Language of document : ECLI:EU:C:2024:175

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 29ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ασφάλεια τροφίμων – Πρόσθετες ύλες ζωοτροφών – Κανονισμός (ΕΚ) 1831/2003 – Διαδικασία αδειοδότησης – Απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά χωρίς άδεια – Καθεστώς των υφιστάμενων προϊόντων – Κύρος υπό το πρίσμα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Επιχειρηματική ελευθερία – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Αρχή της αναλογικότητας – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/758 – Απόσυρση από την αγορά του εκχυλίσματος γκρέιπφρουτ – Ζωοτροφή που περιέχει εκχύλισμα σπόρων και φλοιού γκρέιπφρουτ»

Στην υπόθεση C‑13/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Osnabrück (διοικητικό πρωτοδικείο Osnabrück, Γερμανία) με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

cdVet Naturprodukte GmbH

κατά

Niedersächsisches Landesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit (LA-VES)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, J. Passer και M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η cdVet Naturprodukte GmbH, εκπροσωπούμενη από τον M. Immel, Rechtsanwalt,

–        η Niedersächsisches Landesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit (LA‑VES), εκπροσωπούμενη από την L. Berning,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Bain και J.‑L. Carré,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την G. C. Bartram, τον G. Mendola και την L. Stefani,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον N. Brzezinski και τις L. Hamtcheva και A. Jaume,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B. Hofstötter, τον B. Rechena και τη M. Zerwes,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (ΕΕ 2003, L 268, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1381 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019 (ΕΕ 2019, L 231, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1831/2003), υπό το πρίσμα των άρθρων 16, 17 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και, αφετέρου, την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το παράρτημα I, κεφάλαιο I.A, μέρος 1, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/758 της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2021, σχετικά με το καθεστώς ορισμένων προϊόντων ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την απόσυρση από την αγορά ορισμένων πρόσθετων υλών ζωοτροφών (ΕΕ 2021, L 162, σ. 5).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της cdVet Naturprodukte GmbH (στο εξής: cdVet) και της Niedersächsisches Landesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit (LA‑VES) (υπηρεσίας προστασίας των καταναλωτών και ασφάλειας των τροφίμων του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας, Γερμανία), σχετικά με την απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά ζωοτροφής η οποία περιέχει, ως πρόσθετη ύλη, εκχύλισμα σπόρων και φλοιού γκρέιπφρουτ.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1831/2003

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 6 και 11 του κανονισμού 1831/2003 έχουν ως εξής:

«(4)      Για την προστασία της ανθρώπινης υγείας, της υγείας των ζώων και του περιβάλλοντος, οι πρόσθετες ύλες ζωοτροφών πρέπει να υφίστανται αξιολόγηση της ασφάλειάς τους, μέσω κοινοτικής διαδικασίας, πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά, τη χρήση ή την επεξεργασία τους εντός της Κοινότητας. […]

[…]

(6)      Η κοινοτική δράση για την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων και το περιβάλλον πρέπει να βασίζεται στην αρχή της προφύλαξης.

[…]

(11)      Η βασική αρχή στον τομέα αυτό θα πρέπει να είναι ότι μόνον εκείνες οι πρόσθετες ύλες που εγκρίνονται δυνάμει της διαδικασίας που προβλέπει ο παρών κανονισμός μπορούν να διατίθενται στην αγορά, να χρησιμοποιούνται και να υφίστανται επεξεργασία στη διατροφή των ζώων υπό τους όρους που προβλέπει η άδεια.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να καθοριστεί κοινοτική διαδικασία χορήγησης άδειας για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση πρόσθετων υλών ζωοτροφών, καθώς και να θεσπιστούν κανόνες για την εποπτεία και την επισήμανση των πρόσθετων υλών ζωοτροφών και προμειγμάτων πρόσθετων υλών ζωοτροφών ώστε να δημιουργηθεί η βάση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, της υγείας και της καλής διαβίωσης των ζώων, του περιβάλλοντος και των συμφερόντων των χρηστών και των καταναλωτών όσον αφορά τις πρόσθετες ύλες ζωοτροφών, ενώ ταυτόχρονα θα εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»

5        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού:

«Ουδείς διαθέτει στην αγορά, επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί μια πρόσθετη ύλη ζωοτροφών χωρίς να:

α)      καλύπτεται από άδεια που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό».

6        Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο ενδιαφερόμενος για την απόκτηση άδειας μιας πρόσθετης ύλης ζωοτροφών ή μιας νέας χρήσης μιας πρόσθετης ύλης ζωοτροφών υποβάλλει σχετική αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 7.

2.      Μια άδεια χορηγείται, απορρίπτεται, ανανεώνεται, τροποποιείται, αναστέλλεται ή ανακαλείται αποκλειστικά βάσει των όρων και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό […]».

7        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1831/2003 προβλέπει τα εξής:

«Η αίτηση χορήγησης έγκρισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού, αποστέλλεται στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή […] Η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί τα κράτη μέλη και διαβιβάζει την αίτηση στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων [(στο εξής: EFSA)].»

