Language of document : ECLI:EU:T:2024:131

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Απευθείας άσκηση από την ΕΚΤ της εξουσίας αρμόδιας αρχής δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου – Επιβολή από το αυστριακό δίκαιο αντισταθμιστικών τόκων σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 395 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 – Αρμοδιότητα της ΕΚΤ – Άρθρο 65, παράγραφος 1, και άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑667/21,

BAWAG PSK Bank für Arbeit und Wirtschaft und Österreichische Postsparkasse AG, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τους H. Bälz, D. Bliesener, M. Bsaisou και G. Tönningsen, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), εκπροσωπούμενης από τον K. Lackhoff, την J. Poscia και τον Μ. Ιωαννίδη,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll και τον F. Koppensteiner,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin, πρόεδρο, P. Škvařilová-Pelzl, I. Nõmm (εισηγητή), G. Steinfatt και D. Kukovec, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα BAWAG PSK Bank für Arbeit und Wirtschaft und Österreichische Postsparkasse AG ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ECB-SSM‑2021-ATBAW‑7-ESA‑2018-0000126, της 2ας Αυγούστου 2021, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 3, καθώς και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6), και το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του Bundesgesetz über das Bankwesen (Bankwesengesetz) (νόμου περί του τραπεζικού τομέα), της 30ής Ιουλίου 1993 (BGBl. 532/1993), όπως τροποποιήθηκε με τον Bundesgesetz, mit dem das Bankwesengesetz, das Börsegesetz 2018, das Finalitätsgesetz, das Finanzmarkt-Geldwäsche-Gesetz, das Sanierungs- und Abwicklungsgesetz, das Wertpapieraufsichtsgesetz 2018 und das Zentrale Gegenparteien-Vollzugsgesetz geändert werden (ομοσπονδιακό νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί τραπεζικών δραστηριοτήτων, του νόμου του 2018 περί χρηματιστηρίου, του νόμου περί αμετακλήτου του διακανονισμού, του νόμου σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, του νόμου περί εξυγίανσης και εκκαθάρισης, του νόμου του 2018 περί εποπτείας των κινητών αξιών και του νόμου περί εκτέλεσης των ρυθμίσεων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους) της 28ης Μαΐου 2021 (BGBl. I, 98/2021, στο εξής: BWG).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι αυστριακό πιστωτικό ίδρυμα το οποίο ανήκει στον όμιλο εταιριών BAWAG και είναι υπεύθυνο για τις τραπεζικές δραστηριότητες του ομίλου BAWAG. Η μητρική της εταιρία είναι η χρηματοοικονομική εταιρία συμμετοχών BAWAG Group AG. Η προσφεύγουσα υπόκειται στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ.

3        Το 2016 η προσφεύγουσα απέκτησε έμμεσα ένα χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων στη Γαλλία, αποτελούμενο από 20 000 περίπου δάνεια, κυρίως εγγυημένα στεγαστικά δάνεια συνολικού ύψους περίπου 1,4 δισεκατομμυρίων ευρώ και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα και εξασφαλίσεις (στο εξής: χαρτοφυλάκιο Vermeer).

4        Η απόκτηση πραγματοποιήθηκε από δύο γαλλικά πιστωτικά ιδρύματα, τα My Money Bank SCA και GE SCF SCA. Για τους σκοπούς της μεταβίβασης των υποκείμενων δανείων και των σχετικών εξασφαλίσεων χωρίς τροποποίηση όλων των σχετικών συμβάσεων, πραγματοποιήθηκε προηγούμενη τιτλοποίηση του χαρτοφυλακίου Vermeer. Το εν λόγω χαρτοφυλάκιο μεταβιβάσθηκε σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο χωρίς νομική προσωπικότητα, το FCT Pearl, το οποίο δημιουργήθηκε στις 10 Αυγούστου 2016 με αποκλειστικό σκοπό την εν λόγω απόκτηση και του οποίου διαχειριστής είναι η Eurotitrisation SA. Ο θεματοφύλακας του αμοιβαίου κεφαλαίου, ήτοι η Société Générale SA, είναι υπεύθυνη για τη φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων του αμοιβαίου κεφαλαίου και για την εποπτεία της εταιρίας διαχείρισης. Η My Money Bank ορίστηκε ως φορέας διαχείρισης των δανείων που αποτελούν το ενεργητικό του FCT Pearl (στο εξής: υποκείμενα δάνεια ή υποκείμενα ανοίγματα).

5        Η προσφεύγουσα απέκτησε το σύνολο των μεριδίων του FCT Pearl τον Δεκέμβριο του 2016, κατά τρόπον ώστε κατέστη η πραγματική δικαιούχος. Υπό την ιδιότητά της αυτή, εισπράττει τα ποσά που καταβάλλονται για την αποπληρωμή (κεφαλαίου και τόκων) των υποκείμενων δανείων. Ωστόσο, δεν συμμετέχει ούτε στη λειτουργική διαχείριση του αμοιβαίου κεφαλαίου, η οποία ανήκει στην εταιρία διαχείρισης και στον θεματοφύλακα του αμοιβαίου κεφαλαίου, ούτε στη λειτουργική διαχείριση των υποκείμενων δανείων, η οποία ανήκει στη My Money Bank.

