Language of document : ECLI:EU:T:2014:897

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 16ης Οκτωβρίου 2014 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Ηλεκτρική ενέργεια — Προτιμησιακό τιμολόγιο — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της — Πλεονέκτημα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Ύψος ενισχύσεως — Νέα ενίσχυση»

Στην υπόθεση T‑177/10,

Alcoa Trasformazioni Srl, με έδρα το Portoscuso (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Siragusa, T. Müller-Ibold, F. Salerno, G. Scassellati Sforzolini και G. Rizza, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci και É. Gippini Fournier,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/460/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις C 38/A/04 (πρώην ΝΝ 58/04) και C 36/B/06 (πρώην ΝΝ 38/06), που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Alcoa Trasformazioni (ΕΕ 2010, L 227, σ. 62),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Alcoa Trasformazioni Srl, είναι εταιρία του ιταλικού δικαίου, ιδιοκτήτρια δύο εργοστασίων παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου, στο Portovesme, στη Σαρδηνία (Ιταλία), και στη Fusina, στο Βένετο (Ιταλία). Τα εργοστάσια αυτά μεταβιβάστηκαν στην προσφεύγουσα από την Alumix SpA στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως της δεύτερης.

2        Με ανακοίνωσή της, η οποία απευθυνόταν στα λοιπά κράτη μέλη και σε άλλους ενδιαφερομένους, σύμφωνα με το άρθρο [88], παράγραφος 2, [ΕΚ], σχετικά με κρατική ενίσχυση του Ιταλικού Δημοσίου υπέρ της Alumix, και η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία και δημοσιεύθηκε την 1η Οκτωβρίου 1996 (ΕΕ C 288, σ. 4, στο εξής: απόφαση Alumix), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αφού εξέτασε διάφορα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ της Alumix κατά την ιδιωτικοποίησή της, μεταξύ των οποίων η χορήγηση προτιμησιακού τιμολογίου, κατόπιν συμφωνίας με την Ente nazionale per l’energia elettrica (ENEL), τον ιστορικό προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία, στα εργοστάσια που απέκτησε η προσφεύγουσα, έκρινε, όσον αφορά το ως άνω τιμολόγιο, το οποίο θα εφαρμοζόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005, ότι δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, «εφαρμόζοντας ένα καθεστώς τιμολογήσεως για την παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου [στις εγκαταστάσεις που απέκτησε η προσφεύγουσα], το οποίο καλύπτει το μεταβλητό κόστος της και συμβάλλει στα πάγια έξοδά της, η ENEL συμπεριφερόταν [ως φορέας που ενεργεί υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς], εφόσον τα εν λόγω καθεστώτα επιτρέπουν την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στους σημαντικότερους βιομηχανικούς πελάτες της σε περιοχές στις οποίες υπάρχει πολύ σημαντικό πλεονάζον δυναμικό όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας».

3        Με την απόφαση 204/99 της 29ης Δεκεμβρίου 1999, η Autorità per l’energia elettrica e il gas (ιταλική αρχή για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, στο εξής: AEEG) μετέφερε στους τοπικούς διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας τη διαχείριση του καθεστώτος τιμολογήσεως αυτής. Ως εκ τούτου, η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην προσφεύγουσα τιμολογήθηκε από την ENEL, τον τοπικό της διανομέα ηλεκτρικής ενέργειας, βάσει του ισχύοντος τιμολογίου και όχι πλέον βάσει του προβλεπόμενου στο άρθρο 2 του υπουργικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1995 τιμολογίου (GURI αριθ. 39, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, σ. 8, στο εξής: διάταγμα του 1995), το οποίο θα εφαρμοζόταν, όπως επισημάνθηκε στην προηγούμενη σκέψη, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Για να αντισταθμίσει αυτή τη διαφορά τιμής, η ENEL προέβαινε σε επιστροφή χρημάτων στην προσφεύγουσα, η οποία αναφερόταν στον λογαριασμό της του ηλεκτρικού ρεύματος, και η οποία εχρηματοδοτείτο μέσω μιας οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως που επιβαλλόταν σε όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία.

4        Με την απόφαση 148/04 της 9ης Αυγούστου 2004, η AEEG ανέθεσε τη διαχείριση του καθεστώτος τιμολογήσεως στον δημόσιο οργανισμό Cassa Conguaglio per il settore elettrico (ειδικό ταμείο του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας, στο εξής: ειδικό ταμείο), αντί των τοπικών διανομέων. Υπό την ιδιότητα αυτή, το ειδικό ταμείο επέστρεφε το ίδιο απευθείας στην προσφεύγουσα τη διαφορά μεταξύ του τιμολογίου βάσει του οποίου τη χρέωνε η ENEL και του προτιμησιακού τιμολογίου που όριζε το νομοθετικό διάταγμα του 1995, μέσω της ίδιας οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως.

5        Εν συνεχεία, θεσπίστηκαν, πρώτον, το διάταγμα του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 2004 (GURI αριθ. 93, της 21ης Απριλίου 2004, σ. 5, στο εξής: διάταγμα του 2004) και, δεύτερον, το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 35, της 14ης Μαρτίου 2005 (GURI αριθ. 111, της 14ης Μαΐου 2005, σ. 4), στο οποίο, κατόπιν τροποποιήσεως, προσδόθηκε ισχύς νόμου, με τον νόμο αριθ. 80, της 14ης Μαΐου 2005 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 91, της 14ης Μαΐου 2005, στο εξής: νόμος του 2005). Το άρθρο 1 του διατάγματος του 2004 είχε ως σκοπό να επεκτείνει το πλεονέκτημα των προτιμησιακών τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος, κυρίως, της Portovesme Srl και της Eurallumina SpA. Μολονότι θα μπορούσε να εκληφθεί και ως επίσης προοριζόμενο να παρατείνει, έως τον Ιούνιο του 2007, το προτιμησιακό τιμολόγιο του οποίου ετύγχανε η προσφεύγουσα, στην πράξη δεν εφαρμόστηκε στην τελευταία, η οποία συνέχισε να διέπεται από το διάταγμα του 1995, έως τη θέση σε ισχύ του άρθρου 11, παράγραφος 11, του νόμου του 2005, με το οποίο παρατάθηκε, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, το προτιμησιακό τιμολόγιο που εφαρμοζόταν στα δύο εργοστάσια της προσφεύγουσας.

6        Το ως άνω τιμολόγιο υπέκειτο σε ετήσια αναθεώρηση από την AEEG, η οποία εξέδωσε, στις 13 Οκτωβρίου 2005, την απόφαση 217/05, δυνάμει της οποίας, από 1ης Ιανουαρίου 2006, η αύξηση των προτιμησιακών τιμών θα γινόταν αναλόγως της ενδεχόμενης αυξήσεως των τιμών που έχουν καταχωριστεί στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια της Φρανκφούρτης (Γερμανία) και του Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), με ανώτατο όριο ποσοστό 4 % ετησίως.

7        Ούτε το διάταγμα του 2004 ούτε το άρθρο 11, παράγραφος 11, του νόμου του 2005 κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή.

8        Με απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία με το από 19 Ιουλίου 2006 έγγραφο, η Επιτροπή κίνησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 36/06 (πρώην ΝΝ 38/06) — Ενισχύσεις για την αντιστάθμιση των δαπανών ηλεκτροδότησης των ενεργοβόρων βιομηχανιών στην Ιταλία (περίληψη στην ΕΕ C 214, σ. 5, στο εξής: απόφαση της 19ης Ιουλίου 2006).

9        Στις 29 Νοεμβρίου 2006 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως αυτής καθόσον αφορούσε την τιμή παροχής ηλεκτρικής ενέργειας για τα ευρισκόμενα στη Fusina και στο Portovesme εργοστάσιά της ή, επικουρικώς, την ακύρωση αυτής καθόσον η Επιτροπή χαρακτήρισε το ως άνω τιμολόγιο ως παράνομη νέα ενίσχυση.

10      Με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009 επί της υποθέσεως Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (T‑332/06, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή. Η ως άνω απόφαση επικυρώθηκε στην κατ’ αναίρεση δίκη, με απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2011, επί της υποθέσεως Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (C‑194/09 P, Συλλογή 2009, σ. I‑6311).