8        Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Η [EFSA] γνωμοδοτεί εντός έξι μηνών από την παραλαβή μιας έγκυρης αίτησης. […]

[…]

3.      Προκειμένου να προετοιμάσει τη γνώμη της, η [EFSA]:

α)      επαληθεύει ότι τα στοιχεία και τα έγγραφα που υποβάλλει ο αιτών είναι σύμφωνα με το άρθρο 7 και εξετάζει εάν η πρόσθετη ύλη ζωοτροφών πληροί τους όρους του άρθρου 5·

[…]».

9        Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού:

«Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της γνώμης της [EFSA], η Επιτροπή συντάσσει σχέδιο κανονισμού για τη χορήγηση άδειας ή για την άρνηση χορήγησης άδειας. Το εν λόγω σχέδιο λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφοι 2 και 3, την κοινοτική νομοθεσία και άλλους θεμιτούς παράγοντες που συνδέονται ευλόγως με το υπό εξέταση αντικείμενο, και ιδίως τα οφέλη για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων και για τον καταναλωτή των ζωικών προϊόντων.

Στην περίπτωση που το σχέδιο δεν συμφωνεί με τη γνώμη της [EFSA], παρέχει εξηγήσεις ως προς τους λόγους των διαφορών.

[…]»

10      Το άρθρο 10, παράγραφοι 1, 2 και 5, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, μια πρόσθετη ύλη ζωοτροφών η οποία κυκλοφορεί στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 70/524/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1970, περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 60)] […], μπορεί να διατίθεται στην αγορά και να χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται [στην εν λόγω οδηγία] και στα εκτελεστικά [της] μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, ειδικών διατάξεων για την επισήμανση όσον αφορά τις σύνθετες ζωοτροφές και τις πρώτες ύλες ζωοτροφών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)      εντός ενός έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που διαθέτουν πρώτα στην αγορά την πρόσθετη ύλη ζωοτροφών ή οιοσδήποτε άλλος ενδιαφερόμενος ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή. […]·

[…]

2.      Μια αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 7, το αργότερο ένα έτος πριν από την ημερομηνία λήξης της χορηγηθείσας άδειας σύμφωνα με την [οδηγία 70/524] για τις πρόσθετες ύλες με άδεια ορισμένου χρόνου, και εντός επτά ετών, κατ’ ανώτατο όριο, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού για τις πρόσθετες ύλες με άδεια αορίστου χρόνου […] Είναι δυνατό να εγκριθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2, λεπτομερές χρονοδιάγραμμα στο οποίο καταγράφονται, κατά σειρά προτεραιότητας, οι διάφορες κατηγορίες προσθέτων υλών προς επαναξιολόγηση. […]

[…]

5.      Αν η γνωστοποίηση και τα συνοδευτικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα ή διαπιστώνεται ότι είναι αναληθή, ή όταν η αίτηση δεν υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 εντός της ορισθείσας περιόδου, εκδίδεται κανονισμός, με την διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2, με τον οποίο απαιτείται η απόσυρση των πρόσθετων υλών από την αγορά. Ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να προβλέψει τη δυνατότητα χορήγησης περιορισμένης προθεσμίας εντός της οποίας τα υφιστάμενα αποθέματα του προϊόντος θα έχουν καταναλωθεί.»

11      Το παράρτημα I, σημείο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1831/2003 ορίζει τα εξής:

«Στην κατηγορία αισθητικές πρόσθετες ύλες» περιλαμβάνονται οι ακόλουθες λειτουργικές ομάδες:

[…]

β)      αρωματικές σύνθετες ουσίες: ουσίες οι οποίες όταν ενσωματώνονται στις ζωοτροφές αυξάνουν την οσμή ή τη γευστικότητά τους.»

 Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 230/2013

12      Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 230/2013 της Επιτροπής, της 14ης Μαρτίου 2013, σχετικά με την απόσυρση από την αγορά ορισμένων πρόσθετων υλών ζωοτροφών που ανήκουν στην ομάδα των αρτυματικών υλών και διεγερτικών της όρεξης (ΕΕ 2013, L 80, σ. 1), εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1831/2003, στην αρχική του διατύπωση.

13      Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 230/2013 ορίζει τα εξής:

«Οι πρόσθετες ύλες ζωοτροφών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος και ανήκουν στην ομάδα “αρτυματικές ύλες και διεγερτικά της όρεξης” αποσύρονται από την αγορά.»

14      Στο μέρος A του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπό τον τίτλο «Φυσικά προϊόντα και τα αντίστοιχα συνθετικά προϊόντα», οι ακόλουθες πρόσθετες ύλες:

«Citrus × paradisi Macfad.: Συμπύκνωμα φράπας CoE 140/εκχύλισμα φλοιού [εσπεριδοειδών] CAS 94266-47-4 FEMA 2318 Einecs 304-454-3 αποτερπενωμένο έλαιο φράπας CAS 90045-43-5 CoE 140/ αιθέριο έλαιο φράπας CoE 140/βάμμα φράπας CoE 140/τερπένια φράπας CoE 140».

