Language of document : ECLI:EU:C:2022:572

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 14ης Ιουλίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κανονισμός (ΕΚ) 715/2007 – Έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων – Άρθρο 5, παράγραφος 2 – Σύστημα αναστολής – Μηχανοκίνητα οχήματα – Πετρελαιοκινητήρας – Σύστημα ελέγχου εκπομπών – Λογισμικό ενσωματωμένο στη μονάδα ελέγχου κινητήρα – Βαλβίδα ανακυκλοφορίας καυσαερίων (βαλβίδα EGR) – Περιορισμός της μείωσης των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx) λόγω “θερμοκρασιακού παραθύρου” – Απαγόρευση της χρήσης συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών – Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Εξαίρεση από την απαγόρευση αυτή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 1999/44/ΕΚ – Πώληση και εγγυήσεις καταναλωτικών αγαθών – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Έννοια του “αγαθού που έχει τη συνήθη ποιότητα και επιδόσεις ενός αγαθού του ίδιου τύπου τις οποίες μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού” – Όχημα που καλύπτεται από έγκριση ΕΚ τύπου – Άρθρο 3, παράγραφος 6 – Έννοια της “ασήμαντης έλλειψης συμμόρφωσης”»

Στην υπόθεση C‑145/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 17ης Μαρτίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Μαρτίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

DS

κατά

Porsche Inter Auto GmbH & Co. KG,

Volkswagen AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο και I. Ziemele, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.-C. Bonichot, F. Biltgen, P. G. Xuereb (εισηγητή), N. Piçarra και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Ράντος

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο DS, εκπροσωπούμενος από τον M. Poduschka, Rechtsanwalt,

–        οι Porsche Inter Auto GmbH & Co. KG και Volkswagen AG, εκπροσωπούμενες από τους H. Gärtner, F. Gebert, F. Gonsior, C. Harms, N. Hellermann, F. Kroll, M. Lerbinger, S. Lutz-Bachmann, L.-K. Mannefeld, K.-U. Opper, H. Posser, J. Quecke, K. Schramm, P. Schroeder, W. F. Spieth, J. von Nordheim, K. Vorbeck, B. Wolfers και B. Wollenschläger, Rechtsanwälte,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και D. Klebs,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Huttunen, M. Noll‑Ehlers και N. Ruiz García,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1), καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ 1999, L 171, σ. 12).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του DS, αφενός, και των Porsche Inter Auto GmbH & Co. KG και Volkswagen AG, αφετέρου, σχετικά με αίτημα ακύρωσης σύμβασης πώλησης μηχανοκίνητου οχήματος εξοπλισμένου με λογισμικό το οποίο μειώνει την ανακυκλοφορία των καυσαερίων του οχήματος αναλόγως, μεταξύ άλλων, της θερμοκρασίας που ανιχνεύει.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 1999/44

3        Η οδηγία 1999/44 καταργήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ (ΕΕ 2019, L 136, σ. 28), με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2022. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η οδηγία 1999/44 εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στη διαφορά αυτή.

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 10 έως 12 της οδηγίας 1999/44 είχαν ως εξής:

«(1)      [εκτιμώντας] ότι το άρθρο 153 παράγραφοι 1 και 3 [ΕΚ] ορίζει ότι η Κοινότητα συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με μέτρα θεσπιζόμενα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 95 [ΕΚ]·

[…]

(10)      ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των αγαθών προς τους όρους της σύμβασης, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν δικαίωμα σε δωρεάν αποκατάσταση της συμμόρφωσης επιλέγοντας είτε την επισκευή είτε την αντικατάσταση του αγαθού ή, εφόσον αυτό δεν είναι δυνατόν, θα πρέπει να έχουν δικαίωμα σε μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση από τη σύμβαση·

(11)      ότι ο καταναλωτής, κατ’ αρχάς, μπορεί να απαιτήσει από τον πωλητή την επισκευή ή την αντικατάσταση των αγαθών, εκτός εάν η επανόρθωση αυτή είναι αδύνατη ή δυσανάλογη· ότι η δυσαναλογία της επανόρθωσης θα πρέπει να κρίνεται αντικειμενικά· ότι μία επανόρθωση μπορεί να είναι δυσανάλογη, εάν, σε σύγκριση με εναλλακτικό τρόπο επανόρθωσης, έχει υπερβολικά υψηλό κόστος· ότι, προκειμένου να κριθεί αν το κόστος είναι υπερβολικά υψηλό, το κόστος του ενός τρόπου επανόρθωσης θα πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερο από το κόστος του εναλλακτικού τρόπου επανόρθωσης·

(12)      ότι, στις περιπτώσεις έλλειψης συμμόρφωσης, ο πωλητής μπορεί πάντα να προτείνει στον καταναλωτή, εν είδει διακανονισμού, οποιαδήποτε διαθέσιμη επανόρθωση· ότι εναπόκειται στον καταναλωτή να αποφασίσει αν θα δεχτεί ή θα απορρίψει την πρόταση».

5        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

στ)      επισκευή: η αποκατάσταση του καταναλωτικού αγαθού σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης, ώστε να είναι σύμφωνο προς τους όρους της σύμβασης πώλησης.»

6        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Συμμόρφωση προς τους όρους της σύμβασης», όριζε στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Ο πωλητής πρέπει να παραδίδει στον καταναλωτή αγαθά που είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης πώλησης.

2.      Τα καταναλωτικά αγαθά τεκμαίρονται σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης εάν:

α)      ανταποκρίνονται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή και έχουν τις ιδιότητες του αγαθού εκείνου που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον καταναλωτή ως δείγμα ή υπόδειγμα·

β)      είναι κατάλληλα για κάθε ειδική χρήση την οποία επιζητεί ο καταναλωτής και την οποία γνωστοποίησε στον πωλητή κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο δε πωλητής την αποδέχθηκε·

γ)      είναι κατάλληλα για τις χρήσεις για τις οποίες προορίζονται συνήθως τα αγαθά του ιδίου τύπου·

δ)      έχουν τη συνήθη ποιότητα και επιδόσεις ενός αγαθού του ίδιου τύπου τις οποίες μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του για τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των αγαθών, ιδίως στο πλαίσιο της διαφήμισης ή της επισήμανσης.

3.      Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δεν υφίσταται έλλειψη συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης εάν, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο καταναλωτής εγνώριζε ή δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοεί την έλλειψη της συμμόρφωσης ή εάν η έλλειψη συμμόρφωσης οφείλεται σε υλικά που προμηθεύει ο καταναλωτής.»

7        Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Δικαιώματα του καταναλωτή», είχε ως εξής:

«1.      Ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που υπάρχει κατά την παράδοση του αγαθού.

2.      Όταν υπάρχει έλλειψη συμμόρφωσης, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα είτε σε δωρεάν αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αγαθού με επισκευή ή αντικατάσταση, σύμφωνα με την παράγραφο 3, είτε σε προσήκουσα μείωση του τιμήματος, είτε σε υπαναχώρηση από τη σύμβαση όσον αφορά το αγαθό αυτό, σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6.

3.      Ο καταναλωτής έχει, κατ’ αρχάς, δικαίωμα να απαιτήσει από τον πωλητή την δωρεάν επισκευή ή αντικατάσταση του αγαθού, εκτός εάν μια τέτοια πράξη είναι αδύνατη ή δυσανάλογη.

Η επανόρθωση θεωρείται δυσανάλογη εάν, σε σύγκριση με τον εναλλακτικό τρόπο επανόρθωσης, συνεπάγεται για τον πωλητή υπερβολικά υψηλό κόστος, λαμβάνοντας υπόψη:

–        την αξία που θα είχε το αγαθό εάν δεν υπήρχε έλλειψη συμμόρφωσης,

–        τη σημασία της έλλειψης συμμόρφωσης και

–        κατά πόσον ο εναλλακτικός τρόπος επανόρθωσης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή.

Η επισκευή ή η αντικατάσταση πρέπει να πραγματοποιούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και τον σκοπό για τον οποίο ο καταναλωτής προόριζε το αγαθό.

