Language of document : ECLI:EU:T:1999:123

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 10ης Ιουνίου 1999 (1)

«Ρήτρα διαιτησίας — Υποχρέωση πληρωμής — Μη εκτέλεση»

Στην υπόθεση T-10/98,

E-Quattro Snc, εταιρία ιταλικού δικαίου, με έδρα τo Laveno-Mombello (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον Giuseppe Marchesini, δικηγόρο στο Corte di Cassazione, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

ενάγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους José Luis Iglesias Buhigues, νομικό σύμβουλο, και Barry Doherty, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον Alberto Dal Ferro, δικηγόρο Βιτσέντζας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούγο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

εναγομένη,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα, βάσει του άρθρου 153 ΕΑ, για την αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί στο πλαίσιο συμβάσεως συναφθείσας με την Κοινότητα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Potocki, Πρόεδρο, C. W. Bellamy και A. W. H. Meij, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 3ης Δεκεμβρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της αγωγής και εξέλιξη της διαδικασίας

1.
    Στις 28 Mαρτίου 1996 η ενάγουσα και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, η οποία εκπροσωπήθηκε προς τούτο από τον διευθυντή του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του Κοινού Κέντρου Έρευνας στην Ispra (στο εξής: ΚΚΕ), συνήψαν σύμβαση σχετικά με την παροχή υπηρεσιών εμπειρογνώμονα-συμβούλου όσον αφορά ζητήματα τεχνικοδιοικητικής στήριξης στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χημικών Ουσιών (στο εξής: ΕΥΧΟ) που αποτελεί μέρος του Ινστιτούτου αυτού.

2.
    Σύμφωνα με το άρθρο της 9, η σύμβαση αυτή διέπεται από το ιταλικό δίκαιο. Δυνάμει του άρθρου 10 του παραρτήματός της 2, μόνο αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων είναι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.
    Η εκτέλεση της συμβάσεως θα γινόταν σε δύο φάσεις. Οι παροχές υπηρεσιών που προβλέπονταν για την πρώτη φάση, δηλαδή για την περίοδο από 28 Μαρτίου 1996 μέχρι 27 Μαρτίου 1997, συνίσταντο στην επικουρία για την προετοιμασία συνεδριάσεων επιστημονικού χαρακτήρα και τη δημιουργία τράπεζας δεδομένων επιστημονικού χαρακτήρα (παράρτημα 1 της συμβάσεως).

4.
    Η προβλεπόμενη γι' αυτές τις παροχές υπηρεσιών αμοιβή ανερχόταν σε 190 400 ECU (άρθρο 6.1 της συμβάσεως). Τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 1996 η Επιτροπή προέβη, σύμφωνα με το άρθρο 7.1 της συμβάσεως, σε δύο καταβολές συνολικού ύψους 133 280 ECU. Το υπόλοιπο, δηλαδή το 30 % του συνολικού τιμήματος, επρόκειτο να καταβληθεί ύστερα από την αποδοχή, εκ μέρους του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος, της τελικής εκθέσεως που θα κατάρτιζε η ενάγουσα. Το τιμολόγιο που αφορούσε το υπόλοιπο των 57 120 ECU για την τεχνικοδιοικητική στήριξη καταρτίστηκε από την ενάγουσα στις 6 Μαρτίου 1997 και απεστάλη στην Επιτροπή με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1997. Η πληρωμή έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός 60 ημερών υπολογιζομένων από την

ημερομηνία λήψεως του σχετικού αιτήματος για καταβολή (άρθρο 7.2 της συμβάσεως).

5.
    Με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 1997, το οποίο ελήφθη στις 22 Μαρτίου 1997, η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα ότι είχε αποφασίσει να μην εγκρίνει την έναρξη της δευτέρας φάσεως εκτελέσεως της συμβάσεως.

6.
    Με έγγραφο της 20ής Μαΐου 1997, η ενάγουσα επέμεινε να πραγματοποιηθεί η καταβολή του σχετικού με την πρώτη φάση της συμβάσεως υπολοίπου.

