Language of document : ECLI:EU:T:2011:366

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2011 (*)

«ΕΤΠΑ – Μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής – Επιχειρησιακό πρόγραμμα στο πλαίσιο του στόχου 1 (1994-1999), “Προσβάσεις και οδικοί άξονες” στην Ελλάδα – Ανάθεση εκ μέρους της Επιτροπής βοηθητικών καθηκόντων σε τρίτους – Επαγγελματικό απόρρητο – Συντελεστής δημοσιονομικής διορθώσεως – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος»

Στην υπόθεση T-81/09,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τη Μ. Τασσοπούλου, επικουρούμενη από τους Χ. Μεϊδάνη και Ε. Λαμπαδάριο, δικηγόρους, στη συνέχεια, από τους Π. Μυλωνόπουλο και Κ. Μπόσκοβιτς, επικουρούμενους από τον Γ. Μιχαηλόπουλο, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την A. Steiblytė και τον Δ. Τριανταφύλλου,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως Ε(2008) 8573 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2008, για τη μείωση κατά ποσό 30 104 470,47 ευρώ της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), η οποία χορηγήθηκε στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος «Προσβάσεις και οδικοί άξονες», με την απόφαση της Επιτροπής Ε(94) 3579, της 16ης Δεκεμβρίου 1994, για την έγκριση χρηματοδοτικής συνδρομής από το ΕΤΠΑ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Moavero Milanesi, πρόεδρο, N. Wahl (εισηγητή) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Ιανουαρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Από το 1989 έως το 1999, οι κανόνες για την υλοποίηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 158 ΕΚ οικονομικής και κοινωνικής συνοχής ορίζονταν στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2052/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 185, σ. 9). Ο κανονισμός αυτός αποτελούσε το κύριο νομοθέτημα το οποίο διείπε τα διαρθρωτικά ταμεία, ιδίως δε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ). Ο κανονισμός 2052/88 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2081/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 5).

2        Στις 19 Δεκεμβρίου 1988, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4253/88 για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους, καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1). Ο κανονισμός 4253/88 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2082/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 20).

3        Το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88, τιτλοφορούμενο «Μείωση, αναστολή και ακύρωση της συνδρομής», όριζε τα εξής:

«1.      Αν η υλοποίηση δράσης ή μέτρου δεν φαίνεται να δικαιολογεί ούτε τμήμα ούτε το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει χορηγηθεί, η Επιτροπή προβαίνει σε κατάλληλη εξέταση της περίπτωσης στα πλαίσια της εταιρικής σχέσης, ζητώντας ιδίως από το κράτος μέλος ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές που αυτό ορίζει για την υλοποίηση της δράσης να της υποβάλουν παρατηρήσεις εντός τακτής προθεσμίας.

2.      Μετά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει ή αναστείλει τη συνδρομή για την εν λόγω δράση ή σχετικό μέτρο αν από την εξέταση επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει παρατυπία ή σημαντική αλλαγή της φύσης ή των συνθηκών υλοποίησης της δράσης ή του μέτρου, για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής.

3.      Κάθε ποσό το οποίο αποτελεί αντικείμενο απαίτησης ως αχρεωστήτως καταβληθέν πρέπει να επιστρέφεται στην Επιτροπή […]».

4        Εξάλλου, τα άρθρα 8 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) 2064/97 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 1997, για τον καθορισμό των λεπτομερών διατάξεων του κανονισμού 4253/88 όσον αφορά το δημοσιονομικό έλεγχο των δράσεων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ο οποίος διενεργείται από τα κράτη μέλη (ΕΕ L 290, σ. 1), όριζαν τα εξής:

«Άρθρο 8

1.      Το αργότερο κατά τη στιγμή της αίτησης για την τελική πληρωμή και την τελική δήλωση των δαπανών για κάθε μορφή παρέμβασης, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή δήλωση, της οποίας ενδεικτικό υπόδειγμα παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ, και η οποία συντάσσεται από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο λειτουργικά ανεξάρτητο από την υπηρεσία υλοποίησης. Η δήλωση αυτή αναφέρει συνοπτικά τα πορίσματα των ελέγχων που διεξήχθησαν κατά τα προηγούμενα έτη και παρέχει ένα γενικό συμπέρασμα σχετικά με την εγκυρότητα της αίτησης για την τελική πληρωμή και σχετικά με τη νομιμότητα και κανονικότητα των δράσεων που περιλαμβάνονται στην τελική δήλωση δαπανών.

2.      Εάν η ύπαρξη σημαντικών ελλείψεων ως προς τη διαχείριση ή τον έλεγχο ή εάν η μεγάλη συχνότητα των διαπιστωθεισών παρατυπιών δεν επιτρέπουν την παροχή συνολικής βεβαίωσης σχετικά με την εγκυρότητα της αίτησης για τελική πληρωμή και την τελική δήλωση δαπανών, η δήλωση αναφέρεται στις εν λόγω περιπτώσεις και περιλαμβάνει εκτιμήσεις σχετικά με την έκταση του προβλήματος και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του.

