Language of document : ECLI:EU:T:2012:19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 19ης Ιανουαρίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σήματος justing ως κοινοτικού — Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα JUSTING — Διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου εθνικού σήματος — Μη πανομοιότυπα σημεία — Άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑103/11,

Tiantian Shang, κάτοικος Ρώμης (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον A. Salerni, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον G. Mannucci,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 14ης Δεκεμβρίου 2010 (υπόθεση R 1388/2010‑2), σχετικά με τη διεκδίκηση της αρχαιότητας του εθνικού εικονιστικού σήματος JUSTING, δικαιούχος του οποίου είναι η Tiantian Shang,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, V. Vadapalas (εισηγητή) και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Φεβρουαρίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Απριλίου 2011,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός μηνός από της γνωστοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και δεδομένου ότι αποφασίστηκε, κατά συνέπεια, κατόπιν εκθέσεως της εισηγήτριας δικαστή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 26 Ιουνίου 2009 η προσφεύγουσα Tiantian Shang υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 18 και 25 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη από τα υλικά αυτά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· κιβώτια ταξιδίου και βαλίτσες· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· μαστίγια, ιπποσκευές και είδη σελλοποιίας·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα και είδη πιλοποιίας».

4        Κατά το ίδιο διάστημα, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο ΓΕΕΑ, δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009, αίτημα περί διεκδικήσεως της αρχαιότητας του κατωτέρω προγενέστερου εικονιστικού σήματος, το οποίο είναι καταχωρισμένο στην Ιταλία υπό τον αριθμό 1217303:

Image not found

5        Με απόφαση της 1ης Ιουνίου 2010, ο εξεταστής απέρριψε το αίτημα περί διεκδικήσεως της αρχαιότητας του προγενέστερου εικονιστικού σήματος.

6        Στις 22 Ιουλίου 2010 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, προσφυγή κατά της αποφάσεως του εξεταστή.

7        Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2010 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Ειδικότερα, έκρινε ότι το κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν είναι πανομοιότυπο με το προγενέστερο εθνικό σήμα, διότι οι απεικονίσεις τους διαφέρουν όχι μόνον ως προς τα τυπογραφικά στοιχεία του λεκτικού στοιχείου «justing», αλλά και όσον αφορά τα εικονιστικά στοιχεία τους και την τοποθέτηση των διαφόρων συστατικών τους σημείων.

 Αιτήματα των διαδίκων

8        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να δεχθεί το αίτημά της περί διεκδικήσεως της αρχαιότητας του προγενέστερου εικονιστικού σήματος,

–        επικουρικώς, να δεχθεί το αίτημά της περί διεκδικήσεως της αρχαιότητας του λεκτικού στοιχείου του προγενέστερου εικονιστικού σήματος, δηλαδή της λέξεως «justing»,

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

9        Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

10      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους, σχετικά, πρώτον, με παράβαση και εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009, δεύτερον, με παράβαση της οδηγίας 98/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, για τη νομική προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων (ΕΕ L 289, σ. 28), και, τρίτον, με τη φήμη του προγενέστερου εικονιστικού σήματος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση και εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009

11      Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι ερμήνευσε συσταλτικά το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών ερμήνευσε τη διάταξη αυτή χωρίς να λάβει υπόψη του το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, δηλαδή το σύστημα προστασίας των σημάτων από τον κίνδυνο συγχύσεως με πανομοιότυπα ή όμοια σήματα. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να λάβει υπόψη του ότι το λεκτικό στοιχείο «justing» του κοινοτικού σήματος και το λεκτικό στοιχείο του προγενέστερου εικονιστικού σήματος είναι πανομοιότυπα, η διαπίστωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στα δύο αυτά σήματα χρησιμοποιούνται διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία. Εξάλλου, τα καλυπτόμενα από τα επίμαχα σήματα προϊόντα είναι πανομοιότυπα, πράγμα που το τμήμα προσφυγών δεν αμφισβήτησε. Τέλος, όσον αφορά τα εικονιστικά στοιχεία των επίμαχων σημάτων, οι διαφορές τους πρέπει να εξεταστούν ως διαδοχικά στάδια της «εξελίξεως της απεικονίσεως» του προγενέστερου εικονιστικού σήματος, οπότε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η «μοναδικότητα του σήματος», καθώς το εν λόγω σήμα παρέμεινε αναλλοίωτο.

