Language of document : ECLI:EU:T:2020:181

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 13ης Μαΐου 2020 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αερομεταφορές – Ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία υπέρ των αερολιμένων της Σαρδηνίας – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται εν μέρει συμβατή και εν μέρει μη συμβατή με την εσωτερική αγορά – Καταλογισμός στο κράτος – Δικαιούχοι – Πλεονέκτημα υπέρ των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Καθεστώς ενισχύσεων – Ενίσχυση ήσσονος σημασίας – Ανάκτηση»

Στην υπόθεση T‑716/17,

Germanwings GmbH, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον A. Martin-Ehlers, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους T. Maxian Rusche και S. Noë,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1861 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (πρώην 2011/N) – Ιταλία – Αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΓΟΣ) (ΕΕ 2017, L 268, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, J. Svenningsen (εισηγητή), V. Valančius, Z. Csehi και P. Nihoul, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί των επίμαχων μέτρων

1        Στη Σαρδηνία (Ιταλία) υπάρχουν πέντε αερολιμένες, μεταξύ των οποίων οι αερολιμένες του Alghero, του Cagliari-Elmas και της Olbia.

2        Τον αερολιμένα του Alghero εκμεταλλεύεται η So.Ge.A.Al SpA (στο εξής: SOGEAAL), το κεφάλαιο της οποίας έχει καλυφθεί πλήρως από τοπικούς δημόσιους φορείς και κατέχεται, κατά πλειοψηφία, από τη Regione autonoma della Sardegna (Αυτόνομη Περιφέρεια της Σαρδηνίας, Ιταλία, στο εξής: Αυτόνομη Περιφέρεια), μεταξύ άλλων, εμμέσως, μέσω της Società Finanziaria Industriale Regione Sardegna (SFIRS). Τον αερολιμένα του Cagliari-Elmas εκμεταλλεύεται η So.G.Aer SpA (στο εξής: SOGAER), εταιρία η πλειοψηφία των μεριδίων της οποίας ανήκει στο Εμπορικό Επιμελητήριο του Κάλιαρι (στο εξής: CCIA), ενώ τον αερολιμένα της Olbia εκμεταλλεύεται η GEASAR SpA (στο εξής: GEASAR), εταιρία εδρεύουσα στην Olbia, την πλειοψηφία των μετοχών της οποίας κατέχει ιδιωτική επιχείρηση, η Meridiana SpA.

 Επί των διατάξεων που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια

–       Επί του άρθρου 3 του νόμου υπ’ αριθ. 10/2010

3        Στις 13 Απριλίου 2010 η Αυτόνομη Περιφέρεια εξέδωσε τον legge regionale n. 10 – Misure per lo sviluppo del trasporto aereo (περιφερειακό νόμο υπ’ αριθ. 10 – μέτρα για την ανάπτυξη των αερομεταφορών) (Bollettino ufficiale della Regione autonoma della Sardegna, αριθ. 12, της 16ης Απριλίου 2010) (στο εξής: νόμος 10/2010).

4        Το άρθρο 3 του νόμου 10/2010, με τίτλο «Κίνητρα για τη μείωση του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων» (incentivi alla destagionalizzazione dei collegamenti aerei islani), ορίζει τα εξής:

«1. Εγκρίνονται δαπάνες ύψους 19 700 000 [ευρώ] για το 2010 και 24 500 000 [ευρώ] για καθένα από τα έτη 2011 έως 2013 για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων της νήσου με σκοπό την ενίσχυση και την ανάπτυξη των αεροπορικών μεταφορών ως υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής 2005/C312/01, σχετικά με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρίες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες.

2. Τα κριτήρια, η φύση και η διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και οι οδηγίες για την κατάρτιση σχεδίων δραστηριοτήτων εκ μέρους των εταιριών διαχειρίσεως αερολιμένων, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα σχετικά με την εδαφική συνέχεια που μνημονεύονται στο άρθρο 2, καθορίζονται με απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του περιφερειακού συμβούλου μεταφορών, σε συμφωνία με τους συμβούλους για τον προγραμματισμό, τον προϋπολογισμό, τις πιστώσεις και τον περιφερειακό χωροταξικό σχεδιασμό, τον τουρισμό, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, τη γεωργία και την αγροκτηνοτροφική μεταρρύθμιση, τα πολιτισμικά αγαθά, την ενημέρωση, την ψυχαγωγία και τον αθλητισμό.

3. Η απόφαση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2 και τα σχέδια δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν ήδη καθορισθεί από τις εταιρίες διαχειρίσεως αερολιμένων κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, συνοδευόμενα από τις αντίστοιχες πράξεις και συμβάσεις, χρηματοδοτούνται εφόσον καταρτίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση, τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών και τις οδηγίες της παραγράφου 2 και υποβάλλονται προηγουμένως στην αρμόδια επιτροπή προς έκδοση δεσμευτικής γνωμοδοτήσεως.»

–       Επί των εκτελεστικών πράξεων του νόμου 10/2010

5        Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 10/2010, η εκτελεστική αρχή της Αυτόνομης Περιφέρειας εξέδωσε διάφορες πράξεις εφαρμογής των μέτρων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο (στο εξής: εκτελεστικές πράξεις), μεταξύ άλλων, την deliberazione della Giunta regionale n. 29/36 (απόφαση 29/36 του περιφερειακού συμβουλίου) της 29ης Ιουλίου 2010 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 29/36), την deliberazione della Giunta regionale n. 43/37 (απόφαση 43/37 του περιφερειακού συμβουλίου) της 6ης Δεκεμβρίου 2010 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 43/37) και την deliberazione della Giunta regionale n. 52/117 (απόφαση 52/117 του περιφερειακού συμβουλίου), της 23ης Δεκεμβρίου 2011 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 52/117) (στο εξής, από κοινού με το άρθρο 3 του νόμου 10/2010: τα επίμαχα μέτρα).

6        Οι εκτελεστικές πράξεις αυτές καθορίζουν τρία είδη «δραστηριοτήτων» για τις οποίες οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μπορούσαν να λάβουν αποζημίωση από την Αυτόνομη Περιφέρεια για τα έτη 2010 έως 2013, ήτοι:

–        αύξηση της αεροπορικής κίνησης από τις αεροπορικές εταιρίες (στο εξής: δραστηριότητα 1)·

–        προώθηση της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού από τις αεροπορικές εταιρίες (στο εξής: δραστηριότητα 2)·

–        άλλες δραστηριότητες προωθήσεως τις οποίες αναθέτουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, για λογαριασμό της Αυτόνομης Περιφέρειας, σε τρίτους παρόχους υπηρεσιών πλην των αεροπορικών εταιριών (στο εξής: δραστηριότητα 3).

7        Η περιφερειακή απόφαση 29/36, αφενός, διευκρίνιζε ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 3 του νόμου 10/2010, ο σκοπός της μειώσεως του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων συνίστατο στην αύξηση της συχνότητας των πτήσεων κατά τη διάρκεια της μέσης περιόδου και της χειμερινής περιόδου, καθώς και στη δημιουργία νέων αεροπορικών συνδέσεων. Αφετέρου, η απόφαση αυτή ανέφερε ότι ο απώτερος σκοπός, ο οποίος επιδιώκεται με τα μέτρα του άρθρου 3 του νόμου 10/2010 περί προαγωγής περιφερειακής πολιτικής αερομεταφορών, ήταν η ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, καθώς και η ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών, του τουρισμού και του πολιτισμού της νήσου της Σαρδηνίας.

8        Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή απόφαση 29/36 καθόριζε τα κριτήρια, τη φύση και τη διάρκεια των υπηρεσιών μεταφορών για τις οποίες μπορούσε να χορηγηθεί αποζημίωση κατά την περίοδο 2010‑2013, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές για την κατάρτιση και την αξιολόγηση των «σχεδίων δραστηριοτήτων» που εκπόνησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

9        Συγκεκριμένα, προκειμένου να λάβει χρηματοδότηση προβλεπόμενη από τον νόμο 10/2010, ο φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα έπρεπε να υποβάλει προς έγκριση στην Αυτόνομη Περιφέρεια λεπτομερές σχέδιο δραστηριοτήτων. Το σχέδιο αυτό έπρεπε να προσδιορίζει ποιες από τις δραστηριότητες 1 έως 3 σχεδίαζε να υλοποιήσει ο φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα προς επίτευξη των σκοπών του νόμου 10/2010. Το σχέδιο αυτό έπρεπε ενδεχομένως να συγκεκριμενοποιείται με ειδικές συμφωνίες μεταξύ του φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα και των αεροπορικών εταιριών.

10      Οσάκις φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα επιθυμούσε να λάβει χρηματοδότηση για τη δραστηριότητα 1, το σχέδιο δραστηριοτήτων που παρουσίαζε στην Αυτόνομη Περιφέρεια έπρεπε να προσδιορίζει τις «γραμμές στρατηγικού ενδιαφέροντος» (εθνικές και διεθνείς) και να ορίζει ετήσιους στόχους όσον αφορά τη συχνότητα των πτήσεων, τις νέες γραμμές και τον αριθμό των επιβατών.

11      Κατά τις ιταλικές αρχές, η εκμετάλλευση αυτών των γραμμών στρατηγικού ενδιαφέροντος συνιστούσε υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος που οι αεροπορικές εταιρίες παρείχαν έναντι αποζημιώσεως.

12      Το προς υλοποίηση της δραστηριότητας 2 σχέδιο δραστηριοτήτων έπρεπε να καθορίζει ειδικές δραστηριότητες μάρκετινγκ και διαφήμισης αποσκοπούσες στην αύξηση του αριθμού των επιβατών και στην προώθηση της ζώνης επιρροής του αερολιμένα.

13      Η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων έπρεπε να τεκμηριώνονται με προβλέψεις σχετικές με τις προοπτικές αποδοτικότητας των δραστηριοτήτων που προσδιόριζαν.

14      Από την περιφερειακή απόφαση 29/36 προκύπτει ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων έπρεπε να τηρούν ορισμένες αρχές:

–        οι καθοριζόμενες στα σχέδια γραμμές στρατηγικού ενδιαφέροντος δεν μπορούσαν να αλληλεπικαλύπτονται με εκείνες που ήταν ήδη υπό εκμετάλλευση στο πλαίσιο καθεστώτος υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

–        η χρηματοδότηση κάθε επιδοτούμενης γραμμής έπρεπε να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου·

–        η συμφωνία χρηματοδοτήσεως που συνάπτετο με τις αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να περιλαμβάνει σχέδιο προωθήσεως της περιοχής.

15      Εάν η Αυτόνομη Περιφέρεια διαπίστωνε ανακολουθίες μεταξύ, αφενός, των σχεδίων δραστηριοτήτων που υποβλήθηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και, αφετέρου, των διατάξεων του νόμου 10/2010 και των εκτελεστικών του πράξεων, μπορούσε να απαιτήσει τροποποίηση των εν λόγω σχεδίων.

16      Μετά την έγκριση των διαφόρων σχεδίων δραστηριοτήτων που της υπέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, η Αυτόνομη Περιφέρεια κατένειμε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους για καθένα από τα έτη 2010 έως 2013 μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

17      Η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε προτιμησιακά κριτήρια χορηγήσεως για την περίπτωση που το ποσό των αποζημιώσεων που ζητούσαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υπερέβαινε το προβλεπόμενο από τον νόμο 10/2010 ποσό.

18      Τα οριστικά ποσά των ετήσιων αποζημιώσεων καθορίζονταν εκ των υστέρων, λαμβανομένων υπόψη των ποσών, ενδεχομένως χαμηλότερων από τα προβλεπόμενα στα σχέδια δραστηριοτήτων, τα οποία πράγματι κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στο πλαίσιο της υλοποιήσεως των εν λόγω σχεδίων. Προς επιβεβαίωση των ποσών αυτών, οι φορείς εκμεταλλεύσεως έπρεπε να υποβάλουν εκθέσεις οι οποίες να προσδιορίζουν, μεταξύ άλλων, τις δαπάνες που όντως πραγματοποιήθηκαν για τις αναληφθείσες ενέργειες και οι οποίες έπρεπε να συνοδεύονται από δικαιολογητικά έγγραφα.

19      Εξάλλου, οι εκτελεστικές πράξεις προέβλεπαν ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να διασφαλίζουν την παρακολούθηση των επιδόσεων των αεροπορικών εταιριών. Ειδικότερα, απαιτούσαν οι ειδικές συμφωνίες που συνάπτονταν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών να προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων στις αεροπορικές εταιρίες σε περίπτωση μη τηρήσεως των προκαθορισμένων σκοπών, ιδίως όσον αφορά τη συχνότητα των πτήσεων και τον αριθμό των επιβατών.

20      Τέλος, οι αποζημιώσεις της Αυτόνομης Περιφέρειας καταβάλλονταν μέσω ενός επί τούτου συσταθέντος και διαχειριζομένου από τη SFIRS περιφερειακού ταμείου, το οποίο παρακρατούσε το 4 % επί των οριστικών συνολικών ποσών των εν λόγω αποζημιώσεων. Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι καταβαλλόταν a priori μόνον μια πρώτη δόση, αντιστοιχούσα στο 20 % των κεφαλαίων που οφείλονταν για ένα έτος αναφοράς, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μπορούσαν να ζητήσουν από τη SFIRS οικονομικές προκαταβολές, οι οποίες χορηγούνταν έναντι καταβολής προμηθειών και τόκων.

 Επί της επίδικης συμβάσεως

21      Η προσφεύγουσα, Germanwings GmbH, είναι αεροπορική εταιρία μεταφοράς επιβατών «χαμηλού κόστους», δραστηριοποιούμενη στην αγορά από το 2002 και εκμεταλλεύεται, μεταξύ άλλων, δίκτυο δρομολογίων μικρών, μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, κυρίως προς και από αερολιμένες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου αυτού του Cagliari-Elmas.

22      Η SOGAER, φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Cagliari-Elmas, δημοσίευσε στον ιστότοπό της ανακοίνωση με την οποία καλούσε τις αεροπορικές εταιρίες να της υποβάλουν επιχειρηματικά σχέδια για δρομολόγια από και προς τον αερολιμένα αυτό, καθώς και για τη σύναψη συμβάσεων μάρκετινγκ για την προώθηση της νήσου της Σαρδηνίας.

23      Η SOGAER υπέβαλε στην Αυτόνομη Περιφέρεια σχέδια δραστηριοτήτων για το έτος 2010 και για την τριετή περίοδο 2011‑2013, συνοδευόμενα από τις αντίστοιχες αιτήσεις χρηματοδοτήσεως. Τα σχέδια αυτά εγκρίθηκαν και τα ποσά που διατέθηκαν στη SOGAER για το 2010 και για την περίοδο 2011-2013 καθορίστηκαν με τις περιφερειακές αποφάσεις 43/37 και 52/117, αντιστοίχως.

