Language of document : ECLI:EU:T:2022:774

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Ανάγκη άμεσης εποπτείας από την ΕΚΤ ενός λιγότερο σημαντικού πιστωτικού ιδρύματος– Αίτημα της αρμόδιας εθνικής αρχής – Άρθρο 68, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 – Απόφαση με την οποία η ΕΚΤ χαρακτήρισε την PNB Banka ως σημαντική οντότητα υποκείμενη στην άμεση προληπτική εποπτείας της – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αναλογικότητα – Δικαιώματα άμυνας – Πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο – Έκθεση προβλεπόμενη στο άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014 – Άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας – Αναιτιολόγητη αίτηση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως»

Στην υπόθεση T‑301/19,

PNB Banka AS, με έδρα τη Ρίγα (Λεττονία), εκπροσωπούμενη από τον O. Behrends, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από την C. Hernández Saseta, τον F. Bonnard και τον D. Segoin,

καθής,

Το ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, L. Madise, P. Nihoul, R. Frendo και J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή της, η προσφεύγουσα, PNB Banka AS, ζητεί την ακύρωση της κοινοποιηθείσας με επιστολή της 1ης Μαρτίου 2019 αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με την οποία η ΕΚΤ την χαρακτήρισε ως σημαντική οντότητα υποκείμενη στην άμεση προληπτική εποπτεία της (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

I.      Νομοθετικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), ορίζει τα εξής: «Σε ό,τι αφορά τα [λιγότερο σημαντικά] πιστωτικά ιδρύματα, και εντός του πλαισίου της παραγράφου 7 [του εν λόγω άρθρου,] […] όταν απαιτείται για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων, η ΕΚΤ δύναται, ανά πάσα στιγμή, ιδία πρωτοβουλία κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες εθνικές αρχές ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας εθνικής αρχής, να αποφασίσει να ασκεί η ίδια άμεσα τις σχετικές εξουσίες για ένα ή περισσότερα [λιγότερο σημαντικά] πιστωτικά ιδρύματα, […] ακόμα και αν έχει ζητηθεί ή ληφθεί έμμεσα χρηματοδοτική στήριξη από το [Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ)] ή τον [Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ)]».

3        Το άρθρο 67 του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 της ΕΚΤ, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1), με τίτλο «Κριτήρια βάσει των οποίων λαμβάνεται απόφαση της ΕΚΤ βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού [1024/2013]», απαριθμεί, στην παράγραφο 2, διάφορους παράγοντες τους οποίους η ΕΚΤ πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, πριν λάβει την απόφαση να ασκήσει άμεσα την προληπτική εποπτεία ιδίως μιας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας.

4        Το άρθρο 68 του κανονισμού 468/2014, με τίτλο «Διαδικασία εκπόνησης των αποφάσεων της ΕΚΤ βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού [1024/2013] κατόπιν αιτήματος ΕΑΑ» ορίζει τα εξής:

«[…]

3.      Το αίτημα της ΕΑΑ συνοδεύεται από έκθεση με το εποπτικό ιστορικό και το προφίλ κινδύνου της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου.

[…]

5.      Εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει ότι η άμεση εποπτεία της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου από την ίδια είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων, εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου 2 [του μέρους IV του εν λόγω κανονισμού].»

II.    Ιστορικό της διαφοράς

5        Κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα ήταν λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013 (στο εξής: λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα) με έδρα τη Λεττονία. Ως εκ τούτου, τελούσε υπό την άμεση προληπτική εποπτεία της Finanšu un kapitāla tirgus komisija (επιτροπής χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς, Λεττονία, στο εξής: FKTK).

6        Ο CR, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, ήταν ο κύριος μέτοχος της προσφεύγουσας.

7        Στις 25 Αυγούστου 2017, κατά την προσφεύγουσα, η ίδια από κοινού με τον CR και άλλα μέλη της οικογένειάς του οι οποίοι ήταν μέτοχοι της προσφεύγουσας «γνωστοποίησαν» στη Δημοκρατία της Λεττονίας ένδικη διαφορά με αντικείμενο την προστασία των επενδύσεών τους. Ισχυρίστηκαν ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που επέβαλε η FKTK στην προσφεύγουσα ήταν αδικαιολόγητες και υπερβολικές.

8        Κατά την προσφεύγουσα, τον Αύγουστο του 2017, ο CR υπέβαλε καταγγελία στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με πράξεις διαφθοράς για τις οποίες είχε κριθεί ένοχος ο A, διοικητής της Latvijas Banka (Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας). Οι καταγγελλόμενες πράξεις διαφθοράς συνίσταντο στις προσπάθειες του A, λόγω της επιρροής του στην FKTK, να δωροδοκηθεί από τον CR.

9        Τον Σεπτέμβριο του 2017, η προσφεύγουσα χαρακτηρίστηκε ως «λιγότερο σημαντικό ίδρυμα σε κατάσταση κρίσης» κατά την έννοια του πλαισίου συνεργασίας για τη διαχείριση κρίσεων όσον αφορά τις λιγότερο σημαντικές οντότητες, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια να τεθεί η προσφεύγουσα σε καθεστώς ειδικής εποπτείας υπό ομάδα διαχείρισης κρίσεων αποτελούμενη από την FKTK και την ΕΚΤ.

10      Στις 16 Νοεμβρίου 2017, η FKTK ζήτησε από την ΕΚΤ να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας. Το αίτημα αυτό βασιζόταν ειδικότερα σε τρία στοιχεία: πρώτον, στα αποτελέσματα επιτόπιας επιθεώρησης που διεξήγαγε η FKTK και στον αντίκτυπό τους στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας της προσφεύγουσας, δεύτερον, στη συνεχιζόμενη υπέρβαση του ορίου για τα μεγάλα ανοίγματα, η  άρση της οποίας θα μπορούσε να έχει περαιτέρω αρνητικό αντίκτυπο στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, και, τρίτον, στη γνωστοποίηση από την προσφεύγουσα και τον κύριο μέτοχό της διαφοράς σχετικά με την προστασία των επενδύσεων.

11      Αφού εξέτασε το αίτημα που αναφέρεται στη σκέψη 10 ανωτέρω κατά τη συνεδρίαση του εποπτικού συμβουλίου στις 28 Νοεμβρίου 2017, η ΕΚΤ απέρριψε το αίτημα αυτό.

12      Στις 12 Δεκεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα, ο CR και άλλα μέλη της οικογένειάς του, μέτοχοι της προσφεύγουσας, κίνησαν διαιτητική διαδικασία κατά της Δημοκρατίας της Λεττονίας ενώπιον του Διεθνούς Κέντρου Διακανονισμού Διαφορών από Επενδύσεις (ICSID), βάσει της συνθήκης της 24ης Ιανουαρίου 1994 για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Λεττονίας (στο εξής: διαιτητική διαδικασία). Υποστήριξαν ότι, από τα τέλη του 2015, η FKTK ασκούσε προληπτική εποπτεία επί της προσφεύγουσας κατά τρόπο υπερβολικό και αυθαίρετο, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια αυξήσεις των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων και περιορισμούς στις συναλλαγές. Ανέφεραν ότι η άσκηση της προληπτικής εποπτείας κατ’ αυτόν τον υπερβολικό και αυθαίρετο τρόπο οφειλόταν στην επιρροή που ασκούσε ο Α στην FKTK με σκοπό να δωροδοκηθεί ο Α από την προσφεύγουσα και τον CR.

13      Τον Δεκέμβριο του 2017, κατά την προσφεύγουσα, ο CR κατήγγειλε στις λεττονικές αρχές τις πράξεις διαφθοράς που αναφέρονται στη σκέψη 8 ανωτέρω.

14      Στις 17 Φεβρουαρίου 2018, ο A συνελήφθη κατόπιν ενάρξεως, στις 15 Φεβρουαρίου 2018, προκαταρκτικής ποινικής έρευνας την οποία διεξήγαγε το Korupcijas novēršanas un apkarošanas birojs (Γραφείο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς, Λεττονία, στο εξής: KNAB). Αντικείμενο της εν λόγω έρευνας ήταν κατηγορίες για διαφθορά σε σχέση με τη διεξαγωγή εποπτικής διαδικασίας κατά λεττονικής τράπεζας, διαφορετικής από την προσφεύγουσα. Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2018, αφού ο A αφέθηκε ελεύθερος, το KNAB του επέβαλε ορισμένα μέτρα ασφαλείας, μεταξύ των οποίων την απαγόρευση ασκήσεως των καθηκόντων του ως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας.

15      Στις 28 Ιουνίου 2018 απαγγέλθηκαν στον A κατηγορίες από την εισαγγελέα που είχε επιληφθεί της μνημονευόμενης στη σκέψη 14 ανωτέρω έρευνας. Το κατηγορητήριο, το οποίο συμπληρώθηκε στις 24 Μαΐου 2019, περιλάμβανε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε την αποδοχή, το 2010, πρότασης δωροδοκίας που του έγινε από τον πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου λεττονικής τράπεζας διαφορετικής από την προσφεύγουσα και δωροληψία, σε αντάλλαγμα της οποίας ο Α θα παρέσχε συμβουλές προκειμένου η εν λόγω τράπεζα να αποφύγει την εποπτεία της FKTK και δεν θα μετέσχε στις συνεδριάσεις της FKTK στο πλαίσιο των οποίων συζητήθηκαν τα ζητήματα που αφορούσαν την εποπτεία της τράπεζας αυτής. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε, αφενός, την αποδοχή, μετά τις 23 Αυγούστου 2012, πρότασης δωροδοκίας από τον αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ίδιας τράπεζας, σε αντάλλαγμα της οποίας ο Α θα παρέσχε συμβουλές προκειμένου να επιτευχθεί η άρση των περιορισμών που είχε επιβάλει η FKTK στις συναλλαγές και να αποτραπεί η επιβολή άλλων περιορισμών και, αφετέρου, δωροληψία εκ μέρους του A του ημίσεος του ποσού της δωροδοκίας αυτής. Η τρίτη κατηγορία αφορούσε τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με σκοπό την απόκρυψη της προέλευσης, των μεταφορών και της κυριότητας κεφαλαίων που είχαν καταβληθεί στον Α και αντιστοιχούσαν στο ποσό της δωροληψίας στο πλαίσιο της δεύτερης κατηγορίας.

16      Με επιστολές της 5ης Ιουλίου και της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα και ο CR επισήμαναν στην πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ ότι η έρευνα σχετικά με τις πράξεις διαφθοράς που αναφέρονται στη σκέψη 8 ανωτέρω ήταν σε εξέλιξη. Επισήμαναν ότι, μετά τη σύλληψή του τον Φεβρουάριο του 2018, ο Α προέβη σε εχθρικές και εσφαλμένες δημόσιες δηλώσεις εναντίον τους, ισχυριζόμενος ότι η εξαγορά της προσφεύγουσας από τον CR είχε δόλιο χαρακτήρα. Θεώρησαν ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας της FKTK όσον αφορά την προσφεύγουσα ήταν υπερβολικές και μεροληπτικές. Ζήτησαν από την ΕΚΤ να παρέμβει διενεργώντας έρευνα και λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα, όπως σχετικές αλλαγές στο προσωπικό που ήταν επιφορτισμένο με την προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής έγραψαν τα εξής: «Ο [Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμό (ΕΕΜ)] στηρίζεται και στο σκεπτικό ότι η ΕΚΤ μπορεί να διασφαλίσει πιο αντικειμενική και αμερόληπτη εποπτεία από ό,τι οι τοπικές εποπτικές αρχές. Η [προσφεύγουσα] και ο [CR] προσβλέπουν στη συνεργασία με την ΕΚΤ για τον σκοπό αυτό» (επιστολή της 5ης Ιουλίου 2018, σ. 13).

17      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2018, το ICSID εξέδωσε προσωρινά μέτρα με τα οποία συνέστησε στη Δημοκρατία της Λεττονίας να μη λάβει μέτρα για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της προσφεύγουσας παραπέμποντας σε εικαζόμενη μη συμμόρφωση προς μία από τις κανονιστικές απαιτήσεις για τις οποίες η τελική προθεσμία είχε ορισθεί με απόφαση της FKTK της 27ης Φεβρουαρίου 2018 (στο εξής: σύσταση του ICSID).