12      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

13      Το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ορίζει:

«Ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος καταχωρισμένου σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρισμένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης με ισχύ σε ένα κράτος μέλος, ο οποίος καταθέτει αίτηση ταυτόσημου σήματος προκειμένου να καταχωρισθεί ως κοινοτικό για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες είχε καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα ή εμπεριεχόμενες σ’ αυτές, δύναται να διεκδικήσει, για το κοινοτικό σήμα, την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρισθεί.»

14      Για να αναγνωριστεί η αρχαιότητα του προγενέστερου εικονιστικού σήματος, στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: το προγενέστερο εθνικό σήμα και το προγενέστερο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση να είναι πανομοιότυπα· τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση του κοινοτικού σήματος να είναι πανομοιότυπες ή να συμπεριλαμβάνονται στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτονται από το προγενέστερο εθνικό σήμα· δικαιούχος των επίμαχων σημάτων να είναι το ίδιο πρόσωπο.

15      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και το προγενέστερο εθνικό σήμα καλύπτουν πανομοιότυπα προϊόντα. Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν επίσης ότι δικαιούχος αμφοτέρων των σημάτων είναι το ίδιο πρόσωπο.

16      Υπενθυμίζεται, σχετικά με το πανομοιότυπο των σημάτων, ότι ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με σήμα όταν αναπαράγει, χωρίς τροποποίηση ούτε προσθήκη, όλα τα στοιχεία που συνιστούν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολό του, περιλαμβάνει διαφορές τόσο ασήμαντες που μπορούν να περάσουν απαρατήρητες από τον μέσο καταναλωτή (απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, C-291/00, LTJ Diffusion, Συλλογή 2003, σ. I-2799, σκέψη 54).

17      Η σχετική με την ταυτότητα σημείου και σήματος προϋπόθεση πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, λόγω των συνεπειών που επιφέρει η διαπίστωσή της. Εν προκειμένω, κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος, του οποίου έγινε δεκτή η αίτηση περί διεκδικήσεως της αρχαιότητας του προγενέστερου εικονιστικού σήματος, θα έχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση που παραιτηθεί από τα δικαιώματά του επί του προγενέστερου σήματος ή που τα δικαιώματα αυτά αποσβεστούν, να συνεχίσει να διαθέτει τα ίδια δικαιώματα με αυτά που θα είχε αν το προγενέστερο σήμα παρέμενε καταχωρισμένο.

18      Επομένως, ορθώς προέβη το τμήμα προσφυγών σε συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

19      Συναφώς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009 πρέπει να καλύπτει και τα όμοια σήματα, όπως η προστασία των σημάτων από τον κίνδυνο συγχύσεως αφορά και τα όμοια σήματα. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τις διατάξεις του κανονισμού 207/2009, σχετικά με την προστασία των σημάτων από τον κίνδυνο συγχύσεως με πανομοιότυπα ή όμοια σήματα, το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009 αφορά μόνον τα πανομοιότυπα σήματα και δεν περιλαμβάνει διάταξη σχετική με τα όμοια σήματα. Το Γενικό Δικαστήριο, πάντως, δεν μπορεί να τροποποιήσει το γράμμα του άρθρου 34 του εν λόγω κανονισμού, αντικαθιστώντας την προϋπόθεση περί ταυτότητας με την προϋπόθεση περί ομοιότητας.

20      Εν προκειμένω, πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν το κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και το προγενέστερο εθνικό σήμα είναι πανομοιότυπα.

21      Τα δύο αυτά εικονιστικά σήματα συνίστανται από το λεκτικό στοιχείο «justing» και από εικονιστικά στοιχεία. Σημειωτέον ότι, όπως διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το λεκτικό στοιχείο «justing» αποτυπώνεται σε καθένα από τα δύο αυτά σήματα με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία. Στο προγενέστερο εθνικό σήμα χρησιμοποιούνται τυπογραφικά στοιχεία μιας συνήθους γραμματοσειράς, ενώ στο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση χρησιμοποιούνται χαρακτήρες γοτθικής γραμματοσειράς, οι οποίοι προσδίδουν στο στοιχείο «justing» συγκεκριμένο εικονιστικό και μορφολογικό χαρακτηριστικό.