24      Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα και η SOGAER συνήψαν σύμβαση το 2012 (στο εξής: επίδικη σύμβαση). Με τη σύμβαση αυτή, η προσφεύγουσα ανελάμβανε την υποχρέωση, έναντι αμοιβής ύψους 30 000 ευρώ, να προωθήσει την Περιφέρεια της Σαρδηνίας, το Κάλιαρι, καθώς και τα απευθείας δρομολόγιά της μεταξύ των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Κολωνίας-Βόννης (Γερμανία), καθώς και μεταξύ των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Στουτγάρδης (Γερμανία). Προς τούτο, η προσφεύγουσα ανέθεσε τη διοργάνωση διαφημιστικής εκστρατείας σε τρίτο πάροχο υπηρεσιών, για συνολικό ποσό 40 000,18 ευρώ, η δε διαφορά σε σχέση με το προερχόμενο από τη SOGAER ποσό των 30 000 ευρώ καλύφθηκε από την προσφεύγουσα. Η διαφημιστική εκστρατεία αυτή διεξήχθη μεταξύ 10ης Δεκεμβρίου 2012 και 9ης Ιανουαρίου 2013.

25      Στις 20 Δεκεμβρίου 2012 η προσφεύγουσα εξέδωσε τιμολόγιο για ποσό 30 000 ευρώ. Η SOGAER εξόφλησε το τιμολόγιο αυτό καταβάλλοντας το εν λόγω ποσό με ηλεκτρονικό έμβασμα της 19ης Απριλίου 2013 (στο εξής: επίμαχη πληρωμή).

 Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

26      Στις 30 Νοεμβρίου 2011 η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τον νόμο 10/2010, μέτρο το οποίο εξετάσθηκε σύμφωνα με το κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

27      Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλική Δημοκρατία ότι είχε αποφασίσει να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το κοινοποιηθέν καθεστώς (στο εξής: επίδικο καθεστώς ενισχύσεων). Με τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 30 Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, C 152, σ. 30), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του προβαλλομένου καθεστώτος ενισχύσεων.

28      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές, καθώς και ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Alghero, του Cagliari-Elmas και της Olbia. Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών στις ιταλικές αρχές, οι οποίες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τα σχόλιά τους επ’ αυτών.

29      Με έγγραφα της 24ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα μέρη για την έκδοση, στις 20 Φεβρουαρίου 2014, ανακοινώσεως με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρίες» (ΕΕ 2014, C 99, σ. 3) και για το ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα εφαρμόζονταν εν προκειμένω από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους στην Επίσημη Εφημερίδα. Στις 15 Απριλίου 2014 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ 2014, C 113 σ. 30) ανακοίνωση με την οποία τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνταν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της εφαρμογής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών στην προκειμένη υπόθεση, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσιεύσεως των τελευταίων.

30      Στις 29 Ιουλίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/1861, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (πρώην 2011/N) – Ιταλία – Αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΓΟΣ) (ΕΕ 2017, L 268, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), της οποίας το διατακτικό ορίζει τα ακόλουθα:

«Άρθρο 1

1. Το καθεστώς που θέσπισε η Ιταλία με τον [νόμο 10/2010] δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ] υπέρ της SOGEAAL […], της SOGAER […] και της GEASAR […].

2. Το καθεστώς που θέσπισε η Ιταλία με τον νόμο 10/2010 συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ] υπέρ των Ryanair/AMS, easyJet, Air Berlin, Meridiana, Alitalia, Air Italy, Volotea, Wizzair, Norwegian, JET2.COM, Niki, Tourparade, [της προσφεύγουσας], [της] Air Baltic και [της] Vueling, καθόσον σχετίζεται με δραστηριότητες των εν λόγω αεροπορικών εταιρειών στον αερολιμένα του Cagliari-Elmas και στον αερολιμένα της Olbia.

3. Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 τέθηκε σε ισχύ από την Ιταλία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ].

4. Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1. Η Ιταλία ανακτά από τους δικαιούχους την κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

[…]

3. Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

[…]

5. Η Ιταλία ακυρώνει τη χορήγηση οποιασδήποτε εκκρεμούσας ενίσχυσης αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1. Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 είναι άμεση και πραγματική.

2. Η Ιταλία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1. Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

–        τον κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν ενισχύσεις βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που εισέπραξε καθένας από αυτούς βάσει του καθεστώτος·

–        το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

–        λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

–        έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2. Η Ιταλία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2. Υποβάλλει αμέσως, έπειτα από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.»

31      Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, στις αιτιολογικές σκέψεις 344 έως 346 της αποφάσεως, ότι αυτή δεν έπρεπε να καλύψει τα μέτρα ενισχύσεων που αποτελούσαν ήδη αντικείμενο διαφορετικής έρευνας αναφορικά με τον αερολιμένα του Alghero. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον εν λόγω αερολιμένα, συμβάσεις μεταξύ της SOGEAAL και της εταιρίας Ryanair Ltd, που συνήφθησαν ήδη το 2003 και έκτοτε είχαν παραταθεί, αποτέλεσαν αντικείμενο καταγγελίας υποβληθείσας από ιταλική αεροπορική εταιρία. Η καταγγελία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την κίνηση από την Επιτροπή, στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108 παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αναφορικά με πιθανή κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στον αερολιμένα του Alghero και από αυτόν υπέρ της Ryanair και άλλων αερομεταφορέων (ΕΕ 2008, C 12, σ. 7). Στις 27 Ιουνίου 2012 η διαδικασία αυτή επεκτάθηκε, προκειμένου να συμπεριληφθούν συμπληρωματικά μέτρα που έλαβε η Ιταλία και τα οποία δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αρχικής καταγγελίας (ΕΕ 2013, C 40, σ. 15), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν «[ό]λα τα μέτρα που χορηγήθηκαν στη Ryanair και στη θυγατρική της AMS, καθώς και στις άλλες αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα [του Alghero] από το 2000 [στα οποία περιλαμβάνονται ιδίως] χρηματοδοτικές συνεισφορές που χορηγήθηκαν απευθείας από τη SOGEAAL ή διαμέσου αυτής μέσω συμφωνίας συγκεκριμένων υπηρεσιών αερολιμένα και συμφωνιών παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ με την Ryanair και άλλους αερομεταφορείς από το 2000 και κατόπιν».

32      Η προμνησθείσα διαδικασία κατέληξε στην έκδοση από την Επιτροπή της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1584, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.23098 (C 37/07) (πρώην NN 36/07) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Società di Gestione dell’Aeroporto di Alghero So.Ge.A.AL SpA και διαφόρων αερομεταφορέων που λειτουργούν στον αερολιμένα του Alghero (ΕΕ 2015, L 250, σ. 38), με την οποία η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ότι οι συμβάσεις που συνήφθησαν από τη SOGEAAL, την οποία ελέγχει η Αυτόνομη Περιφέρεια, με ορισμένες αεροπορικές εταιρίες και οι οποίες αφορούσαν την προώθηση ή την έναρξη νέων δρομολογίων από ή προς τον αερολιμένα του Alghero, καθώς και δραστηριότητες μάρκετινγκ και διαφήμισης δεν συνιστούσαν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τις λοιπές αεροπορικές εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, οι οποίες είχαν συνάψει ανάλογες συμβάσεις με τη SOGEAAL, η Επιτροπή έκρινε ότι οι συμβάσεις αυτές συνιστούσαν ενισχύσεις, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, μη συμβατές με την εσωτερική αγορά.

33      Ωστόσο, όσον αφορά την περίοδο από το 2010 έως το 2013, η προσφεύγουσα δεν συνήψε σύμβαση με τη SOGEAAL που να εμπίπτει στο καθεστώς ενισχύσεων που τέθηκε σε εφαρμογή με τον νόμο 10/2010.

34      Συναφώς, μολονότι όλες οι πληρωμές στις οποίες προέβη η SOGEAAL για τις παροχές υπηρεσιών που εμπίπτουν στις προβλεπόμενες από τον νόμο 10/2010 δραστηριότητες 1 και 2 δεν είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει των συμβάσεων που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της διαφορετικής έρευνας που αφορούσε αποκλειστικώς τον αερολιμένα του Alghero, η Επιτροπή έκρινε ότι η συντριπτική πλειονότητα των πληρωμών αυτών είχε εκτιμηθεί στο πλαίσιο της εν λόγω έτερης υποθέσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε ότι: «δεν [ήταν] σε όλες τις περιπτώσεις εύκολο να γίνει σαφής διάκριση δεδομένου ότι η οικονομική σχέση μεταξύ της SOGEAAL και μιας δεδομένης αεροπορικής εταιρείας κατά τη σχετική περίοδο [ενδέχετο] να διέπεται από διάφορες συμβάσεις εκ των οποίων μόνο ορισμένες [είχαν εξετασθεί] στην υπόθεση [επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 2015/1584]». Έκρινε, επομένως, ότι έπρεπε να εξαιρεθούν από το πεδίο της προσβαλλομένης αποφάσεως όλες οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ των αεροπορικών εταιριών και της SOGEAAL στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, ήτοι, με άλλα λόγια, το σκέλος των επίμαχων μέτρων αναφορικά με τον αερολιμένα του Alghero.

35      Τέλος, στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι η κινηθείσα εν προκειμένω διαδικασία δεν αφορούσε τη χορήγηση δυνητικής ενισχύσεως από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων υπέρ άλλων παρόχων υπηρεσιών πέραν των αεροπορικών εταιριών για τη δραστηριότητα 3. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπέρανε, στην αιτιολογική σκέψη 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να λάβει θέση επ’ αυτού.

 Επί των εξελίξεων μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

36      Η προσφεύγουσα έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως με έγγραφο της Αυτόνομης Περιφέρειας της 4ης Αυγούστου 2016, το οποίο παρέλαβε στις 15 Αυγούστου 2016. Με αυτό, η Αυτόνομη Περιφέρεια ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την κάλεσε να δηλώσει, βάσει συνόψεως της προσβαλλομένης αποφάσεως που επισυνάφθηκε στο εν λόγω έγγραφο, ποια στοιχεία έπρεπε να απαλειφθούν από το κείμενο που θα δημοσιευόταν στην Επίσημη Εφημερίδα, δημοσίευση που έγινε στις 18 Οκτωβρίου 2017.

37      Με έγγραφο της 19ης Αυγούστου 2016, η προσφεύγουσα απάντησε στην Αυτόνομη Περιφέρεια ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει πλήρως την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω των αποσπασμάτων που έλειπαν. Εντούτοις, με το έγγραφο αυτό προσδιόρισε τα στοιχεία που θεωρούσε εμπιστευτικά.

38      Στις 7 Ιουνίου 2017 η Αυτόνομη Περιφέρεια εξέδωσε απόφαση περί ανακτήσεως, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 10 Αυγούστου 2017, συνοδευόμενη από αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό μη εμπιστευτική μορφή ως προς αυτήν. Η εν λόγω απόφαση υποχρέωνε την προσφεύγουσα να επιστρέψει στην Αυτόνομη Περιφέρεια ποσό ύψους 28 881 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 1 678,48 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό ύψους 30 559,48 ευρώ.

39      Κατόπιν της ανωτέρω αποφάσεως περί ανακτήσεως, η προσφεύγουσα, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 14ης Αυγούστου 2017, αμφισβήτησε ενώπιον της Επιτροπής την υποχρέωση επιστροφής του ποσού που ζητούνταν με την εν λόγω απόφαση, καθόσον αυτό συνιστούσε ενίσχυση ήσσονος σημασίας κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων [107 και 108 ΣΛΕΕ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ 2006, L 379, σ. 5, στο εξής: κανονισμός του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας). Η προσφεύγουσα ζήτησε εξάλλου από την Επιτροπή να παράσχει γραπτή σχετική επιβεβαίωση, την οποία θα μπορούσε να επικαλεσθεί στο πλαίσιο της εθνικής προσφυγής που σκόπευε να ασκήσει κατά της προμνησθείσας αποφάσεως.

40      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 18ης Αυγούστου 2017, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν μπορούσε να παράσχει την ζητηθείσα επιβεβαίωση, διευκρινίζοντας, μεταξύ άλλων, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προέβλεπε παρέκκλιση από την υποχρέωση ανακτήσεως για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας, είτε υπό το καθεστώς του κανονισμού του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας είτε υπό το καθεστώς του κανονισμού (ΕΕ) 1407/2013 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 [ΣΛΕΕ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ 2013, L 352, σ. 1, στο εξής: κανονισμός του 2013 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας), και, αφετέρου, ότι δεν πληρούνταν ο προβλεπόμενος από αμφότερους τους κανονισμούς «όρος περί διαφάνειας».

41      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 23ης Αυγούστου 2017, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την ανάλυση της Επιτροπής. Ακολούθως, η προσφεύγουσα επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τη νομική υπηρεσία της Επιτροπής, η οποία της γνωστοποίησε, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Οκτωβρίου 2017, ότι η θέση των υπηρεσιών της Επιτροπής δεν είχε μεταβληθεί.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

42      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

43      Στις 5 Απριλίου 2018 και κατόπιν διπλής ανταλλαγής υπομνημάτων, η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε.

44      Στις 16 Μαΐου 2018 το Γενικό Δικαστήριο, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία εν αναμονή της περατώσεως των εγγράφων διαδικασιών στις συναφείς υποθέσεις Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής (T‑833/17) και easyJet Airline κατά Επιτροπής (T‑8/18), οι οποίες περατώθηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου και στις 23 Ιουλίου 2018 αντιστοίχως.

45      Στις 19 Ιουνίου 2019, κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας και κατόπιν προτάσεως του πρώτου τμήματος και του Αντιπροέδρου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση στο πρώτο πενταμελές τμήμα.

46      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε εν συνεχεία να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Ενόψει αυτής, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κλήθηκαν να προσκομίσουν έγγραφα και να απαντήσουν εγγράφως σε ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας. Ανταποκρίθηκαν στα μέτρα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας, στις 3 Σεπτεμβρίου 2019. Ακολούθως, στις 6 Σεπτεμβρίου 2019, η Επιτροπή κατέθεσε συμπληρωματική απάντηση στα προμνησθέντα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η οποία περιελήφθη στη δικογραφία.

47      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Οκτωβρίου 2019. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, αντιθέτως προς τα διαλαμβανόμενα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, όπου ανέφερε ότι ζητούσε την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης ή, επικουρικώς, ως αβάσιμης, στην πραγματικότητα ζητούσε την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης.

48      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφος 2, κατά το μέρος που σε αυτό μνημονεύεται η προσφεύγουσα, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1, κατά το μέρος που η ζητηθείσα ανάκτηση αφορά την προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

49      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

50      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τους οποίους προβάλλεται κατ’ ουσίαν:

–        πρώτον, παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη ενισχύσεως, δεδομένου ότι δεν εξέτασε εάν η SOGAER είχε ενεργήσει ως ιδιώτης επιχειρηματίας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς·

–        δεύτερον, παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η ενίσχυση την οποία έλαβε η προσφεύγουσα νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών·

–        τρίτον, πλάνη περί το δίκαιο καθότι η Επιτροπή δεν εξέτασε εάν η επίμαχη πληρωμή συνιστούσε ενίσχυση ήσσονος σημασίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη ενισχύσεως, δεδομένου ότι δεν εξέτασε εάν η SOGAER είχε ενεργήσει ως ιδιώτης επιχειρηματίας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς

51      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη ενισχύσεως υπέρ αυτής. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο διαφορετικών «επιπέδων», ήτοι αυτού της Αυτόνομης Περιφέρειας και εκείνου των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, το κρίσιμο επίπεδο για την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως είναι, αντιθέτως προς την προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, εκείνο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, μεταξύ των οποίων πρωτίστως της SOGAER.