Στην εν λόγω περίπτωση η Επιτροπή δύνανται να απαιτήσει τη διεξαγωγή περαιτέρω ελέγχου με σκοπό τον εντοπισμό και την διόρθωση των παρατυπιών εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

[…]

Άρθρο 12

1.      Τα υπεύθυνα για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα δράσεων πρόσωπα ή οργανισμοί φροντίζουν ώστε να παρέχονται στους αρμόδιους για τον έλεγχο υπαλλήλους ή στα εξουσιοδοτημένα προς το σκοπό αυτό άτομα όλα τα έγγραφα και λογιστικά βιβλία που απαιτούνται για τη διεξαγωγή των ελέγχων.

2.      Οι αρμόδιοι για τον έλεγχο υπάλληλοι ή τα εξουσιοδοτημένα προς το σκοπό αυτό άτομα δύνανται να απαιτήσουν να τους παρασχεθούν αποσπάσματα ή αντίγραφα των εγγράφων ή των λογιστικών βιβλίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.»

5        Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία (ΕΕ L 161, σ. 1), και περί καταργήσεως των κανονισμών 2052/88 και 4253/88 από 1ης Ιανουαρίου 2000, όριζε, όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις, τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη συνέχιση ούτε την τροποποίηση, συμπεριλαμβανομένης της ολικής ή μερικής κατάργησης, παρέμβασης που έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή βάσει των κανονισμών [2052/88 και 4253/88] ή κάθε άλλης νομοθεσίας που ρυθμίζει την παρέμβαση αυτή κατά την 31η Δεκεμβρίου 1999.»

 Ιστορικό της διαφοράς

6        Με την απόφαση Ε(94) 3579, της 16ης Δεκεμβρίου 1994, τροποποιηθείσα με την απόφαση Ε(2000) 2040, της 8ης Αυγούστου 2000, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενέκρινε, κατ’ εφαρμογήν των κανονισμών 2052/88 και 4253/88, χρηματοδοτική συνδρομή ύψους 1 572 887 000 ECU για το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Προσβάσεις και οδικοί άξονες» στην Ελλάδα, για το διάστημα από το 1994 έως το 1999 (στο εξής: Πρόγραμμα). Η συνεισφορά της Κοινότητας καθορίστηκε σε 66,4 % της συνολικής επιλέξιμης δημόσιας δαπάνης του Προγράμματος.

7        Με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 2002, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε την αίτηση πληρωμής του υπολοίπου, ήτοι ποσού 141 689 619,10 ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού 2064/97, η δήλωση της ανεξάρτητης εθνικής υπηρεσίας που είναι επιφορτισμένη με τον δημοσιονομικό έλεγχο της υλοποιήσεως του Προγράμματος είχε επισυναφθεί στην εν λόγω αίτηση πληρωμής (στο εξής: δήλωση του 2002). Κατά τη δήλωση του 2002, το γενικό ποσοστό σφάλματος ανήλθε σε 5,2 % για τις δαπάνες του Προγράμματος. Εξάλλου, στην εν λόγω δήλωση επισημάνθηκε επίσης σοβαρή συστημική αδυναμία στη διαχείριση του έργου «Βόρειος οδικός άξονας της Κρήτης». Τον Αύγουστο του 2003, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή τροποποιημένη δήλωση κατ’ άρθρο 8 του κανονισμού 2064/97 (στο εξής: δήλωση του 2003).

8        Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2004, η Επιτροπή πραγματοποίησε αποστολή ελέγχου, προκειμένου να εξακριβώσει την αξιοπιστία της δηλώσεως του 2002.

9        Μεταξύ του Μαΐου του 2004 και του Σεπτεμβρίου του 2008, η Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία αντάλλαξαν πολυάριθμα έγγραφα αφορώντα ενδεχόμενες παρατυπίες κατά την εφαρμογή του Προγράμματος και τις συνέπειές τους για το τελικό ποσό της συνδρομής του ΕΤΠΑ. Κατά το διάστημα αυτό, η Επιτροπή διαβίβασε μεταξύ άλλων στην Ελληνική Δημοκρατία την έκθεση ελέγχου την οποία είχε καταρτίσει ως προς την αξιοπιστία της δηλώσεως του 2002 (στο εξής: έκθεση ελέγχου) και οργάνωσε ακρόαση με την Ελληνική Δημοκρατία.

10      Με την απόφαση Ε(2008) 8573, της 15ης Δεκεμβρίου 2008 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), η Επιτροπή μείωσε, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88, κατά 30 104 470,47 ευρώ τη συνεισφορά του ΕΤΠΑ στο Πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή κατέβαλε στην Ελληνική Δημοκρατία συνολικό ποσό 89 997 573,72 ευρώ και δεσμεύθηκε να καταβάλει το επιπλέον ποσό των 21 587 575,28 ευρώ.