 Ο εκτελεστικός κανονισμός 2021/758

15      Όπως και ο εκτελεστικός κανονισμός 230/2013, ο εκτελεστικός κανονισμός 2021/758 εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 1831/2003.

16      H αιτιολογική σκέψη 7 του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758 έχει ως εξής:

«Η απόσυρση από την αγορά των προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα I δεν εμποδίζει την αδειοδότησή τους ή την υπαγωγή τους σε μέτρο για το καθεστώς τους σύμφωνα με τον κανονισμό [1831/2003].»

17      Το άρθρο 1 του εκτελεστικού αυτού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι πρόσθετες ύλες ζωοτροφών που ορίζονται στο παράρτημα I αποσύρονται από την αγορά για τα ζωικά είδη ή τις κατηγορίες ζώων που αναφέρονται στο εν λόγω παράρτημα.»

18      Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, του εκτελεστικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα υπάρχοντα αποθέματα των πρόσθετων υλών ζωοτροφών που παρατίθενται στα κεφάλαια I.Α και I.Γ του παραρτήματος I μπορούν να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται έως τις 30 Μαΐου 2022.

[…]

3.      Οι σύνθετες ζωοτροφές και οι πρώτες ύλες ζωοτροφών που παράγονται με τις πρόσθετες ύλες οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 […] μπορούν να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται έως τις 30 Μαΐου 2023.»

19      Το παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758 απαριθμεί τις πρόσθετες ύλες ζωοτροφών που αποσύρονται από την αγορά, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 αυτού. Το μέρος 1 του κεφαλαίου I.A του εν λόγω παραρτήματος παραθέτει τις πρόσθετες ύλες που αποσύρονται από την αγορά για όλα τα ζωικά είδη και τις κατηγορίες ζώων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, υπό τον τίτλο «Αρτυματικές ύλες και διεγερτικά της όρεξης – Φυσικά προϊόντα – βοτανικά», οι ακόλουθες πρόσθετες ύλες:

«Citrus × paradisi Macfad.: εκθλίψιμο έλαιο γκρέιπφρουτ CAS 8016-20-4 FEMA 2530 CoE 140 Einecs 289-904-6/εκχύλισμα γκρέιπφρουτ CoE 140».

 Το γερμανικό δίκαιο

20      Το άρθρο 21, παράγραφος 3, του Lebensmittel- und Futtermittelgesetzbuch (κώδικα τροφίμων και ζωοτροφών) προβλέπει τα εξής:

«Εφόσον δεν ορίζεται άλλως στη δεύτερη περίοδο, οι ζωοτροφές για τις οποίες,

1.      κατά την παραγωγή ή την επεξεργασία τους,

[…]

β)      έχει χρησιμοποιηθεί πρόσθετη ύλη ζωοτροφών που εμπίπτει σε κατηγορία διαφορετική από την προβλεπόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού [1831/2003]

[…]

δεν πρέπει να διατίθενται στην αγορά ούτε να χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές. Η πρώτη περίοδος, σημείο 1, δεν εφαρμόζεται όταν η χρήση πρόσθετης ύλης ζωοτροφών επιτρέπεται με νομική πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει άμεση εφαρμογή και η χρησιμοποιούμενη πρόσθετη ύλη ζωοτροφών ή η ζωοτροφή είναι σύμφωνη με απαίτηση καθοριζόμενη στο πλαίσιο αυτής της άμεσα εφαρμοστέας νομικής πράξης ή στον κανονισμό [1831/2003], εφόσον προβλέπεται τέτοια απαίτηση. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21      Η cdVet παράγει και εμπορεύεται ζωοτροφές, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το προϊόν «DarmRein Pulver/GutClean Powder», μια συμπληρωματική ζωοτροφή για σκύλους, γάτες και άλλα ζώα συντροφιάς (στο εξής: επίδικο προϊόν). Το προϊόν αυτό περιέχει μια αισθητική πρόσθετη ύλη που αναγράφεται στην επισήμανσή του ως «εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ» (στο εξής: επίμαχη πρόσθετη ύλη).

22      Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 υπάλληλοι της LA‑VES διενήργησαν επίσημο έλεγχο στο εργοστάσιο της cdVet ο οποίος αφορούσε, μεταξύ άλλων, το επίδικο προϊόν. Από την εξέταση, στο πλαίσιο αυτό, του εγγράφου του προηγούμενου προμηθευτή στο οποίο προσδιορίζονταν τα χαρακτηριστικά της επίμαχης πρόσθετης ύλης (στο εξής: φύλλο προδιαγραφών) προέκυψε ότι η συγκεκριμένη πρόσθετη ύλη προσδιοριζόταν στο εν λόγω έγγραφο ως «εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ S» και ότι αποτελούνταν κυρίως από ένα εκχύλισμα που περιείχε γλυκερίνη και το οποίο παραγόταν με φυτική γλυκερίνη από σπόρους και φλοιούς γκρέιπφρουτ.

