Language of document : ECLI:EU:C:2024:354

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 25ης Απριλίου 2024 (1)

Υπόθεση C21/23

ND

κατά

DR

[αίτηση του Bundesgerichtshof
(Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Μέσα έννομης προστασίας – Περιορισμός των μέσων έννομης προστασίας – Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Έννοιες των “δεδομένων που παρέχουν πληροφορίες για την υγεία” και των “δεδομένων που αφορούν την υγεία”»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 (2) (στο εξής: ΓΚΠΔ), όσον αφορά, αφενός, το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός και, αφετέρου, την κατηγορία των ιδιαιτέρως ευαίσθητων δεδομένων που αποτελούν τα «δεδομένα που αφορούν την υγεία».

2.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως, στηριζόμενης στην απαγόρευση, κατά το εθνικό δίκαιο, των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, η οποία ασκήθηκε από επιχείρηση με σκοπό να παύσει η εκ μέρους ενός εκ των ανταγωνιστών της εμπορία στο διαδίκτυο φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή. Η προβαλλόμενη πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού συνίσταται, κατά την εν λόγω επιχείρηση, στη μη τήρηση των απαιτήσεων του ΓΚΠΔ σχετικά με την επεξεργασία των «δεδομένων που αφορούν την υγεία».

3.        Θα αρχίσω την ανάλυσή μου με την εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, που θα παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να οριοθετήσει την έννοια των «δεδομένων που αφορούν την υγεία», η οποία είναι καθοριστική για την εφαρμογή ή μη του ενισχυμένου καθεστώτος προστασίας.

4.        Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση δεδομένα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δεδομένα που αφορούν την υγεία», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, δεν στοιχειοθετείται η προβαλλόμενη πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού. Συνεπώς, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, που αφορά το ζήτημα κατά πόσον το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει ο ΓΚΠΔ επιτρέπει την ύπαρξη, στο εθνικό δίκαιο, αγωγής στηριζόμενης στην παράβαση των κανόνων περί απαγορεύσεως των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού με την οποία ο ενάγων προβάλλει παράβαση των ουσιαστικών διατάξεων του ΓΚΠΔ.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 95/46/ΕΚ

5.        Η οδηγία 95/46/ΕΚ (3) προβλέπει, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχουν πληροφορίες για τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και την υγεία και τη σεξουαλική ζωή.»

2.      Ο ΓΚΠΔ

6.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 10, 13, 35, 51 και 142 του ΓΚΠΔ έχουν ως εξής:

«(9) Ενώ οι στόχοι και οι αρχές της [οδηγίας 95/46] παραμένουν ισχυροί, η οδηγία δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τον κατακερματισμό της εφαρμογής της προστασίας των δεδομένων σε ολόκληρη την Ένωση, την ανασφάλεια δικαίου ή τη διαδεδομένη στο κοινό αντίληψη ότι υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την προστασία των φυσικών προσώπων, ιδίως όσον αφορά την επιγραμμική δραστηριότητα. Διαφορές στο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων, ιδίως του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη, ενδέχεται να εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. Επομένως, οι διαφορές αυτές μπορεί να συνιστούν εμπόδιο για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων στο επίπεδο της Ένωσης, να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και να εμποδίζουν τις αρχές στην εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Αυτή η διαφορά ως προς τα επίπεδα προστασίας οφείλεται στην ύπαρξη αποκλίσεων κατά την εκτέλεση και εφαρμογή της [οδηγίας 95/46].

(10) Για τη διασφάλιση συνεκτικής και υψηλού επιπέδου προστασίας των φυσικών προσώπων και την άρση των εμποδίων στις ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης, το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων θα πρέπει να είναι ισοδύναμο σε όλα τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να διασφαλίζεται συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. […]

[…]

(13) Για να διασφαλιστεί συνεκτικό επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων σε ολόκληρη την Ένωση και προς αποφυγή αποκλίσεων που εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εσωτερική αγορά, απαιτείται κανονισμός ο οποίος θα κατοχυρώνει την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια για τους οικονομικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, και θα προβλέπει για τα φυσικά πρόσωπα σε όλα τα κράτη μέλη το ίδιο επίπεδο νομικά εκτελεστών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ευθυνών για τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία, ώστε να διασφαλιστεί η συνεκτική παρακολούθηση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και οι ισοδύναμες κυρώσεις σε όλα τα κράτη μέλη και η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών των διάφορων κρατών μελών. […]

[…]

(35) Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με την υγεία θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες για την παρελθούσα, τρέχουσα ή μελλοντική κατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του υποκειμένου των δεδομένων. Τούτο περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το φυσικό πρόσωπο που συλλέγονται κατά την εγγραφή για υπηρεσίες υγείας και κατά την παροχή αυτών όπως αναφέρεται στην [οδηγία 2011/24/ΕΕ (4)] προς το εν λόγω φυσικό πρόσωπο· έναν αριθμό, ένα σύμβολο ή ένα χαρακτηριστικό ταυτότητας που αποδίδεται σε φυσικό πρόσωπο με σκοπό την πλήρη ταυτοποίηση του φυσικού προσώπου για σκοπούς υγείας· πληροφορίες που προκύπτουν από εξετάσεις ή αναλύσεις σε μέρος ή ουσία του σώματος, μεταξύ άλλων από γενετικά δεδομένα και βιολογικά δείγματα και κάθε πληροφορία, παραδείγματος χάριν, σχετικά με ασθένεια, αναπηρία, κίνδυνο ασθένειας, ιατρικό ιστορικό, κλινική θεραπεία ή τη φυσιολογική ή βιοϊατρική κατάσταση του υποκειμένου των δεδομένων, ανεξαρτήτως πηγής, παραδείγματος χάριν, από ιατρό ή άλλο επαγγελματία του τομέα της υγείας, νοσοκομείο, ιατρική συσκευή ή διαγνωστική δοκιμή in vitro.

[…]

(51) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι εκ φύσεως ιδιαίτερα ευαίσθητα σε σχέση με θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες χρήζουν ειδικής προστασίας, καθότι το πλαίσιο της επεξεργασίας τους θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες. […] Τέτοια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία, εκτός εάν η επεξεργασία επιτρέπεται σε ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη ότι το δίκαιο των κρατών μελών μπορεί να προβλέπει ειδικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων, προκειμένου να προσαρμόζεται η εφαρμογή των κανόνων του παρόντος κανονισμού λόγω συμμόρφωσης προς νομική υποχρέωση ή λόγω εκπλήρωσης καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Εκτός από τις ειδικές απαιτήσεις στις οποίες υπάγεται η εν λόγω επεξεργασία, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι γενικές αρχές και οι λοιποί κανόνες του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά τους όρους νόμιμης επεξεργασίας. Παρεκκλίσεις από τη γενική απαγόρευση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υπάγονται στις εν λόγω ειδικές κατηγορίες θα πρέπει να προβλέπονται ρητώς, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση ρητής συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων ή όταν πρόκειται για ειδικές ανάγκες, ιδίως όταν η επεξεργασία διενεργείται στο πλαίσιο θεμιτών δραστηριοτήτων ορισμένων ενώσεων ή ιδρυμάτων, σκοπός των οποίων είναι να επιτρέπουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών.

[…]

(142) Όταν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του βάσει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργανισμό ή οργάνωση που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλο[υ]ς, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι προς το δημόσιο συμφέρον και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να υποβάλει καταγγελία εξ ονόματός του σε εποπτική αρχή, να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής για λογαριασμό των υποκειμένων των δεδομένων ή, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, το δικαίωμα να λάβει αποζημίωση για λογαριασμό των υποκειμένων των δεδομένων. Κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι αυτός ο φορέας, οργανισμός ή οργάνωση […] έχει το δικαίωμα να υποβάλει σε αυτό το κράτος μέλος καταγγελία, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, και δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής, όταν έχει λόγους να θεωρεί ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού. Ο εν λόγω φορέας, οργανισμός ή οργάνωση ενδέχεται να μην έχει το δικαίωμα να απαιτεί αποζημίωση για λογαριασμό του υποκειμένου των δεδομένων, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.»

7.        Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και στόχοι», ορίζει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κανόνες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.      Ο παρών κανονισμός προστατεύει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των φυσικών προσώπων και ειδικότερα το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.      Η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης δεν περιορίζεται ούτε απαγορεύεται για λόγους που σχετίζονται με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»

8.        Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1)      “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο (“υποκείμενο των δεδομένων”)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου,

[…]

15)      “δεδομένα που αφορούν την υγεία”: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία σχετίζονται με τη σωματική ή ψυχική υγεία ενός φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών υγειονομικής φροντίδας, και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του,

[…]».

9.        Κατά το άρθρο 9 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»:

«1.      Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό.

2.      Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους προβλέπει ότι η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να αρθεί από το υποκείμενο των δεδομένων,

[…]

η)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς προληπτικής ή επαγγελματικής ιατρικής, εκτίμησης της ικανότητας προς εργασία του εργαζομένου, ιατρικής διάγνωσης, παροχής υγειονομικής ή κοινωνικής περίθαλψης ή θεραπείας ή διαχείρισης υγειονομικών και κοινωνικών συστημάτων και υπηρεσιών βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου κράτους μέλους ή δυνάμει σύμβασης με επαγγελματία του τομέα της υγείας και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

[…]».

10.      Τα άρθρα 77 έως 84 περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο VIII του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσφυγές, ευθύνη και κυρώσεις».

11.      Το άρθρο 77 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ή τον τόπο εργασίας του ή τον τόπο της εικαζόμενης παράβασης, εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό.»

12.      Το άρθρο 78 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά αρχής ελέγχου», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά.»

13.      Το άρθρο 79 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 77, έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του που το αφορούν κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού.»

