Language of document :

Προσφυγή της 14ης Νοεμβρίου 2008 - Ryanair κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-494/08)

Γλώσσα διαδικασίας:η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ryanair Ltd (Δουβλίνο, Ιρλανδία) (εκπρόσωποι: E. Vahida, Ι. Μεταξάς-Μαραγκίδης, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κηρύξει άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 230 και 231 ΕΚ, τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής περί αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα στα οποία η προσφεύγουσα ζήτησε πρόσβαση με αίτηση της 25ης Ιουνίου 2008 και να διαπιστώσει ότι η απόφαση της Επιτροπής της 9ης Οκτωβρίου 2008 περί αρνήσεως προσβάσεως στα ίδια έγγραφα είναι ανυπόστατη,

επικουρικώς, να κηρύξει άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 230 και 231 ΕΚ, την απόφαση της Επιτροπής της 9ης Οκτωβρίου 2008 περί αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα στα οποία η προσφεύγουσα ζήτησε πρόσβαση με αίτηση της 25ης Ιουνίου 2008,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα και

περαιτέρω, να λάβει κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας, που υποβλήθηκε δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 1, περί προσβάσεως σε έγγραφα σχετικά με διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων όσον αφορά φερόμενη κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα μέσω συμφωνίας με τον έχοντα τη διαχείριση του αερολιμένα του Aarhus. Κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως, στις 9 Οκτωβρίου 2008, εκδόθηκε η ρητή απόφαση της Επιτροπής. Η προσφεύγουσα ζητεί επικουρικώς την ακύρωση της ρητής αυτής αποφάσεως.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο ισχυρισμούς.

Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η άρνηση της Επιτροπής συνιστά παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001. Καταρχάς, η προσφεύγουσα δηλώνει ότι η Επιτροπή πραγματοποίησε μια συνολική εκτίμηση αντί να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων που αποτελούν αντικείμενο της αίτησης περί προσβάσεως. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη συγκεκριμένου, πραγματικού και προβλέψιμου κινδύνου να θιγούν τα προστατευόμενα συμφέροντα του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε επαρκώς κατά νόμο το γεγονός ότι η μερική γνωστοποίηση των εγγράφων θα έθιγε την προστασία των νομικών συμβουλών, του σκοπού έρευνας ή της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, θα παραβίαζε το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού και επίσης ότι δεν εφάρμοσε ορθώς την αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε τις σχετικές με τα δικαιώματα άμυνας, τη διαφάνεια και τη δημοσιότητα εκτιμήσεις δημοσίου συμφέροντος στις οποίες στηρίχθηκε η προσφεύγουσα.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η σιωπηρή άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση και η από 9 Οκτωβρίου 2008 απόφασή της συνιστούν παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 253 ΕΚ και το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001 L 145, σ. 43)