7.
    Στο πλαίσιο του άρθρου 12 της συμβάσεως, η Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου της Επιτροπής διενήργησε, στις 10 Ιουνίου 1997, επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας. Η σχετική έκθεση καταρτίστηκε από τη γενική διεύθυνση στις 23 Ιουνίου 1997.

8.
    Υπ' αυτές ακριβώς τις περιστάσεις, με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου 1997, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C-257/97.

9.
    Με διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 1997, το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας την πρόδηλη έλλειψη αρμοδιότητας για την εκδίκαση της υποβληθείσας σ' αυτό διαφοράς, ανέπεμψε την υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 48 του Οργανισμού (ΕΑ) του Δικαστηρίου, στο Πρωτοδικείο και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

10.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζητήθηκε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα, αίτημα το οποίο αυτοί ικανοποίησαν.

11.
    Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις θέσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 1998.

12.
    Με την ευκαιρία αυτή, η ενάγουσα δήλωσε ότι παραιτείται του αιτήματός της να υποχρεωθεί η Επιτροπή στην αποκατάσταση της ζημίας που είχε υποστεί λόγω της προβαλλομένης καταγγελίας της συμβάσεως, πράγμα που το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη.

Αιτήματα των διαδίκων

13.
    Η ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη και εξακολουθεί να υφίσταται λόγω της επίμονης καθυστερήσεως πληρωμής

του υπολοίπου του ποσού για τις παροχές που περιγράφονται στο μη εξοφληθέν τιμολόγιο·

—    να υποχρεώσει την Επιτροπή στην καταβολή τόκων υπολογιζομένων από την ημερομηνία που κατέστη απαιτητή η αποζημίωση και μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την αγωγή·

—    να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της ουσίας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

15.
    Η ενάγουσα παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να καταβάλει το τίμημα εντός δύο μηνών από της αποστολής του τιμολογίου. Παρέκταση της προθεσμίας αυτής είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τις μνημονευόμενες στο τιμολόγιο παροχές ή όταν το τιμολόγιο και τα συνοδευτικά αυτού έγγραφα παρουσιάζουν ελλείψεις (άρθρο 7.2 της συμβάσεως).

16.
    Εν προκειμένω, το τιμολόγιο εκδόθηκε στις 6 Μαρτίου 1997. Παρ' όλ' αυτά, μέχρι την ημέρα καταθέσεως της υπό κρίση αγωγής, η καταβολή δεν είχε πραγματοποιηθεί και τούτο μολονότι καμιά αμφισβήτηση από τις μνημονευόμενες στο άρθρο 7.2 της συμβάσεως δεν είχε διατυπωθεί.

17.
    Ελλείψει εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και ρητής εξηγήσεως σχετικά με τη διαπιστωθείσα καθυστέρηση, η ενάγουσα ζητεί την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία που έχει υποστεί και η οποία αντιστοιχεί στο ποσό του τιμολογίου που εξακολουθεί να μένει απλήρωτο, πλέον τόκων υπολογιζομένων από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας των δύο μηνών που άρχισε να τρέχει μετά τη λήψη του τιμολογίου.

18.
    Η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι δεν μπορούν να της προσάπτονται παραβάσεις κατά την προπαρασκευαστική φάση της συμβάσεως· είχε τότε προσκομίσει όλα τα αναγκαία έγγραφα που αντικατόπτριζαν την πραγματικότητα τόσο όσον αφορά την ημερομηνία της συστάσεώς της ή την περιουσιακή της κατάσταση όσο και το επαγγελματικό παρελθόν των διοικούντων αυτήν.