52      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εξέταση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως στο επίπεδο της SOGAER θα είχε επιτρέψει στην Επιτροπή να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη πληρωμή ενέπιπτε στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία).

53      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως ως αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος. Επιπροσθέτως, προβάλλει πλείονες ενστάσεις απαραδέκτου επί των οποίων, καθόσον αφορούν καθένα από τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί στο πλαίσιο της διαδοχικής εξετάσεως των σκελών αυτών.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το κρίσιμο επίπεδο για την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως

54      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως εν προκειμένω, το κρίσιμο επίπεδο αναλύσεως ήταν εκείνο της SOGAER, δεδομένου ότι έπρεπε, κατ’ ουσίαν, να εξετασθεί η συμπεριφορά της τελευταίας ανεξαρτήτως του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια.

55      Πρώτον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν περιλαμβάνει, αυτό καθαυτό, επιδότηση υπέρ αυτής. Συγκεκριμένα, η Αυτόνομη Περιφέρεια, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 76, 78 και 86, στοιχείο δʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, έθεσε τα κεφάλαιά της στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και όχι των αεροπορικών εταιριών, με τις οποίες δεν είχε εξάλλου συμβατική σχέση. Η Περιφέρεια αυτή αποτελούσε, το πολύ, την πηγή χρηματοδοτήσεως των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν στις αεροπορικές εταιρίες.

56      Δεύτερον, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων αποφάσισαν, αυτοτελώς, να συνάψουν συμβάσεις με αεροπορικές εταιρίες και, εφόσον ήταν αναγκαίο, να ζητήσουν κεφάλαια από την Αυτόνομη Περιφέρεια προκειμένου να τα μεταφέρουν στις αεροπορικές εταιρίες, δεδομένου ότι οι φορείς αυτοί δεν είχαν καμία υποχρέωση να ζητήσουν τα εν λόγω κεφάλαια. Συγκεκριμένα, η προμνησθείσα Περιφέρεια δεν ελέγχει ούτε τη SOGAER ούτε το CCIA του Κάλιαρι, τo οποίο είναι δημόσιος φορέας ανεξάρτητος από την Αυτόνομη Περιφέρεια και, ως εκ τούτου, δεν είναι σε θέση να ασκήσει πίεση στη SOGAER για να την υποχρεώσει να ζητήσει κεφάλαια. Επιπροσθέτως, η ενδεχόμενη απόφαση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να ζητήσουν κεφάλαια εξηρτάτο από δικές τους οικονομικές εκτιμήσεις, κατά μείζονα λόγο διότι οι φορείς αυτοί όφειλαν, για να αποκτήσουν πρόσβαση στα κεφάλαια, να καταβάλουν «αμοιβή» στην Περιφέρεια, ήτοι παρακράτηση ύψους 4 %, καθώς και, ενδεχομένως, προμήθειες και τόκους, ως προς τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 20 ανωτέρω. Επομένως, ζήτησαν κεφάλαια από την εν λόγω Περιφέρεια μόνον όταν τα αναμενόμενα κέρδη από σύμβαση με συγκεκριμένη αεροπορική εταιρία υπερέβαιναν το κόστος που αντιστοιχεί στην αμοιβή αυτή καθώς και όλες τις λοιπές σχετικές δαπάνες.

57      Στην πραγματικότητα, κατά την προσφεύγουσα, πρέπει, χωρίς να ληφθεί υπόψη το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, να εξετασθεί η συμπεριφορά της SOGAER υπό το πρίσμα των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, δεδομένου ότι η SOGAER αποτελεί, εφόσον το κεφάλαιό της ανήκει κατά 94,35 % στο CCIA του Κάλιαρι, δημόσια επιχείρηση, όπως διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων (ΕΕ 2006, L 318, σ. 17). Η κατάσταση της SOGAER είναι ανάλογη με εκείνη των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων των Pau-Béarn και Nîmes-Uzès-Le Vigan, που επίσης υπόκεινται στον έλεγχο τοπικών εμπορικών επιμελητηρίων, τα οποία αποτελούσαν όργανα του γαλλικού κράτους, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής (T‑53/16, EU:T:2018:943), και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής (T‑165/15, EU:T:2018:953).

58      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου βάλλουσα, κατ’ ουσίαν, κατά του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του. Επικουρικώς, η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το εν λόγω πρώτο σκέλος ως αβάσιμο.

–       Επί του παραδεκτού του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

59      Η Επιτροπή εκτιμά ότι, στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως, η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία δεν είχε εφαρμογή στην Αυτόνομη Περιφέρεια και ανέπτυξε επιχειρηματολογία στηριζόμενη στο γεγονός ότι ο αποκλειστικός χορηγών την επίμαχη ενίσχυση φορέας είναι η SOGAER, και όχι η Αυτόνομη Περιφέρεια. Η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία αποτελεί κατ’ ουσίαν το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, είναι νέα και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.

60      Η προσφεύγουσα, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, αμφισβητεί ότι το πρώτο σκέλος είναι απαράδεκτο.

61      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι τα επιχειρήματα τα οποία στην ουσία συνδέονται στενώς με προβληθέντα με το δικόγραφο της προσφυγής λόγο ακυρώσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέοι ισχυρισμοί, κατά την έννοια του Κανονισμού Διαδικασίας, παρότι διατυπώθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως. Τα επιχειρήματα αυτά αποτελούν περαιτέρω ανάπτυξη λόγου ακυρώσεως που διατυπώθηκε προηγουμένως και παραδεκτώς προβάλλονται στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, BAI κατά Επιτροπής, T‑14/96, EU:T:1999:12, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του παραδεκτού τέτοιων επιχειρημάτων που προβάλλονται με το υπόμνημα απαντήσεως ως περαιτέρω ανάπτυξη ισχυρισμών που περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής, προκειμένου να θεραπευθεί η παράβαση, κατά την άσκηση της προσφυγής, των επιταγών του άρθρου 76, στοιχείο δ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, διότι άλλως η τελευταία αυτή διάταξη θα στερούνταν παντελώς περιεχομένου (πρβλ. διάταξη της 19ης Μαΐου 2008, TF1 κατά Επιτροπής, T‑144/04, EU:T:2008:155, σκέψη 30).

62      Εν προκειμένω, καίτοι είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε ρητώς στο δικόγραφο της προσφυγής ότι θεωρούσε τη SOGAER ως τον «χορηγούντα» την επίδικη ενίσχυση φορέα, εντούτοις με το εν λόγω δικόγραφο αμφισβήτησε την προσέγγιση που υιοθέτησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι η επίμαχη σύμβαση έπρεπε, περισσότερο από ό,τι τα μέτρα που έλαβε η Αυτόνομη Περιφέρεια, να εξετασθεί υπό το πρίσμα της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, υποστηρίζοντας ότι «το προβλεπόμενο από τον [νόμο 10/2010] καθεστώς δεν [ήταν] κρίσιμο, διότι δεν [περιελάμβανε], αυτό καθαυτό, καμία επιδότηση υπέρ της προσφεύγουσας»· ότι «η [Αυτόνομη Περιφέρεια] δεν [είχε] καταβάλει επιδότηση υπέρ της προσφεύγουσας»· ότι «η επιδότηση [καταβαλλόταν] στις αεροπορικές εταιρίες από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, οπότε η συμβατική αυτή σχέση [ήταν] εκείνη που έπρεπε να εξετασθεί υπό το πρίσμα της υπάρξεως ενισχύσεως» και ότι «το αποφασιστικό στοιχείο [συνίστατο] στη σύναψη της συμβάσεως μάρκετινγκ μεταξύ του φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένος, αφενός, και της προσφεύγουσας, αφετέρου».

63      Επιπροσθέτως, ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι η SOGAER αποτελούσε δημόσια επιχείρηση, γεγονός που δικαιολογούσε, κατά την άποψή της, να εξετασθεί εάν ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα είχε ενεργήσει ως ιδιώτης επιχειρηματίας.

64      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, κατά την οποία η SOGAER είναι ο χορηγών την κρίσιμη ενίσχυση φορέας, δεν είναι νέα και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν, με το υπόμνημα απαντήσεως, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους συνιστούν περαιτέρω ανάπτυξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως όπως αυτός διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής. Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι παραδεκτό.

–       Επί του βασίμου του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

65      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής κηρύσσονται μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές. Επομένως, ο χαρακτηρισμός μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋποθέτει τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων, ήτοι να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, η παρέμβαση αυτή να είναι ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη της και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, υπενθυμίζεται ότι η παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους δεν απαιτείται, κατ’ ανάγκην, να συνίσταται σε μέτρο της κεντρικής κυβερνήσεως του οικείου κράτους. Μπορεί κάλλιστα να πρόκειται για μέτρο περιφερειακής ή τοπικής αρχής. Συγκεκριμένα, μέτρο που λαμβάνεται από οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως και όχι από την κεντρική κυβέρνηση μπορεί να αποτελεί ενίσχυση, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 248/84, EU:C:1987:437, σκέψη 17, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 55). Με άλλα λόγια, τα μέτρα που λαμβάνονται από ενδοκρατικούς, αποκεντρωμένους, ομόσπονδους, περιφερειακούς ή άλλους φορείς των κρατών μελών, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς και την ονομασία τους, εμπίπτουν, όπως ακριβώς και τα μέτρα που λαμβάνονται από την ομοσπονδιακή ή την κεντρική κυβέρνηση, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως (αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑92/00 και T‑103/00, EU:T:2002:61, σκέψη 57, και της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T‑267/08 και T‑279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 108).

67      Όσον αφορά την πρώτη ως άνω προϋπόθεση, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, για να μπορούν πλεονεκτήματα να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει αφενός να έχουν παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και αφετέρου να μπορούν να καταλογισθούν στο κράτος (βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), οι δε δύο αυτές επιμέρους προϋποθέσεις είναι σωρευτικές (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψεις 48 και 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑351/02, EU:T:2006:104, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 361 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «7.2.1.2. Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος», η Επιτροπή εξέτασε από κοινού τις δύο επιμέρους προϋποθέσεις σχετικά με τη χρήση κρατικών πόρων και τη δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος. Διαπίστωσε κατ’ αρχάς, στην αιτιολογική σκέψη 356 της αποφάσεως αυτής, ότι, όσον αφορά το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, αυτό χρηματοδοτούνταν από πόρους προερχόμενους από την Αυτόνομη Περιφέρεια και, δεδομένου ότι απέρρεε από περιφερειακό νόμο, μπορούσε να καταλογιστεί στην εν λόγω Περιφέρεια και, εν τέλει, στο ιταλικό κράτος.

69      Ακολούθως, στις αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε τις χρηματοδοτικές ροές από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς τις αεροπορικές εταιρίες. Στο πλαίσιο αυτό, περιέγραψε τον μηχανισμό που έθεσε σε εφαρμογή η Αυτόνομη Περιφέρεια, κατά τον οποίο ο εν λόγω κρατικός φορέας χορηγούσε χρηματοδοτήσεις στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων που τις ζητούσαν, υπό την προϋπόθεση ότι οι φορείς αυτοί θα του υπέβαλλαν προς έγκριση σχέδια δραστηριοτήτων στα οποία οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως έπρεπε να αναλύσουν λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν τα εν λόγω κεφάλαια, ιδίως για να αμείψουν τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, όπως προκύπτει από τη λεπτομερή παρουσίαση της λειτουργίας του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων υπό τον τίτλο «2.7. Μηχανισμός και διάρθρωση της χρηματοδότησης την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Περιφέρεια της Σαρδηνίας» της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή στηρίχθηκε στην περιγραφή αυτή για να καταλήξει στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να θεωρηθούν ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ της Αυτόνομης Περιφέρειας και των αεροπορικών εταιριών, οπότε οι πληρωμές που εισέπρατταν οι εταιρίες αυτές χρηματοδοτούνταν από κεφάλαια προερχόμενα από την εν λόγω Περιφέρεια και έπρεπε να καταλογισθούν σε αυτήν.

70      Βάσει της ως άνω συλλογιστικής περί συνδέσμου μεταξύ της Αυτόνομης Περιφέρειας και των αεροπορικών εταιριών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 361 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς τις εταιρίες αυτές χρηματοδοτούνταν από πόρους του Ιταλικού Δημοσίου και μπορούσαν να καταλογιστούν σε αυτό.

71      Η προσφεύγουσα, με την επιχειρηματολογία που προβάλλει στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την ως άνω συλλογιστική. Δεν αμφισβητεί, όπως δέχθηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα κεφάλαια που τέθηκαν στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, για πολυετή περίοδο, προκειμένου οι φορείς αυτοί να αναλάβουν δράσεις με σκοπό την προώθηση της περιφέρειας της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού, αποτελούσαν πόρους της Αυτόνομης Περιφέρειας και, επομένως, του Iταλικού Δημοσίου και ότι η απόφαση για τη χορήγηση τέτοιων κεφαλαίων στους προμνησθέντες φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν καταλογιστέα στην εν λόγω Περιφέρεια και, επομένως, στο ιταλικό κράτος. Αντιθέτως, αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής, το οποίο απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις 358 έως 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως, μεταξύ των οποίων και η SOGAER, μπορούσαν να θεωρηθούν ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ της Περιφέρειας και των αεροπορικών εταιριών.

72      Κατά την προσφεύγουσα, μολονότι είναι αληθές ότι η επίμαχη πληρωμή πραγματοποιήθηκε με «κρατικούς πόρους» και ήταν καταλογιστέα στο ιταλικό κράτος, τούτο δεν προκύπτει από τη συμμετοχή της SOGAER στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια, αλλά περισσότερο από το γεγονός ότι η SOGAER είναι δημόσια επιχείρηση ελεγχόμενη από ιταλικό κρατικό όργανο, ήτοι από το CCIA του Κάλιαρι. Με άλλα λόγια, κακώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη πληρωμή συνεπαγόταν παρέμβαση του ιταλικού κράτους μέσω της εν λόγω Περιφέρειας και όχι μέσω της SOGAER. Υπό τις συνθήκες αυτές, η SOGAER αποτελούσε το κρίσιμο «επίπεδο» για την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως.

73      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι η προσφεύγουσα δεν αναφέρει ρητώς τις δύο σωρευτικές επιμέρους προϋποθέσεις που συνθέτουν την πρώτη από τις προϋποθέσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, αμφισβητεί, εμμέσως πλην κατά λογική αναγκαιότητα, τόσο, αφενός, την προέλευση από περιφερειακή-κρατική πηγή των χρημάτων που χρησιμοποιούσαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για να αμείβουν τις αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο των συμβάσεων που είχαν συνάψει με αυτές όσο και, αφετέρου, τη δυνατότητα καταλογισμού στην Αυτόνομη Περιφέρεια των πληρωμών στις οποίες προέβησαν οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβάσεων που συνήφθησαν με αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα.

74      Όσον αφορά τη χρήση περιφερειακών «πόρων», πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα κεφάλαια της Αυτόνομης Περιφέρειας δεν είναι κρίσιμα, δεδομένου ότι τέθηκαν στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και όχι των αεροπορικών εταιριών, οι οποίες έλαβαν πληρωμές μόνον από τους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως.