11      Η επίσημη διαδικασία ελέγχου κατέληξε στην έκδοση, στις 19 Νοεμβρίου 2009, της αποφάσεως 2010/460/ΕΚ της Επιτροπής, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις C 38/A/04 (πρώην ΝΝ 58/04) και C 36/B/06 (πρώην ΝΝ 38/06), τις οποίες χορήγησε η Ιταλία στην Alcoa Trasformazioni (ΕΕ 2010, L 227, σ. 62, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), της οποίας το άρθρο κηρύσσει ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά την κρατική ενίσχυση την οποία η Ιταλική Δημοκρατία παρανόμως χορήγησε στην προσφεύγουσα από 1ης Ιανουαρίου 2006.

12      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ως μη σχετικές τόσο την ανάλυση που είχε κάνει δεκτή με την απόφαση Alumix όσο και τους υπολογισμούς που προσκόμισαν οι ιταλικές αρχές και η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξουν ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο που είχε χορηγηθεί στη δεύτερη παρέμενε σύμφωνο προς τα κριτήρια που είχαν τεθεί με την απόφαση Αlumix. Επισήμανε δε ότι το ύψος της προς ανάκτηση ενισχύσεως ισούτο προς το ποσό όλων των αντισταθμιστικών εισφορών που είχε καταβάλει το ειδικό ταμείο στην προσφεύγουσα.

13      Όσον αφορά το εργοστάσιο στο Βένετο, η Επιτροπή επισήμανε, στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανάκτηση αφορούσε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως την 19η Νοεμβρίου 2009, ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Όσον αφορά το εργοστάσιο στη Σαρδηνία, η Επιτροπή απαίτησε μερική μόνον ανάκτηση, η οποία αφορούσε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως την 18η Ιανουαρίου 2007.

14      Από το παράρτημα 1 A της προσφυγής προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 12 Φεβρουαρίου 2010.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Απριλίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαΐου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αποσκοπούσα στην αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή αφορά την ενίσχυση C 36/B/2006 (πρώην ΝΝ 38/2006), αίτηση στο πλαίσιο της οποίας ζητούσε, επίσης, την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουλίου 2010, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της προσφεύγουσας.

18      Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2010, T‑177/10 R, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, και το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

19      Στις 4 Αυγούστου 2010, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία το υπόμνημά της αντικρούσεως.

20      Με διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Ιταλικής Δημοκρατίας.

21      Στις 26 Νοεμβρίου 2010, η Ιταλική Δημοκρατία κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημά της παρεμβάσεως.

22      Την 1η Δεκεμβρίου 2010, κατατέθηκε διορθωμένο στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα απαντήσεως.

23      Την 1η Φεβρουαρίου 2011 περιήλθαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

24      Το υπόμνημα ανταπαντήσεως και οι παρατηρήσεις της Επιτροπής επί του υπομνήματος παρεμβάσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 2011.

25      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής [C‑446/10 P (R)] απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως η οποία είχε ασκηθεί κατά της προπαρατεθείσας διατάξεως της 9ης Ιουλίου 2010, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής.

26      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, και η υπό κρίση υπόθεση. Εν συνεχεία, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή του ίδιου τμήματος.

27      Κατόπιν της μερικής ανανεώσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε η υπόθεση.

28      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

29      Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε προφορικά το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2013. Μολονότι δεν είχε ενημερώσει σχετικώς το Γενικό Δικαστήριο, η Ιταλική Δημοκρατία, η οποία κλητεύθηκε νομοτύπως να παραστεί ως παρεμβαίνουσα, δεν παρέστη στην ως άνω επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

30      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά την ενίσχυση C 36/B/06 (πρώην ΝΝ 38/06),

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

32      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κάνει δεκτή την προσφυγή.

 Σκεπτικό

33      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως.

34      Τούτοι αφορούν, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος, την παράνομη διαπίστωση περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως δεδομένου ότι δεν παρασχέθηκε πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα, ο δεύτερος, την παρανομία που απορρέει από τον εσφαλμένο προσδιορισμό του ύψους της ενισχύσεως, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτό τον χαρακτηρισμό αυτόν, ο τρίτος, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι έχει γίνει δεκτός ο ως άνω χαρακτηρισμός, τον παράνομο χαρακτηρισμό της ενισχύσεως ως λειτουργικής ενισχύσεως, ενώ πρόκειται για περιφερειακή ενίσχυση συμβατή προς την κοινή αγορά και, ακόμα και αν υποτεθεί ότι πρόκειται για ενίσχυση λειτουργίας, την επιλεξιμότητα μιας τέτοιας ενισχύσεως βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9), ο τέταρτος, την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και την παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις που είναι συμβατές με την κοινή αγορά, ο πέμπτος, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, ο έκτος, παράβαση ουσιώδους τύπου.

35      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τον έκτο λόγο, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου.

 Επί του έκτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου

36      Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί του παραδεκτού του έκτου λόγου, το οποίο αμφισβητείται από την Επιτροπή.

37      Κατά την Επιτροπή, ο ως άνω λόγος έχει αναλυθεί τόσο υποτυπωδώς ώστε δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, προκύπτει από την εξέταση της προσφυγής και του υπομνήματος απαντήσεως ότι, καίτοι οι περιλαμβανόμενες σε αυτά αναλύσεις είναι πολύ σύντομες, η προσφεύγουσα παρουσιάζει ένα λόγο ακυρώσεως ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη σαφώς αντιληπτά, το πρώτο σχετικά με τις συνέπειες του προβαλλόμενου ανίσχυρου της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 2006 επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως (σημείο 271 της προσφυγής), και το δεύτερο σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας της ως άνω αποφάσεως (σημείο 272 της προσφυγής και σημεία 73 και 74 του υπομνήματος απαντήσεως). Επομένως, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

38      Ως εκ τούτου, προσήκει, στη συνέχεια, να εξετασθούν ένα προς ένα τα δύο σκέλη του έκτου λόγου.

 Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου, σχετικά με διαδικαστική πλημμέλεια που καθιστά ανίσχυρη την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2006

39      Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι «[μία] τελική απόφαση η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, [μπορούσε] να εκδοθεί νομίμως μόνο εάν η αντιφατική απόφαση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας ήταν έγκυρη» και ότι, «στην περίπτωση που η απόφαση κινήσεως της διαδικασίας κηρυσσόταν άκυρη, η ακυρότητα αυτή θα είχε επίσης συνέπειες επί της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς θα εξέλιπε πλέον μία από τις προϋποθέσεις ουσιώδους τύπου».

40      Εντούτοις, κληθείσα να διευκρινίσει τις συνέπειες που απορρέουν, κατ’ αυτήν, από την προπαρατεθείσα απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, η οποία επικυρώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, με την οποία αναγνωρίστηκε η πλήρης νομιμότητα της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα δήλωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι δεν εμμένει στο πρώτο σκέλος του έκτου λόγου, δήλωση η οποία καταγράφηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως.

 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

41      Με το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου, η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι «η [προσβαλλόμενη] απόφαση έχει σοβαρές και πολλαπλές ελλείψεις αιτιολογίας ως προς τα βασικά σημεία της» (σημείο 272 της προσφυγής), και παραπέμπει στην «ανάλυση των τεσσάρων πρώτων λόγων» (ίδιο σημείο της προσφυγής).

42      Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής σχετικά με το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου, με την οποία προβάλλεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας αφορούν μόνον τη βασιμότητα των λόγων και όχι την επάρκεια ή μη της αιτιολογίας. Καταρχάς, το ζήτημα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναπτύσσεται στα σημεία 69 έως 74, καθώς και 78 και 79 της προσφυγής, όσον αφορά την έλλειψη οικονομικής εκτιμήσεως η οποία να καθιστά δυνατή την απόδειξη της υπάρξεως πλεονεκτήματος χορηγηθέντος στην προσφεύγουσα.