19.
    Όσον αφορά την εκτέλεση της συμβάσεως, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί το ότι η δημιουργία τράπεζας δεδομένων, πράγμα που αποτελούσε ένα από τα αντικείμενα

της συμβάσεως, δεν πραγματοποιήθηκε. Ωστόσο, αυτό έγινε επειδή ρητώς το ζήτησε ο αντισυμβαλλόμενος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η εκπλήρωση των επιστημονικού χαρακτήρα υποχρεώσεών της μετατέθηκε, κατόπιν ρητού αιτήματος των υπαλλήλων της ΕΥΧΟ για τη δεύτερη φάση της εκτελέσεως της συμβάσεως. Αντιστοίχως, ανατέθηκαν στην ενάγουσα διοικητικής φύσεως καθήκοντα, ολοένα και περισσότερο χρονοβόρα, όπως καταδεικνύεται από έγγραφο της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 1996 με τίτλο «σημείωμα για το προσωπικό της [ΕΥΧΟ]». Επομένως, δεν πρόκειται για μερική μη εκτέλεση της συμβάσεως από την ενάγουσα αλλά για την εκτέλεση άλλων καθηκόντων, όπως ακριβώς ήθελε ο αντισυμβαλλόμενος.

20.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, η καταβολή του υπολοίπου για τις σχετικές με την πρώτη φάση εκτελέσεως της συμβάσεως παροχές φαίνεται, κατά τη γνώμη της ενάγουσας, δικαιολογημένη και θεμιτή, εφόσον αντιστοιχεί σε μια υποκατάστατη δραστηριότητα της ενάγουσας η οποία ασκήθηκε επειδή ρητώς το είχε ζητήσει ο αντισυμβαλλόμενος. Συναφώς, η ενάγουσα επικαλείται χειρόγραφο σημείωμα που αποτελεί πρακτικό συνεδριάσεως της 27ης Ιανουαρίου 1997 στην οποία παρέστη ο προϊστάμενος μονάδας της ΕΥΧΟ και της οποίας αντικείμενο ήταν ο καθορισμός του προγράμματος συνεργασίας για τους επόμενους μήνες.

21.
    Κατά συνέπεια, το μόνο ζήτημα που θα μπορούσε να τεθεί αφορά την αντιστοιχία, από οικονομική άποψη, των όντως παρασχεθεισών διοικητικής φύσεως υπηρεσιών και των σχετικών με θέματα πληροφορικής υπηρεσιών που προβλέπονταν αρχικώς από τη σύμβαση.

22.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έχει επισημάνει ορισμένες παρατυπίες σε σχέση με την επίμαχη σύμβαση. Η ενάγουσα δεν παρέσχε ένα μέρος των προβλεπομένων από τη σύμβαση υπηρεσιών και, αντίθετα προς ό,τι διατείνεται, δεν συμφωνήθηκε καμιά τροποποίηση της συμβάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η στάση της Επιτροπής είναι νόμιμη, το δε αίτημα της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί.

Η εκτίμηση του Πρωτοδικείου

23.
    Σύμφωνα με το άρθρο 13 της υπογραφείσας μεταξύ των συμβαλλομένων, στις 28 Μαρτίου 1996, συμβάσεως, τα παραρτήματα αυτής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της.

24.
    Το παράρτημα 1 της συμβάσεως μνημονεύει τις υπηρεσίες που έπρεπε να παρασχεθούν από την ενάγουσα κατά την πρώτη φάση εκτελέσεως της συμβάσεως.

25.
    Εκτός από την επικουρία που έπρεπε να παρασχεθεί στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος για την οργάνωση 55 περίπου συνεδριάσεων που προβλέπονταν να πραγματοποιηθούν εντός ή εκτός της Ispra (άρθρο 3, στοιχείο a, του

παραρτήματος 1 της συμβάσεως), προβλεπόταν η δημιουργία τράπεζας δεδομένων επιστημονικού χαρακτήρα.

26.
    Στον «προϋπολογισμό κόστους» που εκπονήθηκε από την ενάγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας υπογραφής της συμβάσεως, ο προϋπολογισμός για τη δημιουργία αυτής της τράπεζας δεδομένων ανερχόταν σε 44 300 ECU, στα οποία πρέπει να προστεθούν οι δαπάνες ειδικευμένου προσωπικού.

27.
    Η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε, με τα έγγραφα που προσκόμισε, το γεγονός ότι αυτή η τράπεζα δεδομένων δεν δημιουργήθηκε. Ούτε καν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο κατά την προφορική διαδικασία.