4.      Ο όρος “δωρεάν” στις παραγράφους 2 και 3 αναφέρεται στα απαραίτητα έξοδα που συνεπάγεται η αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αγαθού ιδίως οι δαπάνες αποστολής, το εργατικό κόστος και το κόστος των υλικών.

5.      Ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει προσήκουσα μείωση του τιμήματος ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση:

–        εάν ο καταναλωτής δεν δικαιούται ούτε επισκευή ούτε αντικατάσταση ή

–        εάν ο πωλητής δεν ολοκλήρωσε την επανόρθωση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή

–        εάν ο πωλητής δεν ολοκλήρωσε την επανόρθωση χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή.

6.      Ο καταναλωτής δεν δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εάν η έλλειψη συμμόρφωσης είναι ασήμαντη.»

 Ο κανονισμός 715/2007

8        Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 4 έως 7 του κανονισμού 715/2007:

«(1)      […] Οι τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων όσον αφορά τις εκπομπές θα πρέπει […] να εναρμονισθούν ώστε να αποφεύγονται απαιτήσεις που διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας.

[…]

(4)      […] [Α]παιτούνται περαιτέρω μειώσεις όσον αφορά τις εκπομπές του τομέα των μεταφορών (εναέριες, θαλάσσιες και χερσαίες μεταφορές), των νοικοκυριών καθώς και από τους τομείς της ενέργειας, της γεωργίας και της βιομηχανίας για να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ για την ποιότητα του αέρα. Στη συνάρτηση αυτή, η μείωση των εκπομπών των οχημάτων θα πρέπει να αντιμετωπισθεί στο πλαίσιο αυτό ως τμήμα συνολικής στρατηγικής. Τα πρότυπα Euro 5 και Euro 6 αποτελούν ένα από τα μέτρα που έχουν σχεδιασθεί για τη μείωση των εκπομπών σωματιδίων και πρόδρομων ουσιών του όζοντος, όπως οξείδια του αζώτου και υδρογονάνθρακες.

(5)      Η επίτευξη των στόχων της ΕΕ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα απαιτεί συνεχή προσπάθεια για τη μείωση των εκπομπών των οχημάτων. […]

(6)      Ειδικότερα, είναι απαραίτητη η σημαντική μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου από το πετρέλαιο κίνησης για τη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές για τη ρύπανση. […]

(7)      Κατά τον καθορισμό προτύπων για τις εκπομπές είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των αγορών και των κατασκευαστών, το άμεσο και έμμεσο κόστος που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις και τα οφέλη που σωρεύονται όσον αφορά την ενθάρρυνση της καινοτομίας, τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, τη μείωση των δαπανών για την υγεία και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, καθώς και τις επιπτώσεις για τον συνολικό αντίκτυπο των εκπομπών CO2.»

9        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινές τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων (“οχήματα”) και ανταλλακτικών, όπως διατάξεων αντικατάστασης για τον έλεγχο της ρύπανσης, όσον αφορά τις εκπομπές τους.»

10      Το άρθρο 3, σημείο 10, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και των εκτελεστικών του μέτρων, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

10.      “σύστημα αναστολής”: κάθε στοιχείο σχεδιασμού το οποίο αισθάνεται τη θερμοκρασία, την ταχύτητα του οχήματος, τις στροφές του κινητήρα (RPM), τη σχέση μετάδοσης του κιβωτίου ταχυτήτων, την υποπίεση της πολλαπλής εισαγωγής ή οποιαδήποτε άλλη παράμετρο με στόχο την ενεργοποίηση, την αυξομείωση, την καθυστέρηση ή την απενεργοποίηση της λειτουργίας οιουδήποτε μέρους του συστήματος ελέγχου των εκπομπών, που μειώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των εκπομπών υπό συνθήκες που είναι εύλογα αναμενόμενες κατά την κανονική χρήση και λειτουργία του οχήματος».

11      Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

«1.      Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι όλα τα νέα οχήματα τα οποία πωλούνται, ταξινομούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Κοινότητα έχουν λάβει έγκριση τύπου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του. Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν επίσης ότι όλες οι νέες διατάξεις αντικατάστασης για έλεγχο της ρύπανσης, οι οποίες απαιτούν έγκριση τύπου και πωλούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Κοινότητα, έχουν λάβει έγκριση τύπου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

Οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν τη συμμόρφωση με τα όρια εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι και με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 5.

2.      Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν την τήρηση των διαδικασιών έγκρισης τύπου για την επαλήθευση της συμμόρφωσης της παραγωγής, της αντοχής των συστημάτων ελέγχου της ρύπανσης και της συμμόρφωσης εν χρήσει.

Επιπλέον, τα τεχνικά μέτρα που λαμβάνει ο κατασκευαστής πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εκπομπές εξάτμισης και οι εξαερώσεις περιορίζονται αποτελεσματικά, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, καθ’ όλη τη διάρκεια της κανονικής ζωής των οχημάτων και υπό ομαλές συνθήκες λειτουργίας. […]

[…]»

12      Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 715/2007 ορίζει τα εξής:

«1.      Ο κατασκευαστής εξοπλίζει τα οχήματα κατά τρόπο ώστε τα κατασκευαστικά στοιχεία που ενδέχεται να επηρεάσουν τις εκπομπές να σχεδιάζονται, να κατασκευάζονται και να συναρμολογούνται έτσι ώστε το όχημα υπό κανονικές συνθήκες χρήσης, να συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

2.      Η χρήση συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών απαγορεύεται. Η απαγόρευση δεν ισχύει:

α)      όταν η ανάγκη χρήσης των συστημάτων αιτιολογείται για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος·

β)      όταν το σύστημα δεν λειτουργεί πέραν των απαιτήσεων εκκίνησης του κινητήρα·

γ)      όταν οι συνθήκες έχουν στην ουσία τους περιληφθεί στις διαδικασίες δοκιμής για τον έλεγχο των εξατμιστικών εκπομπών και των μέσων εκπομπών από τον αγωγό εξαγωγής.»

13      Το παράρτημα I του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Όρια εκπομπών», προβλέπει, μεταξύ άλλων, τις οριακές τιμές εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx).

 Ο κανονισμός 692/2008

14      Ο κανονισμός (ΕΚ) 692/2008 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή και την τροποποίηση του κανονισμού 715/2007 (ΕΕ 2008, L 199, σ. 1), τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 566/2011 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2011 (ΕΕ 2011, L 158, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 692/2008). Από 1ης Ιανουαρίου 2022, ο κανονισμός 692/2008 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1151 της Επιτροπής, της 1ης Ιουνίου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 715/2007, για την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, του κανονισμού 692/2008 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1230/2012 της Επιτροπής και για την κατάργηση του κανονισμού 692/2008 (ΕΕ 2017, L 175, σ. 1). Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ο κανονισμός 692/2008 εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στην εν λόγω διαφορά.

15      Το άρθρο 10 του κανονισμού 692/2008, το οποίο έφερε τον τίτλο «Διατάξεις ελέγχου της ρύπανσης», προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο κατασκευαστής διασφαλίζει ότι οι διατάξεις αντικατάστασης για τον έλεγχο της ρύπανσης που προορίζονται να τοποθετηθούν σε οχήματα με έγκριση ΕΚ τύπου, εφόσον εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007, λαμβάνουν έγκριση ΕΚ τύπου ως χωριστές τεχνικές μονάδες κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 2 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία‑πλαίσιο) (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1)], σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 και το παράρτημα XIII του παρόντος κανονισμού.

Οι καταλυτικοί μετατροπείς και τα φίλτρα σωματιδίων θεωρούνται ως διατάξεις ελέγχου της ρύπανσης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

[…]»

16      Το παράρτημα I του κανονισμού 692/2008, το οποίο επιγραφόταν «Διοικητικές διατάξεις για την έγκριση ΕΚ τύπου», όριζε στο σημείο 3.3, με τίτλο «Επεκτάσεις για ανθεκτικότητα των διατάξεων ελέγχου της ρύπανσης (δοκιμή τύπου 5)», τα εξής:

«3.3.1.      Η έγκριση τύπου μπορεί να επεκταθεί σε διάφορους τύπους οχημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρακάτω παράμετροι του οχήματος, του κινητήρα ή του συστήματος ελέγχου της ρύπανσης είναι πανομοιότυπες ή βρίσκονται εντός των προβλεπόμενων ανοχών:

3.3.1.1.      Όχημα:

[…]

3.3.1.2.      Κινητήρας

[…]

3.3.1.3.      Παράμετροι του συστήματος ελέγχου της ρύπανσης:

α)      Καταλυτικοί μετατροπείς και φίλτρα σωματιδίων:

[…]

[…]

γ)      Ανακυκλοφορία καυσαερίων (EGR):

με ή χωρίς

είδος (ψυχόμενη ή μη ψυχόμενη, ενεργός ή παθητικός έλεγχος, υψηλή πίεση ή χαμηλή πίεση).