43      Δεύτερον, και πιο σημαντικό, το υπόμνημα απαντήσεως είναι ακριβέστερο τονίζοντας, όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, την έλλειψη οικονομικής αναλύσεως η οποία να καθιστά δυνατή την απόδειξη της υπάρξεως πλεονεκτήματος χορηγηθέντος στην προσφεύγουσα, την έλλειψη αναλύσεως της αγοραίας τιμής, τη μη συνεκτίμηση της περιφερειακής αναπτύξεως και των λόγων που οδήγησαν στην απόρριψη του Virtual Power Plant (στο εξής: πρόγραμμα VPP). Κατά τα λοιπά, δεδομένου ότι λόγος ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι δημοσίας τάξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 1986, 185/85, Usinor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2079, σκέψη 19, και της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67), είναι παραδεκτός ακόμα κι αν προβάλλεται για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως [απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C‑166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I‑983, σκέψεις 21 και 25, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2011, T‑258/09, i‑content κατά ΓΕΕΑ (BETWIN), Συλλογή 2009, σ. II‑3797, σκέψη 47]. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εάν ο λόγος, ο οποίος αναφέρεται στην παρούσα προσφυγή αλλά δεν συνοδεύεται από επαρκείς διευκρινίσεις, εμπλουτισθεί στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

44      Επομένως επιβάλλεται, αφενός, η εξέταση της προσφυγής υπό το πρίσμα του υπομνήματος απαντήσεως και, αφετέρου, η κρίση ότι η προσφεύγουσα δεν προσάπτει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο του έκτου λόγου, μη συνεκτίμηση των ως άνω στοιχείων, αλλά έλλειψη μνείας αυτών στην προσβαλλόμενη απόφαση. Το παραδεκτό του δεύτερου σκέλους του έκτου λόγου είναι, επομένως, καθεαυτό, δεδομένο.

45      Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί η απλή παραπομπή σε ουσιαστικούς λόγους, η οποία γίνεται στο πλαίσιο του δεύτερου και τέταρτου λόγου και, εν συνεχεία, να εξετασθούν οι αιτιάσεις που η προσφεύγουσα διατυπώνει στην προσφυγή (στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, στον οποίο κάνει αναφορά ο έκτος λόγος) και οι οποίοι συμπληρώθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως.

46      Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, λόγος που αφορά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, τότε εφαρμοστέο δίκαιο, το οποίο αφορά έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 67, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2004, T‑158/99, Thermenhotel Stoiser Franz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1, σκέψη 97). Δεν ισχύει το ίδιο για αιτιάσεις οι οποίες δεν αφορούν, κατά κυριολεξία, έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, αλλά συγχέονται, στην πραγματικότητα, με την αμφισβήτηση του βασίμου της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, της ουσιαστικής νομιμότητας της πράξεως αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Thermenhotel Stoiser Franz κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97, και απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2009, T‑162/06, Kronoply κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1, σκέψη 23). Αυτές οι αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν στο πλαίσιο τέτοιου λόγου (προπαρατεθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Thermenhotel Stoiser Franz κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 97 και 98, και απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑257/10, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 53).

47      Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη βάσει του άρθρου 253 ΕΚ αιτιολογία οφείλει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να προκύπτει από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίσουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του.

48      H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το κείμενο της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψη 16, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2717, σκέψεις 59 και 60, και της 28ης Μαρτίου 2012, T‑123/09, Ryanair κατά Επιτροπής, σκέψη 178).

49      Υπό το πρίσμα των προηγούμενων σκέψεων πρέπει να εξακριβωθεί εάν η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά, πρώτον, με την οικονομική ανάλυση βάσει της οποίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε πλεονέκτημα το οποίο χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, δεύτερον, ποια έπρεπε να είναι η αγοραία τιμή, τρίτον, το γεγονός ότι είχε εξετάσει εάν η ενίσχυση μπορούσε να γίνει δεκτή στο πλαίσιο της περιφερειακής αναπτύξεως και, τέταρτον, τους λόγους για τους οποίους απέρριψε το πρόγραμμα VPP.

50      Πρώτον, όσον αφορά την οικονομική ανάλυση βάσει της οποίας η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε πλεονέκτημα το οποίο χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, από την εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή υπενθύμισε, καταρχάς, το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν η απόφαση Alumix (σημεία 33 έως 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πριν υπογραμμίσει τη σημαντική εξέλιξη που έλαβε εν συνεχεία χώρα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία (σημεία 39 έως 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αφιερώνοντας, τέλος, ολόκληρη ενότητα (σημείο 6.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Ύπαρξη πλεονεκτήματος») στην ανάλυση της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείτο η προσφεύγουσα (σημεία 145 έως 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υπενθυμίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση Alumix, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο μονοπωλιακού καθεστώτος, δεν μπορούσε να μεταφερθεί σε μια απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (σημείο 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή υπογράμμισε, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (σκέψη 71), ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι «ισχύουσες συνθήκες στην πραγματική αγορά» (σημείο 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επίσης, εξέθεσε λεπτομερώς τις ιδιαιτερότητες της αγοράς της Σαρδηνίας (σημεία 155 και 226 έως 231 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

51      Δεύτερον, όσον αφορά την αγοραία τιμή, η Επιτροπή επισήμανε ότι η τιμή που εξασφάλισε η προσφεύγουσα ήταν κατώτερη σε σχέση με εκείνη της οποίας θα ετύγχανε υπό τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς λόγω της παρεμβάσεως του Ιταλικού Δημοσίου διότι, εάν ήταν σε θέση να την εξασφαλίσει απευθείας από έναν εκ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας των εν λόγω περιοχών, η παρέμβαση αυτή δεν θα ήταν αναγκαία (σημείο 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξέθεσε, στα σημεία 146 έως 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους, κατά την εκτίμησή της, έπρεπε να απορριφθεί ο υπολογισμός της αγοραίας τιμής από την προσφεύγουσα διευκρινίζοντας, επιπροσθέτως, στα σημεία 153 και 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο εν λόγω υπολογισμός ήταν εσφαλμένος, δεδομένου ότι αντιστοιχούσε στο οριακό κόστος παραγωγής στους σταθμούς base-load, ήτοι τους πιο οικονομικούς. Ωστόσο, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τέτοιες τιμές μπορούσαν να επιτευχθούν στην αγορά μόνον σε ώρες αιχμής, ενώ η προσφεύγουσα δεν κατανάλωνε ηλεκτρική ενέργεια αποκλειστικώς αυτές τις ώρες, αλλά επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Τέλος, παρέσχε διευκρινίσεις σχετικά με την αγοραία τιμή στη Σαρδηνία (σημείο 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επισημαίνοντας ότι το τιμολόγιο του οποίου τύγχανε η προσφεύγουσα δεν ανταποκρινόταν στα κριτήρια της αποφάσεως Alumix, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι αυτά εφαρμόζονταν στην προκειμένη περίπτωση (σημείο 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

52      Τρίτον, όσον αφορά την επιλεξιμότητα της ενισχύσεως στο πλαίσιο της περιφερειακής αναπτύξεως, από την εξέταση των σημείων 60 έως 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέτασε την πιθανότητα αυτή υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (σημείο 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επισημαίνοντας ότι το Βένετο δεν συγκαταλεγόταν στις επιλέξιμες για κρατική ενίσχυση περιφέρειες (σημείο 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως), γεγονός που απέκλειε ένα από τα εργοστάσια της προσφεύγουσας. Όσον αφορά το δεύτερο εργοστάσιο, το οποίο βρίσκεται στη Σαρδηνία, η Επιτροπή επισήμανε ότι η περιοχή αυτή ήταν επιλέξιμη έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 (σημείο 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αλλά δεν θα ήταν πλέον επιλέξιμη βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ 2006, C 54, σ. 13), εκτός αν η προσφεύγουσα ετύγχανε διετούς μεταβατικής περιόδου «για τη σταδιακή κατάργηση των υφιστάμενων καθεστώτων λειτουργικής ενίσχυσης» (σημείο 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, η Επιτροπή διερεύνησε εάν η ενίσχυση ήταν αναγκαία (σημείο 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ανάλογη των περιφερειακών μειονεκτημάτων (σημείο 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αποφαινόμενη αρνητικώς. Επίσης, επισήμανε ότι η ενίσχυση δεν ήταν πράγματι φθίνουσα (σημείο 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως) κρίνοντας, συνολικώς, ως μη σκόπιμο το «να επιτραπεί η καθιέρωση νέων λειτουργικών ενισχύσεων για περίοδο λίγων μηνών με πρόβλεψη σταδιακής κατάργησης, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τις εκφρασθείσες αμφιβολίες και τον στρεβλωτικό χαρακτήρα της ενίσχυσης» (σημείο 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, «εξέφρασε αμφιβολίες» όσον αφορά το ενδεχόμενο εγκρίσεως του καθεστώτος προτιμησιακής τιμολογήσεως για την προσφεύγουσα «είτε ως περιφερειακής ενίσχυσης είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο» (σημείο 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

