Language of document : ECLI:EU:T:2015:235

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 29ης Απριλίου 2015 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα ληφθέντα κατά του Ιράν με σκοπό να εμποδισθεί η διάδοση των πυρηνικών όπλων — Δέσμευση κεφαλαίων — Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Παραδεκτό — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Πλάνη περί το δίκαιο — Αναλογικότητα — Δικαίωμα της ιδιοκτησίας — Αρμοδιότητα του Συμβουλίου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Επανεξέταση των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Εσφαλμένη εκτίμηση»

Στην υπόθεση T‑10/13,

Bank of Industry and Mine, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τους E. Glaser και S. Perrot, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους V. Piessevaux και M. Bishop,

καθού,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα μερικής ακυρώσεως του άρθρου 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ, περί περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 58), και, αφετέρου, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/635, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 945/2012 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012, περί της λήψεως περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 16), και της αποφάσεως που κοινοποιήθηκε με το από 14 Μαρτίου 2014 έγγραφο του Συμβουλίου, καθόσον αφορά την εγγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), και στο παράρτημα IX του κανονισμού του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Bank of Industry and Mine, είναι ιρανική τράπεζα που ελέγχεται από το Ιρανικό Δημόσιο, της οποίας ο ρόλος έγκειται στην παροχή τραπεζικών υπηρεσιών στις επιχειρήσεις του εξορυκτικού και του βιομηχανικού τομέα.

2        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που θεσπίστηκαν με σκοπό να ασκηθεί πίεση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, προκειμένου να θέσει τέρμα στις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και στην ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση των πυρηνικών όπλων).

3        Στις 26 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39). Το παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως αυτής απαριθμεί τα πρόσωπα και τις οντότητες –διαφορετικές από αυτές που υπέδειξε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, των οποίων γίνεται μνεία στο παράρτημα Ι– των οποίων τα κεφάλαια έχουν δεσμευθεί

4        Στις 23 Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/35/ΚΕΠΠΑ, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2010/413 (EE L 19, σ. 22). Το άρθρο 1, σημείο 7, της αποφάσεως αυτής προσέθεσε τη νέα διάταξη του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, που προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων «άλλων προσώπων και οντοτήτων μη υπαγόμενων στο παράρτημα Ι, τα οποία παρέχουν στήριξη στην κυβέρνηση του Ιράν και προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με αυτά, όπως κατονομάζονται στο παράρτημα ΙΙ».

5        Στις 23 Μαρτίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 267/2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1). Για την εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2012/413, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού αυτού προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΧ, τα οποία έχουν αναγνωρισθεί ότι «αποτελούν άλλα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που παρέχουν στήριξη, όπως υλική, υλικοτεχνική ή χρηματοπιστωτική, στην κυβέρνηση του Ιράν, και πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτή».

6        Στις 15 Οκτωβρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/635/ΚΕΠΠΑ, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2010/413 (EE L 282, σ. 58).

7        Το άρθρο 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635 τροποποίησε το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, που προβλέπει ότι στο εξής αντικείμενο των περιοριστικών μέτρων αποτελούν «άλλα πρόσωπα και οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι, τα οποία παρέχουν στήριξη στην Κυβέρνηση του Ιράν και οντότητες που ανήκουν ή ελέγχονται από αυτά ή πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ».

8        Το άρθρο 2 της αποφάσεως 2012/635 προσέθεσε το όνομα της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413

9        Κατά συνέπεια, στις 15 Οκτωβρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 945/2012, για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (EE L 282, σ. 16). Το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012 προσέθεσε το όνομα της προσφεύγουσας στο παράρτημα ΙΧ του κανονισμού 267/2012.

10      Στην απόφαση 2012/635 και στον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012, υιοθετήθηκε η ακόλουθη αιτιολογία έναντι της προσφεύγουσας:

«Εταιρεία κρατικής ιδιοκτησίας που χρηματοδοτεί την κυβέρνηση του Ιράν».

11      Η απόφαση 2012/635 και ο εκτελεστικός κανονισμός 945/2013 κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012, με το οποίο το Συμβούλιο επέστησε την προσοχή της επί της δυνατότητας να υποβάλει παρατηρήσεις και να του ζητήσει να επανεξετάσει τη θέση του.

12      Με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 2013, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τη νομιμότητα της εγγραφής της στους καταλόγους των οντοτήτων που αφορούν τα περιοριστικά μέτρα και ζήτησε από το Συμβούλιο να την επανεξετάσει. Ζήτησε επίσης να της κοινοποιηθεί το σύνολο του φακέλου, επί τη βάσει το οποίου εκδόθηκαν η απόφαση 2012/635 και ο εκτελεστικός κανονισμός 945/2012.

13      Το Συμβούλιο απάντησε με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2013, στην οποία είχαν επισυναφθεί διάφορα έγγραφα. Το Συμβούλιο ανέφερε ότι δεν είχε στην κατοχή του άλλα έγγραφα ή στοιχεία σχετικά με την προσφεύγουσα.

14      Με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι, κατόπιν επανεξετάσεως, διατηρήθηκε η εγγραφή του ονόματός της στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος IΧ του κανονισμού 267/2012. Ανέφερε, συναφώς, ότι η προσφεύγουσα ανήκε στο Ιρανικό Δημόσιο, ότι η Ιρανική Κυβέρνηση ήταν, επομένως, ο αποδέκτης των κερδών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα και ότι η καταπολέμηση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων δικαιολογούσε τη δέσμευση των κεφαλαίων των οντοτήτων που παρείχαν χρηματοοικονομική στήριξη στην εν λόγω κυβέρνηση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιανουαρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

17      Με έγγραφο της 16ης Απριλίου 2014, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της βάσει του εγγράφου του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2014.

18      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατ’ άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι κλήθηκαν, με έγγραφο της 10ης Ιουλίου 2014, να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Το Συμβούλιο και η προσφεύγουσα υπέβαλαν τις απαντήσεις τους, αντιστοίχως, στις 27 Ιουλίου και στις 15 Αυγούστου 2014.

19      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2014.

20      Λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που παρέσχε στις απαντήσεις της 15ης Αυγούστου 2014, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635, στο μέτρο που η διάταξη αυτή τροποποίησε το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413,

–        να ακυρώσει την απόφαση 2012/635, τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012 και την απόφαση που κοινοποιήθηκε με το έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2014, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές αφορούν την εγγραφή της στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/212,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την αναρμοδιότητα του Συμβουλίου να εκδώσει την απόφαση 2012/635 και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012 και την έλλειψη νομικής βάσεως αυτού. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, την παράβαση της υποχρεώσεως του Συμβουλίου να επανεξετάσει τα περιοριστικά μέτρα και προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας σε αποτελεσματική έννομη προστασία. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας σχετικά με την έννοια της παροχής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από πλάνη περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ο έκτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

23      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη για διάφορους λόγους.

24      Πριν εξετάσω τις ενστάσεις απαραδέκτου που προβάλλει το Συμβούλιο και τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, προσήκει να εξετασθεί η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του πρώτου αιτήματος της προσφεύγουσας.

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

25      Με το πρώτο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του άρθρου 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635, καθόσον η διάταξη αυτή τροποποίησε το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413.

26      Καθόσον αφορά το πρώτο αίτημα της προσφεύγουσας, το άρθρο 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635 ορίζει τα εξής:

«Το άρθρο 20 [της αποφάσεως 2010/413] τροποποιείται ως εξής:

α)      Η παράγραφος 1, στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

[…]

γ)      άλλα πρόσωπα και οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι, τα οποία παρέχουν στήριξη στην Κυβέρνηση του Ιράν και οντότητες που ανήκουν ή ελέγχονται από αυτά ή πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ.

[…]»

27      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι τόσο το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, όσο και το άρθρο 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635 είναι διατάξεις που θεσπίσθηκαν επί τη βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, η οποία είναι διάταξη σχετική με την εξωτερική πολιτική και την πολική κοινής ασφάλειας (στο εξής: ΚΕΠΠΑ) υπό την έννοια του άρθρου 275 ΣΛΕΕ. Πάντως, κατά το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των προσφυγών που ασκούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και αφορούν τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων που προβλέπουν περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων, τις οποίες θεσπίζει το Συμβούλιο βάσει του τίτλου V, κεφάλαιο 2, της Συνθήκης [ΕΕ]. Όπως τόνισε το Δικαστήριο, αναφορικά με τις πράξεις που εκδόθηκαν επί τη βάσει των διατάξεων σχετικά με την ΚΕΠΠΑ, ο ατομικός ακριβώς χαρακτήρας των πράξεων αυτών διασφαλίζει, σύμφωνα με το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την πρόσβαση στον δικαστή της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2014, Sina Bank κατά Συμβουλίου, T‑67/12, EU:T:2014:348, σκέψη 38 και παρατιθέμενη νομολογία.

28      Τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635, είναι μέτρα γενικής ισχύος, εφόσον στηρίζονται σε καταστάσεις που καθορίζονται αντικειμενικά, ως αναφερόμενες σε στήριξη της Ιρανικής Κυβερνήσεως και σε κατηγορία προσώπων που αντιμετωπίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο ως «πρόσωπα και οντότητες […] όπως απαριθμούνται στο παράρτημα II [της αποφάσεως 2010/413]». Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «απόφαση προβλέπουσα περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων», υπό την έννοια του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Sina Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 27 ανωτέρω, EU:T:2014:348, σκέψη 39).

29      Η λύση αυτή δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι το όνομα της προσφεύγουσας επαναλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413. Πράγματι, το γεγονός ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635, εφαρμόστηκε στην προσφεύγουσα δεν μεταβάλλει τη νομική φύση της ως πράξεως γενικής ισχύος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Sina Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 27 ανωτέρω, EU:T:2014:348, σκέψη 39).