[…]»

 Η οδηγία 2007/46

17      Η οδηγία 2007/46, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1229/2012 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2012 (ΕΕ 2012, L 353, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2007/46), καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 151, σ. 1), με ισχύ από την 1η Σεπτεμβρίου 2020. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η οδηγία εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στη διαφορά αυτή.

18      Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω οδηγίας:

«Οι τεχνικές απαιτήσεις που ισχύουν για τα συστήματα, τα κατασκευαστικά στοιχεία, τις χωριστές τεχνικές μονάδες και τα οχήματα θα πρέπει να εναρμονιστούν και να προσδιοριστούν με κανονιστικές πράξεις. Αυτές οι κανονιστικές πράξεις θα πρέπει πρωταρχικά να επιδιώκουν την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου οδικής ασφάλειας, προστασίας της υγείας, περιβαλλοντικής προστασίας, ενεργειακής απόδοσης και προστασίας από παράνομη χρήση.»

19      Το άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Αντικείμενο», προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει εναρμονισμένο πλαίσιο με τις διοικητικές διατάξεις και τις γενικές τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση όλων των νέων οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, με σκοπό να διευκολύνει την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, την πώληση και τη θέση σε κυκλοφορία των οχημάτων αυτών εντός της Κοινότητας.

[…]

Δια κανονιστικών πράξεων, των οποίων ο εξαντλητικός κατάλογος παρατίθεται στο παράρτημα IV, θεσπίζονται, κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ειδικές τεχνικές απαιτήσεις για την κατασκευή και τη λειτουργία των οχημάτων.»

20      Το άρθρο 3 της οδηγίας 2007/46, το οποίο επιγραφόταν «Ορισμοί», προέβλεπε στα σημεία 5 και 36 τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και των κανονιστικών πράξεων του παραρτήματος IV ισχύουν, εκτός αντίθετων διατάξεών τους, οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

5.      “έγκριση ΕΚ τύπου”: η διαδικασία με την οποία κράτος μέλος πιστοποιεί ότι τύπος οχήματος, συστήματος, κατασκευαστικού στοιχείου ή χωριστής τεχνικής μονάδας τηρεί τις σχετικές διοικητικές διατάξεις και τεχνικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και των κανονιστικών πράξεων του παραρτήματος IV ή ΧΙ,

[…]

36.      “πιστοποιητικό συμμόρφωσης”: το έγγραφο που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΧ της παρούσας οδηγίας, το οποίο εκδίδει ο κατασκευαστής και το οποίο πιστοποιεί ότι ένα όχημα το οποίο ανήκει στη σειρά του εγκεκριμένου, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τύπου συμμορφώνεται προς όλες τις κανονιστικές πράξεις κατά τη στιγμή της παραγωγής του».

21      Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Υποχρεώσεις των κρατών μελών», όριζε τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι κατασκευαστές που ζητούν έγκριση να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.      Τα κράτη μέλη εγκρίνουν μόνον τα οχήματα, συστήματα, κατασκευαστικά στοιχεία ή χωριστές τεχνικές μονάδες που πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

3.      Τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια κυκλοφορίας ή επιτρέπουν την πώληση ή τη θέση σε κυκλοφορία μόνον των οχημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων ή χωριστών τεχνικών μονάδων που πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

[…]»

22      Το άρθρο 8, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας είχε ως εξής:

«Η εγκριτική αρχή ενημερώνει αμελλητί τις εγκριτικές αρχές των άλλων κρατών μελών σχετικά με την απόρριψη ή την ανάκληση οποιασδήποτε έγκρισης οχήματος, αιτιολογώντας την απόφασή της.»

23      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας:

«Ο κατασκευαστής ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση το κράτος μέλος το οποίο έχει χορηγήσει την έγκριση ΕΚ τύπου σχετικά με οποιαδήποτε τροποποίηση των στοιχείων που καταγράφονται στο πακέτο πληροφοριών. Το εν λόγω κράτος μέλος αποφασίζει, σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος Κεφαλαίου, τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί. Εάν απαιτείται, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει, σε συμφωνία με τον κατασκευαστή, τη χορήγηση νέας έγκρισης ΕΚ τύπου».

24      Το άρθρο 18 της οδηγίας 2007/46, το οποίο έφερε τον τίτλο «Πιστοποιητικό συμμόρφωσης», όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο κατασκευαστής, ως κάτοχος της έγκρισης ΕΚ τύπου οχήματος, παραδίδει πιστοποιητικό συμμόρφωσης μαζί με κάθε πλήρες, ημιτελές ή ολοκληρωμένο όχημα που κατασκευάζεται σύμφωνα με τον εγκεκριμένο τύπο οχήματος.

[…]»

25      Το άρθρο 26 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Έκδοση άδειας κυκλοφορίας, πώληση και θέση σε κυκλοφορία», προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 29 και 30, τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια κυκλοφορίας και επιτρέπουν την πώληση ή τη θέση σε κυκλοφορία οχημάτων μόνον εφόσον συνοδεύονται από ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης το οποίο έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 18.

[…]»

26      Το παράρτημα IV της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Απαιτήσεις για τον σκοπό της έγκρισης ΕΚ τύπου οχημάτων», μνημόνευε στο μέρος I, με τίτλο «Κανονιστικές πράξεις που ορίζουν τις απαιτήσεις για την έγκριση τύπου ΕΚ οχημάτων που παράγονται σε απεριόριστες σειρές», τον κανονισμό 715/2007 όσον αφορά τις «[ε]κπομπές (Euro 5 και 6) από ελαφρά εμπορικά οχήματα/πρόσβαση σε πληροφορίες».

 Το αυστριακό δίκαιο

27      Το άρθρο 922, παράγραφος 1, του Allgemeines bürgerliches Gesetzbuch (γενικού αστικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: ABGB), ορίζει τα εξής:

«Όποιος μεταβιβάζει πράγμα σε άλλον έναντι ανταλλάγματος εγγυάται ότι το πράγμα είναι σύμφωνο με τη σύμβαση. Έχει συνεπώς την ευθύνη να διασφαλίζει ότι το πράγμα έχει τις συμφωνηθείσες ή συνήθως αναμενόμενες ιδιότητες, ανταποκρίνεται στην περιγραφή του, σε δείγμα ή σε υπόδειγμα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τη φύση της συναλλαγής ή της συναφθείσας συμφωνίας.»

28      Το άρθρο 932, παράγραφοι 1 και 4, του ABGB ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Σε περίπτωση ελαττώματος, ο αποκτών μπορεί να ζητήσει την επιδιόρθωση του πράγματος (επισκευή ή συμπλήρωση της ελλείψεως), την αντικατάσταση του πράγματος, την προσήκουσα μείωση του ανταλλάγματος (μείωση του τιμήματος) ή τη λύση της συμβάσεως (υπαναχώρηση).