53      Έτι περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει ολόκληρο κεφάλαιο [σημείο 6.5.1, υπό τον τίτλο «Συμβιβάσιμο με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (Σαρδηνία)»], συνοψίζοντας σε είκοσι σημεία τη θέση της Επιτροπής επί του θέματος αυτού (σημεία 220 έως 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ιδίως όσον αφορά τη «συμβολή στην περιφερειακή ανάπτυξη» (σημείο 6.5.1.2 και σημεία 232 έως 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

54      Τέταρτον, όσον αφορά το πρόγραμμα VPP, τούτο επίσης μνημονεύεται επανειλημμένως στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή το αναφέρει στο ιστορικό της διαφοράς, επισημαίνοντας ότι «άρχισε να διερευνά τη «δυνατότητα θέσπισης» του ως άνω προγράμματος (σημείο 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και αντάλλαξε επιστολές με την Ιταλική Δημοκρατία προς τον σκοπό αυτόν (σημεία 18 έως 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επίσης, γίνεται μνεία των συναντήσεων που έλαβαν χώρα με το εν λόγω κράτος μέλος (ίδια σημεία της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει μάλιστα κεφάλαιο αφιερωμένο στο ζήτημα αυτό [σημείο 6.5.3, υπό τον τίτλο «Η πρόταση του VPP (Σαρδηνία)»], το οποίο υποδιαιρείται σε δύο υποκεφάλαια, αφιερωμένα στην «περιγραφή του ιταλικού VPP» (σημείο 6.5.3.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και στο «συμβιβάσιμο του καθεστώτος τιμολόγησης βάσει του VPP» (σημείο 6.5.3.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το κεφάλαιο αυτό (σημεία 246 έως 259 της προσβαλλομένης αποφάσεως) παρουσιάζει διεξοδικώς το πρόγραμμα VPP και τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή «κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην εν λόγω περίπτωση, το VPP δεν [μπορούσε] να παράσχει επαρκή βάση για το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης, ούτε για μια μεταβατική περίοδο μετά την εφαρμογή του VPP ούτε, πολύ περισσότερο, για την περίοδο πριν από την εφαρμογή του VPP» (σημείο 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

55      Κατά συνέπεια, όσον αφορά τα τέσσερα ζητήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση όχι μόνον δεν παρουσιάζει ελλείψεις, αλλά παραθέτει λεπτομερή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα τόσο στην προσφεύγουσα να γνωρίσει τη δικαιολογητική βάση του ληφθέντος μέτρου όσο και στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του.

56      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου πρέπει να απορριφθεί, με συνέπεια, δεδομένης της παραιτήσεως από το πρώτο σκέλος αυτού, την απόρριψη του ως άνω λόγου.

57      Ακολούθως, προσήκει να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα, καθόσον ο έλεγχος αυτός θα οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στον προσδιορισμό του ακριβούς περιεχομένου της αποφάσεως Alumix.

 Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

58      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, όπως άλλωστε παραδέχεται η προσφεύγουσα, ορισμένα εκ των επιχειρημάτων που προβάλλει στο πλαίσιο του λόγου αυτού «έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως [της 19ης Ιουλίου 2006]» (σημείο 225 της προσφυγής) και ότι «[τούτο] δεν τη δικαίωσε ως προς αυτά» (ίδιο σημείο της προσφυγής). Η προσφεύγουσα ζητεί να επανεξεταστούν αυτά τα επιχειρήματα, ιδίως λόγω του ευρύτερου περιεχομένου τους, καθώς και του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ίδιας φύσεως με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2006. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της αποφάνσεως του Γενικού Δικαστηρίου και, εν συνεχεία, του Δικαστηρίου, αλλά χωρίς περιορισμό σε αυτές, πρέπει να εξεταστούν τα πέντε σκέλη του πέμπτου λόγου τα οποία αφορούν, πρώτον, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που θα μπορούσαν να έχουν θεμελιώσει η Ιταλική Δημοκρατία και η προσφεύγουσα αναφορικά με τον υφιστάμενο, και όχι νέο, χαρακτήρα της επίμαχης ενισχύσεως, λόγω των απαράλλακτων αποτελεσμάτων της για την προσφεύγουσα, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση θα συνιστά, εν τοιαύτη περιπτώσει, παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ (δεδομένου ότι το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν εφαρμόζεται ratione temporis), δεύτερον, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιούργησε το γεγονός ότι η Επιτροπή, μολονότι ενημερώθηκε, κατά την προσφεύγουσα, για τη νομοθετική αλλαγή που μεσολάβησε από την προθεσμία που είχε καθοριστεί με το διάταγμα του 1995, δεν είχε αντιδράσει στη θέσπιση των νέων διατάξεων του ιταλικού δικαίου, δημιουργώντας στην προσφεύγουσα την εντύπωση ότι η επίμαχη ενίσχυση έπρεπε να εκληφθεί ως υφιστάμενη, τρίτον, τη μη ύπαρξη χρονικού περιορισμού στην απόφαση Αlumix, τέταρτον, την ιδιαίτερη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που απορρέει εκ του ότι το καθοριζόμενο με το διάταγμα του 1995 τιμολόγιο δεν είχε αντιμετωπιστεί ως κρατική ενίσχυση και, πέμπτον, την ενίσχυση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της προσφεύγουσας από τη στάση της Επιτροπής κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας η οποία εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, με το από 19 Ιανουαρίου 2007 έγγραφό της.

59      Πριν την εξέταση του υπό κρίση λόγου και των διαφόρων σκελών του, πρέπει να υπομνησθούν η έκταση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε αυτή να τυγχάνει εφαρμογής.

60      Θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1999, C‑104/97 P, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Συλλογή 1999, σ. I‑6983, σκέψη 52), η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιτρέπει σε κάθε επιχειρηματία στον οποίο ένα θεσμικό όργανο δημιούργησε βάσιμη προσδοκία να την επικαλεστεί (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van den Bergh en Jurgens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44, και της 24ης Μαρτίου 2011, C‑369/09 P, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑2011, σκέψη 123, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑328/09, Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, σκέψη 18). Ωστόσο, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση ενός ενωσιακού μέτρου ικανού να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή, άπαξ το μέτρο αυτό θεσπιστεί (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 78/77, Lührs, Συλλογή τόμος 1978, σ. 71, σκέψη 6, και απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Transformazioni κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 102). Για να είναι δυνατή η επίκληση του δικαιώματος προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί στον ενδιαφερόμενο από τη διοίκηση της Ένωσης συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σε αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Όσον αφορά ειδικότερα την εφαρμογή της αρχής αυτής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο διενεργεί η Επιτροπή, οι επιχειρήσεις στις οποίες χορηγείται ενίσχυση δεν μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε κατόπιν τηρήσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ, ένας δε επιμελής επιχειρηματικός φορέας πρέπει ευλόγως να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Ιδίως εάν χορηγήθηκε ενίσχυση χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, με αποτέλεσμα η ενίσχυση αυτή να είναι παράνομη σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ο λήπτης της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει, εκείνη τη στιγμή, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της χορηγήσεώς της (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, την προπαρατεθείσα απόφαση Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, σκέψεις 20 και 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Νοεμβρίου 2009, T‑427/04 και T‑17/05, Γαλλία και France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4315, σκέψη 263).

62      Κατόπιν των προηγουμένων σκέψεων, προσήκει να εξεταστούν διαδοχικώς το τρίτο, το δεύτερο, το τέταρτο, το πρώτο και το πέμπτο σκέλος του υπό κρίση λόγου.

 Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου, σχετικά με την απεριόριστη κατά χρόνο εφαρμογή της αποφάσεως Alumix

63      Δεδομένου ότι, με την απόφαση Alumix, η Επιτροπή τοποθετήθηκε επί της συμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο της ενισχύσεως που προέβλεπε το διάταγμα του 1995, του οποίου η ισχύς έληγε ρητώς στις 31 Δεκεμβρίου 2005, η απόφασή της δεν μπορούσε να έχει συνέπειες εκτεινόμενες χρονικώς πέραν της χρονικής ισχύος του μέτρου το οποίο αφορούσε. Όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως, η προπαρατεθείσα απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (σκέψεις 105 και 106), ήδη αναπτύσσει παρόμοια συλλογιστική. Αυτή η συλλογιστική επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι τούτο απεφάνθη ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής στην απόφαση Alumix δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν στην προσφεύγουσα ευλόγως την πεποίθηση ότι τα συμπεράσματα της αποφάσεως αυτής ισχύουν κατ’ επέκταση και για το καθεστώς τιμολογήσεως το οποίο αφορούσε η απόφαση της 19ης Ιουλίου 2006 (προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 134) και ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η απόφαση Alumix δεν μπορούσε να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας ότι θα ισχύουν επ’ αόριστον τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται σε αυτή την απόφαση (προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 135).

64      Επομένως, για τους ανωτέρω λόγους, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου.

 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου, σχετικά με την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που προκάλεσε η έλλειψη αντιδράσεως της Επιτροπής από τη θέσπιση των νέων διατάξεων του ιταλικού δικαίου έως σήμερα

65      Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, πέραν του ότι η απόφαση Alumix ίσχυε μόνον καθ’ όσον διήρκεσε η ενίσχυση η οποία είχε χορηγηθεί με το διάταγμα του 1995, δεν μπορεί η έλλειψη αντιδράσεως της Επιτροπής να ερμηνευθεί ως ικανή να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

66      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι η συλλογιστική της προσφεύγουσας ερείδεται σε εσφαλμένη προκείμενη, δεδομένου ότι υποστηρίζει ότι οι επίδικες διατάξεις ήταν γνωστές στην Επιτροπή, ενώ εν προκειμένω πρέπει να κριθεί εάν αυτές είχαν κοινοποιηθεί στο θεσμικό αυτό όργανο από την Ιταλική Δημοκρατία. Όσον αφορά το διάταγμα του 2004, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (σημεία 1 έως 3 αυτής) ότι μόνον κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής, η οποία ενήργησε κατόπιν διαφόρων άρθρων που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, προσκομίσθηκαν πληροφορίες από το εν λόγω κράτος μέλος. Όσον αφορά τον νόμο του 2005, προκύπτει επίσης από τη δικογραφία, κάτι που επιβεβαιώθηκε εξάλλου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 11, του ως άνω νόμου, εν αντιθέσει προς το άρθρο 11, παράγραφος 12, αυτού, δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, όπως είχε εξάλλου ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο (προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 16). Πρέπει λοιπόν να εφαρμοσθεί η υπομνησθείσα στη σκέψη 61 ανωτέρω νομολογία, κατά την οποία ο λήπτης της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της χορηγήσεώς της εάν αυτή λαμβάνει χώρα χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή.

67      Είναι επίσης αλυσιτελές να υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή αδράνησε, δεδομένου ότι οι επίμαχες πληροφορίες της προσκομίστηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών που κινήθηκαν με δική της επιμέλεια. Υπό τις συνθήκες αυτές, ουδόλως δημιουργήθηκε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη λόγω της αδράνειας της Επιτροπής κατόπιν κοινοποιήσεως, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ούτε η αδράνεια ούτε η κοινοποίηση.

68      Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, αδιαμφισβήτητα ελλείπουν, εν προκειμένω, συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις.

69      Επομένως πρέπει να απορριφθεί και το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου.

 Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου, σχετικά με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που απορρέει εκ του ότι το τιμολόγιο του διατάγματος του 1995 δεν είχε εκληφθεί ως κρατική ενίσχυση

70      Από όσα επισημάνθηκαν στο πλαίσιο του ελέγχου του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου προκύπτει ότι, καθώς ήταν περιορισμένο κατά χρόνο, δεδομένου ότι η ισχύς του έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2005, το διάταγμα του 1995, το οποίο αφορούσε η απόφαση Alumix, μπορούσε να εκληφθεί ως κρατική ενίσχυση μόνο για την κριθείσα περίοδο. Όπως απεφάνθη το Δικαστήριο επ’ ευκαιρία της αναλύσεως του ζητήματος αυτού από το Γενικό Δικαστήριο (προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 135), η προσφεύγουσα δεν ήταν δυνατόν να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην επ’ αόριστον εφαρμογή των συμπερασμάτων που περιλαμβάνονται στην απόφαση αυτή.

71      Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου, σχετικά με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε εκ του υφιστάμενου χαρακτήρα της επίμαχης ενισχύσεως, λόγω των απαράλλακτων αποτελεσμάτων της για την προσφεύγουσα

72      Από την υπομνησθείσα στις σκέψεις 60 και 61 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι ένας επιχειρηματίας μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μόνον εάν υπήρξε ευλόγως συνετός, ενημερωμένος και επιμελής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα όφειλε, αφενός, να έχει υπόψη ότι το προνομιακό τιμολόγιο του οποίου ετύγχανε δυνάμει του διατάγματος του 1995, εξ ορισμού αποκλίνον από το κανονικό τιμολόγιο, είχε ορισθεί για περίοδο δέκα ετών και ότι ουδόλως ήταν βέβαιη για την ανανέωσή του. Αφετέρου, δεν ήταν δυνατόν να αγνοήσει τον μηχανισμό καθορισμού του προνομιακού τιμολογίου του οποίου αρχικώς απολάμβανε ούτε, στη συνέχεια, να μη λάβει υπόψη της το γεγονός ότι τούτο υπέστη διάφορες τροποποιήσεις, έναντι των οποίων η Επιτροπή δεν είχε ακόμη τοποθετηθεί. Επιπροσθέτως, λαμβάνοντας υπόψη ακριβώς αυτές τις εξελίξεις, είναι εσφαλμένο να γίνεται αναφορά στα απαράλλακτα αποτελέσματα του προτιμησιακού τιμολογίου του διατάγματος του 1995, δεδομένου ότι αυτό υπέστη πλείστες όσες τροποποιήσεις, ιδίως στο πλαίσιο της ετήσιας επικαιροποιήσεώς του, με ανώτατο όριο το 4 %, που προκύπτει από τον νόμο του 2005, όπως ερμηνεύθηκε από την AEEG (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω και σημεία 49 και 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

73      Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων αυτών, η προσφεύγουσα, ως επιχειρηματίας ευλόγως συνετός, ενημερωμένος και επιμελής, δεν μπορούσε να θεμελιώσει εύλογη εμπιστοσύνη στο ότι το αρχικό τιμολόγιο θα παρατεινόταν και θα εκλαμβανόταν ως υφιστάμενη ενίσχυση, μολονότι μάλιστα τούτο είχε διαφοροποιηθεί σημαντικά από την εποχή της αποφάσεως Alumix, και μάλιστα ενώ εκείνη συνέχιζε να τυγχάνει προτιμησιακού τιμολογίου.

74      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου.

 Όσον αφορά το πέμπτο σκέλος του πέμπτου λόγου, το οποίο αφορά την ενίσχυση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της προσφεύγουσας λόγω της στάσεως της Επιτροπής κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας η οποία εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, με το από 19 Ιανουαρίου 2007 έγγραφό της

75      Το γεγονός ότι η Επιτροπή εισήλθε, με το από 19 Ιανουαρίου 2007 έγγραφο, σε διαβουλεύσεις με την Ιταλική Δημοκρατία (και όχι με την προσφεύγουσα) σχετικά με το πρόγραμμα VPP (σημεία 18 έως 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως) όχι μόνο δεν έχει σχέση με τον χαρακτήρα υφιστάμενης ενισχύσεως που η προσφεύγουσα ζητεί να αναγνωριστεί στα μέτρα που εφαρμόστηκαν βάσει των επίμαχων διατάξεων του ιταλικού δικαίου και, συνεπώς, με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που, εσφαλμένως, εκτιμούσε ότι μπορούσε να θεμελιώσει στα συμπεράσματα της Επιτροπής στην απόφαση Alumix, αλλά, προπαντός, καθόσον το ως άνω έγγραφο σηματοδοτούσε την έναρξη των συνομιλιών για το ενδεχόμενο θεσπίσεως μεταβατικών μέτρων δεν μπορούσε, εξ ορισμού, να περιλαμβάνει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις.

