρο αρχίζουν να τρέχουν το πρώτον μετά την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως για την εκτέλεση του ΕΕΣ.

28.      Το άρθρο 23 τοποθετείται μόλις στο τέλος μιας μάλλον περίπλοκης διαδικασίας παραδόσεως που προβλέπεται στο κεφάλαιο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Το παραπάνω άρθρο ενεργοποιείται μετά την ολοκλήρωση από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως όλων των άλλων απαραίτητων σταδίων, συμπεριλαμβανομένης της αποφάσεως για την εκτέλεση του ΕΕΣ (4).

29.      Εκ πρώτης όψεως, το χρονικό σημείο αυτό επέρχεται, στην προκειμένη περίπτωση, με την έκδοση της έχουσας ισχύ δεδικασμένου αποφάσεως του Korkein oikeus (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 16ης Απριλίου 2021.

30.      Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει με πειστικό τρόπο ότι η άσκηση μέσου ένδικης προστασίας κατά της παραδόσεως συνεπάγεται ότι η σχετική απόφαση χάνει τα χαρακτηριστικά της τελεσιδικίας. Άλλως ειπείν, ένα τέτοιο μέσο ένδικης προστασίας μπορεί να είναι αποτελεσματικό μόνον εφόσον βάλλει κατά της παραδόσεως. Και όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει τέτοια μέσα ένδικης προστασίας, πρέπει –τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο– να υφίσταται, σε περίπτωση ευδοκίμησής τους, η δυνατότητα αποτροπής –έστω προσωρινώς– της παραδόσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο χάνει η προγενέστερη απόφαση για την εκτέλεση του ΕΕΣ τα χαρακτηριστικά της τελεσιδικίας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 μπορεί να τύχει εκ νέου εφαρμογής μόνο μετά την απόρριψη του μέσου ένδικης προστασίας.

31.      Εάν η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία θέτει ερωτήματα σχετικά με το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, υποβαλλόταν στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με ένα τέτοιο μέσο ένδικης προστασίας, τα ερωτήματα δεν θα θεωρούνταν κρίσιμα και, επομένως, δεν θα έχρηζαν απαντήσεως. Θα αρκούσε μόνο να καταστεί σαφές στο Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) ότι το άρθρο 23 δεν τυγχάνει εφαρμογής.

32.      Ωστόσο, η επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία δεν αφορά για την ακρίβεια μέσο ένδικης προστασίας κατά της παραδόσεως, αλλά κινήθηκε μέσω των διαδικασιών για τη χορήγηση ασύλου στους καταζητουμένους. To αντικείμενο των εν λόγω διαδικασιών διαφέρει σε σχέση με το αντικείμενο του μέσου ένδικης προστασίας κατά της παραδόσεως. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα ασύλου, δυνάμει του πρωτοκόλλου αριθ. 24 για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συνιστά λόγο μη εκτελέσεως ΕΕΣ (5). Επομένως, η απόφαση περί παραδόσεως διατηρεί τα χαρακτηριστικά της τελεσιδικίας.

33.      Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, η διαδικασία για τη χορήγηση ασύλου εμποδίζει de facto την παράδοση και –στην απίθανη περίπτωση ευδοκίμησης των αιτήσεων ασύλου– θέτει εν αμφιβόλω την απόφαση για την εκτέλεση του ΕΕΣ. Ως εκ τούτου, για την εφαρμογή του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να της αποδοθεί το ίδιο αποτέλεσμα όπως σε ένα μέσο ένδικης προστασίας κατά της παραδόσεως.

34.      Συνεπώς, το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν η παράδοση δεν καθίσταται δυνατή λόγω κινήσεως διαδικασίας ασύλου.

35.      Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος αυτού, η έκβαση επί της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στα υποβληθέντα από το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) προδικαστικά ερωτήματα. Παρ’ όλα αυτά, θα τα εξετάσω για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συνταχθεί με την πρότασή μου.

Β.      Επί της απολύσεως του καταζητουμένου

36.      Το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος αφορά την απόλυση του καταζητουμένου. Συναφώς, θα εξετάσω κατ’ αρχάς τις κανονιστικές προϋποθέσεις και συνέπειες της απολύσεως και, εν συνεχεία, ορισμένες αμφιβολίες που εγείρονται ως προς τον εύλογο χαρακτήρα της. Τέλος, θα υπαγάγω τις σκέψεις αυτές στο πλαίσιο του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

1.      Κανονιστικές προϋποθέσεις και συνέπειες της απολύσεως

37.      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ο ενδιαφερόμενος απολύεται, εάν εξακολουθεί να κρατείται κατά την παρέλευση των προθεσμιών που αναφέρονται στο άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4.

38.      Το άρθρο 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 τάσσει πολύ βραχεία προθεσμία. Πιο συγκεκριμένα, η παράδοση πραγματοποιείται το αργότερο δέκα ημέρες μετά την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως για την εκτέλεση του ΕΕΣ. Η ακριβής ημερομηνία παραδόσεως εντός της προθεσμίας αυτής συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών (άρθρο 23, παράγραφος 1).

39.      Αντιθέτως, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 23, παράγραφοι 3 ή 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η παρέλευση της προθεσμίας δεν δύναται να προσδιοριστεί άνευ ετέρου. Βεβαίως, αμφότερες οι διατάξεις προβλέπουν προθεσμία δέκα ημερών, αλλά η προθεσμία αυτή εκκινεί μόνον από τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία παραδόσεως.

40.      Νέα ημερομηνία παραδόσεως μπορεί να συμφωνηθεί, εφόσον η παράδοση κατά την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία καθίσταται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας (άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584) ή για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους (άρθρο 23, παράγραφος 4).

