Language of document : ECLI:EU:T:2015:513

Υποθέσεις T‑389/10 και T‑419/10

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Siderurgica Latina Martin SpA (SLM)

και

Ori Martin SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Ενιαία, σύνθετη και διαρκής παράβαση — Παραγραφή — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Καταλογισμός της ευθύνης για παράβαση σε μητρική εταιρία — Αναλογικότητα — Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων — Πλήρης δικαιοδοσία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Παραγραφή σε θέματα διώξεως — Έναρξη — Διαρκής ή κατ’ εξακολούθηση παράβαση — Ημέρα που τερματίστηκε η παράβαση — Διακοπή — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25)

2.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Μη αναδρομικότητα των ποινικών διατάξεων — Πεδίο εφαρμογής — Πρόστιμα που έχουν επιβληθεί λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού — Εμπίπτουν — Ενδεχόμενη παραβίαση της ως άνω αρχής λόγω εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων σε παράβαση προγενέστερη της εκδόσεώς τους — Προβλέψιμος χαρακτήρας των τροποποιήσεων που επέφεραν οι κατευθυντήριες γραμμές — Δεν συντρέχει παραβίαση

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 98/C 9/03 και 2006/C 210/02)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσδιορισμός του βασικού ποσού — Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων — Υπολογισμός με κριτήριο την αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι μετέχουσες στην παράβαση επιχειρήσεις στον σχετικό γεωγραφικό χώρο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Εξατομίκευση της ποινής σε διάφορα στάδια του καθορισμού του ποσού

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 22, 27, 29, 36 και 37)

5.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσδιορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Τέλος εισόδου — Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη — Απαίτηση εξατομικεύσεως της κυρώσεως κατά το αρχικό στάδιο του καθορισμού του βασικού ποσού — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 19 έως 23 και 25)

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως — Βαθμός ακρίβειας που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή — Σύνολο ενδείξεων — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο — Απόφαση ως προς την οποία ο δικαστής εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες — Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

7.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Ενδεικτικός χαρακτήρας των περιστάσεων που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Περιορισμένη διάρκεια της συμμετοχής επιχειρήσεως στην παράβαση — Συνεκτίμηση — Όρια

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως — Περιορισμένη συμμετοχή — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29, εδ. 3)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Τήρηση των αρχών της αναλογικότητας και της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων — Υποχρέωση εξατομικεύσεως της ποινής σε συνάρτηση με τις ειδικές λεπτομέρειες συμμετοχής κάθε κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Ανεπαρκής εξατομίκευση — Συνέπειες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

11.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής — Τήρηση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας — Παραβίαση — Συνέπειες — Ακύρωση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση λόγω υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας — Προϋπόθεση — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

12.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Μαχητός χαρακτήρας — Συνεκτίμηση τηρουμένης της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

13.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Μαχητός χαρακτήρας — Παραβίαση της αρχής της περιορισμένης ευθύνης που απορρέει από το ισχύον εντός της Ένωσης εταιρικό δίκαιο — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

14.    Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Επιχείρηση αποδέκτρια ανακοινώσεως αιτιάσεων η οποία δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία αυτής κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας — Περιορισμός της ασκήσεως του δικαιώματος προσφυγής — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 6 § 1 ΣΛΕΕ, 101 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

15.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, της εταιρίας που επιδιώκει την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού — Ανεπαρκή στοιχεία για την ανατροπή του τεκμηρίου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

16.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Πρόστιμα — Παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας — Δυνατότητα καταλογισμού σε μια επιχείρηση της συμπεριφοράς των οργάνων της — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

17.    Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξη η οποία παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Παράλειψη της Επιτροπής να λάβει θέση επί αιτήματος περί καταβολής τόκων που αναλογούν στο ποσό προστίμου το οποίο καταβλήθηκε αχρεωστήτως κατόπιν αρχικής αποφάσεως, προτού επιστραφεί συνεπεία τροποποιητικής αποφάσεως — Αναρμοδιότητα

(Άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

18.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο — Μείωση του ύψους προστίμου που επιβλήθηκε κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Λαμβάνεται υπόψη η αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών

