Language of document : ECLI:EU:T:2008:23

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Ιανουαρίου 2008 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1655/2000 – Κατάργηση χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγήθηκε για ένα οικολογικό πρόγραμμα – Απόφαση τερματίζουσα το πρόγραμμα και διατάσσουσα την απόδοση των καταβληθέντων ως προκαταβολή ποσών – Επιβεβαιωτική πράξη – Λήξη της προθεσμίας προσφυγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑260/06,

Εταιρία Προστασίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος και Άγριας Ζωής «Αρκτούρος», με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Ν. Κορογιαννάκη και Ν. Κεραμίδα, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Κωνσταντινίδη,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως Ε (2006) 3181 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Ιουλίου 2006, σχετικά, αφενός, με τον τερματισμό του προγράμματος Conservation actions in the Northern Pindos National Park (Ελλάς – LIFE03/NAT/GR/000089) και, αφετέρου, την απόδοση της προκαταβολής που καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα ως κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση η οποία είχε χορηγηθεί σ’ αυτήν κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως C (2003) 2919 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Σεπτεμβρίου 2003,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τις I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe και τον S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 256 ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Οι αποφάσεις του Συμβουλίου ή της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, είναι τίτλοι εκτελεστοί.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται, μετά έλεγχο της γνησιότητας μόνο του τίτλου, από την εθνική αρχή που ορίζει η κυβέρνηση του κράτους μέλους για το σκοπό αυτόν και την οποία γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στο Δικαστήριο.

Ο ενδιαφερόμενος, κατόπιν αιτήσεως του οποίου ετηρήθησαν οι διατυπώσεις αυτές, δύναται να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση κατά το εσωτερικό δίκαιο, απευθυνόμενος απευθείας στην αρμόδια αρχή.

Η αναγκαστική εκτέλεση αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Ο έλεγχος όμως της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.»

2        Το άρθρο 14 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής διαλαμβάνει τα εξής:

«Η Επιτροπή μπορεί, εφόσον τηρείται πλήρως η αρχή της συλλογικής της ευθύνης, να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα λήψης διαχειριστικών ή διοικητικών μέτρων στους γενικούς διευθυντές και στους προϊσταμένους υπηρεσιών, εξ ονόματός της και εντός των ορίων και υπό τους όρους που αυτή θέτει.»

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 1655/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, σχετικά με το χρηματοδοτικό μέσον για το περιβάλλον (LIFE) (ΕΕ L 192, σ. 1), ορίζει:

«Τα έργα που λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση χρηματοδοτικής στήριξης από το LIFE-Φύση υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 11. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η επιτροπή είναι εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 20 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

Η Επιτροπή εκδίδει μια απόφαση-πλαίσιο η οποία απευθύνεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τα έργα που επιλέχθηκαν, καθώς και επιμέρους αποφάσεις οι οποίες απευθύνονται στους δικαιούχους και στις οποίες καθορίζονται το ύψος της χρηματοδοτικής συνδρομής, οι διαδικασίες χρηματοδότησης και ελέγχου καθώς και όλοι οι ειδικοί τεχνικοί όροι για το εκάστοτε έργο που έχει εγκριθεί.»

4        Το άρθρο 10 του κανονισμού 1655/2000 ορίζει:

«Προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

1.      Η Επιτροπή μπορεί να μειώσει, να αναστείλει ή να ανακτήσει το ποσό της χρηματοδοτικής στήριξης που έχει χορηγηθεί για ένα έργο, εάν διαπιστώσει παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένης της μη τήρησης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή της επιμέρους απόφασης ή της σύμβασης ή του συμβολαίου για τη χορήγηση της δεδομένης χρηματοδοτικής στήριξης, ή εάν αποκαλυφθεί ότι, χωρίς να έχει ζητηθεί προηγουμένως η έγκριση της Επιτροπής, το έργο έχει υποστεί σημαντική μεταβολή, ασυμβίβαστη με τη φύση ή τους όρους εκτέλεσής του.

2.      Εάν δεν έχουν τηρηθεί οι προθεσμίες ή εάν η πρόοδος στην εκτέλεση ενός έργου επιτρέπει να δικαιολογηθεί μόνον ένα μέρος της χρηματοδοτικής στήριξης που χορηγήθηκε, η Επιτροπή ζητεί από το δικαιούχο να της υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας. Εάν ο δικαιούχος δεν καταθέσει βάσιμα δικαιολογητικά στοιχεία, η Επιτροπή μπορεί να ακυρώσει το υπόλοιπο της χρηματοδοτικής συνδρομής και να απαιτήσει την επιστροφή των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί.

3.      Κάθε ποσό που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως πρέπει να επιστρέφεται στην Επιτροπή. Τα ποσά που δεν επιστρέφονται εγκαίρως, μπορούν να προσαυξάνονται με τόκους υπερημερίας. Η Επιτροπή θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.»

5        Στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του προγράμματος LIFE, η Επιτροπή εξέδωσε τις βασικές διοικητικές διατάξεις (στο εξής: ΒΔΔ). Το σημείο 2.1 του παραρτήματος 2 των ΒΔΔ ορίζει:

«Για την εκτέλεση των παρακάτω διατάξεων η Επιτροπή εκπροσωπείται από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος μέσω εντεταλμένου της υπαλλήλου ή εντεταλμένου υπαλλήλου κατ’ εκπροσώπησιν.»