[…]

(4)      Εάν τόσο η επιδιόρθωση όσο και η αντικατάσταση είναι αδύνατες ή συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον μεταβιβάζοντα, ο αποκτών δικαιούται να μειώσει το τίμημα ή, εφόσον δεν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. […]»

 Το γερμανικό δίκαιο

29      Το άρθρο 25, παράγραφος 2, της Verordnung über die EG-Genehmigung für Kraftfahrzeuge und ihre Anhänger sowie für Systeme, Bauteile und selbstständige technische Einheiten für diese Fahrzeuge (EG‑Fahrzeuggenehmigungsverordnung) [κανονιστικής πράξης περί έγκρισης ΕΚ των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (κανονιστική πράξη περί έγκρισης ΕΚ των μηχανοκίνητων οχημάτων)] (στο εξής: EG-FGV) έχει ως εξής:

«Για την άρση ελλείψεων που έχουν ανακύψει και τη διασφάλιση της συμμορφώσεως οχημάτων που έχουν ήδη τεθεί σε κυκλοφορία, αυτοτελών τεχνικών μονάδων ή κατασκευαστικών στοιχείων, η ομοσπονδιακή υπηρεσία μηχανοκίνητων οχημάτων δύναται να θεσπίζει εκ των υστέρων διατάξεις συμπληρωματικού χαρακτήρα.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

30      Στις 21 Δεκεμβρίου 2013, ο DS, καταναλωτής, αγόρασε όχημα μάρκας Volkswagen, εξοπλισμένο με πετρελαιοκινητήρα τύπου EA 189 γενιάς Euro 5, από την Porsche Inter Auto, ανεξάρτητο πωλητή αυτοκινήτων της Volkswagen.

31      Το όχημα ήταν εξοπλισμένο με λογισμικό που έθετε σε λειτουργία το σύστημα ανακυκλοφορίας των καυσαερίων βάσει δύο θέσεων λειτουργίας (στο εξής: σύστημα αλλαγής θέσης λειτουργίας). Η πρώτη θέση λειτουργίας ενεργοποιούνταν μόνον κατά τη διάρκεια της εργαστηριακής δοκιμής έγκρισης τύπου, η οποία αποκαλείται «New European Driving Cycle» (NEDC). Στη θέση αυτή, ο συντελεστής ανακυκλοφορίας των καυσαερίων ήταν υψηλότερος απ’ ό,τι στη δεύτερη θέση λειτουργίας, η οποία ενεργοποιούνταν υπό πραγματικές συνθήκες οδήγησης. Για τον επίμαχο τύπο οχήματος χορηγήθηκε έγκριση τύπου από την Kraftfahrt-Bundesamt (ομοσπονδιακή υπηρεσία μηχανοκίνητων οχημάτων, Γερμανία, στο εξής: KBA), την αρμόδια για την έγκριση τύπου αρχή στη Γερμανία. Η ύπαρξη του συστήματος αλλαγής θέσης λειτουργίας δεν είχε γνωστοποιηθεί στην εν λόγω αρχή.

32      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, εάν η KBA γνώριζε την ύπαρξη του συστήματος αυτού, δεν θα είχε χορηγήσει έγκριση τύπου για τον εν λόγω τύπο οχήματος. Από την ίδια απόφαση προκύπτει επίσης ότι ο DS θα είχε αγοράσει το επίμαχο όχημα ακόμη και αν γνώριζε την ύπαρξη του εν λόγω συστήματος.

33      Με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 2, της EG-FGV, η KBA διέταξε τη Volkswagen να αφαιρέσει το σύστημα αλλαγής θέσης λειτουργίας προκειμένου να αποκατασταθεί η συμμόρφωση των κινητήρων τύπου EA 189 γενιάς Euro 5 με τον κανονισμό 715/2007. Με επιστολή της 20ής Δεκεμβρίου 2016, η KBA ενημέρωσε τη Volkswagen ότι η προτεινόμενη ενημέρωση του λογισμικού το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης (στο εξής: ενημέρωση του λογισμικού) ήταν ικανή να αποκαταστήσει την εν λόγω συμμόρφωση. Κατόπιν τούτου, η KBA δεν αφαίρεσε ούτε ανακάλεσε την έγκριση ΕΚ τύπου του επίμαχου τύπου οχήματος.

34      Στις 15 Φεβρουαρίου 2017, ο DS πραγματοποίησε την ενημέρωση του λογισμικού στο όχημά του. Η ενημέρωση αυτή αντικατέστησε το σύστημα αλλαγής θέσης λειτουργίας με πρόγραμμα βάσει του οποίου η λειτουργία μείωσης των εκπομπών ενεργοποιούνταν όχι μόνον κατά τη διάρκεια της δοκιμής έγκρισης τύπου που μνημονεύεται στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης, αλλά και κατά τη χρήση του οχήματος στο οδικό δίκτυο. Ωστόσο, η ανακυκλοφορία των καυσαερίων ήταν πλήρως λειτουργική μόνον όταν η εξωτερική θερμοκρασία κυμαινόταν μεταξύ 15 και 33 βαθμών Κελσίου (στο εξής: θερμοκρασιακό παράθυρο).

35      Ο DS άσκησε αγωγή ενώπιον του Landesgericht Linz (πρωτοδικείου Linz, Αυστρία) με αίτημα, κυρίως, την επιστροφή του τιμήματος αγοράς του επίμαχου οχήματος έναντι της απόδοσης του οχήματος αυτού, επικουρικώς, τη μείωση του τιμήματος και, έτι επικουρικότερον, τη διαπίστωση της ευθύνης της Porsche Inter Auto και της Volkswagen για τη ζημία που προκλήθηκε από την ύπαρξη μη επιτρεπόμενου συστήματος αναστολής, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007.

36      Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.

37      Με απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, το Oberlandesgericht Linz (εφετείο Linz, Αυστρία) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

38      Ο DS άσκησε ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, αναίρεση κατά της απόφασης αυτής, για τον λόγο ότι το επίμαχο όχημα παρουσίαζε ελάττωμα, καθώς το σύστημα αλλαγής θέσης λειτουργίας συνιστούσε μη επιτρεπόμενο σύστημα αναστολής, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007. Κατά τον DS, δεδομένου ότι η ενημέρωση του λογισμικού δεν θεράπευσε το ως άνω ελάττωμα, υφίστατο κίνδυνος μείωσης της αξίας του οχήματος και πρόκλησης ζημίας σε αυτό λόγω της ενημέρωσης.

39      Η Porsche Inter Auto και η Volkswagen υποστηρίζουν ότι το θερμοκρασιακό παράθυρο συνιστά επιτρεπόμενο σύστημα αναστολής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007. Η KBA συμμερίζεται την εκτίμηση αυτή.

40      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το σύστημα αλλαγής θέσης λειτουργίας αποτελεί μη επιτρεπόμενο σύστημα αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, και του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007. Εν πάση περιπτώσει, το επίμαχο όχημα ενέχει ελάττωμα, κατά την έννοια του άρθρου 922 του ABGB, διότι η ύπαρξη του εν λόγω συστήματος αναστολής δεν είχε γνωστοποιηθεί στην KBA.

41      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης παράδοσης οχήματος το οποίο δεν διαθέτει τέτοιο σύστημα αναστολής, το επίμαχο όχημα παρουσίαζε έλλειψη συμμόρφωσης, κατά την έννοια της οδηγίας 1999/44. Εάν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να εξεταστεί αν το όχημα εξακολουθούσε να είναι εξοπλισμένο με μη επιτρεπόμενο σύστημα αναστολής μετά την ενημέρωση του λογισμικού που έθετε σε λειτουργία το σύστημα ανακυκλοφορίας των καυσαερίων και να διευκρινιστούν τα έννομα αποτελέσματα της ενδεχόμενης συνέχισης ύπαρξης τέτοιου ελαττώματος μετά την ενημέρωση του λογισμικού.

42      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν, στην περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο όχημα, μολονότι καλύπτεται από έγκριση ΕΚ τύπου, είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 3, σημείο 10, και του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007, το εν λόγω όχημα έχει τη συνήθη ποιότητα ενός αγαθού του ίδιου τύπου την οποία μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 1999/44, και πρέπει, ως εκ τούτου, να τεκμαίρεται σύμφωνο προς τους όρους της σύμβασης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, όσον αφορά ένα προϊόν, όπως ένα όχημα, το οποίο πρέπει να πληροί τις εκ του νόμου προβλεπόμενες απαιτήσεις, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, αναμένει πράγματι ότι τηρούνται οι απαιτήσεις αυτές. Το γεγονός ότι τα οχήματα πρέπει να υποβληθούν σε διαδικασία έγκρισης τύπου δεν προσκρούει κατ’ ανάγκην στην προεκτεθείσα ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ.