14.      Το άρθρο 80 του ΓΚΠΔ, με τίτλο «Εκπροσώπηση υποκειμένων των δεδομένων», ορίζει τα εξής:

«1.      Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργάνωση ή ένωση που έχει συσταθεί δεόντως σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι γενικού συμφέροντος και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σε σχέση με την προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα να υποβάλει την καταγγελία για λογαριασμό του και να ασκήσει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 77, 78 και 79 για λογαριασμό του και να ασκήσει το δικαίωμα αποζημίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 82 εξ ονόματός του, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι κάθε φορέας, οργάνωση ή ένωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχει το δικαίωμα, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, να υποβάλει στο εν λόγω κράτος μέλος καταγγελία στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 77 και να ασκήσει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 78 και 79, εφόσον θεωρεί ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας.»

15.      Το άρθρο 82 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης και ευθύνη», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για τη ζημία που υπέστη.»

16.      Το άρθρο 84 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις άλλες κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, ιδίως για τις παραβάσεις που δεν αποτελούν αντικείμενο διοικητικών προστίμων δυνάμει του άρθρου 83, και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλιστεί ότι εφαρμόζονται. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

Β.      Το γερμανικό δίκαιο

1.      Ο νόμος περί αθέμιτου ανταγωνισμού

17.      Το άρθρο 3 του Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού), της 3ης Ιουλίου 2004 (5), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί αθέμιτου ανταγωνισμού), το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών συμπεριφορών», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι «[α]παγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές».

18.      Το άρθρο 3a του νόμου αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παραβίαση της νομοθεσίας», έχει ως εξής:

«Αθέμιτα ενεργεί όποιος παραβαίνει διάταξη του νόμου η οποία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να ρυθμίσει τη συναλλακτική συμπεριφορά προς το συμφέρον των συναλλασσομένων στη σχετική αγορά και η παράβαση είναι πρόσφορη να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των καταναλωτών, άλλων συναλλασσομένων στην αγορά ή των ανταγωνιστών.»

19.      Το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου, με τίτλο «Άρση και παράλειψη», ορίζει τα εξής:

«(1)      Στις περιπτώσεις αθέμιτων εμπορικών πρακτικών κατά την έννοια των άρθρων 3 ή 7, μπορεί να ζητηθεί η άρση και, σε περίπτωση κινδύνου υποτροπής, η απαγόρευσή τους στο μέλλον. […]

[…]

(3)      Την αξίωση της παραγράφου 1 μπορούν να ασκήσουν:

1. κάθε ανταγωνιστής ο οποίος εμπορεύεται ή ζητεί αγαθά ή υπηρεσίες σε σημαντικό βαθμό και όχι μόνο περιστασιακά,

[…]».

2.      Ο νόμος περί φαρμάκων

20.      Η κυκλοφορία των φαρμάκων διέπεται από τον Arzneimittelgesetz (νόμο περί φαρμάκων), της 24ης Αυγούστου 1976, όπως δημοσιεύθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2005 (6) και τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 8c του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2022 (7). Ο νόμος αυτός κάνει διάκριση μεταξύ των φαρμάκων που διατίθενται από τα φαρμακεία, στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 43 (με τίτλο «Υποχρέωση διανομής στα φαρμακεία») έως 47 του εν λόγω νόμου, και των φαρμάκων που διατίθενται με ιατρική συνταγή, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 48 (με τίτλο «Υποχρέωση συνταγογράφησης»).

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.      Οι ND και DR εκμεταλλεύονται έκαστος ένα φαρμακείο. Ο ND, αναιρεσίβλητος της κύριας δίκης, είναι κάτοχος άδειας ταχυδρομικών πωλήσεων και, επίσης, εμπορεύεται τα προϊόντα του, συμπεριλαμβανομένων των φαρμάκων που διατίθενται αποκλειστικά από τα φαρμακεία, μέσω του Amazon Marketplace (στο εξής: Amazon), πλατφόρμας ηλεκτρονικού εμπορίου μέσω της οποίας οι πωλητές μπορούν να πωλούν απευθείας προϊόντα στους καταναλωτές.

22.      Ο DR, αναιρεσείων της κύριας δίκης, άσκησε αγωγή παραλείψεως με αίτημα να απαγορευθεί στον ND η εμπορία, μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων Amazon, φαρμάκων που διατίθενται αποκλειστικά από τα φαρμακεία. Κατά τον DR, η εμπορία αυτή συνιστά αθέμιτη εμπορική πράξη, καθόσον συνεπάγεται παράβαση εκ μέρους του ND διατάξεως νόμου, κατά την έννοια του άρθρου 3α του νόμου κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, και συγκεκριμένα του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ, σχετικά με τη λήψη προηγούμενης και ρητής συγκατάθεσης από τον πελάτη για την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων που αφορούν την υγεία.

23.      Το Landgericht Dessau-Roßlau (περιφερειακό δικαστήριο Dessau-Roßlau, Γερμανία) έκανε δεκτή την αγωγή αυτή. Εν συνεχεία, το Oberlandesgericht Naumburg (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Naumburg, Γερμανία) απέρριψε την έφεση που άσκησε ο ND, κρίνοντας ότι η εκ μέρους του ND εμπορία μέσω του Amazon φαρμάκων που διατίθενται αποκλειστικά από τα φαρμακεία αντιβαίνει στη νομοθεσία κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η εμπορία αυτή συνιστά επεξεργασία δεδομένων που αφορούν την υγεία, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, για την οποία οι πελάτες δεν έχουν παράσχει τη ρητή συγκατάθεσή τους. Οι δε διατάξεις του ΓΚΠΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν κανόνες συναλλακτικής συμπεριφοράς κατά την έννοια του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού, και επομένως ο DR, ως ανταγωνιστής, έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή παραλείψεως βάσει του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού, προβάλλοντας παράβαση των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού από τον ND.

24.      Ο ND άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), με την οποία επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του με σκοπό την απόρριψη της αγωγής παραλείψεως.

25.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την ερμηνεία τόσο του κεφαλαίου VIII του ΓΚΠΔ όσο και του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46.

26.      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι πρέπει να κριθεί κατά πόσον ο αναιρεσείων της κύριας δίκης νομιμοποιείται ενεργητικά, ως ανταγωνιστής, να ασκήσει αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για παραβάσεις του ΓΚΠΔ, στρεφόμενος κατά του παραβάτη επί τη βάσει της απαγορεύσεως των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι πρόκειται για αμφισβητούμενο ζήτημα, στο οποίο μπορεί ενδεχομένως να δοθεί η απάντηση ότι οι κανόνες που περιλαμβάνει ο ΓΚΠΔ για την εξασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεών του είναι εξαντλητικοί, με συνέπεια να αποκλείεται η ενεργητική νομιμοποίηση των ανταγωνιστών για την άσκηση αγωγής βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού. Ωστόσο, είναι επίσης δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες του ΓΚΠΔ σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής των οικείων διατάξεων δεν είναι εξαντλητικοί και ότι, ως εκ τούτου, οι ανταγωνιστές νομιμοποιούνται ενεργητικά να ασκήσουν, με ένδικο βοήθημα, τις αξιώσεις παραλείψεως, προβάλλοντας παράβαση του εν λόγω κανονισμού.

27.      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να κριθεί κατά πόσον τα δεδομένα που πρέπει να εισαγάγουν οι πελάτες κατά τη διαδικτυακή παραγγελία φαρμάκων που διατίθενται μεν αποκλειστικά από φαρμακοποιούς, πλην όμως δεν απαιτούν ιατρική συνταγή, συνιστούν δεδομένα που αφορούν την υγεία, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ και, προγενέστερα, του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, δεδομένου ότι αξίωση παραλείψεως υφίσταται μόνον εάν η συμπεριφορά του ND είναι παράνομη τόσο κατά τον χρόνο που αυτή υιοθετήθηκε όσο και κατά τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως.

28.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθενται οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου VIIΙ του [ΓΚΠΔ] προς εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες –πέραν των εξουσιών παρεμβάσεως των αρμοδίων για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της εφαρμογής του κανονισμού εποπτικών αρχών και πέραν των δυνατοτήτων έννομης προστασίας των υποκειμένων των δεδομένων– αναγνωρίζουν σε ανταγωνιστές, στην περίπτωση παραβάσεων του εν λόγω κανονισμού, ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση αγωγής κατά του παραβάτη ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων επί τη βάσει της απαγορεύσεως των αθεμίτων εμπορικών πρακτικών;

2)      Αποτελούν τα δεδομένα τα οποία οι πελάτες φαρμακοποιού, ο οποίος εμφανίζεται ως πωλητής σε διαδικτυακή πλατφόρμα πωλήσεων, εισάγουν στην πλατφόρμα αυτή, κατά την παραγγελία φαρμάκων που διατίθενται μεν αποκλειστικά από φαρμακεία, πλην όμως δεν απαιτούν ιατρική συνταγή (όνομα του πελάτη, διεύθυνση παραδόσεως και πληροφορίες αναγκαίες για την εξατομίκευση του παραγγελθέντος φαρμάκου που διατίθεται αποκλειστικά από φαρμακεία), δεδομένα που αφορούν την υγεία κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του [ΓΚΠΔ], καθώς και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχουν πληροφορίες για την υγεία κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46;»

29.      Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιανουαρίου 2023. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι διάδικοι και μετέχοντες στη διαδικασία εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 9 Ιανουαρίου 2024.

IV.    Ανάλυση

30.      Στην υπό κρίση υπόθεση, ο DR ισχυρίζεται ότι ο ND παρέβη το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ υποβάλλοντας σε επεξεργασία τα δεδομένα των πελατών που παρήγγειλαν μέσω διαδικτύου φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή χωρίς να τηρήσει τις απαιτήσεις που επιβάλλουν τη λήψη της ρητής συγκατάθεσης των πελατών για την επεξεργασία των δεδομένων αυτών.

