Language of document : ECLI:EU:T:2008:518

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

της 19ης Νοεμβρίου 2008(*)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Απόφαση της Επιτροπής που διατάσσει την παύση εναρμονισμένης πρακτικής στον τομέα της συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων του δημιουργού – Αίτηση αναστολής εκτέλεσης – Έλλειψη επείγοντος»

Στην υπόθεση T‑392/08 R,

Ελληνική Εταιρεία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας AE, με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενη από τους Π. Ξανθόπουλο και Θ. Ασπρογέρακα-Γρίβα, δικηγόρους,

αιτούσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους Θ. Χριστοφόρου και F. Castillo de la Torre,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής της εκτέλεσης του άρθρου 3 της απόφασης Ε (2008) 3435 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38.698 – CISAC),

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

που αντικαθιστά τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας και την απόφαση που έλαβε η Ολομέλεια του Πρωτοδικείου κατά τη σύσκεψη της 12ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ C 171, σ. 31),

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η αιτούσα, η Ελληνική Εταιρεία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας AE (ΑΕΠΙ), ελληνική εταιρεία συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων του δημιουργού, ζητεί τη μερική αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης Ε (2008) 3435 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38.698 – CISAC, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2        Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τους όρους διαχείρισης και χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων δημόσιας εκτέλεσης μουσικών έργων. Αποδέκτες της είναι οι 24 εταιρείες συλλογικής διαχείρισης που είναι εγκατεστημένες στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και αποτελούν μέλη της Confédération internationale des sociétés d’auteurs et compositeurs (Διεθνούς Συνομοσπονδίας Εταιρειών Δημιουργών και Συνθετών, στο εξής: CISAC), μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η αιτούσα.

3        Οι εταιρείες συλλογικής διαχείρισης που είναι μέλη της CISAC και είναι εγκατεστημένες στον ΕΟΧ (στο εξής: εταιρείες διαχείρισης) διαχειρίζονται τα δικαιώματα των δημιουργών (συνθετών, στιχουργών και ενορχηστρωτών) μουσικών έργων. Τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν γενικά το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την εκμετάλλευση των προστατευόμενων έργων, και ειδικά το δικαίωμα εκτέλεσης του έργου για το κοινό (δημόσιας εκτέλεσης). Οι εταιρείες διαχείρισης αποκτούν τα δικαιώματα αυτά είτε κατόπιν απευθείας μεταβίβασης από τον αρχικό δικαιούχο είτε κατόπιν μεταβίβασης από άλλη εταιρεία διαχείρισης, η οποία διαχειρίζεται τις ίδιες κατηγορίες δικαιωμάτων σε άλλη χώρα του ΕΟΧ, και χορηγούν εξ ονόματος των μελών τους (δημιουργών και εκδοτών) άδειες εκμετάλλευσης στους εμπορικούς χρήστες, όπως είναι οι ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις και οι οργανωτές θεαμάτων.

4        Κάθε εταιρεία διαχείρισης οφείλει, κατά τη διαχείριση των δικαιωμάτων του δημιουργού, αφενός να διασφαλίζει την καταβολή στον δικαιούχο της αμοιβής που του οφείλεται για την εκμετάλλευση των έργων του, ανεξάρτητα από την επικράτεια εντός της οποίας ο εμπορικός χρήστης προέβη στην εκμετάλλευση αυτή, και αφετέρου να παρακολουθεί ότι τα προστατευόμενα έργα δεν αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης, αν δεν έχει χορηγηθεί σχετική άδεια. Το κόστος της παρακολούθησης αυτής είναι τέτοιο, ώστε οι εταιρείες διαχείρισης έχουν συνάψει μεταξύ τους συμφωνίες αμοιβαίας εκπροσώπησης, με τις οποίες αναθέτουν τη διαχείριση του ρεπερτορίου τους στην εταιρεία που δρα στη συγκεκριμένη επικράτεια, με σκοπό να αποφευχθεί ο πολλαπλασιασμός των μέσων ελέγχου που εφαρμόζονται σε κάθε επικράτεια.

5        Στο πλαίσιο αυτό, η CISAC έχει καταρτίσει ένα μη δεσμευτικό υπόδειγμα σύμβασης, το αρχικό κείμενο του οποίου ανάγεται στο 1936 και το οποίο πρέπει να συμπληρώνεται από τις συμβαλλόμενες εταιρείες διαχείρισης, κυρίως όσον αφορά το εδαφικό πεδίο δραστηριοποίησής τους. Με βάση αυτό το υπόδειγμα σύμβασης, οι εταιρείες διαχείρισης έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο συμφωνιών αμοιβαίας εκπροσώπησης, με τις οποίες παρέχουν η μία στην άλλη το δικαίωμα χορήγησης αδειών. Οι συμφωνίες αυτές καλύπτουν τόσο την άσκηση των δικαιωμάτων για τις παραδοσιακές εφαρμογές, τις λεγόμενες εφαρμογές off-line (συναυλίες, ραδιόφωνο, δισκοθήκες κ.λπ.), όσο και την εκμετάλλευση μέσω του Διαδικτύου (Internet) ή δορυφόρου και την καλωδιακή αναμετάδοση.