18      Στις 8 Οκτωβρίου 2018, η πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ ανέφερε στην προσφεύγουσα και στον CR, απαντώντας στις επιστολές τους της 5ης Ιουλίου και της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, ότι, στο πλαίσιο του καθήκοντος που υπέχει ως προς την εποπτεία της λειτουργίας του ΕΕΜ, η ΕΚΤ συμμεριζόταν την άποψη της FKTK ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια απαιτούσε ειδική εποπτεία. Ανέφερε ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει κατ’ επανάληψη παρατάσεις των προθεσμιών προκειμένου να λάβει μέτρα σχετικά με τα ίδια κεφάλαια και ότι, παρά το ότι τα προβλήματα αυτά εξακολουθούσαν να υφίστανται, δεν είχαν επιβληθεί στην προσφεύγουσα από την FKTK άλλα αυστηρά εποπτικά μέτρα πλην αιτημάτων για ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων, μέτρων ανάκτησης και προσθέτων προβλέψεων. Έκρινε ότι επί πολλά έτη η προσφεύγουσα δεν τηρούσε το όριο για τα μεγάλα ανοίγματα σε σχέση με τρίτο πρόσωπο και ότι είχε λάβει επανειλημμένως παρατάσεις της προθεσμίας για να το αντιμετωπίσει. Θεώρησε ότι δεν είχε καμία ένδειξη ότι τα μέτρα εποπτείας που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα ήταν υπερβολικά ή δυσανάλογα. Κατέληξε ανακοινώνοντας ότι η πρόθεση της ήταν να ασκήσει το εποπτικό της καθήκον δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα μέτρα που θα λάμβανε η προσφεύγουσα για να άρει τις παραβάσεις των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας.

19      Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, η FKTK ζήτησε εκ νέου από την ΕΚΤ να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας. Υπενθύμισε το προηγούμενό της αίτημα της 16ης Νοεμβρίου 2017 και αναφέρθηκε στη σύσταση του ICSID. Επισήμανε ότι ήταν ενδεχόμενο να παρέλθουν πολλοί μήνες προτού ληφθεί απόφαση από το ICSID σχετικά με τα προσωρινά μέτρα, πράγμα που σήμαινε ότι η FKTK δεν θα μπορούσε να ασκήσει τα εποπτικά της καθήκοντα για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Κατά την FKTK, η ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας από την ΕΚΤ θα εμπόδιζε την προσφεύγουσα να χρησιμοποιήσει την υποτιθέμενη σύγκρουση συμφερόντων ως επιχείρημα για να αποφύγει τις εποπτικές δραστηριότητες και θα επέτρεπε να αντιμετωπιστεί η κατάσταση όπου η τράπεζα παραβαίνει συνεχώς τις υποχρεώσεις της και η εποπτική αρχή κωλύεται να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα βάσει των οποίων είναι δυνατή η παύση των ενεργειών αυτών. Η FKTK θεώρησε ότι οι πληροφορίες που είχε ήδη στην κατοχή της η ΕΚΤ θα διευκόλυναν τη μεταβίβαση των καθηκόντων εποπτείας. Διευκρίνισε ότι η απόφασή της 27ης Φεβρουαρίου 2018 δεν είχε εφαρμοστεί, δηλαδή ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας εξακολουθούσε να είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τα όρια για μεγάλα ανοίγματα και ότι δεν αναμενόταν βιώσιμη και αξιόπιστη λύση στο εγγύς μέλλον. Ανέφερε ότι, από την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας, η αντίδραση της προσφεύγουσας σε όλες σχεδόν τις αλληλεπιδράσεις στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας δεν καταδείκνυε ότι ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί επιτυχώς. Επισήμανε ότι, κατά την προσφεύγουσα, κάθε αίτημα της FKTK ήταν αντικείμενο της διαιτητικής διαφοράς και αποτελούσε επιπλέον απόδειξη αυθαίρετης προσέγγισης. Προσέθεσε ότι ο CR δήλωνε ότι θα ικανοποιούσε τα αιτήματά της, δηλαδή την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της προσφεύγουσας, μόνο εάν τα αιτήματα αυτά επαληθεύονταν από ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο. Εξ αυτού συνήγαγε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει υψηλού επιπέδου εποπτεία όσον αφορά την προσφεύγουσα.

20      Στις 11 Φεβρουαρίου 2019, η ΕΚΤ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, προς υποβολή παρατηρήσεων, σχέδιο απόφασης με σκοπό την ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας της από την ΕΚΤ.

21      Στις 22 Φεβρουαρίου 2019, η προσφεύγουσα απάντησε ότι δεν αποδεχόταν τον ισχυρισμό ότι δεν απέδειξε τη βούλησή της για γόνιμη συνεργασία. Ανέφερε ότι, αντιθέτως, μέχρι τότε, τόσο η FKTK όσο και η ΕΚΤ δεν είχαν ανταποκριθεί με τον κατάλληλο τρόπο στις πολλές προσπάθειες της ίδιας και των μετόχων της για εποικοδομητική συνεργασία, ιδίως όσον αφορά τις πράξεις διαφθοράς τις οποίες γνώριζε η ΕΚΤ. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι αντιτίθεται στο εν λόγω σχέδιο απόφασης.

22      Με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας (C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139), το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του KNAB της 19ης Φεβρουαρίου 2018 κατά το μέρος που απαγόρευε στον A να ασκεί τα καθήκοντά του ως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν απέδειξε ότι η απαλλαγή του Α από τα καθήκοντά του ως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών ενδείξεων περί διάπραξης, εκ μέρους του, βαρέος παραπτώματος κατά την έννοια του άρθρου 14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ.

23      Την 1η Μαρτίου 2019, γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε με βάση πρόταση του εποπτικού συμβουλίου και στηρίζεται στο άρθρο 26, παράγραφος 8, του κανονισμού 1024/2013, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 5, του κανονισμού 468/2014.

24      Ο γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου ανέφερε ότι η ΕΚΤ, ως αρμόδια αρχή, θα εποπτεύει άμεσα την προσφεύγουσα. Διευκρίνισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 και το μέρος IV του κανονισμού 468/2014. Προσέθεσε ότι η προσφεύγουσα θα περιληφθεί στον κατάλογο των οντοτήτων που εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ, τον οποίο η ΕΚΤ δημοσιεύει και επικαιροποιεί σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014.

25      Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (μέρος 1 της απόφασης αυτής), ο γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τα κριτήρια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013 και, επομένως, είχε χαρακτηριστεί ως λιγότερο σημαντική οντότητα υποκείμενη στην άμεση προληπτική εποπτεία της FKTK. Υπενθύμισε τη μετοχική σύνθεση της προσφεύγουσας και τη δομή του ομίλου. Αναφέρθηκε στην κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας καθώς και στη σύσταση του ICSID. Ανέφερε επίσης τα στάδια της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκαν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

26      Όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (μέρος 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ο γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου ανέφερε ότι η ΕΚΤ έκρινε ότι η ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας της προσφεύγουσας ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση συνεπούς εφαρμογής προληπτικής εποπτείας υψηλού επιπέδου. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στις ακόλουθες σκέψεις. Η FKTK στην αίτησή της επισήμανε ότι, από την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας, η αντίδραση της προσφεύγουσας σε όλες σχεδόν τις αλληλεπιδράσεις στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας δεν καταδείκνυε ότι ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί επιτυχώς. Η FKTK θεωρεί ότι η ίδια δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει υψηλού επιπέδου εποπτεία όσον αφορά την προσφεύγουσα, σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης και του ΕΕΜ. Η FKTK είναι της γνώμης ότι η ανάληψη της προληπτικής εποπτείας από την ΕΚΤ είναι η πλέον ενδεδειγμένη λύση για τη διασφάλιση κατάλληλης εποπτείας της προσφεύγουσας. Ο γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά την άποψη της ΕΚΤ, η ανάληψη της άμεσης εποπτείας ήταν αναγκαία κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013. Διευκρίνισε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας η οποία προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ούτε προσκόμισε κανένα στοιχείο που δεν είχε ήδη λάβει υπόψη η ΕΚΤ.

27      Τέλος, ο γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου διευκρίνισε ότι μπορούσε να ασκηθεί διοικητική προσφυγή ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης της ΕΚΤ καθώς και ότι μπορούσε να ασκηθεί ένδικη προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

28      Η προσβαλλόμενη απόφαση τέθηκε σε ισχύ στις 4 Απριλίου 2019.

29      Με έγγραφο της 18ης Απριλίου 2019, η ΕΚΤ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, απαντώντας σε αίτηση που της είχε απευθύνει στις 27 Νοεμβρίου 2018, τον κατάλογο των εγγράφων που κατείχε η ΕΚΤ όσον αφορά την προληπτική εποπτεία της. Διευκρίνισε ότι το δικαίωμα πρόσβασης στον διοικητικό φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες και ότι, ως εκ τούτου, στον κατάλογο η ταξινόμηση των εγγράφων έγινε ανάλογα με το αν υπάρχει πρόσβαση στο έγγραφο ή αν τούτο είναι εμπιστευτικό.

30      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαΐου 2019, η προσφεύγουσα, ο CR και ο CT άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

III. Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της άσκησης της προσφυγής

31      Στις 15 Αυγούστου 2019, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1). Την ίδια ημέρα, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) αποφάσισε να μην εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά την προσφεύγουσα.

32      Στις 22 Αυγούστου 2019, η FKTK ζήτησε από το Rīgas pilsētas Vidzemes priekšpilsētas tiesa (δικαστήριο του διαμερίσματος Vidzeme της πόλης της Ρίγας, Λεττονία) να κηρύξει την προσφεύγουσα αφερέγγυα.

33      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, το Rīgas pilsētas Vidzemes priekšpilsētas tiesa (δικαστήριο του διαμερίσματος Vidzeme της πόλης της Ρίγας) κήρυξε την προσφεύγουσα αφερέγγυα. Διόρισε δικαστικό διαχειριστή αρμόδιο για τη διαδικασία αφερεγγυότητας (στο εξής: δικαστικός διαχειριστής) και του μεταβίβασε όλες τις εξουσίες της προσφεύγουσας και του διοικητικού συμβουλίου της. Απέρριψε την αίτηση του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας για διατήρηση του δικαιώματός του να την εκπροσωπήσει στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της εκτίμησης της ΕΚΤ της 15ης Αυγούστου 2019, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, κατά της απόφασης του ΕΣΕ, της ίδιας ημέρας, να μην εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης για την προσφεύγουσα και κατά της απόφασης της FKTK να κινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας. Το εν λόγω δικαστήριο πρόσθεσε ότι η απόρριψη της αίτησης αυτής δεν αποκλείει τη δυνατότητα που έχει το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας να υποβάλει στον δικαστικό διαχειριστή χωριστό αίτημα όσον αφορά το δικαίωμα εκπροσώπησης στο πλαίσιο συγκεκριμένων καθηκόντων.

34      Επίσης, στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, η FKTK ζήτησε από την ΕΚΤ να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της προσφεύγουσας.

35      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 2019 (υπόθεση T‑732/19), η προσφεύγουσα καθώς και άλλοι μέτοχοι ή δυνητικοί μέτοχοι της προσφεύγουσας ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης του ΕΣΕ της 15ης Αυγούστου 2019 να μην εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης όσον αφορά την προσφεύγουσα.

36      Στις 21 Δεκεμβρίου 2019, ο Α έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του ως διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας.

37      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2020 (υπόθεση T‑50/20), η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της απόφασης της ΕΚΤ της 19ης Νοεμβρίου 2019, με την οποία η ΕΚΤ αρνήθηκε να δώσει εντολή στον δικαστικό διαχειριστή να παράσχει στον δικηγόρο που εξουσιοδοτήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, στις πληροφορίες που κατέχει, στο προσωπικό της και στους πόρους της.

38      Στις 17 Φεβρουαρίου 2020, η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της προσφεύγουσας. Η ανάκληση αυτή τέθηκε σε ισχύ την επόμενη ημέρα.

39      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Απριλίου 2020 (υπόθεση T‑230/20), η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

IV.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

40      Στις 31 Ιουλίου 2019, η ΕΚΤ κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως.

41      Στις 28 Απριλίου 2020, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑50/20. Με διάταξη της 12ης Μαρτίου 2021, PNB Banka κατά ΕΚΤ (T‑50/20, EU:T:2021:141), το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στην εν λόγω υπόθεση και η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση συνεχίστηκε από την ημερομηνία αυτή.

42      Στις 27 Απριλίου 2021 και στη συνέχεια στις 28 Ιουνίου 2021, η προσφεύγουσα, ο CR και ο CT ζήτησαν αναστολή της διαδικασίας έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί στην υπόθεση C‑321/21 P, που αφορά την αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της διατάξεως της 12ης Μαρτίου 2021, PNB Banka κατά ΕΚΤ (T‑50/20, EU:T:2021:141). Στις 20 Μαΐου 2021 και στη συνέχεια στις 6 Αυγούστου 2021, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος, αφού άκουσε την ΕΚΤ, αποφάσισε να μην αναστείλει τη διαδικασία.

43      Με έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2021, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εκπροσωπούσε πλέον τον CR και τον CT. Με διάταξη της 21ης Δεκεμβρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), βάσει του άρθρου 131 παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, απεφάνθη ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως επί της υπό κρίση προσφυγής στο μέτρο που είχε ασκηθεί από τον CR και τον CT.