6        Το άρθρο 14 του παραρτήματος 2 των ΒΔΔ, με επικεφαλίδα «Καταγγελία του έργου», διαλαμβάνει τα εξής:

«Καταγγελία του έργου

14.1      Η Επιτροπή δύναται να καταγγείλει την απόφαση/συμφωνία/σύμβαση, εάν ο δικαιούχος, χωρίς να συντρέχουν βάσιμοι οικονομικοί ή τεχνικοί λόγοι, δεν έχει εκπληρώσει μια από τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της απόφασης /συμφωνίας /σύμβασης.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή εφαρμόζει την εξής διαδικασία:

Αποστέλλεται μια πρώτη επιστολή ζητώντας από τον δικαιούχο να συμμορφωθεί με τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις.

Ελλείψει απάντησης μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία της πρώτης επιστολής ή εάν η ληφθείσα απάντηση θεωρείται ανεπαρκής, αποστέλλεται δεύτερη επιστολή. Στην επιστολή αυτή η Επιτροπή γνωστοποιεί στον δικαιούχο την προτεινόμενη απόφαση βάσει των πληροφοριών που διαθέτει στο στάδιο αυτό.

Ελλείψει απάντησης εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της δεύτερης επιστολής ή αν η ληφθείσα απάντηση θεωρείται ανεπαρκής αποστέλλεται συστημένη επιστολή (με απόδειξη παραλαβής). Με την επιστολή αυτή η Επιτροπή γνωστοποιεί στον δικαιούχο τη ληφθείσα απόφαση. Κάθε σχετικό σχόλιο ή πληροφορία που παρέχεται από τον δικαιούχο εξετάζεται μόνον εάν αποστέλλεται το αργότερο έναν μήνα μετά από την παραλαβή της συστημένης επιστολής. Με βάση τα σχόλια/τις πληροφορίες που λαμβάνει τελικά η Επιτροπή μπορεί να επιβεβαιώσει ή να τροποποιήσει την απόφασή της. Η απόφαση που τότε λαμβάνει θεωρείται τελική και γνωστοποιείται με συστημένη επιστολή.

Σε περίπτωση καταγγελίας της απόφασης/σύμβασης/συμφωνίας η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την πλήρη ή μερική επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών. Μόνον οι μέχρι τότε διαθέσιμες πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν για να προσδιοριστεί το ποσό των επιλέξιμων δαπανών.

14.2 Η Επιτροπή δύναται να καταγγείλει την απόφαση/συμφωνία/σύμβαση, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς καταβολή κανενός είδους αποζημίωσης, εάν ο δικαιούχος έχει κηρύξει πτώχευση ή τελεί υπό εκκαθάριση ή άλλη ανάλογη διαδικασία ή έχει προβεί εσκεμμένα σε ψευδείς ή ελλιπείς δηλώσεις με σκοπό να λάβει την κοινοτική χρηματοδοτική συνεισφορά που προβλέπεται στη συμφωνία.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την επιστροφή του συνόλου ή μέρους των ποσών που έχει ήδη καταβάλει βάσει της απόφασης/συμφωνίας/σύμβασης.

14.3      Η καταγγελία της απόφασης/συμφωνίας/σύμβασης για οικονομικές ατασθαλίες δεν θίγει την εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων ή κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

14.4. Ο δικαιούχος δύναται οποτεδήποτε να καταγγείλει το έργο, τηρώντας έγγραφη γραπτή προειδοποίηση δύο μηνών, με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν βάσιμοι οικονομικοί ή τεχνικοί λόγοι. Ο δικαιούχος υποχρεούται να υποβάλει τεχνική έκθεση, στην οποία θα περιγράφονται συνοπτικά το στάδιο των εργασιών και οι λόγοι που προκάλεσαν την καταγγελία. Ο δικαιούχος θα υποβάλλει οικονομική έκθεση, βάσει της οποίας η Επιτροπή προσδιορίζει το ύψος των επιλέξιμων δαπανών.

14.5      Η απόφαση/συμφωνία/σύμβαση παύει να ισχύει 24 μήνες μετά από την ημερομηνία περάτωσης του έργου. Η Επιτροπή γνωστοποιεί στον δικαιούχο κάθε εκχωρούμενη παράταση.»

 Πραγματικά περιστατικά

7        Στις 4 Σεπτεμβρίου 2003, η Επιτροπή ενέκρινε, με την απόφαση C (2003) 2919 τελικό, τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής ύψους 661 710 ευρώ με την ονομασία «Conservation actions in the Northern Pindos National Park» (στο εξής: επίδικο πρόγραμμα), του οποίου δικαιούχος ήταν η προσφεύγουσα.

8        Η προσφεύγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το επίδικο πρόγραμμα μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 2003 και 31ης Δεκεμβρίου 2006 καθώς και να τηρήσει τις ΒΔΔ. Προς τούτο, έλαβε από την Επιτροπή ως προκαταβολή το ποσό των 264 684 ευρώ.

9        Με επιστολή της 29ης Μαρτίου 2004, η Επιτροπή πληροφορήθηκε τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα και τις μεταβολές οι οποίες είχαν επέλθει στη δομή της. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή, με επιστολή της 23ης Απριλίου 2004, πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι είχε αποφασίσει να αναστείλει το επίδικο πρόγραμμα βάσει του σημείου 14.2 του παραρτήματος 2 των ΒΔΔ.

10      Μετά την παραλαβή της επιστολής αυτής, ακολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας, η οποία κατέληξε στην επίσημη αίτηση τροποποιήσεως του επίδικου προγράμματος που υπέβαλε η προσφεύγουσα με επιστολή της 3ης Δεκεμβρίου 2004. Με την αίτηση αυτή, η προσφεύγουσα ζητούσε ειδικότερα την παράταση της διάρκειας του επίδικου προγράμματος κατά δώδεκα μήνες και τη συμμετοχή νέων εταίρων.