41.      Το άρθρο 23, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν προσδιορίζει πιο συγκεκριμένα τον χρόνο της νέας ημερομηνίας παραδόσεως. Όμως, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, συνάγεται και για τις περιπτώσεις αυτές ότι η παράδοση πρέπει να πραγματοποιείται το ταχύτερο δυνατόν. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η συνέχιση της κρατήσεως επιτρέπεται μόνον εάν η διαδικασία παραδόσεως –και υπό το πρίσμα του άρθρου 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (6)– διεξήχθη με επαρκή επιμέλεια και, συνεπώς, η διάρκεια της κρατήσεως δεν είναι υπερβολική (7).

42.      Πάντως, η δεκαήμερη προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν ισχύει για τη νέα ημερομηνία παραδόσεως με βάση το άρθρο 23, παράγραφοι 3 και 4. Τούτο προκύπτει ήδη από το γεγονός ότι ο νομοθέτης έχει ορίσει ρητώς βραχείες προθεσμίες δέκα ημερών στις δύο αυτές διατάξεις, αλλά οι εν λόγω προθεσμίες εκκινούν μόνο με τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία παραδόσεως, αν και δεν έχουν ως αντικείμενο τον προσδιορισμό της ημερομηνίας αυτής. Τυχόν προθεσμία για τη νέα ημερομηνία παραδόσεως, άλλωστε, δεν θα είχε νόημα, διότι στις περιπτώσεις που καλύπτει το άρθρο 23, παράγραφοι 3 και 4, δεν είναι προβλέψιμη η χρονική διάρκεια ύπαρξης του εκάστοτε κωλύματος.

43.      Εάν οι προθεσμίες έχουν εκπνεύσει και ο καταζητούμενος εξακολουθεί να κρατείται, πρέπει να απολυθεί δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν.

44.      Το αποτέλεσμα τούτο, το οποίο επιβεβαίωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Vilkas (8), προκαλεί έκπληξη, καθόσον δημιουργεί τον κίνδυνο ο καταζητούμενος να αποφύγει την περαιτέρω εκτέλεση του εντάλματος συλλήψεως διά της φυγής του.

45.      Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας Μ. Bobek υποστήριξε, μάλιστα, ότι η απόλυση δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 συνιστά πραγματική και άνευ όρων απόλυση που αποκλείει τη λήψη μέτρων ώστε να αποφευχθεί η διαφυγή του καταζητουμένου βάσει του ΕΕΣ (9).

46.      Εντούτοις, αντιλαμβάνομαι τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Vilkas υπό την έννοια ότι το κράτος εκτελέσεως, ακόμη και μετά την απόλυση δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, οφείλει να λάβει άλλα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την παράδοση, εφόσον δεν θέτει υπό κράτηση τον καταζητούμενο για τον σκοπό αυτόν. Πράγματι, οι δικαστικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους εξακολουθούν να υποχρεούνται να συνεχίσουν τη διαδικασία εκτελέσεως ΕΕΣ και να προβούν στην παράδοση του καταζητουμένου. Προς τούτο, πρέπει να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία παραδόσεως (10). Για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, το κράτος εκτελέσεως πρέπει να έχει, ιδίως, την εξουσία να λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα εξαναγκασμού σε άμεση σχέση με την παράδοση. Θα ήταν αντίθετο προς την υποχρέωση συνεχίσεως της διαδικασίας (11), εάν το κράτος εκτελέσεως κωλυόταν, μέχρι την παράδοση, να λάβει άλλα περιοριστικά της ελευθερίας μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί η διαφυγή, τα οποία δεν συνιστούν μέτρα στερητικά της ελευθερίας (12).

47.      Ωστόσο, βάσει του άρθρου 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η κράτηση καταζητουμένου επιτρέπεται μόνον εφόσον είναι αναγκαία (13). Δηλαδή, δεν πρέπει να είναι δυνατή η διασφάλιση της εκτελέσεως του ΕΕΣ με λιγότερο επαχθή μέσα. Το γεγονός ότι συχνά καταζητούμενοι τίθενται υπό κράτηση στο κράτος εκτελέσεως καταδεικνύει ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, τα εναλλακτικά μέτρα δεν συνιστούν εξίσου κατάλληλο μέσο για την αποφυγή διαφυγής (14).

2.      Ο εύλογος χαρακτήρας της απολύσεως

48.      Συνεπώς, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως εγείρουν αμφιβολίες ως προς τον εύλογο χαρακτήρα της απολύσεως δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

49.      Πρώτον, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι συντρέχει μη αμελητέος κίνδυνος διαφυγής. Πράγματι, οι καταζητούμενοι διέφυγαν ήδη στη Σουηδία για να αποφύγουν την εκτέλεση του ΕΕΣ και, ενδεχομένως, είχαν διαφύγει, σε προγενέστερο χρόνο, και από τη Ρουμανία. Εντούτοις, όσον αφορά τις προθεσμίες για την έκδοση αποφάσεως περί εκτελέσεως ΕΕΣ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ήδη ότι η απόλυση δεν συμβιβάζεται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 όταν υφίσταται κίνδυνος διαφυγής μη δυνάμενος να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής κατάλληλων μέτρων (15).

50.      Δεύτερον, οι καθυστερήσεις της παραδόσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης οφείλονται, τουλάχιστον εν μέρει, στη συμπεριφορά των καταζητουμένων, δεδομένου ότι, αρχικώς, άσκησαν προσφυγή κατά της παραδόσεως και, στη συνέχεια, υπέβαλαν αίτηση ασύλου, μολονότι, εκ πρώτης όψεως, δεν συντρέχει καμία από τις ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις χορηγήσεως ασύλου που προβλέπει το πρωτόκολλο 24 για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά τη Ρουμανία, μάλιστα, οι καταζητούμενοι συνέβαλαν στο να μην μπορούν να υπερκερασθούν τα εμπόδια της παραδόσεως που προέκυψαν από τη νόσο COVID-19, καθόσον αρνούνταν να υποβληθούν στις αναγκαίες εξετάσεις. Η απόλυσή τους, λοιπόν, θα μπορούσε να ευνοήσει πρακτικές που σκοπούν στην παρακώλυση της εκτελέσεως των ΕΕΣ (16).