6        Από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 31 Μαρτίου 2017 η ΕΚΤ διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 του κανονισμού 1024/2013 και των άρθρων 143 έως 146 του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 της ΕΚΤ, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1).

7        Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ εξέτασε, μεταξύ άλλων, τη μέθοδο που ακολούθησε η προσφεύγουσα για τον προσδιορισμό του συνολικού ανοίγματός της όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο Vermeer υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του κανονισμού 575/2013 που αφορούν τα μεγάλα ανοίγματα. Συναφώς, η ΕΚΤ επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία να καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της ταυτότητας εκάστου των οφειλετών των υποκείμενων δανείων. Εξ αυτού συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη λεγόμενη προσέγγιση «διαφάνειας», που προβλέπεται στο άρθρο 390, παράγραφος 7, του κανονισμού 575/2013, για τον προσδιορισμό του επιπέδου του ανοίγματός της όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο Vermeer, η οποία καθιστά δυνατό τον υπολογισμό της αξίας του ανοίγματος στο επίπεδο των υποκείμενων ανοιγμάτων αντί της ίδιας της συναλλαγής.

8        Η ΕΚΤ εκτίμησε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1187/2014 της Επιτροπής, της 2ας Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 575/2013 σχετικά με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό του συνολικού ανοίγματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών όσον αφορά τις συναλλαγές με υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού (ΕΕ 2014, L 324, σ. 1), καθένα από τα υποκείμενα ανοίγματα για τα οποία δεν είχε προσδιοριστεί η ταυτότητα του οφειλέτη έπρεπε να αποδοθεί στην ίδια τη συναλλαγή, το FCT Pearl, ως ξεχωριστό πελάτη. Ως εκ τούτου, η εξέταση του χαρτοφυλακίου Vermeer βάσει του καθεστώτος μεγάλων ανοιγμάτων κατέδειξε υπερβάσεις του προβλεπόμενου στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 ορίου του 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του.

9        Συναφώς, η ΕΚΤ δεν δέχθηκε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η έλλειψη στοιχείων τα οποία να καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της ταυτότητας εκάστου μεμονωμένου δανειολήπτη του χαρτοφυλακίου Vermeer με το όνομα, τη διεύθυνση και την ημερομηνία γεννήσεώς του δεν την εμπόδιζε να προσδιορίσει τους δανειολήπτες στο πλαίσιο του καθεστώτος των μεγάλων ανοιγμάτων. Αφενός, η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι είχε λάβει ένα πλήρες σύνολο 93 ειδών στοιχείων για κάθε υποκείμενο δάνειο και τις αντίστοιχες εξασφαλίσεις, εκ των οποίων 21 στοιχεία αποτελούσαν αντικείμενο επικαιροποίησης σε καθημερινή βάση και 43 στοιχεία σε μηνιαία βάση. Αφετέρου, όσον αφορά 3 από τα 93 αυτά είδη στοιχείων (όνομα, ημερομηνία γεννήσεως και διεύθυνση), η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι, καθόσον επρόκειτο για ιδιαιτέρως ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, δυνάμει συμφωνίας για την προστασία των δεδομένων, τα εν λόγω δεδομένα της παρασχέθηκαν σε κρυπτογραφημένη μορφή, αλλά ότι η γνωστοποίησή τους σε αποκρυπτογραφημένη μορφή ήταν δυνατή σε περίπτωση που τούτο παρίστατο αναγκαίο για τη συμμόρφωση της προσφεύγουσας προς τις κανονιστικές απαιτήσεις.

10      Ως εκ τούτου, με το 9ο συμπέρασμα της εκθέσεώς της επιθεώρησης της 10ης Μαΐου 2017, η ΕΚΤ δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν τήρησε το όριο για τα μεγάλα ανοίγματα που προβλέπεται στο άρθρο 395 του κανονισμού 575/2013 όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο Vermeer.

11      Την 1η Σεπτεμβρίου 2017 η προσφεύγουσα ενημέρωσε την ΕΚΤ ότι ο μηχανισμός που ίσχυε για τη γνωστοποίηση των στοιχείων προσδιορισμού της ταυτότητας των οφειλετών των υποκείμενων δανείων επρόκειτο να τροποποιηθεί από τα μέσα Σεπτεμβρίου, γεγονός το οποίο σήμαινε ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων της θα ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα κάθε οφειλέτη κάθε υποκείμενου ανοίγματος στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου Vermeer.

12      Στις 20 Σεπτεμβρίου και στις 30 Οκτωβρίου 2017 η Finanzmarktaufsichtsbehörde (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Αυστρία, στο εξής: FMA) ζήτησε από την προσφεύγουσα να της προσκομίσει πίνακα στον οποίο να περιλαμβάνεται το αποδεκτό κεφάλαιό της και να προσδιορίζεται το υψηλότερο ποσό που επιτεύχθηκε με την υπέρβαση του ορίου για τα μεγάλα ανοίγματα, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, για κάθε μήνα κατά την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2016 και Σεπτεμβρίου 2017. Η προσφεύγουσα παρέσχε στην FMA τις ζητηθείσες πληροφορίες.