44      Η προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως έληγε στις 30 Σεπτεμβρίου 2021. Η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

45      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

46      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

V.      Σκεπτικό

Α.      Επί της ύπαρξης εντολής προς τον εκπρόσωπο που άσκησε την προσφυγή στο όνομα της προσφεύγουσας

47      Σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, οσάκις εκπροσωπούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, οι δικηγόροι οφείλουν να καταθέσουν στη γραμματεία εντολή του εν λόγω νομικού προσώπου.

48      Στη δικογραφία περιλαμβάνεται εντολή που δόθηκε από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας στις 5 Μαρτίου 2019 υπόθεση (παράρτημα A.2).

49      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο δικαστικός διαχειριστής αρνήθηκε να παράσχει στον δικηγόρο που διόρισε για να την εκπροσωπήσει πρόσβαση στα έγγραφά της, στις εγκαταστάσεις της, στο προσωπικό της και στους πόρους της. Στο πλαίσιο της απάντησης της 13ης Μαρτίου 2020 σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, προσκόμισε έγγραφο του δικαστικού διαχειριστή της 16ης Σεπτεμβρίου 2019, το οποίο ανέφερε ότι ο δικηγόρος της έπρεπε, πρώτον, «να υποβάλει στον [δικαστικό] διαχειριστή γραπτή έκθεση σχετικά με την πρόοδο της συμφωνίας [που αφορά την παροχή νομικών υπηρεσιών], σημειώνοντας λεπτομερώς τις οδηγίες που είχε λάβει από [την προσφεύγουσα], τις εργασίες που είχε εκτελέσει [ο δικηγόρος] και αν όντως υπάρχουν εργασίες σε εξέλιξη», δεύτερον, «να ενημερώσει τον [δικαστικό] διαχειριστή για τις πληρωμές […]», τρίτον «να απόσχει από οποιαδήποτε πράξη στο όνομα [της προσφεύγουσας] χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τον [δικαστικό] διαχειριστή, ιδίως να παύσει να παρέχει στην [προσφεύγουσα] χρεώσιμες υπηρεσίες».

50      Πέραν του εν λόγω εγγράφου του δικαστικού διαχειριστή της 16ης Σεπτεμβρίου 2019, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει και δεν προβάλλεται ούτε από την προσφεύγουσα ούτε από την ΕΚΤ ότι ο δικαστικός διαχειριστής ανακάλεσε την εντολή που είχε δοθεί από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας στις 5 Μαρτίου 2019. Το εν λόγω έγγραφο δεν περιλαμβάνει τέτοια ανάκληση, αν και επισημαίνεται ότι ο διορισθείς από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου δικηγόρος οφείλει να απόσχει από οποιαδήποτε πράξη στο όνομα της προσφεύγουσας χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τον δικαστικό διαχειριστή.

51      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα κατέθεσε εντολή με την οποία εξουσιοδοτείται ο δικηγόρος της να ασκήσει προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Β.      Επί των αιτήσεων αναστολής της διαδικασίας που υποβλήθηκαν στις 27 Απριλίου 2021 και στη συνέχεια στις 28 Ιουνίου 2021

52      Στις 27 Απριλίου 2021 και στη συνέχεια στις 28 Ιουνίου 2021, η προσφεύγουσα ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας. Προς στήριξη των αιτήσεών της περί αναστολής, πρόβαλε ότι έπρεπε να αποκτήσει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, στους φακέλους της και στους οικονομικούς της πόρους και ότι ο δικαστικός διαχειριστής δεν συνεργαζόταν προς διασφάλιση της πραγματικής εκπροσώπησής της, παρά την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923).

53      Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του για αναστολή ή μη της διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο γʹ ή δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, εντούτοις θεωρεί σκόπιμο, κατ’ εξαίρεση, να σημειώσει τα ακόλουθα.

54      Η απόφαση για την αναστολή ή μη μιας διαδικασίας βάσει του άρθρου 69, στοιχείο γʹ ή δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ. διατάξεις της 20ής Οκτωβρίου 2011, DTL κατά ΓΕΕΑ, C‑67/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:683, σκέψεις 32 και 33, της 15ης Οκτωβρίου 2012, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑554/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:629, σκέψη 37, και της 17ης Ιανουαρίου 2018, Jose κατά EUIPO, C‑536/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:14, σκέψη 5).

55      Εν προκειμένω, στις 28 Απριλίου 2020, η διαδικασία ανεστάλη μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑50/20, στην οποία η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της απόφασης της ΕΚΤ της 19ης Νοεμβρίου 2019 με την οποία η ΕΚΤ αρνήθηκε να δώσει εντολή στον δικαστικό διαχειριστή να παράσχει στον εξουσιοδοτημένο από το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας δικηγόρο πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, στις πληροφορίες που κατέχει, στο προσωπικό της και στους πόρους της

56      Με τη διάταξη της 12ης Μαρτίου 2021, PNB Banka κατά ΕΚΤ (T‑50/20, EU:T:2021:141), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, έκρινε ότι η ΕΚΤ ήταν προδήλως αναρμόδια να ικανοποιήσει το αίτημα του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας να δώσει εντολή στον δικαστικό διαχειριστή να παράσχει στον εξουσιοδοτημένο από το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο δικηγόρο πρόσβαση στις εγκαταστάσεις, στις πληροφορίες, στο προσωπικό και στους πόρους της προσφεύγουσας (σκέψη 73). Έκρινε επίσης ότι στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, όπως αυτή που εκκρεμεί κατά της προσφεύγουσας, οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές επί ενδεχόμενου αιτήματος πρόσβασης στα έγγραφα, στις εγκαταστάσεις, στο προσωπικό ή στους πόρους του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος υπόκεινται, καταρχήν, στον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία μπορούν, κατά περίπτωση, να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (σκέψη 72).

57      Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, παρά την αναστολή της διαδικασίας από τις 28 Απριλίου 2020 έως τις 12 Μαρτίου 2021, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ούτε καν ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων ούτε με την αίτηση αναστολής της διαδικασίας της 28ης Ιουνίου 2021, ότι κίνησε ένδικη διαδικασία κατά του δικαστικού διαχειριστή, στον οποίο ωστόσο προσάπτει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι στερεί από τον εξουσιοδοτημένο από το διοικητικό της συμβούλιο δικηγόρο την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, στις πληροφορίες της, στο προσωπικό της και στους πόρους της από τα τέλη του 2019.

58      Μετά την ανταλλαγή με τον δικαστικό διαχειριστή επιστολών και μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 12 και 16 Σεπτεμβρίου 2019 καθώς και τον Νοέμβριο του 2019, η προσφεύγουσα, στην αίτηση της περί αναστολής της διαδικασίας που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Απριλίου 2021, ισχυρίστηκε απλώς ότι «εντείνει τις προσπάθειές της» έναντι του δικαστικού διαχειριστή και των λεττονικών δικαστηρίων, χωρίς να παρέχει λεπτομέρειες ως προς τη φύση των προσπαθειών αυτών.

59      Επιπροσθέτως, από την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019 του Rīgas pilsētas Vidzemes priekšpilsētas tiesa (δικαστηρίου της περιφέρειας Vidzeme της πόλης της Ρίγας), η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 33 ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα κωλύεται να προσφύγει στα λεττονικά δικαστήρια στο πλαίσιο ενδεχόμενης διαφοράς με τον δικαστικό διαχειριστή. Η απόφαση αυτή όχι μόνον δεν αναφέρει ότι δεν αποκλείεται το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας να υποβάλει χωριστή αίτηση στον δικαστικό διαχειριστή όσον αφορά το δικαίωμα εκπροσώπησης στο πλαίσιο ειδικών καθηκόντων, αλλά και ότι η απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη του ισχυρισμού ότι ο δικαστικός διαχειριστής δεν συνεργάζεται με ικανοποιητικό τρόπο προς διασφάλιση της πραγματικής εκπροσώπησής της, είναι μεταγενέστερη της εν λόγω αποφάσεως, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η προσφεύγουσα μπορούσε a priori να επικαλεστεί την απόφαση αυτή ως νέο στοιχείο ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

60      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να αναστείλει εκ νέου τη διαδικασία.

Γ.      Επί της προφορικής διαδικασίας

61      Κατά το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας:

«1.      Η προφορική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνει επ’ ακροατηρίου συζήτηση που οργανώνεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως κύριου διαδίκου.

2.      Η αίτηση κύριου διαδίκου για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο διάδικος επιθυμεί να ακουστεί. […]

3.      Εν απουσία αιτήσεως κατά την παράγραφο 2, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση. […]»

62      Συνεπώς, από το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι, ελλείψει αιτήσεως για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο κύριος διάδικος επιθυμεί να ακουστεί, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αν φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί, να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

63      Επίσης, η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του Κανονισμού Διαδικασίας της 14ης Μαρτίου 2014, η οποία είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβεβαιώνει ότι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των επιταγών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της δίκης, «το Γενικό Δικαστήριο επιθυμεί να διαθέτει τη δυνατότητα να μην οργανώνει επ’ ακροατηρίου συζήτηση οσάκις δεν το κρίνει απαραίτητο, εκτός εάν ένας από τους κύριους διαδίκους το ζητήσει αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να ακουστεί».

64      Οι διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του κανονισμού διαδικασίας (στο εξής: ΔΠΖ) ορίζουν, στο σημείο 142, ότι ο κύριος διάδικος που επιθυμεί να ακουστεί σε επ’ ακροατηρίου συζήτηση πρέπει, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την επίδοση στους διαδίκους του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να υποβάλει σχετική αιτιολογημένη αίτηση. Διευκρινίζει ότι η αιτιολογημένη αυτή αίτηση πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένη εκτίμηση της χρησιμότητας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως για τον αιτούντα διάδικο και να προσδιορίζει τα στοιχεία της δικογραφίας «ή» της επιχειρηματολογίας τα οποία ο διάδικος αυτός θεωρεί απαραίτητο να αναπτύξει «ή» να αντικρούσει εκτενέστερα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επισημαίνει ότι, για την προσήκουσα οριοθέτηση της ανταλλαγής επιχειρημάτων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση είναι «σημαντικό» η αιτιολογία να μην είναι γενικής φύσεως περιοριζόμενη απλώς, για παράδειγμα, σε επίκληση της σπουδαιότητας της υποθέσεως. Το σημείο 143 των ΔΠΖ προβλέπει ότι, αν δεν υποβληθεί αιτιολογημένη αίτηση από κύριο διάδικο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς προφορική διαδικασία.

65      Επομένως, από το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας και τα σημεία 142 και 143 των ΔΠΖ προκύπτει ότι, αν δεν υποβληθεί αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ή αν υποβληθεί αναιτιολόγητη αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας.

66      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 2021, έλαβε θέση ως προς τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως:

«1. Δηλώνω ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν διεξοδικά, δεν υπάρχει πραγματική εκπροσώπηση της [προσφεύγουσας]. Με μοναδικό σκοπό την τήρηση της ισχύουσας προθεσμίας, με την παρούσα αίτηση αιτούμαι τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ωστόσο, θα πρέπει καταρχάς να αποκατασταθεί η πραγματική εκπροσώπηση [της προσφεύγουσας].

2. Υπό τις παρούσες περιστάσεις, δεν είναι δυνατό να γίνει προετοιμασία για διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ή παράσταση.»

67      Από την εν λόγω επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2021 προκύπτει ότι η αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα είναι αναιτιολόγητη. Συγκεκριμένα η αίτηση αυτή δεν αναφέρει κανένα λόγο για τον οποίο η προσφεύγουσα επιθυμεί να ακουστεί.

68      Επιπλέον, με το έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2021 με το οποίο ενημέρωσε τους κύριους διαδίκους για την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπενθύμισε τις διατάξεις του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας καθώς και τις διατάξεις του σημείου 142 των ΔΠΖ και επέστησε την προσοχή των κυρίων διαδίκων στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης, η αιτιολογία θα έπρεπε να πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω σημείου 142 των ΔΠΖ.

69      Είναι αλήθεια ότι, στην αίτηση της για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι θεωρούσε ότι στερείται πραγματικής εκπροσώπησης.

