Language of document : ECLI:EU:T:2024:217

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Απριλίου 2024 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς εισφορών για τη συλλογή λυμάτων – Καταγγελία ανταγωνιστή – Απόφαση με την οποία κρίθηκε, κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας, ότι δεν υπάρχει κρατική ενίσχυση – Απαίτηση αμεροληψίας – Αντικειμενική αμεροληψία – Έννοια του “πλεονεκτήματος” – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Εκ των προτέρων ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης»

Στην υπόθεση T‑486/18 RENV,

Danske Slagtermestre, με έδρα το Odense (Δανία), εκπροσωπούμενη από τον H. Sønderby Christensen, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον I. Barcew, τον C. Vang και την P. Němečková,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από την M. Søndahl Wolff, την C. Maertens, την J. Kronborg και τον M. Jespersen,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Spielmann, πρόεδρο, I. Gâlea (εισηγητή) και T. Tóth, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως της 30ής Ιουνίου 2022, Danske Slagtermestre κατά Επιτροπής (C‑99/21 P, EU:C:2022:510),

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Danske Slagtermestre ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 2259 final της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.37433 (2017/FC) – Δανία (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα αποτελεί επαγγελματική ένωση η οποία διατείνεται ότι εκπροσωπεί μικρά κρεοπωλεία, σφαγεία, χονδρεμπόρους και επιχειρήσεις μεταποίησης στη Δανία.

3        Στις 26 Σεπτεμβρίου 2013 υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγγελία με την οποία υποστήριζε ότι το Βασίλειο της Δανίας, θεσπίζοντας τον lov nr. 902/2013 om ændring af lov om betalingsregler for spildevandsforsyningsselskaber m.v. (Betalingsstruktur for vandafledningsbidrag, bemyndigelse til opgørelse af særbidrag for behandling af særlig forurenet spildevand m.v.) [νόμο 902/2013, για την τροποποίηση του νόμου περί θεσπίσεως των κανόνων σχετικά με τις εισφορές προς τις επιχειρήσεις επεξεργασίας λυμάτων (δομή εισφορών για τη διάθεση των λυμάτων, με την οποία εγκρίνεται η επιβολή ειδικών εισφορών για την επεξεργασία των ιδιαιτέρως μολυσματικών λυμάτων κ.λπ.)], χορήγησε κρατική ενίσχυση υπέρ μεγάλων σφαγείων υπό τη μορφή μειώσεως των εισφορών για την επεξεργασία λυμάτων.

4        Πριν τεθεί σε ισχύ ο ως άνω νόμος, ο lov nr. 633/2010 om betalingsregler for spildevandsforsyningsselskaber m.v. (νόμος 633/2010 περί θεσπίσεως των κανόνων σχετικά με τις εισφορές προς τις εταιρίες συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων) προέβλεπε ενιαίο τέλος ανά κυβικό μέτρο νερού για όλους τους καταναλωτές νερού που συνδέονταν με την ίδια μονάδα επεξεργασίας λυμάτων, ανεξαρτήτως του τομέα δραστηριότητάς τους και της εκ μέρους τους καταναλώσεως. Με τον νόμο 902/2013 καθιερώθηκε κλιμακωτό σύστημα, με προοδευτικώς μειούμενα τέλη, το οποίο προβλέπει τέλος ανά κυβικό μέτρο λυμάτων συναρτώμενο προς τον όγκο των διατιθέμενων λυμάτων (στο εξής: κλιμακωτό σύστημα).

5        Το κλιμακωτό σύστημα έχει ως εξής:

–        το κλιμάκιο 1 αντιστοιχεί σε κατανάλωση νερού μικρότερη από ή ίση με 500 m3 ετησίως ανά ακίνητο·

–        το κλιμάκιο 2 αντιστοιχεί στο τμήμα της κατανάλωσης νερού από 500 m3 έως 20 000 m3 ετησίως ανά ακίνητο και

–        το κλιμάκιο 3 αντιστοιχεί στο τμήμα της κατανάλωσης νερού που υπερβαίνει τα 20 000 m3 ετησίως ανά ακίνητο.

6        Το τέλος ανά κυβικό μέτρο καθορίζεται για καθένα από τα κλιμάκια ως ακολούθως:

–        το ισχύον για το κλιμάκιο 2 τέλος ανά κυβικό μέτρο είναι κατά 20 % χαμηλότερο του τέλους που ισχύει για το κλιμάκιο 1 και

–        το ισχύον για το κλιμάκιο 3 τέλος ανά κυβικό μέτρο είναι κατά 60 % χαμηλότερο του τέλους που ισχύει για το κλιμάκιο 1.

7        Συνεπώς, στο πλαίσιο του κλιμακωτού συστήματος, οι καταναλωτές που εμπίπτουν στο κλιμάκιο 3 καταβάλλουν πρώτα το προβλεπόμενο για το κλιμάκιο 1 τέλος, μέχρις ότου η εκ μέρους τους κατανάλωση νερού υπερβεί τα 500 m3. Εν συνεχεία, καταβάλλουν το προβλεπόμενο για το κλιμάκιο 2 τέλος, μέχρις ότου η εκ μέρους τους κατανάλωση υπερβεί τα 20 000 m3, και, εν τέλει, καταβάλλουν την εισφορά τους για τα λύματα βάσει του τέλους που προβλέπεται για το κλιμάκιο 3.

8        Κατά το χρονικό διάστημα από τις 10 Οκτωβρίου 2013 έως τις 12 Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή συνέλεξε και αντάλλαξε με την προσφεύγουσα και το Βασίλειο της Δανίας πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία. Στις 23 Ιουλίου 2014 και στις 25 Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα επιστολές προκαταρκτικής αξιολόγησης, με τις οποίες εκτιμούσε ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

9        Στις 19 Απριλίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έκρινε ότι η εισφορά που θεσπίστηκε με τον νόμο 902/2013 (στο εξής: εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων) δεν παρείχε κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις και ότι, ως εκ τούτου, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

10      Προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, η Επιτροπή έκρινε ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς θα εφάρμοζε το κλιμακωτό σύστημα. Συναφώς, η Επιτροπή εξέθεσε κατ’ αρχάς, στην παράγραφο 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, δεδομένου ότι το κλιμακωτό σύστημα αφορούσε την τιμολόγηση ανοικτών υποδομών που δεν απευθύνονται αποκλειστικά σε συγκεκριμένους τελικούς χρήστες, θα έλεγχε, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 228 της ανακοινώσεώς της σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1) (στο εξής: ανακοίνωση του 2016), αν, μέσω της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων, οι χρήστες των μονάδων επεξεργασίας λυμάτων στη Δανία συνεισέφεραν αυξητικά, υπό μια εκ των προτέρων θεώρηση, στην αποδοτικότητα των μονάδων αυτών. Επισήμανε επίσης, στις παραγράφους 37 και 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τούτο θα συνέβαινε αν η εν λόγω εισφορά καθιστούσε δυνατή τη μεσοπρόθεσμη κάλυψη του πρόσθετου κόστους τους.