11      Με συστημένη επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 2005, υπογραφόμενη από τον B. J., η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι θεωρούσε ότι η πρόταση που περιλαμβανόταν στην εν λόγω αίτηση τροποποιήσεως δεν ήταν ικανοποιητική και αποφάσισε, λόγω της σημαντικής καθυστερήσεως στην εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων, να θέσει τέρμα στο επίδικο πρόγραμμα. Με την ίδια αυτή συστημένη επιστολή, η Επιτροπή έταξε στην προσφεύγουσα προθεσμία ενός μηνός για την αποστολή ενδεχόμενων σχολίων επί της αποφάσεως της Επιτροπής, ενώ επέστησε την προσοχή της προσφεύγουσας στο γεγονός ότι θα της ζητηθεί πλήρης απόδοση των καταβληθέντων ποσών ελλείψει ικανοποιητικής προτάσεως.

12      Με επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή νέες προτάσεις τροποποιήσεως του επίδικου προγράμματος.

13      Με συστημένη επιστολή της 7ης Μαρτίου 2005, υπογραφόμενη από τον B. J., η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι εμμένει στην από 12 Ιανουαρίου 2005 απόφασή της να θέσει τέρμα στο επίδικο πρόγραμμα. Με την ίδια αυτή επιστολή, η Επιτροπή γνωστοποιούσε επίσης στην προσφεύγουσα την πρόθεσή της να της ζητήσει την πλήρη απόδοση της καταβληθείσας προκαταβολής, πλέον νομίμων τόκων, ενώ την καλούσε να της παράσχει, πριν τις 30 Μαρτίου 2005 το αργότερο, στοιχεία σχετικά με τους ληξιπρόθεσμους τόκους επί του ποσού αυτού.

14      Με επιστολή της 30ής Μαρτίου 2005, η προσφεύγουσα πληροφόρησε την Επιτροπή ότι αναγνώριζε την απόφασή της για τερματισμό του έργου και ζήτησε να της γνωστοποιηθεί η διαδικασία επιστροφής της καταβληθείσας προκαταβολής, αρνούμενη όμως την επιβολή τόκων επί του ποσού αυτού. Με την ίδια αυτή επιστολή, η προσφεύγουσα ζήτησε να εξαιρεθεί από την επιστροφή το ποσό των 30 235,71 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχούσε, όπως ισχυριζόταν, σε εργασίες που πραγματοποιήθηκαν πριν την αναστολή του επίδικου προγράμματος.

15      Με επιστολή της 4ης Μαΐου 2005, υπογραφόμενη από τον P. O., προϊστάμενο διοικητικής μονάδας στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Περιβάλλον», η Επιτροπή απάντησε στην προσφεύγουσα υπογραμμίζοντας τον μη επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που αναφέρονταν στην από 30 Μαρτίου 2005 επιστολή της προσφεύγουσας.

16      Εν συνεχεία, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα το χρεωστικό σημείωμα 3240703042 της 27ης Μαΐου 2005 και υπογραφόμενο από τον P. O., με το οποίο απαιτούσε την επιστροφή του συνολικού καταβληθέντος ποσού (264 684 ευρώ), πλέον νομίμων τόκων, καθορίζοντας ως ημερομηνία λήξεως την 31η Αυγούστου 2005.

17      Διαπιστώνοντας ότι η πληρωμή των εν λόγω ποσών εξακολουθούσε ακόμη να εκκρεμεί μετά την ημερομηνία λήξεως που καθορίστηκε με το χρεωστικό σημείωμα, η Επιτροπή απηύθυνε υπόμνηση στην προσφεύγουσα, με συστημένη επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2005, υπογραφόμενη από τον M. E., προϊστάμενο διοικητικής μονάδας στη ΓΔ «Προϋπολογισμός».

18      Με την από 23 Νοεμβρίου 2005 επιστολή, η προσφεύγουσα προσπάθησε εκ νέου να επιτύχει την επανέναρξη του επίδικου προγράμματος.

19      Με επιστολή της 20ής Δεκεμβρίου 2005, υπογραφόμενη από τον P. O., η Επιτροπή επαναβεβαίωσε το αμετάκλητο της από 12 Ιανουαρίου 2005 αποφάσεώς της.

20      Με επιστολή της 2ας Μαρτίου 2006, η προσφεύγουσα ζήτησε, πρώτον, να υπολογιστούν οι τόκοι υπερημερίας μόνον από 19 Δεκεμβρίου 2005, δεύτερον, να εξαιρεθεί από την πληρωμή το ποσό των 92 763,80 ευρώ καθόσον αυτό αντιστοιχούσε σε επιλέξιμες δαπάνες σχετικές με την πρώτη φάση του επίδικου προγράμματος η οποία είχε πραγματοποιηθεί πριν την αναστολή του και, τρίτον, την πληρωμή του υπολοίπου χρέους σε ισόποσες δόσεις.

21      Με συστημένη επιστολή της 8ης Μαρτίου 2006, υπογραφόμενη από τον M. E., η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση εξαιρέσεως που διατύπωσε η προσφεύγουσα όσον αφορά την επιστροφή του ποσού των 92 763,80 ευρώ και απαίτησε την επιστροφή του συνολικού ποσού της προκαταβολής, πλέον νομίμων τόκων. Στην ίδια επιστολή, η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την αποπληρωμή του χρέους της σε ισόποσες δόσεις κατά την περίοδο από 30 Μαρτίου 2006 έως 30 Μαρτίου 2007, επιφυλασσόμενη να κινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως σε περίπτωση μη πληρωμής.