6        Δυνάμει αυτού του δικτύου συμφωνιών αμοιβαίας εκπροσώπησης, κάθε εταιρεία διαχείρισης είναι σε θέση να χορηγεί, εντός της επικράτειας δραστηριοποίησής της, άδειες για τη δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων όχι μόνο από το ρεπερτόριο των μελών της, αλλά και από το ρεπερτόριο κάθε άλλης εταιρείας διαχείρισης που ανήκει στο δίκτυο (άδειες «πολλαπλού ρεπερτορίου για μία μόνο επικράτεια»). Χάρη στο δίκτυο αυτό, κάθε εταιρεία διαχείρισης μπορεί επομένως να προσφέρει στους εμπορικούς χρήστες ένα εκτεταμένο χαρτοφυλάκιο μουσικών έργων. Αυτό δίδει στους εν λόγω χρήστες τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλα ρεπερτόρια μέσω της ίδιας εταιρείας διαχείρισης, δηλαδή αυτής που είναι εγκατεστημένη στη χώρα στην οποία πρόκειται να προβούν στην εκμετάλλευση των ρεπερτορίων, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να ζητούν άδεια από κάθε εταιρεία διαχείρισης της οποίας το ρεπερτόριο προτίθενται να χρησιμοποιήσουν («ενιαία εξυπηρέτηση»).

7        Όταν οι δημιουργοί που είναι μέλη των εταιρειών διαχείρισης παραχωρούν στις εταιρείες αυτές το δικαίωμα διαχείρισης των δικαιωμάτων χρήσης σε παγκόσμια κλίμακα, οι εταιρείες αυτές, εφόσον δεν προβαίνουν σε αποκλειστική παραχώρηση του ρεπερτορίου τους στο πλαίσιο των συμφωνιών αμοιβαίας εκπροσώπησης, έχουν το δικαίωμα να διαχειρίζονται οι ίδιες το ρεπερτόριο των μελών τους ακόμη και εκτός της επικράτειας εντός της οποίας δρουν (άδειες «μονού ρεπερτορίου και πολλαπλής επικράτειας»).

8        Από την αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει συναφώς ότι η βρετανική και η γερμανική εταιρεία διαχείρισης, η Performing Right Society (PRS) και η Gesellschaft für musikalische Aufführungs- und mechanische Vervielfältigungsrechte (GEMA), ίδρυσαν κοινή επιχείρηση, η οποία προορίζεται να ενεργεί ως πανευρωπαϊκός φορέας ενιαίας εξυπηρέτησης για τη χορήγηση στους εγκατεστημένους σε οποιαδήποτε χώρα του ΕΟΧ εμπορικούς χρήστες αδειών πολλαπλής επικράτειας για τα λεγόμενα δικαιώματα εφαρμογών on-line και κινητών επικοινωνιών, όσον αφορά το αγγλοαμερικανικό ρεπερτόριο της εταιρείας Electric & Musical Industries (EMI).

9        Το 2000 ο ραδιοτηλεοπτικός όμιλος RTL υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με την άρνηση μιας εταιρείας διαχείρισης που ήταν μέλος της CISAC να του χορηγήσει άδεια κοινοτικής εμβέλειας για τις δραστηριότητες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης μουσικής τις οποίες ασκεί ο εν λόγω όμιλος. Το 2003 η Music Choice Europe, η οποία παρέχει ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές υπηρεσίες μέσω Διαδικτύου, υπέβαλε δεύτερη καταγγελία, η οποία στρεφόταν κατά της CISAC και αφορούσε το υπόδειγμα σύμβασης που είχε καταρτίσει η CISAC. Κατόπιν των καταγγελιών αυτών, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή αμφισβητεί, αφενός, τη νομιμότητα ορισμένων ρητρών των συμφωνιών αμοιβαίας εκπροσώπησης, και συγκεκριμένα της ρήτρας περί αποδοχής των δημιουργών ως μελών των εταιρειών διαχείρισης και της ρήτρας περί αποκλειστικότητας, και, αφετέρου, τη νομιμότητα της εναρμονισμένης πρακτικής των εταιρειών αυτών όσον αφορά την εδαφική οριοθέτηση της εξουσιοδότησης για χορήγηση αδειών, η οποία οδηγεί εξ αποτελέσματος σε εδαφική αποκλειστικότητα. Κατά την Επιτροπή, οι παραπάνω ρήτρες και εναρμονισμένη πρακτική είναι αντίθετες στο άρθρο 81 ΕΚ.