11      Στη συνέχεια, στις παραγράφους 39 και 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε «εύλογη» την προσέγγιση των δανικών αρχών κατά την οποία το κόστος των μονάδων επεξεργασίας λυμάτων αποτελούνταν κατά 80 % από πάγιες δαπάνες και κατά 20 % από μεταβλητές δαπάνες, οι πρώτες εκ των οποίων έπρεπε να κατανεμηθούν ισομερώς μεταξύ όλων των χρηστών, ενώ οι δεύτερες μπορούσαν να καταλογιστούν στον συγκεκριμένο χρήστη. Στην παράγραφο 41 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα τέλη του κλιμακίου 1 και του κλιμακίου 2 υπερέβαιναν τις συνολικές δαπάνες των εν λόγω μονάδων και ότι το ίδιο θα ίσχυε ακόμη και αν η αναλογία μεταξύ των πάγιων και των μεταβλητών δαπανών δεν ήταν 80/20 αλλά, για παράδειγμα, 70/30. Εξ αυτού συνήγαγε δε, στην παράγραφο 42 της αποφάσεώς της, ότι οι χρήστες των μονάδων επεξεργασίας λυμάτων στη Δανία συνεισέφεραν στην αποδοτικότητα των μονάδων αυτών, κατά την έννοια της παραγράφου 228 της ανακοινώσεως του 2016, καταβάλλοντας την προβλεπόμενη βάσει του κλιμακωτού συστήματος εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων.

12      Τέλος, στις παραγράφους 43 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, σε περίπτωση αυξήσεως της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων, θα ήταν ενδεχόμενο οι μεγάλες επιχειρήσεις να αποσυνδεθούν από το υφιστάμενο δίκτυο εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων για να δημιουργήσουν δικές τους εγκαταστάσεις και, σε μια τέτοια περίπτωση, οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν θα υποχρεούνταν πλέον να καταβάλουν την εν λόγω εισφορά.

13      Με διάταξη της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Danske Slagtermestre κατά Επιτροπής (T‑486/18, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αρχική διάταξη, EU:T:2020:576), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς.

14      Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Danske Slagtermestre κατά Επιτροπής (C‑99/21 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2022:510), το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική διάταξη.

15      Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι διέθετε τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί οριστικώς επί του παραδεκτού της προσφυγής. Συναφώς, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ακολούθως αποφάνθηκε ότι, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα, η τελευταία νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής και ότι η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ήταν παραδεκτή.

16      Το Δικαστήριο, επιφυλασσόμενο ως προς τα δικαστικά έξοδα, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να την εξετάσει επί της ουσίας.

 Αιτήματα των διαδίκων

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

19      Το Βασίλειο της Δανίας, παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

20      Κατ’ αρχάς επισημαίνεται ότι, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε αμετακλήτως ότι η ασκηθείσα από την προσφεύγουσα προσφυγή ήταν παραδεκτή (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

21      Επομένως, παρέλκει η απόφανση επί των επιχειρημάτων των διαδίκων σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής και πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

22      Συναφώς, προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος, παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ο δεύτερος, προσβολή του δικαιώματος κάθε προσώπου στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων δεν παρείχε κανένα πλεονέκτημα, ο τέταρτος, τον επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, ο πέμπτος, τη δυνατότητα καταλογισμού του κλιμακωτού συστήματος στο δανικό κράτος και την παροχή του πλεονεκτήματος με δημόσιους πόρους, ο έκτος, παρακώλυση του ανταγωνισμού και, ο έβδομος, επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

23      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει, κατ’ αρχάς, τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση της υποχρέωσης αμεροληψίας.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αμεροληψίας

24      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αμεροληψίας που υπέχει από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, λόγω της καταστάσεως συγκρούσεως συμφερόντων στην οποία βρισκόταν το αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής που υπέγραψε την προσβαλλόμενη απόφαση (στο εξής: συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής). Συναφώς, υποστηρίζει ότι το πρόσωπο αυτό είχε συμμετάσχει, στο πλαίσιο της Δανικής Κυβέρνησης, στην κατάρτιση του νόμου 902/2013 ως Υπουργός Οικονομίας και Εσωτερικών, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και μέλος της επιτροπής συντονισμού της Δανικής Κυβέρνησης. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβη ορισμένες διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού της (ΕΕ 2000, L 308, σ. 26) και της αποφάσεώς της, της 31ης Ιανουαρίου 2018, περί κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ 2018, C 65, σ. 7).

25      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Κατά την άποψή της, πρώτον, την ευθύνη για την κατάρτιση του νόμου 902/2013 είχε η Υπουργός Περιβάλλοντος και όχι το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής. Δεύτερον, η ιδιότητα του μέλους αυτού ως μέλους της επιτροπής συντονισμού της Κυβέρνησης δεν ασκεί επιρροή, διότι η έγκριση ενός σχεδίου νόμου από την εν λόγω επιτροπή συνεπάγεται απλώς την υποβολή του από την Κυβέρνηση στο κοινοβούλιο της Δανίας. Τρίτον, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής δεν είχε προσωπικό συμφέρον το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξάρτητη άσκηση των καθηκόντων του, όπως μεταξύ άλλων ενδεχόμενο όφελος ή πλεονέκτημα για το ίδιο το μέλος, τον σύζυγό του ή τα μέλη της άμεσης οικογένειάς του, δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 6, του κώδικα δεοντολογίας. Τέταρτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 250 ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 4, του κώδικα δεοντολογίας, οι αποφάσεις της εκδίδονται από το Σώμα των Επιτρόπων, με πλειοψηφία, με αποτέλεσμα ένα μόνον από τα μέλη της να μη μπορεί να ασκήσει καθοριστική επιρροή στη λήψη απόφασης.

26      Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

27      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση αμεροληψίας, η οποία βαρύνει τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης κατά την εκτέλεση του έργου τους, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, στην οποία στηρίζεται η Ένωση. Με δεδομένη τη θεμελιώδη σημασία που έχει η εγγύηση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας τόσο για την εσωτερική λειτουργία των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης όσο και για την εικόνα τους προς τα έξω, η υποχρέωση αμεροληψίας καλύπτει όλες τις περιστάσεις για τις οποίες ο μόνιμος υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που καλείται να αποφανθεί επί μιας υπόθεσης οφείλει ευλόγως να αντιληφθεί ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους τρίτους την εντύπωση ότι είναι πιθανό να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του στον οικείο τομέα (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Επίσης, τα ως άνω θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί οφείλουν να συμμορφώνονται προς την επιταγή της αμεροληψίας, ιδίως ως προς την πτυχή της που αφορά την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ενώ ακόμη και οι εντυπώσεις μπορεί να έχουν σημασία [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, Α. Κ. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

29      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η οργάνωση της διοικητικής διαδικασίας δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η έλλειψη αμεροληψίας, αλλά αρκεί συναφώς να υπάρχει εύλογη αμφιβολία η οποία δεν μπορεί να αρθεί (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ, C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψη 54· πρβλ., επίσης, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 37).

30      Το Δικαστήριο έχει, ως εκ τούτου, αποφανθεί ότι η αντικειμενική αμεροληψία επιτροπής μπορεί να διακυβεύεται όταν ένα από τα μέλη της αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων η οποία είναι δυνατόν να προκύπτει από επικάλυψη αρμοδιοτήτων, τούτο δε ανεξάρτητα από την προσωπική συμπεριφορά του εν λόγω μέλους (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 30).

31      Εν προκειμένω, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αντικειμενική αμεροληψία του συγκεκριμένου μέλους της Επιτροπής, υπογραμμίζοντας ότι αυτό είχε, αφενός, συμμετοχή στη θέσπιση του νόμου 902/2013 στο πλαίσιο των καθηκόντων που ασκούσε εντός της Δανικής Κυβέρνησης και είχε, αφετέρου, αναλάβει την «ευθύνη στο ανώτατο διοικητικό επίπεδο» για την εξέταση της καταγγελίας της προσφεύγουσας και την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

32      Κατά πρώτον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, είναι αληθές ότι, αφενός, το σχέδιο για τη θέσπιση του νόμου 902/2013 είχε υποβληθεί από την Υπουργό Περιβάλλοντος της Δανίας και όχι από το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής και ότι, αφετέρου, ο νόμος αυτός ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία από τα μέλη του δανικού κοινοβουλίου.