23      Κατόπιν ακροάσεως της cdVet, η LA‑VES, με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2022, της απαγόρευσε να προσφέρει προς πώληση και να διαθέτει στην αγορά το επίδικο προϊόν και διέταξε την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Η LA‑VES αιτιολόγησε την απόφασή της επί τη βάσει, κατ’ ουσίαν, ότι το εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ είχε αποσυρθεί από την αγορά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, σε συνδυασμό με το μέρος A του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 230/2013, για τον λόγο ότι δεν είχε υποβληθεί εμπροθέσμως η προβλεπόμενη στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 1831/2003 αίτηση για τη χορήγηση άδειας. Επομένως, κατά τη LA‑VES, έπρεπε να διαπιστωθεί ότι η διάθεση στην αγορά της επίμαχης πρόσθετης ύλης συνιστούσε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1831/2003 ή του άρθρου 21, παράγραφος 3, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κώδικα τροφίμων και ζωοτροφών.

24      Στις 11 Οκτωβρίου 2022 η cdVet άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής και υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Verwaltungsgericht Osnabrück (διοικητικού πρωτοδικείου Osnabrück, Γερμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι, λαμβανομένης υπόψη της σύνθεσής της, η επίμαχη πρόσθετη ύλη δεν έπρεπε να χαρακτηριστεί ως εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ, αλλά ως εκχύλισμα γκρέιπφρουτ, το οποίο αποκαλείται επίσης «εκχύλισμα φράπας».

25      Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, από το φύλλο προδιαγραφών προκύπτει σαφώς ότι η επίμαχη πρόσθετη ύλη λαμβάνεται όχι μόνο από σπόρους γκρέιπφρουτ, εξ ου και μπορεί να δικαιολογηθεί η εκ μέρους του προμηθευτή χρήση στο εν λόγω φυλλάδιο της ονομασίας «εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ», αλλά και από φλοιούς γκρέιπφρουτ.

26      Κατά την cdVet, το άρθρο 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα I, κεφάλαιο I.A, μέρος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758, προέβλεψε βεβαίως την απόσυρση, κατ’ αρχήν, από την αγορά της πρόσθετης ύλης «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ CoE 140». Εντούτοις, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού τής παρείχε τη δυνατότητα να συνεχίσει να εμπορεύεται έως τις 30 Μαΐου 2023 το επίδικο προϊόν που παρασκευάζεται με την εν λόγω πρόσθετη ύλη.

27      Εξάλλου, η cdVet εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης οι διατάξεις του κανονισμού 1831/2003, τις οποίες εφάρμοσε η LA‑VES, καθόσον ο κανονισμός αυτός επιβάλλει, κατά την άποψή της, γενική απαγόρευση εμπορίας και χρήσης όλων των πρόσθετων υλών ζωοτροφών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.

28      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η LA‑VES αντιτείνει ότι το εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ, το οποίο έχει προστεθεί ως πρόσθετη ύλη στο επίδικο προϊόν, και το εκχύλισμα γκρέιπφρουτ δεν είναι πανομοιότυπες ουσίες και ότι, επομένως, η cdVet δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί το μεταβατικό καθεστώς του άρθρου 2, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758, το οποίο αφορά μόνον το «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ».

29      Τέλος, κατά την LA‑VES, δεν υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες ως προς την αναλογικότητα του κανονισμού 1831/2003 βάσει του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι ο σκοπός του κανονισμού αυτού, ο οποίος διευκρινίζεται στην αιτιολογική του σκέψη 4, ήτοι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, της υγείας των ζώων και του περιβάλλοντος, απαιτεί κατ’ ανάγκην μια διαδικασία χορήγησης άδειας που να καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της ασφάλειας των πρόσθετων υλών ζωοτροφών, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης.

30      Λόγω των αμφιβολιών του ως προς το κύρος και την ερμηνεία της επίμαχης ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της cdVet και επανέφερε το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής της.

31      Συγκεκριμένα, πρώτον, το αιτούν δικαστήριο δεν είναι βέβαιο ότι εν προκειμένω επιτυγχάνεται ορθή στάθμιση σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, μεταξύ, αφενός, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, που κατοχυρώνονται αντιστοίχως στο άρθρο 16 και στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, και, αφετέρου, της προστασίας των εννόμων αγαθών που αντιπροσωπεύουν η υγεία των ανθρώπων και των ζώων και το περιβάλλον, την οποία επιδιώκει ο κανονισμός 1831/2003. Επισημαίνει ότι ο κανονισμός αυτός επιβάλλει γενική απαγόρευση της διάθεσης στην αγορά, της χρήσης και της επεξεργασίας των πρόσθετων υλών ζωοτροφών που δεν έχουν εγκριθεί, χωρίς να λαμβάνει συναφώς υπόψη τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως το ζήτημα ποια είναι η απόλυτη ποσότητα ή η συγκέντρωση της πρόσθετης ύλης στην εν λόγω ζωοτροφή ή αν η πρόσθετη ύλη είναι φυτική ουσία που υπάρχει και στη φύση ή συνθετική ουσία. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα συστατικά της επίμαχης πρόσθετης ύλης, των οποίων η συγκέντρωση υπολείπεται εξάλλου του ορίου ανίχνευσης, είναι αποκλειστικά φυσικής προέλευσης και, ως εκ τούτου, δεν είναι προφανές ότι μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων.