11      Όσον αφορά τη ρήτρα περί αποδοχής μελών, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του υποδείγματος σύμβασης της CISAC προβλέπει ότι οι εταιρείες διαχείρισης δεν μπορούν να δέχονται ως μέλη τους δημιουργούς που είναι ήδη μέλη άλλης εταιρείας διαχείρισης ή έχουν την ιθαγένεια μιας από τις χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται άλλη εταιρεία διαχείρισης, παρά μόνο αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ορισμένες από τις διμερείς συμβάσεις περιλαμβάνουν τέτοια ρήτρα, η οποία περιορίζει τη δυνατότητα του δημιουργού να επιλέγει την εταιρεία διαχείρισης της οποίας θα γίνει μέλος ή να είναι ταυτόχρονα μέλος περισσότερων της μιας εταιρειών διαχείρισης που δραστηριοποιούνται εντός του ΕΟΧ για τη διαχείριση των δικαιωμάτων στις διάφορες επικράτειες.

12      Όσον αφορά τη ρήτρα περί αποκλειστικότητας, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του υποδείγματος σύμβασης της CISAC προβλέπει ότι η μία από τις εταιρείες διαχείρισης παραχωρεί στην άλλη το αποκλειστικό δικαίωμα να χορηγεί τις αναγκαίες άδειες για όλες τις δημόσιες εκτελέσεις έργων στην εθνική επικράτεια εντός της οποίας δραστηριοποιείται η τελευταία. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η ρήτρα αυτή –χάρη στην οποία οι εταιρείες διαχείρισης εξασφαλίζουν αμοιβαία μονοπώλιο στις εθνικές αγορές τους, όσον αφορά τη χορήγηση στους εμπορικούς χρήστες αδειών «πολλαπλού ρεπερτορίου»– περιλαμβάνεται στις διμερείς συμφωνίες που έχουν υπογράψει 17 εταιρείες διαχείρισης.

13      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η CISAC και όλες οι εταιρείες διαχείρισης αναγνώρισαν, κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, ότι οι δύο αυτές ρήτρες ήσαν αντίθετες προς τον ανταγωνισμό.

14      Όσον αφορά την προβαλλόμενη εναρμονισμένη πρακτική για την εδαφική οριοθέτηση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι κάθε εταιρεία διαχείρισης περιορίζει, με τις διμερείς συμφωνίες που συνάπτει, το δικαίωμα χορήγησης αδειών για το ρεπερτόριό της, ώστε να καλύπτεται μόνο η εθνική επικράτεια της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας διαχείρισης. Δεδομένου ότι όλες οι εταιρείες διαχείρισης έχουν συνάψει μεταξύ τους συμφωνίες στη βάση της αμοιβαιότητας, κάθε εταιρεία διαχείρισης διαθέτει ένα συνολικό χαρτοφυλάκιο έργων και χορηγεί άδειες που καλύπτουν τη χρήση του συνολικού αυτού χαρτοφυλακίου μόνο στη χώρα της.

15      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή θεωρεί μη νόμιμη την εναρμονισμένη αυτή πρακτική μόνο όσον αφορά την εκμετάλλευση μέσω Διαδικτύου ή δορυφόρου και την καλωδιακή αναμετάδοση, ενώ η λεγόμενη εκμετάλλευση off-line (συναυλίες, ραδιόφωνο, δισκοθήκες, μπαρ κ.λπ.) δεν αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Επιτροπή φρονεί ότι, λόγω της εναρμονισμένης πρακτικής, ο ανταγωνισμός υφίσταται δύο περιορισμούς: πρώτον, εντός της αγοράς αμοιβαίας παροχής διοικητικών υπηρεσιών μεταξύ των εταιρειών διαχείρισης και, δεύτερον, εντός της αγοράς που καλύπτει τη χορήγηση των αδειών εκμετάλλευσης σε εμπορικούς χρήστες.

16      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η εν λόγω εναρμονισμένη πρακτική συνεπάγεται τη συστηματική εδαφική οριοθέτηση ανά εθνική επικράτεια, πριν από την οποία πραγματοποιούνται επαφές μεταξύ των ενδιαφερόμενων και για την οποία δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογία η ανάγκη γεωγραφικής εγγύτητας μεταξύ της εταιρείας διαχείρισης που χορηγεί την άδεια και του εμπορικού χρήστη. Πράγματι, η επιτόπου παρουσία δεν είναι αναγκαία για την εξακρίβωση του τρόπου χρήσης της άδειας, όταν πρόκειται για εκμετάλλευση της άδειας μέσω Διαδικτύου, δορυφόρου ή καλωδιακής αναμετάδοσης. Η εναρμονισμένη πρακτική δεν είναι αντικειμενικά αναγκαία ούτε για να εξασφαλιστεί ότι οι εταιρείες διαχείρισης θα αναθέτουν αμοιβαία εντολές διαχείρισης.