51.      Τρίτον, τα δικαστήρια της Ρουμανίας, ήτοι τα δικαστήρια κράτους μέλους, έχουν καταδικάσει αμετάκλητα τους καταζητουμένους σε πολυετείς στερητικές της ελευθερίας ποινές. Παρά τα ενδεχόμενα μέτρα που σκοπούν στον περιορισμό του κινδύνου διαφυγής, η απόλυση των καταζητουμένων αυξάνει τον κίνδυνο μη εκτελέσεως των ποινών αυτών. Τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν αντίθετο προς την εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και προς την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως που πραγματώνονται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 (17). Αντιθέτως, όσον αφορά τα εξεταζόμενα εντάλματα συλλήψεως για την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών, η επιβάρυνση των καταζητουμένων σε περίπτωση συνέχισης της κρατήσεώς τους, εάν δεν αποκλειόταν τελείως, θα ήταν πολύ περιορισμένη, δεδομένου ότι το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος συνυπολογίζει τη διάρκεια της κρατήσεως που απορρέει από την εκτέλεση ΕΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 26 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (18).

52.      Πάντως, στην απόφαση Vilkas, το Δικαστήριο επέμεινε στην απόλυση ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις (19).

53.      Στην υπόθεση Vilkas, ο κίνδυνος διαφυγής ήταν τουλάχιστον πιθανός, διότι η αντίσταση που ασκούνταν έναντι της παραδόσεως μαρτυρούσε ότι ο καταζητούμενος δεν ήταν διατεθειμένος να εκτίσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που του είχε επιβληθεί και να υποβληθεί σε λοιπές διώξεις.

54.      Επιπλέον, οι καθυστερήσεις που σημειώθηκαν στην περίπτωση εκείνη οφείλονταν επίσης στη συμπεριφορά του καταζητουμένου, καθόσον αυτός αντιτάχθηκε επιτυχώς στην παράδοση μέσω εμπορικής πτήσεως (20), πράγμα το οποίο το Δικαστήριο θα έκρινε ως περίπτωση ανωτέρας βίας μόνο σε σπάνιες εξαιρετικές περιστάσεις (21).

55.      Τέλος, η απόφαση Vilkas –όπως και η παρούσα διαδικασία– αφορούσε ένταλμα συλλήψεως με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. Βεβαίως, ούτε οι σχετικές προτάσεις (22) ούτε η απόφαση (23) ή η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην εν λόγω υπόθεση μνημονεύουν την αιτία των δύο επίδικων, στο πλαίσιο εκείνο, ενταλμάτων συλλήψεως. Στην υπόθεση εκείνη όμως η Ιρλανδία προέβαλε ότι το ένα από τα εντάλματα συλλήψεως είχε ως αντικείμενο την άσκηση ποινικής διώξεως, μεταξύ άλλων, για βαριά σωματική βλάβη, και το άλλο την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, μεταξύ άλλων, για ληστεία και διατάραξη δημοσίας τάξεως (24). Επομένως, το Δικαστήριο δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί ότι τα εντάλματα συλλήψεως είχαν ως σκοπό μόνον την ποινική δίωξη. Τουλάχιστον η επιχειρηματολογία του γενικού εισαγγελέα M. Bobek, κατά την οποία η προβλεψιμότητα των διαταράξεων εκ μέρους του καταζητουμένου πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των «εγκλημάτ[ων] για τα οποία διώκεται ή έχει καταδικαστεί» (25) και των «στοιχεί[ων] του φακέλου και των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως» (26), συνηγορεί υπέρ του ότι είχε λάβει γνώση των βάσεων των δύο ενταλμάτων συλλήψεως.

56.      Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, στην απόφαση Vilkas, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ρητώς ότι η απόλυση δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 επιβάλλεται, αδιακρίτως, μετά την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας ακόμη και σε περίπτωση ΕΕΣ που σκοπεί στην εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας. Συνεπώς, δεν θα συνιστούσε παρέκκλιση από την απόφαση αυτή, εάν το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της προκειμένης υποθέσεως, ερμήνευε κατά τρόπο περιοριστικό την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 5, σε σχέση με τέτοια εντάλματα συλλήψεως. Τούτο πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

3.      Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία

57.      Κατά το άρθρο 6 του Χάρτη, κάθε πρόσωπο –δηλαδή ακόμη και πρόσωπο που διέπραξε ποινικό αδίκημα, καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή και διαφεύγει– έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια.

58.      Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη δέχεται ότι επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στην άσκηση δικαιωμάτων, όπως του άρθρου 6 αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (27).

59.      Εξάλλου, από το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη προκύπτει ότι, στο μέτρο που περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα που εγγυάται η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους επιφυλάσσει ειδικότερα η σύμβαση αυτή. Το άρθρο 53 του Χάρτη προσθέτει συναφώς ότι καμία διάταξή του δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι περιορίζει ή θίγει τα αναγνωριζόμενα, μεταξύ άλλων, από την ΕΣΔΑ δικαιώματα (28).

60.      Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο περιορισμός του δικαιώματος στην ελευθερία προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, νομική βάση αρκούντως προσβάσιμη, σαφή και προβλέψιμη κατά την εφαρμογή της, ώστε να αποφεύγεται κάθε κίνδυνος αυθαιρεσίας (29). Τούτο ακριβώς πρέπει να ισχύει για πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για διάπραξη ποινικού αδικήματος και τελούν υπό κράτηση, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο κίνδυνος αυθαίρετης μεταχειρίσεως είναι ιδιαιτέρως αυξημένος.