30      Επομένως, το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 1, σημείο 8, της αποφάσεως 2012/635, καθόσον τροποποίησε το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, δεν συνάδει προς τους κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου και προβλέπονται στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως προβαλλόμενο ενώπιον δικαστηρίου που στερείται αρμοδιότητας να επιληφθεί αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Sina Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 27 ανωτέρω, EU:T:2014:348, σκέψη 40).

 Επί του παραδεκτού

 Επί της τηρήσεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής όσον αφορά την απόφαση 2012/635 και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012

31      Κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφυγές ακυρώσεως ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

32      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται, λόγω αποστάσεως, κατά δέκα ημέρες.

33      Όσον αφορά τις πράξεις με τις οποίες θεσπίσθηκαν ή διατηρήθηκαν σε ισχύ περιοριστικά μέτρα που αφορούν ένα πρόσωπο ή μια οντότητα, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως τρέχει από την ημερομηνία της κοινοποιήσεως που πρέπει να γίνει προς το ίδιο αυτό πρόσωπο ή οντότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 23ης Απριλίου 2013, Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑478/11 P έως C‑482/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:258, σκέψεις 55 και 59).

34      Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 267/2012, όταν η διεύθυνση του προσώπου ή της οντότητας είναι γνωστή, το Συμβούλιο τους κοινοποιεί απευθείας τις οικείες πράξεις.

35      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012 με το οποίο κοινοποίησε την απόφαση 2012/635 και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012 στην προσφεύγουσα παραδόθηκε στην τελευταία στις 28 Οκτωβρίου 2012. Στηρίζει το επιχείρημά του στην απόδειξη παραλαβής του εγγράφου αυτού, καθώς και σε ένα στιγμιότυπο οθόνης στον διαδικτυακό τόπο του ιρανικού ταχυδρομείου, που διαβιβάστηκε κατόπιν αιτήσεώς του από το βελγικό ταχυδρομείο.

36      Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η προθεσμία προσφυγής των δύο μηνών και δέκα ημερών εξέπνευσε στις 7 Ιανουαρίου 2013, πράγμα που σημαίνει ότι η υπό κρίση προσφυγή, ασκηθείσα στις 9 Ιανουαρίου 2013, ήταν εκπρόθεσμη και, επομένως, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

37      Η προσφεύγουσα αντιτάσσει ότι, κατά την αποστολή του εγγράφου της 16ης Οκτωβρίου 2012, το Συμβούλιο ανέφερε εσφαλμένο αριθμό οδού και ότι το εν λόγω έγγραφο παραδόθηκε, κατά συνέπεια, στις 28 Οκτωβρίου 2012, σε τρίτη οντότητα, εγκατεστημένη στον αριθμό αυτό. Η οντότητα αυτή απέστειλε το έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012 με απλή επιστολή στην προσφεύγουσα, η οποία το παρέλαβε στις 31 Οκτωβρίου 2012. Προς στήριξη των όσων υποστηρίζει, η προσφεύγουσα προσκόμισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αντίγραφο της επιστολής της 16ης Οκτωβρίου 2012 που φέρει την εσωτερική της σφραγίδα της 31ης Οκτωβρίου 2012, καθώς και δήλωση του διευθυντή του ιρανικού ταχυδρομείου που αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες το έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012 έφθασε στον προορισμό του.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η προσφυγή κατατέθηκε εμπροθέσμως.

39      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, στο μέτρο που το Συμβούλιο επικαλείται την εκπρόθεσμη κατάθεση του δικογράφου, οφείλει να αποδείξει την ημερομηνία κατά την οποία το έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012 κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Ιουνίου 1980, Belfiore κατά Επιτροπής, 108/79, Συλλογή, EU:C:1980:146, σκέψη 7).

40      Συναφώς, από τα στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο προκύπτει ότι το έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012 απεστάλη ως συστημένο με αποδεικτικό παραλαβής, απευθύνθηκε στην προσφεύγουσα, στη διεύθυνση «No. 2817 Firouzeh Tower (above park junction) Valiaar St. Tehran IRAN», και παραδόθηκε έναντι υπογραφής στις 28 Οκτωβρίου 2012.

41      Πάντως, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, η διεύθυνση που αναφέρει το Συμβούλιο είναι εσφαλμένη όσον αφορά τον αριθμό της οδού, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είναι εγκατεστημένη στον αριθμό 2917 της Valiaar St., και όχι στον αριθμό 2817. Επιπλέον, το αποδεικτικό παραλαβής δεν παρέχει τη δυνατότητα εντοπισμού του προσώπου ή της οντότητας στο οποίο πράγματι παραδόθηκε το έγγραφο από το ιρανικό ταχυδρομείο.

42      Επομένως, το Συμβούλιο δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι το έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012 παραδόθηκε στην προσφεύγουσα στις 28 Οκτωβρίου 2012.

43      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των εκτεθέντων στη σκέψη 39 ανωτέρω, η αμφιβολία ως προς την ημερομηνία κοινοποιήσεως του εγγράφου της 16ης Οκτωβρίου 2012, η οποία απορρέει από την έλλειψη αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων που πιστοποιούν την ημερομηνία αυτή, λειτουργεί υπέρ της προσφεύγουσας. Πάντως, το γεγονός που προβάλλει η προσφεύγουσα, ότι δηλαδή το έγγραφο αυτό της παραδόθηκε μόλις στις 31 Οκτωβρίου 2012, αφού της απεστάλη από τρίτη οντότητα, δεν αντικρούεται από τα στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο και επιρρωννύεται από αυτά που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

44      Επομένως, ως ημερομηνία κοινοποιήσεως του εγγράφου της 16ης Οκτωβρίου 2012 στην προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί η 31η Οκτωβρίου 2012.

45      Κατά συνέπεια, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012 εξέπνευσε στις 10 Ιανουαρίου 2013, όπερ σημαίνει ότι η προσφυγή που κατατέθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2013 ασκήθηκε εμπροθέσμως.

46      Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που ήγειρε το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που αντλείται από το γεγονός ότι οι προβαλλόμενοι προς στήριξη της προσφυγής λόγοι ακυρώσεως ερείδονται επί της εκ μέρους της προσφεύγουσας επικλήσεως της προστασίας και των εγγυήσεων που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα

47      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής, υποστηρίζοντας ότι, ως ιρανικός δημόσιος φορέας, η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να επικαλεστεί προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της.

48      Πάντως, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της παρούσας προσφυγής, αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ότι η προσφεύγουσα νομιμοποιείται να αμφισβητήσει, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την εγγραφή της στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στις επίμαχες πράξεις, καθόσον η εγγραφή αυτή την αφορούσε άμεσα και ατομικά υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 50).

49      Επομένως, η επιχειρηματολογία σχετικά με το κατά πόσον η προσφεύγουσα έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί τις προστασίες και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ή ενός λόγου ακυρώσεως, αλλά την ουσία της διαφοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, σκέψη 48 ανωτέρω, EU:C:2013:776, σκέψη 51).

50      Συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Η απόρριψη αυτή δεν αποκλείει, λαμβανομένου υπόψη του αμυντικού ισχυρισμού τον οποίο προέβαλε το Συμβούλιο, τον έλεγχο της νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας να επικαλεσθεί την προστασία και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ο οποίος θα διενεργηθεί στις σκέψεις 53 έως 58 κατωτέρω.

 Επί της ουσίας

51      Επιβάλλεται να εξετασθεί, εκ προοιμίου, η νομιμοποίηση της προσφεύγουσας να επικαλεσθεί τις προστασίες και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, την οποία θέτει εν αμφιβόλω το Συμβούλιο.

52      Στη συνέχεια, λαμβανομένης υπόψη της δομής της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας, πρέπει να εξετασθούν από κοινού ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, που αφορούν, αφενός, τη νομιμότητα και, αφετέρου, την ερμηνεία των διατάξεων οι οποίες προβλέπουν το κριτήριο που τέθηκε σε εφαρμογή έναντι της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι τα δύο αυτά ζητήματα συνδέονται στενά μεταξύ τους. Οι άλλοι λόγοι ακυρώσεως θα εξετασθούν κατά τη σειρά με την οποία παρουσιάσθηκαν στη σκέψη 22 ανωτέρω.

 Επί της νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας να επικαλεσθεί τις προστασίες και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα

53      Κατά τη νομολογία, ούτε ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389) ούτε οι Συνθήκες περιέχουν διατάξεις αποκλείουσες από το ευεργέτημα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα νομικά πρόσωπα που αποτελούν προεκτάσεις κρατών. Αντιθέτως, οι διατάξεις του εν λόγω Χάρτη που αφορούν τους προβαλλόμενους από την προσφεύγουσα λόγους ακυρώσεως, και ιδίως τα άρθρα του 17, 41 και 47, εγγυώνται τα δικαιώματα «κάθε προσώπου», διατύπωση που καταλαμβάνει νομικά πρόσωπα όπως η προσφεύγουσα (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑35/10 και T‑7/11, EU:T:2013:397, σκέψη 65).

54      Παρά ταύτα, στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο επικαλείται το άρθρο 34 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), κατά το οποίο δεν είναι παραδεκτές οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από κυβερνητικούς οργανισμούς.

55      Πάντως, αφενός, το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ αποτελεί δικονομική διάταξη που δεν έχει εφαρμογή στις διαδικασίες ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Αφετέρου, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο ένα κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της ΕΣΔΑ να είναι συγχρόνως προσφεύγων και καθού ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, ΕΔΔΑ, απόφαση Compagnie de navigation de la République islamique d’Iran κατά Τουρκίας της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Recueil des arrêts et décisions, 2007‑V, § 81). Η συλλογιστική αυτή δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής (απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2013:397, σκέψη 67).