17      Με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπιστώνει τις περιγραφόμενες ανωτέρω παραβάσεις χωρίς να επιβάλλει κανένα πρόστιμο. Το διατακτικό αυτό έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες [24] επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ] και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ χρησιμοποιώντας, στις συμφωνίες αμοιβαίας εκπροσώπησής τους, τους περιορισμούς μέλους που περιέχονται στο άρθρο 11, παράγραφος ΙΙ, του υποδείγματος σύμβασης της [CISAC] (υπόδειγμα σύμβασης CISΑC), ή με τη de factο εφαρμογή περιορισμών ως προς την αποδοχή μελών:

ΑΕΠΙ

[…]

Άρθρο 3

Οι ακόλουθες [24] επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ] και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ συντονίζοντας τις εδαφικές οριοθετήσεις κατά τρόπο που να περιορίζεται μια άδεια στην εγχώρια επικράτεια κάθε εταιρείας συλλογικής διαχείρισης:

ΑΕΠΙ

[…]

Άρθρο 4

1.      Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 παύουν αμέσως τις παραβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα αυτά, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει, και κοινοποιούν στην Επιτροπή όλα τα μέτρα που έχουν λάβει για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2.      Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, εντός 120 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, παύουν την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο αυτό και, εντός της διορίας αυτής, κοινοποιούν στην Επιτροπή όλα τα μέτρα που έχουν λάβει για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 επανεξετάζουν διμερώς με κάθε άλλη επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 την εδαφική οριοθέτηση των εντολών τους για δορυφορική και καλωδιακή αναμετάδοση και διαδικτυακή χρήση σε κάθε μια από τις συμφωνίες αμοιβαίας εκπροσώπησής τους και παρέχουν στην Επιτροπή αντίγραφα των αναθεωρημένων συμφωνιών.

3. Οι αποδέκτες της παρούσας απόφασης αποφεύγουν την επανάληψη οποιασδήποτε πράξης ή συμπεριφοράς που περιγράφεται στα άρθρα 1, 2 και 3, καθώς και οποιασδήποτε πράξης ή συμπεριφοράς που έχει τον ίδιο ή παρεμφερή στόχο ή αποτέλεσμα.

Άρθρο 5

Η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει την προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στην περίπτωση που κάποια από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 υποβάλει εγκαίρως αιτιολογημένο σχετικό αίτημα.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, η αιτούσα άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

19      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Νοεμβρίου 2008, η αιτούσα υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί κατ’ ουσίαν από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        να αναστείλει την εκτέλεση του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής,

–        να αναστείλει, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, την εκτέλεση του παραπάνω άρθρου της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι να εκδοθεί διάταξη επί της παρούσας αίτησης,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου:

–        να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων,

–        να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

21      Δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 225, παράγραφος 1, ΕΚ, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, εφόσον εκτιμά ότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις, να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης που έχει προσβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

22      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υπόθεσης, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη του προσωρινού μέτρου που ζητείται. Επομένως, η αναστολή εκτέλεσης και τα προσωρινά μέτρα χορηγούνται από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η χορήγησή τους δικαιολογείται, εκ πρώτης όψεως, κατά νόμον και ενόψει των πραγματικών περιστατικών (fumus boni juris) και ότι είναι επείγοντα, ότι δηλαδή, για την αποφυγή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στα συμφέροντα του αιτούντος, πρέπει να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της απόφασης στην κύρια δίκη. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται αν δεν συντρέχει έστω και μία από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30].

23      Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της σφαιρικής εξέτασης, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υπόθεσης, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο ανάλυσης για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της έκδοσης διάταξης προσωρινών μέτρων [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 25].

24      Με βάση τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της υπό κρίση αίτησης, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές αναπτύξεις των διαδίκων.

25      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

26      Επί της προϋπόθεσης αυτής η αιτούσα εκτιμά, κατ’ αρχήν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την υποχρεώνει, οσάκις τούτο της ζητείται, να χορηγεί απ’ ευθείας άδειες εκμετάλλευσης του ρεπερτορίου της σε εμπορικούς χρήστες που εδρεύουν και δραστηριοποιούνται στην αλλοδαπή. Ωστόσο, κατά την αιτούσα, η συμμόρφωση με την υποχρέωση αυτή συνεπάγεται υψηλά έξοδα, λαμβανομένου υπόψη, πρώτον, ότι της χορήγησης άδειας εκμετάλλευσης προηγούνται εκτενείς διαπραγματεύσεις και, δεύτερον, ότι η απ’ ευθείας χορήγηση τέτοιας άδειας σε αλλοδαπό εμπορικό χρήστη προϋποθέτει έλεγχο της νόμιμης εκπροσώπησής του, πράγμα που με τη σειρά του καθιστά αναγκαία τη χρήση υπηρεσιών αλλοδαπών νομικών. Περαιτέρω, η χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης προϋποθέτει, ενόψει της συνεχούς τεχνολογικής εξέλιξης, συναντήσεις με σημαντικό αριθμό υπευθύνων για την ανάπτυξη των παρεχόμενων υπηρεσιών προς το κοινό. Στα πλαίσια αυτά, η χορήγηση αδειών απ’ ευθείας σε εμπορικούς χρήστες που εδρεύουν και δραστηριοποιούνται στην αλλοδαπή καθίσταται ιδιαιτέρως επαχθής από οικονομική άποψη, δεδομένου ότι επιβάλλει τη δημιουργία πολύ σημαντικών υποδομών με σημαντικό κόστος, μη δυνάμενο προς το παρόν να υπολογισθεί επακριβώς. Η αιτούσα προσθέτει ότι σε περίπτωση μη χορήγησης της ζητούμενης αναστολής, η τύχη των συμβάσεων που θα συναφθούν μέχρι την έκδοση της απόφασης με την οποία θα ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αβέβαιη. Εξάλλου, η αιτούσα θεωρεί ότι τελεί σε αντικειμενική δυσκολία είσπραξης των ποσών που θα της οφείλονται από τους εγκατεστημένους στην αλλοδαπή αντισυμβαλλομένους της σε περίπτωση που οι τελευταίοι δεν σεβαστούν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.