75      Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, κατά την εξέταση ενός μέτρου, η Επιτροπή ενδέχεται να κληθεί να εξετάσει εάν μπορεί να θεωρηθεί ότι χορηγείται εμμέσως πλεονέκτημα σε φορείς διαφορετικούς από τον άμεσο αποδέκτη της μεταβιβάσεως κρατικών πόρων (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 61 και 62). Συναφώς, ο Δικαστής της Ένωσης έχει επίσης δεχθεί ότι ένα πλεονέκτημα που χορηγείται απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία αποτελούν επιχειρήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψεις 22 έως 35· της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 38 και 60 έως 66· της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, T‑445/05, EU:T:2009:50, σκέψη 127 και μνημονευόμενη νομολογία, και της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T‑177/07, EU:T:2010:233).

76      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κεφάλαια που τέθηκαν στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χορηγήθηκαν εμμέσως στις αεροπορικές εταιρίες, δεδομένου ότι ο μηχανισμός που καθιέρωσε η Αυτόνομη Περιφέρεια επέτρεπε να διασφαλίζεται ότι τα κεφάλαια αυτά αντιστοιχούσαν στις αμοιβές που κατέβαλλαν οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως στις αεροπορικές εταιρίες. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον ρόλο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ως ενδιάμεσων φορέων, δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη ή τη λειτουργία του εν λόγω μηχανισμού.

77      Ο μηχανισμός δε αυτός προέβλεπε ένα είδος συστήματος εκκαθαρίσεως. Ειδικότερα, η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε ότι οι επιλεγέντες φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων θα εισέπρατταν προκαταβολή ύψους 20 % επί των ζητηθέντων κεφαλαίων για το έτος αναφοράς, ακολουθούμενη από την καταβολή δεύτερης δόσης ύψους 60 %, κλιμακούμενης και εξαρτώμενης από την υποβολή τριμηνιαίων εκθέσεων, και, τέλος, μια τελευταία δόση ύψους 20 %, εφόσον προσκόμιζαν τα έγγραφα που θα παρείχαν τη δυνατότητα στην Αυτόνομη Περιφέρεια να εξακριβώσει ότι η δραστηριότητα είχε εκτελεσθεί προσηκόντως, ότι οι στόχοι είχαν επιτευχθεί και ότι οι δαπάνες είχαν όντως πραγματοποιηθεί. Κατά συνέπεια, ο ως άνω μηχανισμός ελέγχου είχε ως σκοπό να εμποδίσει κάθε φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα να επιτύχει την επιστροφή ποσών άλλων από εκείνα τα οποία είχε καταβάλει για να αμείψει τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, και ως προς τα οποία ισχύει η υποχρέωση ανακτήσεως που προβλέπει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η ύπαρξη του μηχανισμού αυτού επιβεβαιώνει επίσης ότι οι υπηρεσίες των εν λόγω αεροπορικών εταιριών χρηματοδοτούνταν από την εν λόγω Περιφέρεια, δεδομένου ότι τα ποσά που προκατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ως αμοιβή των αντισυμβαλλομένων αεροπορικών εταιριών αντιστοιχούσαν στα κεφάλαια που θα εισέπρατταν, μετά το πέρας της διαδικασίας, από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

78      Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 242 έως 246, καθώς και 313, 314 και 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου εκτίθενται οι παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, οι ίδιοι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων της Olbia και του Cagliari-Elmas εξήγησαν ότι, στην πράξη, είχαν προκαταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην πληρωμή των αντισυμβαλλομένων αεροπορικών εταιριών που παρείχαν τις υπηρεσίες τις οποίες ζητούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια για την προώθηση του τουρισμού της Σαρδηνίας και ότι, στη συνέχεια, είχαν υποβάλει στην εν λόγω Αυτόνομη Περιφέρεια τις λογιστικές τους εκθέσεις όπου αναγράφονταν οι δαπάνες που είχαν όντως πραγματοποιηθεί προκειμένου να τους επιστραφούν αυτές από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Στο πλαίσιο αυτό, η SOGAER, με την οποία η προσφεύγουσα συνήψε την επίμαχη σύμβαση, υποστήριξε μάλιστα, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 314 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε απαιτήσει από την ίδια να αποδείξει ότι οι αεροπορικές εταιρίες που παρείχαν υπηρεσίες είχαν λάβει το σύνολο των περιφερειακών εισφορών και ότι, ως εκ τούτου, η ίδια ήταν απλώς ενδιάμεσος φορέας που τους είχε διαβιβάσει τα ποσά που εισπράχθηκαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Εξάλλου, η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 340 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Olbia είχε μεταβιβάσει στις αεροπορικές εταιρίες το συνολικό ποσό των εισφορών που είχε εισπράξει ο φορέας αυτός από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

79      Επιπλέον, η ίδια η προσφεύγουσα ανέφερε, εξάλλου, ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υπέρ των αεροπορικών εταιριών «χρηματοδοτούνταν» από την Αυτόνομη Περιφέρεια υπό τη μορφή μεταφοράς ποσών προς τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

80      Επομένως, προκύπτει σαφώς ότι τα κεφάλαια που χρησιμοποιούσαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για να αμείβουν τις αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο των συμβάσεων που είχαν συνάψει με τις εταιρίες αυτές συνιστούσαν κρατικούς πόρους προερχόμενους από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

81      Όσον αφορά τη «δυνατότητα καταλογισμού» στην Αυτόνομη Περιφέρεια των συμβάσεων που συνήψαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων με τις αεροπορικές εταιρίες, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ειδικότερα ότι ο νόμος 10/2010 δεν περιέχει, αυτός καθαυτόν, ενίσχυση υπέρ των αεροπορικών εταιριών και ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν συνήψε σύμβαση με τις εταιρίες αυτές.

82      Πλην όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι η απoυσία άμεσου νομικού δεσμού μεταξύ των αεροπορικών εταιριών και της Αυτόνομης Περιφέρειας δεν είναι ικανή να εμποδίσει τον καταλογισμό στην τελευταία των συμβάσεων που συνήψαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η έννοια της παρεμβάσεως με κρατικούς πόρους καλύπτει, όχι μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα από το κράτος, αλλά και εκείνα επίσης που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος αυτό με σκοπό τη διαχείριση της ενισχύσεως (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike και Weinlig, 78/76, EU:C:1977:52, σκέψη 21· της 17ης Μαρτίου 1993, Sloman Neptun, C‑72/91 και C‑73/91, EU:C:1993:97, σκέψη 19, και της 30ής Μαΐου 2013, Doux Élevage και Coopérative agricole UKL-ARREE, C‑677/11, EU:C:2013:348, σκέψη 26). Το Δικαστήριο δικαιολόγησε την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται μέσω φορέων διαφορετικών από το κράτος, λόγω της ανάγκης διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας των κανόνων σχετικά με τις «ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη», οι οποίοι ορίζονται στα άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ, αποτρέποντας το ενδεχόμενο η δημιουργία και μόνον αυτόνομων φορέων επιφορτισμένων με την κατανομή ενισχύσεων να επιτρέπει στα κράτη μέλη να καταστρατηγούν τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων (απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 23).

83      Μολονότι η ως άνω νομολογία αφορά τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται μέσω φορέων στους οποίους έχουν ανατεθεί προνόμια δημόσιας εξουσίας ή αποστολές γενικού συμφέροντος και οι οποίοι έχουν ιδρυθεί ή ορισθεί για τη διαχείριση της ενισχύσεως, δεν μπορεί ωστόσο να συναχθεί εξ αυτού ότι, πέραν των πλεονεκτημάτων που παρέχονται απευθείας από το κράτος, μόνον οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, όπως ήδη υπομνήσθηκε προηγουμένως, ακόμη και ένα πλεονέκτημα που χορηγείται απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία αποτελούν επιχειρήσεις (βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψεις 22 έως 35· της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 38 και 60 έως 66· της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, T‑445/05, EU:T:2009:50, σκέψη 127, και της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T‑177/07, EU:T:2010:233), τούτο δε χωρίς να απαιτείται, στις υποθέσεις αυτές όπου ο ενδιάμεσος φορέας ήταν φυσικό ή νομικό πρόσωπο, να διοχετεύθηκαν τα επίμαχα πλεονεκτήματα μέσω δομής την οποία ειδικώς όρισε ή ίδρυσε το κράτος αυτό με σκοπό τη διαχείριση της ενισχύσεως.

84      Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η δυνατότητα καταλογισμού ενός μέτρου στο κράτος μπορεί να συναχθεί από ένα σύνολο ενδείξεων που προκύπτουν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και από το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου και, ιδίως, από τις ενδείξεις που υποδηλώνουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμπλοκή των δημοσίων αρχών στη λήψη του εν λόγω μέτρου, λαμβανομένων επίσης υπόψη της εκτάσεως του τελευταίου, του περιεχομένου του και των συνθηκών που αυτό δημιουργεί (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψεις 52 έως 56, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Commerz Nederland, C‑242/13, EU:C:2014:2224, σκέψεις 31 έως 33).

85      Εν προκειμένω, καίτοι ο νόμος 10/2010 προβλέπει βεβαίως ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και όχι οι αεροπορικές εταιρίες είναι τυπικά οι δικαιούχοι των προβλεπομένων από τον νόμο αυτό πληρωμών, εντούτοις, προκύπτει ότι η συμπεριφορά των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως καθορίστηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογήν του μηχανισμού που θέσπισε ο νόμος αυτός και των εκτελεστικών του πράξεων, τα κονδύλια που τέθηκαν στη διάθεσή τους έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και χρησιμοποιήθηκαν στην πράξη σύμφωνα με τις οδηγίες της εν λόγω Περιφέρειας.

86      Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 10/2010 προέβλεπε ρητώς ότι τα κριτήρια, η φύση και η διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και οι οδηγίες για την κατάρτιση των σχεδίων δραστηριοτήτων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να καθορίζονται με αποφάσεις του περιφερειακού συμβουλίου, ενώ το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου αυτού προέβλεπε, επίσης ρητώς, ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων που καταρτίζονται από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να συνοδεύονται από τις αντίστοιχες πράξεις και συμβάσεις και ότι θα χρηματοδοτούνταν μόνον εφόσον είχαν καταρτισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση, τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών και τις οδηγίες που είχαν καθορισθεί από το περιφερειακό συμβούλιο και μόνον εφόσον είχαν προηγουμένως υποβληθεί στην αρμόδια επιτροπή προς έκδοση δεσμευτικής γνωμοδοτήσεως.

87      Επιπλέον, από τον μηχανισμό που θεσπίστηκε με τον νόμο 10/2010 προκύπτει ότι οι διατάξεις του τελευταίου πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις τις οποίες ο νόμος αυτός προέβλεπε ότι θα εξέδιδε το περιφερειακό συμβούλιο και από τις οποίες εξηρτώντο οι πληρωμές που πραγματοποιούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια στους επίμαχους εν προκειμένω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Οι διατάξεις όμως αυτές, και ειδικότερα η περιφερειακή απόφαση 29/36, προέβλεπαν ρητώς ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να υποβάλουν τα σχέδια δραστηριοτήτων τους προς έγκριση στην Αυτόνομη Περιφέρεια και ότι τα εν λόγω σχέδια έπρεπε, προκειμένου να είναι επιλέξιμα για τη χρηματοδότηση που προβλέπει η εν λόγω Περιφέρεια, να εκπονούνται σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση και τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και τις οδηγίες που εκδίδει το περιφερειακό συμβούλιο.

88      Περαιτέρω, ο μηχανισμός που καθιερώθηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια προέβλεπε, πέραν του ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων υποβάλλονταν στην αρχή της διαδικασίας στην Αυτόνομη Περιφέρεια προς έγκριση, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, όπως ήδη εκτέθηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω, έπρεπε να προσκομίσουν τριμηνιαίες εκθέσεις ενόψει της καταβολής του 60 % της ενισχύσεως και δεν μπορούσαν να λάβουν την τελευταία δόση της πληρωμής, ύψους 20 %, παρά μόνον αφότου είχαν αποδείξει ότι είχαν τηρήσει τις οδηγίες της Αυτόνομης Περιφέρειας. Επομένως, οι έλεγχοι πριν από την επιστροφή των προκαταβληθέντων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ποσών μπορούσαν να παράσχουν στην εν λόγω Περιφέρεια τη δυνατότητα να ελέγχει τις πρωτοβουλίες των φορέων αυτών, καθόσον μόνον αυτές που ήταν είχαν καθοριστεί σύμφωνα με τις οδηγίες της και τεκμηριώνονταν με την προσκόμιση των σχετικών συμβατικών και λογιστικών εγγράφων μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο της χρηματοδοτήσεως που προβλέπει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων.

89      Η επιρροή της Αυτόνομης Περιφέρειας επί του περιεχομένου και της εκτάσεως των πρωτοβουλιών των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων επιβεβαιώνεται από αυτούς τους ίδιους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η GEASAR ανέφερε ότι διαπραγματεύθηκε τις προτάσεις για δραστηριότητες μάρκετινγκ με τις αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο τουριστικού μάρκετινγκ που είχε καταρτίσει η Περιφέρεια ως ένα από τα εργαλεία σχεδιασμού. Από την πλευρά της, η SOGAER υποστήριξε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 313 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η εν λόγω Περιφέρεια χορηγούσε αποζημίωση η οποία απλώς διοχετευόταν μέσω του φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα, τούτο δε «στο πλαίσιο σχεδίου το οποίο αποφασίζεται, χρηματοδοτείται και παρακολουθείται από την [Αυτόνομη] Περιφέρεια».

90      Όσον αφορά ειδικότερα τη σύναψη συμβάσεων με τις αεροπορικές εταιρίες, ο νόμος 10/2010 δεν μνημόνευε βεβαίως τις ειδικές δράσεις που έπρεπε να προτείνουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων με τα σχέδια δραστηριοτήτων ούτε προσδιόριζε ποιες αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να κληθούν. Εντούτοις, η μνεία, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 10/2010, των συμβάσεων που έπρεπε να προσκομίσουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και η μνεία, στην περιφερειακή απόφαση 29/36, των περιπτώσεων στις οποίες τα σχέδια δραστηριοτήτων τίθενται σε εφαρμογή από αεροπορικές εταιρίες επιβεβαιώνουν ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια παρακινούσε τους εν λόγω φορείς να απευθύνονται σε αεροπορικές εταιρίες, δεδομένου ότι πρόκειται για τις μόνες οντότητες που μπορούν να δεσμεύονται με τις αεροπορικές εταιρίες για την έναρξη ή τη διατήρηση αεροπορικών δρομολογίων, για τη συχνότητά τους και για στόχους από απόψεως αριθμού επιβατών, η δε εν λόγω Περιφέρεια αποφάσιζε ποιες αεροπορικές συνδέσεις θα θεωρούνταν επιλέξιμες. Επιπλέον, όσον αφορά τις δραστηριότητες μάρκετινγκ, η Αυτόνομη Περιφέρεια προέβη σε διάκριση μεταξύ εκείνων που θα προσφέρονταν από αεροπορικές εταιρίες, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν αναγκαίο οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να απευθυνθούν σε τέτοιες εταιρίες, και εκείνων που θα προσφέρονταν από φορείς παροχής υπηρεσιών διαφορετικούς από τις αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς και των οποίων η ύπαρξη, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ικανή να επηρεάσει το ζήτημα εάν τα κεφάλαια που εισέπραξε η προσφεύγουσα προέρχονταν από τον προϋπολογισμό της Αυτόνομης Περιφέρειας και ήταν καταλογιστέα σε αυτήν.