56      Το Συμβούλιο διατείνεται, επίσης, ότι ο κανόνας που επικαλείται στηρίζεται στο ότι ένα κράτος μπορεί να εγγυάται την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην επικράτειά του, δεν μπορεί, όμως, να απολαύει τέτοιων δικαιωμάτων.

57      Παρά ταύτα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτός ο δικαιολογητικός λόγος ισχύει σε μια εσωτερική κατάσταση, το γεγονός ότι ένα κράτος εγγυάται τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο έδαφός του δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την έκταση των δικαιωμάτων των οποίων δύνανται να απολαύουν στο έδαφος τρίτων κρατών νομικά πρόσωπα που αποτελούν προέκταση του ίδιου κράτους (απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2013:397, σκέψη 69).

58      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει κανόνα ο οποίος εμποδίζει νομικά πρόσωπα συνδεόμενα οργανικώς με τρίτα κράτη να επικαλεστούν υπέρ αυτών εαυτού τους τις προστασίες και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα, ως δημόσια οντότητα, συνδέεται οργανικώς με το Ιρανικό Κράτος, δύναται να επικαλεστεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης τα ίδια αυτά δικαιώματα, αρκεί να είναι συμβατά με την ιδιότητά της ως νομικού προσώπου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2013:397, σκέψη 70).

 Επί του πρώτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, καθώς και από πλάνη περί το δίκαιο και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας σχετικά με την έννοια της στηρίξεως της Ιρανικής Κυβερνήσεως

59      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι οι διατάξεις στις οποίες στηρίζονται τα περιοριστικά μέτρα που την αφορούν, δηλαδή, αφενός, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35 και με την απόφαση 2012/635, και, αφετέρου, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, παραβιάζουν τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, καθόσον χρησιμοποιούν ασαφή, αόριστα και ακατανόητα κριτήρια για να ορίσουν τα πρόσωπα και τις οντότητες που τα περιοριστικά μέτρα ενδέχεται να αφορούν.

60      Πράγματι, πρώτον, το κριτήριο της παροχής «στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση» που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35 και με την απόφαση 2012/635, και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 (στο εξής: επίδικο κριτήριο), είναι υπερβολικά αόριστο.

61      Δεύτερον, η ίδια διαπίστωση τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά την έννοια της «συνδέσεως» που χρησιμοποιείται στις ίδιες διατάξεις.

62      Τρίτον, η διάταξη του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 είναι ακατανόητη καθόσον αφορά την έννοια της στηρίξεως που παρέχεται σε οντότητες άλλες πλην της Ιρανικής Κυβερνήσεως.

63      Κατά συνέπεια, κατά την προσφεύγουσα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 είναι υπερβολικά αόριστα, πράγμα που σημαίνει ότι είναι παράνομα και, κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθούν ανεφάρμοστα δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

64      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι το επίδικο κριτήριο, ακόμη και αν υποτεθεί νόμιμο, αφορά αποκλειστικά την περίπτωση κατά την οποία παρέχεται ειδική συνδρομή, που συνδέεται με τις δραστηριότητες διαδόσεως πυρηνικών όπλων, από το οικείο πρόσωπο ή την οντότητα. Επομένως, η εν λόγω έννοια θα πρέπει να αφορά μόνο είτε άμεση στήριξη στις δραστηριότητες διαδόσεως πυρηνικών όπλων είτε στήριξη στην κυβέρνηση κατά την εφαρμογή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

65      Η προσφεύγουσα αναφέρεται, συναφώς, στους σκοπούς στους οποίους στηρίζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, οι οποίοι συνίστανται, κατά τη γνώμη της, αποκλειστικά στο να παρεμποδίσουν τη διάδοση των πυρηνικών όπλων και όχι στο να επηρεάσουν τομείς άσχετους προς την εν λόγω διάδοση.

66      Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτών ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας έχοντας δεχθεί την αντίθετη ερμηνεία του επίδικου κριτηρίου. Διευκρινίζει ότι η ερμηνεία αυτή παρέχει στο Συμβούλιο υπέρμετρη και αυθαίρετη εξουσία, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να δεσμεύσει τα κεφάλαια κάθε οντότητας που ανήκει στην Ιρανική Κυβέρνηση ή διατηρεί δεσμούς με αυτή.

67      Το Συμβούλιο διατείνεται, αφενός, ότι ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτοι δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Πράγματι, οι λόγοι αυτοί είναι αντιφατικοί, στο μέτρο που η προσφεύγουσα, ταυτοχρόνως, επικαλείται τον ασαφή χαρακτήρα του επίδικου κριτηρίου και διατείνεται ότι το ίδιο αυτό κριτήριο αφορά απλώς στήριξη που συνδέεται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

68      Επιπλέον, το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

69      Επιβάλλεται προκαταρκτικώς η απόρριψη της προτεινόμενης από το Συμβούλιο ενστάσεως απαραδέκτου. Πράγματι, αφενός, από την ανάγνωση των υπομνημάτων της προσφεύγουσας προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται για την περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει τον πρώτο. Αφετέρου, στα υπομνήματά του, το Συμβούλιο ήταν σε θέση να απαντήσει στους δύο λόγους ακυρώσεως, και το Γενικό Δικαστήριο είναι επίσης σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμό τους.

70      Επί της ουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε, τελευταίως, από την απόφαση 2012/635, προβλέπει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν σε «άλλα πρόσωπα και οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι, τα οποία παρέχουν στήριξη στην Κυβέρνηση του Ιράν και στις οντότητες που ανήκουν ή ελέγχονται από αυτά ή πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ». Όσον αφορά το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, αναφέρεται στα «άλλα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμο[ύς] που παρέχουν στήριξη, όπως υλική, υλικοτεχνική ή οικονομική, στην Κυβέρνηση του Ιράν, και πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτή».

71      Όσον αφορά την προσφεύγουσα, χαρακτηρίσθηκε από το Συμβούλιο στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων ως «κρατική επιχείρηση που παρέχει χρηματοοικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση».

72      Η αιτιολογία αυτή υποδηλώνει ότι πρέπει να απορριφθούν εκ προοιμίου ως αλυσιτελή τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από τον υποτιθέμενο αόριστο χαρακτήρα της έννοιας της «συνδέσεως» και από τον υποτιθέμενο ακατανόητο χαρακτήρα του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, όσον αφορά την έννοια της στηρίξεως που παρέχεται σε οντότητες διαφορετικές από την Ιρανική Κυβέρνηση (βλ. σκέψεις 61 και 62 ανωτέρω). Πράγματι, από την υπομνησθείσα στην προηγούμενη σκέψη αιτιολογία προκύπτει σαφώς ότι, κατά το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα παρέχει άμεσα ενίσχυση ή στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, μάλλον, παρά ότι «συνδέεται» ή ότι παρέχει στήριξη σε οντότητες διαφορετικές από αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν την έννοια της «συνδέσεως» και την περίπτωση στηρίξεως που παρέχεται σε οντότητες άλλες πλην της Ιρανικής Κυβερνήσεως είναι βάσιμα, δεν δικαιολογούν την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων στο μέτρο που αφορούν την εγγραφή της προσφεύγουσας.

73      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθούν μόνο τα επιχειρήματα που αφορούν τον υποτιθέμενο αόριστο χαρακτήρα του επιδίκου κριτηρίου και την ερμηνεία του κριτηρίου αυτού που πρέπει να γίνει δεκτή.

74      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη, να διασφαλίζουν τον, κατ’ αρχήν, πλήρη έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης από πλευράς των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης. Η υποχρέωση αυτή καθιερώνεται ρητώς από το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, C‑280/12 P, EU:C:2013:775, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, σκέψη 48 ανωτέρω, EU:C:2013:776, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75      Εξάλλου, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον γενικό και αόριστο ορισμό των νομικών κριτηρίων και του τρόπου λήψεως των περιοριστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, οι κανόνες γενικής ισχύος που ορίζουν τα εν λόγω κριτήρια και τον τρόπο λήψεως, όπως οι διατάξεις της αποφάσεως 2010/413 και του κανονισμού 267/2012 οι οποίες προβλέπουν το επίδικο κριτήριο και τις οποίες αφορούν το πρώτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, αποτελούν το αντικείμενο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου, ο οποίος καλύπτει μόνο την εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας, αφενός, πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και, αφετέρου, καταχρήσεως εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός έλεγχος ισχύει ιδίως για την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας επί των οποίων στηρίζονται τα περιοριστικά μέτρα (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου, T‑246/08 και T‑332/08, Συλλογή, EU:T:2009:266, σκέψεις 44 και 45, και της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, Συλλογή, EU:T:2009:401, σκέψεις 35 και 36).

76      Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τη λίαν διασταλτική του διατύπωση, το επίδικο κριτήριο παρέχει εξουσία εκτιμήσεως στο Συμβούλιο. Πάντως, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εξουσία αυτή συνάδει προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και προς το δικαίωμά της ιδιοκτησίας και δεν παρέχει υπέρμετρη ή αυθαίρετη εξουσία στο Συμβούλιο.

77      Πράγματι, πρώτον, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλει, μεταξύ άλλων, οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2008, Förster, C‑158/07, Συλλογή, EU:C:2008:630, σκέψη 67), τυγχάνει, βεβαίως, εφαρμογής όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα όπως τα επίμαχα εν προκειμένω που πλήττουν σοβαρώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των οικείων προσώπων και οντοτήτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, T‑578/12, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψεις 112, 113, 116 και 117).