27      Η αιτούσα θεωρεί ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης επιτρέπει σε εμπορικούς χρήστες που εδρεύουν στην Ελλάδα να απευθυνθούν σε αλλοδαπές εταιρείες διαχείρισης προκειμένου να εξασφαλίσουν από εκείνες τις δέουσες άδειες εκμετάλλευσης για τον ελλαδικό χώρο. Η απώλεια αυτών των πελατών δεν είναι δυνατόν, κατά την αιτούσα, να ανορθωθεί μετά την ευδοκίμηση της κύριας προσφυγής της. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψιν η ραγδαία αύξηση των χορηγούμενων αδειών για τις επίμαχες μορφές εκμεταλλεύσεως, τότε καθίσταται σαφές ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης αποστερεί την αιτούσα και από μελλοντικές συμβάσεις των οποίων τη σύναψη βασίμως προσδοκά. Περαιτέρω, η τύχη των αδειών που εν τω μεταξύ θα λάβουν οι εμπορικοί χρήστες από άλλες εταιρείες διαχείρισης για τον ελλαδικό χώρο αλλά και από την αιτούσα για χώρες του εξωτερικού θα καταστεί αβέβαιη μετά την ευδοκίμηση της κύριας προσφυγής, πράγμα που καταδεικνύει την πρόκληση ζημίας μη δυνάμενης να υπολογισθεί επακριβώς και μη δυνάμενης να ανορθωθεί.

28      Επίσης, η αιτούσα προβάλλει ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και οι συνακόλουθες αυξήσεις των εξόδων και μειώσεις των εσόδων της θα έχουν ως άμεση συνέπεια την πρόκληση ανεπανόρθωτης οικονομικής ζημίας στους πνευματικούς δημιουργούς των οποίων τα δικαιώματα διαχειρίζεται και οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις δεν διαθέτουν άλλα μέσα βιοπορισμού.

29      Η αιτούσα προσθέτει ότι, δεδομένου πως με την προσβαλλόμενη απόφαση ανατρέπεται ένα ιδιαιτέρως αποδοτικό και μακρόβιο σύστημα διαχείρισης, η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων των εμπλεκομένων προσώπων αλλά και των χαρακτηριστικών των οικείων αγορών προκειμένου να εκτιμήσει ορθά τις συνέπειες της απόφασής της. Επίσης, κατά την αιτούσα, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την κρίση της ειδικώς υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.

30      Τέλος, η αιτούσα υπογραμμίζει ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες ζημίες είναι, ως εκ της φύσης τους, αδύνατο να ανορθωθούν μετά την ευδοκίμηση της κύριας προσφυγής, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπίδεκτη εκούσιας συμμορφώσεως, δεδομένου ότι είναι αντιφατική και δεν αναφέρει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να δράσουν οι εταιρείες διαχείρισης ώστε να τη σεβαστούν. Υπό τις περιστάσεις αυτές στοιχειοθετείται και σοβαρός κίνδυνος επιβολής σημαντικών προστίμων στο μέλλον από πλευράς της Επιτροπής.

31      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αιτούσα εκτιμά ότι ο κίνδυνος προκλήσεως ανεπανόρθωτης βλάβης είναι κάθε άλλο παρά θεωρητικός, ενώ παράλληλα δεν υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος δημοσίου συμφέροντος που να επιτάσσει την άμεση εκτέλεση της προβαλλόμενης απόφασης.

32      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, ενώ παράλληλα αντικρούει τους ισχυρισμούς της αιτούσας σε ό,τι αφορά τη στοιχειοθέτηση του επείγοντος.