22      Εξάλλου, τα εικονιστικά στοιχεία των δύο σημάτων διαφέρουν. Συγκεκριμένα, στο προγενέστερο εθνικό σήμα απεικονίζονται εκατέρωθεν του λεκτικού στοιχείου τα σύμβολα των δύο φύλων, ενώ στο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση το εικονιστικό στοιχείο, τοποθετημένο άνωθεν του λεκτικού στοιχείου, απεικονίζει το γράμμα «j» εντός δακτυλίου περιβαλλόμενου από ακτίνες.

23      Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς εκτίμησε ότι τα σήματα δεν είναι πανομοιότυπα και ότι δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτή η αίτηση περί διεκδικήσεως της αρχαιότητας του προγενέστερου εικονιστικού σήματος για το κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση.

24      Συναφώς, η θέση της προσφεύγουσας ότι οι διαφορές μεταξύ των σημάτων οφείλονται στην «εξέλιξη της απεικονίσεως» δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή. Συγκεκριμένα, τα σήματα αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πανομοιότυπα, μόνον εάν, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 16 νομολογία, οι μεταξύ τους διαφορές ήταν αμελητέες σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην γίνονται αντιληπτές από τον καταναλωτή, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, λόγω της εντελώς διαφορετικής απεικονίσεως των δύο σημάτων.

25      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση της οδηγίας 98/71

26      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το αν δύο σήματα μπορούν να χαρακτηριστούν ως πανομοιότυπα εξετάζεται βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 98/71, κατά το οποίο «[λ]ογίζονται ως ταυτόσημα τα σχέδια ή υποδείγματα, τα χαρακτηριστικά των οποίων διαφέρουν μόνο ως προς επουσιώδεις λεπτομέρειες». Κατά την προσφεύγουσα, τούτο συνεπάγεται ότι δύο σήματα θεωρούνται πανομοιότυπα, εφόσον ταυτίζονται τα ουσιώδη στοιχεία τους, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα βάσει των οποίων τα προσδιορίζει το κοινό.

27      Κατά την προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει δεκτό, λόγω του «πιθανολογούμενου κινδύνου συγχύσεως» και χωρίς «υπερβολική αυστηρότητα», ότι τα δύο σήματα αποτελούν ενιαίο σήμα, δεδομένου του πανομοιότυπου των προϊόντων που καλύπτονται από αυτά, του λεκτικού στοιχείου και του δικαιούχου, της «εκ των πραγμάτων αρχαιότητας» και της «μίξεως και/ή πρόδηλης εξελίξεως απολύτως συναφών σημείων».

28      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

29      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι οι διατάξεις της οδηγίας 98/71 δεν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, διότι αφορούν τα σχέδια και τα υποδείγματα.

30      Σημειωτέον, σε κάθε περίπτωση, ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 98/71 και η προπαρατεθείσα σκέψη 16 νομολογία του Δικαστηρίου εμπεριέχουν όμοιο ορισμό της έννοιας του πανομοιότυπου.

31      Εξάλλου, τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως εμπεριέχουν ουσιαστικά τα ίδια στοιχεία με αυτά που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επιχειρεί να αποδείξει ότι τα επίμαχα σήματα ταυτίζονται ως προς τα ουσιώδη στοιχεία τους, δηλαδή το λεκτικό στοιχείο «justing», και ότι οι διαφορές τους είναι απλώς και μόνον απόρροια «γραφιστικής εξελίξεως», την οποία το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του και να διαπιστώσει ότι τα σήματα αυτά είναι πανομοιότυπα.