78      Δεύτερον, το επίδικο κριτήριο εντάσσεται σε νομικό πλαίσιο σαφώς οριοθετημένο από τους σκοπούς που επιδιώκει η ρύθμιση που διέπει τα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως 2012/35, η οποία ενσωμάτωσε το κριτήριο αυτό στο άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413, διευκρινίζει ρητώς ότι η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων θα πρέπει να εφαρμοστεί και σε άλλα πρόσωπα και οντότητες «που παρέχουν στήριξη στην κυβέρνηση του Ιράν ώστε αυτή να μπορεί να συνεχίζει πυρηνικές δραστηριότητες ικανές να συντελέσουν στη διάδοση και στην ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων, ιδίως δε σε πρόσωπα και οντότητες που παρέχουν οικονομική, υλικοτεχνική ή υλική στήριξη στην κυβέρνηση του Ιράν». Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 ορίζει επίσης ότι η στήριξη αυτή μπορεί να είναι «υλική, υλικοτεχνική ή οικονομική» (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 118).

79      Το επίδικο κριτήριο δεν αφορά, επομένως, κάθε μορφή στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση, αλλά τις μορφές στηρίξεως οι οποίες, λόγω της ποσοτικής ή της ποιοτικής σημασίας τους, συμβάλλουν στη συνέχιση των δραστηριοτήτων του Ιράν που συντελούν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Ερμηνευόμενο υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, σε σχέση με τον σκοπό που έγκειται στην άσκηση πιέσεως στην Ιρανική Κυβέρνηση προκειμένου να υποχρεωθεί να τερματίσει τις δραστηριότητές της που εγκυμονούν τον κίνδυνο διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, το επίδικο κριτήριο ορίζει, επομένως, αντικειμενικά οριοθετημένη κατηγορία προσώπων και οντοτήτων που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 119).

80      Πράγματι, υπό το πρίσμα του σκοπού των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων, της οποίας γίνεται μνεία στη σκέψη 79 ανωτέρω, από το επίδικο κριτήριο προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτό αφορά στοχευμένα και επιλεκτικά ίδιες δραστηριότητες του προσώπου ή της οικείας οντότητας και οι οποίες, ακόμη και αν δεν έχουν, αυτές καθεαυτές, άμεσο ή έμμεσο σύνδεσμο με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, είναι εντούτοις ικανές να ευνοήσουν τη διάδοση αυτή, παρέχοντας στην Ιρανική Κυβέρνηση τους πόρους ή τις διευκολύνσεις υλικής, οικονομικής ή λογιστικής φύσεως, που της επιτρέπουν να συνεχίσει τις δραστηριότητες διαδόσεως (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 120).

81      Η διαπίστωση αυτή υποδηλώνει, άλλωστε, ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία που διατύπωσε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ότι το επίδικο κριτήριο θα μπορούσε να αφορά μόνο είτε άμεση στήριξη των δραστηριοτήτων διαδόσεως των πυρηνικών όπλων είτε στήριξη στην κυβέρνηση κατά την εφαρμογή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

82      Συναφώς, η προσφεύγουσα συγχέει μεταξύ του επίδικου κριτηρίου, του μόνου που ασκεί εν προκειμένω επιρροή, και του κριτηρίου σχετικά με την παροχή «στηρ[ίξεως], σε επικίνδυνες πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν όσον αφορά τη διάδοση πυρηνικών όπλων ή την εκ μέρους του ανάπτυξη συστημάτων εκτόξευσης πυρηνικών όπλων», που διατυπώνεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 267/2012, και συνεπάγεται κάποιο βαθμό συνδέσεως με τις πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 139).

83      Πράγματι, όπως τονίσθηκε στη σκέψη 78 ανωτέρω, όσον αφορά το επίδικο κριτήριο, από την αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως 2012/35 προκύπτει σαφώς ότι τα μέτρα δεσμεύσεως των κεφαλαίων έπρεπε να εφαρμοστούν στα πρόσωπα και στις οντότητες που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, η οποία της εξασφαλίζει τη δυνατότητα να συνεχίσει τις δραστηριότητες διαδόσεως των πυρηνικών όπλων. Συνεπώς, υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ της παροχής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση και της συνεχίσεως των δραστηριοτήτων της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων στην εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, η οποία έχει ως σκοπό να στερήσει από την Ιρανική Κυβέρνηση τις πηγές εσόδων της, προκειμένου να την αναγκάσει να παύσει να αναπτύσσει το πρόγραμμά της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, λόγω ελλείψεως επαρκών οικονομικών πόρων (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 140).

84      Επομένως, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το επίδικο κριτήριο μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε οντότητα που παρέχει στήριξη, ιδίως υπό τη μορφή οικονομικής στηρίξεως, στην Ιρανική Κυβέρνηση. Αντιθέτως, δεν αφορά το σύνολο των οντοτήτων που ανήκουν στην Ιρανική Κυβέρνηση ή που διατηρούν σχέσεις με αυτήν, δηλαδή το σύνολο των Ιρανών φορολογουμένων.

85      Τρίτον, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχει στο Συμβούλιο το επίδικο κριτήριο αντισταθμίζεται από την υποχρέωση αιτιολογήσεως και από την ενίσχυση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που εγγυάται η νομολογία (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 122· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, Συλλογή, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 114).

86      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ότι το Συμβούλιο διαφύλαξε τις εγγυήσεις αυτές το δε βάσιμο της επιχειρηματολογίας της ως προς το σημείο αυτό θα εξετασθεί από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 121 έως 169 κατωτέρω.

87      Λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 74 έως 85 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επίδικο κριτήριο περιορίζει την εξουσία εκτιμήσεως του Συμβουλίου, καθόσον καθιερώνει αντικειμενικές προϋποθέσεις, και εγγυάται τον απαιτούμενο από το δίκαιο της Ένωσης βαθμό προβλεψιμότητας (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 123· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Μαΐου 2008, Evonik Degussa κατά Επιτροπής, C‑266/06 P, EU:C:2008:295, σκέψη 58).

88      Κατά συνέπεια, το εν λόγω κριτήριο συνάδει προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετο.

89      Εξάλλου, στο μέτρο που η θέσπιση μέτρων δεσμεύσεως των κεφαλαίων επί τη βάση του επίδικου κριτηρίου προβλέπεται από τις κρίσιμες διατάξεις της αποφάσεως 2010/413 και του κανονισμού 267/2012, η προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας που απορρέει από την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού συνάδει προς τη διάταξη του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που ορίζει ότι κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 124).

90      Επιπλέον, κατά τη νομολογία, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, η νομιμότητα της απαγορεύσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα απαγορευτικά μέτρα είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη των θεμιτώς επιδιωκόμενων από την επίμαχη ρύθμιση σκοπών, νοουμένου ότι, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2013:397, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

91      Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη την πρωταρχική σημασία της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, το Συμβούλιο έκρινε, χωρίς να υπερβεί τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι οι προσβολές του δικαιώματος ιδιοκτησίας που προέκυπταν από την εφαρμογή του επίδικου κριτηρίου ήσαν πρόσφορες και αναγκαίες προκειμένου να ασκηθεί πίεση στην Ιρανική Κυβέρνηση για να αναγκαστεί να παύσει τις δραστηριότητές της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C‑380/09 P, EU:C:2012:137, σκέψη 61).

92      Κατά συνέπεια, το επίδικο κριτήριο, όπως ερμηνεύθηκε στις σκέψεις 76 έως 84 ανωτέρω, συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας και δεν παρέχει στο Συμβούλιο υπέρμετρη εξουσία.

93      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει ως αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την αναρμοδιότητα του Συμβουλίου να θεσπίσει την απόφαση 2012/635 και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012 και από την έλλειψη νομίμου ερείσματος του κανονισμού αυτού

94      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο ήταν αναρμόδιο να εκδώσει την απόφαση 2012/635 και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012. Υπενθυμίζει συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, περιοριστικά μέτρα μπορεί να θεσπίσει το Συμβούλιο μετά από κοινή πρόταση του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, και της Επιτροπής.

95      Εν προκειμένω, πάντως, πρώτον, η απόφαση 2012/635 εκδόθηκε από το Συμβούλιο, το οποίο ενήργησε μόνο του, οπότε η απαίτηση που θέτει το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν τηρήθηκε. Συναφώς, το άρθρο 215 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει καμία διάκριση μεταξύ των μέτρων που θεσπίζονται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ και άλλων μέτρων και, επομένως, έχει εφαρμογή στις αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 29 ΣΕΕ, όπως η απόφαση 2012/635.

96      Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, στο μέτρο που ο εκτελεστικός κανονισμός 945/2012 εφαρμόζει την απόφαση 2012/635, στερείται νομικής βάσεως και εκδόθηκε αναρμοδίως.

97      Τρίτον, το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012 αντιβαίνει προς το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθόσον παρέχει στο Συμβούλιο, το οποίο ενεργεί μόνο του, την αρμοδιότητα να τροποποιήσει το παράρτημα IX το οποίο περιέχει τον κατάλογο των προσώπων, των οντοτήτων και των οργανισμών που πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο περιοριστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να κριθεί ότι το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προσφεύγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, πράγμα που σημαίνει, κατ’ αυτήν, ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 945/2012, που εκδόθηκε επί τη βάσει αυτού, στερείται νομικής βάσεως και εκδόθηκε αναρμοδίως και για τον λόγο αυτόν.

98      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

–       Επί των λεπτομερειών θεσπίσεως της αποφάσεως 2012/635

99      Όσον αφορά την απόφαση 2012/635, επιβάλλεται να τονισθεί, όπως έπραξε το Συμβούλιο, ότι δεν στηρίζεται στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ, αλλά μόνο στο άρθρο 29 ΣΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, που είναι αφιερωμένος στην ΚΕΠΠΑ, και το οποίο εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να ενεργεί μόνο του για την έκδοση των αποφάσεων τις οποίες αφορά.