 Εκτίμηση του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων

33      Κατά πάγια νομολογία, το επείγον της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη έκδοσης προσωρινής απόφασης προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο. Στον διάδικο αυτόν εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί τέτοια ζημία (βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2001, T-151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3295, σκέψη 187 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Επιπλέον, η ζημία στην οποία αναφέρεται ο αιτών πρέπει να είναι βέβαιη ή, τουλάχιστον, να πιθανολογείται επαρκώς, ο δε αιτών υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνουν την προοπτική επέλευσης της ζημίας αυτής. Η τελείως υποθετική ζημία, η οποία στηρίζεται στην επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη των προσωρινών μέτρων [βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C‑335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑8705, σκέψη 67, και τις διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2001, T‑241/00 R, Le Canne κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑37, σκέψη 37, και της 19ης Δεκεμβρίου 2001, T‑195/01 R και T‑207/01 R, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3915, σκέψη 101].

35      Εν προκειμένω, πρέπει να υπενθυμιστεί εκ προοιμίου ότι η αιτούσα ζητά την αναστολή εκτέλεσης του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, δυνάμει του οποίου διαπιστώνεται ότι η περιγραφόμενη στις σκέψεις 14 ως 16 ανωτέρω εναρμονισμένη πρακτική αντιβαίνει στο άρθρο 81 ΕΚ και στο άρθρο 53 της Σύμβασης ΕΟΧ. Επ’ αυτού σημειώνεται προκαταρκτικώς ότι, εφόσον το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης περιορίζεται στη διαπίστωση της εν λόγω εναρμονισμένης πρακτικής, η ζητούμενη αναστολή εκτέλεσης πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορώσα κατ’ ουσίαν το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, της προσβαλλόμενης απόφασης, στο μέτρο που με τη διάταξη αυτή η Επιτροπή επιβάλλει στην αιτούσα να προβεί, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, σε ενέργειες που αποσκοπούν στην παύση της παράβασης που διαπιστώθηκε δυνάμει του άρθρου 3 και να απόσχει από πράξεις αντίθετου περιεχομένου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η θέση της Επιτροπής κατά την οποία η μη αναφορά του άρθρου 4 της προσβαλλόμενης απόφασης μεταξύ των διατάξεων των οποίων η αιτούσα ζητά την αναστολή συνεπάγεται το απαράδεκτο της υπό κρίση αίτησης δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

36      Όπως αναλύθηκε στις σκέψεις 14 ως 16 ανωτέρω, η επίμαχη εναρμονισμένη πρακτική συνίσταται, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, στο ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 3 εταιρείες διαχείρισης συμφωνούν συστηματικά τον περιορισμό του δικαιώματος χορήγησης αδειών για το ρεπερτόριο της εκάστοτε δικαιοπαρόχου εταιρείας στην εθνική επικράτεια της αντισυμβαλλομένης της. Η πρακτική αυτή, δεδομένου ότι ακολουθείται επί τη βάσει της αμοιβαιότητας από τις 24 αναφερόμενες στο άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης εταιρείες διαχείρισης, έχει ως αποτέλεσμα κάθε εταιρεία να διαθέτει κατ’ αποκλειστικότητα, εντός της εθνικής της επικράτειας, το ρεπερτόριο των άλλων εταιρειών διαχείρισης.

37      Προς απάλειψη του φαινομένου αυτού, η Επιτροπή καλεί, με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της προσβαλλόμενης απόφασης τις εν λόγω εταιρείες διαχείρισης να επανεξετάσουν διμερώς τις μεταξύ τους συμβάσεις, σε ό,τι αφορά την εκπροσώπηση κατά τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στα πλαίσια δορυφορικής και καλωδιακής αναμετάδοσης καθώς και διαδικτυακής χρήσης, απέχοντας από οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά που έχει ως στόχο ή ως αποτέλεσμα τη συστηματική κατ’ αποκλειστικότητα εδαφική οριοθέτηση ανά εθνική επικράτεια.

38      Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, δια των επίμαχων διατάξεων, η Επιτροπή ουδόλως απαγόρευσε στην αιτούσα να συνάπτει συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησης με άλλες εταιρείες διαχείρισης προκειμένου να μειώσει αποτελεσματικά το κόστος διαχείρισης του ρεπερτορίου της σε γεωγραφικές αγορές του ΕΟΧ εκτός Ελλάδος ή να συμφωνεί ότι η εκάστοτε εκπροσώπηση αφορά συγκεκριμένη εδαφική περιοχή (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 95, 201 και 215 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τουναντίον, η αιτούσα διατηρεί το δικαίωμα να συνάπτει τέτοιες συμφωνίες δυνάμενη μάλιστα, υπό το νέο καθεστώς που επιβάλλει η προσβαλλόμενη απόφαση, να αποταθεί σε πλείονες της μιας αλλοδαπές εταιρείες διαχείρισης προκειμένου να προσφέρει το ρεπερτόριό της για συγκεκριμένη εδαφική περιοχή και να επιλέξει το πρόσωπο του/των αντισυμβαλλομένου/ων της επί τη βάσει των προσφορών που θα αξιολογήσει ως πιο συμφέρουσες για την ίδια και τα μέλη της. Παράλληλα, υπό το νέο αυτό καθεστώς, η αιτούσα μπορεί πλέον να αναθέτει τη διαχείριση του ρεπερτορίου της σε μια αλλοδαπή εταιρεία διαχείρισης για περισσότερες της μιας επικράτειες, εφόσον το θεωρεί συμφέρον. Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι η δια της προσβαλλόμενης απόφασης απαγορευόμενη εναρμονισμένη πρακτική στερούσε από την αιτούσα τις επιλογές αυτές, οδηγώντας την να αποτείνεται αποκλειστικά και μόνο σε μια εταιρεία διαχείρισης για κάθε εθνική επικράτεια.