31.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του κεφαλαίου VIII του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικούς κανόνες οι οποίοι αναγνωρίζουν στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να προβάλλουν, επί τη βάσει της απαγορεύσεως των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, παραβάσεις των ουσιαστικών διατάξεων του ΓΚΠΔ που ισχυρίζονται ότι έχουν διαπράξει οι ανταγωνιστές τους. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι τα επίμαχα δεδομένα αποτελούν δεδομένα υγείας και άρα υπάγονται στις ειδικές κατηγορίες δεδομένων που αφορά η διάταξη αυτή (8).

32.      Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι, όπως προανέφερα, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, θα παρέλκει η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, καθόσον η απάντηση του Δικαστηρίου θα επαρκεί ώστε το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ σκόπιμο να αρχίσω την εκ μέρους μου ανάλυση των προδικαστικών ερωτημάτων από το δεύτερο ερώτημα.

Α.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

33.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα δεδομένα των πελατών φαρμακοποιού, τα οποία διαβιβάζονται κατά την υποβολή παραγγελίας σε πλατφόρμα διαδικτυακής πωλήσεως φαρμάκων που διατίθενται αποκλειστικά από τα φαρμακεία αλλά δεν απαιτούν ιατρική συνταγή, αποτελούν «δεδομένα που αφορούν την υγεία», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

34.      Οφείλω, κατ’ αρχάς, να διευκρινίσω ότι η έννοια των «δεδομένων που αφορούν την υγεία», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, ορίζεται στο άρθρο 4, σημείο 15, του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς, η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα απαιτεί συνδυασμένη ερμηνεία των δύο αυτών διατάξεων.

1.      Επί της ερμηνείας της έννοιας των «δεδομένων που αφορούν την υγεία» υπό το πρίσμα της υφιστάμενης νομολογίας

35.       Κατά το άρθρο 4, σημείο 15, του ΓΚΠΔ, «δεδομένα που αφορούν την υγεία» αποτελούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία σχετίζονται με τη σωματική ή ψυχική υγεία ενός φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών υγειονομικής φροντίδας, και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του.

36.      Ο ορισμός αυτός ενισχύεται, επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 35 του ΓΚΠΔ. Όπως έχει τονίσει το Δικαστήριο στη νομολογία του, «[κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη,] τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με την υγεία θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων και τα οποία “αποκαλύπτουν” πληροφορίες για την παρελθούσα, τρέχουσα ή μελλοντική κατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του υποκειμένου των δεδομένων» (9).

37.      Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 4, σημείο 15, του ΓΚΠΔ, όπως αποσαφηνίζεται από την αιτιολογική σκέψη 35 του ίδιου κανονισμού, προκύπτει ότι το κριτήριο για να διαπιστωθεί ότι ορισμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποτελούν δεδομένα που αφορούν την υγεία είναι να καθίσταται δυνατό, με βάση τα εν λόγω δεδομένα, να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων. Με άλλα λόγια, τα «δεδομένα που αφορούν την υγεία» δεν περιορίζονται σε ιατρικά δεδομένα ή δεδομένα που σχετίζονται άμεσα με προβλήματα υγείας, αλλά περιλαμβάνουν και οποιοδήποτε δεδομένο από το οποίο μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων, ανεξαρτήτως δε αν πρόκειται για παθολογική ή φυσιολογική κατάσταση.

38.      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκεται με το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει επισημάνει στη νομολογία του ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η διασφάλιση αυξημένης προστασίας έναντι επεξεργασίας η οποία, λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα των δεδομένων που αφορά, μπορεί να συνιστά, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 51 του ΓΚΠΔ, ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (10).

39.      Ο ιδιαίτερα ευαίσθητος χαρακτήρας των δεδομένων που αφορούν την υγεία οφείλεται ειδικότερα στο γεγονός ότι τα δεδομένα αυτά αφορούν πληροφορίες που εμπίπτουν στη στενή προσωπική σφαίρα των ατόμων και μπορούν να αποκαλύψουν ευάλωτο σημείο τους. Ο εν λόγω ιδιαίτερα ευαίσθητος χαρακτήρας και, κατά συνέπεια, η ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας των δεδομένων αυτών αναγνωρίζονται εξάλλου όχι μόνο στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο επισημαίνει ότι «[ο] σεβασμός του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών σχετικά με την υγεία αποτελεί βασική αρχή του νομικού συστήματος όλων των Συμβαλλομένων μερών στη [Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950]» (11).

40.      Επομένως, υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να δοθεί ευρεία ερμηνεία στην έννοια των «ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» στις οποίες περιλαμβάνονται τα δεδομένα που αφορούν την υγεία, ώστε αυτές να καλύπτουν όχι μόνον τα εγγενώς ευαίσθητα δεδομένα, αλλά και τα δεδομένα τα οποία αποκαλύπτουν εμμέσως, μέσω νοητικής διεργασίας επαγωγής ή αντιπαραβολής, πληροφορίες τέτοιου είδους (12).

41.      Συναφώς, επισημαίνω ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που έχει συσταθεί με τα άρθρα 68 επ. του ΓΚΠΔ υιοθετεί την ίδια αντίληψη για την έννοια των «δεδομένων που αφορούν την υγεία», τονίζοντας ότι ο χαρακτηρισμός των πληροφοριών ως «δεδομένων που αφορούν την υγεία» δεν καθορίζεται μόνον από την εγγενή φύση τους, αλλά και από τις συνθήκες υπό τις οποίες συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία, παραθέτει δε προς τούτο διάφορα παραδείγματα. Συνεπώς, κατά το εν λόγω όργανο, αποτελούν «δεδομένα που αφορούν την υγεία» οι πληροφορίες που περιέχονται σε μητρώο ασθενών, οι πληροφορίες που αποκαλύπτουν την κατάσταση της υγείας λόγω της διασταύρωσής τους με άλλα δεδομένα, ή ακόμη τα στοιχεία που καθίστανται δεδομένα που αφορούν την υγεία λόγω της χρήσης τους σε συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως πληροφορίες σχετικές με ένα ταξίδι τις οποίες επεξεργάζεται επαγγελματίας της υγείας για να προβεί σε διάγνωση (13). Αντιθέτως, δεν αποτελούν «δεδομένα που αφορούν την υγεία» τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω εφαρμογής η οποία παρέχει τη δυνατότητα υπολογισμού του αριθμού των βημάτων που κάνει το υποκείμενο των δεδομένων, εάν η εν λόγω εφαρμογή δεν μπορεί να συσχετίσει τα δεδομένα αυτά με άλλα δεδομένα του υποκειμένου των δεδομένων και εφόσον τα συλλεγόμενα δεδομένα δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία σε ιατρικό πλαίσιο (14).

42.      Επομένως, από το άρθρο 4, σημείο 15, και το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ, όπως ερμηνεύονται στη νομολογία, προκύπτει σαφώς ότι ως «δεδομένα που αφορούν την υγεία», κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, πρέπει να θεωρηθούν τα δεδομένα από τα οποία μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων.

43.      Επισημαίνω ότι, εκ πρώτης όψεως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η διαδικτυακή παραγγελία φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή προϋποθέτει την επεξεργασία δεδομένων από την οποία μπορούν να συναχθούν ορισμένες πληροφορίες σχετικές με την υγεία ή, τουλάχιστον, να παρασχεθούν ορισμένες ενδείξεις επ’ αυτής, στο μέτρο που η εν λόγω παραγγελία συνεπάγεται τη συσχέτιση της αγοράς ενός φαρμάκου, ήτοι ενός προϊόντος που αφορά κατεξοχήν την υγεία, με την ταυτότητα του αγοραστή του. Εντούτοις, εκτιμώ, για τους λόγους που θα εκθέσω αμέσως, ότι από τα στοιχεία που παρέσχε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η εν λόγω συσχέτιση είναι πολύ χαλαρή και ότι οι ενδείξεις που δύνανται να συναχθούν εξ αυτής είναι πολύ ασαφείς ή υποθετικές για να μπορούν τα επίμαχα δεδομένα να χαρακτηριστούν ως «δεδομένα που αφορούν την υγεία», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 15, και του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ.

2.      Επί της απαιτήσεως ορισμένου βαθμού βεβαιότητας των συμπερασμάτων που μπορούν να συναχθούν σχετικά με την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων

44.      Οφείλω να διατυπώσω ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά την ως άνω ερμηνεία της έννοιας των «δεδομένων που αφορούν την υγεία» ειδικότερα, καθώς και της έννοιας της «ειδικής κατηγορίας δεδομένων» εν γένει.

45.      Αφενός, φρονώ, βάσει των ανωτέρω στοιχείων ερμηνείας, ότι ένα προϊόν που παραγγέλλεται μέσω διαδικτύου μπορεί να γίνει δεκτό ότι ενδέχεται να αποκαλύψει γενικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου, αλλά και, όπως προκύπτει από το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ, τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή ακόμη τον γενετήσιο προσανατολισμό ενός ατόμου. Κατά τη γνώμη μου, από την παραγγελία αγαθών μέσω διαδικτύου μπορούν να συναχθούν ορισμένες πληροφορίες για το υποκείμενο των δεδομένων όσον αφορά τα διάφορα αυτά στοιχεία.