22      Στις 6 Ιουνίου 2006, ενώ δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί η πληρωμή των δόσεων που είχαν συμφωνηθεί, η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή επιστολή υπογραφόμενη από τον νομικό της σύμβουλο, με την οποία ισχυριζόταν ότι η απόφαση για τον τερματισμό του επίδικου προγράμματος δεν είχε ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 249 ΕΚ και, κατά συνέπεια, το ζήτημα δεν είχε επιλυθεί οριστικά.

23      Με επιστολή της 12ης Ιουνίου 2006, υπογραφόμενη από τον P. O., η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς που είχε διατυπώσει η προσφεύγουσα.

24      Με νέα επιστολή του νομικού της συμβούλου, της 23ης Ιουνίου 2006, η προσφεύγουσα επέμεινε, αφενός, στην έλλειψη αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με τον τερματισμό του επίδικου προγράμματος κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ, και, αφετέρου, ως προς τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που αφορούσαν την πρώτη φάση του επίδικου προγράμματος η οποία είχε διεξαχθεί μέχρι την κατάργησή του, που αντιπροσώπευε ποσό ύψους 92 763,80 ευρώ.

25      Στις 6 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2006) 3181, σχετικά με το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3240703042 που εκδόθηκε για την προσφεύγουσα στην Ελλάδα για την ανάκτηση της χρηματοδοτικής συνδρομής η οποία καταβλήθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο της επιχορήγησης προς την «Αρκτούρος» με την απόφαση C (2003) 2919 τελικό (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαλαμβάνει ότι αυτή θα εκτελεστεί σύμφωνα με το άρθρο 256, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, σε περίπτωση μη συνολικής καταβολής των οφειλομένων ποσών, περιλαμβανομένων των νόμιμων τόκων υπερημερίας, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών υπολογιζόμενης από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. Η προσβαλλόμενη απόφαση υπογράφεται από τον P. C., εντεταλμένο διευθυντή της ΓΔ «Περιβάλλον».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Σεπτεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Στις 18 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα με το οποίο, αφενός, προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά του κυρίου αιτήματος και, αφετέρου, διατύπωσε τα αιτήματά της, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ως προς το επικουρικό αίτημα.

28      Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως αυτής στις 16 Μαΐου 2007, ημερομηνία κατά την οποία η έγγραφη διαδικασία επί του παραδεκτού περατώθηκε.

29      Επειδή η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου τροποποιήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

30      Με την προσφυγή της η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        επικουρικώς, να εξαιρεθεί το ποσό των 55 658,28 ευρώ από το προς επιστροφή ποσό για καταβληθείσες επιλέξιμες δαπάνες στο πλαίσιο του επίδικου προγράμματος,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Με την ένσταση απαραδέκτου η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει το κύριο αίτημα της προσφεύγουσας ως απαράδεκτο και το επικουρικό της αίτημα ως αβάσιμο,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

32      Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή,

–        επικουρικώς, να δεχθεί το επικουρικό της αίτημα.

 Σκεπτικό

33      Βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η διαδικασία επί της ενστάσεως απαραδέκτου συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Στην προκειμένη περίπτωση, τα στοιχεία του φακέλου επιτρέπουν στο Πρωτοδικείο να αποφανθεί χωρίς να χρειάζεται να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να κρίνει το κύριο αίτημα της προσφεύγουσας, με το οποίο αυτή ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως απαράδεκτο, διότι όλη η επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζεται το αίτημα αυτό αφορά την απόφαση της Επιτροπής να θέσει τέρμα στο επίδικο πρόγραμμα. Όμως, αντίθετα προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά τον τερματισμό του επίδικου προγράμματος, αλλά μόνον την εξόφληση του χρεωστικού σημειώματος υπ’ αριθ. 3240703042, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 256 ΕΚ.

35      Η Επιτροπή υπενθυμίζει, συναφώς, ότι τέθηκε τέρμα στο επίδικο πρόγραμμα με την από 12 Ιανουαρίου 2005 απόφασή της και η απόφαση αυτή κατέστη οριστική με την από 7 Μαρτίου 2005 απόφασή της.

36      Η Επιτροπή φρονεί ότι στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2005 οφείλονται οι έννομες συνέπειες τις οποίες η προσφεύγουσα επιδιώκει να καταργήσει με την προσφυγή της, οπότε αυτήν όφειλε να προσβάλλει και όχι την προσβληθείσα απόφαση.

37      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά μιας αποφάσεως είναι δύο μήνες από της κοινοποιήσεως της πράξεως στον προσφεύγοντα. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή φρονεί ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως τερματισμού του επίδικου προγράμματος έληξε και η εν λόγω απόφαση κατέστη έτσι αμετάκλητη λόγω του ότι η προθεσμία προσφυγής άρχισε να τρέχει στις 7 Μαρτίου 2005.

38      Η Επιτροπή διευκρινίζει, εξάλλου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιφέρει καμία αλλαγή στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν η προσφεύγουσα μετά την από 7 Μαρτίου 2005 απόφαση σχετικά με τον τερματισμό του επίδικου προγράμματος.

39      Η Επιτροπή καταλήγει στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επιβεβαιωτική πράξη διαδικαστικού χαρακτήρα σε σχέση με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2005. Εφόσον δεν μεταβάλλει την έννομη κατάσταση της προσφεύγουσας, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε έτσι να προσβληθεί με την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, άλλως παραβιάζεται η αρχή της ασφαλείας δικαίου.

40      Υπό το φως των προεκτεθέντων, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει ως απαράδεκτο το κύριο αίτημα της προσφεύγουσας που αποβλέπει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

41      Όσον αφορά το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας που αποβλέπει στο να θεωρηθεί το ποσό των 55 658,28 ευρώ ως αντιστοιχόν σε επιλέξιμες δαπάνες για τους σκοπούς του επίδικου προγράμματος και, κατά συνέπεια, να αφαιρεθεί από το ποσό που πρέπει να επιστραφεί, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι αυτό δεν καλύπτεται από την ένσταση απαραδέκτου. Ωστόσο προβάλλει ότι το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως στερούμενο ερείσματος.