32      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη πρόσθετη ύλη αντιστοιχεί στην ουσία «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ CoE 140» που μνημονεύεται στο παράρτημα I, κεφάλαιο I.A, μέρος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758. Θεωρεί δε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η cdVet θα είχε τη δυνατότητα, δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 2, παράγραφος 3, του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, να συνεχίσει να εμπορεύεται το επίδικο προϊόν έως τις 30 Μαΐου 2023. Κατά την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεώς της, στις 30 Μαρτίου 2022, η LA‑VES δεν μπορούσε βασίμως να διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης των διατάξεων της νομοθεσίας περί ζωοτροφών.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Osnabrück (διοικητικό πρωτοδικείο Osnabrück) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Λαμβανομένων υπόψη της επιχειρηματικής ελευθερίας που προστατεύεται από το άρθρο 16 του [Χάρτη] και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, συνάδει προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη αρχή της αναλογικότητας ο [κανονισμός 1831/2003], και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού, ο οποίος, σε περίπτωση έλλειψης άδειας, επιβάλλει γενική απαγόρευση της διάθεσης στην αγορά, της χρήσης και της επεξεργασίας πρόσθετων υλών ζωοτροφών, χωρίς συνεκτίμηση των περιστάσεων της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης;

2)      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα καταφατικά, με συνέπεια ο [κανονισμός 1831/2003], και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 2 και 5, αυτού, να πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως: αντιστοιχεί το εκχύλισμα που χρησιμοποιείται από την προσφεύγουσα ως πρόσθετη ύλη ζωοτροφών, το οποίο, όπως προκύπτει από το [φύλλο προδιαγραφών], παράγεται από σπόρους και φλοιούς γκρέιπφρουτ και χαρακτηρίζεται στο φύλλο αυτό ως “εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ” (επακριβώς: εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ S), (εν πάση περιπτώσει) στην ουσία “εκχύλισμα γκρέιπφρουτ CoE 140” που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, κεφάλαιο Ι.Α., μέρος 1, αυτού;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους του κανονισμού 1831/2003, ιδίως δε του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου 4, παράγραφος 1, του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού αυτού, καθόσον επιβάλλει γενική απαγόρευση διάθεσης στην αγορά, επεξεργασίας ή χρήσης πρόσθετων υλών ζωοτροφών που δεν έχουν λάβει άδεια, και τούτο ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να εκτιμήσει το κύρος των διατάξεων αυτών υπό το πρίσμα της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 16 και στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

35      Κατ’ αρχάς, παρατηρείται, αφενός, ότι η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημά του προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1831/2003. Αφετέρου, το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού καθορίζει το καθεστώς των υφιστάμενων προϊόντων, ήτοι των πρόσθετων υλών ζωοτροφών που κυκλοφορούν στην αγορά σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με την οδηγία 70/524, όπως συμβαίνει με την επίμαχη πρόσθετη ύλη.

36      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1831/2003 προβλέπουν απλώς, κατ’ ουσίαν, ότι όποιος επιθυμεί να λάβει άδεια σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν πρέπει να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, οι διατάξεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στην εξέταση του κύρους του κανονισμού 1831/2003. Πράγματι, η διαφορά αυτή αφορά την απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά πρόσθετης ύλης για την οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση χορηγήσεως αδείας βάσει του κανονισμού αυτού και, ως εκ τούτου, ο τρόπος υποβολής μιας τέτοιας αιτήσεως δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

37      Κατά συνέπεια, εν προκειμένω απαιτείται να εξεταστεί μόνον το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 1831/2003, υπό το πρίσμα του άρθρου 16, του άρθρου 17, παράγραφος 1, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

38      Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 16 και στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα, αλλά εξετάζονται σε σχέση με την κοινωνική λειτουργία που επιτελούν (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Irish Ferries, C‑570/19, EU:C:2021:664, σκέψη 170 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Εν συνεχεία, το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη επιτρέπει την επιβολή περιορισμών στην άσκηση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