43      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το θερμοκρασιακό παράθυρο μπορεί να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007, την οποία επικαλούνται η Porsche Inter Auto και η Volkswagen, ή αν τούτο αποκλείεται, εν πάση περιπτώσει, όπως υποστηρίζει ο DS. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος ο οποίος απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 6 του κανονισμού 715/2007, οι εξαιρέσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 2, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά. Κατά το δικαστήριο αυτό, καθόσον είναι παγκοίνως γνωστό ότι, σε κάποιες περιοχές της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας, η μέση θερμοκρασία είναι κάτω των 15 βαθμών Κελσίου για αρκετούς μήνες τον χρόνο, η εξωτερική θερμοκρασία, κατά μέσο όρο, δεν ανέρχεται, για σημαντικό μέρος του έτους, στο επίπεδο στο οποίο η ανακυκλοφορία των καυσαερίων λειτουργεί πλήρως σε ένα όχημα όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι ένα σύστημα αναστολής που χρησιμοποιείται σε τόσο μεγάλη έκταση είναι αδύνατον να δικαιολογηθεί βάσει κάποιας από τις ως άνω εξαιρέσεις.

44      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το γεγονός ότι ένα όχημα είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007, του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασήμαντη έλλειψη συμμόρφωσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44, δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής, ακόμη και αν γνώριζε την ύπαρξη και τη λειτουργία του εν λόγω συστήματος, θα είχε παρά ταύτα αγοράσει το όχημα.

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [1999/44] την έννοια ότι ένα μηχανοκίνητο όχημα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του [κανονισμού 715/2007] έχει τη συνήθη ποιότητα ενός αγαθού του ίδιου τύπου την οποία μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, εάν το όχημα είναι μεν εξοπλισμένο με παράνομο σύστημα αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, και του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007, πλην όμως ο τύπος του οχήματος διαθέτει έγκυρη έγκριση ΕΚ τύπου, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η χρήση του οχήματος στο οδικό δίκτυο;

2)      Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 την έννοια ότι ένα σύστημα αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού αυτού, το οποίο είναι σχεδιασμένο κατά τρόπον ώστε η ανακυκλοφορία των καυσαερίων, εκτός της δοκιμαστικής λειτουργίας σε εργαστηριακές συνθήκες, να ενεργοποιείται πλήρως, σε πραγματικές συνθήκες οδηγήσεως, μόνον όταν οι εξωτερικές θερμοκρασίες [βρίσκονται εντός του θερμοκρασιακού παραθύρου], μπορεί να είναι νόμιμο δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, ή αποκλείεται ήδη εκ προοιμίου η εφαρμογή της ως άνω εισάγουσας παρέκκλιση διατάξεως λόγω του ότι η πλήρης λειτουργία της ανακυκλοφορίας των καυσαερίων περιορίζεται σε συνθήκες οι οποίες, σε τμήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επικρατούν μόνον κατά το ήμισυ περίπου του έτους;

3)      Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44 την έννοια ότι η έλλειψη συμμορφώσεως που συνίσταται στον εξοπλισμό ενός οχήματος με σύστημα αναστολής το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, πρέπει να θεωρηθεί ως ασήμαντη κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, εάν ο αγοραστής θα είχε αγοράσει το όχημα ακόμη και αν γνώριζε την ύπαρξη και τη λειτουργία του εν λόγω συστήματος;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

46      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι ένα μηχανοκίνητο όχημα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 715/2007 έχει τη συνήθη ποιότητα των αγαθών του ίδιου τύπου την οποία μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής και, ως εκ τούτου, πρέπει να τεκμαίρεται σύμφωνο προς τους όρους της σύμβασης πώλησης του οχήματος αυτού, εάν, μολονότι καλύπτεται από έγκυρη έγκριση ΕΚ τύπου και μπορεί, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιηθεί στο οδικό δίκτυο, το όχημα είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού.

47      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44 επιβάλλει στον πωλητή την υποχρέωση να παραδίδει στον καταναλωτή αγαθά που είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης πώλησης.

48      Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, τα καταναλωτικά αγαθά τεκμαίρονται σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης εάν έχουν τη συνήθη ποιότητα και επιδόσεις ενός αγαθού του ίδιου τύπου τις οποίες μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη φύση του αγαθού.

49      Όσον αφορά ένα αγαθό όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, δηλαδή ένα μηχανοκίνητο όχημα, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, σημείο 5, της οδηγίας 2007/46, ως «έγκριση ΕΚ τύπου» νοείται η «διαδικασία με την οποία κράτος μέλος πιστοποιεί ότι τύπος οχήματος, συστήματος, κατασκευαστικού στοιχείου ή χωριστής τεχνικής μονάδας τηρεί τις σχετικές διοικητικές διατάξεις και τεχνικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και των κανονιστικών πράξεων του παραρτήματος IV ή ΧΙ». Το εν λόγω παράρτημα IV, με τίτλο «Απαιτήσεις για τον σκοπό της έγκρισης ΕΚ τύπου οχημάτων», μνημονεύει στο μέρος I, με τίτλο «Κανονιστικές πράξεις που ορίζουν τις απαιτήσεις για την έγκριση τύπου ΕΚ οχημάτων που παράγονται σε απεριόριστες σειρές», τον κανονισμό 715/2007 όσον αφορά τις «[ε]κπομπές (Euro 5 και 6) από ελαφρά εμπορικά οχήματα/πρόσβαση σε πληροφορίες».

50      Υπενθυμίζεται επίσης ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια κυκλοφορίας ή επιτρέπουν την πώληση ή τη θέση σε κυκλοφορία μόνον των οχημάτων που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής.

51      Τέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 715/2007 προβλέπει ότι οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι όλα τα νέα οχήματα τα οποία πωλούνται, ταξινομούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Ένωση έχουν λάβει έγκριση τύπου σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν και τα μέτρα εφαρμογής του.

52      Από τις διατάξεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 49 έως 51 της παρούσας απόφασης προκύπτει, αφενός, ότι τα οχήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/46 πρέπει να έχουν λάβει έγκριση τύπου και, αφετέρου, ότι η έγκριση αυτή μπορεί να χορηγηθεί μόνον εάν ο συγκεκριμένος τύπος οχήματος ανταποκρίνεται στις διατάξεις του κανονισμού 715/2007, ιδίως δε εκείνες που αφορούν τις εκπομπές, στις οποίες περιλαμβάνεται το άρθρο 5 του κανονισμού.

53      Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46, ο κατασκευαστής, ως κάτοχος της έγκρισης ΕΚ τύπου, παραδίδει πιστοποιητικό συμμόρφωσης μαζί με κάθε πλήρες, ημιτελές ή ολοκληρωμένο όχημα που κατασκευάζεται σύμφωνα με τον εγκεκριμένο τύπο οχήματος. Κατά το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας, το πιστοποιητικό αυτό είναι υποχρεωτικό για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας και την πώληση ή τη θέση σε κυκλοφορία ενός οχήματος.

54      Όταν αγοράζει όχημα το οποίο ανήκει στη σειρά εγκεκριμένου τύπου οχήματος και, ως εκ τούτου, συνοδεύεται από πιστοποιητικό συμμόρφωσης, ο καταναλωτής μπορεί ευλόγως να αναμένει ότι τηρείται ο κανονισμός 715/2007, και ιδίως το άρθρο 5, όσον αφορά το όχημα αυτό, τούτο δε ακόμη και αν δεν υπάρχουν ειδικές συμβατικές ρήτρες.

55      Συνεπώς, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι ένα όχημα το οποίο δεν πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω άρθρου 5 δεν έχει τη συνήθη ποιότητα και επιδόσεις ενός αγαθού του ίδιου τύπου τις οποίες μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ.