100    Συναφώς, κατά το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, «[ε]φόσον προβλέπεται από απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο μπορεί να λαμβάνει, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 1, περιοριστικά μέτρα έναντι φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή μη κρατικών οντοτήτων».

101    Eπομένως, η προηγούμενη έκδοση αποφάσεως σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης για την ΕΕ –όπως, εν προκειμένω, η απόφαση 2012/635, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 29 ΣΕΕ– συνιστά αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να μπορέσει το Συμβούλιο να θεσπίσει περιοριστικά μέτρα δυνάμει των εξουσιών που του χορηγεί το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Πάντως, η διαπίστωση αυτή δεν συνεπάγεται ότι η έκδοση αποφάσεως όπως η απόφαση 2012/635 υπόκειται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, μάλλον, παρά στις προϋποθέσεις του ίδιου του άρθρου 29 ΣΕΕ.

102    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, εφόσον το Συμβούλιο είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 29 ΣΕΕ, να εκδώσει μόνο του την απόφαση 2012/635.

103    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί και το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο στηρίζεται στην εσφαλμένη προκείμενη ότι το Συμβούλιο δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει την απόφαση 2012/635.

–       Επί της συμβατότητας του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012 προς το άρθρο 215 ΣΛΕΕ

104    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012, το οποίο του παρέχει την εξουσία να τροποποιεί το παράρτημα ΙΧ του ιδίου κανονισμού που περιέχει τον κατάλογο των προσώπων, των οντοτήτων και των οργανισμών που πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο περιοριστικών μέτρων, εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «[ό]ταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 [ΣΕΕ] και 26 [ΣΕΕ], στο Συμβούλιο».

105    Συναφώς, επιβάλλεται εκ προοιμίου η παρατήρηση ότι ούτε το άρθρο 215 ΣΛΕΕ ούτε καμία άλλη διάταξη του πρωτογενούς δικαίου απαγορεύει να παρέχει κανονισμός που εκδόθηκε επί τη βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή στο Συμβούλιο υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν είναι απαραίτητη η θέσπιση ενιαίων προϋποθέσεων εκτελέσεως ορισμένων περιοριστικών μέτρων που προβλέπει ο κανονισμός αυτός. Ειδικότερα, από το άρθρο 215 ΣΛΕΕ δεν συνάγεται ότι τα ατομικά περιοριστικά μέτρα πρέπει να θεσπίζονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 215, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, ελλείψει κάθε αναφοράς που περιορίζει τη δυνατότητα χορηγήσεως εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 291, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να τεθεί εκποδών στον τομέα των περιοριστικών μέτρων που στηρίζονται στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 54).

106    Επιπλέον, η διαδικασία του άρθρου 215, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας το Συμβούλιο αποφασίζει μετά από κοινή πρόταση του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και της Επιτροπής, μπορεί να αποβεί απρόσφορη για τη θέσπιση απλών εκτελεστικών μέτρων. Αντιθέτως, το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ παρέχει τη δυνατότητα προβλέψεως αποτελεσματικότερης διαδικασίας εκτελέσεως, προσαρμοσμένης στον τύπο του προς εκτέλεση μέτρου και στην ικανότητα δράσεως κάθε θεσμικού οργάνου. Επομένως, οι λόγοι που οδήγησαν τους συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ να προβλέψουν τη δυνατότητα με το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, της χορηγήσεως αρμοδιοτήτων εκτελέσεως ισχύουν τόσον όσον αφορά την εφαρμογή των πράξεων που στηρίζονται στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ όσο και όσον αφορά την εφαρμογή άλλων νομικώς δεσμευτικών πράξεων (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 55).

107    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο είχε την εξουσία να προβλέψει εκτελεστικές αρμοδιότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, για τη θέσπιση των ατομικών μέτρων δεσμεύσεως των κεφαλαίων που θέτουν σε εφαρμογή το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012 (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 56).

108    Πάντως, πρέπει να εξετασθεί ακόμη αν το Συμβούλιο τήρησε τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν επιφύλαξε για το ίδιο αντί για την Επιτροπή τις επίμαχες εκτελεστικές αρμοδιότητες.

109    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κανονισμοί, όπως ο κανονισμός 267/2012, που προβλέπουν περιοριστικά μέτρα επί τη βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, αποσκοπούν στην εφαρμογή, εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ, των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 29 ΣΕΕ, στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 267/2012 εντάσσεται στην επιδίωξη των σκοπών και στην εφαρμογή των ενεργειών της Ένωσης στο πεδίο της ΚΕΠΑΑ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 60).

110    Ειδικότερα, λόγω του σκοπού τους, της φύσεώς τους και του αντικειμένου τους, περιοριστικά μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012, τα οποία αποσκοπούν στην άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν για να σταματήσει τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, συνδέονται στενότερα με την εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ από ό,τι με την άσκηση των αρμοδιοτήτων που παρέχει στην Ένωση η Συνθήκη ΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψεις 66 και 67).

111    Πάντως, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΕ, από τον συνδυασμό του άρθρου 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, με το άρθρο 29 ΣΕΕ και το άρθρο 31, παράγραφος 1, ΣΕΕ προκύπτει ότι το Συμβούλιο, έχει, κατά γενικό κανόνα, την τάση να ασκεί την αποφασιστική του εξουσία στον τομέα της ΚΕΠΠΑ με την έκδοση ομόφωνης αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑130/10, Συλλογή, EU:C:2012:472, σκέψη 47).

112    Ειδικότερα, το Συμβούλιο αποφασίζει μόνο του την εγγραφή του ονόματος προσώπου ή οντότητας στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413. Πάντως, αυτή ακριβώς η εγγραφή τίθεται σε εφαρμογή, στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ, με τη θέσπιση μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012.

113    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη του ιδιόμορφου χαρακτήρα των μέτρων που θεσπίσθηκαν δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2912, της ανάγκης διασφαλίσεως της συνοχής μεταξύ του καταλόγου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 και αυτού που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΧ του κανονισμού 267/2012, καθώς του ότι η Επιτροπή δεν έχει πρόσβαση στα δεδομένα των υπηρεσιών πληροφοριών των κρατών μελών που μπορεί να αποβούν αναγκαίες για την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων, το Συμβούλιο ορθώς εκτίμησε ότι η εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2010, σχετικά με τη δέσμευση των κεφαλαίων, συνιστούσε ειδική περίπτωση υπό την έννοια του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και ότι είχε, κατά συνέπεια, την αρμοδιότητα να προχωρήσει στην εφαρμογή του με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψεις 68 έως 73).

114    Όσον αφορά το ζήτημα αν η ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως δικαιολογήθηκε προσηκόντως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το Συμβούλιο δεν όρισε ρητώς, στον κανονισμό 267/2012, ότι είχε την αρμοδιότητα να προχωρήσει σε εφαρμογή, για τους λόγους που εκτέθηκαν συνοπτικά στη σκέψη 113 ανωτέρω. Πάντως, η δικαιολόγηση της σχετικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου, στο άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012 προκύπτει από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων και διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, στο πλαίσιο της συναρθρώσεως των κρίσιμων διατάξεων της Συνθήκης ΕΕ και της Συνθήκης ΛΕΕ στον τομέα της δεσμεύσεως των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 77).

115    Πράγματι, πρώτον, το Συμβούλιο αναφέρθηκε ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 267/2012, στην άσκηση της αρμοδιότητάς του στον τομέα της «[καταχωρίσεως] των προσώπων που υπόκεινται σε μέτρα δέσμευσης [των κεφαλαίων]» καθώς και στην επέμβασή του στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως των αποφάσεων εγγραφής ανάλογα με τις παρατηρήσεις ή τα νέα αποδεικτικά στοιχεία εκ μέρους των οικείων προσώπων (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 78).

116    Δεύτερον, οι διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 14 του ίδιου κανονισμού, παρέχουν τη δυνατότητα να γίνει αντιληπτό ότι η εφαρμογή των μέτρων δεσμεύσεως των κεφαλαίων έναντι προσώπων ή οντοτήτων εμπίπτει περισσότερο στον τομέα δράσεως του Συμβουλίου στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, παρά στο πεδίο μέτρων οικονομικής φύσεως που θεσπίζονται κατά κανόνα στον τομέα της Συνθήκης ΛΕΕ (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψεις 79 και 80).

117    Tρίτον, ο παραλληλισμός μεταξύ των περιοριστικών μέτρων που θεσπίσθηκαν δυνάμει της αποφάσεως 2010/413 και αυτών που θεσπίσθηκαν δυνάμει του κανονισμού 267/2012 εκφράζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 11 επ. του κανονισμού αυτού, από τις οποίες προκύπτει ότι ο εν λόγω κανονισμός θέτει σε εφαρμογή τις τροποποιήσεις της αποφάσεως 2010/413 που εισήγαγε η απόφαση 2012/35. Ομοίως, η ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής μεταξύ του καταλόγου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2012/413 και αυτού που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΧ του κανονισμού 267/2012 προκύπτει από τη μελέτη των αιτιολογικών σκέψεων των εκτελεστικών κανονισμών που τροποποιούν το εν λόγω παράρτημα IX, και, μεταξύ άλλων, της αιτιολογικής σκέψεως 2 του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012, η οποία αναφέρεται ρητώς στην απόφαση 2012/635 (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 81).

118    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ειδικοί λόγοι για την ανάθεση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στο Συμβούλιο, στο άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012, προκύπτουν κατά τρόπο επαρκώς κατανοητό από τις κρίσιμες διατάξεις και από το συνολικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο εν λόγω κανονισμός (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 77 ανωτέρω, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 82).

119    Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ για να είναι δυνατή η χορήγηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στο Συμβούλιο συνέτρεχαν όσον αφορά το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί καμία παράβαση του άρθρου 215 ΣΛΕΕ στο Συμβούλιο.