39       Από κανένα σημείο του σκεπτικού ή του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης δεν υποχρεώνεται η αιτούσα να προβαίνει πλέον στη διαχείριση του ρεπερτορίου της στο εξωτερικό δι’ ιδίων μέσων, ήτοι χωρίς να καταφεύγει σε συμβάσεις εκπροσώπησης με άλλες εταιρείες διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία σχετικά με την αύξηση των εξόδων της αιτούσας λόγω του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την υποχρεώνει δήθεν να διαχειρίζεται πλέον η ίδια το ρεπερτόριό της στις αγορές του εξωτερικού χορηγώντας απ’ ευθείας άδειες σε αλλοδαπούς εμπορικούς χρήστες (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω) πρέπει να απορριφθεί. Συνακόλουθα, απορριπτέα τυγχάνει και η επιχειρηματολογία που σχετίζεται με την τύχη των συμβάσεων που θα έχουν συναφθεί απ’ ευθείας με τους εν λόγω χρήστες προς εκτέλεση της υποχρεώσεώς της αυτής, δεδομένου ότι τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται κατά τα ανωτέρω.

40      Σε ό,τι αφορά την επιχειρηματολογία περί δυνητικής απώλειας πελατών (εμπορικών χρηστών) εγκατεστημένων στην Ελλάδα, οι οποίοι θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να απευθύνονται σε εταιρείες διαχείρισης του εξωτερικού προκειμένου να λάβουν απ’ ευθείας από εκείνες άδεια εκμετάλλευσης των ρεπερτορίων τους για τον ελλαδικό χώρο (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), πράγμα το οποίο δε θα μπορούσε να συμβεί υπό το προηγούμενο καθεστώς εδαφικού επιμερισμού, επισημαίνεται, καταρχήν, η αντιφατικότητα της επιχειρηματολογίας της αιτούσας. Πράγματι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω, η αιτούσα θεωρεί ότι η απ’ ευθείας αδειοδότηση εμπορικού χρήστη εγκατεστημένου στην αλλοδαπή προς εκμετάλλευση ρεπερτορίου εκτός της εθνικής επικράτειας της εταιρείας διαχείρισης που χορηγεί την άδεια εκμετάλλευσης αποτελεί για την εταιρεία αυτή εξαιρετικά δαπανηρή ενέργεια. Συνεπώς, αν η εκτίμηση αυτή της αιτούσας είναι ορθή, η συστηματική «φυγή» εμπορικών χρηστών πελατών της αιτούσας προς εταιρείες διαχείρισης του εξωτερικού με σκοπό την απ’ ευθείας από εκείνες λήψη αδειών εκμετάλλευσης του ρεπερτορίου τους για την Ελλάδα αποτελεί ενδεχόμενο θεωρητικό, δεδομένου ότι η χορήγηση τέτοιων αδειών δεν φαίνεται να είναι για τις εταιρείες αυτές συμφέρουσα ενέργεια από εμπορική άποψη ενόψει των υψηλών δαπανών που συνεπάγεται. Εν πάση περιπτώσει η αιτούσα δεν παρουσίασε λόγους για τους οποίους εμποδίζεται να συμφωνήσει με τις ομολόγους της εταιρείες διαχείρισης την αμοιβαία ανάκτηση των πελατών αυτών σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