70      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με τον τρόπο αυτό, η προσφεύγουσα επιχειρεί να δικαιολογήσει σιωπηρά την έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την αίτησή της για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, πράγμα το οποίο ωστόσο δεν προκύπτει από την εν λόγω αίτηση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιχειρηματολογία της σχετικά με το ότι στερείται πραγματικής εκπροσώπησης δεν δικαιολογεί την έλλειψη αιτιολογίας ως προς την αίτηση αυτή. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα στερείται πραγματικής εκπροσώπησης, υπό την έννοια που εκτίθεται από την ίδια, δεν την εμπόδιζε να προσκομίσει εμπεριστατωμένα στοιχεία προς στήριξη αίτησης για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

71      Επομένως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα στην αίτησή της για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν παρέθεσε αιτιολογία, και, επιπροσθέτως, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου της υπενθύμισε ρητώς την υποχρέωση αιτιολόγησης της αίτησης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως αντιβαίνει στο άρθρο 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας, αποφασίζει να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Δ.      Επί της ουσίας

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον η διάταξη αυτή δεν προβλέπει απόφαση με την οποία η οικεία οντότητα χαρακτηρίζεται ως σημαντική

73      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που χαρακτηρίζει την προσφεύγουσα ως σημαντική οντότητα, αντίκειται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό δεν προβλέπει έκδοση απόφασης περί χαρακτηρισμού, αλλά απόφαση της ΕΚΤ για την άμεση άσκηση όλων των σχετικών εξουσιών που διαθέτει η εθνική αρμόδια αρχή όσον αφορά ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα, όταν τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων.

74      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 39, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 468/2014 δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ασύμβατο προς το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013. Επικουρικώς, προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 39, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 468/2014, σε περίπτωση που το άρθρο αυτό ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μεταβάλλει τη φύση της απόφασης που εκδίδεται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

75      Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι η απόφαση που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 δεν μεταβάλλει το καθεστώς πιστωτικού ιδρύματος. Πρόκειται για παρέμβαση της ΕΚΤ η οποία υπαγορεύεται μάλλον λόγω του ότι υπάρχει προβληματισμός σχετικά με την ποιότητα της εποπτείας που ασκείται από την αρμόδια εθνική αρχή και όχι λόγω του ότι υπάρχει προβληματισμός σχετικά με το επίπεδο συμμόρφωσης του οικείου πιστωτικού ιδρύματος. Το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να έχει δικαίωμα ίσης μεταχείρισης ίδιο με το δικαίωμα των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων και δεν πρέπει να υπόκειται σε εποπτεία που είναι ενδεδειγμένη μόνον για τα «πραγματικά» σημαντικά ιδρύματα. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η εναρμόνιση της εποπτείας στο πλαίσιο του ΕΕΜ είναι σταδιακή διαδικασία και ότι εξακολουθούν να υφίστανται διαφορές όσον αφορά την τραπεζική εποπτεία στα διάφορα κράτη μέλη. Προσθέτει ότι το άρθρο 47, παράγραφος 4, του κανονισμού 468/2014, το οποίο διέπει την εν λόγω actus contrarius, επιβεβαιώνει ότι δεν απαιτείται απόφαση για αποχαρακτηρισμό.

76      Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

77      Το άρθρο 39, παράγραφος 5, του κανονισμού 468/2014 ορίζει τα εξής: «Η ΕΚΤ εποπτεύει άμεσα μια λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή έναν λιγότερο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο βάσει απόφασής της που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ του κανονισμού [1024/2013], κατά τρόπον ώστε η ίδια να ασκεί άμεσα όλες τις σχετικές εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού [1024/2013]. Για τους σκοπούς του ΕΕΜ η ως άνω λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή ο ως άνω λιγότερο σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος χαρακτηρίζεται σημαντική ή σημαντικός».

78      Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφος 5, του κανονισμού 468/2014, εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει ότι η άμεση εποπτεία της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου από την ίδια είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων, εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου 2 του μέρους IV του εν λόγω κανονισμού.

79      Μια «απόφαση [της ΕΚΤ] σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου 2 [του μέρους IV του κανονισμού 468/2014]», όπως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, αποτελεί απόφαση με την οποία εποπτευόμενη οντότητα χαρακτηρίζεται ως σημαντική, όπως επισημαίνεται στον τίτλο του εν λόγω τίτλου 2, δηλαδή «Διαδικασία χαρακτηρισμού εποπτευόμενων οντοτήτων ως σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων».

80      Ως εκ τούτου, από το σαφές γράμμα του άρθρου 39, παράγραφος 5, του κανονισμού 468/2014, το οποίο επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 68, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι, εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει να ασκήσει άμεση προληπτική εποπτεία επί ενός λιγότερο σημαντικού πιστωτικού ιδρύματος βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, πρέπει να εκδώσει απόφαση με την οποία χαρακτηρίζει το ίδρυμα αυτό ως σημαντικό.

81      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ωστόσο, ότι το άρθρο 39, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 468/2014 αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον μεταβάλλει τη φύση της απόφασης που προβλέπεται στο τελευταίο αυτό άρθρο.

82      Εντούτοις, το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 δεν αναφέρει μεν ότι, εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει να ασκήσει η ίδια όλες τις σχετικές αρμοδιότητες όσον αφορά ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα, εκδίδει απόφαση με την οποία χαρακτηρίζει το ίδρυμα αυτό ως σημαντικό, πλην όμως δεν το αποκλείει.

83      Ομοίως, αν και είναι αληθές ότι το άρθρο 47, παράγραφος 4, του κανονισμού 468/2014, το οποίο αφορά την αντίστροφη περίπτωση, κατά την οποία η ΕΚΤ αποφασίζει να παύσει στην άμεση προληπτική εποπτεία στην περίπτωση οντότητας υποκείμενης στην εποπτεία αυτή δυνάμει προγενέστερης απόφασης της ΕΚΤ εκδοθείσας με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, δεν διευκρινίζει ότι, στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση με την οποία χαρακτηρίζει την οικεία οντότητα ως λιγότερο σημαντική, εντούτοις ούτε τούτο αποκλείει. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το εν λόγω άρθρο 47 περιλαμβάνεται επίσης στον τίτλο 2 του μέρους IV του κανονισμού 468/2014, με τίτλο «Διαδικασία χαρακτηρισμού εποπτευόμενων οντοτήτων ως σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων», και το άρθρο αυτό φέρει τον τίτλο «Λόγοι παύσης της άμεσης εποπτείας από την ΕΚΤ», έχει δηλαδή, καταρχήν, ως σκοπό να εκθέσει τους λόγους αυτούς, και όχι να καθορίσει αν μια απόφαση που παύει την άμεση εποπτεία από την ΕΚΤ σημαίνει ότι η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση με την οποία χαρακτηρίζει την οικεία οντότητα ως λιγότερο σημαντική.

84      Επίσης, στο μέτρο που το άρθρο 39, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 468/2014 προβλέπει τον χαρακτηρισμό μιας οντότητας ως σημαντικής, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη φύση της απόφασης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, η οποία είναι απόφαση σχετικά με την κατανομή των αρμοδιοτήτων στον τομέα της προληπτικής εποπτείας μεταξύ της ΕΚΤ και των αρμόδιων εθνικών αρχών.

85      Συγκεκριμένα, το μόνο αποτέλεσμα της απόφασης με την οποία μια οντότητα χαρακτηρίζεται ως σημαντική είναι η ανάληψη από την ΕΚΤ της άμεσης εποπτείας της οντότητας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

86      Ο χαρακτηρισμός μιας οντότητας ως σημαντικής, εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει να ασκήσει άμεση εποπτεία όσον αφορά την οντότητα αυτή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, δεν αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

87      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια απόφαση, η οποία αφορά μόνον τον καθορισμό της αρμόδιας αρχής, δεν τροποποιεί ούτε τους κανόνες προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται στην εν λόγω οντότητα ούτε τις εποπτικές εξουσίες που διαθέτει η αρμόδια αρχή όσον αφορά την οντότητα αυτή στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων εποπτείας που ανατίθενται στην ΕΚΤ από τον ΕΕΜ.

88      Επομένως, το άρθρο 39, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 468/2014 δεν αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

89      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που προβλέπει τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας ως σημαντικής οντότητας, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

90      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

2.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας

91      Εν προκειμένω, πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, πριν από τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

92      Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλείονες παραβάσεις ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.

93      Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν συντάχθηκε η έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014.

94      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας, η Δημοκρατία της Λεττονίας παραδέχθηκε ότι δεν υπήρχε η έκθεση αυτή, επικαλούμενη τις καλές σχέσεις συνεργασίας μεταξύ της FKTK και της ΕΚΤ. Ωστόσο, οι υποτιθέμενες καλές σχέσεις συνεργασίας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη υποβολή της εν λόγω έκθεσης, δεδομένου ότι η έκθεση αυτή αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας, είναι υποχρεωτική και αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαφανούς διαδικασίας που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

95      Επιπλέον, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η διαφορά μεταξύ της Δημοκρατίας της Λεττονίας και της ΕΚΤ όσον αφορά τον Α αφήνει να εννοηθεί ότι η υφιστάμενη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της FKTK δεν ήταν χωρίς δυσχέρειες. Συγκεκριμένα, ο A έπρεπε να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του σε περίπτωση που οι εναντίον του κατηγορίες στηρίζονταν σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά τη Δημοκρατία της Λεττονίας, υφίστανται, αλλά δεν γνωστοποιήθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑238/18, μεταξύ του Α και της ΕΚΤ. Η προσφεύγουσα είναι αντιμέτωπη με προβλήματα διαφθοράς που δεν έχουν επιλυθεί και απώλεια εμπιστοσύνης στην κανονιστική διαδικασία λόγω μη συνεργασίας της ΕΚΤ με τις λεττονικές αρχές, ιδίως με την FKTK. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι οι σχέσεις συνεργασίας της ΕΚΤ με την FKTK ήταν καλές είναι αντίθετος με απόφαση εκδοθείσα με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ του κανονισμού 1024/2013, στο μέτρο που προϋπόθεση μιας τέτοιας απόφασης είναι το ότι η ΕΚΤ δεν είναι ικανοποιημένη με την εποπτεία που ασκεί η αρμόδια εθνική αρχή και θεωρεί ότι οι γενικές οδηγίες και συστάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ του κανονισμού 1024/2013 δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής.

96      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ δεν της γνωστοποίησε το αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018. Το αίτημα αυτό αποτελεί διαδικαστικό στάδιο που προβλέπεται στο άρθρο 68 του κανονισμού 468/2014 και η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο περιεχόμενό του. Επομένως, το σχέδιο απόφασης που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν πλήρες, οπότε και η κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν ελλιπής. Το γεγονός ότι δεν της κοινοποιήθηκε το εν λόγω αίτημα και δεν της δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος αυτού συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος προσβάσεως στον διοικητικό φάκελο.

97      Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ δεν της γνωστοποίησε το πρώτο αίτημα της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017 για την ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε την ύπαρξή του μόνον μέσω εγγράφου της 20ής Μαρτίου 2019 του νομικού συμβούλου της Δημοκρατίας της Λεττονίας η οποία παρενέβη στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας. Η υποβολή του αιτήματος αυτού από τον εν λόγω νομικό σύμβουλο επιβεβαιώνει ότι επρόκειτο για αντίδραση στην κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας. Το γεγονός ότι δεν γνωστοποιήθηκε το εν λόγω αίτημα στην προσφεύγουσα προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας, το δικαίωμα ακροάσεως και το δικαίωμα προσβάσεως στον διοικητικό φάκελο.

98      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ δεν εξέδωσε απόφαση επί του εν λόγω αιτήματος της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017, κατά παράβαση του άρθρου 68 του κανονισμού 468/2014.

99      Πέμπτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν έγινε σεβαστό το δικαίωμά της ακροάσεως, διότι το δικαίωμα αυτό προϋποθέτει ότι είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις επί των συγκεκριμένων ισχυρισμών που προβλήθηκαν προς στήριξη του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο δεν έδειξε ότι ήταν αρκούντως πρόθυμη να συνεργαστεί μετά από την κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας.

100    Έκτο και τελευταίο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η ΕΚΤ έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να αναλάβει την άμεση εποπτεία της προσφεύγουσας.

101    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

102    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά το ότι θεωρεί ότι η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει και, στη συνέχεια, όσον αφορά τον λόγο με τον οποίο προβάλλει ότι η ΕΚΤ προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, το δικαίωμα ακροάσεως και το δικαίωμα προσβάσεως στον διοικητικό φάκελο, στη συνέχεια, όσον αφορά τον λόγο με τον οποίο προβάλλει παρατυπία λόγω της ελλείψεως της εκθέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, τέλος όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η ΕΚΤ δεν εξέδωσε απόφαση επί του αιτήματος της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017.

α)      Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

103    Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Η απαίτηση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα και ατομικά η πράξη αυτή. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Η υποχρέωση αιτιολόγησης των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106    Όσον αφορά την αιτιολόγηση απόφασης με την οποία μια οντότητα υποκείμενη σε προληπτική εποπτεία χαρακτηρίζεται ως σημαντική σε ατομική βάση, το άρθρο 39, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014 προβλέπει ότι «[μ]ια εποπτευόμενη οντότητα θεωρείται σημαντική εφόσον έτσι κρίνει η ΕΚΤ σε απόφαση απευθυνόμενη προς αυτήν σύμφωνα με τα άρθρα 43 έως 49, [του εν λόγω κανονισμού], αιτιολογώντας την απόφασή της».