46.      Διάφορα παραδείγματα μπορούν να τεκμηριώσουν την εκτίμησή μου αυτή. Η παραγγελία του βιβλίου ενός πολιτικού μπορεί δυνητικώς να υποδηλώνει την προσχώρηση στις ιδέες του πολιτικού αυτού, η παραγγελία ενός ενδύματος μπορεί να είναι σύμβολο των θρησκευτικών πεποιθήσεων του ατόμου ή, ακόμη, η παραγγελία υλικού ερωτικού περιεχομένου μπορεί να αποτελεί ένδειξη για τον γενετήσιο προσανατολισμό του. Φρονώ, επομένως, ότι είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί περαιτέρω η ερμηνεία της έννοιας των «δεδομένων που αφορούν την υγεία», ώστε να γίνει δεκτό ότι τα συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν από τα δεδομένα μιας παραγγελίας δεν αρκεί να είναι μόνο δυνητικά, διότι διαφορετικά θα ενέπιπτε στο καθεστώς του άρθρου 9, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ η επεξεργασία πολύ μεγάλης μερίδας των δεδομένων που σχετίζονται με το εμπόριο μέσω διαδικτύου. Με άλλα λόγια, κατά τη γνώμη μου, οι πληροφορίες που αποκαλύπτουν τα επίμαχα δεδομένα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων δεν μπορούν να αποτελούν απλώς και μόνον εικασίες, αλλά πρέπει να εμφανίζουν ορισμένο βαθμό βεβαιότητας.

47.      Αφετέρου, είμαι της γνώμης ότι, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες τα δεδομένα αποτελούν εγγενώς «δεδομένα που αφορούν την υγεία», το ζήτημα αν κάποια δεδομένα μπορούν να λάβουν αυτόν τον χαρακτηρισμό εξαρτάται από τις συνθήκες εκάστης περιπτώσεως. Ειδικότερα, φρονώ ότι τα συμπεράσματα που είναι δυνατόν να συναχθούν από τα εν λόγω δεδομένα εξαρτώνται από το πλαίσιο εντός του οποίου συλλέγονται τα δεδομένα και από την επεξεργασία στην οποία υποβάλλονται. Όπως επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που έχει συσταθεί με τα άρθρα 68 επ. του ΓΚΠΔ, δεδομένα εκ πρώτης όψεως άσχετα με τον ιατρικό τομέα, όπως πληροφορίες σχετικές με ένα ταξίδι, μπορούν εντούτοις να θεωρηθούν ως «δεδομένα που αφορούν την υγεία» όταν υφίστανται ανάλυση σε ιατρικό πλαίσιο και συνδυάζονται με άλλες πληροφορίες, με σκοπό να διαγνωσθεί, όπως στο μνημονευόμενο παράδειγμα, πιθανή μόλυνση από βακτήριο ή ιό που εντοπίζεται σε συγκεκριμένη περιοχή.

48.      Ειδικότερα, σημειώνω ότι η ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας των δεδομένων αποτελεί ιδιαιτέρως κρίσιμο σχετικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, όταν τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία από υγειονομικό φορέα, φρονώ ότι τούτο μπορεί να αποτελεί ένδειξη περί του ότι τα εν λόγω δεδομένα αποτελούν πράγματι «δεδομένα που αφορούν την υγεία». Αντιθέτως, τα ίδια δεδομένα μπορούν να χαρακτηριστούν διαφορετικά λόγω του ότι δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία από υγειονομικό ίδρυμα και δεν μπορούν να συσχετιστούν με άλλα δεδομένα του υποκειμένου των δεδομένων. Με άλλα λόγια, το ίδιο δεδομένο μπορεί να αποκαλύπτει περισσότερες πληροφορίες για την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου σε περίπτωση που υποβάλλεται σε επεξεργασία από φορέα του τομέα της υγείας, ο οποίος έχει την ικανότητα να εκτιμήσει τις πληροφορίες αυτές ή διαθέτει άλλα δεδομένα σχετικά με το εν λόγω άτομο, απ’ ό,τι σε περίπτωση που υποβάλλεται σε επεξεργασία από φορέα εκτός του τομέα αυτού.

49.      Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι της γνώμης ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει τόσο το ουσιαστικό περιεχόμενο των επίμαχων δεδομένων όσο και το σύνολο των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτά υποβάλλονται σε επεξεργασία, προκειμένου να κρίνει αν από τα δεδομένα αυτά μπορούν να συναχθούν, με ορισμένο βαθμό βεβαιότητας, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων.

50.      Ωστόσο φρονώ ότι, βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, είναι δυνατόν να παρασχεθούν ορισμένες διευκρινίσεις που θα καθοδηγήσουν το εν λόγω δικαστήριο στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (15).

3.      Επί των κρίσιμων στοιχείων για τον εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου έλεγχο της δυνατότητας συναγωγής πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων

51.      Κατά πρώτον, όσον αφορά τα προϊόντα που παραγγέλλονται, υπογραμμίζω ότι τα επίμαχα φάρμακα, ήτοι τα φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή, κατ’ αρχήν δεν προορίζονται για τη θεραπεία συγκεκριμένης καταστάσεως, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν γενικότερα για τη θεραπεία καθημερινών ασθενειών τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίζει ο οποιοσδήποτε και οι οποίες δεν χαρακτηρίζουν συμπτωματολογικά κάποια συγκεκριμένη πάθηση ή κατάσταση της υγείας. Επιπλέον, τα φάρμακα αυτά συχνά αγοράζονται και προληπτικά, προκειμένου να είναι διαθέσιμα σε περίπτωση ανάγκης ή, για παράδειγμα, πριν από την αναχώρηση από τον τόπο της συνήθους διαμονής. Επί παραδείγματι, από την παραγγελία παρακεταμόλης δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα σχετικά με την ακριβή κατάσταση ενός ατόμου, δεδομένου ότι η ουσία αυτή ενδείκνυται για την αντιμετώπιση διάφορων πόνων και εμπύρετων καταστάσεων και περιλαμβάνεται συχνά μεταξύ των φαρμάκων που τα άτομα διαθέτουν στην οικία τους χωρίς να υφίσταται καμία ιδιαίτερη ανάγκη.

52.      Κατά δεύτερον, όπως επισημαίνει ο ND, το γεγονός ότι ένα άτομο παραγγέλλει μέσω διαδικτύου φάρμακο για το οποίο δεν απαιτείται ιατρική συνταγή δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι χρήστης του φαρμάκου θα είναι το συγκεκριμένο άτομο, του οποίου τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία, και όχι κάποιο άλλο άτομο της οικογένειας ή του περιβάλλοντός του. Ειδικότερα, συμβαίνει συχνά μια παραγγελία να υποβάλλεται σε ιστότοπο διαδικτυακών πωλήσεων από πρόσωπο που είναι κάτοχος λογαριασμού στον συγκεκριμένο ιστότοπο, στο όνομα και για λογαριασμό ενός ατόμου που δεν διαθέτει τέτοιο λογαριασμό. Ελλείψει συνταγής στην οποία να προσδιορίζεται ονομαστικά το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται το φάρμακο και από την οποία να τεκμαίρεται ότι ο χρήστης του φαρμάκου και ο αγοραστής είναι το ίδιο πρόσωπο, η παραγγελία ενός προϊόντος που διατίθεται ελεύθερα μέσω διαδικτύου δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το προϊόν αυτό προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από τον αγοραστή και μόνον από αυτόν. Επομένως, κανένα συμπέρασμα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του προσώπου του οποίου τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία δεν μπορεί ευλόγως να συναχθεί από τα δεδομένα αυτά, ώστε αυτά να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δεδομένα που αφορούν την υγεία».

53.      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι, κατά τρίτον, και υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, ένα άτομο μπορεί να υποβάλει παραγγελία μέσω διαδικτύου χωρίς να είναι αναγκαίο να παράσχει ακριβή στοιχεία σχετικά με την ταυτότητά του, ιδίως όταν η παράδοση του προϊόντος δεν γίνεται στη διεύθυνση του υποκειμένου των δεδομένων, αλλά μέσω σημείου παραλαβής, και δεν απαιτείται κανένα άλλο στοιχείο ταυτότητας για την τιμολόγηση.

54.      Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα δεδομένα των πελατών φαρμακοποιού τα οποία διαβιβάζονται κατά την υποβολή παραγγελίας σε πλατφόρμα διαδικτυακών πωλήσεων φαρμάκων που διατίθενται αποκλειστικά από τα φαρμακεία, αλλά για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή, δεν αποτελούν «δεδομένα που αφορούν την υγεία», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 15, και του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ, καθόσον από τα δεδομένα αυτά μπορούν να συναχθούν μόνον υποθετικά ή ασαφή συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του προσώπου που υποβάλλει την παραγγελία μέσω διαδικτύου, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

55.      Κατά τα λοιπά, πρέπει επίσης να επισημάνω ότι, κατά τη γνώμη μου, τυχόν ερμηνεία του όρου «δεδομένα που αφορούν την υγεία» υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει τα δεδομένα που διαβιβάζονται κατά την παραγγελία σε πλατφόρμα διαδικτυακών πωλήσεων φαρμάκων που διατίθενται αποκλειστικά από τα φαρμακεία, αλλά για τα οποία δεν απαιτείται συνταγή, ενδέχεται, παραδόξως, να οδηγήσει στην αποκάλυψη περισσότερων ευαίσθητων πληροφοριών λόγω του καθεστώτος ενισχυμένης προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα, η απαίτηση ρητής συγκατάθεσης για την επεξεργασία δεδομένων ήδη χαρακτηρισμένων ως ευαίσθητων θα μπορούσε εν τέλει να ωθήσει τον αγοραστή να αποκαλύψει την ταυτότητα του τελικού χρήστη του προϊόντος. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσαν να συναχθούν πιο βέβαια συμπεράσματα σχετικά την κατάσταση της υγείας του ατόμου αυτού.

Β.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

56.      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Ωστόσο, χάριν πληρότητας και λαμβανομένης υπόψη της εκτιμήσεως στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, θα εξετάσω το εν λόγω ερώτημα, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του κεφαλαίου VIII του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικούς κανόνες οι οποίοι αναγνωρίζουν στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να προβάλλουν, επί τη βάσει της απαγορεύσεως των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, παραβάσεις των ουσιαστικών διατάξεων του ΓΚΠΔ που ισχυρίζονται ότι έχουν διαπράξει οι ανταγωνιστές τους.