61.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως, η νομική βάση της κρατήσεως πρέπει να αναζητηθεί κατ’ αρχάς στις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, καθώς και στην εθνική νομοθεσία που θεσπίστηκε για την εφαρμογή της (30). Τόσο το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 όσο και το άρθρο 48 του φινλανδικού νόμου περί παραδόσεως εντός ΕΕ προβλέπουν, χωρίς καμία επιφύλαξη, ότι ο καταζητούμενος πρέπει να απολύεται μετά την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 23 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Τυχόν ερμηνεία των διατάξεων αυτών η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη συνέχιση της κρατήσεως παρά την παρέλευση των προθεσμιών θα στερούνταν πλέον προβλεψιμότητας και θα είχε, μάλιστα, contra legem χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο κατά πόσον ο περιορισμός της εφαρμογής του άρθρου 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου μόνο στα ΕΕΣ που σκοπούν στην εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών θα συμβιβαζόταν με το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη και στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ.

62.      Επιπλέον, στην περίπτωση εντάλματος συλλήψεως για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η καταδίκη αυτή παρέχει, σε συνδυασμό με τις ισχύουσες ποινικές διατάξεις, νομικό έρεισμα για τη συνέχιση της κρατήσεως. Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 όμως δεν περιέχει καμία ειδική πρόβλεψη για τον σκοπό αυτόν.

63.      Κρίσιμη για την εκτέλεση των στερητικών της ελευθερίας ποινών που έχουν επιβληθεί σε άλλα κράτη μέλη θα ήταν μάλλον η απόφαση-πλαίσιο 2008/909 (31). Πάντως, ούτε από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ούτε από τις σχετικές παρατηρήσεις προκύπτει οποιαδήποτε ένδειξη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις τέτοιας εκτελέσεως. Δεν υφίσταται καμία ένδειξη ούτε όσον αφορά κατάλληλες διατάξεις του φινλανδικού δικαίου.

64.      Επομένως, στο μέτρο που ο νομοθέτης δεν τροποποιεί το άρθρο 23, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου, επιβάλλεται να γίνει δεκτό, όσον αφορά και τα ΕΕΣ που σκοπούν στην εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών, ότι οι καταζητούμενοι πρέπει να απολύονται, εάν εξακολουθούν να τελούν υπό κράτηση μετά την πάροδο των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4.

65.      Ακόμη μεγαλύτερη σημασία, λοιπόν, έχουν τα δύο άλλα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία αφορούν τις περιστάσεις υπό τις οποίες επέρχεται η παράταση της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου.

Γ.      Επί της συμμετοχής της δικαστικής αρχής

66.      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινισθεί αν η παράταση της προθεσμίας δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 επέρχεται μόνον όταν δικαστική αρχή διαπιστώνει ότι η εμπρόθεσμη παράδοση ήταν αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας.

67.      Το ερώτημα αυτό ανάγεται στο γεγονός ότι, κατά το φινλανδικό δίκαιο, τα καθήκοντα που συνδέονται με την εκτέλεση της παραδόσεως μεταβιβάζονται στην εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών, όταν η δικαστική απόφαση περί παραδόσεως καταστεί αμετάκλητη. Η εν λόγω υπηρεσία μεριμνά για την πρακτική εφαρμογή της αποφάσεως περί παραδόσεως, επικοινωνεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παραδόσεως, εάν η παράδοση δεν πραγματοποιηθεί –όπως στην προκειμένη περίπτωση– εντός της προθεσμίας των δέκα ημερών.

68.      Το πρόσωπο που πρόκειται να παραδοθεί έχει πάντοτε το δικαίωμα να ζητήσει από δικαστήριο να ελέγξει αν η κράτησή του εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη ή αν πρέπει να απολυθεί λόγω υπερβολικής στερήσεως της ελευθερίας. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, αν η παράλειψη παραδόσεως οφείλεται σε περίπτωση ανωτέρας βίας κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η οποία καθιστά δυνατή την παράταση της προθεσμίας παραδόσεως και τη συνέχιση της κρατήσεως του προς παράδοση προσώπου με την επιφύλαξη του άρθρου 23, παράγραφος 5. Η εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών ή άλλη αρχή υποβάλλει προς εξέταση σε δικαστήριο το ερώτημα σχετικά με τη συνέχιση της κρατήσεως, αλλά όχι άνευ ετέρου.

69.      Εντούτοις, όπως επισημαίνει το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο), το άρθρο 23, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει ρητώς ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως και η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος επικοινωνούν αμέσως μεταξύ τους και συμφωνούν νέα ημερομηνία παραδόσεως, εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας (32).

70.      Βεβαίως, η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει ποια αρχή εξακριβώνει την ύπαρξη ανωτέρας βίας, αλλά, τουλάχιστον με βάση το γράμμα της, η συμφωνία νέας ημερομηνίας παραδόσεως προϋποθέτει τη διαπίστωση περιπτώσεως ανωτέρας βίας. Συνεπώς, η δικαστική αρχή εκτελέσεως και η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος μπορούν να προβούν σε τέτοια συμφωνία μόνον εάν πεισθούν ότι συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας.

71.      Η φινλανδική εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαστική αρχή.

72.      Η έννοια της «δικαστικής αρχής» κατά την απόφαση-πλαίσιο συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης (33). Πρόκειται είτε για δικαστή ή δικαστήριο είτε για δικαστική αρχή, όπως η εισαγγελία κράτους μέλους, που μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο κράτος μέλος αυτό και διαθέτει την απαιτούμενη ανεξαρτησία από την εκτελεστική εξουσία (34). Αποφάσεις σχετικά με την εκτέλεση ΕΕΣ, και ιδίως σχετικά με την παράδοση του καταζητουμένου, λαμβάνονται από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

73.      Αντιθέτως, τα υπουργεία ή οι αστυνομικές υπηρεσίες δεν συνιστούν δικαστικές αρχές διότι εμπίπτουν στην εκτελεστική εξουσία (35). Όσον αφορά τις αρχές του είδους αυτού, το άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει απλώς ότι αυτές, ως «κεντρικές αρχές», μπορούν να είναι επιφορτισμένες με τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των ΕΕΣ καθώς και κάθε άλλης επίσημης αλληλογραφίας που τις αφορά. Ο ρόλος τους στην εκτέλεση ΕΕΣ πρέπει να περιορίζεται σε πρακτική και διοικητική στήριξη όπως προβλέπει η αιτιολογική σκέψη 9.