107    Επίσης, το άρθρο 33 του κανονισμού 468/2014, με τίτλο «Αιτιολογικό των εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ», ορίζει στην παράγραφο 2 ότι η έκθεση των λόγων που συνοδεύει την εποπτική απόφαση της ΕΚΤ περιλαμβάνει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς λόγους επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση αυτή.

108    Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει συνοπτικώς η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας το σκεπτικό συνοψίστηκε στις σκέψεις 23 έως 27 ανωτέρω, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η ΕΚΤ έκρινε αναγκαίο να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας. Αναφέρει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη νομική βάση της, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται, ιδίως τη σύσταση του ICSID, και την αξιολόγηση της ΕΚΤ. Από την αξιολόγηση αυτή προκύπτει ότι η ΕΚΤ αποφάσισε να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας για τον λόγο ότι, κατά την FKTK, από την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας, η αντίδραση της προσφεύγουσας σε όλες σχεδόν τις αλληλεπιδράσεις στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας καταδείκνυε ότι δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να συνεργαστεί επιτυχώς και η FKTK θεωρούσε ότι η ίδια δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει υψηλού επιπέδου εποπτεία όσον αφορά την προσφεύγουσα, σύμφωνα με τα κανόνες της Ένωσης και του ΕΕΜ.

109    Πρέπει να προστεθεί, ως εκ περισσού, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε εντός πλαισίου γνωστού στην προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα βρισκόταν σε τακτική επαφή με την FKTK, η οποία παρακολουθούσε προσεκτικά τους κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένη. Βρισκόταν επίσης σε άμεση επαφή με την ΕΚΤ, καθώς είχε απευθυνθεί εγγράφως στην ΕΚΤ στις 5 Ιουλίου και στις 12 Σεπτεμβρίου 2018 ζητώντας της να παρέμβει στην προληπτική εποπτεία της και η πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ είχε απαντήσει με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2018 ότι συμμεριζόταν την άποψη της FKTK ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας απαιτούσε ειδική εποπτεία. Τέλος, γνώριζε όλες τις πτυχές της διαιτητικής διαδικασίας, την οποία είχε κινήσει η ίδια.

110    Επομένως, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν επαρκής ούτως ώστε η προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη της απόφασης αυτής προκειμένου να εκτιμήσει το βάσιμο της και το Γενικό Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του.

111    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ και στον κανονισμό 468/2014.

β)      Επί των αιτιάσεων που αφορούν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος προσβάσεως στον διοικητικό φάκελο

112    Το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει ιδίως, το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του, και το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου.

113    Ειδικότερα, το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γενικής αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014, η ΕΚΤ εφαρμόζει τους διαδικαστικούς κανόνες του τίτλου 2 του μέρους III του εν λόγω κανονισμού, όταν λαμβάνει αποφάσεις σε σχέση με τον προσδιορισμό εποπτευόμενης οντότητας ή εποπτευόμενου ομίλου ως σημαντικού κατά τον τίτλο 2 του μέρους IV του κανονισμού αυτού. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η ΕΚΤ παρέχει στις οικείες εποπτευόμενες οντότητες τη δυνατότητα να υποβάλλουν εγγράφως παρατηρήσεις πριν από την έκδοση απόφασης κατά την παράγραφο 1.

115    Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014, πριν από την έκδοση εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ η οποία απευθύνεται σε συγκεκριμένο μετέχοντα και είναι πιθανό να θίξει τα δικαιώματά του, πρέπει να δίνεται σε αυτόν η δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως σχόλια στην ΕΚΤ σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική απόφαση της ΕΚΤ· εφόσον το κρίνει σκόπιμο, η ΕΚΤ μπορεί να παρέχει στους μετέχοντες, στο πλαίσιο συνάντησης, τη δυνατότητα να υποβάλουν σχόλια για τα πραγματικά περιστατικά και τις ενστάσεις που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική απόφαση· η ειδοποίηση με την οποία η ΕΚΤ παρέχει στον μετέχοντα τη δυνατότητα υποβολής σχολίων αναφέρει την ουσία της εποπτικής απόφασης που πρόκειται να εκδώσει, καθώς και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση επί των οποίων η ΕΚΤ σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της

116    Το άρθρο 32 του κανονισμού 468/2014 με τίτλο «Πρόσβαση σε φακέλους κατά τη διεξαγωγή εποπτικής διαδικασίας της ΕΚΤ» προβλέπει στην παράγραφο 1, ότι κατά τη διεξαγωγή των εποπτικών διαδικασιών της ΕΚΤ διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των εκάστοτε μετεχόντων· για τον σκοπό αυτό οι μετέχοντες δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στον φάκελο της ΕΚΤ μετά την έναρξη της εποπτικής διαδικασίας της, υπό την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου φυσικών και νομικών προσώπων, πλην του μετέχοντα· το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καταλαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες· οι ΕΑΑ προωθούν στην ΕΚΤ χωρίς περιττή καθυστέρηση κάθε αίτημα που λαμβάνουν όσον αφορά την πρόσβαση σε φακέλους που σχετίζονται με εποπτικές διαδικασίες της.

117    Προκαταρκτικώς, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα προέβαλε επιχειρηματολογία η οποία στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος προσβάσεως στον διοικητικό φάκελο, πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα αυτά, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν τα δικαιώματα αυτά συνιστούν, ως τέτοια, ουσιώδεις τύπους κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

118    Εν προκειμένω, η ΕΚΤ υπέβαλε στην προσφεύγουσα σχέδιο απόφασης προς υποβολή παρατηρήσεων.

119    Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία που δεν μνημονεύονται στο σχέδιο απόφασης που της γνωστοποιήθηκε.

120    Εν συνεχεία, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ δεν της γνωστοποίησε το αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018 για την άσκηση από την ΕΚΤ της άμεσης προληπτικής εποπτείας της προσφεύγουσας, επισημαίνεται ότι το αίτημα αυτό αποτελούσε το πρώτο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, ήταν όμως πράξη ανεξάρτητη από την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν δέσμευε την ΕΚΤ, καθόσον η ΕΚΤ μπορούσε να αποφασίσει να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που είχαν διατυπωθεί στο εν λόγω αίτημα, και μάλιστα ιδία πρωτοβουλία.

121    Επιπλέον, ουδεμία διάταξη του κανονισμού 468/2014 προβλέπει ότι η ΕΚΤ γνωστοποιεί αυτεπαγγέλτως τέτοιο αίτημα της εθνικής αρμόδιας αρχής στη λιγότερο σημαντική οντότητα την οποία αφορά το αίτημα αυτό. Το αίτημα αυτό αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου και η προσφεύγουσα θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σ’ αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 32 του εν λόγω κανονισμού, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου, αν είχε υποβάλει αίτηση προσβάσεως στον φάκελο.

122    Επιπλέον, ακόμη και αν η ΕΚΤ επικαλέστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ορισμένες εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στο αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018, ωστόσο, στο σχέδιο απόφασης που γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα και στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθεσε επαρκώς τις εκτιμήσεις αυτές, και, επομένως, δεν ήταν απαραίτητο να αναφερθεί στο αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018 προκειμένου η προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν την προσβαλλόμενη απόφαση.

123    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ δεν της γνωστοποίησε το αίτημα της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017, με το οποίο η FKTK είχε προηγουμένως ζητήσει από την ΕΚΤ να αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας, διαπιστώνεται ότι το αίτημα αυτό δεν αποτελούσε ένα από τα στάδια της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση και ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνονται στο εν λόγω προηγούμενο αίτημα. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι αλυσιτελής προς στήριξη του αιτήματος που στρέφεται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

124    Τέλος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί των συγκεκριμένων ισχυρισμών που διατυπώθηκαν προς στήριξη του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο, κατά την FKTK, δεν έδειξε ότι ήταν αρκούντως πρόθυμη να συνεργαστεί μετά από την κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας, διαπιστώνεται ότι δόθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με το εν λόγω σκεπτικό, το οποίο περιλαμβανόταν στο σχέδιο απόφασης που της γνωστοποιήθηκε και δεν συνοδεύεται από άλλους ισχυρισμούς.

125    Συνεπώς, γνωστοποιώντας στην προσφεύγοντα το σχέδιο απόφασης χωρίς να της διαβιβάσει αυτεπαγγέλτως άλλα έγγραφα ή στοιχεία, όπως το αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018, η ΕΚΤ, εν προκειμένω, έδωσε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να καταστήσει γνωστή, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

126    Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως των μετεχόντων στους φακέλους στο πλαίσιο εποπτικής διαδικασίας, το άρθρο 32 του κανονισμού 468/2014, οι διατάξεις του οποίου υπενθυμίστηκαν στην σκέψη 116 ανωτέρω, προβλέπει ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές προωθούν στην ΕΚΤ, χωρίς περιττή καθυστέρηση, κάθε αίτημα που λαμβάνουν όσον αφορά την πρόσβαση σε φακέλους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την πρόσβαση στο φάκελο απαιτείται αίτηση του ενδιαφερομένου μετέχοντος στη διαδικασία.

127    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν έχουν κοινοποιηθεί αρκούντως ακριβείς πληροφορίες που παρέχουν στην οικεία οντότητα τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της επί του σχεδιαζόμενου μέτρου, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν σημαίνει ότι η ΕΚΤ έχει υποχρέωση να παράσχει με δική της πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της. Η ΕΚΤ υποχρεούται να εξασφαλίζει τη δυνατότητα προσβάσεως σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο μόνον κατόπιν αιτήσεως της οικείας οντότητας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑225/17 P, EU:C:2019:82, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Στην προκειμένη όμως περίπτωση, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 125 ανωτέρω, αφενός, η προσφεύγουσα έλαβε επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να καταστήσει γνωστή, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς, την άποψή της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Αφετέρου, ούτε αποδείχθηκε ούτε καν προβλήθηκε ότι η προσφεύγουσα ζήτησε την κοινοποίηση των αιτημάτων της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017 και της 21ης Δεκεμβρίου 2018 ούτε, εν πάση περιπτώσει, ότι η ΕΚΤ εσφαλμένως της αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι υπήρξε προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο που την αφορά.

129    Επαλλήλως, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως, συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά το πέρας της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, αν δεν είχε υπάρξει η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, OZ κατά ΕΤΕπ, C‑558/17 P, EU:C:2019:289, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

130    Εν προκειμένω, όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι, εάν τα αιτήματα της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017 και της 21ης Δεκεμβρίου 2018 είχαν γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο.

131    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η ΕΚΤ παρέβη την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος προσβάσεως στον διοικητικό φάκελο.

γ)      Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, λόγω ελλείψεως της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή εκθέσεως

132    Σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, το αίτημα της εθνικής αρμόδιας αρχής για την άσκηση από την ΕΚΤ άμεσης προληπτικής εποπτείας επί μιας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή ενός λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου συνοδεύεται από έκθεση με το εποπτικό ιστορικό και το προφίλ κινδύνου της εν λόγω οντότητας ή του εν λόγω ομίλου.

133    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018 δεν συνοδευόταν από την έκθεση του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, η οποία θα περιλάμβανε το εποπτικό ιστορικό και το προφίλ κινδύνου της προσφεύγουσας.

134    Η έκθεση του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014 επιτρέπει στην ΕΚΤ, όπως υποστηρίζει και η ίδια, να αξιολογήσει το αίτημα περί ανάληψης της προληπτικής εποπτείας που υποβάλλεται από την εθνική αρμόδια αρχή και, εφόσον η ΕΚΤ αποδεχθεί το αίτημα αυτό, συμβάλλει στη διασφάλιση της ομαλής μεταβίβασης των αρμοδιοτήτων που αφορούν την εποπτεία αυτή.

135    Ο ρόλος της εν λόγω έκθεσης στο πλαίσιο της συνεργασίας της ΕΚΤ με την εθνική αρμόδια αρχή με σκοπό τη διασφάλιση της ομαλής μεταβίβασης των εποπτικών αρμοδιοτήτων αναφέρεται, επίσης, στο άρθρο 43, παράγραφος 6 του κανονισμού 468/2014.

136    Επομένως, η έκθεση του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, ακόμη και αν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, αποσκοπεί ιδίως στη διασφάλιση της ομαλής μεταβίβασης των πληροφοριών μεταξύ της εθνικής αρμόδιας αρχής και της ΕΚΤ και δεν συνιστά, όπως ορθώς υπογραμμίζει η ΕΚΤ, διαδικαστική εγγύηση για την προστασία των συμφερόντων του οικείου πιστωτικού ιδρύματος ούτε, κατά μείζονα λόγο, ουσιώδη τύπο κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

137    Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει να ασκήσει αυτεπαγγέλτως άμεση προληπτική εποπτεία επί μιας λιγότερο σημαντικής οντότητας, το αίτημα για την υποβολή τέτοιας έκθεσης από την εθνική αρμόδια αρχή είναι απλώς δυνατότητα που παρέχεται στην ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014.