33      Εντούτοις, πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής, πριν καταλάβει την εν λόγω θέση, ήταν, κατά τον χρόνο κατάθεσης του σχεδίου βάσει του οποίου εκδόθηκε ο νόμος 902/2013 και κατά τον χρόνο εκδόσεως του νόμου αυτού, Υπουργός Οικονομίας και Εσωτερικών, είχε δηλαδή εξέχουσα θέση στη Δανική Κυβέρνηση. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται επίσης ότι, κατά την ίδια περίοδο, το εν λόγω μέλος ήταν επίσης Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης του Βασιλείου της Δανίας και μέλος της επιτροπής συντονισμού της ως άνω Κυβέρνησης. Συνεπώς, προτού καταστεί μέλος της Επιτροπής, κατείχε, εντός της Δανικής Κυβερνήσεως, ιδιαιτέρως σημαντική θέση.

34      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ο νόμος 902/2013 είχε ως αντικείμενο την τροποποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας σχετικά με την τιμολόγηση των υδάτων και περιελάμβανε, ως εκ τούτου, μέτρα τα οποία θα είχαν αντίκτυπο στις δαπάνες των ιδιωτών και των επιχειρήσεων, όπως είναι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων. Είναι δε εύλογο να θεωρηθεί ότι τέτοιου είδους μέτρα κατέστη δυνατό να προταθούν με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομίας, δηλαδή του συγκεκριμένου μέλους της Επιτροπής. Εξάλλου, ο εν λόγω νόμος εντασσόταν στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου δράσης της τότε Δανικής Κυβερνήσεως με τίτλο «αναπτυξιακό σχέδιο για τη Δανία».

35      Τρίτον, από άρθρο του Τύπου το οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι, στις 26 Φεβρουαρίου 2013, το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής είχε μετάσχει εξ ονόματος της Δανικής Κυβερνήσεως, μαζί με την Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Φορολογίας, σε συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του ως άνω σχεδίου δράσης, το οποίο περιελάμβανε το σχέδιο βάσει του οποίου εκδόθηκε ο νόμος 902/2013. Ειδικότερα, αφενός, κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνέντευξης Τύπου, το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής είχε δηλώσει ότι «η Κυβέρνηση [έστελνε] σαφέστατο μήνυμα στις επιχειρήσεις» και ότι «δεν θα επ[έβαλλε] νέες γενικές αυξήσεις φόρων και τελών στις επιχειρήσεις». Αφετέρου, κατά τη διάρκεια της ίδιας συνέντευξης Τύπου, το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής είχε επίσης εξηγήσει ότι, «εκτός από τις μειώσεις του φόρου εταιριών […], θα υπ[ήρχαν] ορισμένες φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως μεταξύ άλλων […] μείωση του τέλους επεξεργασίας των λυμάτων».

36      Επομένως, το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής είχε λάβει θέση σε εθνικό επίπεδο, δημοσίως και ρητώς, υπέρ της μειώσεως της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων.

37      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής είχε συμφέρον να μην αμφισβητηθεί η νομιμότητα της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων που προβλέπει ο νόμος 902/2013, η οποία αποτελεί μέτρο ελάφρυνσης από το επιβαλλόμενο τέλος για την επεξεργασία των λυμάτων προς όφελος των σημαντικότερων καταναλωτών, λόγω μη συμβατότητάς της με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων.

38      Κατά δεύτερον, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η οργάνωση της εντός της Επιτροπής διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα τέτοιο συμφέρον να καταστήσει πλημμελή την εν λόγω διαδικασία λόγω παραβάσεως της υποχρέωσης αμεροληψίας.

39      Συναφώς, βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το άρθρο 250 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι οι αποφάσεις της λαμβάνονται με την πλειοψηφία των μελών της και, επομένως, η ψήφος του συγκεκριμένου μέλους της Επιτροπής δεν ήταν καθοριστική για τη λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως.

40      Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 248 ΣΛΕΕ, «οι αρμοδιότητες της Επιτροπής διαρθρώνονται και κατανέμονται μεταξύ των μελών της από τον πρόεδρό της», ο οποίος μπορεί «να προβαίνει σε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους». Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/138/ΕΕ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 24ης Φεβρουαρίου 2010 (ΕΕ 2010, L 55, σ. 60), «ο πρόεδρος μπορεί να αναθέσει στα μέλη της Επιτροπής ιδιαίτερους τομείς δραστηριότητας, στους οποίους είναι ειδικά υπεύθυνα για την προετοιμασία των εργασιών της Επιτροπής, καθώς και για την εκτέλεση των αποφάσεών της».

41      Επομένως, παρά τον συλλογικό χαρακτήρα του τρόπου λήψης των αποφάσεων της Επιτροπής, το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής, όντας το αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού, ήταν ειδικά υπεύθυνο για την προετοιμασία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως επιβεβαίωσε εξάλλου η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επισημαίνοντας ότι το μέλος αυτό είχε την «ευθύνη στο ανώτατο επίπεδο για την προετοιμασία της πρότασης για την απόφαση αυτή». Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος της προετοιμασίας είναι σημαντικός όσον αφορά την απόφαση που εξέδωσε εν τέλει η Επιτροπή (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, August Wolff και Remedia κατά Επιτροπής, C‑680/16 P, EU:C:2019:257, σκέψη 33).

42      Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται, ιδίως όσον αφορά την αντίληψη των τρίτων, από το γεγονός, το οποίο υπογράμμισε κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, ότι το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής είναι η μόνη υπογράφουσα την προσβαλλόμενη απόφαση.

43      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, παρά το συμφέρον που είχε όσον αφορά τον νόμο 902/2013 (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω), το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής ήταν ειδικά υπεύθυνο, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να εξετάσει μέτρο προβλεπόμενο από τον εν λόγω νόμο υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

44      Πλην όμως, όσον αφορά τις εντυπώσεις, μια τέτοια κατάσταση είναι ικανή να δημιουργήσει στους τρίτους εύλογη αμφιβολία σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη του συγκεκριμένου μέλους της Επιτροπής, και τούτο ανεξαρτήτως της προσωπικής συμπεριφοράς του. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα των ισχυρισμών της προσφεύγουσας προκειμένου να άρει τη σχετική αμφιβολία. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 28 έως 30 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις αντικειμενικής αμεροληψίας.

45      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός στο σύνολό του. Επομένως, παρέλκει η εξέταση, αφενός, των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του λόγου αυτού και, αφετέρου, των επιχειρημάτων της Επιτροπής που αφορούν την έλλειψη προσωπικού ή οικογενειακού συμφέροντος του συγκεκριμένου μέλους της Επιτροπής, στο μέτρο που τα επιχειρήματα αυτά άπτονται της υποκειμενικής αμεροληψίας.

46      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστεί επαλλήλως ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διότι κατέληξε με την προσβαλλόμενη απόφαση στο συμπέρασμα ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων δεν συνεπαγόταν την ύπαρξη πλεονεκτήματος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσον αφορά την προϋπόθεση περί υπάρξεως πλεονεκτήματος

47      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων δεν παρείχε κανένα πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις και ότι, επομένως, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

48      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως έχει, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν ήταν εφαρμοστέα η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία). Με το δεύτερο σκέλος, υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχή αυτή ήταν εφαρμοστέα, δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της.