91      Επομένως, από τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν τον μηχανισμό που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια, τα οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως ελέγχους «ex ante» και «ex post», προκύπτει ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια ήλεγχε στενά, σε προηγούμενο στάδιο, τα σχέδια δραστηριοτήτων που υπέβαλλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ιδίως τα σχετικά αεροπορικά δρομολόγια και τις σχεδιαζόμενες υπηρεσίες μάρκετινγκ, καθώς και, σε μεταγενέστερο στάδιο, τα ποσά που κατέβαλλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων ως αμοιβή για τις εν λόγω υπηρεσίες που παρείχαν οι αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο της προωθήσεως της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού. Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, η Αυτόνομη Περιφέρεια ανέλαβε επαρκή έλεγχο επί των συμβατικών συμπεριφορών των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων οι οποίοι αποφάσιζαν να ζητήσουν κεφάλαια στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, σε βαθμό ώστε οι εν λόγω συμπεριφορές να μπορούν να θεωρηθούν καταλογιστέες σε αυτήν.

92      Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι τα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στοιχεία της δικογραφίας, ειδικότερα αυτά τα οποία προσκόμισε η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει τη λειτουργία του θεσπισθέντος από την Αυτόνομη Περιφέρεια μηχανισμού, ενισχύουν τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα καταλογισμού στην Αυτόνομη Περιφέρεια των συμβάσεων μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών όσο και την περιφερειακή-κρατική προέλευση των πόρων που χρησιμοποιούνταν για την πληρωμή των εν λόγω εταιριών. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την επίδικη σύμβαση μεταξύ της SOGAER και της προσφεύγουσας, το προοίμιο της συμβάσεως αυτής διευκρινίζει ρητώς ότι «[η] Αυτόνομη Περιφέρεια [είχε αποφασίσει] να αυξήσει τις επενδύσεις της σε μάρκετινγκ στους κλάδους των μεταφορών και του τουρισμού»· ότι, για τον σκοπό αυτό, «[χορηγούσε] ετησίως στη SOGAER ποσό το οποίο η επιχείρηση αυτή [έπρεπε] να δαπανήσει για την επίτευξη του στόχου αυτού»· ότι, «[λ]αμβανομένης υπόψη της βουλήσεως της [Αυτόνομης] Περιφέρειας, η SOGAER [είχε δημοσιεύσει] αγγελία στον ιστότοπό της προκειμένου να επενδύσει σε δραστηριότητες μάρκετινγκ που είχαν σχεδιασθεί για την προώθηση των τουριστικών αξιοθέατων της Νότιας Σαρδηνίας»· ότι, «[σ]ύμφωνα με τις οδηγίες που δημοσίευσε η [Αυτόνομη] Περιφέρεια, η SOGAER [είχε καταρτίσει] σχέδιο δραστηριοτήτων όπου περιγράφονταν η στρατηγική και οι δράσεις που [έπρεπε] να εφαρμοσθούν για την επίτευξη του στόχου περί αναπτύξεως της επιβατικής κίνησης» και ότι «[τ]ο εν λόγω σχέδιο δραστηριοτήτων [είχε εγκριθεί] από την επιτροπή του περιφερειακού συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου [10/2010]». Επιπλέον, η σύμβαση αυτή περιείχε ρήτρα η οποία διευκρίνιζε ρητώς ότι υπέκειτο στις διατάξεις του νόμου 10/2010.

93      Περαιτέρω, όσον αφορά το σχέδιο δραστηριοτήτων το οποίο εκπονήθηκε, σε προηγούμενο στάδιο, από τη SOGAER για τα έτη 2011 έως 2013, και το οποίο εγκρίθηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια με την περιφερειακή απόφαση 39/42, τούτο προσδιορίζει πράγματι τις ενέργειες μάρκετινγκ που έπρεπε να υλοποιηθούν από την προσφεύγουσα. Η Επιτροπή προσκόμισε επίσης αντίγραφο του τιμολογίου, σχετικά με την επίμαχη πληρωμή, το οποίο εξέδωσε η προσφεύγουσα στις 20 Δεκεμβρίου 2012 και το οποίο κοινοποίησε η SOGAER, σε μεταγενέστερο στάδιο, στην Αυτόνομη Περιφέρεια στο πλαίσιο των ελέγχων που προηγήθηκαν της επιστροφής των ποσών που είχε προκαταβάλει ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα.

94      Τέλος, στις υπ᾽ αριθ. 322 και 300 αποφάσεις της Αυτόνομης Περιφέρειας, της 13ης Ιουνίου 2013 και της 16ης Ιουνίου 2014 αντιστοίχως, περί καθορισμού του οριστικού ετήσιου ποσού των εισφορών που χορηγήθηκαν στη SOGAER για τα έτη 2012 και 2013, εξυπακουομένου ότι το ποσό που χορηγήθηκε στη SOGAER για το έτος 2012 χρησίμευσε, μεταξύ άλλων, για την επιστροφή της επίμαχης πληρωμής, η Αυτόνομη Περιφέρεια ανέφερε ρητώς ότι «η παρέμβαση στην οποία αναφέρεται ο νόμος [10/2010] πραγματοποι[ούνταν] μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, οι οποίοι διαδραμ[άτιζαν] από λειτουργικής απόψεως διαμεσολαβητικό και προκαταρκτικό ρόλο για τη μεταφορά πόρων στις αεροπορικές εταιρίες, κατά την καθοριζόμενη από την ίδια την Περιφέρεια διαδικασία, όπως αυτή προβλέφθηκε με τον προαναφερθέντα νόμο [10/2010], και τα μέτρα εφαρμογής» (che l’intervento di cui alla LR. n. 10/2010 si realizza attraverso le societa di gestione aeroportuale, che fungono da tramiti operativi e da soggetti anticipatori del trasferimento di risorse a favore dei vettori, secondo il percorso dalla Regione stessa disegnato con la sopraccitata legge regionale n. 10/2010 e con e delibere di attuazione della stessa) και ότι «οι αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να θεωρηθούν οι πραγματικοί και μοναδικοί αποδέκτες των ροών χρηματοδοτικών πόρων βάσει του νόμου [10/2010]» (che i vettori debbano considerarsi i reali ed unici destinatari dei flussi delle risorse di cui alla predetta legge regionale).

95      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, τόσο από τον μηχανισμό που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων όσο και από την εφαρμογή του στην πράξη, προκύπτει ότι οι συμβάσεις που συνήψαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων με τις αεροπορικές εταιρίες και οι πληρωμές προς αυτές σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων ενείχαν εμπλοκή περιφερειακών-κρατικών κεφαλαίων και καταλογίζονταν στην Αυτόνομη Περιφέρεια.

96      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, τα οποία εκτίθενται στη σκέψη 56 ανωτέρω, όσον αφορά το γεγονός ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, μεταξύ των οποίων η SOGAER, ήταν ελεύθεροι να ζητήσουν ή όχι κεφάλαια από την Aυτόνομη Περιφέρεια και ότι η επιλογή αυτή υπαγορευόταν από δικές τους οικονομικές εκτιμήσεις.

97      Συναφώς, αφενός, μολονότι η πρωτοβουλία υποβολής σχεδίων δραστηριοτήτων στην Αυτόνομη Περιφέρεια ενόψει του αιτήματος για χορήγηση κεφαλαίων από αυτήν εναπόκειτο τύποις στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, αφ’ ης στιγμής αυτοί αποφάσιζαν να μετάσχουν στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, το περιθώριό τους εκτιμήσεως όσον αφορά τις συγκεκριμένες δράσεις που έπρεπε να αναληφθούν περιοριζόταν, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, σε μεγάλο βαθμό από τα κριτήρια και τις οδηγίες που καθόριζε η εν λόγω Περιφέρεια. Όπως δε προδήλως προκύπτει από το περιεχόμενο της επίδικης συμβάσεως, το οποίο εκτέθηκε στη σκέψη 92 ανωτέρω, η επίμαχη πληρωμή εντασσόταν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων.

98      Αφετέρου, όσον αφορά τις οικονομικές εκτιμήσεις των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, υπενθυμίζεται ότι οι τιμές που χρέωναν οι αεροπορικές εταιρίες για τις υπηρεσίες τους, ιδίως για τις υπηρεσίες μάρκετινγκ, βάρυναν οικονομικά την Αυτόνομη Περιφέρεια και όχι τους φορείς αυτούς. Επομένως, το μερίδιο κινδύνου που έφεραν οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως ήταν αμελητέο, καθόσον αφορούσε μόνον την παρακράτηση του 4 % και τις προμήθειες και τους τόκους που έπρεπε να καταβληθούν στη SFIRS.

99      Εξάλλου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι ο σκοπός που επιδιώκουν οι κρατικές παρεμβάσεις δεν αρκεί ώστε αυτές να μη χαρακτηρισθούν ως «ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Πράγματι, το άρθρο αυτό δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψεις 84 και 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Ισπανία κατά Επιτροπής, Τ‑461/13, EU:T:2015:891, σκέψη 39).

100    Δεδομένου δε ότι, όπως ήδη υπομνήσθηκε ανωτέρω, κατά την εξέταση ενός μέτρου, η Επιτροπή ενδέχεται να κληθεί να εξετάσει εάν μπορεί να θεωρηθεί ότι χορηγείται εμμέσως πλεονέκτημα σε φορείς διαφορετικούς από τον άμεσο αποδέκτη της μεταβιβάσεως κρατικών πόρων (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 61 και 62), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον αποδεικνύεται, όπως εν προκειμένω, ότι προερχόμενο από κρατικούς πόρους πλεονέκτημα μεταβιβάσθηκε από τον άμεσο αποδέκτη σε τελικό δικαιούχο, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε από τον άμεσο αποδέκτη στο πλαίσιο εμπορικής λογικής ή, αντιθέτως, το γεγονός ότι η μεταβίβαση αυτή ανταποκρινόταν σε σκοπό γενικού συμφέροντος.

101    Τούτο επιρρωννύεται από τη νομολογία κατά την οποία πλεονέκτημα που χορηγείται απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία αποτελούν επιχειρήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψεις 22 έως 35· της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 38 και 60 έως 66· της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, T‑445/05, EU:T:2009:50, σκέψη 127, και της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T‑177/07, EU:T:2010:233). Πράγματι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις, η μεταβίβαση του πλεονεκτήματος από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, άμεσους αποδέκτες κρατικών πόρων, εντασσόταν στο πλαίσιο εμπορικής σχέσεως, επιβεβαιώνοντας ότι η ύπαρξη εμπορικού λόγου που υπαγόρευε τη μεταβίβαση δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση, υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, της διαδρομής που ακολουθούν οι πόροι κρατικής προελεύσεως έως τον τελικό δικαιούχο.

102    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τον χαρακτηρισμό της SOGAER ως «δημόσιας επιχειρήσεως», κατά την έννοια της οδηγίας 2006/111, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή είναι αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε σε τέτοιο χαρακτηρισμό της SOGAER για να καταλογίσει στο ιταλικό κράτος την επίμαχη πληρωμή. Αντιθέτως, η Επιτροπή στηρίχθηκε στον μηχανισμό που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πληρωμές που έλαβαν οι αεροπορικές εταιρίες προέρχονταν από πόρους της Περιφέρειας αυτής και ήταν καταλογιστέες σε αυτή καθώς και, ως εκ τούτου, στο ιταλικό κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, οι οικείοι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, μεταξύ των οποίων η SOGAER, διαδραμάτιζαν απλώς ρόλο ενδιάμεσων φορέων, οπότε, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ο ενδεχόμενος χαρακτηρισμός τους ως δημόσιας επιχειρήσεως στερείτο σημασίας.

103    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι επίσης άνευ σημασίας το γεγονός ότι, στις αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής (T‑53/16, EU:T:2018:943), και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής (T‑165/15, EU:T:2018:953), τις οποίες επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η Επιτροπή ορθώς είχε κρίνει ότι τα δύο οικεία εμπορικά επιμελητήρια, τα οποία ήλεγχαν, αντιστοίχως, τους αερολιμένες των Pau-Béarn και Nîmes-Uzès-Le Vigan, αποτελούσαν δημόσιες αρχές των οποίων οι αποφάσεις ήταν καταλογιστέες στο γαλλικό κράτος. Πράγματι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι το CCIA του Κάλιαρι αποτελεί δημόσια αρχή και ότι η περίπτωση του αερολιμένος του Cagliari-Elmas είναι συγκρίσιμη με εκείνη των δύο επίμαχων στις άλλες αυτές υποθέσεις αερολιμένων, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά του αερολιμένος αυτού να πρέπει να καταλογισθεί στο CCIA του Κάλιαρι και, επομένως, στο ιταλικό κράτος, γεγονός παραμένει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η επίμαχη ειδικότερα συμπεριφορά, ήτοι η σύναψη της επίδικης συμβάσεως και η επίμαχη πληρωμή, είναι, λαμβανομένων υπόψη των προπαρατεθεισών σκέψεων, καταλογιστέα στην Αυτόνομη Περιφέρεια, δεδομένου ότι ο αερολιμένας του Cagliari-Elmas διαδραμάτισε απλώς ρόλο ενδιάμεσου φορέα.

104    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τις περιστάσεις των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής (T‑53/16, EU:T:2018:943), και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής (T‑165/15, EU:T:2018:953), στην προκειμένη περίπτωση, αφενός, δεν αποδείχθηκε ότι το CCIA του Cagliari αποτελούσε δημόσια αρχή, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε στη διαπίστωση, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι βάσει του ιταλικού δικαίου το CCIA του Cagliari είναι «αυτόνομη δημόσια οντότητα». Αφετέρου, τον αερολιμένα του Cagliari-Elmas εκμεταλλεύεται η SOGAER, και όχι το CCIA του Κάλιαρι, η δε προσφεύγουσα δεν επιχείρησε να αποδείξει ότι η συμπεριφορά του εν λόγω φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένος, ο οποίος βεβαίως ανήκει κατά πλειοψηφία στο CCIA του Cagliari, ήταν καταλογιστέα σε αυτό βάσει των προϋποθέσεων που τέθηκαν με την απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑482/99, EU:C:2002:294).

105    Όσον αφορά, τέλος, τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή επιδιώκει, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, να συμπληρώσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως υποστηρίζοντας ότι οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών είχαν ως αποκλειστικό σκοπό τη διανομή των κεφαλαίων που διέθεσε η Αυτόνομη Περιφέρεια, αρκεί η διαπίστωση ότι, προβάλλοντας τα ανωτέρω, η Επιτροπή παραπέμπει προδήλως στον ρόλο ενδιάμεσων φορέων που διαδραμάτισαν οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως, ο οποίος εκτίθεται ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 360 και υπενθυμίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 388 και 402 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

106    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μπορούσαν να θεωρηθούν ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ της Αυτόνομης Περιφέρειας και των αεροπορικών εταιριών, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληρωμές, μεταξύ των οποίων και η επίμαχη πληρωμή, τις οποίες πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις εν λόγω αεροπορικές εταιρίες, αντιστοιχούσαν σε πόρους της Αυτόνομης Περιφέρειας και ήταν καταλογιστέες σε αυτήν. Επομένως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη ως προς το κρίσιμο «επίπεδο» για την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία στο επίπεδο της SOGAER

107    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων αποτελούν το κρίσιμο «επίπεδο» αναλύσεως, σημασία έχει μόνον το ζήτημα εάν η SOGAER, ενεργώντας αυτόνομα, ενήργησε σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία προβαίνοντας στην επίμαχη πληρωμή.