56      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 149 των προτάσεών του, η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο σχετικός τύπος οχήματος καλύπτεται από έγκριση ΕΚ τύπου, η οποία επιτρέπει τη χρήση του οχήματος στο οδικό δίκτυο. Πράγματι, η οδηγία 2007/46 αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία το μη επιτρεπτό ενός στοιχείου σχεδιασμού του οχήματος, για παράδειγμα υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 5 του κανονισμού 715/2007, δεν ανακαλύπτεται παρά μόνο μετά την έγκριση αυτή. Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι η αρμόδια για την έγκριση τύπου αρχή μπορεί να ανακαλέσει την έγκριση οχήματος. Επιπλέον, από το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτη και τρίτη περίοδος, της οδηγίας προκύπτει ότι, όταν ο κατασκευαστής ενημερώνει το κράτος μέλος το οποίο έχει χορηγήσει την έγκριση ΕΚ τύπου σχετικά με τροποποίηση των στοιχείων που καταγράφονται στο πακέτο πληροφοριών, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, εάν απαιτείται, να αποφασίσει, σε συμφωνία με τον κατασκευαστή, ότι πρέπει να χορηγηθεί νέα έγκριση ΕΚ τύπου.

57      Τούτο φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης τύπος οχήματος εγκρίθηκε αρχικά από την KBA χωρίς να της έχει γνωστοποιηθεί η ύπαρξη του συστήματος αλλαγής θέσης λειτουργίας. Επιπλέον, από την ως άνω απόφαση προκύπτει ότι, εάν η KBA γνώριζε την ύπαρξη του συστήματος αυτού, δεν θα είχε χορηγήσει την έγκριση ΕΚ για τον εν λόγω τύπο οχήματος.

58      Συνεπώς, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι ένα μηχανοκίνητο όχημα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 715/2007 δεν έχει τη συνήθη ποιότητα των αγαθών του ίδιου τύπου την οποία μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, εάν, μολονότι καλύπτεται από έγκυρη έγκριση ΕΚ τύπου και μπορεί, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιηθεί στο οδικό δίκτυο, το όχημα αυτό είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

59      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 έχει την έννοια ότι ένα σύστημα αναστολής το οποίο εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την τήρηση των προβλεπόμενων στον κανονισμό αυτόν οριακών τιμών εκπομπών μόνον εντός του θερμοκρασιακού παραθύρου, με αποτέλεσμα, σε τμήμα της επικράτειας της Ένωσης, η ανακυκλοφορία των καυσαερίων να είναι πλήρως λειτουργική μόνο για διάστημα έξι περίπου μηνών ετησίως, μπορεί να δικαιολογηθεί δυνάμει της διάταξης αυτής.

60      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007, απαγορεύεται η χρήση συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών. Ωστόσο, υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις από την απαγόρευση αυτή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προβλεπόμενη στο στοιχείο αʹ του άρθρου 5, παράγραφος 2, κατά την οποία η απαγόρευση δεν εφαρμόζεται όταν «η ανάγκη χρήσης των συστημάτων αιτιολογείται για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος».

61      Η διάταξη αυτή, καθόσον συνιστά εξαίρεση από την απαγόρευση χρήσης συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών, πρέπει να τύχει συσταλτικής ερμηνείας [πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρα), C‑693/18, EU:C:2020:1040, σκέψεις 111 και 112].

62      Όσον αφορά, καταρχάς, την έννοια του «κινητήρα», όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 118 και 119 των προτάσεών του, στο παράρτημα I του κανονισμού 692/2008 γίνεται ρητή διάκριση μεταξύ του κινητήρα και του συστήματος ελέγχου της ρύπανσης. Συγκεκριμένα, οι σχετικές με τον «[κ]ινητήρα» απαιτήσεις προβλέπονται στο σημείο 3.3.1.2 του παραρτήματος, ενώ οι σχετικές με τις «[π]αραμέτρους του συστήματος ελέγχου της ρύπανσης» προβλέπονται στο σημείο 3.3.1.3 του παραρτήματος. Το τελευταίο αυτό σημείο, στα στοιχεία του αʹ και γʹ, περιλαμβάνει ρητώς τα φίλτρα σωματιδίων και την ανακυκλοφορία καυσαερίων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, τα φίλτρα σωματιδίων θεωρούνται ως διατάξεις ελέγχου της ρύπανσης για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού.

63      Κατά συνέπεια, η βαλβίδα EGR, ο ψύκτης ανακυκλοφορίας καυσαερίων και το φίλτρο σωματιδίων ντίζελ, στην προστασία των οποίων αποσκοπεί, κατά την Porsche Inter Auto, το θερμοκρασιακό παράθυρο, αποτελούν κατασκευαστικά στοιχεία διακριτά από τον κινητήρα. Συγκεκριμένα, η βαλβίδα EGR βρίσκεται στην έξοδο του κινητήρα, μετά την πολλαπλή εξαγωγής. Η βαλβίδα αυτή καθιστά δυνατή, κατά το άνοιγμά της, τη διοχέτευση των καυσαερίων στην πολλαπλή εισαγωγής με σκοπό την καύση τους για δεύτερη φορά και την ψύξη τους χάρη σε έναν εναλλάκτη θερμότητας, τον ψύκτη ανακυκλοφορίας καυσαερίων. Το φίλτρο σωματιδίων, το οποίο βρίσκεται πριν από τον αγωγό εξαγωγής, φιλτράρει τον αέρα προκειμένου να συγκρατήσει τα μικρά ρυπογόνα σωματίδια.

64      Όσον αφορά, εν συνεχεία, τις έννοιες του «ατυχήματος» και της «ζημίας», που μνημονεύονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για να μπορεί να δικαιολογηθεί σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ένα σύστημα αναστολής το οποίο μειώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των εκπομπών πρέπει να καθιστά δυνατή την προστασία του κινητήρα από αιφνίδιες και έκτακτες ζημίες [απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρα), C‑693/18, EU:C:2020:1040, σκέψη 109].

65      Επομένως, η συσσώρευση ρύπων στον κινητήρα και η γήρανσή του δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν ως «ατύχημα» ή «ζημία», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, καθώς είναι καταρχήν προβλέψιμες και εγγενείς στη φυσιολογική λειτουργία του οχήματος [απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρα), C‑693/18, EU:C:2020:1040, σκέψη 110].

66      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τον σκοπό του κανονισμού 715/2007, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και στη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα εντός της Ένωσης, η οποία προϋποθέτει την αποτελεσματική μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx) καθ’ όλη τη διάρκεια της κανονικής ζωής των οχημάτων. Πράγματι, η απαγόρευση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού θα καθίστατο κενή περιεχομένου και θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας αν επιτρεπόταν στους κατασκευαστές να εξοπλίζουν τα αυτοκίνητα οχήματα με τέτοια συστήματα αναστολής με μοναδικό σκοπό την προστασία του κινητήρα από τη συσσώρευση ρύπων και τη γήρανση [απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρα), C‑693/18, EU:C:2020:1040, σκέψη 113].

67      Επομένως, μόνον οι άμεσοι κίνδυνοι ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση οχήματος μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρήση συστήματος αναστολής, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007.

68      Η ερμηνεία του όρου «ζημία» την οποία έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρα) (C‑693/18, EU:C:2020:1040), δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβέρνησης και της Porsche Inter Auto κατά το οποίο από τις αποδόσεις του όρου αυτού στην αγγλική («damage») και στη γερμανική γλώσσα («Beschädigung») προκύπτει ότι ο εν λόγω όρος δεν καλύπτει μόνον αιφνίδια και απρόβλεπτα γεγονότα.

69      Πράγματι, αφενός, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 115 των προτάσεών του, οι ορισμοί του όρου αυτού στην αγγλική και τη γερμανική γλώσσα, μολονότι, σε αντίθεση με τον ορισμό του στη γαλλική γλώσσα, δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκην ότι η ζημία οφείλεται σε «αιφνίδιο» γεγονός, δεν αναιρούν την ερμηνεία του όρου «ζημία» στην οποία προέβη το Δικαστήριο. Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι η συσταλτική ερμηνεία την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο στηρίζεται στους λόγους που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 61 και 66 της παρούσας απόφασης.