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία

49      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, δεδομένου ότι, πρώτον, δεν υφίσταται πραγματική αγορά συλλογής λυμάτων στη Δανία, δεύτερον, η αρχή αυτή ουδέποτε εφαρμόστηκε σε μέτρο γενικής ισχύος ή σε μέτρο μείωσης επιβαρύνσεων ή απαλλαγής από αυτές και, τρίτον, η Επιτροπή δεν εξέτασε τις συνέπειες του κλιμακωτού συστήματος για τους πελάτες και τους προμηθευτές των σφαγείων.

50      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Δανίας, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

51      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ θέτει διάφορες σωρευτικές προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προϋπόθεση ότι το επίμαχο στη συγκεκριμένη περίπτωση κρατικό μέτρο πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στην επιχείρηση ή στις επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν από αυτό (βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψεις 102 και 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, παρέχει «πλεονέκτημα», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κάθε κρατικό μέτρο το οποίο, ανεξαρτήτως της μορφής και των σκοπών του, δύναται να ευνοήσει άμεσα ή έμμεσα μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ή τους παρέχει πλεονέκτημα το οποίο δεν θα μπορούσαν να αποκομίσουν υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς (βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Η ύπαρξη ενός τέτοιου πλεονεκτήματος διαπιστώνεται, κατ’ αρχήν, διά της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, εκτός εάν δεν υφίσταται καμία δυνατότητα συγκρίσεως της επίμαχης στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς κράτους με τη συμπεριφορά ιδιώτη επιχειρηματία, διότι η συμπεριφορά αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη υποδομής την οποία ουδέποτε θα μπορούσε να δημιουργήσει ένας ιδιώτης επιχειρηματίας, ή εκτός εάν το κράτος ενήργησε ως φορέας δημόσιας εξουσίας, διευκρινιζομένου πάντως ότι η ενάσκηση και μόνον δημόσιας εξουσίας, όπως η προσφυγή σε μέσα νομοθετικής ή φορολογικής φύσεως, δεν συνεπάγεται, αυτή καθεαυτήν, τη μη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής αυτής, όπως δεν συνεπάγεται τη μη δυνατότητα εφαρμογής της ούτε και η επιδίωξη σκοπών δημόσιας πολιτικής (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψεις 108 και 120, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πράγματι, το στοιχείο που καθιστά την εν λόγω αρχή εφαρμοστέα είναι ο οικονομικός χαρακτήρας της επίμαχης κρατικής παρέμβασης και όχι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτόν (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 27).

53      Εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο αφορά την τιμολόγηση της επεξεργασίας των λυμάτων. Συναφώς, η υπηρεσία επεξεργασίας των λυμάτων παρέχεται από τους φορείς εκμεταλλεύσεως υποδομών έναντι αμοιβής η οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων. Ειδικότερα, το εν λόγω μέτρο έχει ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμολογήσεως που ισχύει για τους σημαντικότερους καταναλωτές ύδατος. Επομένως, μπορεί να εξομοιωθεί με ποσοτική έκπτωση χορηγούμενη από τον φορέα εκμεταλλεύσεως υποδομής σε ορισμένους από τους πελάτες του και, επομένως, η επίμαχη συμπεριφορά του κράτους μπορεί να συγκριθεί με τη συμπεριφορά ιδιώτη επιχειρηματία.

54      Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του γενικού χαρακτήρα της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων, η παρέμβαση των δανικών αρχών κατά τη λήψη του μέτρου αυτού είναι οικονομικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, κάθε πλεονέκτημα που απορρέει εξ αυτής πρέπει να εκτιμάται βάσει της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 52 ανωτέρω.

55      Αφενός, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί ανυπαρξίας αγοράς για την επεξεργασία των λυμάτων. Πράγματι, ακόμη και αν θεωρείτο αποδεδειγμένο, το γεγονός αυτό δεν θα καθιστούσε, αυτό καθεαυτό, ανεφάρμοστη την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, δεδομένου ότι, ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας συγκρίσεως της κατάστασης μιας δημόσιας επιχείρησης με την κατάσταση ιδιωτικής επιχείρησης, οι κανονικές συνθήκες της αγοράς, οι οποίες είναι κατ’ ανάγκην υποθετικές, πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Chronopost κ.λπ. κατά Ufex κ.λπ., C‑83/01 P, C‑93/01 P και C‑94/01 P, EU:C:2003:388, σκέψη 38).

56      Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τα αποτελέσματα του κλιμακωτού συστήματος στους πελάτες και στους προμηθευτές των σφαγείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το επιχείρημα αυτό, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει, στην πραγματικότητα, ότι δεν ήταν εφαρμοστέα η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, αλλά βάλλει κατά της εφαρμογής της από την Επιτροπή. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα δεν είναι λυσιτελές στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους.

57      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία

58      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία.

59      Συναφώς, προσάπτει μεταξύ άλλων στην Επιτροπή ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, έλαβε υπόψη μέσες τιμές χωρίς να εξετάσει τις δαπάνες κάθε χρήστη, όπως απαιτεί η παράγραφος 228 της ανακοινώσεως του 2016. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή αντιφάσκει συναφώς υποστηρίζοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εν λόγω παράγραφος 228 είχε εφαρμογή, προκειμένου να στηρίξει εν συνεχεία την ανάλυσή της σε μέσες τιμές οι οποίες αντιστοιχούν σε περιορισμένο αριθμό μονάδων επεξεργασίας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι εξέλαβε ως πάγιες δαπάνες, μετακυλιόμενες ισομερώς μεταξύ του συνόλου των διαφόρων χρηστών, το κόστος τοποθέτησης αγωγών, παρά το γεγονός ότι οι αγωγοί αυτοί χρησιμοποιούνταν μόνον από ορισμένες επιχειρήσεις, οι οποίες ήταν συγκεκριμένες και βρίσκονταν μακριά από τη μονάδα επεξεργασίας λυμάτων. Τέλος, υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα επισήμανε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, θα ήταν στην πραγματικότητα εξαιρετικά δυσχερές για τις επιχειρήσεις να αποσυνδεθούν από το υφιστάμενο δίκτυο μονάδων επεξεργασίας.

60      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Δανίας, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

61      Πρώτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, προκειμένου να αποφανθεί αν έχει παρασχεθεί στους τελικούς χρήστες μιας υποδομής κάποιο πλεονέκτημα, πρέπει να προβεί σε εκτίμηση από τη σκοπιά του φορέα εκμετάλλευσης της εν λόγω υποδομής. Επομένως, κατά την άποψή της, έπρεπε εν προκειμένω να διαπιστώσει αν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος στην ίδια κατάσταση με τον φορέα εκμετάλλευσης μιας μονάδας επεξεργασίας λυμάτων θα είχε υιοθετήσει το κλιμακωτό σύστημα και, συνεπώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί συγκρίσεως της καταβαλλόμενης εισφοράς μεταξύ των σφαγείων δεν είναι λυσιτελές.