57.      Οι διάδικοι και μετέχοντες στη διαδικασία υποστήριξαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις επί του ζητήματος αυτού. Από τη μια πλευρά, κατά την Επιτροπή και τον ND, το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνουν οι διατάξεις του κεφαλαίου VIII του ΓΚΠΔ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των σκοπών του ίδιου κανονισμού, πρέπει να νοηθεί ως πλήρες σύστημα, το οποίο αποκλείει οποιαδήποτε δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν εναλλακτικά μέσα έννομης προστασίας κατά το εθνικό δίκαιο.

58.      Από την άλλη πλευρά, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το σύστημα των μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνουν οι διατάξεις του κεφαλαίου VIII του ΓΚΠΔ πρέπει να νοηθεί ως ελάχιστο σύνολο μέσων έννομης προστασίας το οποίο μπορεί να συμπληρωθεί από τα κράτη μέλη. Κατά την άποψή της, ο μη εξαντλητικός χαρακτήρας του συστήματος αυτού δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ΓΚΠΔ αποσκοπεί επίσης στην προστασία των όρων ανταγωνισμού και στην αποτροπή των στρεβλώσεων που μπορούν να προκύψουν από διαφορές στο επίπεδο προστασίας των δεδομένων και από το ότι η δυνατότητα ενός ανταγωνιστή να προβάλει παράβαση των ουσιαστικών διατάξεων του εν λόγω κανονισμού από άλλον ανταγωνιστή ενισχύει τη λειτουργικότητα του κανονισμού.

59.      Επομένως, οι διάδικοι και μετέχοντες στη διαδικασία επικέντρωσαν τις παρατηρήσεις τους γύρω από το ζήτημα αν το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που προβλέπει ο ΓΚΠΔ πρέπει να νοηθεί ως σύστημα εξαντλητικής εναρμονίσεως, ζήτημα από το οποίο εξαρτάται, κατ’ αυτούς, η δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο εναλλακτικά μέσα έννομης προστασίας σε σχέση με τα προβλεπόμενα από τον εν λόγω κανονισμό.

60.      Ωστόσο, μολονότι η κρίση περί του εξαντλητικού ή μη εξαντλητικού χαρακτήρα του συστήματος μέσων έννομης προστασίας αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την παροχή χρήσιμης απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, φρονώ, για τους λόγους που θα εκθέσω, ότι η σχετική ανάλυση απαιτεί να εξεταστεί αρχικά το υποκείμενο ζήτημα του προσδιορισμού των προσώπων που απολαύουν της προστασίας την οποία παρέχουν τόσο οι ουσιαστικοί όσο οι και διαδικαστικοί κανόνες του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι οι υπεύθυνες για την επεξεργασία των δεδομένων επιχειρήσεις είναι δικαιούχοι δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ, είμαι της γνώμης ότι ο κανονισμός αυτός θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί από το εθνικό δίκαιο τη θέσπιση μέσων έννομης προστασίας για την προβολή των δικαιωμάτων αυτών. Θα αρχίσω, επομένως, την ανάλυσή μου από το ζήτημα αυτό, πριν απαντήσω στο ερώτημα αν το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει ο ΓΚΠΔ πρέπει να νοηθεί ως πλήρες σύστημα, υπό την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα που παρέχεται κατά το εθνικό δίκαιο σε μια επιχείρηση να ασκήσει αγωγή παραλείψεως κατά ανταγωνιστή της, επί τη βάσει της απαγορεύσεως των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, προβάλλοντας παράβαση από τον ανταγωνιστή των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

1.      Προσδιορισμός των δικαιούχων των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ

61.      Κατ’ αρχάς θα διευκρινίσω γιατί είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτός, εν συνεχεία θα προβώ σε αυτόν και, τέλος, θα εκθέσω ποια συνέπεια έχει για την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ο προσδιορισμός των υποκειμένων των δεδομένων ως μοναδικών δικαιούχων των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ.

α)      Επί της αναγκαιότητας προσδιορισμού των δικαιούχων των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον ΓΚΠΔ

62.      Η αναγκαιότητα, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, να προσδιοριστούν πρώτα οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον ΓΚΠΔ, προτού εξεταστεί το ζήτημα του εξαντλητικού χαρακτήρα του συστήματος μέσων έννομης προστασίας που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός, εξηγείται, κατά τη γνώμη μου, με δύο τρόπους:

1)      Η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν μέσα έννομης προστασίας για την προβολή δικαιώματος αντλούμενου από το δίκαιο της Ένωσης

63.      Επισημαίνω ότι γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία ότι το δίκαιο της Ένωσης, όπως δημιουργεί υποχρεώσεις για τους ιδιώτες, συνεπάγεται και δικαιώματα υπέρ αυτών, τα οποία εντάσσονται στο νομικό τους οπλοστάσιο (16), ενώ το Δικαστήριο τονίζει σχετικώς ότι τα δικαιώματα αυτά γεννώνται, μεταξύ άλλων, λόγω υποχρεώσεων που επιβάλλονται τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη και στα θεσμικά όργανα της Ένωσης (17). Ειδικότερα, κάθε υποχρέωση που επιβάλλεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει, κατά κανόνα, ως επακόλουθη συνέπεια την παροχή δικαιώματος σε άλλο πρόσωπο.

64.      Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι για κάθε δικαίωμα που παρέχεται σε ιδιώτη από το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να υφίσταται μέσο έννομης προστασίας το οποίο να αποσκοπεί ακριβώς στην προβολή του δικαιώματος αυτού, εξυπακουομένου ότι, ελλείψει σχετικών ειδικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την τήρηση των επίμαχων δικαιωμάτων με μέσα έννομης προστασίας του εσωτερικού δικαίου (18). Πράγματι, από τη νομολογία σαφώς προκύπτει ότι απόκειται στα εθνικά δικαστήρια η προστασία των δικαιωμάτων που παρέχουν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στους ιδιώτες (19).

65.      Εάν θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, ότι ο ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι προστατεύει, πέραν των υποκειμένων των δεδομένων, και τους όρους ανταγωνισμού στην αγορά και, επομένως, εν τέλει, τις επιχειρήσεις, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εν λόγω κανονισμός γεννά δικαιώματα τα οποία εντάσσονται στο νομικό οπλοστάσιο των επιχειρήσεων (20).

66.      Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει ρητών σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η τήρηση των δικαιωμάτων που ενδεχομένως αντλούν οι επιχειρήσεις από τον ΓΚΠΔ θα πρέπει να μπορεί να διασφαλιστεί με τα μέσα έννομης προστασίας που προβλέπουν τα κράτη μέλη.

67.      Σε αυτή την περίπτωση, και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα του εξαντλητικού ή μη χαρακτήρα του συστήματος μέσων έννομης προστασίας που θεσπίζει ο ΓΚΠΔ, θα πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το κεφάλαιο VIII του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ευχέρεια των κρατών μελών να προβλέπουν τη δυνατότητα ενός ανταγωνιστή να ασκήσει αγωγή κατ’ άλλης επιχειρήσεως προβάλλοντας παράβαση του εν λόγω κανονισμού, αλλά και, ακόμη περισσότερο, ότι επιτάσσει να μπορεί να διασφαλιστεί η τήρηση των διατάξεών του με αγωγή που μπορεί να ασκήσει μια επιχείρηση κατά ανταγωνιστή της, προβάλλοντας παράβαση των διατάξεων αυτών από τον ανταγωνιστή (21).

68.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα σαφώς εξαρτάται από τον προσδιορισμό των δικαιούχων των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ.

2)      Η διττή διάσταση της πληρότητας ενός συστήματος μέσων έννομης προστασίας

69.      Η ίδια η έννοια της «πληρότητας ενός συστήματος μέσων έννομης προστασίας» μπορεί να ενέχει δύο διαφορετικές διαστάσεις, που απαιτούν διαφορετική ανάλυση και για τις οποίες είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν προηγουμένως οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το σύστημα αυτό.

70.      Η πρώτη διάσταση αφορά τον εξαντλητικό χαρακτήρα του συστήματος μέσων έννομης προστασίας έναντι κάθε άλλου μέσου έννομης προστασίας του ίδιου δικαιώματος. Ήτοι, πρόκειται για το ζήτημα αν τα μέσα έννομης προστασίας που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης για την προστασία των δικαιωμάτων που παρέχονται με τις διατάξεις του στους ιδιώτες καθορίζονται με εξαντλητικό τρόπο. Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, στη νομολογία του, σχετικά με τις συνέπειες του εξαντλητικού χαρακτήρα των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης για την προστασία ενός δικαιώματος προβλεπόμενου από το δίκαιο της Ένωσης. Παραδείγματος χάριν, το Δικαστήριο έχει παγίως κρίνει ότι ένα καθεστώς ευθύνης εναρμονισμένο κατά τρόπο εξαντλητικό από το δίκαιο της Ένωσης μπορεί, παρά ταύτα, να συνυπάρχει με ένα εναλλακτικό καθεστώς ευθύνης, το οποίο προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και στην ίδια βάση, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω εναλλακτικό καθεστώς δεν θίγει το εναρμονισμένο καθεστώς, τους σκοπούς του και την πρακτική αποτελεσματικότητά του (22). Επομένως, ο εξαντλητικός χαρακτήρας και μόνον του συστήματος μέσων έννομης προστασίας που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα ενός κράτους μέλους να προβλέπει στο εθνικό δίκαιο εναλλακτικό μέσο έννομης προστασίας, στηριζόμενο στο ίδιο δίκαιο, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

71.      Η δεύτερη διάσταση της έννοιας της «πληρότητας ενός συστήματος μέσων έννομης προστασίας» προβλεπόμενου από το δίκαιο της Ένωσης είναι ευρύτερη και αφορά την πληρότητα έναντι κάθε άλλου μέσου έννομης προστασίας ασκούμενου από πρόσωπα τα οποία δεν είναι άμεσοι δικαιούχοι δικαιωμάτων παρεχόμενων από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά επικαλούνται τα δικαιώματα αυτά στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο. Αυτή η διάσταση της πληρότητας ενός συστήματος μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί, επομένως, διαφορετική ανάλυση (23).