(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 §§ 2 και 3, και 31)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 76-81)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 92-107, 109)

3.      Κατά τον καθορισμό του ποσού προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, όταν υφίσταται ενιαία παράβαση, υπό την έννοια της σύνθετης παραβάσεως η οποία περιλαμβάνει σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών σε χωριστές αγορές, στις οποίες δεν δραστηριοποιούνται όλοι οι μετέχοντες στην παράβαση ή μπορεί να έχουν μερική μόνο γνώση του συνολικού σχεδίου, οι κυρώσεις πρέπει να είναι εξατομικευμένες υπό την έννοια ότι πρέπει να αφορούν τις συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως ατομικώς.

Συνεπώς, αφενός, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος του προστίμου λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως που διέπραξε επιχείρηση, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη η αξία των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε χώρα η οποία δεν αποτελούσε το αντικείμενο των συζητήσεων που διεξήχθησαν παρουσία της.

Αφετέρου, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος του προστίμου βάσει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως την οποία διέπραξε η εν λόγω επιχείρηση, όταν οι αγορές ορισμένων κρατών μελών αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεως που διεξήχθη παρουσία της εν λόγω επιχειρήσεως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη η αξία των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν στις χώρες αυτές, στις οποίες η εν λόγω επιχείρηση δεν ήταν αρχικώς παρούσα εκ του λόγου ότι, μεταξύ άλλων, δεν είχε λάβει την άδεια να εμπορεύεται τα προϊόντα της σε αυτές.

Επομένως, όταν μια επιχείρηση συμμετείχε μόνον όψιμα και προοδευτικά σε ενιαία παράβαση, περιοριζόμενη κατ’ ουσίαν, αρχικώς, στις συνεννοήσεις που έγιναν όσον αφορά την αγορά ενός κράτους μέλους, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο υπολογισμού του ύψους του προστίμου, την ανυπαρξία συμφωνιών που θα παρείχαν στην εν λόγω επιχείρηση τη δυνατότητα να πωλεί σε άλλα κράτη μέλη πριν από ορισμένη ημερομηνία και την ανυπαρξία στοιχείων βάσει των οποίων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω επιχείρηση εμπλέκεται στη σύμπραξη ακόμη και πριν από τη συμμετοχή της στις συναντήσεις.

(βλ. σκέψεις 140, 174, 178, 327)

4.      Στο πλαίσιο ενιαίας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να καθορίζεται το επιβαλλόμενο από την Επιτροπή πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη τόσο για την εκτίμηση της αντικειμενικής σοβαρότητας της παραβάσεως, αυτής καθ’ εαυτήν, όσο και για την εκτίμηση της σχετικής σοβαρότητας της συμμετοχής στην παράβαση της τιμωρούμενης με πρόστιμο επιχειρήσεως.

Η Επιτροπή οφείλει ιδίως να μεριμνά για την εξατομίκευση των ποινών σε σχέση με την παράβαση λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση κάθε παραβάτη. Στην πράξη, η εξατομίκευση της ποινής σε σχέση με την παράβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε διάφορα στάδια του καθορισμού του προστίμου.

Πρώτον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση κατά το στάδιο της εκτιμήσεως της αντικειμενικής σοβαρότητας της ενιαίας παραβάσεως, κατά την έννοια του σημείου 22 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003.

Δεύτερον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την εν λόγω ιδιαιτερότητα κατά το στάδιο της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων που παρατίθενται στο σημείο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών, στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως των κρίσιμων περιστάσεων (βλ. σημείο 27 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών).

Τρίτον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την εν λόγω ιδιαιτερότητα σε στάδιο μεταγενέστερο της εκτιμήσεως της αντικειμενικής σοβαρότητας της παραβάσεως ή των ελαφρυντικών περιστάσεων τις οποίες επικαλούνται οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Το σημείο 36 των κατευθυντηρίων γραμμών αναφέρει έτσι ότι η Επιτροπή δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επιβάλει συμβολικό πρόστιμο και ότι, επίσης, δύναται, όπως ορίζει το σημείο 37 αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών, να αποκλίνει από την προβλεπόμενη γενική μεθοδολογία για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, ιδίως λόγω των ιδιαιτεροτήτων ορισμένης καταστάσεως.