40      Τέλος, στην περίπτωση σύγκρουσης περισσότερων του ενός δικαιωμάτων που προστατεύονται από την έννομη τάξη της Ένωσης, η εκτίμηση των περιορισμών αυτών πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς να θίγονται ο αναγκαίος συμβιβασμός μεταξύ των επιταγών που συναρτώνται προς την προστασία των διαφόρων αυτών δικαιωμάτων και η ορθή στάθμισή τους (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Irish Ferries, C‑570/19, EU:C:2021:664, σκέψη 172 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 4 και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1831/2003 προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού είναι η θέσπιση, μεταξύ άλλων, μιας ενωσιακής διαδικασίας αδειοδότησης για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση πρόσθετων υλών ζωοτροφών ώστε να δημιουργηθεί η βάση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, της υγείας και της καλής διαβίωσης των ζώων, του περιβάλλοντος και των συμφερόντων των χρηστών και των καταναλωτών όσον αφορά τις πρόσθετες ύλες ζωοτροφών, ενώ ταυτόχρονα θα εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

42      Για τον σκοπό αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 1831/2003, ότι μόνον οι πρόσθετες ύλες που εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στον εν λόγω κανονισμό μπορούν να διατίθενται στην αγορά, να χρησιμοποιούνται και να υφίστανται επεξεργασία στη διατροφή των ζώων. Η εν λόγω διαδικασία έγκρισης προβλέπεται στο κεφάλαιο ΙΙ του κανονισμού, στο οποίο περιλαμβάνονται τα άρθρα 3 έως 15. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά, την επεξεργασία και τη χρήση πρόσθετων υλών ζωοτροφών χωρίς να καλύπτονται από άδεια που έχει χορηγηθεί.

43      Από τον συνδυασμό του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 3, και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1831/2003 προκύπτει ότι, κατ’ αρχάς, η EFSA γνωμοδοτεί επί της αιτήσεως χορήγησης άδειας και εξετάζει αν η συγκεκριμένη πρόσθετη ύλη πληροί τους όρους εγκρίσεως που θέτει ο κανονισμός. Στη συνέχεια, η άδεια χορηγείται ή απορρίπτεται με κανονισμό που εκδίδει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της. Κατά τη σύνταξη του σχεδίου κανονισμού για τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης άδειας, η Επιτροπή λαμβάνει ιδίως υπόψη τους εν λόγω όρους έγκρισης, και άλλους θεμιτούς παράγοντες που συνδέονται ευλόγως με το υπό εξέταση αντικείμενο, και ιδίως τα οφέλη για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων και για τον καταναλωτή των ζωικών προϊόντων.

44      Το άρθρο 10 του κανονισμού 1831/2003 προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, οι πρόσθετες ύλες ζωοτροφών που κυκλοφορούν στην αγορά, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την οδηγία 70/524 μπορούν να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι έχει υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση άδειας εντός επτά ετών, κατ’ ανώτατο όριο, από την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

45      Επομένως, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι το σύστημα αδειοδότησης που θεσπίζει ο κανονισμός 1831/2003 προβλέπεται από τον νόμο, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

46      Δεύτερον, το εν λόγω σύστημα σέβεται το βασικό περιεχόμενο της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 16 και στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πράγματι, αφενός, δεν εμποδίζει την άσκηση της δραστηριότητας παραγωγής και εμπορίας ζωοτροφών, αλλά την εξαρτά από ορισμένες προϋποθέσεις προς το συμφέρον της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και προς το συμφέρον του περιβάλλοντος (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Neptune Distribution, C‑157/14, EU:C:2015:823, σκέψη 71). Αφετέρου, το εν λόγω σύστημα αδειοδότησης δεν συνεπάγεται στέρηση της ιδιοκτησίας και, επομένως, δεν συνιστά επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψη 89).

47      Τρίτον, όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της αρχής αυτής, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς στους οποίους αυτός καλείται να προβεί σε επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως και σε σύνθετες εκτιμήσεις. Συνεπώς, η νομιμότητα μέτρου το οποίο έχει ληφθεί σε αυτούς τους τομείς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Irish Ferries, C‑570/19, EU:C:2021:664, σκέψη 151 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο ισχύει, κατ’ εξοχήν, στον κτηνιατρικό και φυτοϋγειονομικό τομέα (πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2005, ABNA κ.λπ., C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 69).

48      Συναφώς, όπως υπενθυμίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις τους, και όπως συμβαίνει και με τα συστήματα αδειοδότησης που προβλέπονται σε πολλές πράξεις της Ένωσης στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων, διαπιστώνεται ότι το σύστημα αδειοδότησης που προβλέπει ο κανονισμός 1831/2003, όπως περιγράφεται στις σκέψεις 42 έως 44 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό του, ήτοι τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, της υγείας και της καλής διαβίωσης των ζώων, του περιβάλλοντος και των συμφερόντων των χρηστών και των καταναλωτών.