11      Κατ’ ουσίαν, η μείωση πραγματοποιήθηκε με την αιτιολογία ότι οι όροι της αναθέσεως τροποποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι πλείονα έργα παρέμειναν ανολοκλήρωτα και ότι τα περατωθέντα έργα δεν ήταν σύμφωνα με τις συμβάσεις που τα προέβλεπαν.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 24 Φεβρουαρίου 2009, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

13      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατ’ άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν στις έγγραφες ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Η Ελληνική Δημοκρατία και η Επιτροπή απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

14      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Ιανουαρίου 2011.

15      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προσκόμισε έναν πίνακα με αριθμητικά στοιχεία προς στήριξη της εκ μέρους της αντικρούσεως του ενάτου λόγου ακυρώσεως. Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβήτησε το ακριβές των στοιχείων αυτών, χωρίς ωστόσο να αντιταχθεί στην κατάθεση του εν λόγω πίνακα στη δικογραφία. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να προσκομίσει έγγραφα αριθμητικά στοιχεία αφορώντα τη θέση της στο πλαίσιο του ενάτου λόγου ακυρώσεως. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε επίσης την Επιτροπή να προσκομίσει έγγραφη απόδειξη περί του ότι είχε επιδώσει στην Ελληνική Δημοκρατία τις εσωτερικές της οδηγίες, της 15ης Οκτωβρίου 1997, αφορώσες τις καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88 (στο εξής: εσωτερικές οδηγίες του 1997).

16      Οι διάδικοι κατέθεσαν τα ζητηθέντα έγγραφα εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Τόσο τα έγγραφα που προσκομίστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όσο και τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου κατατέθηκαν στη δικογραφία.

17      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δέκα λόγους ακυρώσεως, με την πλειονότητα των οποίων υποστηρίζει ότι οι διορθώσεις τις οποίες επέβαλε η Επιτροπή ως προς τα ποσά της συνεισφοράς στο πλαίσιο του ΕΤΠΑ στερούνται νομίμου βάσεως. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι οι υπηρεσίες της έχουν ήδη λάβει υπόψη, κατά των καθορισμό των δαπανών που δηλώθηκαν, τις πλημμέλειες τις οποίες παρατήρησε η Επιτροπή. Επικαλείται επίσης διαδικαστικές πλημμέλειες, όπως έλλειψη αιτιολογίας, άσκηση δημόσιας εξουσίας από φορείς ιδιωτικού δικαίου και παράβαση της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

20      Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου, δεδομένου ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο του ελέγχου που κατέληξε στην επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων με την προσβαλλομένη απόφαση, χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες της εταιρίας λογιστικού ελέγχου M. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα να δώσει εντολή στους υπαλλήλους ιδιωτικής εταιρίας να πραγματοποιήσουν τους ελέγχους που προβλέπει ο κανονισμός 4253/88.

21      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι άτομα τα οποία δεν ανήκουν στο προσωπικό της Επιτροπής μετέσχαν στον έλεγχο συνιστά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 καθώς και της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχει η Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού 2064/97. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η αρχή της εμπιστευτικότητας παραβιάστηκε όταν η Επιτροπή διαβίβασε τις συλλεγείσες στο πλαίσιο των ελέγχων πληροφορίες στην εταιρία M.

22      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει ότι στην έκθεση ελέγχου δεν γίνεται μνεία των ονομάτων και δεν έχουν τεθεί οι υπογραφές των υπαλλήλων της εταιρίας M. που μετέσχαν στον έλεγχο. Τούτο συνιστά παραβίαση της αρχής της διαφανείας, από την οποία απορρέει ότι οι μετέχοντες σε έναν έλεγχο πρέπει να είναι γνωστοί στον ελεγχόμενο.

23      Κατόπιν των ανωτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία καταλήγει ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.

24      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως και υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι έχει τη δυνατότητα, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 2064/97, να επικουρείται από τρίτους όταν προβαίνει σε ελέγχους.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

25      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 4253/88 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη η οποία να εξουσιοδοτεί ρητώς την Επιτροπή να χρησιμοποιεί, κατά τη διάρκεια των ελέγχων της, ιδιωτικές εταιρίες ενεργούσες υπό την εποπτεία της. Ο κανονισμός 2064/97 όμως, τον οποίο εξέδωσε η Επιτροπή, προβλέπει τη δυνατότητα αυτή στο άρθρο 12. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν αρκεί αυτή και μόνη για την απόρριψη της αιτιάσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκτός αν διευκρινίζει τις λεπτομέρειες ασκήσεως μιας εξουσίας την οποία η Επιτροπή ήδη διαθέτει δυνάμει ιεραρχικώς υπέρτερου κανόνα δικαίου.