70      Ωστόσο, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Porsche Inter Auto και η Volkswagen υποστηρίζουν ότι το επίμαχο σύστημα αναστολής δικαιολογείται διότι, σε περίπτωση πολύ χαμηλών ή πολύ υψηλών θερμοκρασιών, είναι δυνατόν να σχηματιστούν αποθέσεις, κατά την ανακυκλοφορία των καυσαερίων, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε ελαττώματα στη θέση της βαλβίδας EGR, δηλαδή, παραδείγματος χάριν, η βαλβίδα ενδέχεται να μην ανοίγει ή να μην κλείνει πλέον σωστά ή ακόμη και να μπλοκάρει εντελώς. Μια βαλβίδα EGR που έχει υποστεί βλάβη ή βρίσκεται σε λανθασμένη θέση μπορεί να προκαλέσει ζημία στον ίδιο τον κινητήρα και να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε απώλεια ισχύος του οχήματος. Επιπλέον, είναι αδύνατο να προβλεφθεί και να υπολογιστεί το χρονικό σημείο κατά το οποίο ενδέχεται να εκδηλωθεί η αστοχία της βαλβίδας EGR, δεδομένου ότι τούτο θα μπορούσε να συμβεί με αιφνίδιο και απρόβλεπτο τρόπο, ακόμη και αν πραγματοποιούνταν τακτική συντήρηση της βαλβίδας. Η αιφνίδια και απρόβλεπτη απώλεια ισχύος του οχήματος θα επηρέαζε την ασφαλή λειτουργία του, αυξάνοντας, για παράδειγμα, σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρού τροχαίου ατυχήματος κατά την προσπέραση.

71      Επιπροσθέτως, η Porsche Inter Auto και η Volkswagen υποστηρίζουν ότι η συσσώρευση ρύπων σε κατασκευαστικά στοιχεία του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, καθόσον οδηγεί σε δυσλειτουργία της βαλβίδας EGR και, ενδεχομένως, στο μπλοκάρισμά της, μπορεί να προκαλέσει καύση του φίλτρου σωματιδίων και πυρκαγιά στον κινητήρα ή, συνακόλουθα, ακόμη και σε ολόκληρο το όχημα, πράγμα που θα έθετε σε κίνδυνο την ασφαλή λειτουργία του οχήματος.

72      Συναφώς, επισημαίνεται ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 προκύπτει ότι, για να εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή, η ανάγκη χρήσης συστήματος αναστολής πρέπει να δικαιολογείται όχι μόνο για λόγους προστασίας του κινητήρα από ζημία ή ατύχημα, αλλά και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 106 των προτάσεών του, λαμβανομένης υπόψη της χρήσης του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» στην εν λόγω διάταξη, αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει είναι σωρευτικές.

73      Ως εκ τούτου, και λαμβανομένης υπόψη –όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης– της συσταλτικής ερμηνείας που πρέπει να δοθεί στην εξαίρεση αυτή, ένα σύστημα αναστολής όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της εν λόγω εξαίρεσης μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι ανταποκρίνεται αυστηρώς στην ανάγκη αποφυγής των άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα, προκαλούμενων από δυσλειτουργία κατασκευαστικού στοιχείου του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, οι οποίοι είναι τόσο σοβαροί ώστε να δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με το εν λόγω σύστημα αναστολής. Πάντως, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 126 των προτάσεών του, η εξακρίβωση του ζητήματος αυτού άπτεται, στη διαφορά της κύριας δίκης, της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών η οποία απόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο.

74      Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 δεν επιβάλλει τυπικώς άλλες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, εντούτοις ένα σύστημα αναστολής το οποίο θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες οδήγησης, να λειτουργεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους, προκειμένου ο κινητήρας να προστατεύεται από ζημία ή ατύχημα και το όχημα να λειτουργεί με ασφάλεια, θα αντέβαινε προδήλως στον σκοπό του κανονισμού, από τον οποίο η εν λόγω διάταξη επιτρέπει παρέκκλιση μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, και θα είχε ως αποτέλεσμα να θιγεί δυσανάλογα η ίδια η αρχή του περιορισμού των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx) από τα οχήματα.

75      Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της συσταλτικής ερμηνείας που πρέπει να δοθεί στο εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ένα τέτοιο σύστημα αναστολής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της διάταξης αυτής.

76      Εάν γινόταν δεκτό ότι ένα σύστημα αναστολής όπως αυτό που περιγράφεται στη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης μπορεί να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007, τούτο θα είχε ως συνέπεια η εξαίρεση αυτή να εφαρμόζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους υπό τις πραγματικές συνθήκες οδήγησης που επικρατούν στην Ένωση, με αποτέλεσμα η αρχή της απαγόρευσης τέτοιων συστημάτων αναστολής, την οποία καθιερώνει το άρθρο 5, παράγραφος 2, να εφαρμόζεται, στην πράξη, λιγότερο συχνά απ’ ό,τι η εν λόγω εξαίρεση.

77      Εξάλλου, η Porsche Inter Auto και η Volkswagen καθώς και η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η έννοια της «ανάγκης» χρήσης συστήματος αναστολής δεν απαιτεί την καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία και ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το στάδιο εξέλιξης της τεχνολογίας κατά τον χρόνο της έγκρισης ΕΚ τύπου προκειμένου να εκτιμηθεί αν η ανάγκη αυτή δικαιολογείται για λόγους προστασίας του κινητήρα και για την ασφαλή λειτουργία του οχήματος, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007. Δεν αμφισβητείται ότι η χρήση συστήματος ανακυκλοφορίας καυσαερίων που λειτουργεί βάσει θερμοκρασιακού παραθύρου, σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με την ημερομηνία έγκρισης τύπου, αντιστοιχεί στο στάδιο εξέλιξης της τεχνολογίας. Επιπλέον, τα ως άνω μέρη υποστηρίζουν ότι, για την ερμηνεία του όρου «ανάγκη» που μνημονεύεται στη διάταξη αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ανάγκη στάθμισης των περιβαλλοντικών συμφερόντων με τα οικονομικά συμφέροντα των κατασκευαστών.

78      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 129 των προτάσεών του, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 715/2007 προκύπτει ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης καθόρισε τις οριακές τιμές εκπομπών ρύπων, έλαβε υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα των κατασκευαστών και, ιδίως, το κόστος που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις λόγω της ανάγκης τήρησης των τιμών αυτών. Επομένως, εναπόκειται στους κατασκευαστές να προσαρμόζονται και να εφαρμόζουν τεχνικά μέσα κατάλληλα για την τήρηση των εν λόγω τιμών, δεδομένου ότι ο κανονισμός ουδόλως επιβάλλει τη χρήση συγκεκριμένης τεχνολογίας.

79      Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 66 της παρούσας απόφασης, ο σκοπός του κανονισμού 715/2007, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και στη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα εντός της Ένωσης, προϋποθέτει την αποτελεσματική μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx) καθ’ όλη τη διάρκεια της κανονικής ζωής των οχημάτων [απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, CLCV κ.λπ. (Σύστημα αναστολής σε πετρελαιοκινητήρα), C‑693/18, EU:C:2020:1040, σκέψη 113]. Εάν, όμως, επιτρεπόταν η χρήση συστήματος αναστολής βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού για τον λόγο και μόνον ότι, παραδείγματος χάριν, τα έξοδα έρευνας είναι υψηλά, το τεχνικό σύστημα είναι δαπανηρό ή οι εργασίες συντήρησης του οχήματος είναι συχνότερες και συνεπάγονται μεγαλύτερο κόστος για τον χρήστη, θα διακυβευόταν ο ως άνω σκοπός.

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ως άνω διάταξη πρέπει, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 61 και 73 της παρούσας απόφασης, να ερμηνεύεται συσταλτικά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η «ανάγκη» χρήσης συστήματος αναστολής, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, υφίσταται μόνον όταν, κατά τον χρόνο της έγκρισης ΕΚ τύπου του συστήματος αναστολής ή του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με αυτό, καμία άλλη τεχνική λύση δεν καθιστά δυνατή την αποφυγή άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα οι οποίοι δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος.