120    Υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως αυτής, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο επιχείρημα της προσφεύγουσας και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, παράβαση της υποχρεώσεως του Συμβουλίου να επανεξετάσει τα θεσπισθέντα περιοριστικά μέτρα και προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας σε αποτελεσματική δικαστική προστασία

121    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, παρέβη την υποχρέωση επανεξετάσεως των περιοριστικών μέτρων και προσέβαλε το δικαίωμα της προσφεύγουσας σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

–       Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

122    Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως είναι πλημμελής και το κύρος της δύναται να αμφισβητηθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή αυτό τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑417/11 P, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

123    Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στον μεν θιγόμενο να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 122 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124    Στο μέτρο που δεν παρέχεται στον θιγόμενο δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση της αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι ακόμη σημαντικότερη, καθόσον αποτελεί τη μοναδική εγγύηση που του επιτρέπει, τουλάχιστον μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, να ασκήσει λυσιτελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 122 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

125    Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει να εκθέτει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο της ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα στον ενδιαφερόμενο (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 122 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126    Ωστόσο, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 122 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

127    Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του έναντι αυτού ληφθέντος μέτρου (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 122 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η απόφαση 2012/635 και ο εκτελεστικός κανονισμός 945/2012 δεν αιτιολογούνται επαρκώς κατά νόμον, στο μέτρο που αφορούν την εγγραφή της.

129    Πράγματι, κατά την προσφεύγουσα, από τη μία πλευρά, το Συμβούλιο δεν προσδιόρισε το κριτήριο, μεταξύ των προβλεπομένων στο άρθρο 20 της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23 του κανονισμού 267/2012, στο οποίο στηρίχθηκε για να θεσπίσει τα περιοριστικά μέτρα που την αφορούν.

130    Από την άλλη πλευρά, το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε τους τρόπους, τη φύση ή την έκταση της οικονομικής ενισχύσεως που φέρεται ότι παρέσχε στην Ιρανική Κυβέρνηση. Ειδικότερα, δεν εντόπισε τις ειδικές χρηματοοικονομικές ενέργειες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τα μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος της, ή ακόμη τη σχέση μεταξύ των ενεργειών αυτών και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων. Η εν λόγω ανεπάρκεια αιτιολογία δεν μπορεί να θεραπευθεί με την εκ των υστέρων διαπίστωση του Συμβουλίου, η οποία διατυπώθηκε στο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η θέσπιση των μέτρων δεσμεύσεως των κεφαλαίων εις βάρος της δικαιολογείται από τις καταβολές των μερισμάτων, υπό την ιδιότητά της ως δημόσιας επιχειρήσεως, στον μέτοχό της.

131    Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

132    Πρέπει να υπομνησθεί, εκ προοιμίου, ότι η προσφεύγουσα χαρακτηρίσθηκε ως «[ε]ταιρεία κρατικής ιδιοκτησίας που χρηματοδοτεί την κυβέρνηση του Ιράν».

133    Πρώτον, από την παρασχεθείσα αιτιολογία προκύπτει ρητώς ότι τα περιοριστικά μέτρα αφορούν την προσφεύγουσα επί τη βάσει του επιδίκου κριτηρίου.

134    Δεύτερον, βεβαίως είναι αληθές ότι η αιτιολογία που αφορά την προσφεύγουσα δεν περιέχει διευκρινίσεις για τον τρόπο και την έκταση της στηρίξεως που φέρεται ότι παρέσχε στην Ιρανική Κυβέρνηση, ενώ η μόνη διευκρίνιση που παρέχει το Συμβούλιο είναι ότι η στήριξη αυτή είναι χρηματοοικονομικής φύσεως.

135    Επομένως, παρά τον λακωνικό χαρακτήρα της παρασχεθείσας αιτιολογίας, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να αντιληφθεί το ουσιώδες περιεχόμενο των πραγματικών περιστατικών που το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του εις βάρος της και να αμυνθεί προσηκόντως.

136    Πράγματι, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε ρητώς στην περίπτωση «φυσικού ή νομικού προσώπου διαφορετικού από το κράτος», το οποίο χρηματοδοτεί, «με τους φόρους του ή, ενδεχομένως, προκειμένου για δημόσιες επιχειρήσεις, τα μερίσματα που καταβάλλονται στον μέτοχο, έναν προϋπολογισμό στον οποίο τα ποσά που καταβάλλονται συγχέονται στη μάζα των εσόδων και δεν αφιερώνονται, εξ ορισμού, στην κάλυψη ειδικής δαπάνης, ιδίως της κρατικής δραστηριότητας που θεωρείται παράνομη», για να υποστηρίξει ότι, στην περίπτωση αυτή, δεν ετύγχανε εφαρμογής η έννοια της παροχής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση.

137    Eπομένως, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να εντοπίσει, στους λόγους της εγγραφής της, ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, ως εταιρία κρατικής ιδιοκτησίας, παρέσχε χρηματοοικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση με τη μεταφορά των οικονομικών πόρων της. Ήταν επίσης σε θέση να αμφισβητήσει τη σημασία και τη νομιμότητα του στοιχείου αυτού.

138    Ομοίως, η αιτιολογία στην οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο παρέχει τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων.

139    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτιολογία που περιλαμβάνεται στην απόφαση 2012/635 και στον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012, καίτοι ιδιαιτέρως συνοπτική, είναι επαρκής.

140    Τρίτον, η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι οι διευκρινίσεις που παρέσχε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως ούτε συνιστούν εκ των υστέρων αιτιολογία την οποία δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψη το Γενικό Δικαστήριο ούτε καταδεικνύουν την ανεπάρκεια της παρασχεθείσας αιτιολογίας. Πράγματι, οι διευκρινίσεις αυτές περιορίζονται να επεξηγήσουν και να διευκρινίσουν το ουσιώδες στοιχείο που δέχθηκε το Συμβούλιο και εντόπισε η προσφεύγουσα στην απόφαση 2012/635 και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012.

141    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

–       Επί της προσβάσεως στον φάκελο

142    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι της παρεσχέθη πρόσβαση στον φάκελο μετά την εκπνοή της προθεσμίας που της ετάχθη για να ζητήσει την επανεξέταση των μέτρων που την αφορούν. Η εν λόγω καθυστερημένη γνωστοποίηση δεν συνάδει προς την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

143    Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

144    Κατά τη νομολογία, όταν έχουν κοινοποιηθεί αρκούντως ακριβείς πληροφορίες που παρέχουν στην ενδιαφερόμενη οντότητα τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της σχετικά με τα στοιχεία που δέχεται εις βάρος της το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελός του. Μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υποχρεούται το Συμβούλιο να παράσχει πρόσβαση σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα σχετικά με το επίμαχο μέτρο (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2013:397, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

145    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζήτησε την πρόσβαση στον φάκελο στις 8 Ιανουαρίου 2013, δηλαδή την παραμονή της ασκήσεως της προσφυγής της, η οποία κατατέθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2013. Το Συμβούλιο απάντησε στην αίτηση στις 10 Ιουνίου 2013.

146    Υπό τις συνθήκες αυτές, κατ’ αρχάς, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι δεν απάντησε στην αίτηση παροχής προσβάσεως στον φάκελο πριν από την κατάθεση της προσφυγής, επειδή το διάστημα μιας ημέρας που μεσολαβεί μεταξύ της αιτήσεως και της καταθέσεως της προσφυγής είναι πολύ σύντομο.

147    Στη συνέχεια, ούτε το έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012, με το οποίο το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την απόφαση 2012/635 και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012, ούτε οι ίδιες οι πράξεις, ούτε η γνώμη που απευθύνεται στο πρόσωπο στο οποίο έχουν εφαρμογή τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπουν η απόφαση 2012/413, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή με την απόφαση 2012/635, και ο κανονισμός 267/2012, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή με τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012 (ΕΕ C 312, σ. 21), προβλέπουν προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεων των οντοτήτων τις οποίες αφορούν τα περιοριστικά μέτρα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα ότι στην προσφεύγουσα παρεσχέθη πρόσβαση στον φάκελο μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής είναι προδήλως αβάσιμο.

148    Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι προθεσμία απαντήσεως άνω των πέντε μηνών είναι υπερβολική.

149    Συναφώς, το Συμβούλιο αναφέρεται στην ανάγκη να εξασφαλίσει τη συμφωνία κράτους μέλους πριν από την κοινοποίηση των επίμαχων εγγράφων. Πάντως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία, οσάκις το Συμβούλιο προτίθεται να λάβει περιοριστικά μέτρα έναντι μιας οντότητας βάσει στοιχείων παρασχεθέντων από κράτος μέλος, οφείλει να βεβαιώνεται πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων ότι τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανακοινωθούν στην ενδιαφερομένη οντότητα εγκαίρως ώστε αυτή να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Persia International Bank κατά Συμβουλίου, T‑493/10, EU:T:2013:398, σκέψη 84].

150    Εντούτοις, αφενός, η προσφεύγουσα δεν ανέπτυξε συγκεκριμένα επιχειρήματα ικανά να καταδείξουν ότι η υπερβολικά μακρά προθεσμία απαντήσεως πράγματι δυσχέρανε την άμυνά της.

151    Αφετέρου, κατά τη νομολογία, η καθυστερημένη γνωστοποίηση ενός εγγράφου επί του οποίου το Συμβούλιο στηρίχθηκε για να λάβει ή να διατηρήσει σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα έναντι μιας οντότητας δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δικαιολογούσα την ακύρωση των πράξεων που εκδόθηκαν προηγουμένως, παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι τα συγκεκριμένα περιοριστικά μέτρα δεν θα είχαν εγκύρως ληφθεί ή διατηρηθεί σε ισχύ αν το έγγραφο που γνωστοποιήθηκε με καθυστέρηση δεν είχε περιληφθεί στα επιβαρυντικά για την οντότητα στοιχεία (απόφαση Persia International Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 149 ανωτέρω, EU:T:2013:398, σκέψη 85).