(βλ. σκέψεις 141-146, 314)

5.      Στο πλαίσιο του καθορισμού του βασικού ποσού των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του βαθμού σοβαρότητας της παραβάσεως, όπως και αυτά που οδηγούν την Επιτροπή να περιλάβει στο πρόστιμο ένα ειδικό ποσό, ανεξαρτήτως της διάρκειας της παραβάσεως, προκειμένου ακόμη και να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις από την ανάληψη δεσμεύσεων για παράνομες συμπεριφορές, αφορούν την παράβαση εν γένει. Υπό το πρίσμα της γενικής μεθοδολογίας που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο καλείται η Επιτροπή να προσαρμόσει το βασικό ποσό προκειμένου να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες ελαφρυντικές περιστάσεις όπως είναι η σχετική με τον ατομικό ρόλο κάθε επιχειρήσεως. Συνεπώς, όταν η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τους τέσσερις παράγοντες οι οποίοι μνημονεύονται ως παραδείγματα στο σημείο 22 των κατευθυντηρίων γραμμών, δεν μπορεί να επικρίνεται όταν κρίνει σκόπιμο να περιλάβει στο βασικό ποσό του προστίμου ένα ειδικό ποσό, ανεξαρτήτως της διάρκειας της παραβάσεως. Συναφώς, στο μέτρο που οι εκτιμήσεις σχετικά με τον έλεγχο από απόψεως αιτιολογήσεως του ποσοστού που επελέγη προκειμένου να καθοριστεί η αξία των πωλήσεων ώστε να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως ισχύουν και για την ανάλυση που αφορά την εκτεθείσα αιτιολογία προκειμένου να δικαιολογηθεί το ποσοστό που επελέγη προκειμένου να καθοριστεί το έχον αποτρεπτικό χαρακτήρα επιπρόσθετο ποσό, η απλή παραπομπή στην ανάλυση των παραγόντων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της σοβαρότητας αρκεί ως αιτιολογία όσον αφορά το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του επιπρόσθετου ποσού.

(βλ. σκέψεις 186, 193, 261-264)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 215-219, 223-227, 233, 240-249, 251)

7.      Το σημείο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 προβαίνει απλώς σε ενδεικτική και όχι περιοριστική απαρίθμηση ορισμένων ελαφρυντικών περιστάσεων δυνάμενων να συνεκτιμηθούν, όπως τούτο προκύπτει από τη χρησιμοποιούμενη λέξη «όπως».

(βλ. σκέψη 271)

8.      Στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η περιορισμένη διάρκεια της συμμετοχής επιχειρήσεως στην παράβαση αποτελεί στοιχείο που ελήφθη ήδη υπόψη κατά το στάδιο καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου, το οποίο αποτελεί συνάρτηση της διάρκειας της συμμετοχής εκάστης επιχειρήσεως στην παράβαση.

Κατά συνέπεια, μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τυχόν σημαντική απόκλιση στη διάρκεια συμμετοχής των διαφόρων εμπλεκομένων επιχειρήσεων είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση, τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία η συμμετοχή μιας επιχειρήσεως στην παράβαση είναι αρκούντως σημαντική ως προς τη διάρκειά της.

(βλ. σκέψεις 283, 285)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 287, 288, 297-300)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 314-320, 323, 324, 326-328)

11.    Όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού, το εύλογον της διάρκειας της διαδικασίας αυτής πρέπει να εκτιμάται ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υποθέσεως και, ιδίως, του όλου πλαισίου της, της συμπεριφοράς που επέδειξαν οι εμπλεκόμενοι στη διάρκεια της διαδικασίας, της σημασίας της υποθέσεως για τις διάφορες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και του βαθμού πολυπλοκότητάς της καθώς και, ενδεχομένως, των στοιχείων ή των αποδείξεων που είναι δυνατό να εισφέρει η Επιτροπή σε σχέση με τις πράξεις έρευνας που διενεργήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