49      Όσον αφορά τον σκοπό αυτόν, επισημαίνεται ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 16 και στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη τα άρθρα 35, 37 και 38 του Χάρτη, τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση, αντιστοίχως, υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, του περιβάλλοντος και των καταναλωτών. Επιπλέον, τόσο από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσο και από το άρθρο 13 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η προστασία της καλής διαβίωσης των ζώων συνιστά σκοπό γενικού συμφέροντος αναγνωριζόμενο από την Ένωση (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Centraal Israëlitisch Consistorie van België κ.λπ., C‑336/19, EU:C:2020:1031, σκέψη 63).

50      Εξάλλου, ένα σύστημα αδειοδότησης όπως το προβλεπόμενο από τον κανονισμό 1831/2003 συνιστά μέσο ικανό να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της προφύλαξης η οποία, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού αυτού, εφαρμόζεται στον εν λόγω τομέα.

51      Επισημαίνεται επίσης ότι ο κανονισμός 1831/2003 περιέχει πολλές διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, στην επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του σκοπού που επιδιώκει ο κανονισμός και των συμφερόντων των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν πρόσθετες ύλες ζωοτροφών. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη διαδικασία επαναξιολόγησης των προϊόντων που, όπως η επίμαχη πρόσθετη ύλη, κυκλοφορούν στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 70/524, τούτο ισχύει για τη μεταβατική περίοδο μέγιστης διάρκειας επτά ετών, την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού, κατά τη διάρκεια της οποίας τα προϊόντα αυτά μπορούν να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά χωρίς να έχει υποβληθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 του κανονισμού αίτηση χορηγήσεως αδείας, ή ακόμη για τη δυνατότητα της Επιτροπής, όταν απαιτεί την απόσυρση από την αγορά πρόσθετων υλών σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού, να προβλέπει μια περιορισμένη προθεσμία εντός της οποίας τα υφιστάμενα αποθέματα του οικείου προϊόντος θα έχουν καταναλωθεί. Εν προκειμένω, η Επιτροπή προέβλεψε τέτοια προθεσμία στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758, την οποία επικαλείται η cdVet στη διαφορά της κύριας δίκης.

52      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι το σύστημα αδειοδότησης που θεσπίζει ο κανονισμός 1831/2003 δεν επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι «ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης» και διερωτάται, ειδικότερα, αν ασκούν επιρροή περιστάσεις όπως η απόλυτη ποσότητα ή η συγκέντρωση της πρόσθετης ύλης στην επίμαχη ζωοτροφή ή το γεγονός ότι η πρόσθετη ύλη είναι φυσική ή συνθετική ουσία. Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι οι εκτελεστικοί κανονισμοί 230/2013 και 2021/758 απαγορεύουν την εμπορία μεγάλου αριθμού πρόσθετων υλών που περιγράφονται, στα παραρτήματά τους, ως φυσικά προϊόντα. Εξάλλου, ο καθορισμός αφηρημένων ορίων απόλυτης ποσότητας ή συγκεντρώσεως μιας πρόσθετης ύλης, χωρίς αξιολόγηση των κινδύνων της, δύσκολα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της αρχής της προφύλαξης.

53      Τέλος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758, η απόσυρση από την αγορά των πρόσθετων υλών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I του κανονισμού αυτού δεν εμποδίζει την έγκρισή τους σύμφωνα με τον κανονισμό 1831/2003. Συνεπώς, η cdVet θα μπορούσε να επικαλεστεί τις τυχόν ιδιαίτερες περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης στο πλαίσιο ενδεχόμενης υποβολής αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας για την επίμαχη πρόσθετη ύλη.

54      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 1831/2003 υπό το πρίσμα του άρθρου 16, του άρθρου 17, παράγραφος 1, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

55      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, κατά την ορθή ερμηνεία του όρου «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ» που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I, κεφάλαιο I.A, μέρος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758, ένα εκχύλισμα που παρασκευάζεται από σπόρους και φλοιούς γκρέιπφρουτ εμπίπτει στην έννοια αυτή.

56      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται, αφενός, ότι το παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού 230/2013 και το παράρτημα Ι του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758 χρησιμοποιούν, σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις, δύο διαφορετικές κοινές ονομασίες για να προσδιορίσουν το ίδιο φρούτο, του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι «Citrus × paradisi». Τέτοια είναι, παραδείγματος χάριν, η περίπτωση της απόδοσης των δύο αυτών παραρτημάτων στη γαλλική γλώσσα, όπου χρησιμοποιούνται, αντίστοιχα, οι όροι «pamplemousse (grapefruit)» και «pomélo (grapefruit)».

57      Αφετέρου, όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, το «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ» περιγράφεται στο παράρτημα I, κεφάλαιο I.A, μέρος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758 ως «αρτυματική ύλη και διεγερτικό της όρεξης».

58      Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη πρόσθετη ύλη περιγράφεται, στην ετικέτα του επίδικου προϊόντος, ως «αισθητική πρόσθετη ύλη». Το παράρτημα I, σημείο 2, του κανονισμού 1831/2003 αναφέρει ότι οι αρτυματικές ύλες ανήκουν στην κατηγορία των αισθητικών πρόσθετων υλών. Επομένως, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι η επίμαχη πρόσθετη ύλη χρησιμοποιείται πράγματι, στο επίδικο προϊόν, ως αρτυματική ύλη και διεγερτικό της όρεξης.