28.
    Βεβαίως, η ενάγουσα προσκόμισε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση έγγραφο με τίτλο «τελική έκθεση», υπογεγραμμένο από υπάλληλο του ΚΚΕ. Το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει, στο σημείο του 2, διάφορα στοιχεία σχετικά με το σύστημα μηχανοργανώσεως επιστημονικού χαρακτήρα, όπως, μεταξύ άλλων, την ακόλουθη φράση: «Το σύστημα βελτιώθηκε και είναι στο εξής απολύτως λειτουργικό.»

29.
    Όμως, η ενάγουσα παραδέχθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η τράπεζα δεδομένων, περί της οποίας γίνεται μνεία στο σημείο 2 της τελικής εκθέσεως, δεν είναι αυτή που προβλεπόταν από το άρθρο 3, στοιχείο b, του παραρτήματος 1 της συμβάσεως, αλλά ένα αρχείο ονομάτων και διευθύνσεων που καταρτίστηκε στο πλαίσιο της οργανώσεως συνεδριάσεων που προβλεπόταν στο άρθρο 3, στοιχείο a, του παραρτήματος 1 της συμβάσεως.

30.
    Έτσι, θεωρείται δεδομένο ότι η προβλεπόμενη στη σύμβαση της 28ης Μαρτίου 1996 τράπεζα δεδομένων δεν δημιουργήθηκε.

31.
    Κατά τα λοιπά, το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει το γεγονός ότι το αρχείο ονομάτων και διευθύνσεων στο οποίο αναφέρεται η ενάγουσα προβλέπεται στο τελευταίο εδάφιο του σημείου 1 του εγγράφου με τίτλο «τελική έκθεση». Αντιθέτως, το σημείο 2 του εγγράφου αυτού αναφέρεται ειδικώς στο επιστημονικού χαρακτήρα σύστημα μηχανοργάνωσης. Επομένως, η μνεία ότι το σύστημα αυτό είναι λειτουργικό αποδεικνύεται αναληθής. Εξάλλου, η ενάγουσα ανέφερε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι, αν αυτά τα στοιχεία σχετικά με την τράπεζα δεδομένων δεν περιλαμβάνονταν στην καταρτισθείσα απ' αυτήν τελική έκθεση, θα συναντούσε δυσχέρειες όσον αφορά την καταβολή του υπολοίπου.

32.
    Ο προϋπολογισμός κόστους που καταρτίστηκε από την ενάγουσα προέβλεπε επίσης την πρόσληψη δύο ειδικών στην πληροφορική μηχανολόγων, με σκοπό την ανάπτυξη της τράπεζας δεδομένων, καθώς και ενός επιστημονικού συμβούλου, έναντι ποσού, αντιστοίχως, 28 000 και 12 000 ECU. Η ενάγουσα προσκόμισε, μεταξύ άλλων, στο Πρωτοδικείο δύο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που είχαν συναφθεί μεταξύ αυτής και δύο φυσικών προσώπων. Υποστηρίζει ότι οι εν λόγω συμβάσεις είναι αυτές που έχουν σχέση με την πρόσληψη των δύο ειδικών στην πληροφορική μηχανολόγων, όπως είχε αρχικώς προβλεφθεί. Ωστόσο, χωρίς να

χρειάζεται να εξεταστεί το υποστατό του ισχυρισμού αυτού, αρκεί να επισημανθείότι έργο των ειδικών στην πληροφορική μηχανολόγων ήταν η δημιουργία της τράπεζας δεδομένων επιστημονικού χαρακτήρα. Τέτοια όμως ακριβώς τράπεζα δεν δημιουργήθηκε. Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες που μπορεί να παρασχέθηκαν από τα εν λόγω δύο πρόσωπα δεν είναι δυνατόν να αντιστοιχούν σε αυτές που είχαν αρχικώς συμφωνηθεί και για τις οποίες είχε προβλεφθεί αμοιβή 28 000 ECU.

33.
    Όμως, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι οι εν λόγω υπηρεσίες δεν παρασχέθηκαν επειδή το ΚΚΕ της ζήτησε να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στο πρώτο μέρος των συμβατικών παροχών, συγκεκριμένα την οργάνωση συνεδριάσεων, πράγμα που όπως αποδείχθηκε αποτελούσε έργο δυσκολότερο απ' ό,τι είχε προβλεφθεί.