76      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το πέμπτο σκέλος του πέμπτου λόγου και, κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος στο σύνολό του.

77      Οι λοιποί τέσσερις λόγοι που περιλαμβάνονται στην προσφυγή θα εξετασθούν με τη σειρά που προκύπτει από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας.

 Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος αφορά παράνομη διαπίστωση περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, μολονότι δεν χορηγήθηκε πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα

78      Ο πρώτος λόγος, με τον οποίο η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (στην πραγματικότητα του άρθρου 87 ΕΚ, το οποίο εφαρμόζεται ratione temporis), περιλαμβάνει διάφορες υποδιαιρέσεις∙ η πρώτη αφορά τον βαθμό του δικαστικού ελέγχου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και την υποχρέωση αιτιολογήσεως ο οποίος βαρύνει, στο οικείο πεδίο, την Επιτροπή. Ως προς το τελευταίο ζήτημα, έχει κριθεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου σκέλους του έκτου λόγου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ. Όσον αφορά τους γενικού χαρακτήρα συλλογισμούς σχετικά με τη φύση του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δεν περιλαμβάνουν καμία συγκεκριμένη αιτίαση σχετικά με παρανομία της προσβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

79      Ο πρώτος λόγος αναλύεται, στην πραγματικότητα, σε τρία επιχειρήματα: η Επιτροπή έπρεπε να είχε κρίνει ότι εφαρμόζονταν τα κριτήρια της αποφάσεως Alumix, καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα με εκείνο της εν λόγω αποφάσεως, ήτοι τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως (σημεία Δ και Ε του πρώτου λόγου)∙ υπείχε δε την υποχρέωση να προβεί σε οικονομική ανάλυση προκειμένου να κρίνει περί της ενδεχόμενης υπάρξεως πλεονεκτήματος χορηγηθέντος στην προσφεύγουσα (σημείο Β του πρώτου λόγου)∙ τούτο θα σήμαινε, εν πάση περιπτώσει, ότι η Επιτροπή θα υιοθετούσε ως πλαίσιο συλλογιστικής την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς (σημείο Γ του πρώτου λόγου).

80      Θα εξετασθούν διαδοχικώς τα τρία αυτά ζητήματα.

81      Όσον αφορά τη μομφή ότι η Επιτροπή έκρινε μη εφαρμοστέα στην επίμαχη περίπτωση τα κριτήρια της αποφάσεως Alumix, πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν πρόκειται για ζήτημα χρονικής εφαρμογής της αποφάσεως αυτής, ζήτημα επί του οποίου δόθηκε απάντηση στο πλαίσιο της εξετάσεως του πέμπτου λόγου, αλλά για το ζήτημα των οικονομικών και νομικών μεταβολών που μεσολάβησαν έκτοτε και οι οποίες κατέστησαν αδύνατη την έκδοση πανομοιότυπης αποφάσεως. Εντούτοις, όπως ορθώς εκθέτει η Επιτροπή, «είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πιο ουσιώδη μεταβολή από τη μετάβαση από τιμολόγιο οριζόμενο από προμηθευτή σε τιμολόγιο επιδοτούμενο από το Δημόσιο» (σημείο 54 του υπομνήματος αντικρούσεως).

82      Ενώ στην πρώτη περίπτωση το τιμολόγιο που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα θα μπορούσε να ισοδυναμεί με έκπτωση χορηγούμενη από προμηθευτή, ακόμα και σε μονοπωλιακό καθεστώς (στην προκειμένη περίπτωση την ENEL), σε έναν από τους σημαντικότερους πελάτες του (βλ. συναφώς τα σημεία 36 και 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα μέτρα τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγονται έκπτωση οριζόμενη από τις ιταλικές αρχές, η οποία χρηματοδοτείται από μια οιονεί φορολογική επιβάρυνση η οποία καθιστά δυνατή την επιστροφή στην προσφεύγουσα της διαφοράς μεταξύ του τιμολογίου βάσει του οποίου χρεώνονται κανονικώς οι επιχειρήσεις και του προτιμησιακού τιμολογίου που της είχε χορηγηθεί. Εντούτοις, δεδομένου ότι προκύπτει από την ίδια τη φύση του τότε εφαρμοζόμενου προτιμησιακού τιμολογίου πως στην προσφεύγουσα επιστρεφόταν από το ειδικό ταμείο μέσω δημοσίων πόρων η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ του τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας βάσει του οποίου χρέωνε τα εργοστάσια η ENEL και του τιμολογίου του διατάγματος του 1995, η διαπίστωση αυτή και μόνον εξαρκεί για να θεμελιώσει τη διαπίστωση κατά την οποία τα εργοστάσια της προσφεύγουσας δεν έφεραν το σύνολο της δαπάνης η οποία κανονικώς θα βάρυνε τους προϋπολογισμούς τους (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 68, και προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 83).

83      Κατά συνέπεια, ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη η Επιτροπή εκτιμώντας ότι τα κριτήρια της αποφάσεως Alumix δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στην υπό κρίση περίπτωση.

84      Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου σκέλους του έκτου λόγου, η Επιτροπή παρέθεσε πληθώρα οικονομικών στοιχείων σχετικά τόσο με την εξέλιξη της αγοράς (τέλος του μονοπωλιακού καθεστώτος) όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εργοστασίων της προσφεύγουσας (ανάλυση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Σαρδηνίας, παραδείγματος χάριν). Επομένως, τήρησε το άρθρο 87 ΕΚ, το οποίο απαιτεί η Επιτροπή να αποδεικνύει ότι χορηγήθηκε οικονομικό πλεονέκτημα στην ενισχυθείσα επιχείρηση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein‑Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψεις 251 και 257, και της 3ης Μαρτίου 2010, T‑163/05, Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑387, σκέψη 98). Αντιθέτως, δεν ήταν αναγκαίο η Επιτροπή να επιχειρηματολογήσει περαιτέρω, δεδομένου ότι η ύπαρξη πλεονεκτήματος χορηγηθέντος στην προσφεύγουσα προέκυπτε από την απλή περιγραφή του θεσπισθέντος μηχανισμού. Οι σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις που απαιτούνται, παραδείγματος χάριν, για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε σύστημα ελεύθερης οικονομίας της αγοράς δεν θα είχαν καμία χρησιμότητα, δεδομένου ότι υπήρχε μηχανισμός αποζημιώσεως χρηματοδοτούμενος από έναν οιονεί φόρο ο οποίος σκοπό έχει να απαλλάξει μια εταιρία από την καταβολή μέρους του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας που απαιτείται για την παραγωγή των προϊόντων που διαθέτει στο έδαφος της Ένωσης. Επομένως, ουδόλως υποχρεούτο η Επιτροπή να προβεί σε ενδελεχέστερη οικονομική ανάλυση από εκείνη της προσβαλλομένης αποφάσεως.

85      Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αναπτύξει το σκεπτικό της στο πλαίσιο κανονικής αγοράς και όχι της υφιστάμενης αγοράς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια κρατική ενίσχυση πρέπει να εκτιμάται καθεαυτή, και όχι υπό το πρίσμα σκοπών που συνίστανται, παραδείγματος χάριν, στην αντισταθμιστική λειτουργία της ενισχύσεως στο πλαίσιο μιας μειονεκτικής καταστάσεως ανταγωνισμού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3679, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αφορά παρανομία απορρέουσα από τον μη προσδιορισμό του ύψους της ενισχύσεως

87      Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, κηρύσσει την επίμαχη ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά και, αφετέρου, διατάσσει τη μερική ανάκτησή της. Το ζήτημα του καθορισμού του ύψους της ενισχύσεως τίθεται ως προς το δεύτερο σκέλος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

88      Κατά πάγια νομολογία, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν απαιτεί από την Επιτροπή, όταν διατάσσει την ανάκτηση ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά, να καθορίζει το ακριβές ύψος της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ύψος αυτό (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C‑480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8717, σκέψη 25, και της 18ης Οκτωβρίου 2007, C‑441/06, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2007, σ. I‑8887, σκέψη 29, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2010, T‑177/07, Mediaset κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2341, σκέψη 181).