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατά πρώτο λόγο, ότι οι από 12 Ιανουαρίου και 7 Μαρτίου 2005 επιστολές δεν συνιστούσαν απόφαση κατά την έννοια των άρθρων 230 ΕΚ και 249 ΕΚ. Πρώτον, τούτο προκύπτει από την απόφαση C (2003) 2919 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Σεπτεμβρίου 2003 και την προσβαλλόμενη απόφαση (κοινοποίηση βάσει του άρθρου 254 ΕΚ). Συναφώς, η προσφεύγουσα παρατηρεί, αφενός, ότι οι εν λόγω αποφάσεις φέρουν αμφότερες την επίσημη σφραγίδα της Επιτροπής και, αφετέρου, ότι η απόφαση για τη χορήγηση της χρηματοδοτήσεως υπογράφεται από την αρμόδια επίτροπο περιβάλλοντος και η προσβαλλόμενη απόφαση υπογράφεται από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Περιβάλλον». Αντιθέτως, οι επιστολές της 12ης Ιανουαρίου και 7ης Μαρτίου 2005 φέρουν την απλή υπογραφή ενός υπαλλήλου, χωρίς καμία επίσημη σφραγίδα. Η προσφεύγουσα συνάγει εκ τούτου ότι οι επιστολές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δεσμευτικές αποφάσεις παράγουσες νομικά αποτελέσματα για την προσφεύγουσα.

43      Δεύτερον, υπενθυμίζοντας το άρθρο 2 του παραρτήματος 2 των ΒΔΔ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όπως ακριβώς η επιστολή ενός υπαλλήλου δεν αρκεί για τη χορήγηση χρηματοδοτήσεως αλλά απαιτείται απόφαση του αρμοδίου προσώπου, η απόφαση για τον τερματισμό του έργου πρέπει να υπογράφεται από τον εντεταλμένο υπάλληλο ή τον εντεταλμένο υπάλληλο κατ’ εκπροσώπησιν της ΓΔ «Περιβάλλον». Εν προκειμένω, μόνο με την προσβαλλόμενη απόφαση ακολουθήθηκε η προδιαγεγραμμένη διαδικασία και οι τύποι, ώστε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η μόνη πράξη που έχει τα χαρακτηριστικά πράξεως παράγουσας δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ως προς την προσφεύγουσα. Η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά, επομένως, την πρώτη επίσημη πράξη της Επιτροπής με την οποία θέτει τέρμα στο επίδικο πρόγραμμα και με την οποία κάνει χρήση των προνομίων της δημοσίας εξουσίας. Κατά συνέπεια, είναι η πρώτη και μόνη απόφαση την οποία η προσφεύγουσα εδύνατο να προσβάλει παραδεκτώς ενώπιον του Πρωτοδικείου.

44      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση τερματισμού του προγράμματος δεν μπορεί να συνίσταται σε μια απλή επιστολή όπως, για παράδειγμα, εκείνη της 7ης Μαρτίου 2005, δεδομένου ότι ένας οποιοσδήποτε υπάλληλος της Επιτροπής δεν μπορεί να αποφασίσει την τροποποίηση ή την «άρση» των συνεπειών μιας επίσημης αποφάσεως της Επιτροπής κατά την έννοια των άρθρων 249 ΕΚ και 254 ΕΚ, υπογραφόμενη από τον αρμόδιο επίτροπο.

45      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατά δεύτερο λόγο, ότι οι από 12 Ιανουαρίου και 7 Μαρτίου 2005 επιστολές συνιστούν προπαρασκευαστικά μέτρα. Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις, που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, ιδίως εφόσον αποτελούν κατάληξη μιας εσωτερικής διαδικασίας, συνιστά πράξη προσβλητή μόνον το μέτρο το οποίο καθορίζει οριστικώς τη θέση της Επιτροπής κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι το ενδιάμεσο μέτρο, σκοπός του οποίου είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως.

46      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μια συσταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως με περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της είναι αντίθετη προς τον σκοπό της προσφυγής αυτής η οποία συνίσταται στην τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης.

47      Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η διαφορά στην ονομασία που επιχειρεί η Επιτροπή μεταξύ, αφενός, της «απόφασης» της 12ης Ιανουαρίου 2005 και, αφετέρου, της «τελικής απόφασης» της 7ης Μαρτίου 2005 καταδεικνύει το άτοπο των ισχυρισμών της Επιτροπής. Το να γίνει δεκτή μια τέτοια επιχειρηματολογία μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι επιστολές της Επιτροπής της 4ης Μαΐου και 20ής Δεκεμβρίου 2005 και η επιστολή της 12ης Ιουνίου 2006 συνιστούν περαιτέρω «τελικές αποφάσεις», πολλώ μάλλον που καθεμιά από τις επιστολές αυτές έχει ακριβώς την ίδια διατύπωση. Έτσι, με τον ακατάλληλο χαρακτηρισμό των εγγράφων της, η Επιτροπή προκάλεσε σύγχυση στην προσφεύγουσα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα η τελευταία να μην προσβάλει εγκαίρως την πράξη η οποία, κατά την Επιτροπή, παράγει έννομα αποτελέσματα.