32      Σημειωτέον ότι η ερμηνεία της προσφεύγουσας, όσον αφορά την έννοια του πανομοιότυπου, δεν είναι ορθή, διότι επικεντρώνεται στα ουσιώδη στοιχεία των σημάτων, πράγμα που εξυπηρετεί τις επιδιώξεις της προσφεύγουσας, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη ότι ένα σήμα μπορεί να χαρακτηριστεί πανομοιότυπο με κάποιο άλλο μόνον αν οι διαφορές τους είναι επουσιώδεις, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, παρά το γεγονός ότι τα σήματα εμπεριέχουν πανομοιότυπα λεκτικά στοιχεία. Κατά τα λοιπά, αρκεί η υπόμνηση της εκτιμήσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

33      Εξάλλου, δεν ευσταθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο δεν δεχθεί ότι πρόκειται για εξέλιξη της απεικονίσεως του λογότυπου του σήματος, δεν θα είναι δυνατή η ανάπτυξη του λογότυπου των σημάτων. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η δυνατότητα του δικαιούχου του σήματος να εξελίσσει γραφιστικά το σήμα, αλλά εξετάζεται αν η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεστεί την αρχαιότητα του προγενέστερου εικονιστικού σήματος. Όσον αφορά, όμως, το ζήτημα αυτό, τα σχετικά κριτήρια έχουν καθοριστεί με σαφήνεια με το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009 και πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 18 ανωτέρω. Εν προκειμένω, δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις διεκδικήσεως της αρχαιότητας του προγενέστερου εικονιστικού σήματος, κατά το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009, ήτοι το πανομοιότυπο των σημάτων. Συνεπώς, το αίτημα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

34      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ερμηνεία αντίθετη προς αυτή που η ίδια προτείνει θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου κάθε μορφή προστασίας, διότι έτσι θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να καταχωρίσει ένα πανομοιότυπο σήμα, με κάποια επουσιώδη εικονιστική διαφορά, και να προβάλει ότι η έλλειψη απολύτως πανομοιότυπων εικονιστικών στοιχείων συνιστά επαρκή λόγο για να χαρακτηριστεί ένα σήμα ως διαφορετικό και πρωτότυπο.

35      Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό, διότι οι μηχανισμοί προστασίας που προβλέπει ο κανονισμός 207/2009 παρέχουν στον δικαιούχο σήματος προστασία έναντι σήματος το οποίο ανήκει σε τρίτο και είναι όμοιο με το δικό του και διότι, κατά πάγια νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμώμενων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Ειδικότερα, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I-5507, σκέψη 17, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ — Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), Συλλογή 2006, σ. II‑5409, σκέψη 74].

36      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη φήμη του προγενέστερου εθνικού σήματος

37      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το προγενέστερο σήμα, λόγω της «εκτεταμένης χρήσεώς του», προστατεύεται ανεξαρτήτως της καταχωρίσεώς του.

38      Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι επιφυλάσσεται να υποβάλει αίτηση ακυρότητας κατά του προσώπου το οποίο στις 11 Μαΐου 2009 ζήτησε να επεκταθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση η προστασία της διεθνούς καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος JUSTING, πριν την υποβολή της αιτήσεώς της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, αλλά μετά την υποβολή της αιτήσεώς της καταχωρίσεως του προγενέστερου εθνικού σήματος.

39      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

40      Όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επιθυμεί να στραφεί κατά του προσώπου το οποίο ζήτησε να επεκταθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση η προστασία της διεθνούς καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος JUSTING, δεν αποτελεί κριτήριο δυνάμενο να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο διαδικασίας διεκδικήσεως της αρχαιότητας προγενέστερου εθνικού σήματος.

41      Εξάλλου, κατά το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009, δεν υπάρχει σχέση μεταξύ της διεκδικήσεως της αρχαιότητας προγενέστερου εθνικού σήματος και της φήμης του σήματος αυτού.

42      Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.

43      Όσον αφορά, εξάλλου, το αίτημα της προσφεύγουσας να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτησή της διεκδικήσεως της αρχαιότητας για το λεκτικό στοιχείο «justing» του προγενέστερου εικονιστικού σήματος, επισημαίνεται ότι το άρθρο 34 του κανονισμού 207/2009 δεν προβλέπει δυνατότητα επικλήσεως της αρχαιότητας μέρους μόνον του προγενέστερου εικονιστικού σήματος. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, το άρθρο 34 του εν λόγω κανονισμού ερμηνεύεται περιοριστικά και το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να κάνει δεκτό ένα τέτοιο αίτημα.

44      Δεδομένου ότι δεν έγιναν δεκτοί οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως και του αιτήματος περί μεταρρυθμίσεως, τόσο η προσφυγή όσο και το αίτημα περί ακυρώσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Tiantian Shang στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Ιανουαρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.