89      Η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί τις εν λόγω απαιτήσεις καθώς, όπως εξάλλου επισημαίνει η προπαρατεθείσα διάταξη της 9ης Ιουλίου 2010 επί της υποθέσεως Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (σκέψη 11), χωρίς να προσδιορίζει το ακριβές ύψος της προς ανάκτηση ενισχύσεως, υποδεικνύει τη μέθοδο σύμφωνα με την οποία το σχετικό ποσό πρέπει να υπολογιστεί. Τούτο ισούται με τη διαφορά μεταξύ της συμβατικής και της προτιμησιακής τιμής, η οποία αντιστοιχεί στην αντισταθμιστική εισφορά που εισέπραξε η προσφεύγουσα κατά την επίμαχη περίοδο (σημείο 285 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει ρητά στο σημείο αυτό. Το άρθρο 2 της ως άνω αποφάσεως ορίζει ότι το ποσό αυτό βαρύνεται με τόκους και καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού τους. Τέλος, προκύπτει από το εν λόγω άρθρο ότι η Επιτροπή κατέληξε, όσον αφορά το εργοστάσιο στη Σαρδηνία, στην ανάκτηση της ενισχύσεως για την περίοδο μεταξύ της 19ης Ιανουαρίου 2007 και της 19ης Νοεμβρίου 2009.

90      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αφορά, κυρίως, τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό της ενισχύσεως ως λειτουργικής και, επικουρικώς, την επιλεξιμότητα τέτοιας ενισχύσεως βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα

91      Πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι ο τρίτος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι περιορισμένου χαρακτήρα, δεδομένου ότι τούτος αφορά μόνον το εργοστάσιο στη Σαρδηνία, καθώς το Βένετο δεν αποτελεί περιοχή επιλέξιμη για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ. Η Επιτροπή αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση (σημείο 240 αυτής) και το υπόμνημα αντικρούσεως ότι η Σαρδηνία έπαψε να είναι επιλέξιμη περιοχή στο τέλος του 2006. Ως εκ τούτου, τα δύο σκέλη του τρίτου λόγου θα εξεταστούν μόνον καθόσον τούτος αφορά την παρανομία της ενισχύσεως σχετικά με την προ της ημερομηνίας αυτής περίοδο, για το εργοστάσιο στη Σαρδηνία.

 Όσον αφορά, κυρίως, τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως ως λειτουργικής

92      Η προσφεύγουσα, αμφισβητώντας την ανάλυση της Επιτροπής, κατά την οποία η επίμαχη ενίσχυση ήταν ασύμβατη με την κοινή αγορά, υποστηρίζει ότι δεν επρόκειτο για λειτουργική ενίσχυση η οποία, καταρχήν, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (σημεία 4.15 έως 4.17 των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών). Επικαλείται, μεταξύ άλλων, τον προσωρινό χαρακτήρα του οικείου μέτρου και τον κατ’ ουσίαν περιφερειακό του χαρακτήρα. Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσφεύγουσα ετύγχανε προτιμησιακού τιμολογίου επί δεκαπενταετία (από τη θέση σε ισχύ του διατάγματος του 1995 έως την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ιδίως του άρθρου της 4, δυνάμει του οποίου η Ιταλική Δημοκρατία έπρεπε να ακυρώσει όλες τις επόμενες καταβολές της επίμαχης ενισχύσεως). Αφετέρου, το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν αφορούσε μόνον τη Σαρδηνία, αλλά και το Βένετο. Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, λειτουργικές είναι οι ενισχύσεις οι οποίες έχουν ως σκοπό να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 30, και της 21ης Ιουλίου 2011, C‑459/10 P, Freistaat Sachsen και Land Sachsen‑Anhalt κατά Επιτροπής, σκέψη 34, προπαρατεθείσα απόφαση Kronoply κατά Επιτροπής, σκέψη 75). Κατά συνέπεια, η επίμαχη ενίσχυση, που καθιστούσε δυνατόν για την προσφεύγουσα να απαλλαγεί από το κόστος σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι που εξ ορισμού εμπίπτει στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της, ήταν πράγματι λειτουργική ενίσχυση. Τούτο ίσχυε κατά μείζονα λόγο λαμβανομένου υπόψη ότι, καθώς η διαδικασία παραγωγής αλουμινίου είναι ιδιαιτέρως ενεργοβόρα (σημείο 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είχε μεγάλη σημασία για την λειτουργία των εργοστασίων της προσφεύγουσας.

93      Επομένως, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Όσον αφορά, επικουρικώς, την επιλεξιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως βάσει των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα

94      Ακόμα και αν πρόκειται για λειτουργικές ενισχύσεις, είναι δυνατόν, κατ’ εξαίρεση, να επιτρέπονται οι ενισχύσεις που προορίζονται για τις επιλέξιμες περιοχές δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ, υπό τον όρο να δικαιολογούνται λόγω της συμβολής τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και της φύσεώς τους και το ύψος τους να είναι ανάλογο των προβλημάτων που έχουν ως σκοπό να αμβλύνουν. Οι ενισχύσεις αυτές θα πρέπει να είναι χρονικώς περιορισμένες και να έχουν φθίνοντα χαρακτήρα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε κάνει δεκτή, όσον αφορά το εργοστάσιο της Σαρδηνίας, την επιλεξιμότητα των ενισχύσεων προς τον σκοπό αυτό. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί.

95      Καταρχάς —και το ζήτημα τούτο θα εξαρκούσε ώστε η Επιτροπή να αρνηθεί να κρίνει την ενίσχυση επιλέξιμη βάσει των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα— η επίμαχη ενίσχυση δεν είχε φθίνοντα χαρακτήρα (σημεία 65 και 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως) παρά το ότι ως ανώτατο όριο αυξήσεως της τιμής είχε οριστεί το 4 %. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η περιορισμένη αύξηση του ονομαστικού ποσού του προτιμησιακού τιμολογίου δεν συνεπάγεται, ipso facto, τη μείωση της επιδοτήσεως η οποία καταβάλλεται στον δικαιούχο του εν λόγω τιμολογίου, δεδομένου ότι το πραγματικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τον επιχειρηματία ενδέχεται να παραμείνει υψηλότερο από εκείνο με το οποίο θα χρεώσει τον ως άνω δικαιούχο βάσει του προτιμησιακού τιμολογίου, ακόμα και προσαυξημένο κατά 4 %. Κατά συνέπεια, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, χωρίς να αντικρουσθεί, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν φθίνον μόνο στην περίπτωση μειώσεως κατ’ απόλυτη τιμή των μέσων τιμών στο πλαίσιο της Ένωσης, και προοδευτικό σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

96      Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέθεσε, κατά τρόπο εξόχως πειστικό, τους λόγους για τους οποίους η επίμαχη ενίσχυση δεν συνέβαλε στην αειφόρο περιφερειακή ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, στα σημεία 235 και 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθύμισε ότι και η ίδια η προσφεύγουσα είχε αναγνωρίσει την έλλειψη βιωσιμότητας του εργοστασίου στη Σαρδηνία χωρίς το πλεονέκτημα του προτιμησιακού τιμολογίου και απέδειξε ότι, ακόμα και λαμβανομένης υπόψη της μελλοντικής επιδράσεως των νέων υποδομών (αγωγού αερίου και υποθαλάσσιου καλωδίου) στην τιμή της αγοράς, η τιμή θα ήταν συγκρίσιμη προς αυτή που ισχύει στην υπόλοιπη Ιταλία, αλλά δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να μειωθεί στα 30 ευρώ ανά μεγαβατώρα, «τα οποία είναι απαραίτητα για να είναι αποδοτικό το μεταλλουργείο» (σημείο 235 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, το εργοστάσιο της προσφεύγουσας όχι μόνο δεν θα καθίστατο, χάρη στην επίμαχη ενίσχυση, παράγοντας μελλοντικής αναπτύξεως του νησιού, αλλά ήταν και το ίδιο απολύτως εξαρτημένο από το προτιμησιακό τιμολόγιο.

