Language of document : ECLI:EU:T:2004:17

Υπόθεση T-252/03 R

Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes (FNICGV)

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Ανταγωνισμός – Καταβολή προστίμου – Τραπεζική εγγύηση – Παραδεκτό – Επείγον – Δεν συντρέχει»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – «Fumus boni juris» – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Στάθμιση του συνόλου των διακυβευομένων συμφερόντων

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Παραδεκτό της κύριας προσφυγής – Δεν ασκεί επιρροή – Όρια

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 1)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Παραδεκτό της κύριας προσφυγής – Αρμοδιότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Εισαγωγή αυτοτελούς ενδίκου βοηθήματος βάσει του άρθρου 229 ΕΚ – Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 229 ΕΚ και 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

4.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη προστίμου – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Εξαιρετικές περιστάσεις

(Άρθρο 242 ΕΚ)

1.      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ότι στην αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να διευκρινίζονται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και οι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται (fumus boni juris). Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτελέσεως εφόσον μία απ’ αυτές απουσιάζει. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

(βλ. σκέψη 14)

2.      Το παραδεκτό της κύριας προσφυγής δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η ουσία της υποθέσεως. Εντούτοις, μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία η διαπίστωση της υπάρξεως ορισμένων στοιχείων που καθιστούν δυνατό να συναχθεί εκ πρώτης όψεως το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής, εφόσον προβάλλεται ο ισχυρισμός, όπως εν προκειμένω, ότι η κύρια προσφυγή προς την οποία συναρτάται η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι προδήλως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψη 19)

3.      Δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αποφανθεί επί του θεμελιώδους ζητήματος αν το άρθρο 229 ΕΚ εισάγει αυτοτελές ένδικο βοήθημα ή αν αφορά μόνον την έκταση του δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο προσφυγής όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 230 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 25-26)

4.      Το αίτημα περί αναστολής εκτελέσεως με αντικείμενο την απαλλαγή από την υποχρέωση συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για τη μη άμεση είσπραξη του ποσού του προστίμου μπορεί να γίνει δεκτό μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Πράγματι, η δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως προβλέπεται ρητώς στις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων, από τους Κανονισμούς Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, και αποτελεί συνήθη και εύλογο τρόπο συμπεριφοράς της Επιτροπής.

Η ύπαρξη τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ότι έχει αποδειχθεί όταν ο διάδικος που ζητεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση συστάσεως της τραπεζικής εγγυήσεως αποδεικνύει ότι του είναι αντικειμενικώς αδύνατο να συστήσει την εν λόγω εγγύηση ή ότι η σύσταση αυτής θα έθετε σε κίνδυνο τη συνέχιση της δραστηριότητάς του.

(βλ. σκέψεις 30-31)