26      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, όπως διατυπώνεται στα άρθρα 54 και 57 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), μολονότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αναθέτει σε φορείς ή οργανισμούς ιδιωτικού δικαίου την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας, εκτός αν αυτό προβλέπεται νομοθετικώς, έχει την ευχέρεια να αναθέτει σε τέτοιους φορείς καθήκοντα βοηθητικής φύσεως, όπως καθήκοντα τεχνικής πραγματογνωμοσύνης ή διοικητικά καθήκοντα.

27      Συνεπώς, πρέπει εν προκειμένω να εξετασθεί αν η Επιτροπή, κάνοντας χρήση των υπηρεσιών της εταιρίας M., ανέθεσε στην τελευταία την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η Ελληνική Δημοκρατία δεν διευκρινίζει κατά πόσον οι υπηρεσίες τις οποίες παρέσχε η εταιρία M. ισοδυναμούν με την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

28      Αντιθέτως, η εξέταση των ρητρών της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής και της εταιρίας M. ενισχύει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εν λόγω εταιρία παρείχε μόνον υπηρεσίες τεχνικής αρωγής στους ελεγκτές της Επιτροπής, που ήταν οι μόνοι οι οποίοι αποφάσιζαν την ελεγκτέα ύλη, τη μέθοδο και τα πορίσματα του ελέγχου και οι οποίοι ανέλαβαν την πλήρη ευθύνη του εν λόγω ελέγχου, υπογράφοντας τις σχετικές εκθέσεις. Συγκεκριμένα, από την εν λόγω σύμβαση προκύπτει ότι οι υπηρεσίες ελέγχου που παρείχε η εταιρία M. εκτελούνταν και παρέχονταν υπό την εποπτεία της Επιτροπής και ότι η τελευταία δεν ανέθεσε με την επίμαχη σύμβαση στην εταιρία Μ. καμία εξουσία συνιστώσα άσκηση δημόσιας εξουσίας.

29      Επιπλέον, στην πρώτη και την τελευταία σελίδα της εκθέσεως ελέγχου αναγράφεται η Γενική Διεύθυνση και το όνομα των υπαλλήλων της Επιτροπής που ήταν υπεύθυνοι για την κατάρτιση της εκθέσεως ελέγχου. Στο σημείο 6 της εκθέσεως ελέγχου γίνεται μνεία της εταιρίας Μ. ως ενός από τους μετέχοντες στον έλεγχο.

30      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο ρόλος της εταιρίας M. στην έρευνα δεν ήταν η εκτέλεση καθηκόντων βοηθητικής φύσεως.

31      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η αρχή της εμπιστευτικότητας παραβιάστηκε όταν η Επιτροπή διαβίβασε τις πληροφορίες τις οποίες συνέλεξε στο πλαίσιο των ελέγχων στην εταιρία M., επιβάλλεται η επισήμανση ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να αναθέτει διοικητικά και τεχνικά καθήκοντα σε φορείς ιδιωτικού δικαίου συνεπάγεται ότι πρέπει να έχει τη δυνατότητα να θέτει στη διάθεση των τελευταίων τα αναγκαία στοιχεία, περιλαμβανομένων αυτών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, προκειμένου να είναι αυτοί σε θέση να εκπληρώσουν την αποστολή τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω ιδιωτικοί φορείς μεταχειρίζονται τα γνωστοποιηθέντα στοιχεία με την απαιτούμενη εμπιστευτικότητα.

32      Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν διευκρίνισε ποια ήταν τα διαβιβασθέντα στην εταιρία M. στοιχεία τα οποία έβαιναν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την εκτέλεση της αποστολής της και, αφετέρου, ότι η σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής και της εταιρίας M. επιβάλλει στην τελευταία την υποχρέωση να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα και να αποφεύγει κάθε κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων.

33      Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της διαφάνειας, λόγω του ότι η έκθεση ελέγχου δεν φέρει τις υπογραφές των συνεργατών της εταιρίας M., επισημαίνονται τα ακόλουθα. Δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εταιρία M. ήταν υπεύθυνη για τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν στην έκθεση ελέγχου, δεν είναι δυνατό να κριθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι πλημμελής λόγω της ελλείψεως των υπογραφών των συνεργατών της εταιρίας M.

34      Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι αντίθετο προς το δικαίωμα της Ελληνικής Δημοκρατίας να γνωρίζει την ταυτότητα των προσώπων που πραγματοποίησαν την έρευνα, περιλαμβανομένων των συνεργατών της εταιρίας M. Ωστόσο η πληροφορία αυτή μπορεί να γνωστοποιηθεί υπό άλλες μορφές πλην των θέσεως υπογραφών επί της εκθέσεως ελέγχου.

35      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι μεγάλο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ή από ανεπαρκή αιτιολογία.