138    Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, από το αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018 προκύπτει ότι η FKTK στο εν λόγω αίτημα ανέφερε στοιχεία που αφορούσαν το εποπτικό ιστορικό της προσφεύγουσας και παρέπεμψε σε άλλα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία είχε ήδη στην κατοχή της η ΕΚΤ, ιδίως πληροφορίες που αντηλλάγησαν εντός της ομάδας διαχείρισης κρίσεων που συνεστήθη τον Σεπτέμβριο του 2017, όπου η ΕΚΤ και η FKTK αντήλλασσαν τακτικά τις απόψεις τους ως προς την κατάστασή της προσφεύγουσας από πλευράς προληπτικής εποπτείας και τα πιθανά μέτρα προληπτικής εποπτείας που έπρεπε να ληφθούν.

139    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν το αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018 δεν συνοδευόταν τυπικώς από την έκθεση του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, εντούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλάμβανε τις πληροφορίες που έπρεπε να συμπεριληφθούν στην έκθεση αυτή ή, τουλάχιστον, ότι παρέπεμπε στις εν λόγω πληροφορίες τις οποίες είχε ήδη στην κατοχή της η ΕΚΤ.

140    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας με την οποία αμφισβητείται η επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας της Λεττονίας στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας κατά την οποία υπήρχε καλή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της FKTK, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν αποδεικνύει ότι η ΕΚΤ δεν είχε στην κατοχή της όλα τα κρίσιμα στοιχεία τα οποία έπρεπε να περιλαμβάνονται στην έκθεση του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, πριν αποφανθεί επί του αιτήματος της FKTK να ασκήσει η ΕΚΤ την άμεση προληπτική εποπτεία επί της προσφεύγουσας.

141    Επομένως, η έλλειψη της προβλεπόμενης στο άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014 έκθεσης δεν θα μπορούσε, εν προκειμένω, να καταστήσει παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση.

142    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η έλλειψη έκθεσης συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια, η πλημμέλεια αυτή μπορεί να συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση αποφάσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η απόφαση αυτή θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας, C‑933/19 P, EU:C:2021:905, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

143    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι, αν είχε συνταχθεί έκθεση όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, η προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο.

144    Κατά συνέπεια, η αιτίαση της προσφεύγουσας που αφορά την έλλειψη της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 468/2014, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

δ)      Επί της αιτιάσεως που αφορά τη μη έκδοση από την ΕΚΤ αποφάσεως επί του αιτήματος της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017

145    Όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε απόφαση επί του αιτήματος της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017, με το οποίο η τελευταία είχε ζητήσει προηγουμένως από την ΕΚΤ να ασκήσει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας, αρκεί η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν αποφάνθηκε επί του προηγούμενου αυτού αιτήματος δεν είναι ικανό να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αφορά διαφορετική διαδικασία κινηθείσα με το αίτημα της FKTK της 21ης Δεκεμβρίου 2018.

146    Επομένως, η εν λόγω αιτίαση, η οποία εξάλλου δεν αφορά ουσιώδη τύπο κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

147    Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι, αφενός, η ΕΚΤ αναφέρει, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι απέρριψε το αίτημα της FKTK της 16ης Νοεμβρίου 2017 κατά τη συνεδρίαση του εποπτικού συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2017, και, αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφος 5, του κανονισμού 468/2014, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τον τίτλο 2 του μέρους IV του εν λόγω κανονισμού στην περίπτωση κατά την οποία αποφασίσει να ασκήσει την άμεση προληπτική εποπτεία όσον αφορά τη λιγότερο σημαντική οντότητα, δηλαδή εκδίδει απόφαση περί χαρακτηρισμού την οποία κοινοποιεί στην οικεία οντότητα, και όχι όταν αποφασίσει να μην ικανοποιήσει το αίτημα της εθνικής αρμόδιας αρχής.

148    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 όσον αφορά τις προϋποθέσεις και τον σκοπό της διάταξης αυτής

149    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 από τρεις απόψεις, που αφορούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής και τον σκοπό του άρθρου αυτού.

150    Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 αποσκοπεί στην αντιμετώπιση προβλημάτων σχετικά με την ποιότητα της εποπτείας, η οποία εν προκειμένω ασκείται από την FKTK, και όχι παραβάσεων της νομοθεσίας από το οικείο ίδρυμα. Η ΕΚΤ ερμήνευσε εσφαλμένως τη μνεία περί «υψηλών εποπτικών κανόνων» που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή ως αναφορά σε «υψηλούς κανόνες συμμόρφωσης». Η εσφαλμένη αυτή ερμηνεία είναι ανάλογη με τον εσφαλμένο επαναχαρακτηρισμό της φύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως που προβάλλεται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Η πρακτική της ΕΚΤ επιβεβαιώνει την ύπαρξη σφάλματος ερμηνείας, δεδομένου ότι, μέχρι σήμερα, το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 χρησιμοποιήθηκε μόνο σε μια περίπτωση, η οποία δεν στηριζόταν σε υποτιθέμενες παραβάσεις από το οικείο πιστωτικό ίδρυμα. Η ΕΚΤ δεν θα αναλάμβανε την προληπτική εποπτεία ακόμη και στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις από το πιστωτικό ίδρυμα ήταν τόσο σημαντικές ώστε να αποφασιστεί η ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

151    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 αναφέρεται ειδικά στη «συνεπή» εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων. Η μοναδική προγενέστερη απόφαση εφαρμογής της διάταξης αυτής καταδεικνύει τον σκοπό αυτό, καθόσον η απόφαση εκείνη αποσκοπούσε στη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής της εποπτείας όσον αφορά όμιλο οντοτήτων υποκείμενων στην προληπτική εποπτεία σε περισσότερα κράτη μέλη. Αυτή η πτυχή της συνεπούς εφαρμογής της εποπτείας δεν εξετάστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση.

152    Τέλος, τρίτον, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναγνωρίζει τον εξαιρετικό χαρακτήρα της απόφασης που εκδίδεται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013. Η ΕΚΤ εσφαλμένως θεώρησε ότι η ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας της προσφεύγουσας ήταν συνήθης απόφαση για την ΕΚΤ.

153    Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι δεν υπέπεσε στα νομικά σφάλματα που της προσάπτει η προσφεύγουσα.

154    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 από τρεις απόψεις, οι οποίες πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά.

155    Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων.

156    Όπως προκύπτει από το άρθρο 67, παράγραφος 2, του κανονισμού 468/2014, διάφοροι παράγοντες μπορούν να δικαιολογήσουν τη λήψη απόφασης βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

157    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην αντιμετώπιση προβλημάτων μη συμμόρφωσης της οικείας οντότητας με τη νομοθεσία περί προληπτικής εποπτείας και όχι προβλημάτων που αφορούν την ποιότητα της προληπτικής εποπτείας που ασκείται από την εθνική αρμόδια αρχή.

158    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η ΕΚΤ δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με το σκεπτικό ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συμμορφωθεί με τη νομοθεσία περί προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει κανένα σημείο του σκεπτικού της απόφασης προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της.

159    Ειδικότερα, η ΕΚΤ στην προσβαλλόμενη απόφαση επισήμανε ότι η FKTK, στο αίτημά της να ασκήσει η ΕΚΤ την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσα, υπογράμμισε ότι, μετά από την κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας, η αντίδραση της προσφεύγουσας σε όλες σχεδόν τις αλληλεπιδράσεις στο πλαίσιο της εποπτείας καταδείκνυε ότι δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να συνεργαστεί επιτυχώς και ότι η FKTK θεωρούσε ότι η ίδια δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει εποπτεία υψηλού επιπέδου όσον αφορά την προσφεύγουσα.

160    Επομένως, η ΕΚΤ έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ακριβώς για λόγους που αφορούσαν το ότι η FKTK δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει εποπτεία υψηλού επιπέδου σχετικά με την προσφεύγουσα, διαπίστωση την οποία η προσφεύγουσα εξάλλου δεν αμφισβητεί.

161    Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε στο νομικό σφάλμα που της προσάπτει η προσφεύγουσα.

162    Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 αναφέρεται ειδικά στη «συνεπή» εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων.

163    Ωστόσο, η προσφεύγουσα και πάλι δεν αναφέρει κανένα σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της. Εξάλλου, από το σημείο 2.1 της απόφασης αυτής προκύπτει σαφώς ότι, κατά την ΕΚΤ, η εκ μέρους της ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας της προσφεύγουσας ήταν αναγκαία προκειμένου να διασφαλισθεί η «συνεπής» εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων, σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

164    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

165    Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναγνωρίζει τον εξαιρετικό χαρακτήρα της απόφασης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο β’, του κανονισμού 1024/2013.

166    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ούτε από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 ούτε και από τις διατάξεις του κανονισμού 468/2014 προκύπτει ότι η απόφαση της ΕΚΤ να ασκήσει η ίδια άμεσα όλες τις σχετικές αρμοδιότητες όσον αφορά ένα ή περισσότερα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχει εξαιρετικό χαρακτήρα.

167    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ ανέφερε, σε επιστολή της 23ης Απριλίου 2018 που απευθυνόταν σε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο την ρώτησε πόσο συχνά έχει ασκηθεί η εξουσία που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, ότι η εν λόγω εξουσία έχει εξαιρετικό χαρακτήρα.

168    Ωστόσο, η μνημονευόμενη στη σκέψη 167 ανωτέρω επιστολή δεν μπορεί να προσθέσει στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 κριτήριο, καθόσον το άρθρο αυτό δεν εξαρτά την άσκηση της σχετικής εξουσίας από την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

169    Κατά τα λοιπά, λαμβανομένης υπόψη της συστάσεως του ICSID, η προσφεύγουσα βρισκόταν προδήλως σε μη συνήθη θέση από την άποψη της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

170    Συνεπώς, παραλείποντας να μνημονεύσει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, η ΕΚΤ δεν παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

171    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρέωσης εξέτασης και εκτίμησης, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλων των στοιχείων της συγκεκριμένης περίπτωσης προκειμένου να διαπιστωθεί αν είναι αναγκαία η έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013

172    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ δεν προέβη σε αμερόληπτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών. Η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε αόριστες αιτιάσεις σχετικά με τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας μετά από την κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας και όχι σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση άρνησης συνεργασίας. Δεν εξέτασε το ζήτημα αν οι αιτιάσεις που προέβαλε η FKTK έναντι της προσφεύγουσας ήταν βάσιμες. Η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή λόγω της μη συνήθους φύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία θα έπρεπε να δικαιολογείται από μη συνήθεις περιστάσεις. Επιπλέον, η ΕΚΤ στηρίχθηκε υπερβολικά στις εκτιμήσεις της FKTK, και δεν εξέφρασε την άποψή της, πράγμα το οποίο είναι παράδοξο όταν επρόκειτο για απόφαση τέτοιας φύσεως. Συγκεκριμένα, μια τέτοια απόφαση προϋποθέτει ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί πλέον να αρκεστεί αποκλειστικά στην εποπτεία που ασκείται από την εθνική αρμόδια αρχή.

173    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

174    Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι, για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε αόριστες αιτιάσεις που διατύπωσε η FKTK σχετικά με τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας μετά από την κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας, αντί να αναφέρει συγκεκριμένη περίπτωση άρνησης συνεργασίας, και ότι δεν εξέφρασε τις δικές της απόψεις όσον αφορά τις εκτιμήσεις της FKTK.

175    Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα παραλείποντας να εξετάσει αν ήταν βάσιμη ή όχι η εκτίμηση της FKTK ότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας δεν καταδείκνυε ότι ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί επιτυχώς.

176    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η απόφαση που εκδίδεται με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων και όχι την αντιμετώπιση παράβασης, από την εποπτευόμενη οντότητα, της νομοθεσίας περί προληπτικής εποπτείας, η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να ασκήσει άμεση προληπτική εποπτεία όσον αφορά ένα λιγότερο σημαντικό ίδρυμα χωρίς να στηριχθεί σε μια τέτοια παράβαση.

177    Εν προκειμένω, μετά από την κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας και τα προσωρινά μέτρα που έλαβε το ICSID, η FKTK θεώρησε ότι η προσφεύγουσα δεν έδειξε ότι ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί επιτυχώς. Επίσης, έκρινε ότι η ίδια δεν είχε καθόλου τη δυνατότητα να ασκήσει εποπτεία υψηλού επιπέδου όσον αφορά την προσφεύγουσα σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης και του ΕΕΜ.