13      Στις 17 Φεβρουαρίου 2021 η ΕΚΤ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα σχέδιο αποφάσεως, προκειμένου να της δώσει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Στις 2 Μαρτίου 2021 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του ως άνω σχεδίου αποφάσεως.

14      Στις 29 Ιουνίου 2021 η ΕΚΤ παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί ενός τροποποιημένου κειμένου του σχεδίου αποφάσεως, λόγω των μεταβολών που επήλθαν στο άρθρο 97, παράγραφος 1, του BWG. Η προσφεύγουσα επανέλαβε τις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει στις 2 Μαρτίου 2021.

15      Στις 2 Αυγούστου 2021 η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση ECB/SSM/2021-ATBAW‑7-ESA‑2018-0000126, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 και το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η καταβολή αντισταθμιστικών τόκων ύψους 19 332 923,82 ευρώ (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

16      Πρώτον, η ΕΚΤ, παραπέμποντας στην τελική έκθεση έρευνας, δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της μόνον πληροφορίες που της επέτρεπαν να προσδιορίσει το ποσό εκάστου των υποκείμενων ανοιγμάτων του χαρτοφυλακίου Vermeer και όχι την ταυτότητα εκάστου των οικείων οφειλετών, στο μέτρο που οι σχετικές πληροφορίες της παρέχονταν σε κρυπτογραφημένη μορφή, και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να είχε εφαρμόσει το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1187/2014 για τον προσδιορισμό της συμβολής των εν λόγω υποκείμενων ανοιγμάτων στο άνοιγμα σε κίνδυνο.

17      Δεύτερον, υπό το πρίσμα των πληροφοριών τις οποίες η προσφεύγουσα παρέσχε στην FMA, η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι, με βάση την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1187/2014, η προσφεύγουσα είχε υπερβεί το όριο του 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου της έναντι της FCT Pearl επί δέκα συνεχόμενους μήνες μεταξύ Δεκεμβρίου 2016 και Σεπτεμβρίου 2017.

18      Τρίτον, η ΕΚΤ έκρινε ότι από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 3, καθώς και από το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1024/2013 προέκυπτε ότι είχε το δικαίωμα να επιβάλει αντισταθμιστικούς τόκους στην προσφεύγουσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97 του BWG, μέτρο το οποίο χαρακτηρίστηκε, με την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C‑52/17, EU:C:2018:648), ως «διοικητικό μέτρο» κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338). Επιπλέον, η ΕΚΤ επισήμανε ότι η τροποποίηση του άρθρου 97 του BWG στις 28 Μαΐου 2021 δεν ασκούσε επιρροή. Αφενός, η εξαίρεση που προστέθηκε επ’ ευκαιρία της εν λόγω τροποποιήσεως αφορά μόνον τις υπερβάσεις που σχετίζονται με ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα οποία επιτρέπονται, υπό προϋποθέσεις, από το άρθρο 395, παράγραφος 5, του κανονισμού 575/2013. Αφετέρου, τα ανοίγματα έναντι του FCT Pearl δεν ταξινομήθηκαν από την προσφεύγουσα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών της, αλλά εκτός αυτού.

19      Τέταρτον, και κατά συνέπεια, η ΕΚΤ επέβαλε στην προσφεύγουσα αντισταθμιστικούς τόκους ύψους 19 332 923,82 ευρώ, εκ των οποίων 10 159 572,31 ευρώ λόγω παραβάσεως του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 σε ατομική βάση και 9 173 351,51 ευρώ λόγω παραβάσεώς του σε ενοποιημένη βάση.

 Αιτήματα των διαδίκων

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

21      Η ΕΚΤ και η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν έξι λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται αντιστοίχως, πρώτον, σε αναρμοδιότητα της ΕΚΤ να επιβάλει αντισταθμιστικούς τόκους, δεύτερον, σε παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής για την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων, τρίτον, σε πλάνη περί το δίκαιο και πλάνη εκτιμήσεως της ΕΚΤ ως προς τη διαπίστωση παραβάσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας, τέταρτον, σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πέμπτον, σε παράβαση από την ΕΚΤ της υποχρεώσεως συνεκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων εν προκειμένω στοιχείων και, έκτον και επικουρικώς, σε εσφαλμένο υπολογισμό του ποσού των επιβληθέντων αντισταθμιστικών τόκων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται αναρμοδιότητα της ΕΚΤ

23      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 1024/2013, και ιδίως το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, δεν αναθέτει στην ΕΚΤ την αρμοδιότητα επιβολής αντισταθμιστικών τόκων βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG και ότι η ΕΚΤ είχε μόνον τη δυνατότητα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1024/2013, να ζητήσει από την FMA να ασκήσει την εξουσία αυτή που της παρέχει το αυστριακό δίκαιο. Προσθέτει ότι η απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C‑52/17, EU:C:2018:648), δεν ασκεί επιρροή.