152    Πάντως, εν προκειμένω, από τον έλεγχο που θα πραγματοποιηθεί στη συνέχεια, στις σκέψεις 170 έως 189, προκύπτει ότι τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν την προσφεύγουσα είναι βάσιμα, ακόμη και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα έγγραφα που κοινοποίησε το Συμβούλιο στην από 10 Ιουνίου 2013 απάντησή του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράβαση της υποχρεώσεως έγκαιρης παροχής προσβάσεως στον φάκελο δεν δικαιολογεί την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων.

153    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της υποχρεώσεως ετήσιας επανεξετάσεως των θεσπισθέντων περιοριστικών μέτρων

154    Στην προσαρμογή των αιτημάτων της 16ης Απριλίου 2014, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του να επανεξετάζει ετησίως τα περιοριστικά μέτρα που θέσπισε, εφόσον της κοινοποιήθηκε η διατήρηση των εν λόγω μέτρων μόλις στις 14 Μαρτίου 2014.

155    Δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2012/413, «[τ]α αναφερόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, και στο άρθρο 20, παράγραφος 1, [στοιχεία] β΄ και γ΄, μέτρα επανεξετάζονται σε τακτικά διαστήματα και τουλάχιστον κάθε 12 μήνες».

156    Ομοίως, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 6, του κανονισμού 267/2012, «ο κατάλογος του παραρτήματος ΙΧ της πράξεως αυτής επανεξετάζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο».

157    Επομένως, το Συμβούλιο όφειλε πράγματι να επανεξετάσει τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν την προσφεύγουσα εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών από την έκδοση της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012.

158    Συναφώς, το Συμβούλιο διατείνεται ότι επανεξέτασε την εγγραφή της προσφεύγουσας δύο φορές, καθόσον εξέδωσε, αφενός, την απόφαση 2013/270/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2013, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ L 156, σ. 10), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 522/2013 του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2013, για την εκτέλεση του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ L 156, σ. 3) και, αφετέρου, την απόφαση 2013/661/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15 Νοεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ L 306, σ. 18), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1154/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ L 306, σ. 3).

159    Πάντως, πρέπει να τονισθεί ότι καμία από τις πράξεις που παραθέτει το Συμβούλιο δεν αναφέρει ότι προέβη σε περιοδική επανεξέταση του συνόλου των εγγραφών στους καταλόγους του παραρτήματος II της αποφάσεως 2012/413 και του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012. Οι επίμαχες πράξεις δεν αφορούν ούτε, ειδικότερα, την εγγραφή της προσφεύγουσας.

160    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο δεν προέβη σε επανεξέταση των περιοριστικών μέτρων που αφορούν την προσφεύγουσα εντός της προθεσμίας που τάχθηκε με την απόφαση 2012/413 και με τον κανονισμό 267/2012.

161    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν η εν λόγω παράβαση της υποχρεώσεως επανεξετάσεως των θεσπισθέντων περιοριστικών μέτρων δικαιολογεί την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων.

162    Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι ο σκοπός της επίμαχης υποχρεώσεως είναι να διασφαλιστεί ότι ελέγχεται κατά τακτά διαστήματα κατά πόσον τα θεσπισθέντα περιοριστικά μέτρα εξακολουθούν να είναι δικαιολογημένα.

163    Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο προβολής της παρούσας αιτιάσεως από την προσφεύγουσα, στην προσαρμογή των αιτημάτων της 16ης Απριλίου 2014, το Συμβούλιο είχε ήδη προβεί στην εν λόγω εξέταση και είχε κοινοποιήσει το αποτέλεσμά της στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2014.

164    Υπό τις συνθήκες αυτές, τηρήθηκε, έστω καθυστερημένα, ο σκοπός των διατάξεων που προβλέπουν την περιοδική επανεξέταση των περιοριστικών μέτρων και, κατά συνέπεια, η παράβαση της προθεσμίας επανεξετάσεως από το Συμβούλιο δεν προκαλεί επιζήμια αποτελέσματα στην κατάσταση της προσφεύγουσας.

165    Επομένως, επιφυλασσομένου του δικαιώματος της προσφεύγουσας να ζητήσει αποζημίωση για τη ζημία που ενδεχομένως της προκάλεσε το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε η προθεσμία της επανεξετάσεως, δυνάμει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, αυτή δεν μπορεί να επικαλεσθεί την επίμαχη καθυστέρηση για να επιτύχει την ακύρωση των περιοριστικών μέτρων που την αφορούν, τα οποία θεσπίσθηκαν και διατηρούνται σε ισχύ με τις προσβαλλόμενες πράξεις.

166    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η παρούσα αιτίαση.

–       Επί των λοιπών προβαλλομένων παραβάσεων

167    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012 συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος επανεξετάσεως των θεσπισθέντων περιοριστικών μέτρων και του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του αόριστου χαρακτήρα της παρασχεθείσας αιτιολογίας, απαιτείται από αυτή, για να διασφαλίσει την άμυνά της, όχι απλώς να αντικρούσει τεκμηριωμένα νομικά και πραγματικά περιστατικά που επικαλείται το Συμβούλιο, αλλά να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη περί του ότι δεν παρέσχε στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση ή στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

168    Πάντως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 122 έως 140 ανωτέρω, η απόφαση 2012/635 και ο εκτελεστικός κανονισμός 945/2012 είναι αρκούντως αιτιολογημένα κατά νόμο, πράγμα που σημαίνει ότι η παρούσα αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη.

169    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

170    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη, να διασφαλίζουν τον, κατ’ αρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης από πλευράς των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης. Η υποχρέωση αυτή καθιερώνεται ρητώς από το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 74 ανωτέρω, EU:C:2013:775, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, σκέψη 74 ανωτέρω, EU:C:2013:776, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

171    Μεταξύ των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων περιλαμβάνονται, ιδίως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 74 ανωτέρω, EU:C:2013:775, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

172    Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να βεβαιώνεται ο δικαστής της Ένωσης ότι η απόφαση, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή την ενδιαφερόμενη οντότητα, στηρίζεται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, ούτως ώστε να μην περιορίζεται ο δικαστικός έλεγχος στην εκτίμηση της αόριστης βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθεαυτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή απόφαση, είναι τεκμηριωμένοι (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 74 ανωτέρω, EU:C:2013:775, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

173    Στο πλαίσιο αυτό, στην αρμόδια αρχή της Ένωσης απόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος του οικείου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη περί του αβάσιμου των λόγων αυτών (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 74 ανωτέρω, EU:C:2013:775, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

174    Εν προκειμένω, πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν καλώς το Συμβούλιο θεώρησε, κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, ότι τα περιοριστικά μέτρα μπορούσαν να επιβληθούν στην προσφεύγουσα ως οντότητα που παρέχει στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση υπό μορφή χρηματοοικονομικής αρωγής.

175    Πρώτον, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει ότι το κριτήριο στηρίξεως της Ιρανικής Κυβερνήσεως αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία η οικεία οντότητα παρέχει ειδική αρωγή που συνδέεται με τις δραστηριότητες διαδόσεως των πυρηνικών όπλων. Όμως, η προσφεύγουσα δεν παρέχει τέτοια αρωγή, δεδομένου ότι οι δραστηριότητές της απευθύνονται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

176    Συναφώς, αρκεί η παραπομπή στις σκέψεις 74 έως 93 ανωτέρω, από τις οποίες προκύπτει ότι το κριτήριο στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση μπορεί να εφαρμοστεί και στις οντότητες που δεν εμπλέκονται οι ίδιες στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

177    Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, αντίθετα προς ό,τι προκύπτει από την αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, δεν παρέχει χρηματοπιστωτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.

178    Η προσφεύγουσα διευκρινίζει συναφώς, κατ’ αρχάς, ότι η παροχή μερισμάτων στην Ιρανική Κυβέρνηση δεν εντάσσεται στις δραστηριότητές της.

179    Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι καταβάλλει μέρος των κερδών της στο δημόσιο ταμείο, το οποίο υπάγεται στο Ιρανικό Υπουργείο Οικονομικών, υπό την έννοια του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος. Διευκρινίζει, πάντως, ότι η υποχρέωση αυτή, που επιβάλλεται σε όλες τις δημόσιες ιρανικές εταιρίες από το άρθρο 17 του νόμου περί προϋπολογισμού του ιρανικού ημερολογιακού έτους 1389 (στο εξής: άρθρο 17), δεν μπορεί να συνιστά χρηματοπιστωτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση υπό την έννοια του επιδίκου κριτηρίου, στο μέτρο που δεν συνιστά μέρισμα, αλλά προσομοιάζει μάλλον με φόρο ή με φόρο υπέρ τρίτων.

180    Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, τα ποσά που καταβάλλει στο δημόσιο ταμείο δυνάμει του άρθρου 17 δεν χρησιμοποιούνται ελεύθερα από την Ιρανική Κυβέρνηση, αλλά συνδέονται δημοσιονομικώς με ενέργειες εξυπηρετούσες γενικό συμφέρον και αποστολές δημόσιας υπηρεσίας υπέρ του ιρανικού λαού. Η προσφεύγουσα προσθέτει, συναφώς, ότι τα επίμαχα ποσά, μεταξύ άλλων, επενδύονται εκ νέου, μαζί με άλλους κρατικούς πόρους, στο πλαίσιο αυξήσεων του κεφαλαίου της.