108    Kατά την προσφεύγουσα επομένως, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τις προθέσεις της Αυτόνομης Περιφέρειας, δηλαδή το ότι η τελευταία επιδίωκε την επίτευξη σκοπών δημόσιας πολιτικής και όχι σκοπών αποδοτικότητας, είναι άνευ σημασίας. Ομοίως, δεν ασκεί επιρροή η έλλειψη σχεδίου εκμεταλλεύσεως, η έλλειψη εκ των προτέρων αναλύσεως της αποδοτικότητας ή η έλλειψη οποιουδήποτε άλλου εσωτερικού εγγράφου που να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των τυχόν επιδιωκόμενων από την Περιφέρεια σκοπών αποδοτικότητας.

109    Κατά την προσφεύγουσα, προκειμένου να εξετασθεί εάν η SOGAER, συνάπτοντας την επίδικη σύμβαση, είχε ενεργήσει σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, η Επιτροπή όφειλε, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί με τις αποφάσεις της και σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2008, Ryanair κατά Επιτροπής (T‑196/04, EU:T:2008:585), να αντισταθμίσει τις δαπάνες και τα έσοδα που συνδέονται με την εν λόγω σύμβαση. Εάν η αντιστάθμιση αυτή κατέληγε σε αρνητικό υπόλοιπο, τούτο θα συνεπαγόταν την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως.

110    Δεν υφίσταται όμως κανένας λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν προέβη, εν προκειμένω, σε αντιστάθμιση των δαπανών και των εσόδων που συνδέονται με την επίδικη σύμβαση. Επί του σημείου αυτού, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμά της, στις αιτιολογικές σκέψεις 386 και 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο δεν θα ήταν σε θέση να αξιολογήσει τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών, ακόμη και εάν είχαν διοργανωθεί διαγωνισμοί για την επιλογή των εν λόγω αεροπορικών εταιριών. Προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δεν πήρε την πρωτοβουλία να ζητήσει από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να προσκομίσουν τις ex ante αναλύσεις της αποδοτικότητας των συμβάσεων που συνήφθησαν με τις αεροπορικές εταιρίες.

111    Όσον αφορά, ειδικότερα, τα έσοδα που έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την εφαρμογή της αντισταθμίσεως των δαπανών και των εσόδων που συνδέονται με την επίδικη σύμβαση, πρόκειται για τα έσοδα που προκύπτουν, για τον αερολιμένα του Cagliari-Elmas, από τις αεροπορικές συνδέσεις που εκμεταλλεύεται η προσφεύγουσα με αναχώρηση από τον αερολιμένα αυτό, ήτοι, όπως προκύπτει από μια απλή έρευνα στο Διαδίκτυο, τις συνδέσεις μεταξύ Cagliari-Elmas και Κολωνίας-Βόννης, καθώς και μεταξύ Cagliari-Elmas και Στουτγάρδης. Εξάλλου, η ίδια η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλόμενης απόφασης, συσχετίζει τις συναφθείσες μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών συμβάσεις μάρκετινγκ με τα αεροπορικά δρομολόγια που οι τελευταίες εκμεταλλεύονται με αναχώρηση από τους οικείους αερολιμένες.

112    Όσον αφορά τις δαπάνες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την εν λόγω αντιστάθμιση, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η επίμαχη πληρωμή δεν ασκεί επιρροή. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, ως σχετικές δαπάνες, οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως της SOGAER για τη λήψη των κεφαλαίων που κατέστησαν δυνατή την καταβολή της εν λόγω πληρωμής (στο εξής: χρηματοδοτικές δαπάνες). Όπως ήδη αναφέρθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, στη σκέψη 56 ανωτέρω, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων όφειλαν, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα κεφάλαια της Αυτόνομης Περιφέρειας, να της καταβάλουν «αμοιβή» υπό τη μορφή παρακρατήσεως 4 % καθώς και, ενδεχομένως, προμηθειών και τόκων. Όμως, το ποσό αυτών των χρηματοδοτικών δαπανών ήταν σαφώς κατώτερο του ποσού των 30 000 ευρώ που αντιστοιχεί στην επίμαχη πληρωμή.

113    Αντιθέτως, δεν θα ήταν ενδεδειγμένο να ληφθεί υπόψη η επίμαχη πληρωμή, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι είχε χρηματοδοτηθεί από την Αυτόνομη Περιφέρεια και η τελευταία δεν αποτελεί ενιαία οντότητα με τη SOGAER. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα ήταν λυσιτελής η επίκληση της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2008, Ryanair κατά Επιτροπής (T‑196/04, EU:T:2008:585), δεδομένου ότι, αντιθέτως προς την υπό κρίση περίπτωση όπου η SOGAER δεν ανήκει στην Αυτόνομη Περιφέρεια, η Περιφέρεια της Βαλλονίας κατείχε το σύνολο των μεριδίων του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένος του Charleroi (Βέλγιο).

114    Η Επιτροπή θεωρεί, κατ’ αρχάς, ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι αλυσιτελές, καθόσον με αυτό βάλλονται μόνον οι παρατιθέμενες στις αιτιολογικές σκέψεις 385 έως 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώσεις όσον αφορά τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, χωρίς να βάλλεται η διαπίστωση, στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 383 της εν λόγω αποφάσεως, σχετικά με τη «μη δυνατότητα εφαρμογής» της εν λόγω αρχής, με την αιτιολογία ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια επιδίωκε σκοπούς γενικής οικονομικής πολιτικής και όχι σκοπούς αποδοτικότητας των οικείων αερολιμένων. Επικουρικώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι το δεύτερο σκέλος είναι αβάσιμο.

115    Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα το επιχείρημα ότι οι χρηματοδοτικές δαπάνες θα έπρεπε να θεωρηθούν ως κρίσιμες δαπάνες κατά την εφαρμογή της αντισταθμίσεως που μνημονεύει η προσφεύγουσα, το επιχείρημα αυτό είναι, κατά την Επιτροπή, απαράδεκτο.

–       Επί του παραδεκτού του επιχειρήματος σχετικά με τις χρηματοδοτικές δαπάνες

116    Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα, με το επιχείρημά της σχετικά με τις χρηματοδοτικές δαπάνες, ισχυρίζεται, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, ότι οι εν λόγω δαπάνες, και όχι η επίμαχη πληρωμή, συνιστούν την κρίσιμη ενίσχυση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν νέο και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο ισχυρισμό.

117    Η προσφεύγουσα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, εξήγησε ότι το επιχείρημα αυτό εντασσόταν στο πλαίσιο της περαιτέρω αναπτύξεως της κύριας επιχειρηματολογίας της, κατά την οποία η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως στο επίπεδο της SOGAER και όχι στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας. Επικουρικώς, προσέθεσε ότι το υπόλοιπο, το οποίο θα προέκυπτε από την αντιστάθμιση των σχετικών με την επίδικη σύμβαση δαπανών και εσόδων, θα ήταν θετικό, λαμβανομένου υπόψη τόσο του ποσού των 30 000 ευρώ της επίμαχης πληρωμής όσο και του –σαφώς κατώτερου των 30 000 ευρώ– ποσού των χρηματοδοτικών δαπανών, αποκλείοντας έτσι την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

118    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η προσφεύγουσα, ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής, υποστήριξε ότι έπρεπε να εξακριβωθεί εάν η SOGAER είχε ενεργήσει ως ιδιώτης επιχειρηματίας και να γίνει αντιστάθμιση των δαπανών και των εσόδων που συνδέονται με την επίδικη σύμβαση, η οποία πρέπει να νοηθεί ως ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας της επίδικης συμβάσεως, ωστόσο, κατά το στάδιο του εν λόγω δικογράφου της προσφυγής, είχε αναφερθεί μόνο στην επίμαχη πληρωμή και ουδόλως στις χρηματοδοτικές δαπάνες. Μόλις στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως αναφέρθηκε η προσφεύγουσα για πρώτη φορά στις χρηματοδοτικές δαπάνες, προβαίνοντας επομένως σε μια διαφοροποίηση όσον αφορά τις κρίσιμες δαπάνες που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της αναλύσεως της πρόσθετης αποδοτικότητας.

119    Εξάλλου, η προσφεύγουσα μετέβαλε παρομοίως την επιχειρηματολογία της στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την ύπαρξη ενισχύσεως ήσσονος σημασίας. Ενώ, στο δικόγραφο της προσφυγής, υποστήριζε ότι το ποσό της επίμαχης πληρωμής ήταν κατά πολύ χαμηλότερο από το κρίσιμο κατώτατο όριο των 200 000 ευρώ, στη συνέχεια, στο υπόμνημα απαντήσεως, αναφέρθηκε στο –σαφώς χαμηλότερο των 30 000 ευρώ– ποσό των χρηματοδοτικών δαπανών.

120    Ενεργώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσφεύγουσα μετέβαλε μια ουσιώδη πτυχή της επιχειρηματολογίας της, καθόσον, υπό το πρόσχημα επιχειρήματος διευκρινίζοντος την ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας περί της οποίας γίνεται λόγος στο δικόγραφο της προσφυγής, αμφισβητεί το ίδιο το αντικείμενο της ενισχύσεως που προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και, εν τέλει, το ποσό που θα έπρεπε, ενδεχομένως, να επιστραφεί βάσει της υποχρεώσεως ανακτήσεως που προβλέπει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

121    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το επιχείρημα σχετικά με τις λειτουργικές δαπάνες δεν αποτελεί περαιτέρω ανάπτυξη, κατά την έννοια της υπομνησθείσας ανωτέρω, στη σκέψη 61, νομολογίας, του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, όπως αυτό προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.

–       Επί του βασίμου του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

122    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει εάν η SOGAER, συνάπτοντας την επίδικη σύμβαση και προβαίνοντας στην επίμαχη πληρωμή, ενήργησε σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία.

123    Συναφώς, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποπίπτει σε πλάνη υποστηρίζοντας ότι η SOGAER αποτελεί το κατάλληλο επίπεδο για την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως.

124    Κατά το μέρος που στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων διαδραμάτισαν απλώς ρόλο ενδιάμεσων φορέων, η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στο επίπεδό τους, όπως δέχθηκε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 387 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αντιθέτως δηλαδή προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή αιτιολόγησε ορθώς το συμπέρασμά της ότι δεν είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών, διευκρινίζοντας, στην προμνησθείσα αιτιολογική σκέψη, ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν είχαν ενεργήσει ως επιχειρηματίες υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς καθόσον περιορίστηκαν να θέσουν σε εφαρμογή το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων που σχεδιάστηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

125    Επαλλήλως, επισημαίνεται ότι οι οικείοι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ήτοι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari-Elmas και της Olbia, δεν ανήκαν στην Αυτόνομη Περιφέρεια, κάτι το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα. Ως εκ τούτου, η εν λόγω Περιφέρεια δεν μπορούσε να αναμένει, ως μέτοχος, μια κατά το μάλλον ή ήττον μακροπρόθεσμη οικονομική απόδοση των κεφαλαίων που έθετε στη διάθεση των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως και η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία δεν μπορούσε, επίσης για τον λόγο αυτό, να τύχει εφαρμογής.

126    Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, εφόσον οι συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των αεροπορικών εταιριών και των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν μπορούσαν να εξετασθούν υπό το πρίσμα της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τη συγκεκριμένη εφαρμογή της εν λόγω αρχής στην περίπτωση της προσφεύγουσας.

127    Επομένως, πρώτον, η Επιτροπή δεν όφειλε να προβεί σε ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας της επίδικης συμβάσεως. Ως εκ τούτου, η δήθεν απόδειξη, την οποία προέβαλε η προσφεύγουσα απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, περί αποδοτικότητας της επίμαχης πληρωμής δεν ασκεί επιρροή. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόδειξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας. Αρκεί να σημειωθεί, ειδικότερα, ότι η προσφεύγουσα προσδιορίζει, ως κρίσιμα έσοδα, το σύνολο των αερολιμενικών τελών που κατέβαλε η προσφεύγουσα στη SOGAER για το χρονικό διάστημα από το 2011 έως το 2015. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμπεριλαμβάνει αερολιμενικά τέλη για δύο περίπου έτη πριν από την έναρξη της διαφημιστικής εκστρατείας την οποία αφορά η επίδικη σύμβαση και δεν εκτιμά το ύψος των εν λόγω τελών που θα προέκυπτε από την αύξηση της κινήσεως στον αερολιμένα του Cagliari-Elmas κατόπιν της εν λόγω εκστρατείας. Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσδιορίζει, ως κρίσιμες δαπάνες, μόνον την επίμαχη πληρωμή, αγνοώντας άλλες δαπάνες της SOGAER που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με μια τέτοια αύξηση της κινήσεως του εν λόγω αερολιμένος.

128    Κατά τα λοιπά, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ερμηνεύει εσφαλμένα την αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν αφορά τις λεπτομέρειες της αναλύσεως της πρόσθετης αποδοτικότητας. Η αιτιολογική αυτή σκέψη αφορά το διακριτό ζήτημα του εάν το κόστος των υπηρεσιών μάρκετινγκ που προβλέπουν οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών συνιστά κόστος που θα έπρεπε κανονικά να βαρύνει τις εταιρίες αυτές.

129    Δεύτερον, η Επιτροπή δεν όφειλε, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να ζητήσει αυτεπαγγέλτως από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να προσκομίσουν τις ενδεχόμενες ex ante αναλύσεις της αποδοτικότητας των πληρωμών προς τις αεροπορικές εταιρίες, δεδομένου ότι οι αναλύσεις αυτές αφορούσαν επίσης τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία στο επίπεδο της SOGAER. Εξάλλου, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων και η SOGAER, υπέβαλαν παρατηρήσεις που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη δυνητική εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, συνοδευόμενες από τα έγγραφα που τα μέρη αυτά θεωρούσαν κρίσιμα, ενώ η προσφεύγουσα δεν μετέσχε στη διοικητική διαδικασία.

130    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τυχόν πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία, αλλά δεν της υποβλήθηκαν, καθότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και στηριζόμενη σε εικασίες ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Achemos Grupė και Achema κατά Επιτροπής, T‑417/16, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2019:597, σκέψη 60).

131    Τρίτον, στερείται επίσης σημασίας το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο η περίσταση ότι επένδυσε 10 000 ευρώ, πέραν του ποσού των 30 000 ευρώ που κατέβαλε η SOGAER, για τη διαφημιστική εκστρατεία που αποτελεί το αντικείμενο της επίδικης συμβάσεως, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 24 ανωτέρω, αποδεικνύει ότι η SOGAER ενήργησε ως ιδιώτης επιχειρηματίας.