Συναφώς, η διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Σε αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η διάρκεια της συμπράξεως, η ιδιαιτέρως εκτενής γεωγραφική της διάσταση, η διοργάνωση της συμπράξεως από γεωγραφικής και χρονολογικής απόψεως, ο αριθμός των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν, ο αριθμός των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, ο αριθμός των αιτήσεων περί επιείκειας και ο ιδιαίτερα σημαντικός όγκος των καταρτισθέντων σε διάφορες γλώσσες εγγράφων τα οποία είτε προσκομίστηκαν στο πλαίσιο αυτό είτε κατασχέθηκαν κατά τους ελέγχους και έπρεπε να εξεταστούν από την Επιτροπή, οι διάφορες αιτήσεις παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που υποχρεώθηκε να αποστείλει η Επιτροπή σε διάφορες εμπλεκόμενες εταιρείες ανάλογα με την πρόοδο που είχε σε σχέση με την κατανόηση της συμπράξεως, ο αριθμός των αποδεκτών της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ο αριθμός των γλωσσών διαδικασίας, καθώς και οι διάφορες αιτήσεις σχετικά με την ικανότητα καταβολής του προστίμου.

Σε περίπτωση που η διάρκεια διοικητικής διαδικασίας συνιστά παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, η εν λόγω παραβίαση μπορεί να έχει δύο ειδών συνέπειες. Αφενός, εάν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας είχε επίπτωση στην έκβασή της, πρόκειται για ελάττωμα ικανό να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας συνιστά λόγο ακυρώσεως μόνο σε περίπτωση αποφάσεως περί διαπιστώσεως παραβάσεων, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η παραβίαση της αρχής αυτής έθιξε τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Εκτός της ειδικής αυτής περιπτώσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως εκδόσεως αποφάσεως εντός ευλόγου χρόνου δεν επηρεάζει το κύρος της διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003. Εντούτοις, καθόσον ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας στις διοικητικές διαδικασίες στον τομέα του ανταγωνισμού, πρέπει να αποφευχθεί τόσο το ενδεχόμενο τα δικαιώματα αυτά να θιγούν ανεπανόρθωτα λόγω της υπερβολικής διάρκειας του ερευνητικού σταδίου όσο και το ενδεχόμενο η υπερβολική αυτή διάρκεια να εμποδίσει τη συγκέντρωση αποδείξεων για να αναιρεθεί η ύπαρξη μορφών συμπεριφοράς ικανών να στοιχειοθετήσουν ευθύνη των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η εξέταση του ενδεχομένου παρακωλύσεως της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο στάδιο κατά το οποίο τα δικαιώματα αυτά παράγουν τα πλήρη αποτελέσματά τους, δηλαδή στο δεύτερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Η αξιολόγηση της αιτίας στην οποία οφείλεται η τυχόν συρρίκνωση της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να επεκτείνεται σε ολόκληρη τη διαδικασία αυτή, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής διάρκειάς της.

Αφετέρου, εάν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας δεν ασκεί επιρροή στην έκβασή της, η παραβίαση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει τον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να θεραπεύσει κατά τον δέοντα τρόπο την παραβίαση που απορρέει από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, μειώνοντας, ενδεχομένως, το πρόστιμο που επιβλήθηκε.

(βλ. σκέψεις 336, 338-342, 354, 355)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 372-384, 386, 387)

13.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, προς τον σκοπό καταλογισμού της ευθύνης για την παράβαση στη μητρική εταιρεία, η Επιτροπή μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η μητρική εταιρεία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε την παράβαση, χωρίς να απαιτείται από αυτήν να επικαλεστεί συναφώς και άλλα στοιχεία.