72.      Επομένως, και πάλι, προκειμένου να εξεταστεί λυσιτελώς ο ενδεχόμενος εξαντλητικός χαρακτήρας του συστήματος μέσων έννομης προστασίας που προβλέπει ο ΓΚΠΔ, πρέπει να προσδιοριστούν προηγουμένως οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων που παρέχει ο εν λόγω κανονισμός, όπερ θα πράξω στα σημεία που ακολουθούν.

β)      Επί του προσδιορισμού των δικαιούχων των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον ΓΚΠΔ

73.      Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της προστασίας που παρέχει ο ΓΚΠΔ πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να προσδιοριστεί λαμβανομένων υπόψη τόσο των σκοπών όσο και του περιεχομένου του εν λόγω κανονισμού.

74.      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τους σκοπούς του ΓΚΠΔ, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει σχετικώς ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός αποσκοπεί, εκτός από τη διασφάλιση υψηλού και συνεκτικού επιπέδου προστασίας των φυσικών προσώπων, και στη διαμόρφωση ίσων όρων ανταγωνισμού.

75.      Βεβαίως, η αιτιολογική σκέψη 9 του ΓΚΠΔ αναφέρει ότι οι διαφορές στην προστασία του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έναντι της επεξεργασίας τους ενδέχεται να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η αναφορά αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιστά τη διασφάλιση ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού σκοπό του ΓΚΠΔ. Το γεγονός ότι οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τους κανόνες που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού αποτελεί, κατ’ εμέ, απλή διαπίστωση η οποία δεν αφορά ειδικά τον ΓΚΠΔ. Όταν οι ουσιαστικές διατάξεις οριοθετούν τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων στην αγορά ενός κράτους μέλους αυστηρότερα απ’ ό,τι σε άλλο κράτος μέλος, τούτο συνεπάγεται αναγκαίως ορισμένο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο δεύτερο κράτος σε σχέση με εκείνες που είναι εγκατεστημένες στο πρώτο, πλεονέκτημα που ενδέχεται να μετριαστεί με οποιαδήποτε πράξη εναρμονίσεως.

76.      Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τη μνεία, στην αιτιολογική σκέψη 9 του ΓΚΠΔ, περί της ανάγκης να διασφαλιστεί η «ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση», η οποία ενδέχεται να απειληθεί λόγω της διαφοράς των εθνικών νομικών πλαισίων.

77.      Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η αιτιολογική σκέψη 9 του ΓΚΠΔ δεν αφορά τον υφιστάμενο ανταγωνισμό μεταξύ οποιωνδήποτε επιχειρήσεων, αλλά πρωτίστως τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων από δύο διαφορετικά κράτη μέλη, που οφείλεται στα διαφορετικά νομικά πλαίσια. Με άλλα λόγια, πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για την διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στα διάφορα κράτη μέλη μέσω της υπαγωγής των επιχειρήσεων σε εναρμονισμένους κανόνες, έστω και αν οι κανόνες αυτοί συμβάλλουν παρεμπιπτόντως στο να μην έχει καμία επιχείρηση ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις εντός του ίδιου κράτους μέλους.

78.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, ο ΓΚΠΔ δεν έχει ως σκοπό τη διασφάλιση ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

79.      Περαιτέρω, επισημαίνω ότι καμία από τις ουσιαστικές διατάξεις του ΓΚΠΔ δεν αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και να καταστήσει τις επιχειρήσεις δικαιούχους της προστασίας που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός. Τουναντίον, οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν, κατ’ ουσίαν, στην επιβολή υποχρεώσεων στις υπεύθυνες για την επεξεργασία των δεδομένων επιχειρήσεις. Είναι μεν αληθές, όπως προανέφερα, ότι κάθε υποχρέωση που επιβάλλεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει ως επακόλουθη συνέπεια την παροχή δικαιώματος σε άλλο πρόσωπο, πλην όμως οι μόνοι δικαιούχοι των επίμαχων δικαιωμάτων δεν είναι οι επιχειρήσεις αλλά τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις επιχειρήσεις. Δηλωτικός ως προς αυτό είναι ο τίτλος του ΓΚΠΔ, ο οποίος αναφέρεται μόνο στην προστασία των φυσικών προσώπων.

80.      Τέλος, όσον αφορά τις διαδικαστικές διατάξεις του κεφαλαίου VIII του ΓΚΠΔ, τονίζω, όπως ήδη επισήμανα, ότι αυτές παρέχουν μέσα έννομης προστασίας στα υποκείμενα των δεδομένων και στις επιφορτισμένες με την εκπροσώπησή τους οντότητες. Από τον περιορισμό των προσώπων που μπορούν, δυνάμει των διατάξεων του ΓΚΠΔ, να προσβάλουν δικαστικά την παράβαση των κανόνων προστασίας των προσωπικών τους δεδομένων συνάγεται σαφώς, κατά τη γνώμη μου, ότι τα πρόσωπα αυτά είναι και οι μόνοι δικαιούχοι της εν λόγω προστασίας. Συγκεκριμένα, θα ήταν, κατ’ εμέ, λογικά ανακόλουθο να γίνει δεκτό ότι ο ΓΚΠΔ αποτελεί μέσο προστασίας και των δικαιωμάτων των ανταγωνιστών, χωρίς ο κανονισμός αυτός να προβλέπει κανένα μέσο έννομης προστασίας που να παρέχει στους τελευταίους τη δυνατότητα να προσφύγουν κατά της προσβολής των εν λόγω δικαιωμάτων, ενώ αντιθέτως τέτοια μέσα έννομης προστασίας προβλέπονται ρητώς για την προστασία των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων.

81.      Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι οι επιχειρήσεις δεν είναι δικαιούχοι της προστασίας που προβλέπει ο ΓΚΠΔ, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός παρέχει δικαιώματα μόνο στα υποκείμενα των δεδομένων.

γ)      Επί των συνεπειών της ερμηνείας του ΓΚΠΔ ως δέσμης κανόνων προστασίας μόνον των υποκειμένων των δεδομένων

82.      Η ερμηνεία του ΓΚΠΔ κατά την οποία οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού δεν παρέχουν δικαιώματα στις επιχειρήσεις, αλλά αποκλειστικώς και μόνον στα υποκείμενα των δεδομένων, με οδηγεί στη συναγωγή διαφόρων συμπερασμάτων.

83.      Κατά πρώτον, όπως προανέφερα, η ερμηνεία αυτή αποκλείει, κατ’ εμέ, το συμπέρασμα ότι η τήρηση των διατάξεων του ΓΚΠΔ πρέπει να μπορεί να διασφαλιστεί στο πλαίσιο αγωγής που ασκεί επιχείρηση κατά ανταγωνιστή της προβάλλοντας την παράβαση των εν λόγω διατάξεων από τον ανταγωνιστή.

84.      Κατά δεύτερον, δεδομένου ότι ο κύκλος των δικαιούχων των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ περιορίζεται στα υποκείμενα των δεδομένων, φρονώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, κατά το εθνικό δίκαιο, επιπλέον μέσα έννομης προστασίας για τους δικαιούχους των εν λόγω δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέσα έννομης προστασίας δεν θίγουν το εναρμονισμένο σύστημα μέσων έννομης προστασίας και τους σκοπούς του (24), δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμη στην επίμαχη περίπτωση. Η συγκεκριμένη νομολογία μπορεί, πάντως, όπως θα καταδείξω στη συνέχεια, να χρησιμεύσει ως βάση για την ανάλυση της περιπτώσεως αυτής.

85.      Ειδικότερα, βάσει της ανωτέρω σημασίας της έννοιας «της πληρότητας ενός συστήματος μέσων έννομης προστασίας», πρέπει να κριθεί κατά πόσον το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει ο ΓΚΠΔ πρέπει να νοηθεί ως πλήρες σύστημα, υπό την έννοια ότι απαγορεύει την παροχή στα υποκείμενα των δεδομένων της δυνατότητας να ασκήσουν άλλα μέσα έννομης προστασίας, κατά το εθνικό δίκαιο, πέραν εκείνων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

86.      Πλην όμως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά ένδικο βοήθημα ασκούμενο από επιχείρηση η οποία δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των δικαιούχων των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ.

87.      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ΓΚΠΔ δεν παρέχει κανένα δικαίωμα στις επιχειρήσεις και στους ανταγωνιστές τους, το μοναδικό κρίσιμο ζήτημα είναι κατά πόσον το σύστημα των μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει ο ΓΚΠΔ πρέπει να νοηθεί ως πλήρες σύστημα, υπό την έννοια ότι ο εν λόγω κανονισμός αποκλείει και τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να προβάλουν παράβαση των διατάξεών του στο πλαίσιο ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται κατά το εθνικό δίκαιο, ζήτημα το οποίο θα εξετάσω στο εξής.

2.      Η δυνατότητα ασκήσεως μέσων έννομης προστασίας βάσει του εθνικού δικαίου από μη δικαιούχους των δικαιωμάτων που παρέχει ο ΓΚΠΔ

88.      Κατά τη γνώμη μου, στο ερώτημα κατά πόσον οι διατάξεις του συστήματος μέσων έννομης προστασίας που προβλέπει ο ΓΚΠΔ αντιτίθενται στο να προβάλλουν οι επιχειρήσεις παράβαση των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, στο πλαίσιο μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, πρέπει να δοθεί απάντηση σε δύο στάδια.