74.      Η απλή διαπραγμάτευση των λεπτομερειών παραδόσεως θα αποτελούσε ενδεχομένως τμήμα της πρακτικής και διοικητικής στήριξης.

75.      Εντούτοις, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η πρακτική αυτή πτυχή συνδέεται με απόφαση σχετικά με τη συνέχιση της κρατήσεως: κατ’ αρχάς πρέπει να κριθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως, ήτοι αν συντρέχει, μεταξύ άλλων, περίπτωση ανωτέρας βίας. Ο επακόλουθος καθορισμός νέας ημερομηνίας παραδόσεως προσδιορίζει και το επιπλέον χρονικό διάστημα της κρατήσεως. Συναφώς, η επίμαχη κατάσταση πρέπει να ελεγχθεί κατά τρόπο συγκεκριμένο, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων στοιχείων, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η διαδικασία παραδόσεως διεξήχθη με επαρκή επιμέλεια και, ως εκ τούτου, η διάρκεια της κρατήσεως δεν είναι υπερβολική (36).

76.      Όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, πρόκειται για απόφαση σχετική με την εκτέλεση του ΕΕΣ η οποία απόκειται, κατά την αιτιολογική σκέψη 8, στις δικαστικές αρχές. Κατά τη Ρουμανική Κυβέρνηση, στο οικείο κράτος μέλος, η συνέχιση της κρατήσεως σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας διατάσσεται από δικαστήρια.

77.      Η προστασία αυτή με βάση το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 υπερβαίνει την προστασία που επιβάλλει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της ΕΣΔΑ απαιτεί μόνον η προσωρινή κράτηση κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ΕΣΔΑ να υπόκειται σε άμεσο δικαστικό έλεγχο. Αντιθέτως, σε περίπτωση κρατήσεως με σκοπό την έκδοση, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, αρκεί ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να ζητήσει από δικαστήριο να αποφανθεί εντός βραχείας προθεσμίας επί της νομιμότητας της στερήσεως της ελευθερίας και να διατάξει την απόλυσή του, εάν η στέρηση της ελευθερίας δεν είναι νόμιμη.

78.      Εν προκειμένω, παρέλκει η κρίση σχετικά με το αν το άρθρο 6 του Χάρτη περιορίζεται στο ελάχιστο αυτό επίπεδο ή παρέχει ευρύτερη προστασία κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη. Εν πάση περιπτώσει, τέτοια ευρύτερη προστασία κατοχυρώνεται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και ιδίως στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

79.      Εάν κράτος μέλος παρεκκλίνει από το καθεστώς αυτό και αναθέσει σε αστυνομική αρχή την κρίση σχετικά με την ύπαρξη περιπτώσεως ανωτέρας βίας και τη συμφωνία νέας ημερομηνίας παραδόσεως, τούτο αντιβαίνει στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου. Σε τέτοια περίπτωση, η παράταση του χρόνου κρατήσεως, η οποία συνδέεται με την παράταση της προθεσμίας, δεν θα ήταν πλέον αρκούντως προσβάσιμη, σαφής και προβλέψιμη κατά την εφαρμογή της και, επομένως, δεν θα συμβιβαζόταν με το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

80.      Συνεπώς, παράταση της προθεσμίας παραδόσεως δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και συνέχιση της κρατήσεως μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, επιτρέπεται μόνον όταν δικαστική αρχή διαπιστώνει ότι η παράδοση εντός δέκα ημερών από την τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του ΕΕΣ ήταν αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας και συμφωνεί νέα ημερομηνία παραδόσεως.

81.      Ωστόσο, η απουσία σχετικής διαπιστώσεως εκ μέρους δικαστικής αρχής δεν συνεπάγεται την άμεση απόλυση του καταζητουμένου. Πιο συγκεκριμένα, αστυνομική αρχή δεν μπορεί να αποφασίσει ούτε την απόλυση του καταζητουμένου και να εμποδίσει, ενδεχομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την έκδοσή του, πράγμα που συνιστά τον ίδιο τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

82.      Κατ’ αρχάς, όταν αστυνομική αρχή έχει κρίνει ότι παράδοση δεν ήταν δυνατή λόγω ανωτέρας βίας και, ενδεχομένως, έχει συμφωνήσει και νέα ημερομηνία παραδόσεως, οφείλει να θεραπεύσει το σφάλμα αυτό προσφεύγοντας αμελλητί σε δικαστήριο το οποίο θα εξετάσει τη συγκεκριμένη περίπτωση. Το εν λόγω δικαστήριο, ανάλογα με την εκτίμησή του επί των ζητημάτων αυτών, διατάσσει είτε τη συνέχιση της κρατήσεως είτε την απόλυση.

Δ.      Επί του αποτελέσματος των αιτήσεων ασύλου

83.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του Korkein oikeus [Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία] έχει ως αντικείμενο το αποτέλεσμα των αιτήσεων ασύλου των δύο καταζητουμένων ως προς τις προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν πρέπει να θεωρηθεί ως περίπτωση ανωτέρας βίας η σχετική απαγόρευση της εκτελέσεως μέχρι το πέρας της ένδικης διαδικασίας ή το δικαίωμα του αιτούντος άσυλο να διαμείνει στο κράτος μέλος εκτελέσεως έως την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεώς του.

1.      Ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου

84.      Ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 συνηγορούν υπέρ του συγκεκριμένου συμπεράσματος. Βάσει αυτών, η αδυναμία παραδόσεως λόγω περιστάσεων που βρίσκονται εκτός του ελέγχου των οικείων κρατών μελών (37) αρκεί για να επιτραπεί η συμφωνία νέας ημερομηνίας παραδόσεως. Κατά κανόνα, η υποβολή αιτήσεως ασύλου εκ μέρους των καταζητουμένων εκφεύγει του ελέγχου των κρατών μελών.