62      Δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι εφάρμοσε εσφαλμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση την παράγραφο 228 της ανακοινώσεως του 2016. Συναφώς, κατ’ αρχάς, υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το κλιμακωτό σύστημα ήταν γενικής εφαρμογής για όλους τους χρήστες μονάδων επεξεργασίας λυμάτων στο δανικό έδαφος, δεν όφειλε να εξετάσει το ποσό της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων που κατέβαλε κάθε μεμονωμένος χρήστης. Στη συνέχεια, υπογραμμίζει ότι το κλιμακωτό σύστημα στηρίζεται σε τύπο ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα υπολογισμού για κάθε χρήστη στο δανικό έδαφος, με κατανομή των παγίων δαπανών μεταξύ όλων των χρηστών ισομερώς και καταλογισμό των μεταβλητών δαπανών σε κάθε χρήστη. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έλεγξε αν οι μειωμένες εισφορές που υπολογίζονταν βάσει του τύπου αυτού κάλυπταν τις δαπάνες των φορέων εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων και ότι τούτο αποτελούσε επαρκές στοιχείο για να γίνει δεκτό ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία.

63      Τρίτον, η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι δαπάνες που συνδέονται με τους αγωγούς, υπογραμμίζοντας ότι η τοποθέτηση, η συντήρηση και η διαχείριση ενός δικτύου αγωγών ωφελούν όλους τους χρήστες υπό τους ίδιους όρους και ότι, συνεπώς, οι εν λόγω δαπάνες πρέπει να θεωρηθούν πάγιες και κατανεμητέες μεταξύ όλων των χρηστών και όχι πρόσθετες δαπάνες συνδεόμενες με συγκεκριμένο χρήστη.

64      Τέταρτον, αφενός, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα μεγάλα σφαγεία δεν θα μπορούσαν να επιλέξουν να αποσυνδεθούν από υφιστάμενη μονάδα επεξεργασίας λυμάτων είναι αλυσιτελές, στο μέτρο που δεν είναι καθοριστικό για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων δεν συνεπάγεται την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Αφετέρου, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο, στο μέτρο που οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν πράγματι τη δυνατότητα αποσύνδεσης, υπό προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η δανική νομοθεσία και οι οποίες υπενθυμίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

65      Το δε Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι το κλιμακωτό σύστημα δεν παρέχει πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι οι διάφορες τιμές που υπολογίζονται βάσει του συστήματος αυτού αντανακλούν απλώς τις δαπάνες που πράγματι βαρύνουν τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων, και μάλιστα κατά τρόπο ο οποίος ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα απ’ ό,τι το ενιαίο τέλος ανά κυβικό μέτρο νερού που προέβλεπε ο νόμος 633/2010. Κατά το Βασίλειο της Δανίας, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε υιοθετήσει μια τέτοια τιμολογιακή δομή, δεδομένου ότι θα επιδίωκε πρωτίστως να καλύψει τις δαπάνες του και να διατηρήσει σε βάθος χρόνου τους σημαντικότερους πελάτες του. Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το κλιμακωτό σύστημα δεν λαμβάνει υπόψη τις δαπάνες σχετικά με τους αγωγούς που αφορούν συγκεκριμένους χρήστες, το Βασίλειο της Δανίας υπογραμμίζει ότι η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων δεν είναι η μόνη εισφορά που καταβάλλεται στους φορείς εκμεταλλεύσεως των μονάδων επεξεργασίας και ότι ο νόμος 902/2013 προβλέπει επίσης την εισφορά ενός ενιαίου παγίου ποσού, η οποία καλείται εισφορά συνδέσεως και καταβάλλεται κατά τη σύνδεση ενός γεωτεμαχίου με την υποδομή και η οποία στηρίζεται στην αρχή της γεωγραφικής αλληλεγγύης, κατά την οποία η τιμή της συνδέσεως είναι η ίδια ανεξαρτήτως της αποστάσεως μεταξύ του επίμαχου γεωτεμαχίου και της οικείας μονάδας επεξεργασίας λυμάτων.

66      Κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία συνεπάγεται ότι η Επιτροπή καταδεικνύει, κατόπιν συνολικής εκτιμήσεως λαμβάνουσας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ότι η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν από το επίμαχο κρατικό μέτρο δεν θα είχαν προδήλως αποκομίσει συγκρίσιμο πλεονέκτημα από έναν μέσο συνετό και επιμελή ιδιώτη επιχειρηματία που βρίσκεται σε όσο το δυνατόν παραπλήσια κατάσταση και ενεργεί υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτιμήσεως, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των δυνατοτήτων που θα μπορούσε ευλόγως να εξετάσει ο ως άνω επιχειρηματίας, κάθε διαθέσιμο πληροφοριακό στοιχείο ικανό να επηρεάσει σημαντικά την απόφασή του και τις εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως για την παροχή πλεονεκτήματος (βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει αν, κατά την ημερομηνία αυτή, η πράξη με την οποία χορηγήθηκε το πλεονέκτημα θα μπορούσε να θεωρηθεί ορθολογική από οικονομική, εμπορική και χρηματοοικονομική άποψη, λαμβανομένων υπόψη των προοπτικών βραχυπρόθεσμης ή πιο μακροπρόθεσμης αποδοτικότητάς της καθώς και άλλων εμπλεκόμενων εμπορικών ή οικονομικών συμφερόντων (βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Volotea και easyJet κατά Επιτροπής, C‑331/20 P και C‑343/20 P, EU:C:2022:886, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η εξέταση την οποία πρέπει να διενεργήσει η Επιτροπή, κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία, απαιτεί σύνθετη οικονομική εκτίμηση στο πλαίσιο της οποίας το εν λόγω θεσμικό όργανο διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, Επιτροπή κατά Valencia Club de Fútbol, C‑211/20 P, EU:C:2022:862, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης επί των σύνθετων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να υποκαθιστά την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της. Εντούτοις, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει ιδίως να εξακριβώνει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης κατάστασης και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (βλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Wielkopolska Motorway κατά Επιτροπής και Πολωνίας, C‑933/19 P, EU:C:2021:905, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Συναφώς, η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), από το οποίο δεν μπορεί να απαλλαγεί διατυπώνοντας απλώς εικασίες οι οποίες δεν τεκμηριώνονται επαρκώς κατά νόμον (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής, T‑103/14, EU:T:2016:152, σκέψη 205).

70      Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξεταστεί η επιχειρηματολογία με την οποία η προσφεύγουσα βάλλει κατά του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία στην προσβαλλόμενη απόφαση.

71      Κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων δεν συνεπαγόταν την ύπαρξη πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που ήταν σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, η Επιτροπή στηρίχθηκε στη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 228, δεύτερη έως τέταρτη περίοδος, της ανακοινώσεως του 2016. Αφενός, στην παράγραφο 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επανέλαβε τη διατύπωση των περιόδων αυτών. Αφετέρου, στην παράγραφο 42 της ίδιας αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «σύμφωνα με την παράγραφο 228 της [ανακοινώσεως του 2016], με [την εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων], οι χρήστες κάθε σταθμού επεξεργασίας λυμάτων συνεισ[έφεραν] στην αποδοτικότητα του σταθμού».

72      Συναφώς, εναπόκειται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω, να επιλέξει την κατάλληλη μέθοδο στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς της να προβεί σε πλήρη ανάλυση όλων των κρίσιμων στοιχείων της επίμαχης πράξεως και του πλαισίου της, συμπεριλαμβανομένης της καταστάσεως της δικαιούχου επιχειρήσεως και της οικείας αγοράς, προκειμένου να εξακριβώσει αν η δικαιούχος επιχείρηση αποκόμισε οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑165/15, EU:T:2018:953, σκέψη 142, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, TUIfly κατά Επιτροπής, T‑447/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:625, σκέψη 80).