24      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Αυστρίας, φρονεί ότι ήταν αρμόδια να εφαρμόσει το άρθρο 97, παράγραφος 2, του BWG, δεδομένου ότι πρόκειται για εξουσία που παρέχεται «δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013, και υποστηρίζει ότι η αρμοδιότητά της να επιβάλλει αντισταθμιστικούς τόκους προκύπτει εμμέσως από την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C‑52/17, EU:C:2018:648).

25      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ επέβαλε στην προσφεύγουσα αντισταθμιστικούς τόκους, βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, λόγω παραβάσεως από την προσφεύγουσα του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013.

26      Κατά το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, όπως ίσχυε κατά την επίμαχη περίοδο, «[έ]να ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού λάβει υπόψη την επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του [·ε]φόσον ο πελάτης είναι ίδρυμα ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατ. ευρώ, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι ιδρύματα δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος».

27      Κατά το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG:

«Η FMA επιβάλλει τόκους στα πιστωτικά ιδρύματα, τις υπεύθυνες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 6, [του παρόντος νόμου] και τον κεντρικό οργανισμό στην περίπτωση συνδεδεμένων στο πλαίσιο δικτύου πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 30a του εν λόγω νόμου, για τα ακόλουθα ποσά: […] το ποσό υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα που προβλέπεται στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του [κανονισμού 575/2013], τοκίζεται με ετήσιο επιτόκιο 2 % για 30 ημέρες, εκτός από την περίπτωση επιτρεπόμενης υπέρβασης του ορίου σύμφωνα με το άρθρο 395, παράγραφος 5, [του εν λόγω κανονισμού], εποπτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, [του παρόντος νόμου] ή υπερχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος.»

28      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, στην ΕΚΤ ανατίθεται το καθήκον «να διασφαλίζει συμμόρφωση με τις πράξεις που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 3 διά των οποίων επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στους τομείς […] των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων». Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, «[γ]ια το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό [αυτόν], με σκοπό τη διασφάλιση υψηλών προτύπων εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη. Αν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης και την εθνική νομοθεσία διά της οποίας ασκούνται αυτές οι επιλογές». Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αποτελεί σημαντική οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013, το εν λόγω καθήκον ασκείται απευθείας από την ΕΚΤ και όχι από τις εθνικές αρχές στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 63).

29      Επομένως, η ΕΚΤ είναι αρμόδια να μεριμνά για την τήρηση από την προσφεύγουσα του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, όπερ η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί.

30      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να επιβάλλει αντισταθμιστικούς τόκους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97 του BWG, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013.

31      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 1024/2013, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξουσίες εποπτείας και έρευνας», περιλαμβάνεται στην αρχή του κεφαλαίου III του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξουσίες της ΕΚΤ». Το εν λόγω άρθρο ορίζει τα εξής:

«1.      Με αποκλειστικό σκοπό την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 5 παράγραφος 2, η ΕΚΤ θεωρείται, κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή στα συμμετέχοντα κράτη μέλη όπως ορίζεται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο.

Για τον ίδιο αποκλειστικό σκοπό, η ΕΚΤ διαθέτει όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Διαθέτει επίσης όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που έχουν οι αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, η ΕΚΤ διαθέτει τις εξουσίες που απαριθμούνται στα Τμήματα 1 και 2 του παρόντος κεφαλαίου.

Αν απαιτείται για την εκτέλεση των εκ του παρόντος κανονισμού καθηκόντων της, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τις εν λόγω εθνικές αρχές, μέσω εντολών, να κάνουν χρήση των εξουσιών τους, δυνάμει των όρων του εθνικού δικαίου και σύμφωνα προς αυτούς, εφόσον ο παρών κανονισμός δεν παρέχει τις εν λόγω εξουσίες στην ΕΚΤ. Οι εθνικές αυτές αρχές ενημερώνουν πλήρως την ΕΚΤ ως προς την άσκηση των εν λόγω εξουσιών.

2.      Η ΕΚΤ ασκεί τις εξουσίες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σύμφωνα προς τις πράξεις που αναφέρει το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3. Κατά την άσκηση των αντίστοιχων εξουσιών εποπτείας και έρευνας η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά.

[…]»

32      Ω εκ τούτου, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 ορίζει ότι, με σκοπό την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων που της ανατίθενται, η ΕΚΤ συνιστά την αρμόδια αρχή και διαθέτει υπό την ιδιότητα αυτή τρεις κατηγορίες εξουσιών εποπτείας και έρευνας.

33      Πρώτον, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό. Αυτές περιλαμβάνονται στο τμήμα 1 (εξουσίες έρευνας) και στο τμήμα 2 (ειδικές εποπτικές εξουσίες) του κεφαλαίου III του εν λόγω κανονισμού. Πρόκειται για τα αιτήματα για παροχή πληροφοριών (άρθρο 10), τις γενικές έρευνες (άρθρο 11), τις επιτόπιες επιθεωρήσεις (άρθρα 12 και 13), την άδεια λειτουργίας (άρθρο 14) και γενικότερα το σύνολο των εξουσιών που απαριθμούνται στο άρθρο 16, με τίτλο «Εποπτικές εξουσίες». Επιπλέον, η ΕΚΤ έχει την εξουσία επιβολής διοικητικών κυρώσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 18 του ίδιου κανονισμού.