178    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η εκτίμηση της FKTK όσον αφορά την πλήρη αδυναμία της να ασκήσει εποπτεία υψηλού επιπέδου, η οποία τεκμηριώνεται δεόντως με τη σύσταση του ICSID και ουδόλως αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία ή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, μπορούσε αφ’ εαυτής να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα της FKTK να διασφαλίσει τη συμμόρφωση της προσφεύγουσας με υψηλούς εποπτικούς κανόνες και να δικαιολογήσει την ανάγκη για την ανάληψη από την ΕΚΤ της προληπτικής εποπτείας.

179    Επομένως, η ΕΚΤ μπορούσε να αποφασίσει να ασκήσει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας με σκοπό τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων, χωρίς να εξετάσει κατά πόσον είχε αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τη βούληση να συνεργαστεί επιτυχώς όπως ισχυρίζεται η FKTK, ούτε, a fortiori, ήταν υποχρεωμένη να στηριχθεί σε συγκεκριμένη περίπτωση άρνησης συνεργασίας.

180    Επιπλέον, μολονότι η ΕΚΤ όντως έλαβε ιδιαιτέρως υπόψη τις εκτιμήσεις της FKTK όσον αφορά την προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας, εντούτοις δεν θεώρησε ότι δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις αυτές, αλλά προέβη και η ίδια σε εκτίμηση αναγκαιότητας ως προς την άσκηση άμεσης προληπτικής εποπτείας της προσφεύγουσας, όπως προκύπτει ρητώς από τα σημεία 2.1 και 2.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα οποία η ΕΚΤ καταλήγει σαφώς στο συμπέρασμα ότι υφίσταται τέτοια ανάγκη.

181    Ειδικότερα, το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν αιτιολόγησε περαιτέρω την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα αν η FKTK στερήθηκε πλήρως τη δυνατότητα να ασκήσει εποπτεία υψηλού επιπέδου όσον αφορά την προσφεύγουσα, δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν αξιολόγησε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε την εκτίμηση της FKTK επί του σημείου αυτού.

182    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον η ΕΚΤ δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει σύμφωνα με τη διάταξη αυτή

183    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ, στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι εξουσίες που διαθέτει στον τομέα αυτό ασκούνται κατά διακριτική ευχέρεια (επικαλούμενη συναφώς τη χρήση του όρου «δύναται» στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013). Η ΕΚΤ δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως εάν τούτο δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, και, εάν, στην αντίθετη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην αρχή ότι η έκδοσή της αποτελεί αναγκαία συνέπεια του γεγονότος ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

184    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

185    Όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, η ΕΚΤ διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν εκδίδει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, πράξη σχετική με την προληπτική εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 86).

186    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 61).

187    Ωστόσο, όταν η διοίκηση διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη λήψη αποφάσεων, ούτε η υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ ούτε κάποιος άλλος κανόνας την υποχρεώνει να το αναφέρει στην επίμαχη απόφαση.

188    Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η ΕΚΤ θεωρούσε εσφαλμένως ότι δεν διέθετε τέτοιο περιθώριο εκτιμήσεως.

189    Ειδικότερα, το γεγονός και μόνον ότι στο σημείο 2.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώνεται ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την ανάληψη της άμεσης εποπτείας της προσφεύγουσας από την ΕΚΤ δεν σημαίνει ότι η ΕΚΤ εσφαλμένως εκτίμησε ότι τελούσε σε κατάσταση δέσμιας αρμοδιότητας και ότι δεν έκανε χρήση του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό ή ακόμη ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

190    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

191    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι προέβη σε ανάλυση αναλογικότητας εάν η ανάλυση αυτή δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και εάν, στην αντίθετη περίπτωση, η απόφαση αυτή αφήνει να εννοηθεί το αντίθετο, δηλαδή ότι στηρίζεται στην αρχή ότι αρκεί η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

192    Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να αναγνωρίσει ότι απόφαση αυτού του είδους πρέπει να επιφυλάσσεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άμεση εποπτεία από την ΕΚΤ αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση σε συγκεκριμένο κανονιστικό πρόβλημα και μπορεί να επιτύχει συγκεκριμένο σκοπό προληπτικής εποπτείας, όταν καμία άλλη λιγότερο παρεμβατική λύση δεν είναι δυνατή και όταν οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στο οικείο ίδρυμα είναι πρόσφορες λαμβανομένου υπόψη του υποκειμένου προβλήματος και του επιδιωκόμενου σκοπού. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιγράφει συγκεκριμένα το υποκείμενο πρόβλημα. Δεν είναι επίσης σαφές για ποιόν λόγο η άμεση εποπτεία από την ΕΚΤ αποτελεί πρόσφορο μέσο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Επιπλέον, η ΕΚΤ δεν ανέλυσε άλλα πιθανά μέτρα, ιδίως την προσπάθειά εκ μέρους της να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην κανονιστική εποπτεία εξετάζοντας τα προβλήματα διαφθοράς.

193    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η σημασία της αρχής της αναλογικότητας τονίστηκε από την πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου σε επιστολή της 23ης Απριλίου 2018 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, δεδομένου ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση για άσκηση της άμεσης προληπτικής εποπτείας αποσκοπεί κυρίως στην επίλυση προβλημάτων που αφορούν την εποπτεία (και όχι παραβάσεων από το οικείο πιστωτικό ίδρυμα), δεν εξέτασε άλλες μεθόδους οι οποίες επιτρέπουν πιο ενδεδειγμένη εποπτεία από την αρμόδια εθνική αρχή, όπως, για παράδειγμα, την παροχή κατάλληλων συμβουλών. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, υψηλό επίπεδο εποπτείας σε διαρκή βάση πρέπει να διασφαλίζεται καταρχήν μέσω κανονισμών, κατευθυντηρίων γραμμών ή γενικών οδηγιών προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η ΕΚΤ έπρεπε να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων μέσω κατάλληλων γενικών οδηγιών.

194    Η ΕΚΤ αντιτείνει ότι δεν προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας.

195    Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, εξυπακουομένου ότι, εφόσον υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους σκοπούς (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 50, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 206).

196    Κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας ενός μέτρου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που ενδεχομένως αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά τη θέσπισή του (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

197    Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της διασφάλισης της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων.

198    Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιμετώπισε τους προβληματισμούς της FKTK σε σχέση με την εποπτεία, καθόσον διασφάλισε ότι η προσφεύγουσα θα εποπτεύεται πλέον άμεσα από αρχή η οποία είναι σε θέση να ασκήσει το σύνολο των εποπτικών της εξουσιών.

199    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, η τελευταία ήταν, λαμβανομένης υπόψη της σύστασης του ICSID, σε καλύτερη θέση από την FKTK προκειμένου να διασφαλίσει την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας.

200    Εξάλλου, τα προτεινόμενα από την προσφεύγουσα εναλλακτικά μέτρα, δηλαδή, αφενός, η εξέταση από την ΕΚΤ των προβλημάτων διαφθοράς και, αφετέρου, η παροχή από την ΕΚΤ συμβουλών ή το να απευθύνει κανονισμούς, κατευθυντήριες γραμμές ή γενικές οδηγίες προς την FKTK, δεν συνιστούσαν πρόσφορα λιγότερο επαχθή μέτρα λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού.

201    Συγκεκριμένα, ορθώς υποστηρίζει η ΕΚΤ ότι δεν είναι αρμόδια να διερευνά η ίδια πράξεις διαφθοράς και ότι συνεργάζεται επ’ αυτού με τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Ομοίως, η ΕΚΤ δεν είναι αρμόδια να απευθύνει ατομικές κατευθυντήριες γραμμές σε εθνική αρμόδια αρχή (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 61).

202    Εν πάση περιπτώσει, τα προτεινόμενα από την προσφεύγουσα εναλλακτικά μέτρα δεν θα μπορούσαν να δώσουν απάντηση στους προβληματισμούς της FKTK οι οποίοι δικαιολογούσαν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένου ότι η άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας θα παρέμενε στην αρμοδιότητα της FKTK, η τελευταία θα θεωρούσε διαρκώς ότι η ίδια δεν μπορούσε να ασκήσει τις ίδιες εποπτικές εξουσίες με εκείνες που αναγνωρίζονται σε όλες τις άλλες εποπτικές αρχές εντός του ΕΕΜ.

203    Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προκάλεσε στην προσφεύγουσα προβλήματα και, ως εκ τούτου, τα προτεινόμενα από την προσφεύγουσα εναλλακτικά μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν λιγότερο περιοριστικά από το μέτρο που εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

204    Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απλώς τροποποιεί τις αντίστοιχες αρμοδιότητες της ΕΚΤ και της FKTK, δεν τροποποίησε ούτε τους εφαρμοστέους κανόνες προληπτικής εποπτείας ούτε τις εποπτικές εξουσίες που διέθετε η αρμόδια αρχή όσον αφορά την προσφεύγουσα για την εκτέλεση των καθηκόντων εποπτείας που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ από τον ΕΕΜ.

205    Τέλος, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας που αφορά «υποχρεώσεις που επιβάλλονται στο οικείο ίδρυμα» δεν είναι ούτε τεκμηριωμένος ούτε αποδεδειγμένος.

206    Ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμος.

7.      Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση της αρχής nemo auditur propriam turpitudinem allegans

207    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή nemo auditur propriam turpitudinem allegans, δεδομένου ότι ούτε η FKTK ούτε η ΕΚΤ έλαβαν υπόψη τη δική τους ευθύνη για την απώλεια αξιοπιστίας της διαδικασίας εποπτείας, η οποία είναι αποτέλεσμα της άρνησής τους ή της αδυναμίας τους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα διαφθοράς, όπως μαρτυρεί η διαφορά μεταξύ της Δημοκρατίας της Λεττονίας και της ΕΚΤ ενώπιον του Δικαστηρίου.

208    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

209    Σύμφωνα με την αρχή nemo auditur propriam turpitudinem allegans, ουδείς δύναται να επικαλεστεί προς όφελός του δική του παράλειψη ή παρανομία.

210    Για να είναι δυνατή η επίκληση της αρχής nemo auditur propriam turpitudinem allegans, πρέπει να αποδειχθεί παράνομη πράξη ή παράλειψη της ΕΚΤ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά CRU, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 170).

211    Η προσφεύγουσα όμως δεν επισημαίνει ποια συγκεκριμένη πράξη προσάπτει στην ΕΚΤ, αναφερόμενη στην άρνηση ή στην αδυναμία της ΕΚΤ και της FKTK να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα διαφθοράς. Επιπλέον, όσον αφορά τη φύση των επίμαχων πράξεων διαφθοράς, διαπιστώνεται ότι, αφενός, η ποινική έρευνα που οδήγησε στην παραπομπή του Α δεν αφορά την προσφεύγουσα αλλά τρίτη λεττονική τράπεζα και, αφετέρου, όσον αφορά τις πράξεις διαφθοράς που καταγγέλλει ο CR, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι οι λεττονικές αρχές δεν διερεύνησαν δεόντως και απέτυχαν να προσαγάγουν τον Α και τους συνεργάτες του στη δικαιοσύνη.

212    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η ΕΚΤ είχε την υποχρέωση να διεξαγάγει έρευνα όσον αφορά τις πράξεις διαφθοράς που κατήγγειλε ο CR, πράγμα που δεν προκύπτει από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ορθώς η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι δεν είναι αρμόδια να προβεί η ίδια σε έρευνα σχετικά με τέτοιες πράξεις και ότι συνεργάζεται επ’ αυτού με τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

213    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε σφάλμα μη διεξάγοντας έρευνα σχετικά με τις πράξεις διαφθοράς που καταγγέλλει ο CR, δεν αποδείχθηκε ότι το σφάλμα αυτό ήταν ικανό να καταστήσει παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν στηρίζεται στη συστημική αδυναμία της FKTK να ασκήσει τα καθήκοντά της, αλλά στην αδυναμία της να ασκήσει προληπτική εποπτεία υψηλού επιπέδου όσον αφορά την προσφεύγουσα λόγω της συστάσεως του ICSID.

214    Η άσκηση από την ΕΚΤ ένδικου μέσου κατά της απόφασης της 19ης Φεβρουαρίου 2018, με την οποία το KNAB απαγόρευσε προσωρινά στον Α να ασκεί τα καθήκοντά του ως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λετονίας (υπόθεση C‑238/18), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο αποδεικνύει ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε σφάλμα.

215    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει με ποιον τρόπο πρέπει να θεωρηθεί ότι η ΕΚΤ επιχειρεί να επικαλεστεί τη δική της παράνομη συμπεριφορά στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

216    Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε παράβαση της αρχής nemo auditur propriam turpitudinem allegans.

217    Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμος.