85.      Πάντως, άλλες γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούν την έννοια της ανωτέρας βίας (38).

86.      Λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών αυτών γλωσσικών αποδόσεων, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Vilkas, συντασσόμενο με τον γενικό εισαγγελέα Μ. Bobek (39), ότι το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, λόγω του ιστορικού θεσπίσεως (40), εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας (41).

87.      Η έννοια της «ανωτέρας βίας» πρέπει να νοείται, όπως και σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης, ως καλύπτουσα ξένες προς τον επικαλούμενο την ανωτέρα βία περιστάσεις, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια (42). Συναφώς, το περιεχόμενο της εξαιρέσεως αυτής πρέπει να ερμηνεύεται στενά (43), ώστε να καλύπτει μόνον πραγματικές καταστάσεις αδυναμίας και όχι απλή δυσχέρεια της παραδόσεως (44).

88.      Εντούτοις, αμφιβάλλω αν η εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 συνάδει με τους σκοπούς της αποφάσεως-πλαισίου ή αν επιβάλλεται υπό το πρίσμα του άρθρου 6 του Χάρτη. Στην προκειμένη περίπτωση, το κώλυμα της παραδόσεως ανάγεται σε αίτηση ασύλου της οποίας οι πιθανότητες εγκρίσεως είναι ιδιαιτέρως αμφίβολες βάσει του πρωτοκόλλου 24 για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός αυτό, αλλά και η συμπεριφορά του καταζητουμένου στην υπόθεση Vilkas, μαρτυρούν σαφώς τον κίνδυνο οι καταζητούμενοι να παρακωλύουν την παράδοση μέσω καταχρηστικών συμπεριφορών χωρίς να πληρούνται, συναφώς, οι προϋποθέσεις ανωτέρας βίας. Κατά πάγια νομολογία όμως οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικώς (45).

89.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί η ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή καλύπτει όλες τις περιστάσεις οι οποίες, παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια (46), καθιστούν αδύνατη την παράδοση και εκφεύγουν του ελέγχου των κρατών μελών.

90.      Ωστόσο, βάσει των άρθρων 18, 47 και 48 του Χάρτη, οι καταζητούμενοι έχουν, κατ’ αρχήν, δικαίωμα σε προσήκουσα εξέταση της αιτήσεώς τους περί χορηγήσεως ασύλου, καθώς και σε αποτελεσματική ένδικη προστασία. Μολονότι το πρωτόκολλο 24 για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιορίζει σημαντικά το δικαίωμα ασύλου των πολιτών της Ένωσης σε άλλα κράτη μέλη και αίτηση για τη χορήγηση ασύλου δεν συνιστά επίσης λόγο μη εκτελέσεως της παραδόσεως (47), το δικαίωμα αυτό δεν καταργείται απολύτως. Επομένως, οι αρχές, ακόμη και αν επιδείξουν μέγιστη επιμέλεια, δεν διαθέτουν κανένα μέσο για να εμποδίσουν τους καταζητουμένους να καθυστερήσουν την παράδοση κατ’ αυτόν τον τρόπο.

2.      Επικουρικώς: διακοπή της προθεσμίας λόγω της αιτήσεως ασύλου

91.      Πάντως, σε περίπτωση που το Δικαστήριο εμμείνει στο ότι το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 περιορίζεται στις περιπτώσεις ανωτέρας βίας, οι προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν πληρούνται εν προκειμένω.

92.      Κατά κανόνα, το κράτος μέλος εκτελέσεως δεν μπορεί να ελέγξει, ασφαλώς, αν καταζητούμενος θα υποβάλλει αίτηση ασύλου. Το κράτος μέλος δεν μπορεί να αποτρέψει την επακόλουθη καθυστέρηση της παραδόσεως, ακόμη και αν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια (48). Υπό ορισμένες περιστάσεις, τέτοια αίτηση μπορεί να προκαλέσει και έκπληξη.

93.      Ωστόσο, βάσει στενής ερμηνείας της έννοιας της ανωτέρας βίας, τούτο δεν αποτελεί ασύνηθες και απρόβλεπτο γεγονός. Εάν αποδειχθεί, μάλιστα, ότι οι καταζητούμενοι δύνανται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να παρακωλύσουν την παράδοσή τους και να επιτύχουν την απόλυσή τους, τέτοιες αιτήσεις θα υποβάλλονται τακτικά. Σε περίπτωση τέτοιας πρακτικής, το αργότερο, θα αποκλειόταν η δυνατότητα μια αίτηση ασύλου και το κώλυμα εκδόσεως που συνδέεται με αυτήν να θεωρηθούν ως περίπτωση ανωτέρας βίας.

94.      Μολονότι το ανωτέρω αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκαλέσει καταχρηστικές συμπεριφορές εκ μέρους των καταζητουμένων, έγινε, κατ’ αρχήν, δεκτό από το Δικαστήριο στην απόφαση Vilkas. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (49)– ότι η αντίσταση στην παράδοση που προβάλλει ο καταζητούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτη και, επομένως, ούτε ως περίπτωση ανωτέρας βίας (50). Για την περίπτωση, μάλιστα, κατά την οποία δεν μπορεί να διαπιστωθεί ανωτέρα βία, τόνισε ότι ο καταζητούμενος πρέπει να απολύεται (51).

95.      Εντούτοις, οι διαπιστώσεις αυτές στηρίζονται στη λογική ότι οι ενδιαφερόμενες αρχές, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη επιμέλεια, διαθέτουν μέσα τα οποία τους επιτρέπουν, συνήθως, να κάμψουν την αντίσταση που προβάλλει ο καταζητούμενος (52).