89.      Συγκεκριμένα, η απάντηση στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει να εξεταστούν, αφενός, η δυνατότητα των επιχειρήσεων να επικαλούνται τις διατάξεις του ΓΚΠΔ ενώ δεν είναι δικαιούχοι των δικαιωμάτων που παρέχονται με τις διατάξεις αυτές και, αφετέρου, οι προϋποθέσεις συνύπαρξης τέτοιων μέσων έννομης προστασίας με το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

90.      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη δυνατότητα επίκλησης των διατάξεων του ΓΚΠΔ από τις επιχειρήσεις, επισημαίνω ότι, στο πλαίσιο μέσων έννομης προστασίας βάσει του εθνικού δικαίου όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύρια δίκης, η επίκληση αυτή γίνεται μόνον παρεμπιπτόντως. Πιο συγκεκριμένα, η επιχείρηση ασκεί ένδικο βοήθημα με βάση το εθνικό δίκαιο, συγκεκριμένα με βάση την απαγόρευση των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού. Ήτοι, ο αθέμιτος χαρακτήρας της επίμαχης πράξης απορρέει από παράβαση του ΓΚΠΔ. Με άλλα λόγια, το ένδικο βοήθημα δεν έχει ως βάση την παράβαση των διατάξεων του ΓΚΠΔ, αλλά λαμβάνει υπόψη την παράβαση αυτή παρεμπιπτόντως (25).

91.      H παρεμπίπτουσα αυτή εκτίμηση έχει γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, σε διαφορετικό βεβαίως πλαίσιο. Συγκεκριμένα, στην απόφαση Meta Platforms κ.λπ. (Γενικοί όροι χρήσης κοινωνικού δικτύου), το Δικαστήριο έκρινε ότι «μια επεξεργασία δεδομένων η οποία γίνεται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση και μπορεί να συνιστά κατάχρηση της θέσης αυτής δεν συμβιβάζεται με τον [ΓΚΠΔ]» (26) και ότι, κατά κανόνα, είναι αναγκαίο να περιλαμβάνονται «οι κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα […] στο νομικό πλαίσιο το οποίο οι αρχές ανταγωνισμού πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όταν εξετάζουν την ύπαρξη κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης» (27). Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η παράβαση των διατάξεων του ΓΚΠΔ μπορεί να στοιχειοθετεί παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού.

92.      Μολονότι η ως άνω διαπίστωση δεν έγινε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, αλλά στο πλαίσιο εξετάσεως μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής από εθνική αρχή ανταγωνισμού, φρονώ ότι δεν υπάρχει λόγος η δυνατότητα παρεμπίπτουσας εκτιμήσεως της παραβάσεως των διατάξεων του ΓΚΠΔ να περιοριστεί μόνο σε αυτή την περίπτωση.

93.      Συγκεκριμένα, αφενός, όσον αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού, εφόσον γίνεται δεκτή τέτοια παρεμπίπτουσα εκτίμηση στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου από δημόσιους φορείς (public enforcement), φρονώ ότι είναι αναγκαίο να κριθεί δυνατή και στο πλαίσιο της εφαρμογής του στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (private enforcement) και επομένως, σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών οι οποίες δεν έχουν ως κύρια βάση την προσβολή δικαιώματος παρεχόμενου από τον ΓΚΠΔ, διότι σε διαφορετική περίπτωση ιδιώτες δεν θα μπορούν να λάβουν αποζημίωση για ζημία προκληθείσα από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού που έχει, εντούτοις, διαπιστωθεί από την αρχή ανταγωνισμού.

94.      Αφετέρου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας J. Richard de la Tour, η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να έχει «συνέπειες […] σε άλλους συναφείς τομείς, όπως στο εργατικό δίκαιο, στο δίκαιο του ανταγωνισμού ή ακόμη και στο δίκαιο του καταναλωτή» (28). Φρονώ ότι αυτή η επιρροή του ΓΚΠΔ και σε άλλους τομείς επιβάλλει την παραδοχή ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο μέσων έννομης προστασίας που έχουν ως κύρια βάση τους διατάξεις άλλες από αυτές που προβλέπονται στον κανονισμό αυτόν.

95.      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το ζήτημα της συνύπαρξης εθνικών μέσων έννομης προστασίας που συνεπάγονται την παρεμπίπτουσα συνεκτίμηση των διατάξεων του ΓΚΠΔ με το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός, είμαι της γνώμης ότι η ύπαρξη τέτοιων μέσων έννομης προστασίας μπορεί να γίνει δεκτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγουν το σύστημα μέσων έννομης προστασίας του εν λόγω κανονισμού ή την επίτευξη των σκοπών του.

96.      Οι εν λόγω προϋποθέσεις διατυπώθηκαν στη νομολογία σε σχέση με τον εξαντλητικό χαρακτήρα ενός εναρμονισμένου συστήματος μέσων έννομης προστασίας έναντι εθνικών ενδίκων βοηθημάτων στηριζόμενων στο ίδιο δίκαιο (29). Επομένως, φρονώ ότι επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, να πληρούνται και στην περίπτωση εθνικών κανόνων οι οποίοι αναγνωρίζουν στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να ασκούν ένδικο βοήθημα βάσει όχι του ίδιου δικαίου, αλλά βάσει του εθνικού δικαίου, προβάλλοντας παραβάσεις των ουσιαστικών διατάξεων του ΓΚΠΔ που υποστηρίζουν ότι έχει διαπράξει άλλη επιχείρηση.

97.      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω.

98.      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το ζήτημα αν η αγωγή παραλείψεως που ασκεί μια επιχείρηση κατά ανταγωνιστή της, προβάλλοντας παράβαση των διατάξεων του ΓΚΠΔ από αυτόν, θίγει το σύστημα των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπει το κεφάλαιο VIII του εν λόγω κανονισμού, είμαι της γνώμης ότι τούτο δεν συμβαίνει. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω μέσα έννομης προστασίας παρέχουν στα υποκείμενα των δεδομένων ή στους φορείς, τις οργανώσεις ή τις ενώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από αυτά, τη δυνατότητα να υποβάλουν καταγγελία σε εποπτική αρχή (άρθρο 77), να ασκήσουν προσφυγή κατά αποφάσεως αρχής ελέγχου (άρθρο 78), να ασκήσουν αγωγή κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία (άρθρο 79) ή να λάβουν από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία αποζημίωση για τη ζημία που υφίστανται λόγω παραβάσεως του κανονισμού (άρθρο 82).

99.      Με άλλα λόγια, όπως επισημαίνει το Δικαστήριο στη νομολογία του, το κεφάλαιο VIII του ΓΚΠΔ «ρυθμίζει […] τα ένδικα βοηθήματα που καθιστούν δυνατή την προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, σε περίπτωση που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν έχουν υποστεί επεξεργασία η οποία υποστηρίζεται ότι αντιβαίνει στις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού», η δε προστασία των δικαιωμάτων αυτών μπορεί «να ζητηθεί είτε απευθείας από το υποκείμενο των δεδομένων είτε από αναγνωρισμένη οντότητα, είτε υφίσταται είτε δεν υφίσταται σχετική εντολή» (30).

100. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ένδικο βοήθημα που μπορεί να ασκήσει μια επιχείρηση κατά ανταγωνιστή της, προβάλλοντας παράβαση του ΓΚΠΔ εκ μέρους του τελευταίου, ναι μεν στηρίζεται, εν τέλει, στην παράβαση της ίδιας διατάξεως, πλην όμως δεν επιδιώκει τον ίδιο σκοπό και δεν αφορά τους ίδιους διαδίκους. Με άλλα λόγια, ένα τέτοιο ένδικο βοήθημα προβλεπόμενο από το εθνικό δίκαιο δεν αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την τήρηση των δικαιωμάτων των οποίων δικαιούχοι είναι τα υποκείμενα των δεδομένων.

101. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, τα μέσα έννομης προστασίας που παρέχει στα υποκείμενα των δεδομένων το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει ο ΓΚΠΔ διατηρούνται και εξακολουθούν να μπορούν να ασκηθούν ακόμη και στην περίπτωση ασκήσεως αγωγής από επιχείρηση κατά ανταγωνιστή.

102. Συναφώς, οφείλω επίσης να επισημάνω ότι δεν αντιλαμβάνομαι σε ποιον βαθμό, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τέτοια ένδικα βοηθήματα μπορούν να υπονομεύσουν το δημόσιο σύστημα ελέγχου της εφαρμογής του δικαίου που θεσπίζει ο ΓΚΠΔ, δεδομένου ότι κανονισμός αυτός ήδη προβλέπει ρητώς, παράλληλα προς το δημόσιο αυτό σύστημα, τη δυνατότητα του υποκειμένου των δεδομένων να προβάλει τα δικαιώματα που αντλεί από τον ΓΚΠΔ στο πλαίσιο ενδίκων διαδικασιών.