48      Επιπλέον, όσον αφορά την επιστολή της Επιτροπής της 20ής Δεκεμβρίου 2005, παρατεθείσα στη σκέψη 19 ανωτέρω, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι αυτή είναι απάντηση στην από 23 Νοεμβρίου 2005 επιστολή της με την οποία είχε ζητήσει εκ νέου τη συνέχιση του επίδικου προγράμματος. Όμως, δεν αρκεί το ότι ένα έγγραφο έχει αποσταλεί από κοινοτικό όργανο στον αποδέκτη του, σε απάντηση αιτήματος του τελευταίου, για να μπορέσει το εν λόγω έγγραφο να χαρακτηριστεί ως απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.

49      Τέλος, η ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των νομικών εκπροσώπων της προσφεύγουσας και το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε αμέσως μετά τη δεύτερη επιστολή των νομικών εκπροσώπων της προσφεύγουσας προς την Επιτροπή, στις 23 Ιουνίου 2006, ενισχύει έτι περαιτέρω το παραδεκτό της προσφυγής για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αποφάσεως τερματισμού του επίδικου προγράμματος. Συγκεκριμένα, τούτο επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή, αντιλαμβανόμενη την παράλειψή της, εξέδωσε απόφαση τηρώντας τους ουσιώδεις τύπους προκειμένου να εξασφαλίσει την εγκυρότητα της διαδικασίας.

50      Βάσει των προεκτεθέντων, η προσφεύγουσα ζητεί να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προβλήθηκε κατά του κυρίου αιτήματος και να συνεχιστεί η εξέταση επί της ουσίας της υποθέσεως.

51      Όσον αφορά το επικουρικό αίτημα με το οποίο ζητείται να εξαιρεθεί από το ποσό που πρέπει να επιστραφεί ποσό 55 658,28 ευρώ ως επιλέξιμες δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του επίδικου προγράμματος, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία το Πρωτοδικείο απορρίψει ως απαράδεκτο το αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

52      Κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή του (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Μαρτίου 2000, T‑125/97 και T‑127/97, Coca-Cola κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑1733, σκέψη 77). Για να καθοριστεί αν μια πράξη ή μια απόφαση παράγει τέτοια αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της (απόφαση Coca-Cola κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 78). Εξάλλου, όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις, που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, ιδίως εφόσον αποτελούν κατάληξη μιας εσωτερικής διαδικασίας, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, συνιστά πράξη προσβλητή μόνον το μέτρο το οποίο καθορίζει οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι το ενδιάμεσο μέτρο, σκοπός του οποίου είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου IBM κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 10, και της 22ας Ιουνίου 2000, C‑147/96, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑4723, σκέψη 26· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2003, T‑326/99, Olivieri κατά Επιτροπής και EMEA, Συλλογή 2003, σ. II‑6053, σκέψη 51). Το πράγμα θα είχε διαφορετικά μόνον αν οι πράξεις ή οι αποφάσεις πού ελήφθησαν κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικής διαδικασίας, όχι μόνον συγκεντρώνουν τα ανωτέρω περιγραφέντα νομικά χαρακτηριστικά, αλλά επιπλέον συνιστούν οι ίδιες το πέρας μιας ειδικής διαδικασίας διαφορετικής από εκείνη που πρέπει να επιτρέπει στο κοινοτικό όργανο να λάβει απόφαση επί της ουσίας της υποθέσεως (απόφαση IBM κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 11· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1967, 8/66 έως 11/66, Cimenteries κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 489, ειδικότερα σ. 498).

53      Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφυγή στρέφεται στην πράξη κατά δύο αποφάσεων. Πρόκειται, αφενός, περί της αποφάσεως τερματισμού του επίδικου προγράμματος και, αφετέρου, εκείνης με την οποία ζητείται η επιστροφή της καταβληθείσας προκαταβολής στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού. Η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στρέφεται μόνον κατά της προσφυγής στο μέτρο που αυτή αφορά την πρώτη από τις δύο αυτές αποφάσεις. Ωστόσο, επιβάλλεται να εξεταστεί κατωτέρω το παραδεκτό της προσφυγής καθόσον στρέφεται κατά εκάστης των δύο αυτών αποφάσεων. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού είναι δημοσίας τάξεως, το Πρωτοδικείο μπορεί να τις εξετάσει αυτεπαγγέλτως, χωρίς ο έλεγχός του να περιορίζεται στην ένσταση απαραδέκτου που προέβαλαν οι διάδικοι (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαΐου 1999, T‑242/97, Z κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑77 και II‑401, σκέψη 58, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί αν το έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2005 της Επιτροπής, που παρατίθεται στη σκέψη 13 ανωτέρω, συνιστά προσβλητή πράξη καθόσον αφορά εκάστη των δύο προαναφερόμενων αποφάσεων.

55      Πρώτον, όσον αφορά την απόφαση τερματισμού του επίδικου προγράμματος, η επιστολή της 7ης Μαρτίου 2005 της Επιτροπής δεν μπορεί να αναλυθεί, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ως προπαρασκευαστική πράξη. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή με την επιστολή εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη αμφιλεγόμενο την οριστική απόφασή της να θέσει τέρμα στο επίδικο πρόγραμμα, χωρίς να παρέχει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να διατυπώσει περαιτέρω παρατηρήσεις (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 16 Ιουνίου 1994, C‑39/93 P, SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑2681, σκέψη 30). Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, όσον αφορά την απόφαση τερματισμού του επίδικου προγράμματος, η επιστολή της 7ης Μαρτίου 2005 συνιστούσε πράξη που ανέπτυξε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας ώστε αυτή αποτελούσε προσβλητή πράξη.