37      Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι η διόρθωση κατά ποσό 11 946 583,53 ευρώ, όσον αφορά το έργο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης», επιβλήθηκε χωρίς καμία αιτιολογία. Συναφώς, επισημαίνει ότι το εν λόγω έργο δεν αποτέλεσε αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής και ότι δεν γίνεται μνεία του στην έκθεση ελέγχου. Εξάλλου, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή απλώς επικαλέστηκε με τα έγγραφά της, γενικώς και αορίστως, «σοβαρές συστημικές αδυναμίες διαχείρισης από τις ελληνικές αρχές», χωρίς να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις.

38      Η Ελληνική Δημοκρατία αντικρούει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ως αιτιολογία της διορθώσεως προβλήθηκε ότι στη δήλωση του 2002 γινόταν μνεία ποσοστού σφάλματος της τάξεως του 25 % για το έργο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης». Κατ’ αυτήν, οι αφορώσες το έργο παρατυπίες τις οποίες ανακάλυψαν οι ελληνικές αρχές είχαν ως συνέπεια την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως εκ μέρους τους, πράγμα το οποίο κατέστησε αδύνατη την κατανόηση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε τη διόρθωση.

39      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι οι μειώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή όσον αφορά τα έργα «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκοπούλου – Τμήμα 1», «Κακιά Σκάλα», «Σηματοδότηση και ηλεκτροφωτισμός Οινοφύτων-Υλίκης», «Γρεβενά-Κοζάνη (δεύτερο υποτμήμα) (924)», «Διασταύρωση Πολυμύλου (σύμβαση 928)», «Λιμένας Κέρκυρας», «Αερινό-M. Μοναστήρι», «M. Μοναστήρι-Αρχή παράκαμψης Λάρισας» και «Παράκαμψη Λάρισας» πάσχουν από έλλειψη αιτιολογίας ή από ανεπαρκή αιτιολογία.

40      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

41      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως ατομικής αποφάσεως έχει σκοπό να παράσχει στον ενδιαφερόμενο στοιχεία επαρκή προκειμένου να εκτιμήσει αν η απόφαση είναι αρκούντως θεμελιωμένη ή βαρύνεται με πλημμέλεια επιτρέπουσα την αμφισβήτηση του κύρους της, καθώς και να παράσχει στον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως. Η έκταση της υποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η απόφαση περί μειώσεως του ύψους κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής έχει σοβαρές συνέπειες για τον δικαιούχο της εν λόγω συνδρομής, η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής πρέπει να αποτυπώνει με σαφήνεια τους λόγους που δικαιολογούν τη μείωση της συνδρομής σε σχέση με το ποσό που είχε αρχικώς εγκριθεί. Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο σε σχέση με το γράμμα της, αλλά και με το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑137/01, Stadtsportverband Neuss κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-3103, σκέψεις 52 έως 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Επιπλέον, η νομολογία δέχεται ότι μια απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ως αρκούντως αιτιολογημένη, εφόσον παραπέμπει σε έκθεση ελέγχου διαβιβασθείσα στον προσφεύγοντα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 1996, T-551/93, T-231/94 έως T‑234/94, Industrias Pesqueras Campos κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-247, σκέψεις 142 έως 144).

43      Ως προς τη διόρθωση που αφορά το σχέδιο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης», επισημαίνεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει σχετική αιτιολογία στην αιτιολογική σκέψη 17. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι με την αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν προβάλλεται στην πραγματικότητα έλλειψη αιτιολογίας, αλλά το γεγονός ότι η αιτιολογία την οποία παρέσχε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή η μνεία του ποσοστού σφάλματος 25 % η οποία γίνεται στη δήλωση του 2002, είναι εσφαλμένη. Εντούτοις, το γεγονός ότι η θέση την οποία έλαβε η Επιτροπή είναι εσφαλμένη δεν είναι δυνατό να θέσει υπό αμφισβήτηση τον επαρκή χαρακτήρα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψεις 66 έως 72). Επομένως, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η αιτίαση που αφορά το σχέδιο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης» είναι αλυσιτελής. Το βάσιμο της μειώσεως που αφορά το εν λόγω σχέδιο εξετάζεται κατωτέρω, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

44      Ως προς τα άλλα σχέδια, διαπιστώνεται ότι από το γράμμα των αιτιολογικών σκέψεων 21 (όσον αφορά το έργο «Κακιά Σκάλα»), 22 (όσον αφορά το έργο «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκοπούλου – Τμήμα 1»), 23 (όσον αφορά το έργο «Σηματοδότηση και ηλεκτροφωτισμός Οινοφύτων-Υλίκης»), 24 [όσον αφορά το έργο «Γρεβενά-Κοζάνη (δεύτερο υποτμήμα) (924)»], 25 [όσον αφορά το έργο «Διασταύρωση Πολυμύλου (σύμβαση 928)»], 26 (όσον αφορά το έργο «Λιμένας Κέρκυρας») και 27 (όσον αφορά το έργο «Αερινό-M. Μοναστήρι», «M. Μοναστήρι-Αρχή παράκαμψης Λάρισας» και «Παράκαμψη Λάρισας») προκύπτει ότι η προσβαλλομένη απόφαση πληροί τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 41 και 42 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, στις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή προσδιόρισε ακριβέστερα τις προβαλλόμενες πλημμέλειες –μεταξύ άλλων, την έλλειψη διαδρομής ελέγχου, την τροποποίηση των όρων επιλογής ή του αντικειμένου της συμβάσεως μετά το πέρας της διαδικασίας επιλογής, τη μη ολοκλήρωση των σχεδίων, την έλλειψη περιβαλλοντικής μελέτης, τον μη δικαιολογημένο αποκλεισμό ορισμένων αναδόχων– και τα σχετικά ποσά.