73      Ωστόσο, όταν η Επιτροπή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές ή ανακοίνωση με σκοπό να διευκρινίσει τα κριτήρια που πρόκειται να εφαρμόσει στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, εντεύθεν προκύπτει ένας αυτοπεριορισμός της εξουσίας αυτής, καθόσον η Επιτροπή οφείλει να τηρεί τους ενδεικτικούς κανόνες που η ίδια επέβαλε στον εαυτό της, στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί δεν αποκλίνουν από τις διατάξεις της Συνθήκης. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγχει αν η Επιτροπή τήρησε τους κανόνες που η ίδια θέσπισε (πρβλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2004, Kronofrance κατά Επιτροπής, T‑27/02, EU:T:2004:348, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Ως εκ τούτου, επιλέγοντας να εφαρμόσει τη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 228, δεύτερη έως τέταρτη περίοδος, της ανακοινώσεως του 2016, η Επιτροπή όφειλε κατ’ αρχήν να τηρήσει τις προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω ανακοίνωση. Στην εν λόγω παράγραφο 228, δεύτερη έως τέταρτη περίοδος, της ανακοινώσεως του 2016, η Επιτροπή οριοθέτησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει ως εξής:

«Η Επιτροπή θεωρεί ότι το κριτήριο του [φορέα της οικονομίας της αγοράς] μπορεί να πληρούται για δημόσια χρηματοδότηση ανοικτών υποδομών που δεν απευθύνονται σε συγκεκριμένους χρήστες όταν οι χρήστες τους συνεισφέρουν αυξητικά, υπό μια εκ των προτέρων θεώρηση, στην αποδοτικότητα του έργου/ φορέα εκμετάλλευσης. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση όπου ο διαχειριστής της υποδομής συνάπτει εμπορικές ρυθμίσεις με μεμονωμένους χρήστες που επιτρέπουν να καλύπτονται όλες οι δαπάνες που απορρέουν από τέτοιου είδους ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου περιθωρίου κέρδους βάσει μιας υγιούς μεσοπρόθεσμης προοπτικής. Η ανάλυση αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των πρόσθετων εσόδων και του αναμενόμενου πρόσθετου κόστους που βαρύνει τον φορέα εκμετάλλευσης σε σχέση με τις δραστηριότητες του αντίστοιχου χρήστη.»

75      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη δεύτερη περίοδο της παραγράφου 228 της ανακοινώσεως του 2016, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο διαχειριστής δημόσιας υποδομής που δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένους χρήστες θέτει την υποδομή αυτή στη διάθεση επιχειρήσεων υπό τις συνθήκες της αγοράς, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι «χρήστες» της εν λόγω υποδομής συνεισφέρουν στην αποδοτικότητά της «σταδιακά» σύμφωνα με ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις της ανακοίνωσης αυτής (βλ. συναφώς τις αποδόσεις στη γαλλική ή δανική γλώσσα) ή, σύμφωνα με άλλες γλωσσικές αποδόσεις, «αυξητικά» (βλ. συναφώς τις αποδόσεις στην αγγλική, γερμανική, ισπανική ή ρουμανική γλώσσα). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μέθοδος της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας απαιτεί τον προσδιορισμό του πρόσθετου (ή οριακού) κόστους και των πρόσθετων (ή οριακών) εσόδων, δηλαδή του κόστους και των εσόδων που προκύπτουν άμεσα από τη χρήση της υποδομής από έναν επιπλέον χρήστη, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η παρουσία του συνεισφέρει στην αποδοτικότητα. Συνεπώς, παρά τη χρήση του όρου «χρήστες» στον πληθυντικό αριθμό, η εν λόγω μέθοδος συνεπάγεται κατ’ αρχήν τη δυνατότητα προσδιορισμού του κόστους και των εσόδων που προκύπτουν από την παρουσία κάθε μεμονωμένου χρήστη μιας υποδομής.

76      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, πρώτον, από την τρίτη περίοδο της παραγράφου 228 της ανακοινώσεως του 2016, από την οποία προκύπτει ότι οι χρήστες συνεισφέρουν αυξητικά στην αποδοτικότητα μιας υποδομής όταν ο διαχειριστής της συνομολογεί «με μεμονωμένους χρήστες» ρυθμίσεις που του επιτρέπουν να καλύπτει όλες τις σχετικές δαπάνες και να έχει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους βάσει μιας υγιούς μεσοπρόθεσμης προοπτικής.

77      Δεύτερον, κατά την τέταρτη περίοδο της παραγράφου 228 της ανακοινώσεως του 2016, η μέθοδος της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας συνεπάγεται ότι λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πρόσθετων εσόδων και του αναμενόμενου πρόσθετου κόστους που βαρύνει τον φορέα εκμετάλλευσης υποδομής σε σχέση με τις δραστηριότητες του αντίστοιχου «χρήστη», ο οποίος ορίζεται στον ενικό αριθμό, ενώ ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις της ανακοινώσεως του 2016 παραπέμπουν, επίσης, στην έννοια του «συγκεκριμένου χρήστη» (βλ., συναφώς, αποδόσεις στην αγγλική, ιταλική, ισπανική ή ρουμανική γλώσσα) ή του «οικείου χρήστη» (βλ., συναφώς, απόδοση στη γερμανική γλώσσα).

78      Τρίτον, στην υποσημείωση 330 στο τέλος της παραγράφου 228 της ανακοινώσεως του 2016, η Επιτροπή παραπέμπει, αφενός, στην απόφαση (ΕΕ) 2015/508, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την εικαζόμενη ενίσχυση υποδομής της Γερμανίας υπέρ της Propapier PM2 GmbH – Κρατική ενίσχυση SA.36147 (C 30/10) (πρώην NN 45/10, πρώην CP 327/08) (ΕΕ 2015, L 89, σ. 72), η οποία αφορούσε την εξέταση ενός μειωμένου τέλους το οποίο φερόταν να παρέχει πλεονέκτημα σε συγκεκριμένο χρήστη υποδομής και στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας. Αφετέρου, στην ίδια υποσημείωση, η Επιτροπή παραπέμπει στις παραγράφους 61 έως 64 των κατευθυντήριων γραμμών της για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρίες (ΕΕ 2014, C 99, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2014), για την αξιολόγηση των ρυθμίσεων που συνομολογούνται μεταξύ αερολιμένων και μεμονωμένων αεροπορικών εταιριών (βλ. παράγραφο 61 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014), για την οποία θεσπίζεται μέθοδος εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας με διατύπωση παρόμοια με εκείνη της παραγράφου 228 της ανακοινώσεως του 2016.

79      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως ορθώς υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, προκειμένου να εφαρμόσει επί του κλιμακωτού συστήματος τη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 228 της ανακοινώσεως του 2016, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει, για κάθε επιχείρηση συνδεδεμένη με μονάδα επεξεργασίας λυμάτων, αν η καταβαλλόμενη σύμφωνα με το κλιμακωτό σύστημα εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων μπορούσε να καλύψει το κόστος χρήσης της επίμαχης υποδομής από την επιχείρηση.

80      Πάντως, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εξετάσει τις δαπάνες και τα έσοδα κάθε επιχειρήσεως που χρησιμοποιούσε τις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων στη Δανία, δεδομένου ότι στηρίχθηκε αποκλειστικά σε δεδομένα μέσου όρου τα οποία αφορούσαν τις συνολικές δαπάνες και τα συνολικά έσοδα έξι εκ των ενενήντα οκτώ δήμων της χώρας αυτής.

81      Επομένως, ορθώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στηριζόμενη αποκλειστικά σε τέτοια δεδομένα, υπερέβη τα όρια που η ίδια επέβαλε, με την παράγραφο 228 της ανακοινώσεως του 2016, στην εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει.