103. Όσον αφορά, εν συνεχεία, τους σκοπούς που επιδιώκει ο ΓΚΠΔ, από την αιτιολογική σκέψη 10 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι αυτός αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων, καθώς και συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

104. Κανένας από τους σκοπούς αυτούς δεν απειλείται, κατά τη γνώμη μου, από την παροχή της δυνατότητας σε επιχείρηση να ασκήσει αγωγή παραλείψεως, επί τη βάσει της απαγορεύσεως των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, κατά ανταγωνιστή της, προβάλλοντας την παράβαση από αυτόν των διατάξεων του ΓΚΠΔ. Αφενός, εκτιμώ ότι το υψηλό επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των προσωπικών τους δεδομένων επιτυγχάνεται, ή ακόμη και ενισχύεται, από τη διευρυμένη δυνατότητα μιας επιχείρησης να προβάλει την παράβαση των ουσιαστικών διατάξεων του ΓΚΠΔ από έναν ανταγωνιστή της. Αφετέρου, η ευρύτερη δυνατότητα επίκλησης των διατάξεων του ΓΚΠΔ και από άλλα πρόσωπα, και όχι μόνο από τα υποκείμενα των δεδομένων, δεν θίγει την επίτευξη του σκοπού της συνεκτικής και ομοιόμορφης προστασίας εντός της Ένωσης. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν κάποια κράτη μέλη δεν προβλέπουν τέτοια δυνατότητα, τούτο δεν συνεπάγεται κατακερματισμό της εφαρμογής της προστασίας δεδομένων εντός της Ένωσης, δεδομένου ότι οι ουσιαστικές διατάξεις του ΓΚΠΔ επιβάλλονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις επιχειρήσεις, η δε τήρηση αυτών διασφαλίζεται με τα μέσα έννομης προστασίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

105. Τέλος, όσον αφορά την πρακτική αποτελεσματικότητα του ΓΚΠΔ, αυτή όχι μόνο δεν υπονομεύεται από την παροχή της δυνατότητας σε επιχείρηση να ασκήσει αγωγή παραλείψεως κατά ανταγωνιστή προβάλλοντας παράβαση του ΓΚΠΔ, αλλά αντιθέτως, όπως προανέφερα, ενισχύεται λόγω του ότι η τήρηση των διατάξεων του κανονισμού μπορεί να διασφαλιστεί στο πλαίσιο και άλλων ενδίκων διαδικασιών, διαφορετικών από εκείνες που προβλέπει το σύστημα μέσων έννομης προστασίας που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός.

106. Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι της γνώμης ότι η αγωγή παραλείψεως που ασκεί μια επιχείρηση κατά ανταγωνιστή της προβάλλοντας την παράβαση από αυτόν των διατάξεων του ΓΚΠΔ μπορεί να συνυπάρχει με τα μέσα έννομης προστασίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο VIII του ΓΚΠΔ, καθόσον η αγωγή αυτή δεν θίγει τα εν λόγω μέσα έννομης προστασίας, ούτε τους σκοπούς και την πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω κανονισμού.

107. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου VIII του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνικούς κανόνες οι οποίοι αναγνωρίζουν στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να προβάλουν, επί τη βάσει της απαγορεύσεως των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, παραβάσεις των ουσιαστικών διατάξεων του ΓΚΠΔ που υποστηρίζουν ότι έχουν διαπραχθεί από τους ανταγωνιστές τους.

V.      Πρόταση

108. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 4, σημείο 15, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)

έχουν την έννοια ότι:

τα δεδομένα των πελατών φαρμακοποιού τα οποία διαβιβάζονται κατά την υποβολή παραγγελίας σε πλατφόρμα διαδικτυακής πωλήσεως φαρμάκων που διατίθενται αποκλειστικά από τα φαρμακεία, αλλά δεν απαιτούν ιατρική συνταγή, δεν αποτελούν «δεδομένα που αφορούν την υγεία».


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ 2011, L 88, σ. 45).


5      BGBl. 2004 I, σ. 1414.


6      BGBl. 2005 I, σ. 3394.


7      BGBl. 2022 I, σ. 2793.


8      Επισημαίνω, σχετικώς, ότι το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο και για την έννοια των «δεδομένων που παρέχουν πληροφορίες για την υγεία», κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46. Ωστόσο, είμαι της γνώμης ότι δεν είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ της διατάξεως αυτής και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να θεωρηθούν παρόμοιες ως προς το περιεχόμενό τους για τις ανάγκες της ερμηνείας στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija (C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 58). Επομένως, στην ανάλυσή μου θα κάνω λόγο μόνο για το άρθρο 9, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, ωστόσο αυτή θα ισχύει και για το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46.


9      Απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija (C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 124).


10      Απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija (C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 126).


11      Απόφαση του ΕΔΔΑ, της 25ης Φεβρουαρίου 1997, Z κατά Φινλανδίας (CE:ECHR:1997:0225JUD002200993, σκέψη 95). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τονίζει επίσης ότι η αυξημένη προστασία των δεδομένων υγείας είναι «κεφαλαιώδης όχι μόνο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των ασθενών, αλλά και για τη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης τους στο ιατρικό σώμα και στις υπηρεσίες υγείας εν γένει».


12      Απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija (C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 123).


13      Κατευθυντήριες γραμμές 03/2020 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων που αφορούν την υγεία για σκοπούς επιστημονικής έρευνας στο πλαίσιο της έξαρσης της νόσου COVID‑19, σ. 5.


14      Βλ. Bygrave, L.A., και Tosoni, L., «Article 4(15)», The EU General Data Protection Regulation (GDPR), a Commentary, Kuner, C., Bygrave, L.A., και Docksey, C., (επιμ.), Oxford University Press, 2020, σ. 222.


15      Απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto» (C‑262/20, EU:C:2022:117, σκέψη 71).


16      Αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428, σκέψη 31), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 19).


17      Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 19).


18      Βλ., επ’ αυτού, Van Gerven, W., «Of Rights, Remedies and Procedures», Common Market Law Review, τόμ. 37, αρ. 3, 2000, σ. 501 έως 536.


19      Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 25).


20      Αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428, σκέψη 31), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 19).


21      Παρόμοια λύση έγινε δεκτή από το Δικαστήριο όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 1972, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 250). Η λύση αυτή στηριζόταν αποκλειστικά στο ότι η ως άνω πράξη αποσκοπούσε επίσης στη διασφάλιση της συναλλακτικής πίστης και της διαφάνειας στις αγορές, οπότε η άσκηση αγωγής από επιχείρηση κατά ανταγωνιστή της με σκοπό να τον εξαναγκάσει να τηρήσει τις υποχρεώσεις που προέβλεπε ο εν λόγω κανονισμός ενίσχυε τη λειτουργικότητα της κοινοτικής ρυθμίσεως. Με άλλα λόγια, ο κανονισμός 1035/72 ερμηνεύθηκε υπό την έννοια ότι επέβαλλε στις επιχειρήσεις να τηρούν τους κανόνες της κοινής οργανώσεως της αγοράς, προκειμένου να απολαύουν εμπορικών σχέσεων με βάση τον θεμιτό ανταγωνισμό, και επομένως καθιστούσε τις επιχειρήσεις δικαιούχους των δικαιωμάτων που απέρρεαν από τις υποχρεώσεις που επίσης τους επιβάλλονταν. Βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Muñoz και Superior Fruiticola (C‑253/00, EU:C:2002:497, σκέψεις 29 και 31).


22      Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Dutrueux (C‑495/10, EU:C:2011:869, σκέψεις 29 και 30), και της 16ης Μαρτίου 2023, Beobank (C‑351/21, EU:C:2023:215, σκέψη 38).


23      Φρονώ ότι αυτή η διττή διάσταση της πληρότητας ενός συστήματος μέσων έννομης προστασίας, η οποία εξαρτάται από τον προσδιορισμό των δικαιούχων δικαιώματος αντλούμενου από το δίκαιο της Ένωσης προκύπτει, στη νομολογία του Δικαστηρίου, από την απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, CRCAM (C‑337/20, EU:C:2021:671). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο εξέτασε τη συμβατότητα προς την οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ 2007, L 319, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2009, L 187, σ. 5), ενός εθνικού καθεστώτος ευθύνης το οποίο παρείχε τη δυνατότητα στον εγγυητή του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να επικαλεστεί, για τον λόγο ότι ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών δεν εκπλήρωσε τις απορρέουσες από την οδηγία υποχρεώσεις του, την αστική ευθύνη του εν λόγω παρόχου σύμφωνα με εθνικό καθεστώς συμβατικής ευθύνης του κοινού δικαίου. Το Δικαστήριο άρχισε την ανάλυσή του με τη διαπίστωση ότι η εν λόγω οδηγία θεσπίζει δικαιώματα όχι για τον εγγυητή, αλλά μόνο για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και τους χρήστες τέτοιων υπηρεσιών, προτού εξετάσει το ζήτημα αν το καθεστώς ευθύνης που θεσπίζει η οδηγία αντιτίθεται στο βάσει του εθνικού δικαίου εναλλακτικό καθεστώς.


24      Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Dutrueux (C‑495/10, EU:C:2011:869, σκέψεις 29 και 30), και της 16ης Μαρτίου 2023, Beobank (C‑351/21, EU:C:2023:215, σκέψη 38).


25      Συναφώς, επισημαίνω ότι, στην περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι η παράβαση διατάξεως του ΓΚΠΔ συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22), η οδηγία αυτή θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να εφαρμοστεί καθ’ όλες τις διατάξεις της, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεώσεως των κρατών μελών να θεσπίζουν, κατά το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, διατάξεις που παρέχουν στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να προσβάλλουν δικαστικά αυτήν την αθέμιτη εμπορική πρακτική.


26      Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2023, Meta Platforms κ.λπ. (Γενικοί όροι χρήσης κοινωνικού δικτύου) (C‑252/21, EU:C:2023:537, σκέψη 43).


27      Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2023, Meta Platforms κ.λπ. (Γενικοί όροι χρήσης κοινωνικού δικτύου) (C‑252/21, EU:C:2023:537, σκέψη 51).


28      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Meta Platforms Ireland (C‑319/20, EU:C:2021:979, σημείο 51).


29      Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Dutrueux (C‑495/10, EU:C:2011:869, σκέψεις 29 και 30), και της 16ης Μαρτίου 2023, Beobank (C‑351/21, EU:C:2023:215, σκέψη 38). Βλ. επίσης σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.


30      Απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Meta Platforms Ireland (C‑319/20, EU:C:2022:322, σκέψη 53).