Language of document : ECLI:EU:T:2011:744

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2011

Υπόθεση T‑433/10 P

John Allen και λοιποί

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Προσωπικό απασχολούμενο στην κοινή επιχείρηση JET — Εφαρμογή νομικού καθεστώτος διαφορετικού από αυτό του εκτάκτου υπαλλήλου — Αποκατάσταση της προξενηθείσας υλικής ζημίας — Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής — Εκπρόθεσμη άσκηση — Εύλογη προθεσμία»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 2010, F‑103/09, Allen κ.λπ. κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο John Allen και οι 109 λοιποί αναιρεσείοντες των οποίων τα ονόματα αναφέρονται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προθεσμίες — Αίτηση αποζημιώσεως απευθυνόμενη σε θεσμικό όργανο — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Καθορισμός της διάρκειας της εύλογης προθεσμίας — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Όρια

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προθεσμίες — Αίτηση αποζημιώσεως απευθυνόμενη σε θεσμικό όργανο — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

1.      Σε όλες τις περιπτώσεις πλην εκείνων για τις οποίες ο νομοθέτης έχει ορίσει προθεσμία ή το έχει ρητώς αποκλείσει, απαιτείται η τήρηση εύλογης προθεσμίας. Πράγματι, τη νομική βάση για τον ορισμό εύλογης προθεσμίας σε περίπτωση σιωπής των κειμένων συνιστά η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ενεργούν χωρίς κανένα χρονικό όριο, διακυβεύοντας έτσι τη σταθερότητα κεκτημένων νομικών καταστάσεων. Συνεπώς, σε περίπτωση σιωπής των κειμένων, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να καθορίζει, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, τη διάρκεια της εύλογης προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως αποζημιώσεως.

Ως εκ τούτου, ο μη καθορισμός προθεσμίας από τον ΚΥΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτός καθαυτόν, ως συνεπαγόμενος τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως αποζημιώσεως επ’ άπειρον, καθόσον η γενική αρχή της εύλογης προθεσμίας έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις, πλην εκείνων για τις οποίες ο νομοθέτης το έχει ρητώς αποκλείσει ή έχει ρητώς καθορίσει συγκεκριμένη προθεσμία.

Συναφώς, η μη επιβολή στην Επιτροπή προθεσμίας για την κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως αποτελεί συνέπεια της ιδιαιτερότητας αυτής της διαδικασίας και δεν μπορεί, συνεπώς, να τύχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής σε διαδικασία αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψεις 26, 31 και 35)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 6 Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψεις 51 έως 54· 6 Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψεις 46, 47 και 49· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψεις 57 και 58

2.      Οσάκις ο δικαστής της Ένωσης καλείται να καθορίσει τη διάρκεια της εύλογης προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως αποζημιώσεως, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως. Η πενταετής προθεσμία παραγραφής την οποία προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, και την οποία εφαρμόζει κατ’ αναλογίαν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, επιτρέπει, με τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, αφενός, στον ενδιαφερόμενο να διαθέτει επαρκή χρόνο, από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, ώστε να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας και να προβάλει τις αξιώσεις του έναντι του εμπλεκομένου οργάνου και, αφετέρου, στην Ένωση να προστατεύσει τα συμφέροντά της, ιδίως τα οικονομικά, σε περίπτωση αιτήσεων αποζημιώσεως προερχομένων από πρόσωπα που επέδειξαν ιδιαιτέρως αμελή συμπεριφορά.

Συνεπώς, η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή, στην υπό κρίση υπόθεση, της προθεσμίας του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου δικαιολογείται από την ομοιότητα των πραγματικών καταστάσεων στην παρούσα υπόθεση και στις λοιπές υποθέσεις στις οποίες εφαρμόστηκε η προθεσμία αυτή.

(βλ. σκέψεις 45 και 46)