82      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε να εφαρμόσει τη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας χωρίς να εξετάσει κάθε χρήστη, η μέθοδος αυτή προϋπέθετε τουλάχιστον να είναι η Επιτροπή σε θέση να εξακριβώσει ότι το κλιμακωτό σύστημα στηρίζεται σε προσέγγιση βάσει της οποίας είναι δυνατός ο καταλογισμός στους χρήστες, κατά τρόπο αρκούντως ευλογοφανή, των πρόσθετων δαπανών, δηλαδή του κόστους που προκύπτει άμεσα από την εκ μέρους τους χρήση μονάδας επεξεργασίας λυμάτων.

83      Συναφώς, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην παράγραφο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κλιμακωτό σύστημα βασιζόταν στην κατανομή του συνολικού κόστους που βαρύνει τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων μεταξύ, αφενός, των πάγιων δαπανών που κατανέμονται ισομερώς μεταξύ όλων των χρηστών και, αφετέρου, των μεταβλητών δαπανών που καταλογίζονται στους διάφορους χρήστες ανάλογα με την κατανάλωσή τους. Στη συνέχεια, στις παραγράφους 40 και 41 της ίδιας αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι από τα έσοδα που προέρχονταν από την εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων, κατόπιν εφαρμογής των τιμών των κλιμακίων 2 και 3, ήταν δυνατή η κάλυψη όλων των δαπανών που βάρυναν τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων, στηριζόμενη στην εκτίμηση των δανικών αρχών ότι οι δαπάνες αυτές ήταν, σε ποσοστό 20 ή 30 %, μεταβλητές δαπάνες και, σε ποσοστό 70 ή 80 %, πάγιες δαπάνες (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

84      Βεβαίως, από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι οι δανικές αρχές ακολούθησαν μια προσέγγιση η οποία εξαρτά το μεταβλητό μέρος της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων από τις μεταβλητές δαπάνες που βαρύνουν τον φορέα εκμετάλλευσης μονάδας επεξεργασίας λυμάτων, σε σχέση με κάθε χρήστη.

85      Ωστόσο, στην από 18 Μαΐου 2017 απάντησή τους σε αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών, οι δανικές αρχές εξήγησαν ότι, στο πλαίσιο της προσέγγισης που χρησίμευσε ως βάση για την κατάρτιση του κλιμακωτού συστήματος, στις μεταβλητές δαπάνες περιλαμβάνονταν μόνο λειτουργικές δαπάνες (OPEX) συνδεόμενες με την ποσότητα νερού που καταναλώνει ο χρήστης.

86      Επομένως, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, όλες οι δαπάνες που δεν συνδέονταν με την καταναλωθείσα ποσότητα νερού θεωρήθηκαν ως πάγιες δαπάνες και, ως εκ τούτου, κατανεμήθηκαν μεταξύ του συνόλου των διαφόρων χρηστών, έστω και αν οι δαπάνες αυτές υπήρχαν απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας ενός συγκεκριμένου χρήστη στο δίκτυο. Αυτό ισχύει, ειδικότερα, για επενδυτικές δαπάνες (CAPEX), όπως οι συνδεόμενες με τη δημιουργία και την επέκταση του δικτύου αγωγών, οι οποίες θεωρήθηκαν στο σύνολό τους ως πάγιες δαπάνες, έστω και αν είχαν ως μοναδικό αντικείμενο τη σύνδεση συγκεκριμένου χρήστη με το δίκτυο. Συναφώς, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Βασίλειο της Δανίας, παραδέχθηκε μεν ότι οι δαπάνες αυτές ποικίλλουν ανάλογα με την απόσταση της μονάδας επεξεργασίας από τον χρήστη, πλην όμως επισήμανε ότι κατανέμονταν ισομερώς μεταξύ όλων των χρηστών, βάσει της αρχής της γεωγραφικής αλληλεγγύης.

87      Επομένως, κακώς η Επιτροπή δήλωσε, στην παράγραφο 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε ελέγξει αν η καθοριζόμενη κατ’ εφαρμογήν του κλιμακωτού συστήματος εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων μπορούσε να καλύψει τις μεσοπρόθεσμες πρόσθετες δαπάνες στις οποίες, κατά την άποψή της, περιλαμβάνονταν «όλες οι κατηγορίες εξόδων ή επενδύσεων, όπως τα έξοδα προσωπικού, εξοπλισμού και επενδύσεων που προκύπτουν από την παρουσία του χρήστη».

88      Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι η προσέγγιση στην οποία στηριζόταν το κλιμακωτό σύστημα δεν καθιστούσε δυνατό τον προσήκοντα καθορισμό των πρόσθετων δαπανών οι οποίες βάρυναν τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων.

89      Επιπλέον, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το επιχείρημα του Βασιλείου της Δανίας περί ύπαρξης χωριστής εισφοράς για τη σύνδεση των χρηστών με το δίκτυο επεξεργασίας λυμάτων (βλ. σκέψη 65 ανωτέρω), δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την εισφορά αυτή για την εκτίμησή της στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν της οποίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καθοριζόμενη σύμφωνα με το κλιμακωτό σύστημα εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων δεν συνεπαγόταν την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Επομένως, η συνεκτίμηση του επιχειρήματος αυτού θα οδηγούσε σε τροποποίηση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο, κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας κατά την οποία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του αιτιολογία αυτήν του συντάκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2021, ITD και Danske Fragtmænd κατά Επιτροπής, T‑561/18, EU:T:2021:240, σκέψη 249 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η εν λόγω χωριστή εισφορά είναι η ίδια για όλους τους χρήστες, ανεξαρτήτως της απόστασής τους από τη μονάδα επεξεργασίας λυμάτων, δυνάμει της αρχής της γεωγραφικής αλληλεγγύης, ούτε η εισφορά αυτή καθιστά δυνατό τον καταλογισμό σε συγκεκριμένο χρήστη του κόστους που προκύπτει ειδικά από τη σύνδεσή του με το δίκτυο.

91      Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι η Επιτροπή, κρίνοντας, βάσει της μεθόδου της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας, ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων ήταν σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, ενήργησε καθ’ υπέρβαση των ορίων που η ίδια επέβαλε, με την παράγραφο 228 της ανακοινώσεως του 2016, στην εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει.

92      Κατά δεύτερον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 67 ανωτέρω, η δράση ενός ιδιώτη επιχειρηματία καθοδηγείται κατ’ αρχήν από προοπτικές αποδοτικότητας. Επομένως, όταν η παρέμβαση ενός δημόσιου φορέα υπέρ μιας επιχειρήσεως δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε προοπτική αποδοτικότητας, έστω και μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει προς την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Εξάλλου, τόσο στην παράγραφο 228 της ανακοινώσεως του 2016 όσο και στην παράγραφο 63 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, η Επιτροπή εξάρτησε ρητώς την τήρηση της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία από την απαίτηση ενός «εύλογου περιθωρίου κέρδους» για τον διαχειριστή υποδομής, όταν αυτός παρέχει κάποιο πλεονέκτημα στους χρήστες της υποδομής.

94      Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις παραγράφους 37 και 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως και όπως επισήμανε η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εκπτώσεις που θεσπίστηκαν με το νέο κλιμακωτό σύστημα μπορούσαν να συνάδουν προς την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό την μόνη προϋπόθεση η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων να καλύπτει τις δαπάνες που βαρύνουν τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων.