34      Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ διαθέτει τις εξουσίες «που έχουν οι αρμόδιες […] αρχές δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό». Βάσει ακριβώς των ανωτέρω, η ΕΚΤ έκρινε ότι διαθέτει τις εξουσίες που αναγνωρίζει το άρθρο 97 του BWG στην FMA.

35      Τέλος, τρίτον, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τις εθνικές αρχές, μέσω εντολών, να κάνουν «χρήση των εξουσιών τους, δυνάμει των όρων του εθνικού δικαίου και σύμφωνα προς αυτούς, εφόσον ο παρών κανονισμός δεν παρέχει τις εν λόγω εξουσίες στην ΕΚΤ». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι αυτό ακριβώς το εδάφιο ήταν εφαρμοστέο, οπότε η ΕΚΤ δεν μπορούσε να επιβάλει η ίδια αντισταθμιστικούς τόκους, αλλά θα έπρεπε να είχε απαιτήσει, μέσω σχετικής εντολής, από την FMA να το πράξει.

36      Κατά δεύτερον, παρατηρείται ότι οι «το οικείο ενωσιακό δίκαιο», στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013, είναι το δίκαιο που αποτελεί το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το νομικό αυτό πλαίσιο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πέραν του κανονισμού 1024/2013, τον κανονισμό 575/2013 και την οδηγία 2013/36, που σύμφωνα, αντιστοίχως, με τις αιτιολογικές τους σκέψεις 5 και 2, πρέπει να ερμηνεύονται από κοινού. Οι εξουσίες των αρμόδιων αρχών στον τομέα της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέπονται στον τίτλο VII της οδηγίας 2013/36.

37      Το άρθρο 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 64 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του [κανονισμού 575/2013], λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους […]».

38      Κατά το άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, «[τ]ο παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα: […] ια) ένα ίδρυμα παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013». Το άρθρο 67, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής […]». Ακολουθεί κατάλογος διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων.

39      Επομένως, από την οδηγία 2013/36 προκύπτει ότι, αφενός, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση παραβάσεως, μεταξύ άλλων, του κανονισμού 575/2013 και ότι, αφετέρου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν ορισμένες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα και είναι ελεύθερα να θεσπίσουν πρόσθετες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα.

40      Κατά τρίτον, και κατά συνέπεια, η τύχη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως εξαρτάται από το αν η φράση «δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου» του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013 περιλαμβάνει μια εξουσία των εθνικών αρχών η οποία δεν μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 67, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36, αλλά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «διοικητικό μέτρο» κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ή αν, αντιθέτως, η άσκηση μιας τέτοιας εξουσίας εξακολουθεί να εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών αρχών, η δε ΕΚΤ οφείλει να απαιτήσει από αυτές μέσω εντολών να την ασκήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

41      Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι η φράση «δυνάμει του ενωσιακού δικαίου» έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει το σύνολο των εξουσιών που απορρέουν από το νομικό πλαίσιο που θεσπίζει μια οδηγία, είτε αυτές απορρέουν από υποχρέωση είτε από ευχέρεια του κράτους μέλους να νομοθετεί, σε αντίθεση με την αναγνώριση από την ίδια οδηγία της εξουσίας που έχουν τα κράτη μέλη δυνάμει του εθνικού δικαίου να προβλέπουν αυστηρότερες διατάξεις πέραν του πλαισίου του καθεστώτος που θεσπίζει η ίδια αυτή οδηγία (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos, C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Δεύτερον, από την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C‑52/17, EU:C:2018:648), προκύπτει ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων εμπίπτει στο νομικό καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία 2013/36.

43      Πράγματι, με την ως άνω απόφαση κρίθηκε, σε σχέση με προϊσχύσασα διατύπωση του άρθρου 97 του BWG, ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων δυνάμει της εν λόγω διατάξεως προσομοιάζει με διοικητικό μέτρο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, το δε γεγονός ότι οι τόκοι αυτοί δεν μνημονεύονται στον κατάλογο του άρθρου 67, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36 δεν ασκεί επιρροή, διότι από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι ο κατάλογος αυτός δεν είναι εξαντλητικός και ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που κρίνουν αναγκαία για τη διασφάλιση της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και του κανονισμού 575/2013 [απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria), C‑52/17, EU:C:2018:648, σκέψεις 31 έως 43].

44      Ειδικότερα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 575/2013, προκειμένου να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς και η καταχρηστική επιλογή ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, οι ελάχιστες προληπτικές απαιτήσεις κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να εξασφαλίζουν μέγιστη εναρμόνιση, και εξ αυτού συνήγαγε ότι σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να επιβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα όχι μέτρο προβλεπόμενο από την εθνική τους νομοθεσία, αλλά διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 [απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria), C‑52/17, EU:C:2018:648, σκέψη 41].