Συναφώς, η Επιτροπή, αποδεχόμενη την εις ολόκληρον ευθύνη της μητρικής εταιρείας, δεν παραβιάζει την αρχή της περιορισμένης ευθύνης που απορρέει από το ισχύον εντός της Ένωσης εταιρικό δίκαιο. Πράγματι, η περιορισμένη ευθύνη των εταιρειών σκοπεί κατ’ ουσία στον καθορισμό ενός ανώτατου ορίου οικονομικής ευθύνης τους, και όχι στην παρεμπόδιση επιβολής σε επιχείρηση η οποία παρέβη το δίκαιο του ανταγωνισμού κυρώσεων μέσω των οντοτήτων που την συναποτελούν και, ειδικότερα, της εταιρείας που διέπραξε την παράβαση και της μητρικής της εταιρείας, ιδίως εάν αυτή κατέχει σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της και δεν είναι σε θέση να ανατρέψει το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επ’ αυτής της τελευταίας.

(βλ. σκέψεις 385, 388)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 391-393)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 394-400, 407-409)

16.    Όσον αφορά τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, ο καταλογισμός σε επιχείρηση παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν προϋποθέτει πράξη, ή έστω γνώση της εν λόγω παραβάσεως εκ μέρους των εταίρων ή των κυριότερων διαχειριστών της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, αλλά πράξη προσώπου, το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως.

Συνεπώς, όταν οι εκπρόσωποι θυγατρικής εταιρείας εντός συμπράξεως ήσαν νομίμως εξουσιοδοτημένοι από την εν λόγω θυγατρική να δεσμεύουν την επιχείρηση, το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι αυτοί δεν ασκούσαν καθήκοντα εντός της μητρικής εταιρείας είναι αδιάφορο, δεδομένου ότι ήσαν εξουσιοδοτημένοι να δεσμεύουν τη θυγατρική εταιρεία η οποία συμμετείχε στην παράβαση. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά δρουν κατά τρόπο αυτοτελή δεν μπορεί να απαλλάξει τη θυγατρική εταιρεία και, κατά λογική συνέπεια, τη μητρική εταιρεία, από την ευθύνη τους.

(βλ. σκέψεις 410, 411)

17.    Ελλείψει οποιασδήποτε θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής επί αιτήματος επιχειρήσεως περί καταβολής των τόκων που αναλογούν στο ποσό του προστίμου το οποίο αυτή κατέβαλε αχρεωστήτως κατόπιν αρχικής αποφάσεως, προτού αυτό της επιστραφεί συνεπεία τροποποιητικής αποφάσεως, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να αποφανθεί επί των αιτημάτων περί επιστροφής των εν λόγω ποσών που προέβαλε η εν λόγω επιχείρηση με τις παρατηρήσεις της επί της τροποποιητικής αποφάσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια αρμοδιότητα δεν παρέχεται, μεταξύ άλλων, ούτε από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ούτε από το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003.

Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία τροποποιητική απόφαση, η οποία μείωσε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε σε επιχείρηση, δεν εξετάζει το ζήτημα της εντόκου επιστροφής του ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, εάν η ενδιαφερόμενη προβάλλει τέτοιο αίτημα, η εν λόγω επιχείρηση δεν κατέθεσε αίτηση με το περιεχόμενο αυτό στην Επιτροπή και η τελευταία δεν έλαβε θέση επί τέτοιας αιτήσεως βάσει πράξεως δυνάμενης να τη βλάψει.

(βλ. σκέψεις 428-430)

18.    Η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στον δικαστή της Ένωσης επιτρέπει σε αυτόν, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας των επιβαλλομένων για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού κυρώσεων, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, για παράδειγμα, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του.

Ο καθορισμός ενός προστίμου από τον δικαστή της Ένωσης δεν αποτελεί, εκ φύσεως, ακριβή μαθηματική άσκηση. Άλλωστε, ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές όταν αποφαίνεται στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, αλλά πρέπει να προβαίνει στην δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Συναφώς, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται ως κύρωση για τη συμμετοχή σε ενιαία παράβαση, πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως προκύπτει από το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 πέραν της σοβαρότητας της παραβάσεως, η διάρκειά της, ενώ από την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών συνάγεται ότι η κύρωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση εκάστου παραβάτη έναντι της παραβάσεως. Τούτο πρέπει να ισχύει ιδίως στην περίπτωση που πρόκειται για σύνθετη και μακροχρόνια παράβαση του είδους που περιγράφει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανομοιογένεια των συμμετεχόντων.

(βλ. σκέψεις 432, 436, 437)