181    Επιβάλλεται εκ προοιμίου η παρατήρηση ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν έχει ως αποστολή την παροχή μερισμάτων στην Ιρανική Κυβέρνηση, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν σημαίνει ότι δεν παρέχει πράγματι χρηματοοικονομική στήριξη στην κυβέρνηση.

182    Συναφώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε η ίδια η προσφεύγουσα, μεταβίβασε, για τις χρήσεις των ετών 1387 έως 1391 του ιρανικού ημερολογίου (20 Μαρτίου 2008 έως 20 Μαρτίου 2013, στο εξής: περίοδος αναφοράς), συνολικό ποσό ανερχόμενο σε 1 687 181 εκατομμύρια ριάλ στο δημόσιο ταμείο δυνάμει της προβλεπόμενης στο άρθρο 17 υποχρεώσεως.

183    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα ποσά αυτά δεν μπορούν να εξομοιωθούν με φόρους ή φόρους υπέρ τρίτων και να μην χαρακτηρισθούν, ως εκ τούτου, ως χρηματοπιστωτική στήριξη την οποία αφορά το επίδικο κριτήριο. Πράγματι, αφενός, όπως παραδέχεται η ίδια η προσφεύγουσα, η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 17 έχει εφαρμογή επί τη βάσει του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος. Αφετέρου, η υποχρέωση αυτή εφαρμόζεται μόνο στις ιρανικές δημόσιες εταιρίες και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι αποτελεί τμήμα του γενικού ιρανικού φορολογικού συστήματος ή του συστήματος φόρων υπέρ τρίτων.

184    Όσον αφορά την υποτιθέμενη δημοσιονομική κατανομή των μεταβιβασθέντων ποσών δυνάμει της προβλεπόμενης στο άρθρο 17 υποχρεώσεως, η προσφεύγουσα δεν στηρίζει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα όσα υποστηρίζει. Εν πάση περιπτώσει, οι προϋποθέσεις της προβαλλόμενης κατανομής, όπως εκτίθενται από την προσφεύγουσα, είναι σε τέτοιο βαθμό γενικής φύσεως ώστε μπορούν εκ των προτέρων να εφαρμοστούν σε κάθε κρατική δαπάνη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη της εν λόγω κατανομής, ακόμη και αν αποδεικνυόταν, δεν συνεπάγεται ότι τα ποσά που μεταφέρονται δυνάμει της προβλεπόμενης στο άρθρο 17 υποχρεώσεως για την περίοδο αναφοράς δεν συνιστούν χρηματοοικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση υπό την έννοια του επίδικου κριτηρίου.

185    Στο πλαίσιο αυτό, από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το κεφάλαιό της αυξήθηκε, το 2012, κατά ποσό ύψους 1 054 102 εκατομμυρίων ριάλ. Πάντως, το ποσόν αυτό είναι αισθητά λιγότερο σημαντικό από το συνολικό ποσό ύψους 1 687 181 εκατομμυρίων ριάλ, που μετέφερε η προσφεύγουσα στο δημόσιο ταμείο δυνάμει της υποχρεώσεως του άρθρου 17 για την περίοδο αναφοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αύξηση του κεφαλαίου της προσφεύγουσας δεν καθιστά δυνατόν να θεωρηθεί ότι αυτή δεν παρέσχε χρηματοοικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.

186    Υπό το πρίσμα των προηγουμένων σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, για την περίοδο αναφοράς, η προσφεύγουσα κατέβαλε σημαντικά ποσά υπέρ του ιρανικού δημοσίου ταμείου, τα οποία συνιστούν παροχή χρηματοοικονομικής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο είχε το δικαίωμα να λάβει περιοριστικά μέτρα κατά της προσφεύγουσας, ως οντότητας που παρέσχε στήριξη στην εν λόγω κυβέρνηση.

187    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ακόμη, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς τις επιταγές της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 173 ανωτέρω, το Συμβούλιο δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των όσων υποστηρίζει.

188    Πάντως, από την εξέταση που πραγματοποιήθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 175 έως 186 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί όντως το υποστατό του βασικού πραγματικού γεγονότος που δικαιολογεί τα περιοριστικά μέτρα που την αφορούν, δηλαδή το γεγονός ότι κατέβαλε στο ιρανικό δημόσιο ταμείο μέρος των κερδών της για την περίοδο αναφοράς. Όμως, ελλείψει τέτοιας αμφισβητήσεως, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει το βάσιμο του γεγονότος αυτού, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 173 νομολογία.

189    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

190    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η θέσπιση των περιοριστικών μέτρων που την αφορούν συνιστά αδικαιολόγητη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της και της ελευθερίας της να ασκεί οικονομική δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

191    Επομένως, κατ’ αρχάς, κατά τη νομολογία, η προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της που καταγγέλθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως σημαίνει προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

192    Στη συνέχεια, στο μέτρο που δεν εμπλέκεται στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, τα περιοριστικά μέτρα που την αφορούν δεν ανταποκρίνονται στον γενικό σκοπό των προσβαλλομένων πράξεων, δηλαδή στην καταπολέμηση της εν λόγω διαδόσεως.

193    Τέλος, τα επίμαχα μέτρα προκαλούν ιδιαιτέρως σοβαρή ζημία στην ίδια και στους μισθωτούς της, η οποία είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο από το Συμβούλιο σκοπό. Η προσφεύγουσα προσθέτει, στο πλαίσιο αυτό, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα επηρεάζουν, πέρα από τα κεφάλαια που κατέχει στο πλαίσιο της Ένωσης, και τα κεφάλαια που κατέχει στο Ιράν, καθόσον την εμποδίζουν να προβεί σε οιαδήποτε μεταφορά κεφαλαίων από το Ιράν προς την Ένωση και λειτουργούν αποτρεπτικά έναντι των Ιρανών επιχειρηματιών που θα μπορούσαν να συμβληθούν μαζί της.

194    Εκ προοιμίου, πρέπει να τονισθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 121 έως 169 ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν εκδόθηκαν κατά τρόπο συνιστώντα προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας ώστε να δικαιολογείται η ακύρωσή τους. Kατά συνέπεια, η άποψη που υποστηρίζεται από την προσφεύγουσα, ότι η προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

195    Προκειμένου για άλλες αιτιάσεις, ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 90 ανωτέρω ότι, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, η νομιμότητα της απαγορεύσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα απαγορευτικά μέτρα είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη των θεμιτώς επιδιωκόμενων από την επίμαχη ρύθμιση σκοπών, νοουμένου ότι, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, EU:T:2013:397, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

196    Πάντως, αφενός, όπως συνάγεται από τις σκέψεις 59 έως 93 ανωτέρω, η θέσπιση των περιοριστικών μέτρων έναντι των οντοτήτων που παρέχουν χρηματοοικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση αποσκοπεί στο να της στερήσει τις πηγές των εσόδων της, προκειμένου να την αναγκάσει να παύσει να αναπτύσσει το πρόγραμμά της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, λόγω ελλείψεως επαρκών οικονομικών πόρων. Επομένως, τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν την προσφεύγουσα ανταποκρίνονται στον σκοπό του Συμβουλίου, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν εμπλέκεται η ίδια στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

197    Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα, αληθεύει βεβαίως ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας της και η ελευθερία της να ασκεί οικονομική δραστηριότητα περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό από τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, δεδομένου ότι δεν μπορεί, μεταξύ άλλων, να διαθέσει τους πόρους που της ανήκουν και οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης ή κατέχονται από υπηκόους των κρατών μελών της Ένωσης ή να μεταφέρει πόρους που της ανήκουν προς την Ένωση, εκτός αν έχουν δοθεί ειδικές εξουσιοδοτήσεις. Ομοίως, τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν την προσφεύγουσα μπορούν να προκαλέσουν τη δυσπιστία των εμπορικών της εταίρων απέναντί της.

198    Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, ήτοι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, δεν είναι απόλυτα προνόμια και η άσκησή τους μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο περιορισμών που δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος επιδιωκόμενους από την Ένωση. Επομένως, κάθε περιοριστικό οικονομικό ή χρηματοπιστωτικό μέτρο επιφέρει, εξ ορισμού, αποτελέσματα τα οποία θίγουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και την ελευθερία ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων, προκαλώντας με τον τρόπο αυτόν ζημίες σε οντότητες των οποίων η ευθύνη για την κατάσταση που οδήγησε στη θέσπιση των επίμαχων μέτρων δεν έχει αποδειχθεί. Η σημασία των επιδιωκόμενων με την επίδικη κανονιστική ρύθμιση σκοπών είναι δυνατόν, εντούτοις, να δικαιολογήσει αρνητικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, για ορισμένους επιχειρηματίες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 75 ανωτέρω, EU:T:2009:266, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

199    Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της πρωταρχικής σημασίας του σκοπού της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, οι δυσχέρειες τις οποίες προκάλεσαν στην προσφεύγουσα οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι δυσανάλογες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, δεδομένου ότι, κατ’ αρχάς, η δέσμευση των πόρων αφορά μέρος μόνον των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας. Περαιτέρω, η απόφαση 2012/413 και ο κανονισμός 267/2012 προβλέπουν ορισμένες εξαιρέσεις που παρέχουν τη δυνατότητα, ιδίως στις οντότητες τις οποίες αφορούν τα μέτρα δεσμεύσεως των κεφαλαίων, να αντιμετωπίσουν τις βασικές δαπάνες. Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το Συμβούλιο δεν υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα εμπλέκεται αυτή η ίδια στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν έχει εμπλακεί προσωπικώς σε συμπεριφορά ενέχουσα κίνδυνο για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, οπότε ο βαθμός της καχυποψίας που γεννάται έναντι αυτής είναι, ως εκ τούτου, περιορισμένος.

200    Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του έκτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, της προσφυγής στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

201    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Bank of Industry and Mine στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Απριλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.