45      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 11 946 583,53 ευρώ, ως προς το έργο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της ότι οι παρατυπίες επί των οποίων στήριξε τη δημοσιονομική διόρθωση που αφορούσε το σχέδιο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης» διήρκεσαν για πολύ σύντομο διάστημα και ότι διορθώθηκαν ταχέως. Συναφώς, παραπέμπει στα αποτελέσματα δύο ελέγχων τους οποίους διενήργησαν οι ελληνικές αρχές τον Ιούνιο του 2002 και τον Μάρτιο του 2003.

47      Προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της ότι οι ελληνικές αρχές είχαν ήδη προβεί σε διόρθωση κατόπιν της ανακαλύψεως παρατυπιών στο εν λόγω έργο.

48      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει εξάλλου ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας συντελεστή κατ’ αποκοπήν διορθώσεως για το σχέδιο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης», εφάρμοσε τις εσωτερικές οδηγίες του 1997, στις οποίες δεν είχε άμεση πρόσβαση το κοινό. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της διαφανείας.

49      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι η διόρθωση την οποία επέβαλε η Επιτροπή αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το επίμαχο έργο παρουσίαζε απλώς και μόνον προβλήματα διαχειρίσεως. Δεν υπήρχαν προβλήματα αφορώντα την εφαρμογή της κοινοτικής ή της εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων έργων ούτε προβλήματα συνεπαγόμενα τη μη υλοποίηση του έργου ή τη διασπάθιση κοινοτικών ή εθνικών πόρων ούτε αποδείξεις περί εκτεταμένων παρατυπιών ή αμελειών, οι οποίες συνεπάγονταν παράτυπες πρακτικές ή απάτες, ούτε σοβαρές παραβάσεις.

50      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει τα κριτήρια τα οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές της του 2001 και του 2002, δηλαδή οι εσωτερικές οδηγίες C(2001) 476, που καθορίζουν τις αρχές, τα κριτήρια και τις ενδεικτικές κλίμακες που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής για τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων του άρθρου 39, παράγραφος 3, του κανονισμού 1260/99, και οι εσωτερικές οδηγίες C(2002) 2871 που αφορούν τις αρχές, τα κριτήρια και τις ενδεικτικές κλίμακες που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής για τον καθορισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων του άρθρου Η, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 1994, για την ίδρυση του Ταμείου Συνοχής (ΕΕ L 130, σ. 1).

51      Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι η επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως ποσοστού 25 % είναι ιδιαιτέρως δυσανάλογη, κατά το μέτρο που δεν διαπιστώθηκε κανένας κίνδυνος απωλείας κοινοτικών πόρων για το έργο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης». Υπογραμμίζει επίσης ότι η διόρθωση επιβλήθηκε χωρίς η Επιτροπή να διενεργήσει έλεγχο του έργου και χωρίς να γίνει μνεία του εν λόγω έργου στην έκθεση ελέγχου.

52      Τέλος και επικουρικώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν πρέπει να επιβληθεί κατ’ αποκοπήν διόρθωση ποσοστού 25 %, πρέπει η διόρθωση αυτή να επιβληθεί στο ποσό που δαπανήθηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2001, ήτοι μετά την ημερομηνία κατά την οποία συστάθηκε η αρχή στους κόλπους της οποίας διαπιστώθηκαν τα προβλήματα διαχειρίσεως. Μια τέτοια διόρθωση αντιστοιχεί στο ποσό των 2 396 792,98 ευρώ.

53      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

54      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορά τη μείωση της συνεισφοράς που χορήγησε το ΕΤΠΑ στην Ελληνική Δημοκρατία για την περίοδο από το 1994 έως το 1999.

55      Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι οι αδυναμίες τις οποίες διαπίστωσε η αρμόδια ελληνική αρχή κατά τον πρώτο έλεγχο τον Ιούνιο του 2002 αφορούσαν την εν λόγω περίοδο, ενώ ο δεύτερος έλεγχος, ο οποίος διενεργήθηκε τον Μάρτιο του 2003, αφορούσε τη μεταγενέστερη περίοδο, δηλαδή εκείνη η οποία άρχισε 2000 και η οποία διεπόταν από διαφορετικούς κανόνες από τους εφαρμοστέους μεταξύ του 1994 και του 1999.