132    Κατά τα λοιπά, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επιδιώκει να προβάλει επιχείρημα αντλούμενο από τη νομολογία κατά την οποία η εκ μέρους δημοσίων και ιδιωτικών φορέων σύγχρονη και υπό παρόμοιους όρους συμμετοχή σε συγκεκριμένη συναλλαγή καθιστά δυνατόν το συμπέρασμα ότι η τελευταία πραγματοποιείται υπό συνθήκες δυνάμενες να πληρούν την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Alitalia κατά Επιτροπής, T‑296/97, EU:T:2000:289, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι η SOGAER μετέσχε, υπό παρόμοιους όρους, στην ίδια συναλλαγή με την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η SOGAER δεν είναι αεροπορική εταιρία. Επομένως, η SOGAER δεν μπορούσε να αναμένει κέρδη ανάλογα με αυτά που η προσφεύγουσα προσδοκούσε να πραγματοποιήσει από την οικονομική συμμετοχή της στην εκστρατεία αυτή, ήτοι, μεταξύ άλλων, κέρδη προερχόμενα από την αύξηση των πωλήσεων εισιτηρίων ή υπηρεσιών επί των αεροσκαφών της για τις οικείες αεροπορικές συνδέσεις.

133    Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, δεδομένου ότι η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 382 και 385, αναφέρει ότι η αρχή αυτή δεν είχε εφαρμογή στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ερμηνεύει εσφαλμένα τις ανωτέρω αιτιολογικές σκέψεις. Πράγματι, από αυτές προκύπτει μόνον ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως στο επίπεδο της εν λόγω Περιφέρειας, η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία δεν είχε εφαρμογή, δεδομένου ότι η τελευταία επιδίωκε την επίτευξη σκοπών δημόσιας πολιτικής και όχι την απόδοση την οποία ένας ιδιώτης επιχειρηματίας μπορούσε να αναμένει από συναλλαγές με αεροπορικές εταιρίες.

134    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτο και εν μέρει ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η ενίσχυση την οποία έλαβε η προσφεύγουσα νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών

135    Προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η ενίσχυση την οποία έλαβε η προσφεύγουσα νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, η προσφεύγουσα διατείνεται, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του, ότι η Επιτροπή όφειλε να καταδείξει με ποιον τρόπο η επίμαχη πληρωμή, και όχι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, νόθευσε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρέασε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε να περιοριστεί στην εξέταση του εν λόγω καθεστώτος, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά το ότι το καθεστώς αυτό ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο.

136    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος. Ειδικότερα, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επίμαχη πληρωμή συνιστούσε ατομική ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε ad hoc και όχι κατ’ εφαρμογήν καθεστώτος ενισχύσεων, το πρώτο σκέλος είναι απαράδεκτο.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με την εξέταση της επίμαχης πληρωμής αντί του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων

137    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, μεταξύ των οικείων δεκαέξι αεροπορικών εταιριών, είχε λάβει τη χαμηλότερη πληρωμή, ύψους 30 000 ευρώ, ήταν απαράδεκτο το ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε κατά τον ίδιο τρόπο το σύνολο των εταιριών αυτών και δεν εξέτασε χωριστά την επίμαχη πληρωμή. Επιπλέον, φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρκεστεί στην εξέταση των επιπτώσεων του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, καθόσον η υπό κρίση διαφορά δεν αφορά καθεστώς ενισχύσεων.

138    Η Επιτροπή υποστηρίζει, στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63), ότι, σε περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, όπως εν προκειμένω, μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος προκειμένου να εκτιμήσει, στο σκεπτικό της αποφάσεως, εάν, λόγω των υψηλών ποσών ή ποσοστών των ενισχύσεων, των χαρακτηριστικών των υποστηριζόμενων επενδύσεων ή άλλων λεπτομερειών που αυτό προβλέπει, το εν λόγω καθεστώς εξασφαλίζει αισθητό πλεονέκτημα στους δικαιούχους του σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως επιχειρήσεις που μετέχουν στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Επομένως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο αποφάσεως που αφορά τέτοιο καθεστώς, δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού.

139    Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επίμαχη πληρωμή συνιστά μάλλον ad hoc ατομική ενίσχυση και όχι ατομική ενίσχυση χορηγηθείσα κατ’ εφαρμογήν καθεστώτος ενισχύσεων και, κατ᾽ αυτόν τον τρόπο, βάλλει κατά του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως «καθεστώτος ενισχύσεων», η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία εξήγηση ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την άποψή της, οπότε το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο. Επικουρικώς, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο, δεδομένου ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν διαθέτουν καμία εξουσία εκτιμήσεως και περιορίζονται στη μεταβίβαση ατομικής ενισχύσεως κατ’ εφαρμογήν του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων.

140    Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως στο επίπεδο της SOGAER και όχι στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

141    Ως εκ τούτου, στο μέτρο που η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, η οποία προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, στηρίζεται σε εκείνη που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, υπό την έννοια ότι η επίμαχη πληρωμή θα έπρεπε να εξετασθεί χωριστά δεδομένου ότι η SOGAER αποτελεί το κρίσιμο επίπεδο για την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμη. Η εκ μέρους της προσφεύγουσας παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία διαπιστώνεται απλώς ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να συνάπτουν συμφωνίες μάρκετινγκ προς υλοποίηση της δραστηριότητας 2, δεν αναιρεί το ανωτέρω συμπέρασμα.

142    Ωστόσο, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επιδιώκει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, να βάλει κατά του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως καθεστώτος ενισχύσεων, πρέπει επίσης να εξετασθεί εάν αυτή η πτυχή της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας είναι παραδεκτή και, ενδεχομένως, βάσιμη.

143    Ερωτηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο ως προς το παραδεκτό μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι διευκρίνισε την άποψή της επί του ζητήματος αυτού υποστηρίζοντας, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή όφειλε, προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, να εξετάσει την επίδικη σύμβαση και όχι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο δεν είναι κρίσιμο. Η θέση αυτή συνάδει εξάλλου με την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία αφορά ρητώς τις συμβάσεις μάρκετινγκ που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών. Η προσφεύγουσα φρονεί δηλαδή ότι, με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή επιδιώκει να αντιστρέψει το βάρος αποδείξεως, διότι σ’ αυτήν εναπόκειται, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η SOGAER ήταν δημόσια επιχείρηση, να εξακριβώσει εάν ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένων είχε ενεργήσει ως ιδιώτης επιχειρηματίας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

144    Εξάλλου, στηριζόμενη στη σκέψη 87 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2019:91), η προσφεύγουσα προσθέτει ότι ο χαρακτηρισμός περί καθεστώτος ενισχύσεων εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την προϋπόθεση να μη διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό των βασικών στοιχείων της επίμαχης ενισχύσεως και ως προς τη σκοπιμότητα της χορηγήσεώς της, πράγμα που δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως κάνει λόγο για μη ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κατά την εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων

145    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, βάσει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, και βάσει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών. Η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Κατά πάγια νομολογία, προς εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, προκειμένου μια προσφυγή ή αγωγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή ερείδεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑49/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:186, σκέψη 90, και της 16ης Οκτωβρίου 2013, TF1 κατά Επιτροπής, T‑275/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:535, σκέψη 95).

146    Εν προκειμένω, από τα επιχειρήματα που εκτέθηκαν στη σκέψη 137 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε κατ’ ουσίαν στον ισχυρισμό ότι ήταν απαράδεκτο το ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε κατά τον ίδιο τρόπο το σύνολο των αεροπορικών εταιριών και ότι η υπό κρίση διαφορά δεν αφορά καθεστώς ενισχύσεων. Η προσφεύγουσα αναφέρθηκε επίσης στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αλλά μόνο για να υποστηρίξει ότι «η διαφορά δεν αφορά το καθεστώς στηρίξεως των αεροπορικών εταιριών, αλλά την υποχρέωση συγκεκριμένης επιστροφής» που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί πώς η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούσαν καθεστώς ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589, δεδομένου μάλιστα ότι η προσφεύγουσα δεν μνημονεύει ούτε την αιτιολογική αυτή σκέψη ούτε τη διάταξη αυτή.

147    Βεβαίως, δεν αποκλείεται ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως να είναι λυσιτελή στο πλαίσιο επιχειρηματολογίας βάλλουσας κατά του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως καθεστώτος ενισχύσεων. Ωστόσο, τούτο δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα βάλλει κατά του χαρακτηρισμού αυτού. Πράγματι, ο χαρακτηρισμός μέτρων ως καθεστώτος ενισχύσεων είναι διαφορετικής φύσεως από την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Επομένως, η τελευταία αυτή εκτίμηση συνίσταται στην εξέταση του εάν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, πληρούνται τα τέσσερα σωρευτικά κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, ο χαρακτηρισμός μέτρων ως καθεστώτος ενισχύσεων αποσκοπεί στο να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα, στο πλαίσιο μιας και μόνον διοικητικής διαδικασίας, να διενεργήσει την εξέταση αυτή για πλείονες ατομικές ενισχύσεις συλλήβδην, χάριν της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑47/91, EU:C:1994:358, σκέψη 21).

148    Εν προκειμένω η προσφεύγουσα, παραλείποντας να τεκμηριώσει την επιχειρηματολογία με την οποία βάλλει κατά του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως καθεστώτος ενισχύσεων, υποχρεώνει την Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο να προβούν σε υποθέσεις ως προς τις συγκεκριμένες, τόσο πραγματικές όσο και νομικές, σκέψεις που μπορεί να αποτέλεσαν τη βάση της αιτιάσεώς της. Ακριβώς στην πρόληψη μιας τέτοιας καταστάσεως, πηγής ανασφάλειας δικαίου και ασυμβίβαστης με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, σκοπεί το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ. διάταξη της 19ης Μαΐου 2008, TF1 κατά Επιτροπής, T‑144/04, EU:T:2008:155, σκέψη 57).

149    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η απαίτηση τεκμηριώσεως του επιχειρήματός της δεν συνεπάγεται αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Δεδομένου ότι η Επιτροπή έκρινε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο νόμος 10/2010 και οι εκτελεστικές αυτού πράξεις συνιστούσαν καθεστώς ενισχύσεων, εναπέκειτο στην προσφεύγουσα, εφόσον επιθυμούσε να βάλει κατά του χαρακτηρισμού αυτού, να προβάλει σχετική επιχειρηματολογία.

150    Η προηγηθείσα ανάλυση δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από τη σκέψη 87 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2019:91), δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί, επί τη ευκαιρία απαντήσεως σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, να θεραπεύσει την έλλειψη αρκούντως σαφούς και ακριβούς εκθέσεως, στο ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, λόγου ακυρώσεως βάλλοντος κατά του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως καθεστώτος ενισχύσεων, διότι άλλως θα καθίστατο κενό περιεχομένου το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ., κατ᾽ αναλογία, διάταξη της 19ης Μαΐου 2008, TF1 κατά Επιτροπής, T‑144/04, EU:T:2008:155, σκέψη 30).

151    Εν πάση περιπτώσει, το ως άνω επιχείρημα είναι εσφαλμένο. Συγκεκριμένα, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν αποτελούσαν τις «εθνικές αρχές» τις οποίες αφορούσε η απαίτηση που απορρέει από τη σκέψη 87 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής (T‑131/16 και T‑263/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2019:91), κατά την οποία οι εθνικές αρχές που εφαρμόζουν καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι δυνατόν να διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό των βασικών στοιχείων της επίμαχης ενισχύσεως και ως προς τη σκοπιμότητα της χορηγήσεώς της, δεδομένου ότι ο ρόλος αυτός ανήκει, βάσει του νόμου 10/2010 και των εκτελεστικών πράξεών του, στο περιφερειακό συμβούλιο της Αυτόνομης Περιφέρειας. Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από την προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 360, 387 και 402, προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν διέθεταν περιθώριο εκτιμήσεως, δεδομένου ότι διαδραμάτιζαν ρόλο ενδιάμεσων φορέων στην εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων.

152    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την ανεπάρκεια της αιτιολογίας όσον αφορά τις επιπτώσεις του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών

153    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε να περιοριστεί στην εξέταση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη ως προς το ότι το καθεστώς αυτό ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 390 έως 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίστηκε κατ’ ουσίαν σε διάλληλο συλλογισμό αποτελούμενο από ισχυρισμούς σχετικούς με την ελευθέρωση του τομέα των αερομεταφορών, χωρίς να εξηγήσει με ποιον τρόπο η προσφεύγουσα αποκόμισε αισθητό πλεονέκτημα, όπως ωστόσο απαιτεί η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής (248/84, EU:C:1987:437, σκέψη 18).

154    Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 390 έως 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά των διαπιστώσεων των οποίων δεν βάλλει η προσφεύγουσα, είναι επαρκώς τεκμηριωμένες υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας, συμπεριλαμβανομένης της αποφάσεως της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής (248/84, EU:C:1987:437).

155    Συναφώς, προκειμένου εθνικό μέτρο να χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση έχει πράγματι επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και στρεβλώνει όντως τον ανταγωνισμό, αλλά πρέπει απλώς να εξετασθεί εάν η εν λόγω ενίσχυση δύναται να επηρεάσει το εμπόριο αυτό και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑66/02, EU:C:2005:768, σκέψη 111, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 134)

156    Ειδικότερα, όταν ενίσχυση χορηγηθείσα από κράτος μέλος καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο εμπόριο εντός της Ένωσης, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση (βλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, Ministerio de Defensa και Navantia, C‑522/13, EU:C:2014:2262, σκέψεις 51 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

157    Εξάλλου, σε περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος προκειμένου να εκτιμήσει, στην αιτιολογία της αποφάσεως, εάν, λόγω των υψηλών ποσών ή ποσοστών των ενισχύσεων, των χαρακτηριστικών των ενισχυομένων επενδύσεων ή άλλων λεπτομερειών που αυτό προβλέπει, το εν λόγω καθεστώς εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους του σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Επομένως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο αποφάσεως που αφορά τέτοιο καθεστώς, δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο στάδιο της ανακτήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 248/84, EU:C:1987:437, σκέψη 18, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63).

158    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 390 έως 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε ότι οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες επωφελήθηκαν των πληρωμών που κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων δραστηριοποιούνταν σε τομέα χαρακτηριζόμενο από έντονο ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων προερχομένων από διαφορετικά κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, μετείχαν στο εμπόριο εντός της Ένωσης. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως εξάλλου προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και ιδίως από τον πίνακα 15 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 427, τα ποσά των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν υπέρ των αεροπορικών εταιριών ήταν ενίοτε υψηλά.

159    Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 155 έως 157 ανωτέρω, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι αιτιολογικές σκέψεις 390 έως 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν επαρκείς όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή, η δε τελευταία δεν όφειλε να εξηγήσει περαιτέρω με ποιον τρόπο η προσφεύγουσα αντλούσε, ειδικώς, αισθητό πλεονέκτημα από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑310/99, EU:C:2002:143, σκέψεις 88 και 89, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψεις 114 και 121).

160    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθότι δεν εξέτασε εάν η επίμαχη πληρωμή συνιστούσε ενίσχυση ήσσονος σημασίας

161    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, αφενός, επειδή παρέλειψε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως εάν η επίμαχη πληρωμή συνιστούσε ενίσχυση ήσσονος σημασίας και, αφετέρου, επειδή έκρινε ότι ο κανονισμός του 2006 για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας δεν είχε εφαρμογή στην εν λόγω πληρωμή.