59      Όσον αφορά την έννοια του όρου «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ» που διαλαμβάνεται στο παράρτημα I, κεφάλαιο I.A, μέρος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758, επισημαίνεται ότι η έννοια αυτή δεν ορίζεται στον εν λόγω εκτελεστικό κανονισμό, αλλά ούτε και στον εκτελεστικό κανονισμό 230/2013.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, επισημαίνεται ότι για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της κατά το σύνηθες νόημά του στην καθομιλουμένη, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. Εξάλλου, οι εκτελεστικοί κανονισμοί πρέπει να ερμηνεύονται, κατά το δυνατό, κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023, Syngenta Agro, C‑830/21, EU:C:2023:959, σκέψεις 31 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Ο δε όρος «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ», σύμφωνα με το σύνηθες νόημά του στην καθομιλουμένη, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να περιλαμβάνει κάθε εκχύλισμα το οποίο λαμβάνεται από γκρέιπφρουτ, ανεξαρτήτως αν έχει ληφθεί από συγκεκριμένα μέρη του φρούτου αυτού ή από το φρούτο στο σύνολό του.

62      Η ερμηνεία αυτή του όρου «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ» επιρρωννύεται από τους σκοπούς της κανονιστικής ρύθμισης της οποίας αποτελεί μέρος. Πράγματι, ο εκτελεστικός κανονισμός 2021/758 αποσκοπεί στην εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 1831/2003. Ο κανονισμός 1831/2003 θεσπίζει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, την αρχή της απαγόρευσης της διαθέσεως στην αγορά, της επεξεργασίας και της χρήσης πρόσθετων υλών ζωοτροφών για τις οποίες δεν έχει χορηγηθεί άδεια. Το άρθρο 10 του κανονισμού 1831/2003 εφαρμόζει την αρχή αυτή όσον αφορά τις πρόσθετες ύλες που είχαν ήδη κυκλοφορήσει στην αγορά βάσει της οδηγίας 70/524, αλλά για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση χορηγήσεως άδειας σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, μια μεταβατική περίοδο μέγιστης διάρκειας επτά ετών, μετά τη λήξη της οποίας οι εν λόγω πρόσθετες ύλες πρέπει να αποσυρθούν από την αγορά.

63      Δεδομένου ότι η απαγόρευση αυτή αποτελεί τον γενικό κανόνα στον οποίο στηρίζεται ο κανονισμός 1831/2003, επιβάλλεται η ευρεία ερμηνεία της, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κάθε πρόσθετη ύλη η οποία δεν επιτρέπεται ρητώς, ακόμη και αν αυτή είχε προηγουμένως κυκλοφορήσει στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 70/524.

64      Επομένως, στο μέτρο που ο εκτελεστικός κανονισμός 2021/758 δεν διακρίνει μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του γκρέιπφρουτ όταν προβλέπει την απόσυρση από την αγορά της πρόσθετης ύλης «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ», πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορά τα εκχυλίσματα που λαμβάνονται από οποιοδήποτε μέρος του φρούτου ή από το φρούτο στο σύνολό του.

65      Η ερμηνεία που παρατίθεται στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως επιρρωννύεται επίσης από το παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού 230/2013, το οποίο, μεταξύ των πρόσθετων υλών που έχουν ως βάση το «Citrus × paradisi», περιλαμβάνει, ιδίως, το εκχύλισμα φλοιού εσπεριδοειδών, στο οποίο συγκαταλέγεται αναμφίβολα το εκχύλισμα φλοιού γκρέιπφρουτ. Επομένως, αν ο νομοθέτης της Ένωσης ήθελε να διακρίνει τα εκχυλίσματα που λαμβάνονται από διάφορα μέρη του φρούτου αυτού, θα το είχε διευκρινίσει, όπως έπραξε με το εκχύλισμα φλοιού εσπεριδοειδών.

66      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το παράρτημα I, κεφάλαιο I.A, μέρος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/758 έχει την έννοια ότι ως «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ», κατά τη διάταξη αυτή, νοείται και το εκχύλισμα που παρασκευάζεται από σπόρους και φλοιούς γκρέιπφρουτ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1381 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, υπό το πρίσμα του άρθρου 16, του άρθρου 17, παράγραφος 1, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)      Το παράρτημα Ι, κεφάλαιο Ι.Α, μέρος 1, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/758 της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2021, σχετικά με το καθεστώς ορισμένων προϊόντων ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την απόσυρση από την αγορά ορισμένων πρόσθετων υλών ζωοτροφών,

έχει την έννοια ότι:

ως «εκχύλισμα γκρέιπφρουτ», κατά τη διάταξη αυτή, νοείται και το εκχύλισμα που παρασκευάζεται από σπόρους και φλοιούς γκρέιπφρουτ.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.