56      Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθούν αποδεδειγμένα τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, ότι δηλαδή οι πλημμέλειες στις οποίες η Επιτροπή στήριξε τη δημοσιονομική διόρθωσή της όσον αφορά το σχέδιο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης» διήρκεσαν για πολύ σύντομο διάστημα και διορθώθηκαν ταχέως. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία στηρίχθηκε σε μια έκθεση στην οποία δεν διαπιστώθηκε βελτίωση της διαχειρίσεως κατά την περίοδο 1994-1999, αλλά κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης περιόδου. Ομοίως, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 και του 2002 είναι αβάσιμο, δεδομένου ότι από τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι αφορούσαν περιόδους προγραμματισμού μεταγενέστερες του 1999.

57      Όσον αφορά την αιτίαση ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τις εσωτερικές οδηγίες του 1997, χωρίς αυτές να έχουν γνωστοποιηθεί στην Ελληνική Δημοκρατία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι εν λόγω οδηγίες επιδόθηκαν στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 23 Οκτωβρίου 1997. Ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

58      Η αιτίαση ότι η Επιτροπή, προκειμένου να επιβάλει τη διόρθωση που αφορούσε το σχέδιο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης», στηρίχθηκε αποκλειστικώς και μόνο στη δήλωση του 2002, χωρίς να διενεργήσει δική της έρευνα, πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 23 του κανονισμού 4253/88 και από τη νομολογία προκύπτει ότι οι εθνικές αρχές και, ειδικότερα, η ανεξάρτητη υπηρεσία την οποία προβλέπει το άρθρο 8 του κανονισμού 2064/97, η οποία είναι επιφορτισμένη με τη δήλωση περί του νομοτύπου των δαπανών, είναι οι πλέον αρμόδιες αρχές ελέγχου και, κατ’ αρχήν, βάσει αυτών των πληροφοριών μπορεί να αποφασίσει να επέμβει η Επιτροπή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T-154/06, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 41 και 42).

59      Ειδικότερα, όταν οι εθνικές αρχές προβαίνουν σε ενδελεχή έλεγχο της τηρήσεως των οικονομικών υποχρεώσεων του δικαιούχου κοινοτικής επιδοτήσεως, η Επιτροπή μπορεί νομίμως να στηριχθεί στις εμπεριστατωμένες πραγματικές διαπιστώσεις τους και να κρίνει βάσει αυτών αν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη πλημμελειών που δικαιολογούν την επιβολή κυρώσεως βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, όπως έχει τροποποιηθεί. Η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να προβεί σε νέα έρευνα, όπως δέχεται εξάλλου ρητώς η προσφεύγουσα. Πράγματι, η επανάληψη της έρευνας αυτής καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τη συνεργασία με τις εθνικές αρχές και αντιβαίνει στην αρχή της χρηστής διοικήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, T-199/99, Sgaravatti Mediterranea κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3731, σκέψη 45).

60      Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν διενήργησε δική της έρευνα σχετική με το σχέδιο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης». Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την ύπαρξη των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν ως προς το σχέδιο αυτό με τη δήλωση του 2002, στις οποίες αναφέρθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση. Αμφισβητεί όμως τη σπουδαιότητα που τους προσέδωσε η Επιτροπή. Κατ’ αυτήν, η διόρθωση του 25 % είναι δυσανάλογη σε σχέση με τις αδυναμίες που επισημάνθηκαν με τη δήλωση του 2002. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι οι ελληνικές αρχές είχαν ήδη επιβάλει διόρθωση κατόπιν των εν λόγω πλημμελειών και ότι, κατά συνέπεια, η επιβληθείσα από την Επιτροπή διόρθωση ήταν περιττή.

61      Το επιχείρημα ότι οι ελληνικές αρχές είχαν ήδη επιβάλει την αναγκαία διόρθωση δεν ευσταθεί. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι στη δήλωση του 2002 γινόταν μνεία της υπάρξεως, αφενός, μη επιλέξιμων δαπανών ύψους 282 εκατομμυρίων ελληνικών δραχμών (GRD) και, αφετέρου, στο πλαίσιο των επιλέξιμων δαπανών, πολυάριθμων πλημμελειών που προκάλεσαν σοβαρές δυσχέρειες στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου.

62      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η διόρθωση την οποία επέβαλαν οι ελληνικές αρχές και την οποία γνωστοποίησαν στην Επιτροπή με τη δήλωση του 2003 απλώς διόρθωσε το σφάλμα που αφορούσε τις μη επιλέξιμες δαπάνες, διά της αφαιρέσεως του ποσού των 282 εκατομμυρίων GRD από τις επιλέξιμες δαπάνες. Αντιθέτως, δεν προκύπτει από τις δηλώσεις του 2002 και του 2003, όπως επιβεβαίωσε η Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι ελληνικές αρχές είχαν προβεί σε διορθώσεις όσον αφορά τα επιλέξιμα ποσά, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι σχετικές πλημμέλειες.

