Language of document :

Προσφυγή της 24ης Απριλίου 2009 - Gem-Year και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-172/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Gem-Year Industry Co. Ltd και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) Co. Ltd (εκπρόσωποι: Κ. Αδαμαντόπουλος και Y. Melin, δικηγόροι)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) 91/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009 , για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός

ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι υποβαλόντες τη σχετική καταγγελία κοινοτικοί παραγωγοί νομιμοποιούνταν ενεργητικά, κατά παράβαση των άρθρων 5, παράγραφοι 1 και 4, του βασικού κανονισμού,

αντίκειται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1, 2 και 4, στο άρθρο 2, παράγραφος 8, και στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 10, του βασικού κανονισμού, επιβάλλοντας δασμούς αντιντάμπινγκ σε πλήθος διαφορετικών προϊόντων,

αντίκειται στο άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, του βασικού κανονισμού, καθόσον διαπιστώνει, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ότι η κοινοτική βιομηχανία υπέστη σημαντική ζημία,

απορρίπτει αδικαιολόγητα το αίτημα Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων να τους απονεμηθεί το καθεστώς οικονομίας της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο σκέλος της πρώτης περίπτωσης, του βασικού κανονισμού,

αντίκειται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το φως της συμφωνίας ΠΟΕ και της παραγράφου 15 του Πρωτοκόλλου προσχώρησης της Κίνας στον ΠΟΕ, καθόσον απορρίπτει το αίτημα απονομής του καθεστώτος οικονομίας της αγοράς σε παραγωγούς στον βιομηχανικό τομέα των συνδετήρων λόγω της καταστάσεως που επικρατεί σε έτερο βιομηχανικό τομέα,

οι διαπιστώσεις του στηρίζονται σε ανεπαρκείς πληροφορίες, κατά παράβαση του καθήκοντος επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης όλων των σχετικών πτυχών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως το καθήκον αυτό εξασφαλίζεται από την κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες,

αντίκειται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 2, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στο άρθρο 5, στο άρθρο 6, στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στο άρθρο 11 και στο άρθρο 15 του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, καθόσον χρησιμοποιεί την άρνηση απονομής του καθεστώτος οικονομίας της αγοράς ως μέσο για να προβεί στην αντιστάθμιση επιδοτήσεων,

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως / Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 91/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας 1, για τους ακόλουθους λόγους:

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στο μέτρο που κατέληξε ότι οι υποβαλόντες την καταγγελία νομιμοποιούνταν ενεργητικά δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 4, του βασικού κανονισμού 2, δεδομένου ότι, κατά τις προσφεύγουσες, το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε να έχει λάβει υπόψη το περιθώριο σφάλματος των στατιστικών που χρησιμοποίησε για να υπολογίσει τη συνολική κοινοτική παραγωγή και να έχει διορθώσει αναλόγως το αριθμητικό αυτό στοιχείο. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντίκειται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1, 2 και 4, στο άρθρο 2, παράγραφος 8, και στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 10, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ σε πλήθος διαφορετικών προϊόντων, δεδομένου ότι η έρευνα αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να καλύπτει περισσότερα από ένα προϊόντα. Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που καταλήγει, με την αιτιολογική σκέψη 161 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η κοινοτική βιομηχανία υπέστη σημαντική ζημία, δεδομένου ότι η διαπίστωση αυτή στηρίζεται αποκλειστικά σε αρνητικό δείκτη ζημίας, σε αντιφατική διαπίστωση και σε διάφορες υποθετικές εκτιμήσεις.

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντίκειται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερο σκέλος, της πρώτης περίπτωσης, καθόσον απορρίπτει το αίτημα απονομής του καθεστώτος οικονομίας της αγοράς σε Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, για τον λόγο ότι το κόστος των σημαντικότερων εισροών τους δεν εκφράζει τις διεθνείς, χωρίς στρεβλώσεις, τιμές της αγοράς, ενώ η διάταξη αυτή απαιτεί απλώς από τις εταιρίες που ζητούν την απονομή του καθεστώτος οικονομίας της αγοράς να αποδείξουν ότι προμηθεύονται τα κύρια στοιχεία των εισροών τους στην αγοραία αξία.

Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντίκειται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, ερμηνευόμενο υπό το φως της συμφωνίας ΠΟΕ και της παραγράφου 15 του Πρωτοκόλλου προσχώρησης της Κίνας στον ΠΟΕ, καθόσον απορρίπτει το αίτημα απονομής του καθεστώτος οικονομίας της αγοράς σε παραγωγούς του βιομηχανικού τομέα των συνδετήρων λόγω της καταστάσεως που επικρατεί σε έτερο βιομηχανικό τομέα. Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι διαπιστώσεις του κανονισμού στηρίζονται σε ανεπαρκείς πληροφορίες, κατά παράβαση του καθήκοντος επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης όλων των σχετικών πτυχών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως το καθήκον αυτό εξασφαλίζεται από την κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες.

Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντίκειται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 2, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων 3, καθόσον δεν προσδιορίζει κατά πόσον οι διαπιστωθείσες κατά τη διάρκεια της έρευνας αντιντάμπινγκ επιχορηγήσεις αποτελούν επιδότηση όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα αυτά· με άλλα λόγια, δεν προσδιορίζεται κατά πόσον υφίσταται επιδότηση, αν έχει ατομικό χαρακτήρα, αν προσπορίζει όφελος και αν η βιομηχανία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υφίσταται ζημία ως αποτέλεσμα της επιδότησης αυτής. Ομοίως, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή ουδέποτε ανέλυσε τη ζημία, όπως προβλέπει το άρθρο 8 του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, ούτε υπολόγισε το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης της επιδότησης, όπως ορίζουν τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου κανονισμού. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε τις διαδικασίες του άρθρου 10, παράγραφος 1, και του άρθρου 11 ούτε απέδειξε, βάσει των πραγματικών περιστατικών, την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθώς και την επέλευση ζημίας οφειλόμενης στις επιδοτήσεις αυτές όπως απαιτεί το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, καθόσον χρησιμοποιεί την άρνηση απονομής του καθεστώτος οικονομίας της αγοράς ως μέσο για να προβεί στην αντιστάθμιση επιδοτήσεων.

____________

1 - ΕΕ 2009 L 29, σ. 1

2 - Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996 L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2117/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005 L 340, σ. 17)

3 - Κανονισμός (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1997 L 288, σ. 1)