96.      Αντιθέτως, οι αρχές αυτές –όπως επισημάνθηκε ήδη (53)– δεν διαθέτουν τέτοια μέσα σε περίπτωση αιτήσεως ασύλου. Τούτο δικαιολογεί τη διακοπή των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου, λόγω τέτοιας καθυστερήσεως, χωρίς να απαιτείται η αίτηση ασύλου να θεωρηθεί περίπτωση ανωτέρας βίας. Αυτό προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 23 υπό το πρίσμα των σκοπών της αποφάσεως-πλαισίου και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.

97.      Πράγματι, διάφορες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που προβλέπουν ότι πράξεις εφαρμογής, διερευνήσεως και διώξεως (54) διακόπτουν τις προθεσμίες παραγραφής μαρτυρούν ότι η διακοπή αυτή εκφράζει μια γενική αρχή.

98.      Η γενική αυτή αρχή εκφράζει επίσης την προαναφερθείσα άποψη της Επιτροπής κατά την οποία η άσκηση ενδίκου βοηθήματος κατά της παραδόσεως αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (55).

99.      Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν συνάδουν, κατ’ αρχήν, με την αρχή της αποτελεσματικότητας εθνικοί κανόνες οι οποίοι θεσπίζουν μεν σύντομες προθεσμίες παραγραφής όσον αφορά το δικαίωμα αποζημιώσεως που στηρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, αλλά δεν προβλέπουν διακοπή λόγω ένδικων διαδικασιών για τη διαπίστωση της επίμαχης παραβάσεως (56).

100. Οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως ομοιάζουν περισσότερο με την απόφαση Arslan, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνέχιση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας που είχε ήδη τεθεί υπό κράτηση με σκοπό την απομάκρυνση λόγω κινδύνου διαφυγής μπορεί να συνάδει με τις σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης όταν αυτός καθυστερεί την απομάκρυνση διά της υποβολής αιτήσεως ασύλου (57).

101. Βεβαίως, θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις νομικής βάσεως για τη στέρηση της ελευθερίας η ρητή ρύθμιση της διακοπής αυτής κατά τρόπο παρόμοιο με τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας και ανθρωπιστικών λόγων που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 ή με τις μνημονευόμενες, ανωτέρω, διακοπές της παραγραφής. Εάν όμως οι καταζητούμενοι δημιουργούν σκοπίμως, με δικές τους αποφάσεις, ανυπέρβλητα νομικά εμπόδια στην παράδοση, δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η καθυστέρηση αυτή και η ανάγκη παρατεταμένης κρατήσεως δεν ήταν προβλέψιμες για τους ίδιους.

102. Συνεπώς, μόνο μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που αφορά την αίτηση ασύλου και την άρση του σχετικού εμποδίου για την παράδοση εφαρμόζονται εκ νέου οι προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου.

103. Συναφώς όμως δεν είναι εύλογο να συνεχιστεί απλώς η προθεσμία που διεκόπη με την αίτηση ασύλου. Πράγματι, εάν ο καταζητούμενος έχει επιλέξει στοχευμένα την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς του για χορήγηση ασύλου, ενδέχεται να μην υπολείπεται πλέον αρκετός χρόνος για να πραγματοποιηθεί η παράδοση εντός της εναπομένουσας προθεσμίας.

104. Επίσης, η επανεκκίνηση της προθεσμίας των δέκα ημερών δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν φαίνεται εύλογη. Η προθεσμία αυτή ισχύει για τη δικαστική αρχή εκτελέσεως και για τις αρχές που την επικουρούν, οι οποίες συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία για την έκδοση αποφάσεως περί εκτελέσεως του ΕΕΣ. Οι αρχές αυτές, λοιπόν, δεν αιφνιδιάζονται από την έναρξη της προθεσμίας και μπορούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε η παράδοση να πραγματοποιηθεί εμπροθέσμως.

105. Αντιθέτως, η απόφαση επί αιτήσεως ασύλου απόκειται σε άλλες αρχές. Επομένως, η περάτωση της διαδικασίας αυτής μπορεί να συγκριθεί περισσότερο με την εξάλειψη κωλύματος αναγόμενου σε ανωτέρα βία. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να συμφωνηθεί νέα ημερομηνία παραδόσεως δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 3.

106. Κατά συνέπεια, η οφειλόμενη σε αίτηση ασύλου μη εκτέλεση ΕΕΣ μέχρι την περάτωση της ένδικης διαδικασίας ή το δικαίωμα του αιτούντος άσυλο να παραμείνει στο κράτος εκτελέσεως έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του για χορήγηση ασύλου διακόπτουν τις προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Εάν η αίτηση ασύλου απορριφθεί οριστικά, πρέπει να συμφωνηθεί νέα ημερομηνία παραδόσεως δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 3.

107. Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το καθήκον επιμέλειας που σκοπεί να εξασφαλίσει ότι το στάδιο της παραδόσεως θα είναι όσο το δυνατόν συντομότερο (58) αφορά επίσης τις αρχές και τα δικαστήρια που αποφαίνονται επί της αιτήσεως ασύλου. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να δίνουν στην εν λόγω διαδικασία απόλυτη προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε άλλης εκκρεμούς διαδικασίας. Αρκεί να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον ειδικό επείγοντα χαρακτήρα της σε σύγκριση με τον επείγοντα χαρακτήρα των λοιπών διαδικασιών.

V.      Πρόταση

108. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

Το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν η παράδοση δεν καθίσταται δυνατή λόγω κινήσεως διαδικασίας για τη χορήγηση ασύλου.

109. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συνταχθεί με την πρότασή μου, προτείνω να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

1)      Παράταση της προθεσμίας παραδόσεως δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και συνέχιση της κρατήσεως μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, επιτρέπεται μόνον όταν δικαστική αρχή διαπιστώνει ότι η παράδοση εντός δέκα ημερών από την τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ήταν αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας και συμφωνεί νέα ημερομηνία παραδόσεως. Σε περίπτωση που αστυνομική αρχή έχει κρίνει τα εν λόγω ζητήματα, οφείλει να θεραπεύσει το σφάλμα αυτό προσφεύγοντας αμελλητί σε δικαστήριο το οποίο θα ελέγξει τις σχετικές αποφάσεις.