95      Με την εκτίμηση αυτή, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε προοπτική αποδοτικότητας, έστω και μακροπρόθεσμα, η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω), δεν μπορούσε να αποδείξει ότι η επίμαχη εισφορά ήταν σύμφωνη με την αρχή αυτή, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα.

96      Εξάλλου, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Βασίλειο της Δανίας επισήμανε ότι οι κανόνες σχετικά με τον καθορισμό της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων διέπονταν από την αρχή της «αυτοχρηματοδότησης», η οποία, αφενός, επιβάλλει το ποσό της εισφοράς αυτής να είναι επαρκές για την κάλυψη των δαπανών που βαρύνουν τον φορέα εκμετάλλευσης μονάδας επεξεργασίας λυμάτων και, αφετέρου, αποκλείει τη δυνατότητα ενός τέτοιου φορέα εκμετάλλευσης να επιφυλάξει στον εαυτό του περιθώριο κέρδους, διότι το πoσό που υπερβαίνει τις δαπάνες πρέπει να επενδυθεί εκ νέου και διότι κανένα μέρισμα δεν μπορεί να διανεμηθεί στους μετόχους.

97      Επιπλέον, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, η εφαρμογή του κλιμακωτού συστήματος συνεπάγεται, στο σύνολό της, μείωση του ποσού της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων σε σχέση με το σύστημα ενιαίου τέλους το οποίο αντικαθιστά. Συναφώς, η Επιτροπή, όπως παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εκτίμησε τη συμβατότητα του κλιμακωτού συστήματος με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία χωρίς, ωστόσο, να εξετάσει αν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε εγκαταλείψει το σύστημα ενιαίου τέλους υπέρ του κλιμακωτού συστήματος, μολονότι το τελευταίο φαινόταν λιγότερο αποδοτικό. Η εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας που ορίζεται στην παράγραφο 228 της ανακοινώσεως του 2016, η οποία παρατίθεται αυτούσια στη σκέψη 74 ανωτέρω, σημαίνει ότι το εξεταζόμενο από την Επιτροπή εθνικό μέτρο συμβάλλει «αυξητικά» στην αποδοτικότητα του φορέα εκμετάλλευσης υποδομής και ότι, επομένως, για να είναι σύμφωνο με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία το εν λόγω μέτρο πρέπει να αυξάνει την αποδοτικότητα, έστω και μακροπρόθεσμα, και όχι να τη μειώνει.

98      Συνάγεται, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να εξετάσει αν η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων παρείχε στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων τη δυνατότητα να επιφυλάξουν στον εαυτό τους περιθώριο κέρδους, παραβίασε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία και, ως εκ τούτου, παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

99      Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της εκτίμησης της Επιτροπής η οποία περιλαμβάνεται στις παραγράφους 43 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, η διατήρηση υψηλών τιμών για την επεξεργασία των υδάτων ενέχει τον κίνδυνο οι μεγάλες επιχειρήσεις που υπάγονται στο κλιμάκιο 3 να επιλέξουν την αποσύνδεσή τους από το κεντρικό δίκτυο επεξεργασίας λυμάτων δημιουργώντας δική τους εγκατάσταση και, ως εκ τούτου, να μην υπόκεινται πλέον στην εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων.

100    Συναφώς, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι ένα τέτοιο επιχείρημα δεν είναι αλυσιτελές, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή. Πράγματι, με το επιχείρημα αυτό, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ένα στοιχείο το οποίο έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση για να στηρίξει το συμπέρασμά της ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων ήταν σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία και, ως εκ τούτου, δεν ενείχε πλεονέκτημα και δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω).

101    Όσον αφορά το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα αποσυνδέσεως από το κεντρικό δίκτυο επεξεργασίας λυμάτων, επισημαίνεται ότι, πρώτον, η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από τη σωρευτική πλήρωση πλειόνων ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, του bekendtgørelse nr. 1469 om spildevandstilladelser m.v. efter miljøbeskyttelseslovens kapitel 3 og 4 (διατάγματος 1469 περί των αδειών επεξεργασίας λυμάτων οι οποίες χορηγούνται δυνάμει των κεφαλαίων 3 και 4 του νόμου περί προστασίας του περιβάλλοντος), της 12ης Δεκεμβρίου 2017. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι μια τέτοια αποσύνδεση μπορεί να επιτραπεί μόνον αν, αφενός, η συνολική χρηματοδότηση του φορέα εκμετάλλευσης της μονάδας επεξεργασίας λυμάτων δεν μειώνεται σημαντικά και, αφετέρου, η εν λόγω μονάδα μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ορθά από τεχνικής απόψεως. Συνακόλουθα, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, είναι μάλλον απίθανο να πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις οι χρήστες του κλιμακίου 3 οι οποίοι είναι οι πιο σημαντικοί χρήστες και των οποίων η αποσύνδεση δύναται, επομένως, να επηρεάσει περισσότερο την εύρυθμη λειτουργία μιας μονάδας επεξεργασίας λυμάτων από τεχνικής και οικονομικής απόψεως.

102    Δεύτερον, ακόμη και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, η δυνατότητα αποσύνδεσης από το κεντρικό δίκτυο επεξεργασίας λυμάτων δεν συνιστά κεκτημένο δικαίωμα, αλλά υπόκειται σε άδεια των δημοτικών αρχών, οι οποίες διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς, όπως διευκρίνισε το Βασίλειο της Δανίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

103    Τρίτον, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή και το Βασίλειο της Δανίας δήλωσαν ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είχαν γνώση συγκεκριμένων παραδειγμάτων επιχειρήσεων που να έχουν αποσυνδεθεί πλήρως από το κεντρικό δίκτυο επεξεργασίας λυμάτων με το οποίο συνδέονταν, προκειμένου να δημιουργήσουν δική τους εγκατάσταση.

104    Επομένως, ο κίνδυνος αποσύνδεσης των χρηστών του κλιμακίου 3 από το κεντρικό δίκτυο επεξεργασίας λυμάτων, τον οποίο έλαβε υπόψη η Επιτροπή στις παραγράφους 43 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχε υποθετικό χαρακτήρα και δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένος. Ως εκ τούτου, όταν η Επιτροπή έκρινε ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε λάβει υπόψη έναν τέτοιο κίνδυνο προκειμένου να καθορίσει το ποσό της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων, δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε δυνάμει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω.

105    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθώς και την παράγραφο 228 της ανακοινώσεως του 2016, κρίνοντας ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων δεν συνεπαγόταν την ύπαρξη πλεονεκτήματος για τον λόγο ότι θα είχε αποφασιστεί από ιδιώτη επιχειρηματία. Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

106    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως καθώς και, επαλλήλως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

107    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

108    Με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική διάταξη και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί με την παρούσα απόφαση, αφενός, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων που αφορούν τις διαδικασίες που κινήθηκαν ενώπιόν του, ήτοι τις διαδικασίες στις υποθέσεις T‑486/18 και T‑486/18 RENV και, αφετέρου, επί των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής διαδικασίας, ήτοι της διαδικασίας στην υπόθεση C‑99/21 P.

109    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

110    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε τόσο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας όσο και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αναπομπής, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της υπό κρίση υποθέσεως καθώς και των υποθέσεων T‑486/18 και C‑99/21 P, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

111    Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο της Δανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2018) 2259 final της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.37433 (2017/FC) – Δανία.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Danske Slagtermestre στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

3)      Το Βασίλειο της Δανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Spielmann

Gâlea

Tóth

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Απριλίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.