45      Τρίτον, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το γεγονός ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων δεν μνημονεύεται στον κατάλογο του άρθρου 67, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36 δεν εμποδίζει την υπαγωγή της στο νομικό καθεστώς που θεσπίζει η ίδια αυτή οδηγία. Κατά συνέπεια, αυτή προσομοιάζει με εξουσία που διαθέτει η FMA «δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1024/2013.

46      Επομένως, η ΕΚΤ ήταν αρμόδια να επιβάλει αντισταθμιστικούς τόκους απευθείας στην προσφεύγουσα.

47      Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

48      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ΕΚΤ παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας επιβάλλοντάς της αντισταθμιστικούς τόκους δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογη, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη ότι το φερόμενο πταίσμα της περιορίζεται στο γεγονός ότι αρχικώς είχε στη διάθεσή της τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τις ημερομηνίες γεννήσεως των δανειοληπτών μόνο σε κρυπτογραφημένη μορφή, μολονότι αυτή επέλεξε την ως άνω προσέγγιση για θεμιτό λόγο, ήτοι προκειμένου να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων και να ελαχιστοποιήσει την περιττή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις περί μεγάλου ανοίγματος του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, διαβιβάστηκαν πρόσθετα στοιχεία σε μη κρυπτογραφημένη μορφή.

49      Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΚΤ επιβεβαίωσε ότι είχε στηριχθεί στην ερμηνεία του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG από τα αυστριακά δικαστήρια, κατά την οποία, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων έχει αυτόματο χαρακτήρα. Η ΕΚΤ υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι όφειλε να εφαρμόσει το εν λόγω άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν είναι αφ’ εαυτής δυσανάλογη. Με τα υπομνήματά της, η ΕΚΤ αμφισβητεί επίσης το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας με τα οποία αυτή επιχειρεί να αποδείξει τον δυσανάλογο χαρακτήρα των αντισταθμιστικών τόκων στην προκειμένη περίπτωση.

50      Συναφώς, η Δημοκρατία της Αυστρίας, τόσο με το υπόμνημά της παρεμβάσεως όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG ερμηνεύεται από τα αυστριακά δικαστήρια υπό την έννοια ότι συνεπάγεται άνευ ετέρου την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει.

51      Το άρθρο 65, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2013/36 διευκρινίζει ότι οι «διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα».

52      Το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται αναλόγως:

α)      η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,

β)      ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

γ)      η οικονομική ισχύς του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου,

δ)      η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,

ε)      οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,

στ)      ο βαθμός συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την αρμόδια αρχή,

ζ)      προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

η)      τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.»

53      Στο μέτρο που από τη σκέψη 49 ανωτέρω προκύπτει ότι η ΕΚΤ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόμενη στην παραδοχή ότι η εφαρμογή του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG είναι αυτόματη και, επομένως, αποτελεί περίπτωση άσκησης δέσμιας αρμοδιότητας, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει την ορθότητα της παραδοχής αυτής. Πράγματι, η φύση της αρμοδιότητας την οποία οφείλει να ασκήσει η ΕΚΤ κατά την επιβολή διοικητικού μέτρου συνιστά προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ όφειλε να εξετάσει την αναλογικότητα της επιβολής αντισταθμιστικών τόκων. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που η ΕΚΤ διέθετε διακριτική ευχέρεια, όπερ θα σήμαινε ότι όφειλε να εξετάσει τον αναλογικό χαρακτήρα της επιβολής αντισταθμιστικών τόκων υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, τούτο θα είχε ως συνέπεια ότι η εκτίμηση από την ΕΚΤ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, του αναλογικού χαρακτήρα των αντισταθμιστικών τόκων στηρίζεται σε νομικώς εσφαλμένη παραδοχή.

54      Συναφώς, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, τον αυτόματο χαρακτήρα της εφαρμογής του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG δεν εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει το εν λόγω ζήτημα.

55      Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτή έχει οριοθετηθεί από τους διαδίκους, ο δικαστής της Ένωσης, αν και οφείλει να αποφαίνεται αποκλειστικώς επί των αιτημάτων των διαδίκων, δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη μόνον τα επιχειρήματα που αυτοί προβάλλουν προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύει να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις (βλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 58). Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη μια πτυχή της σχετικής νομοθεσίας που δεν αναφέρθηκε από τον προσφεύγοντα, προκειμένου να απαντηθεί ένα προδικαστικό ερώτημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Putterie-De-Beukelaer, T‑160/08 P, EU:T:2010:294, σκέψεις 65 και 66, και της 12ης Ιουνίου 2019, RV κατά Επιτροπής, T‑167/17, EU:T:2019:404, σκέψη 59).

56      Σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, οι διάδικοι κλήθηκαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να εκφράσουν τις απόψεις τους επί της συμβατότητας της ερμηνείας του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG που υιοθέτησε η ΕΚΤ με το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36.