2)      Το άρθρο 23, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 καλύπτει όλες τις περιστάσεις οι οποίες, παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια, καθιστούν αδύνατη την παράδοση και εκφεύγουν του ελέγχου των κρατών μελών.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).


3      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψεις 45 έως 52). Ομοίως και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Vilkas (C‑640/15, EU:C:2016:826, σημεία 59 έως 64). Σχετικά, ακολούθως, τα σημεία 84 επ.


4      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Vilkas (C‑640/15, EU:C:2016:826, σημείο 31).


5      Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, I.B. (C‑306/09, EU:C:2010:626, σκέψεις 43 έως 45).


6      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψεις 57 έως 59), και της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, ΕU:C:2016:198, σκέψη 100).


7      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 43).


8      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 73). Βλ. και απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψεις 47 έως 49).


9      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Vilkas (C‑640/15, EU:C:2016:826, σημείο 35).


10      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 72).


11      Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 61), και της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 102).


12      Βλ., για παράδειγμα, τα μέτρα που περιγράφονται στην απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, JZ (C‑294/16 PPU, EU:C:2016:610, σκέψη 16). Σχετικά με τη διάκριση μεταξύ μέτρων στερητικών της ελευθερίας και περιοριστικών της ελευθερίας, βλ. σκέψεις 47 επ. της αποφάσεως αυτής.


13      Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 55), της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor (C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 37), και της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC (C‑492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψη 56).


14      Βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC (C‑492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψεις 51 και 52).


15      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC (C‑492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψη 63.) Βλ. και απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 61).


16      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 41).


17      Αποφάσεις της 16 Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 28), της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 76), και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 31). Βλ. και άρθρο 1, παράγραφος 2, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 6 και 10 της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584.


18      Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, JZ (C‑294/16 PPU, EU:C:2016:610).


19      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 73).


20      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψεις 14 και 15).


21      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψεις 59 έως 65).


22      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Vilkas (C‑640/15, EU:C:2016:826, σημείο 7).


23      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 12).


24      Παρατηρήσεις της Ιρλανδίας της 10ης Μαρτίου 2016 στην υπόθεση Vilkas (C‑640/15, σημείο 7).


25      Προτάσεις στην υπόθεση Vilkas (C‑640/15, EU:C:2016:826, σημείο 68).


26      Προτάσεις στην υπόθεση Vilkas (C‑640/15, EU:C:2016:826, σημείο 84).


27      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 55).


28      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 56).


29      Αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor (C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 40), της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe (C‑752/18, EU:C:2019:1114, σκέψη 46), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, JZ (Ποινή φυλακίσεως επί παραβιάσεως απαγορεύσεως εισόδου) (C‑806/18, EU:C:2020:724, σκέψη 41), κατ’ επίκληση, σε κάθε περίπτωση, της αποφάσεως του ΕΔΔΑ της 21ης Οκτωβρίου 2013, Del Río Prada κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2013:1021JUD004275009, § 125), καθώς και, σε σχέση με το ΕΕΣ, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC (C‑492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψεις 58 και 60).


30      Απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC (C‑492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψεις 61 επ.).


31      Απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2008, L 327, σ. 27).


32      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψεις 45 έως 52).


33      Αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak (C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 32), και της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία) (C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 41).


34      Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία) (C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 54).


35      Αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak (C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 34), και της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία) (C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 42).


36      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 43).


37      Η απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 46), μνημονεύει, συναφώς, το ισπανικό, το τσεχικό, το δανικό, το γερμανικό, το ελληνικό, το αγγλικό, το ολλανδικό, το πολωνικό, το σλοβακικό και το σουηδικό κείμενο.


38      Στην απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 46), το Δικαστήριο επισημαίνει, συναφώς, το ελληνικό, το γαλλικό, το ιταλικό, το πορτογαλικό, το ρουμανικό, και το φινλανδικό κείμενο.


39      Προτάσεις στην υπόθεση Vilkas (C‑640/15, EU:C:2016:826, σημεία 59 έως 64).


40      Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορούν ιδίως η επεξηγηματική έκθεση της Συμβάσεως η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση για την απλουστευμένη διαδικασία έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 1996, C 375, σ. 4 [9 επ.]), καθώς και οι επεξηγηματικές σημειώσεις του άρθρου 23 της πρότασης της Επιτροπής για απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών, COM(2001) 522 τελικό.


41      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψεις 45 έως 52).


42      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 53).


43      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 56).


44      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 57).


45      Αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, Κεφάλας κ.λπ. (C‑367/96, EU:C:1998:222, σκέψη 20), της 9ης Μαρτίου 1999, Centros (C‑212/97, EU:C:1999:126, σκέψη 24), της 17ης Ιουλίου 2014, Torresi (C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 42), και της 11ης Νοεμβρίου 2021, Ferimet (C‑281/20, EU:C:2021:910, σκέψη 45).


46      Βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 61).


47      Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, I.B. (C‑306/09, EU:C:2010:626, σκέψεις 43 έως 45).


48      Βλ. σημείο 89 των παρουσών προτάσεων.


49      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 64).


50      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 59).


51      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 73).


52      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 61).


53      Βλ. σημείο 89 των παρουσών προτάσεων.


54      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, L 312, σ. 1), άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), καθώς και άρθρο 105, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1).


55      Βλ. σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.


56      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψεις 51 έως 53). Βλ. και απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Manfredi κ.λπ. (C‑295/04 έως C‑298/04, ΕU:C:2006:461, σκέψη 78), και απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 17ης Σεπτεμβρίου 2018, Nye Kystlink AS κατά Color Group AS and Color Line AS (E‑10/17, σκέψη 119).


57      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Arslan (C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57 έως 60).


58      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas (C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 43). Βλ. και απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψεις 58 και 59).