56      Δεύτερον, όσον αφορά την απόφαση σχετικά με την είσπραξη της καταβληθείσας προκαταβολής ποσού 264 684 ευρώ, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η χρήση, στην επιστολή της 7ης Μαρτίου 2005, της φρασεολογίας «προτίθεται» (intend) καταδεικνύει αφεαυτής ότι η επιστολή αυτή δεν συνιστούσε, συναφώς, απόφαση καθορίζουσα κατά τρόπο σαφή και οριστικό την έννομη κατάσταση της προσφεύγουσας. Μόνον κατόπιν της αποστολής της επιστολής της 4ης Μαΐου 2005, παρατεθείσα στη σκέψη 15 ανωτέρω, η έννομη κατάσταση της προσφεύγουσας καθορίστηκε οριστικά. Συγκεκριμένα, με την επιστολή αυτή, αφενός, η Επιτροπή αποφάνθηκε οριστικά επί του ζητήματος της επιλεξιμότητας των δαπανών των οποίων η προσφεύγουσα αμφισβητεί επικουρικά την επιστροφή, αφού η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δαπάνες αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιλέξιμες δαπάνες. Αφετέρου, η Επιτροπή καταλήγει κατά τρόπο σαφή και χωρίς επιφύλαξη στο ότι η προσφεύγουσα είχε την υποχρέωση επιστροφής του συνόλου της καταβληθείσας προκαταβολής, διευκρινίζοντας εξάλλου ότι αυτή θα ελάμβανε προς τούτο επίσημο αίτημα επιστροφής συνιστάμενο σε χρεωστικό σημείωμα ποσού 264 684 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί κατά τρόπο ενδεικτικό το τροπικό βοηθητικό «will» που χρησιμοποιείται στην αγγλική για να εκφράσει τον μέλλοντα.

57      Πρέπει εξάλλου να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αμιγώς επιβεβαιωτική εκάστης των δύο αποφάσεων που περιλαμβάνονται στις από 7 Μαρτίου και της 4 Μαΐου 2005 επιστολές. Προέχει συναφώς να υπομνησθεί, ότι, κατά πάγια νομολογία, είναι απαράδεκτη η προσφυγή που στρέφεται κατά αποφάσεως καθαρώς επιβεβαιωτικής προγενεστέρας αποφάσεως που δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1995, T‑275/94, CB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2169, σκέψη 27· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαρτίου 1998, T‑235/95, Goldstein κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑523, σκέψη 41· της 4ης Μαΐου 1998, T‑84/97, BEUC κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑795, σκέψη 52· της 9ης Ιουλίου 2002, T‑127/01, Ripa di Meana κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3005, σκέψη 25, και της 10ης Οκτωβρίου 2006, T‑106/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 46· βλ. επίσης, συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 2004, C‑521/03 P, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 41). Μια πράξη είναι αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης αποφάσεως εάν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη πράξη και δεν προηγήθηκε της εκδόσεώς της επανεξέταση της καταστάσεως του αποδέκτη της αποφάσεως αυτής (διάταξη Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 47· διάταξη BEUC κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 52· απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2001, T‑186/98, Inpesca κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑557, σκέψη 44· διάταξη του Πρωτοδικείου Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 46· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1978, 54/77, Herpels κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 233, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά).

58      Στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο, είτε σε σχέση με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2005 είτε σε σχέση με εκείνη της 4ης Μαΐου 2005. Εξάλλου, δεν προηγήθηκε αυτής επανεξέταση της καταστάσεως της προσφεύγουσας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αμιγώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα σε σχέση με τις δύο αυτές αποφάσεις. Το ίδιο ισχύει για όλες τις άλλες πράξεις της Επιτροπής στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα, και, ειδικότερα, στις από 20 Δεκεμβρίου 2005 και 12 Ιουνίου 2006 επιστολές.

59      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι εν λόγω δύο αποφάσεις δεν προσβλήθηκαν εντός της προθεσμίας των δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς τους στην προσφεύγουσα, προθεσμία η οποία παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφυγή που ασκήθηκε κατ’ αυτών πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

60      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

61      Συγκεκριμένα, όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα ότι οι προγενέστερες της προσβαλλομένης αποφάσεως πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αποφάσεις κατά την έννοια των άρθρων 230 ΕΚ και 249 ΕΚ δεδομένου ότι αυτές δεν υπογράφονται από αρμόδιο πρόσωπο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα επιδιώκει κατ’ ουσίαν, με ένα τέτοιο επιχείρημα, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αυτών των πράξεων λόγω αναρμοδιότητας του εκδότη τους. Όμως, πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι υπέρ των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, έστω και πλημμελών, υφίσταται, κατ’ αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας και, επομένως, αναπτύσσουν έννομα αποτελέσματα, ωσότου ακυρωθούν ή ανακληθούν (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1987, 15/85, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1005, σκέψη 10· απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Νοεμβρίου 1996, T‑272/94, Brulant κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑513 και II‑1397, σκέψη 35· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 1994, T‑35/92, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑957, σκέψη 31).

62      Πάντως, κατ’ εξαίρεση από την αρχή αυτή, οι πράξεις οι οποίες πάσχουν ελάττωμα του οποίου η βαρύτητα είναι τόσο πρόδηλη, ώστε να μη μπορεί να είναι ανεκτή από την κοινοτική έννομη τάξη, πρέπει να θεωρούνται ότι δεν παρήγαγαν κανένα έννομο αποτέλεσμα, ούτε προσωρινό. Τέτοιες πράξεις πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρούνται ως νομικώς ανύπαρκτες (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑2555, σκέψη 49).

63      Ωστόσο, η βαρύτητα των συνεπειών που συνδέονται προς την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας επιτάσσει, για λόγους ασφαλείας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις (απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 50).