57      Κατά πρώτον, στο μέτρο που τίθεται ζήτημα ερμηνείας διατάξεως του εθνικού δικαίου, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ αρχήν, το περιεχόμενο των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια (πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Σλοβακίας, C‑433/13, EU:C:2015:602, σκέψη 81 μνημονευόμενη νομολογία).

58      Ως εκ τούτου, όταν το Γενικό Δικαστήριο καλείται να ελέγξει το βάσιμο της εφαρμογής από την ΕΚΤ του εθνικού δικαίου που μεταφέρει μια οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη, η ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων αρκεί για να καθορίσει το περιεχόμενο του εν λόγω εθνικού δικαίου, όταν από αυτή προκύπτει διαπίστωση συμβατότητας με την οδηγία της οποίας τη μεταφορά διασφαλίζει το εθνικό δίκαιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι επικρίσεις που διατυπώνονται προς αμφισβήτηση της ορθότητας της ερμηνείας των εν λόγω δικαστηρίων είναι εξ ορισμού απορριπτέες (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2018, Caisse régionale de crédit agricole mutuel Alpes Provence κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑133/16 έως T‑136/16, EU:T:2018:219, σκέψεις 84 έως 92).

59      Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο όταν η ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων δεν καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με μια οδηγία.

60      Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η τήρηση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται ότι, όπως ένα εθνικό δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεύει, εφόσον είναι αναγκαίο, το εθνικό δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας που έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez, C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 24).

61      Μολονότι η υποχρέωση αναφοράς στο δίκαιο της Ένωσης κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κρίσιμων κανόνων του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν είναι δυνατό να αποτελέσει έρεισμα για μια contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου, εντούτοις, η απαίτηση σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει και την υποχρέωση τροποποιήσεως, αν παρίσταται ανάγκη, της πάγιας νομολογίας σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψεις 32 και 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα (πρβλ απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 58 και 61).

63      Κατά δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 65, παράγραφος 1, και την αιτιολογική σκέψη 37 αυτής, έχει την έννοια ότι απόκειται στην FMA και, συνακόλουθα, στην ΕΚΤ να καθορίσουν το είδος του διοικητικού μέτρου λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, γεγονός το οποίο, κατ’ ανάγκην, σημαίνει ότι έχουν διακριτική ευχέρεια και αποκλείει την ύπαρξη δέσμιας αρμοδιότητας.

64      Πρώτον, τούτο προκύπτει από τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36.

65      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, μολονότι ο τίτλος του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36 αναφέρεται μόνο στις «κυρώσεις», από το γράμμα του προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη αφορά επίσης τον καθορισμό του είδους των «άλλων διοικητικών μέτρων». Κατά συνέπεια, η έμφαση που δίδεται στην υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες –των οποίων παρατίθεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος– ισχύει και σε σχέση με τα εν λόγω μέτρα.

66      Εν συνεχεία, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι οι «αρμόδιες αρχές» που μνημονεύονται στο άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36 είναι εκείνες που «είναι αρμόδιες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία», ήτοι, όσον αφορά την Αυστρία, η FMA και, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ.

67      Τέλος, επισημαίνεται ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, και το άρθρο 70 περιλαμβάνονται στο ίδιο τμήμα της οδηγίας 2013/36, το οποίο αφορά τις «εποπτικές εξουσίες, εξουσίες επιβολής κυρώσεων και δικαίωμα προσφυγής», οπότε η έννοια των «διοικητικών μέτρων» στις δύο αυτές διατάξεις πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι η ίδια. Επομένως, δεδομένου ότι από την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C‑52/17, EU:C:2018:648), προκύπτει ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι συνιστούν διοικητικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, η επιβολή τους διέπεται από το άρθρο 70 της ίδιας αυτής οδηγίας.

68      Δεύτερον, το ως άνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36, δεδομένου ότι από την αιτιολογική σκέψη 37 προκύπτει η πρόθεση του νομοθέτη να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν «ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες».

69      Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υποχρέωση της ΕΚΤ να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες σημαίνει ότι, κατά τη θέσπιση διοικητικού μέτρου, πρέπει να εξετάζει τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.

70      Τέταρτον, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μια ερμηνεία του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG υπό την έννοια ότι η ΕΚΤ έχει δέσμια αρμοδιότητα θα εμπόδιζε την ΕΚΤ να λάβει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες και θα καθιστούσε την ως άνω διάταξη μη συμβατή με το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36.

71      Ασφαλώς, από το γράμμα του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG προκύπτει ότι ο αυτόματος χαρακτήρας της επιβολής των αντισταθμιστικών τόκων αμβλύνεται από το γεγονός ότι η ίδια αυτή διάταξη λαμβάνει υπόψη δύο περιπτώσεις στις οποίες η παράβαση του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 δεν έχει ως συνέπεια την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων. Τούτο συμβαίνει όταν το πιστωτικό ίδρυμα, αφενός, αποτελεί αντικείμενο διοικητικής αποφάσεως της αρμόδιας αρχής, με την οποία υποχρεώνεται να λάβει ορισμένα μέτρα λόγω του κινδύνου να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του ή για τους σκοπούς της διασφάλισης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70, παράγραφος 2, του BWG ή, αφετέρου, είναι υπερχρεωμένο.