41      Επί του ίδιου θέματος πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αιτούσα αναφέρθηκε μεν στο γεγονός ότι οι επίμαχες μορφές εκμετάλλευσης (δορυφορική, καλωδιακή και διαδικτυακή) γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη, δεν έδωσε όμως οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το ποσοστό του κύκλου εργασιών της που αντιπροσωπεύουν αυτές οι μορφές εκμετάλλευσης, ώστε να δύναται ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να εκτιμήσει τις συνέπειες εκ της, υποτιθέσθω, συστηματικής απώλειας πελατών προς άλλες εταιρείες διαχείρισης δραστηριοποιούμενες εντός του ΕΟΧ. Από τα στοιχεία που η ίδια η αιτούσα κατέθεσε στην Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2006 και τα οποία η τελευταία προσκόμισε με τις έγγραφες παρατηρήσεις της, προκύπτει ότι τα έσοδα της αιτούσας από τη χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης μέσω Διαδικτύου ανήλθαν στο [...] (1) % περίπου των συνολικών εσόδων της για την περίοδο 2001 ως 2005, ενώ για την ίδια περίοδο τα έσοδά της από τις άλλες δύο επίμαχες μορφές εκμετάλλευσης ήταν μηδενικά. Ακόμη λοιπόν κι αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της αιτούσας περί σημαντικής ανάπτυξης των τριών επίμαχων μορφών εκμετάλλευσης κατά [εμπιστευτικό] % ως [εμπιστευτικό] % ετησίως σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, ο ισχυρισμός περί ανεπανόρθωτης ζημίας δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

42      Από τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 39 ως 41 ανωτέρω, προκύπτει ότι τυγχάνει εξίσου απορριπτέα και η επιχειρηματολογία που σχετίζεται με την υποτιθέμενη οικονομική ζημία που θα υποστούν οι πνευματικοί δημιουργοί (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), δεδομένου ότι και αυτή η ζημία βασίζεται στην κατά τα ανωτέρω αβασίμως προβαλλόμενη αναπόφευκτη σημαντική αύξηση των εξόδων και ταυτόχρονη δραστική μείωση των εσόδων της αιτούσας.

43      Αναφορικά με την επιχειρηματολογία της αιτούσας περί υποχρέωσης στάθμισης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και συμφερόντων και αιτιολόγησης υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτιάσεις αυτές αφορούν στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και, συνεπώς, είναι αλυσιτελείς στο πλαίσιο εξετάσεως του επείγοντος της υποθέσεως. Σε κάθε περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνει η Επιτροπή, αν, κατά τα προβαλλόμενα από την αιτούσα, η συμπεριφορά της δεν είναι αποτέλεσμα της εναρμονισμένης πρακτικής που η προσβαλλόμενη απόφαση απαγορεύει, τότε η συμμόρφωσή της με την απόφαση αυτή δεν επιφέρει ανατροπές σαν κι αυτές που επικαλείται η αιτούσα.

44      Εξίσου αλυσιτελής είναι και ο ισχυρισμός περί αδυναμίας ανόρθωσης των προβαλλόμενων ζημιών (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω), δεδομένου ότι, όπως ήδη αναλύθηκε, η αιτούσα δεν στοιχειοθέτησε τις εν λόγω ζημίες.

45      Τέλος, ο ισχυρισμός περί αδυναμίας εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω), η οποία δικαιολογεί, κατά την αιτούσα, τη χορήγηση της ζητούμενης αναστολής, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Συναφώς επισημαίνεται ότι δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αναφερόμενες στο άρθρο 3 αυτής εταιρείες διαχείρισης καλούνται όπως επανεξετάσουν σε διμερή βάση τις συμβάσεις τους με τις ομολόγους τους κατά τρόπο όμως που να μη συνεπάγεται διενέργεια διαπραγματεύσεων επί τη βάσει της από το τελευταίο αυτό άρθρο απαγορευόμενης εναρμονισμένης πρακτικής. Η υποχρέωση αυτή καθίσταται σαφέστερη αν αναγνωσθεί, επί παραδείγματι, υπό το φως της αιτιολογικής σκέψης 209 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία πρέπει πλέον να μην αποκλείεται, κατά τις διμερείς διαπραγματεύσεις, το ενδεχόμενο μια εταιρεία διαχείρισης να χορηγεί το ρεπερτόριό της σε δύο (αντί μιας) ομολόγους της προς εκμετάλλευση σε συγκεκριμένη επικράτεια. Επίσης, πρέπει να μην αποκλείεται το ενδεχόμενο, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω, μια εταιρεία διαχείρισης να αναθέτει τη διαχείριση του ρεπερτορίου της σε αλλοδαπή ομόλογό της για περισσότερες της μιας επικράτειες. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κίνδυνος επιβολής προστίμων στο μέλλον λόγω παραβίασης της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελεί παράμετρο ελεγχόμενη σε σημαντικό βαθμό από την αιτούσα, στην οποία εναπόκειται να διαμορφώσει τη συμπεριφορά της κατά τους υποδεικνυόμενους από την προσβαλλόμενη απόφαση τρόπους, δυνάμενη να απευθυνθεί ανά πάσα στιγμή στην Επιτροπή προκειμένου να ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις συναφώς.

46      Δεδομένου ότι και ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός βάσει του οποίου η αιτούσα επιχειρεί να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη επείγοντος τυγχάνει απορριπτέος, πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως και ιδίως η σχετική με το fumus boni juris.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 19 Νοεμβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Δικαστής

E. Coulon

 

      Σ. Παπασάββας


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1 – Αποκρυπτόμενα εμπιστευτικά στοιχεία