64      Στην προκειμένη όμως περίπτωση, οι προβαλλόμενες από την προσφεύγουσα πλημμέλειες, ακόμη και αν είχαν αποδειχθεί, δεν συνιστούν παρατυπία ικανή να οδηγήσει στην κήρυξη της ανυπαρξίας της αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 14 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής προκύπτει ότι η τελευταία μπορεί να εξουσιοδοτήσει τους προϊσταμένους των υπηρεσιών να λαμβάνουν διαχειριστικά ή διοικητικά μέτρα. Δεδομένου ότι οι εξουσιοδοτήσεις υπογραφής αποτελούν το σύνηθες μέσο με το οποίο η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητές της, η υπογραφή πράξεως εκ μέρους του προϊσταμένου διοικητικής μονάδας δεν μπορεί να αποτελέσει ακραία περίπτωση κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, πολλώ μάλλον που η προσφεύγουσα δεν παρέσχε κανένα στοιχείο που να επιτρέπει την πεποίθηση ότι, εν προκειμένω, ο προϊστάμενος της διοικητικής μονάδος δεν τήρησε τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στον τομέα αυτό (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 1990, C‑200/89, FUNOC κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑3669, σκέψη 14, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η στενή ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της προσφυγή ακυρώσεως είναι αντίθετη προς τον στόχο της προσφυγής να διασφαλίσει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων περί δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου (διατάξεις του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 1992, C‑59/91, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑525, σκέψη 8, και της 7ης Μαΐου 1998, C‑239/97, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2655, σκέψη 7), ή συγγνωστού σφάλματος (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Μαΐου 1991, T‑12/90, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑219, σκέψεις 28 και 29), και τούτο, στο μέτρο που η αυστηρή τήρηση των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην αρχή της ασφαλείας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1987, 152/85, Misset κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 223, σκέψη 11, και διάταξη Ιρλανδία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 7). Συναφώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίσταση που μπορεί να αποτελέσει τυχαίο γεγονός, περίπτωση ανωτέρας βίας ή συγγνωστό σφάλμα το γεγονός ότι η απόφαση τερματισμού του επίδικου προγράμματος και η απόφαση εισπράξεως της καταβληθείσας προκαταβολής στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού λήφθηκαν σε περισσότερα στάδια.

66      Συγκεκριμένα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η απόφαση τερματισμού του επίδικου προγράμματος, κοινοποιηθείσα στην προσφεύγουσα με την από 12 Ιανουαρίου 2005 επιστολή, εκδόθηκε υπό την επιφύλαξη ενδεχομένων σχολίων της προσφεύγουσας επί της αποφάσεως αυτής. Μόνον αφού θεώρησε ως μη ικανοποιητικά τα σχόλια που διατύπωσε η προσφεύγουσα με την από 8 Φεβρουαρίου 2005 επιστολή της η Επιτροπή την πληροφόρησε, με επιστολή της 7ης Μαρτίου 2005, ότι εμμένει στην από 12 Ιανουαρίου 2005 απόφαση, καθιστώντας έτσι την απόφαση αυτή οριστική.

67      Η υποχρέωση αυτή της Επιτροπής να παράσχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να της διαβιβάσει τα ενδεχόμενα σχόλιά του προτού λάβει οριστική απόφαση τηρήθηκε επίσης όσον αφορά την απόφαση να εισπραχθεί η καταβληθείσα προκαταβολή στο πλαίσιο του επίδικου προγράμματος. Συγκεκριμένα, με την από 7 Μαρτίου 2005 επιστολή, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να ζητήσει την πλήρη επιστροφή της εν λόγω προκαταβολής εφόσον ελάμβανε τις πληροφορίες εκ μέρους της προσφεύγουσας σχετικά με τους ληξιπρόθεσμους τόκους επί του ποσού της προκαταβολής που έπρεπε να επιστραφεί. Μόνον κατόπιν των σκέψεων που διατύπωσε η προσφεύγουσα με την από 30 Μαρτίου 2005 επιστολή της η Επιτροπή αρνήθηκε να θεωρήσει ως επιλέξιμες δαπάνες βάσει των οποίων η προσφεύγουσα ζητούσε να εξαιρεθεί της επιστροφής μέρος της καταβληθείσας προκαταβολής και αποφάσισε έτσι κατά τρόπο σαφή και μη αμφιλεγόμενο να ζητήσει από την προσφεύγουσα την επιστροφή του συνόλου της προκαταβολής αυτής.

68      Τρίτον, τέλος, το επιχείρημα ότι η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως αμέσως μετά την από 23 Ιουνίου 2006 επιστολή της προσφεύγουσας συνιστά αναγνώριση εκ μέρους της Επιτροπής ότι οι πράξεις που αυτή εξέδωσε πριν την προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελείς λόγω ελλείψεως τύπου πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, αφενός, το παρόν επιχείρημα τείνει να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των εν λόγω πράξεων της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί για τον ίδιο λόγο με τον αναφερόμενο στη σκέψη 61 ανωτέρω. Αφετέρου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο μόνος σκοπός της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν να ληφθούν τα πρώτα μέτρα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΕΚ, για την αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως σχετικά με την επιστροφή της καταβληθείσας προκαταβολής στο πλαίσιο του επίδικου προγράμματος. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία πληροφορία η οποία μπορεί να ερμηνευθεί ως αναγνώριση μιας οποιασδήποτε πλημμέλειας ικανής να θίξει το κύρος των πράξεων που προηγήθηκαν αυτής.

69      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει, βάσει των αιτημάτων της Επιτροπής, να καταδικαστεί στα έξοδά της καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:


1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Εταιρία Προστασίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος και Άγριας Ζωής «Αρκτούρος» φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

Λουξεμβούργο, 30 Ιανουαρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

      I. Pelikánová


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.