8.      Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

218    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η απόφαση αυτή επιφυλάσσει στην προσφεύγουσα διαφορετική μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσεται στα άλλα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα. Μολονότι διατυπώθηκαν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την άσκηση εποπτείας από την FKTK, εντούτοις ο λόγος για τον οποίο η προσφεύγουσα ήταν η μόνη που έτυχε ειδικής μεταχείρισης εκ μέρους της FKTK και της ΕΚΤ δεν είναι σαφής. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα και οι μέτοχοί της αρνήθηκαν να συνεργαστούν λόγω πράξεων διαφθοράς δεν συνιστά θεμιτό λόγο για να επιβληθούν ιδιαίτερες υποχρεώσεις στην προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα επικαλείται περιπτώσεις κατά τις οποίες η ΕΚΤ δεν ανέλαβε την άμεση εποπτεία, ενώ η άδεια λειτουργίας των οικείων τραπεζών έπρεπε να ανακληθεί και η ΕΚΤ είχε απαριθμήσει στην απόφασή της περί ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά άρνησης συνεργασίας.

219    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

220    Η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, C‑264/18, P.M. κ.λπ., EU:C:2019:472, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

221    Η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω διαφορετικής μεταχείρισης προϋποθέτει ότι οι σχετικές καταστάσεις είναι παρόμοιες λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 25).

222    Διαπιστώνεται ότι, μολονότι η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με άλλα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία δεν ελήφθη απόφαση για ανάληψη της άμεσης προληπτικής εποπτείας από την ΕΚΤ, εντούτοις δεν αποδείχθηκε ότι τα ιδρύματα αυτά βρίσκονταν σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της προσφεύγουσας.

223    Συναφώς, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ δεν ανέλαβε την άμεση προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων η άδεια λειτουργίας έπρεπε να ανακληθεί λόγω συγκεκριμένων περιπτώσεων άρνησης συνεργασίας, διαπιστώνεται ότι η κατάσταση των ιδρυμάτων αυτών δεν είναι παρόμοια με εκείνη της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι δεν τους είχε επιβληθεί μέτρο όπως η σύσταση του ICSID.

224    Επιπλέον, εξασφαλίζοντας ότι η προσφεύγουσα εποπτεύεται πλέον άμεσα, όπως όλα τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία στο πλαίσιο του ΕΕΜ, από εποπτική αρχή η οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει όλες τις εποπτικές της εξουσίες, η προσβαλλόμενη απόφαση συμβάλλει στη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

225    Επιπροσθέτως, λαμβανομένων υπόψη όσων επισημάνθηκαν στις σκέψεις 204 και 205 ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ υπόκεινται σε διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τα ιδρύματα τα οποία εποπτεύονται άμεσα από την FKTK ούτε, a fortiori, ότι τους επιβάλλονται ιδιαίτερες υποχρεώσεις.

226    Επομένως, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

9.      Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

227    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

228    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σαφής και δημιουργεί αδικαιολόγητη αβεβαιότητα. Σε απόφαση για ανάληψη άμεσης προληπτικής εποπτείας πρέπει να προσδιορίζεται ως προς τι θα αλλάξουν οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας καθώς και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ΕΚΤ θα είναι η κύρια εποπτική αρχή. Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν περιέχει ένδειξη σχετικά με τα ζητήματα αυτά, διότι δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει. Αφήνει αορίστως να εννοηθεί ότι πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις στην προσφεύγουσα, καθόσον η FKTK θεωρεί ότι η προσφεύγουσα, μετά από την κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας, δεν έδειξε ότι ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί. Από τη γραμματική ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να συναχθεί ότι η άμεση εποπτεία από την ΕΚΤ θα παύσει όταν η ΕΚΤ πειστεί ότι η προσφεύγουσα είναι πρόθυμη να συνεργαστεί. Δεν είναι σαφές τι απαιτείται στην πράξη προς τον σκοπό αυτό, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει ούτε ένα παράδειγμα όπου η προσφεύγουσα αρνήθηκε να συνεργαστεί με την FKTK. Θα μπορούσε να σημαίνει ότι η διαιτητική διαδικασία πρέπει να διακοπεί προκειμένου η προσφεύγουσα να απαλλαγεί από την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ και ότι η προσφεύγουσα πρέπει να απόσχει από την άσκηση οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου, πράγμα το οποίο συνιστά μη θεμιτό σκοπό.

229    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιγράφει το υποκείμενο πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει, είναι αδύνατον να προβλεφθούν ποιες ουσιαστικές αλλαγές θα γίνουν ως προς τις απαιτήσεις εποπτείας λόγω της παρέμβασης της ΕΚΤ. Η πρώτη εμπειρία της προσφεύγουσας με την ΕΚΤ, ιδίως επ’ ευκαιρία της επιτόπιας επιθεώρησης που αποφάσισε η ΕΚΤ, αφήνει να εννοηθεί ότι η ΕΚΤ υιοθετεί μια νέα προσέγγιση και δεν θεωρεί ότι δεσμεύεται από προγενέστερη εκτίμηση της FKTK, όπως αυτή που αφορά την αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού. Τούτο δημιουργεί στην προσφεύγουσα υπέρμετρη νομική αβεβαιότητα την οποία δεν δικαιολογεί κανένας θεμιτός σκοπός προληπτικής εποπτείας.

230    Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στην υποχρέωση σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η οποία στηρίζεται στις προηγούμενες αλληλεπιδράσεις της με την FKTK και την ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, ενώ η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κρίσιμη σημασία στο πλαίσιο της τραπεζικής εποπτείας, καμία πράξη στο πλαίσιο των αλληλεπιδράσεων της προσφεύγουσας με την FKTK ή την ΕΚΤ δεν άφησε να εννοηθεί ότι μπορούσε να ληφθεί απόφαση στηριζόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013. Η προσωρινή συμφωνία που επετεύχθη στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας υποδηλώνει το αντίθετο, όπως και το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν έδωσε ουσιαστική απάντηση στις πολυάριθμες προσπάθειες της προσφεύγουσας να ξεκινήσει εποικοδομητικό διάλογο μαζί της.

231    Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι δεν παραβίασε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

232    Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει, μεταξύ άλλων, οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδίως όταν οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις [βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου), C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

233    Το δικαίωμα επίκλησης της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το οποίο αποτελεί απόρροια της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αναγνωρίζεται σε κάθε ιδιώτη ευρισκόμενο σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες οι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιούνται. Αντιθέτως, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εάν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις [απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου), C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 112].

234    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σαφής.

235    Ειδικότερα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 δεν απαιτείται μνημονεύει ως προς τι θα αλλάξουν οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή ειδικά, από μόνη της, δεν επηρεάζει τους εφαρμοστέους κανόνες προληπτικής εποπτείας. Συναφώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η εμπειρία της με την ΕΚΤ, ιδίως επ’ ευκαιρία της επιτόπιας επιθεώρησης που αποφάσισε η ΕΚΤ, «αφήνει να εννοηθεί» ότι η ΕΚΤ υιοθετεί νέα προσέγγιση, είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι δεν έχει σχέση με τη σαφήνεια της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, ελλείψει στοιχείων ικανών να αποδείξουν το υποστατό της υποτιθέμενης νέας προσέγγισης.

236    Επίσης, απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 δεν απαιτείται να μνημονεύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ΕΚΤ θα αναλάβει την άμεση προληπτική εποπτεία της οικείας οντότητας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 4, του κανονισμού 468/2014, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση με την οποία παύει την άσκηση άμεσης εποπτείας επ’ αυτής, εφόσον κατά τα περιθώρια εύλογης εκτίμησης της ίδιας η άμεση εποπτεία παύει να είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων.

237    Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν έλαβε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις ότι η ΕΚΤ δεν θα αναλάμβανε την άμεση προληπτική εποπτεία της.

238    Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρεται στη σύσταση του ICSID, αλλά δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους τα μέτρα αυτά, τα οποία δεν προέρχονται από την ΕΚΤ, θα μπορούσαν να συνιστούν τέτοιες σαφείς διαβεβαιώσεις.

239    Όσον αφορά την επικοινωνία της προσφεύγουσας με την ΕΚΤ, διαπιστώνεται ότι όχι μόνον η ΕΚΤ δεν δεσμεύθηκε, στο πλαίσιο της επικοινωνίας αυτής, να μην εκδώσει απόφαση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, αλλά η ίδια η προσφεύγουσα ζήτησε, με επιστολή της 5ης Ιουλίου 2018, να παρέμβει η ΕΚΤ στην προληπτική εποπτεία της.

240    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η ΕΚΤ παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

241    Επομένως, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

10.    Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 19 και της αιτιολογικής σκέψης 75 του κανονισμού 1024/2013, καθώς και κατάχρηση εξουσίας

242    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ παρέβη το άρθρο 19 και την αιτιολογική σκέψη 75 του κανονισμού 1024/2013, τα οποία απαιτούν από την ΕΚΤ να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της με πλήρη ανεξαρτησία από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή, απαίτηση την οποία η ΕΚΤ παρέβη εκδίδοντας απόφαση η οποία συνιστά πρωτίστως απάντηση στην κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας. Η κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας αποτελεί νόμιμη άσκηση μέσου ένδικης προστασίας και μάλιστα με τη μορφή εποικοδομητικής επίλυσης των συγκρούσεων και όχι εχθρική ενέργεια. Επιπλέον, ο λόγος για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως φέρεται να είναι η βούληση να υπονομευθεί η αποτελεσματικότητα της διαιτητικής διαδικασίας, και, ειδικότερα, της προσωρινής συμφωνίας που επετεύχθη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Η ύπαρξη προγενέστερου μη γνωστοποιηθέντος αιτήματος της FKTK να αναλάβει η ΕΚΤ την εποπτεία της προσφεύγουσας το επιβεβαιώνει. Δεδομένου ότι η διαιτησία αποτελεί μορφή επίλυσης των συγκρούσεων και, ως εκ τούτου, συνεργασίας, η FKTK, και όχι η προσφεύγουσα, αρνείται να συνεργαστεί.

243    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

244    Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό αυτόν, η ΕΚΤ και οι αρμόδιες εθνικές αρχές εντός του EEM ενεργούν ανεξάρτητα και τα μέλη του τραπεζικού εποπτικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

245    Η αιτιολογική σκέψη 75 του εν λόγω κανονισμού αναφέρει ότι, για την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα εποπτικά καθήκοντα της με πλήρη ανεξαρτησία, ιδίως από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή και από παρεμβάσεις του οικείου κλάδου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιχειρησιακή της ανεξαρτησία.

246    Μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τον επιδιωκόμενο με την παροχή της συγκεκριμένης εξουσίας ή με σκοπό την παράκαμψη μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη ΛΕΕ για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Swedish Match, C‑210/03, EU:C:2004:802, σκέψη 75, και της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑620/18, EU:C:2020:1001, σκέψη 82).

247    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε για σκοπούς διαφορετικούς από τον σκοπό της διασφάλισης της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων όσον αφορά την προσφεύγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013.

248    Ειδικότερα, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση λαμβάνει υπόψη τη σύσταση του ICSID, εντούτοις, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι σκοπός της είναι να εμποδίσει την προσφεύγουσα να κινήσει διαιτητική διαδικασία κατά της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

249    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι η σύσταση του ICSID πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της σύστασης αυτής είναι να περιορίσει την άσκηση από την ΕΚΤ των εξουσιών προληπτικής εποπτείας που διαθέτει όσον αφορά την προσφεύγουσα ή να αποφύγει η προσφεύγουσα την άσκηση επ’ αυτής προληπτικής εποπτείας από αρχή άλλη πλην της FKTK που να διαθέτει το σύνολο των εποπτικών εξουσιών της. Όπως επισημάνθηκε, η ίδια η προσφεύγουσα είχε ζητήσει την παρέμβαση της ΕΚΤ στην προληπτική εποπτεία της με επιστολή της 5ης Ιουλίου 2018.

250    Όσον αφορά το πρώτο αίτημα της FKTK, της 16ης Νοεμβρίου 2017, να αναλάβει η ΕΚΤ την άμεση προληπτική εποπτεία της προσφεύγουσας, αν και η ΕΚΤ δεν αμφισβητεί ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ενημερωθεί όταν το αίτημα απευθύνθηκε στην ΕΚΤ, ωστόσο η περίσταση αυτή, από μόνη της, δεν αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδίωκε σκοπό διαφορετικό από τον σκοπό προληπτικής εποπτείας. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 121 ανωτέρω, ουδεμία διάταξη του κανονισμού 468/2014 προβλέπει ότι μια τέτοια αίτηση κοινοποιείται αυτεπαγγέλτως στην ενδιαφερόμενη οντότητα. Επιπλέον, το αίτημα αυτό περιλαμβάνεται στον φάκελο υπόθεσης και δόθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις επί του εν λόγω αιτήματος.

251    Επομένως, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

252    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

VI.    Επί των δικαστικών εξόδων

253    Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της ΕΚΤ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η PNB Banka AS φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Frendo

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.