162    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την αυτεπάγγελτη εξέταση του εάν η επίμαχη πληρωμή ήταν ήσσονος σημασίας

163    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, υπέπεσε σε πλάνη καθότι παρέλειψε να εξακριβώσει εάν η επίδικη πληρωμή ήταν ήσσονος σημασίας, δεδομένου ότι η εξακρίβωση αυτή συνδέεται στενά με την εξέταση του κριτηρίου του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και συνιστά, επομένως, νομικό ζήτημα το οποίο η Επιτροπή θα έπρεπε πάντοτε να εξετάζει με δική της πρωτοβουλία.

164    Κατά την προσφεύγουσα, το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368), την οποία επικαλείται η Επιτροπή προκειμένου να υποστηρίξει ότι, στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η εξέταση του εάν κάποια μέτρα είναι ενδεχομένως ήσσονος σημασίας απόκειται στις εθνικές αρχές. Συγκεκριμένα, στην προμνησθείσα υπόθεση, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή εξέτασε ρητώς, αντιθέτως προς ό,τι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας στην αιτιολογική σκέψη 110 της αποφάσεως 2000/394/ΕΚ, της 25ης Νοεμβρίου 1999, σχετικά με τα μέτρα ενίσχυσης σε επιχειρήσεις της Βενετίας και της Chioggia που προβλέπονται από τον νόμο αριθ. 30/1997 και τον νόμο αριθ. 206/1995, περί απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών (ΕΕ 2000, L 150, σ. 50), η οποία ήταν η προσβαλλόμενη απόφαση στην περίπτωση της προαναφερθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αντιθέτως προς την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά μόνο μη συμβατές με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις, η απόφαση 2000/394 περιέχει ένα «μικτό» διατακτικό με το οποίο διατάσσεται η ανάκτηση ορισμένων μη συμβατών ενισχύσεων παρά το συμπέρασμα ότι άλλες ενισχύσεις είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά, οπότε η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής θα απαιτούσε οπωσδήποτε αυτοτελή εξέταση από τις εθνικές αρχές. Τέλος, εν προκειμένω, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως κατονομάζει την προσφεύγουσα ως δικαιούχο ενισχύσεως και το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω διατακτικού διατάσσει την ανάκτηση της ενισχύσεως, εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις εθνικές αρχές να προβούν σε αυτοτελή εξέταση, ενώ το διατακτικό της αποφάσεως 2000/394 δεν κατονόμαζε τους δικαιούχους των ενισχύσεων των οποίων διέτασσε την ανάκτηση.

165    Κακώς επίσης διατείνεται η Επιτροπή ότι δεν όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη ενισχύσεως ήσσονος σημασίας, εφόσον η προσφεύγουσα δεν της είχε υποβάλει σχετικό αίτημα κατά τη διοικητική διαδικασία. Η απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Salzgitter κατά Επιτροπής (T‑308/00 RENV, EU:T:2013:30, σκέψη 121), την οποία επικαλείται η Επιτροπή, δεν ασκεί συναφώς επιρροή, δεδομένου ότι το χωρίο της αποφάσεως αυτής στο οποίο στηρίζεται η Επιτροπή αφορά το κριτήριο του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός μέτρου και όχι, όπως εν προκειμένω, το κριτήριο του επηρεασμού του εμπορίου. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης στην περίπτωση της εν λόγω αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσεως της Επιτροπής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέλειψε να προβάλει ότι η συνύπαρξη του φορολογικού συστήματος που αποτελούσε το αντικείμενο της εξετάσεως από την Επιτροπή και ενός χωριστού φορολογικού συστήματος ήταν ικανή να εξαλείψει τον επιλεκτικό χαρακτήρα μέρους των επίμαχων πλεονεκτημάτων που αποκόμισε η προσφεύγουσα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Όμως, η παράλειψη αυτή αφορούσε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και συνιστούσε, επομένως, πραγματικό ζήτημα, ενώ, εν προκειμένω, η προβαλλόμενη παράλειψη της προσφεύγουσας αφορά το εάν η επίδικη πληρωμή είναι ήσσονος σημασίας και, επομένως, αφορά νομικό ζήτημα το οποίο η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως.

166    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου.

167    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος και δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο στάδιο της ανακτήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63).

168    Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν όφειλε να εξετάσει εάν η επίμαχη πληρωμή ήταν ήσσονος σημασίας, δεδομένου ότι η εξέταση αυτή εναπόκειτο στις ιταλικές αρχές κατά το στάδιο της ανακτήσεως της ενισχύσεως.

169    Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται από τα τρία επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να περιορίσει την έκταση εφαρμογής της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 167 ανωτέρω, με σκοπό να επιχειρήσει διάκριση μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως 2000/394 κατά της οποίας στρέφονταν οι προσφυγές που οδήγησαν στη νομολογία αυτή.

170    Πρώτον, όσον αφορά το γεγονός ότι, αντιθέτως προς την υπό κρίση περίπτωση, η απόφαση 2000/394 αναφερόταν ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 110, στους κανόνες περί ήσσονος σημασίας, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε συγκεκριμένα, στην προμνησθείσα αιτιολογική σκέψη 110, το κατά πόσον τα επίμαχα στην εν λόγω απόφαση μέτρα ήταν ήσσονος σημασίας, αλλά περιορίστηκε, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, σε μια γενικής φύσεως παραπομπή στους κανόνες περί ήσσονος σημασίας. Ως εκ τούτου, η απουσία ανάλογης αιτιολογικής σκέψεως στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να δικαιολογήσει διάκριση της υπό κρίση υποθέσεως από τις κρίσιμες περιστάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368). Το ως άνω συμπέρασμα επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο διότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι κανονισμοί περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας ισχύουν, δυνάμει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

171    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει απορρίψει συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου παρόμοια με την επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, στην απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2008, Hotel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, EU:T:2008:537, σκέψεις 100 έως 111 και 251 έως 252), το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, μολονότι οι εθνικές αρχές δεν υπεχρεούντο, κατά την εκτέλεση της επίμαχης στην υπόθεση εκείνη αποφάσεως, να εξακριβώσουν σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι αρχές αυτές δεν έπρεπε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να ανακτήσουν τις ατομικές ενισχύσεις ήσσονος σημασίας, δεδομένου ότι η απόφαση 2000/394 έπρεπε να ερμηνευθεί, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογικής της σκέψεως 110, υπό την έννοια ότι απέκλειε να χαρακτηριστούν ως ενίσχυση τα μέτρα εκείνα που πληρούσαν τον κανόνα περί ήσσονος σημασίας. Εντούτοις, στην απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368), αποφαινόμενο επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2008, Hotel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, EU:T:2008:537), το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον είχε στηριχθεί, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, σε εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου της εν λόγω αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία οι εθνικές αρχές δεν υπεχρεούντο να ελέγχουν σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση εάν το παρασχεθέν πλεονέκτημα μπορούσε, για τον δικαιούχο του, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο εντός της Ένωσης, είχε παραβλέψει την προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, οσάκις η Επιτροπή αποφαίνεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο σε σχέση με καθεστώς ενισχύσεων το οποίο κηρύσσει μη συμβατό με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτηση των χορηγηθεισών βάσει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, στο κράτος μέλος εναπόκειται να ελέγξει την κατ’ ιδίαν κατάσταση καθεμίας από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η ανάκτηση (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψεις 61 έως 64 και 114 έως 117).

172    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με τον «μικτό» χαρακτήρα του διατακτικού της αποφάσεως 2000/394, αρκεί η επισήμανση ότι, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών στη σκέψη 171 εκτιμήσεων, το Δικαστήριο, όταν αναφέρθηκε στην ανάγκη εξατομικευμένης εξετάσεως από τις εθνικές αρχές, δεν στηρίχθηκε στην περίσταση αυτή, αλλά υπενθύμισε τη νομολογία σχετικά με τις υποχρεώσεις των εθνικών αρχών κατά την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής σχετικής με καθεστώς ενισχύσεων.

173    Τρίτον, είναι αληθές ότι το διατακτικό της αποφάσεως 2000/394 δεν κατονομάζει τους δικαιούχους των μη συμβατών με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων, αντιθέτως προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως που κατονομάζει την προσφεύγουσα. Εντούτοις, η περίσταση αυτή δεν ασκεί επιρροή, καθόσον η εξακρίβωση της ατομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας εναπόκειται κατ’ ανάγκη στις ιταλικές αρχές, εφόσον η Επιτροπή περιορίστηκε σε ανάλυση των χαρακτηριστικών του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Εν πάση περιπτώσει, από την ανάγνωση του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, πέραν του άρθρου 1, παράγραφος 2, προκύπτει ότι η Επιτροπή αναμένει από τις ιταλικές αρχές να προβούν σε εξατομικευμένη εξέταση της καταστάσεως των δικαιούχων, δεδομένου ότι, με το άρθρο 4 του εν λόγω διατακτικού, ζητεί από την Ιταλική Δημοκρατία να της κοινοποιήσει, ειδικότερα, τον ακριβή κατάλογο των δικαιούχων, το συνολικό ποσό που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο, καθώς και λεπτομερή περιγραφή των ήδη ληφθέντων και προγραμματισθέντων μέτρων για τη συμμόρφωση προς την προσβαλλόμενη απόφαση.

174    Επί του σημείου αυτού, προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην προσφεύγουσα απόφαση περί ανακτήσεως. Ερωτηθείσα συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα απάντησε ότι δεν άσκησε εθνική προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως, αντιθέτως προς ό,τι είχε, ωστόσο, ανακοινώσει στην Επιτροπή στο πλαίσιο της αλληλογραφίας τους μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Λαμβανομένης όμως υπόψη της προπαρατεθείσας νομολογίας, αναφορικά με τους αντίστοιχους ρόλους της Επιτροπής και των εθνικών αρχών, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την υπό κρίση προσφυγή για να καλύψει την έλλειψη επιμέλειας που επέδειξε όσον αφορά την άσκηση τέτοιας εθνικής προσφυγής.

175    Κατά τα λοιπά, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας με την οποία αμφισβητείται η λυσιτέλεια της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Salzgitter κατά Επιτροπής (T‑308/00 RENV, EU:T:2013:30). Εφόσον η εξέταση της κατ’ ιδίαν καταστάσεως των δικαιούχων καθεστώτος ενισχύσεων εναπόκειται στις εθνικές αρχές και όχι στην Επιτροπή, το ζήτημα εάν η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει το κατά πόσον η επίμαχη και μόνον πληρωμή ήταν ήσσονος σημασίας, χωρίς να κληθεί προς τούτο από την προσφεύγουσα, είναι αλυσιτελές.

176    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εφαρμογή των κανονισμών περί των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας

177    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η επίμαχη πληρωμή ήταν ήσσονος σημασίας, υποστηρίζοντας ότι η εν λόγω πληρωμή πληροί τις προϋποθέσεις του κανονισμού του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

178    Ειδικότερα, όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, η προσφεύγουσα φρονεί ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται εν προκειμένω ratione materiae και ratione temporis, αντί του κανονισμού του 2013 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, όπως αφήνει να εννοηθεί η Επιτροπή στο από 18 Αυγούστου 2017 ηλεκτρονικό μήνυμά της.

179    Περαιτέρω, όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε μια ενίσχυση να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας, η προσφεύγουσα φρονεί ότι δεν υπήρξε εν προκειμένω υπέρβαση του ανωτάτου ορίου των 200 000 ευρώ για περίοδο τριών οικονομικών ετών, το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, λαμβανομένου υπόψη του ποσού των 30 000 ευρώ της επίμαχης πληρωμής. Η διαπίστωση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά το ύψος του κόστους χρηματοδοτήσεως, το οποίο αποτελεί το κρίσιμο ποσό, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή κακώς υποστηρίζει ότι είναι απίθανο να μην υπήρξε υπέρβαση του ανωτάτου ορίου των 200 000 ευρώ, λόγω των πολυάριθμων ενισχύσεων τις οποίες έλαβε ο όμιλος Lufthansa, στον οποίο ανήκει η προσφεύγουσα. Ειδικότερα, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στα άλλα μέλη του ομίλου Lufthansa δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι η «λειτουργική έννοια της επιχειρήσεως», στην οποία στηρίζεται η Επιτροπή, δεν έχει εφαρμογή, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στον κανονισμό του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

180    Όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 4, του κανονισμού του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, που επιβάλλει τη δυνατότητα επακριβούς και εκ των προτέρων υπολογισμού του «ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης» μιας ενισχύσεως, την οποία επικαλείται η Επιτροπή στο από 18 Αυγούστου 2017 ηλεκτρονικό μήνυμά της, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η προϋπόθεση αυτή έχει εφαρμογή στην επίμαχη πληρωμή.

181    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι εναπόκειται στην ίδια να αποδείξει ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του κανονισμού του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας. Ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει ότι οι δικαιούχοι ενισχύσεων φέρουν το βάρος αποδείξεως έναντι των εθνικών αρχών, αλλά δεν προβλέπει τέτοιο βάρος έναντι της Επιτροπής.

182    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος ως αλυσιτελές δεδομένου ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η επίμαχη πληρωμή μπορεί να είναι ήσσονος σημασίας, η διαπίστωση αυτή εναπόκειται στις ιταλικές αρχές. Εν πάση περιπτώσει, το δεύτερο σκέλος είναι αβάσιμο, διότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι πληρούνταν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις του κανονισμού του 2006 περί ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

183    Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αλυσιτελή. Πράγματι, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή δεν όφειλε να εξετάσει εάν η επίμαχη πληρωμή ήταν ενδεχομένως ήσσονος σημασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα αυτά, τα οποία εξάλλου βάλλουν κατ’ ουσίαν κατά της θέσεως που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταγενέστερων της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι ικανά να κλονίσουν τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής.

184    Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η επίμαχη πληρωμή, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 19 Απριλίου 2013, δεν χρηματοδοτήθηκε από κεφάλαια προερχόμενα από την Αυτόνομη Περιφέρεια, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 89, στοιχείο βʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ετήσιες περιφερειακές εισφορές που χορηγήθηκαν στη SOGAER και στην GEASAR για το έτος 2013 είχαν, βεβαίως, εγκριθεί από την εν λόγω Περιφέρεια, αλλά τελικώς ουδέποτε τους είχαν καταβληθεί.

185    Συναφώς, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην αιτιολογική σκέψη 427 της προσβαλλομένης αποφάσεως πίνακα 15, καθώς και από πίνακες που ανακεφαλαιώνουν τις αναληφθείσες από τη SOGAER δράσεις για την περίοδο από το 2010 έως το 2013, οι οποίοι μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως και προσκομίσθηκαν από την Επιτροπή σε απάντηση σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η επίδικη σύμβαση πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά το έτος 2012. Ως εκ τούτου, η επίμαχη πληρωμή, που πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2013, καλύφθηκε από την περιφερειακή εισφορά για το έτος 2012, η οποία καταβλήθηκε στη SOGAER. Εν πάση περιπτώσει, καθόσον η προσφεύγουσα προτίθεται να αμφισβητήσει τη διαπίστωση αυτή, το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην εξέταση, εκ μέρους των ιταλικών αρχών, της κατ᾽ ιδίαν καταστάσεώς της.

186    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

187    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Germanwings GmbH στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Svenningsen

Valančius

Csehi

 

      Nihoul

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαΐου 2020.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.