81      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 έχει την έννοια ότι ένα σύστημα αναστολής το οποίο εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την τήρηση των προβλεπόμενων στον κανονισμό αυτόν οριακών τιμών εκπομπών μόνον εντός του θερμοκρασιακού παραθύρου μπορεί να δικαιολογηθεί, δυνάμει της ως άνω διάταξης, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι το σύστημα αυτό ανταποκρίνεται αυστηρώς στην ανάγκη αποφυγής των άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα, προκαλούμενων από δυσλειτουργία κατασκευαστικού στοιχείου του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, οι οποίοι είναι τόσο σοβαροί ώστε να δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με το εν λόγω σύστημα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 ένα σύστημα αναστολής το οποίο θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες οδήγησης, να λειτουργεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους προκειμένου ο κινητήρας να προστατεύεται από ζημία ή ατύχημα και το όχημα να λειτουργεί με ασφάλεια.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

82      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι η έλλειψη συμμόρφωσης που συνίσταται στο ότι ένα όχημα είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη» εάν ο καταναλωτής, σε περίπτωση που γνώριζε την ύπαρξη και τη λειτουργία του εν λόγω συστήματος, θα είχε παρά ταύτα αγοράσει το όχημα.

83      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44, δεν υφίσταται έλλειψη συμμόρφωσης εάν, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο καταναλωτής γνώριζε ή δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοεί την έλλειψη της συμμόρφωσης ή εάν η έλλειψη συμμόρφωσης οφείλεται σε υλικά που προμηθεύει ο καταναλωτής.

84      Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 158 των προτάσεών του, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, καθώς δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο της πώλησης του επίμαχου οχήματος, ο DS δεν γνώριζε την προβαλλόμενη έλλειψη συμμόρφωσης ούτε μπορούσε ευλόγως να τη γνωρίζει.

85      Αντιθέτως, ο «ασήμαντος» ή μη χαρακτήρας της έλλειψης συμμόρφωσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44, από τον οποίο εξαρτάται το αν ο καταναλωτής δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, δεν υπόκειται σε ένα τέτοιο υποκειμενικό στοιχείο.

86      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι, μετά την αγορά ενός αγαθού, ο καταναλωτής παραδέχεται ότι θα είχε αγοράσει το αγαθό αυτό ακόμη και αν γνώριζε την έλλειψη συμμόρφωσης δεν έχει σημασία προκειμένου να κριθεί αν η έλλειψη συμμόρφωσης πρέπει να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη».

87      Υπό το πρίσμα της διευκρίνισης αυτής πρέπει να κριθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι η έλλειψη συμμόρφωσης που συνίσταται στο ότι ένα όχημα είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη».

88      Δεδομένου ότι η οδηγία 1999/44 δεν ορίζει την έννοια της «ασήμαντης έλλειψης συμμόρφωσης», η σημασία και το περιεχόμενο της έννοιας αυτής πρέπει να προσδιοριστούν σύμφωνα με το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται και των σκοπών της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020, Constantin Film Verleih, C‑264/19, EU:C:2020:542, σκέψη 29, και της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 83).

89      Καταρχάς, λαμβανομένου υπόψη του συνήθους νοήματος του όρου «ασήμαντος», η έννοια της «ασήμαντης έλλειψης συμμόρφωσης» παραπέμπει σε έλλειψη συμμόρφωσης ήσσονος σημασίας.

90      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται η έννοια αυτή, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 3, 5 και 6, της οδηγίας 1999/44 προβλέπει σαφή σειρά εφαρμογής των τρόπων επανόρθωσης στους οποίους έχει δικαίωμα ο καταναλωτής σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης του αγαθού (απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, Fülla, C‑52/18, EU:C:2019:447, σκέψη 58).

91      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, καταρχάς, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον πωλητή την επισκευή ή αντικατάσταση του αγαθού, εκτός εάν μια τέτοια πράξη είναι αδύνατη ή δυσανάλογη (απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, Fülla, C‑52/18, EU:C:2019:447, σκέψη 59).

92      Μόνον αν ο καταναλωτής δεν δικαιούται ούτε επισκευή ούτε αντικατάσταση του μη σύμφωνου προς τους όρους της σύμβασης αγαθού ή αν ο πωλητής δεν έχει ολοκληρώσει έναν από τους εν λόγω τρόπους επανόρθωσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή δύναται ο τελευταίος, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, της ως άνω οδηγίας, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, πλην της περιπτώσεως στην οποία, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας, η έλλειψη συμμόρφωσης του αγαθού είναι ασήμαντη (απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, Fülla, C‑52/18, EU:C:2019:447, σκέψη 60).

93      Όσον αφορά, τέλος, τους σκοπούς της οδηγίας 1999/44, επισημαίνεται ότι από τις αιτιολογικές της σκέψεις 1 και 10 έως 12 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή σκοπεί στο να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του καταναλωτή και εκείνων του πωλητή, εξασφαλίζοντας στον πρώτο, ως ασθενέστερο μέρος της σύμβασης, πλήρη και αποτελεσματική προστασία έναντι της πλημμελούς εκτέλεσης, από τον πωλητή, των συμβατικών υποχρεώσεών του και επιτρέποντας συγχρόνως να ληφθούν υπόψη οικονομικοί λόγοι τους οποίους προβάλλει ο δεύτερος (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2011, Gebr. Weber και Putz, C‑65/09 και C‑87/09, EU:C:2011:396, σκέψη 75, και της 23ης Μαΐου 2019, Fülla, C‑52/18, EU:C:2019:447, σκέψεις 41 και 52).

94      Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 160 των προτάσεών του, η υπαναχώρηση από τη σύμβαση, η οποία συνιστά το αποτελεσματικότερο νόμιμο μέσο επανόρθωσης που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής, μπορεί να ζητηθεί μόνον όταν η έλλειψη συμμόρφωσης είναι αρκούντως σημαντική.

95      Εν προκειμένω, όσον αφορά το γεγονός ότι ένα όχημα είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007, από τις σκέψεις 49 έως 52 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι δεν μπορεί να εγκριθεί ένας τύπος οχήματος που περιέχει τέτοιο σύστημα. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ένα τέτοιο όχημα δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τις οριακές τιμές εκπομπών που προβλέπονται στο παράρτημα I του κανονισμού αυτού. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 4 έως 6 του κανονισμού, όμως, υπογραμμίζεται η σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος και η ανάγκη σημαντικής μείωσης των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx) από τα πετρελαιοκίνητα οχήματα για τη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές για τη ρύπανση.

96      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ένα όχημα είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασήμαντη έλλειψη συμμόρφωσης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44.

97      Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι η έλλειψη συμμόρφωσης που συνίσταται στο ότι ένα όχημα είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη», ακόμη και αν ο καταναλωτής, σε περίπτωση που γνώριζε την ύπαρξη και τη λειτουργία του εν λόγω συστήματος, θα είχε παρά ταύτα αγοράσει το όχημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

98      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, έχει την έννοια ότι ένα μηχανοκίνητο όχημα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, δεν έχει τη συνήθη ποιότητα των αγαθών του ίδιου τύπου την οποία μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, εάν, μολονότι καλύπτεται από έγκυρη έγκριση ΕΚ τύπου και μπορεί, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιηθεί στο οδικό δίκτυο, το όχημα αυτό είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού.

2)      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 έχει την έννοια ότι ένα σύστημα αναστολής το οποίο εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την τήρηση των προβλεπόμενων στον κανονισμό αυτόν οριακών τιμών εκπομπών μόνον όταν η εξωτερική θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 15 και 33 βαθμών Κελσίου μπορεί να δικαιολογηθεί, δυνάμει της ως άνω διάταξης, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι το σύστημα αυτό ανταποκρίνεται αυστηρώς στην ανάγκη αποφυγής των άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα, προκαλούμενων από δυσλειτουργία κατασκευαστικού στοιχείου του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, οι οποίοι είναι τόσο σοβαροί ώστε να δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με το εν λόγω σύστημα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 715/2007 ένα σύστημα αναστολής το οποίο θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες οδήγησης, να λειτουργεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους προκειμένου ο κινητήρας να προστατεύεται από ζημία ή ατύχημα και το όχημα να λειτουργεί με ασφάλεια.

3)      Το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι η έλλειψη συμμόρφωσης που συνίσταται στο ότι ένα όχημα είναι εξοπλισμένο με σύστημα αναστολής του οποίου η χρήση απαγορεύεται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 715/2007 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη», ακόμη και αν ο καταναλωτής, σε περίπτωση που γνώριζε την ύπαρξη και τη λειτουργία του εν λόγω συστήματος, θα είχε παρά ταύτα αγοράσει το όχημα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.