97      Τέλος, δεδομένου ότι οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα επιτάσσουν, προκειμένου η ενίσχυση να είναι επιλέξιμη, τούτη να είναι ανάλογη των προβλημάτων που έχει ως σκοπό να αμβλύνει, η Επιτροπή εξέτασε εάν το προτιμησιακό τιμολόγιο αντιστοιχούσε στη διαφορά που μπορεί να παρατηρηθεί για άλλες κατηγορίες πελατών μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής Ιταλίας. Ωστόσο, επισήμανε ότι η επιστροφή χρημάτων στην προσφεύγουσα ήταν πολύ υψηλότερη από οποιαδήποτε διαφορά παρατηρήθηκε αλλού (σημείο 238 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας και, συνεκδοχικώς, επιλέξιμη.

98      Δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά δεν επληρούντο, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι τούτο απέκλειε την επιλεξιμότητα του προτιμησιακού τιμολογίου στη Σαρδηνία βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.

99      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου πρέπει επίσης να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, σχετικά με το πρόγραμμα VPP

100    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με το από 19 Ιανουαρίου 2007 έγγραφο και, ευρύτερα, με τη στάση της σχετικά με την εκτίμηση του προγράμματος VPP, η Επιτροπή παραβίασε, κατά τρόπο σοβαρό και πρόδηλο, την αρχή της χρηστής διοικήσεως, και παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (στην πραγματικότητα, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ).

101    Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι, μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες, περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, προς την οποία συναρτάται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑263/07, Εσθονία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3463, σκέψη 99).

102    Εν συνεχεία, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, στο σημείο 281 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι παρατεταμένες διαβουλεύσεις οι οποίες ξεκίνησαν το 2007 για το πρόγραμμα VPP, μολονότι οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην καθυστερημένη αντίδραση της Ιταλικής Δημοκρατίας, «δεν [συμβιβάζονταν] με την αρχή της χρηστής διοίκησης και επηρέασαν τη συμπεριφορά του δικαιούχου κατά την εξέλιξη της έρευνας».

103    Εντούτοις, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως δεσμεύεται από την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τη δική της συμπεριφορά και οφείλει να ασκήσει τον δικό του έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεσμεύεται, αντιθέτως, στο πλαίσιο του ως άνω ελέγχου τόσο από το αίτημα όσο και από το ακριβές αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

104    Επομένως, καθόσον η παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως θα συνίστατο στην εφεκτική στάση της Επιτροπής και της αργοπορίας της να εξετάσει το πρόγραμμα VPP, όσον αφορά το εργοστάσιο της προσφεύγουσας στη Σαρδηνία, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή έκρινε «σκόπιμο να μην επιβληθεί ανάκτηση για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας της επιστολής, 19 Ιανουαρίου 2007, και της ημερομηνίας της […] [προσβαλλομένης] αποφάσεως» (σημείο 282 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως απηχεί την ανάλυση αυτή. Κατά συνέπεια, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ως μη δυνάμενος να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά και ως στερούμενος σημασίας ως προς το ύψος της ενισχύσεως της οποίας η ανάκτηση διατάχθηκε από την Επιτροπή για την περίοδο μετά τη 18η Ιανουαρίου 2007 σχετικά με το εργοστάσιο στη Σαρδηνία, πρέπει να απορριφθεί ως μερικώς αλυσιτελής.

105    Εντούτοις, από την εξέταση του ως άνω λόγου προκύπτει ότι η προσφεύγουσα τον εντάσσει σε μια ευρύτερη ενότητα, υπό τον τίτλο «Διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας από την Επιτροπή», προβάλλοντας ιδίως τις παρελκύσεις οι οποίες προκύπτουν, κατ’ αυτήν, από τη σύζευξη των κατωτέρω στοιχείων:

–        το περιεχόμενο της αποφάσεως Alumix με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα τα οποία εφαρμόστηκαν βάσει του διατάγματος του 1995 δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση,

–        την αδράνεια της Επιτροπής αφού ενημερώθηκε για τις τροποποιήσεις της αρχικής ενισχύσεως,

–        το γεγονός ότι, όσον αφορά το διάταγμα του 2004, κίνησε διαδικασία έρευνας ως προς τους νέους δικαιούχους του προτιμησιακού τιμολογίου, αλλά όχι ως προς την ίδια,

–        την έκδοση της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 2006,

–        την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατόπιν της εγκαταλείψεως του σχεδίου για το πρόγραμμα VPP.

106    Τα διάφορα αυτά στοιχεία, είτε εξετασθούν χωριστά είτε στο σύνολό τους, δεν δύνανται να συνιστούν παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Συγκεκριμένα, πρώτον, υπομνήσθηκε ότι η απόφαση Alumix δεν δικαιολογούσε την εκτίμηση της προσφεύγουσας ότι η εφαρμογή της θα υπερέβαινε τα δέκα έτη, όπως προέβλεπε το διάταγμα του 1995 για τη χορήγηση του προτιμησιακού τιμολογίου του οποίου έτυχε. Δεύτερον, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε την αρχή της χρηστής διοικήσεως εάν το θεσμικό αυτό όργανο, λόγω συμπεριφοράς αποκλειστικώς καταλογιστέας σε τρίτον, δεν ήταν σε θέση να ασκήσει χρηστώς διοίκηση. Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να λάβει θέση, ως είχε υποχρέωση να πράξει εάν η διαδικασία κοινοποιήσεως των κρατικών ενισχύσεων είχε τηρηθεί, λόγω της μη κοινοποιήσεως του διατάγματος του 2004 και του άρθρου 11, παράγραφος 11, του νόμου του 2005 από την Ιταλική Δημοκρατία, συμπεριφορά η οποία είναι παράνομη. Επιπροσθέτως, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν επέδειξε αδράνεια μετά τη θέσπιση των νέων διατάξεων από τις ιταλικές αρχές, αλλά αντιθέτως ζήτησε από τις τελευταίες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες. Τρίτον, η απόφαση της 19ης Ιουλίου 2006 κρίθηκε νόμιμη τόσο από το Γενικό Δικαστήριο όσο και από το Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού του σκέλους το οποίο αφορούσε την προσφεύγουσα από εκείνο το οποίο αφορούσε τους νέους δικαιούχους προτιμησιακού τιμολογίου που όρισε το διάταγμα του 2004. Τέταρτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 104 ανωτέρω, όσον αφορά την καθυστέρηση η οποία οφείλεται στην έναρξη των διαβουλεύσεων σχετικά με το πρόγραμμα VPP, και εν συνεχεία την εγκατάλειψη του σχεδίου αυτού, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να τη λάβει υπόψη, μη ζητώντας την ανάκτηση του ποσού της σχετικής ενισχύσεως, το οποίο ασφαλώς δεν αποτελεί πράξη κακοδιοικήσεως.

107    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η οποία συνίσταται στην παράλειψη, από μέρους της Επιτροπής, της αξιολογήσεως των συνεπειών του προγράμματος VPP στη Σαρδηνία, πρέπει να υπομνησθεί ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το ως άνω πρόγραμμα δεν προσέφερε επαρκή βάση ώστε να κριθεί η ενίσχυση συμβατή προς την κοινή αγορά, ούτε για μεταβατική περίοδο μετά την εφαρμογή του ούτε, κατά μείζονα λόγο, για την περίοδο πριν από την εφαρμογή του (σημείο 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η Σαρδηνία έπαψε να είναι επιλέξιμη περιοχή βάσει της διατάξεως αυτής στο τέλος του 2006 και οι διαβουλεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και της Ιταλικής Δημοκρατίας ξεκίνησαν στις αρχές του 2007, δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, για τον λόγο ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει υπόψη το ως άνω πρόγραμμα, ενώ βεβαίως η αρχή που καθιερώνεται με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων και η στενή ερμηνεία των εξαιρέσεων από την αρχή αυτή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3925, σκέψη 20, και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑346/03 και C‑529/03, Atzeni κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑1875, σκέψη 79, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 2008, T‑362/05 και T‑363/05, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 80).

108    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

109    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι κανένας από τους έξι λόγους δεν έγινε δεκτός, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

110    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα και η δεύτερη ηττήθηκε, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ιδίου Κανονισμού, η Ιταλική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα στην υπό κρίση διαφορά, φέρει τα δικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Alcoa Trasformazioni Srl φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που σχετίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

3)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Οκτωβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.