34.
    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 του παραρτήματος 2 της συμβάσεως, η σύμβαση αυτή ή τα παραρτήματά της μπορούσαν να τροποποιηθούν μόνον κατόπιν πρόσθετης συμφωνίας που θα υπογραφόταν από δεόντως εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους των συμβαλλομένων. Η σύμβαση της 28ης Μαρτίου 1996 συνήφθη επ' ονόματι της Κοινότητας, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή, η οποία εκπροσωπήθηκε κατά την υπογραφή της συμβάσεως από τον διευθυντή του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του ΚΚΕ.

35.
    Κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η σύμβαση τροποποιήθηκε σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στο άρθρο 11 του παραρτήματος 2.

36.
    Στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας η ενάγουσα επικαλέστηκε δύο αποδεικτικά στοιχεία.

37.
    Το πρώτο είναι ένα σημείωμα της ΕΥΧΟ της 28ης Μαΐου 1996 προς το προσωπικό της υπηρεσίας αυτής. Αφού μνημονεύει την υπογραφή της συμβάσεως με την ενάγουσα, ο συντάκτης του εγγράφου αυτού υπενθυμίζει στο προσωπικό της ΕΥΧΟ τις εσωτερικές διαδικασίες που πρέπει να τηρηθούν, τόσο όσον αφορά την οργάνωση συνεδριάσεων όσο και τις ακολουθητέες διοικητικές διαδικασίες. Τίποτε στο έγγραφο αυτό, που καταρτίστηκε δύο μόλις μήνες μετά τη σύναψη της συμβάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνεπαγόμενο τροποποίηση αυτής.

38.
    Το δεύτερο στοιχείο είναι ένα χειρόγραφο σημείωμα που αποτελεί «πρακτικό» συνεδριάσεως της 27ης Ιανουαρίου 1997 στην οποία παραβρέθηκε ο προϊστάμενος μονάδας της ΕΥΧΟ και με την οποία καθορίστηκε το πρόγραμμα συνεργασίας για τους προσεχείς μήνες. Κατ' αρχάς, τίποτε δεν επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα του εγγράφου αυτού: το εν λόγω έγγραφο δεν φέρει ημερομηνία, ο συντάκτης του είναι άγνωστος και τίποτε δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι τούτο αναφέρεται σε συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 1997 ή ότι μετέσχε σ' αυτήν ο προϊστάμενος μονάδας της ΕΥΧΟ. Εν πάση περιπτώσει, αυτό το αποτελούμενο από λίγες γραμμές χειρόγραφο απλώς μνημονεύει ονόματα και περιόδους χωρίς να

περιλαμβάνει κάποια διαφωτιστική φράση. Δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι η σύμβαση έχει εγκύρως τροποποιηθεί όσον αφορά ένα από τα ουσιώδη σημεία της.

39.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα προσκόμισε δύο επιπλέον έγγραφα προκειμένου να αποδείξει τη συμφωνία που επήλθε μεταξύ των συμβαλλομένων όσον αφορά την τροποποίηση της αρχικής συμβάσεως και τη συνακόλουθη αναβολή εκτελέσεως των εργασιών που συνδέονταν με τη δημιουργία της τράπεζας δεδομένων.

40.
    Το πρώτο έγγραφο είναι ένα σημείωμα της Επιτροπής με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1997. Στο έγγραφο αυτό μνημονεύεται ότι το τεχνικής φύσεως παράρτημα της συμβάσεως, το οποίο προσδιορίζει τις υπηρεσίες που πρέπει να παρασχεθούν από την ενάγουσα, «έχει τροποποιηθεί προφορικώς».