72      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η έμφαση που δίνεται από τον αυστριακό νομοθέτη σε δύο περιπτώσεις στις οποίες η παράβαση του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 δεν έχει ως συνέπεια την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων δεν μπορεί να είναι ισοδύναμη με τη συνεκτίμηση από την αρμόδια αρχή «όλων των σχετικών συνθηκών», όπως προβλέπει το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36.

73      Ομοίως, το γεγονός ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG χαρακτηρίζονται μάλλον ως «διοικητικό μέτρο» παρά ως «διοικητική κύρωση» κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 δεν καθιστά την άνευ ετέρου επιβολή τους συμβατή με το άρθρο 70 της εν λόγω οδηγίας.

74      Μολονότι είναι αληθές ότι, λόγω της διαφορετικής αυτής φύσεως, η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες δεν μπορεί κατ’ ανάγκην να έχει την ίδια βαρύτητα όταν πρόκειται για διοικητικό μέτρο, όπως η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων, ή διοικητικής κυρώσεως ή, κατά μείζονα λόγο, διοικητικού χρηματικού προστίμου, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 70 της οδηγίας 213/36 δεν περιορίζεται στις διοικητικές κυρώσεις, αλλά περιλαμβάνει και τα διοικητικά μέτρα.

75      Κατά τρίτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG μπορεί να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36, υπό την έννοια ότι συνεπάγεται διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ η οποία της επιτρέπει, κατά περίπτωση, να μην επιβάλει αντισταθμιστικούς τόκους, εφόσον κρίνει ότι οι σχετικές συνθήκες απαιτούν τη λήψη αποφάσεως προς αυτή την κατεύθυνση.

76      Πρώτον, το γράμμα του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG δεν αποκλείει ρητώς το ενδεχόμενο η FMA να έχει, κατά περίπτωση, διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη σκοπιμότητα της εφαρμογής του.

77      Δεύτερον, στο τμήμα XXII του BWG περιλαμβάνεται επίσης το άρθρο 99e, το οποίο επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36, από το οποίο προκύπτει ότι, κατά τον καθορισμό του είδους της κυρώσεως ή του μέτρου που πρέπει να ληφθεί για την αντιμετώπιση των παραβάσεων του κανονισμού 575/2013, η FMA οφείλει, στον βαθμό που τούτο ενδείκνυται, να λαμβάνει υπόψη τις ίδιες συνθήκες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36, των οποίων ο κατάλογος παρουσιάζεται ομοίως ως μη εξαντλητικός. Ως εκ τούτου, η αναφορά σε «μέτρα» στο εν λόγω άρθρο μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων κατά το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG.

78      Τρίτον, η αναγνώριση υπέρ της ΕΚΤ διακριτικής ευχέρειας κατά την εφαρμογή του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG δεν θίγει την προσφεύγουσα, με συνέπεια η αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας να μη μπορεί να περιοριστεί από την τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 61 ανωτέρω.

79      Κατά τέταρτον, και κατά συνέπεια, στο μέτρο που η ΕΚΤ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρώντας ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων είχε αυτόματο χαρακτήρα, στηρίχθηκε σε εσφαλμένη νομική παραδοχή, η οποία κατέστησε πλημμελή την εκ μέρους της εξέταση της αναλογικότητας της εφαρμογής του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, καθόσον είχε ως συνέπεια να μην εξετάσει τις σχετικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης.

80      Τέλος, κατά πέμπτον, το επιχείρημα της ΕΚΤ με το οποίο προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων δεν είναι δυσανάλογη υπό το πρίσμα των εν λόγω συνθηκών πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελές για την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

81      Πράγματι, δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει την καθής διενεργώντας αντ’ αυτής τον έλεγχο στον οποίον η ίδια ουδέποτε προέβη και διατυπώνοντας εικασίες ως προς τα πορίσματα στα οποία θα κατέληγε κατόπιν του ελέγχου αυτού (πρβλ. απόφαση της13ης Μαΐου 2015, Niki Luftfahrt κατά Επιτροπής, T‑511/09, EU:T:2015:284, σκέψη 149 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Στο μέτρο που η ΕΚΤ κατέληξε, εσφαλμένως, στο συμπέρασμα ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, όφειλε να εφαρμόσει το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, οι εκτιμήσεις που αφορούν ειδικώς τις σχετικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και τις οποίες παραθέτει στα δικόγραφά της δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση.

83      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι εν προκειμένω η ΕΚΤ ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

85      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Η Δημοκρατία της Αυστρίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ECB/SSM/2021-ATBAW7-ESA2018-0000126, της 2ας Αυγούστου 2021.

2)      Η ΕΚΤ φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η BAWAG PSK Bank für Arbeit und Wirtschaft und Österreichische Postsparkasse AG.

3)      Η Δημοκρατία της Αυστρίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Nõmm

Steinfatt

 

      Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Φεβρουαρίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.