41.
    Το Πρωτοδικείο επισημαίνει, κατ' αρχάς, ότι το σημείωμα αυτό αποτελεί εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής, συντεταγμένο στο πλαίσιο της προετοιμασίας των υπομνημάτων της εναγομένης στην υπό κρίση υπόθεση. Όπως προκύπτει από στοιχεία που συνελέγησαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο δικηγόρος της ενάγουσας έλαβε γνώση του σημειώματος αυτού στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας κινηθείσας κατά ορισμένων υπαλλήλων του ΚΚΕ σε σχέση με τη σύμβαση της 28ης Μαρτίου 1996, διαδικασία κατά την οποία εκπροσωπούσε επίσης τους εν λόγω υπαλλήλους. Ο δικηγόρος της ενάγουσας έλαβε αντίγραφο του εσωτερικού αυτού σημειώματος στο πλαίσιο αυτής της πειθαρχικής διαδικασίας.

42.
    Γεγονός είναι πάντως ότι το σημείωμα αυτό δεν σημαίνει τροποποίηση της συμβάσεως κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 11 του παραρτήματος 2 αυτής.

43.
    Το δεύτερο έγγραφο είναι αυτό που φέρει τον τίτλο «τελική έκθεση».

44.
    Πρέπει, κατ' αρχάς, να επισημανθεί ότι η ενάγουσα δεν διασαφήνισε τις συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκε στην κατοχή της το έγγραφο αυτό. Έχοντας υπόψη τα διαμειφθέντα κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, θεωρείται δεδομένο ότι το έγγραφο αυτό δεν δόθηκε από το ΚΚΕ στην ενάγουσα στο πλαίσιο των συμβατικών τους σχέσεων. Εξάλλου, αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί, η ενάγουσα θα μπορούσε να το έχει προσκομίσει ήδη κατά τη φάση της καταθέσεως του δικογράφου της αγωγής. Όντως, προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό, που φέρει την υπογραφή ενός υπαλλήλου του ΚΚΕ, περιήλθε σε γνώση του δικηγόρου της ενάγουσας, όπως το αναλυθέν στο ανωτέρο σημείο 40 αποδεικτικό στοιχείο, μόλις στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας κινηθείσας από την Επιτροπή κατά ορισμένων υπαλλήλων του ΚΚΕ, σε σχέση με τη σύμβαση της 28ης Μαρτίου 1996, διαδικασίας κατά την οποία ο δικηγόρος της ενάγουσας ήταν και δικηγόρος των οικείων υπαλλήλων.

45.
    Εξάλλου, στο έγγραφο αυτό ουδεμία γίνεται μνεία σχετικά με τροποποίηση των όρων της συμβάσεως. Μολονότι στο εν λόγω έγγραφο περιγράφεται το πραγματοποιηθέν από την ενάγουσα έργο αναφορικά με την οργάνωση συνεδριάσεων, δεν προκύπτει ότι το αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων της υπερέβη αυτό που προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση. Αντιθέτως, στο σημείο της 2, σχετικά με την τράπεζα δεδομένων επιστημονικού χαρακτήρα, η τελική έκθεση επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η ενάγουσα είχε επίγνωση του ότι, προκειμένου να λάβει το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος τιμήματος, όφειλε να βεβαιώσει ότι είχε πραγματοποιήσει και τις εργασίες αυτές, πράγμα που δεν είχε συμβεί.

46.
    Κατά συνέπεια, από κανένα έγγραφο δεν αποδεικνύεται ότι η σύμβαση τροποποιήθηκε σύμφωνα με τους προβλεπόμενους απ' αυτήν όρους.

47.
    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει την ενάγουσα τη ζημία που αυτή υπέστη λόγω του ότι καθυστερείται η καταβολή του υπολοίπου του συμφωνηθέντος τιμήματος. Ως εκ τούτου, πρέπει επίσης να απορριφθεί το αίτημα επιδικάσεως τόκων υπολογιζομένων από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή η αποζημίωση και μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής.

Επί των δικαστικών εξόδων

48.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

49.
    Δεδομένου ότι το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα διάταξή του της 9ης Δεκεμβρίου 1997, είχε επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα, η παρούσα περί καταδίκης απόφαση ισχύει και όσον αφορά τα σχετικά με την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Απορρίπτει την αγωγή.

2)    Καταδικάζει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Potocki

Bellamy
Meij

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουνίου 1999.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

A. Potocki


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.