63      Όσον αφορά το επιχείρημα περί της αρχής της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ο κανόνας κατά τον οποίο μόνον οι δαπάνες οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες καταλογίζονται στον προϋπολογισμό της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑199/03, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-8027, σκέψη 26). Κατά συνέπεια, αν η Επιτροπή διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως των κοινοτικών διατάξεων στις πληρωμές που διενεργεί κράτος μέλος, υποχρεούται να προβεί σε διόρθωση των λογαριασμών που υποβάλλει το κράτος μέλος αυτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1993, C-55/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-4813, σκέψη 67).

64      Πάντως, όταν η Επιτροπή προβαίνει σε τέτοια διόρθωση, διαθέτει, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, διακριτική ευχέρεια ως προς την έκταση της δημοσιονομικής διορθώσεως, την οποία πρέπει να ασκεί εντός των ορίων της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 2010, C-414/08 P, Sviluppo Italia Basilicata κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 129).

65      Εν προκειμένω, οι πλημμέλειες τις οποίες διαπίστωσαν οι ελληνικές αρχές με τη δήλωση του 2002 ουδόλως είναι αμελητέες. Αντιθέτως, αποτελούν σοβαρές παρατυπίες, ιδίως οι πλημμέλειες που αφορούν την έγκριση των Ανακεφαλαιωτικών Πινάκων Εργασιών, την έλλειψη διαδρομής ελέγχου και τη μη τήρηση των διαδικασιών δημοσιότητας. Οι αδυναμίες αυτές συνεπάγονται πρόδηλο κίνδυνο απωλείας πόρων της Ένωσης, δεδομένου ότι καθιστούν δυσχερή τον έλεγχο της ακριβούς αντιστοιχίας μεταξύ των δαπανών οι οποίες όντως πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των επιλέξιμων σχεδίων και των σχετικών αιτήσεων κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής.

66      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι ήταν εσφαλμένη η διαπίστωση των αδυναμιών που εκτέθηκαν με τη δήλωση του 2002. Η απόπειρά της να ελαχιστοποιήσει τη σπουδαιότητα των εν λόγω αδυναμιών δεν είναι δυνατό να τελεσφορήσει, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται σε περιστάσεις που χαρακτηρίζουν περίοδο μεταγενέστερη αυτής την οποία αφορά η προσβαλλομένη απόφαση.

67      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι δεν υπήρξε πρόβλημα κατά την εφαρμογή της κοινοτικής ή της εθνικής νομοθεσίας ως προς το σχέδιο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης» δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι αντιφάσκει προς τη διαπίστωση των ελληνικών αρχών που περιέχεται στη δήλωση του 2002, κατά την οποία «επισημαίνονται […] αδυναμίες ως προς την τήρηση της νομιμότητας-κανονικότητας και συγκεκριμένα ως προς την τήρηση των διαδικασιών δημοσιότητας, την αυθαίρετη επιβάρυνση των υποψηφίων αναδόχων με τα έξοδα παραγωγής των τευχών δημοπράτησης, την αδικαιολόγητη εφαρμογή μειωμένου ποσού (σε σχέση με τον προϋπολογισμό της μελέτης) στον μαθηματικό τύπο για την ανάδειξη μειοδότη».

68      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα ότι δεν υπήρξε αδυναμία η οποία να κατέληξε στη μη υλοποίηση του σχεδίου είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο δικαιούχος χρηματοδοτήσεως δεν τηρεί όλες τις υποχρεώσεις του δικαιολογεί, κατά κανόνα, την αναθεώρηση της κοινοτικής συνδρομής και ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι το σχέδιο έχει υλοποιηθεί δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την καταβολή της κοινοτικής συνδρομής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T-349/06, T‑371/06, T-14/07, T-15/07 και T-332/07, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-2181, σκέψη 77).

69      Κατόπιν των αδυναμιών που διαπιστώθηκαν με τη δήλωση του 2002 και λαμβανομένου υπόψη του ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 ουδόλως διακρίνει, ποσοτικώς ή ποιοτικώς, όσον αφορά τις πλημμέλειες που μπορούν να συνεπάγονται τη μείωση μιας συνδρομής, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ο συντελεστής κατ’ αποκοπήν διορθώσεως τον οποίο εφάρμοσε η Επιτροπή, ήτοι 25 %, δεν είναι δυσανάλογος.

70      Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο το επιχείρημα ότι πρέπει να εφαρμοσθεί συντελεστής διορθώσεως ποσοστού 25 % στο ποσό που δαπανήθηκε μετά την ημερομηνία συστάσεως της αρχής στους κόλπους της οποίας διαπιστώθηκαν τα προβλήματα διαχειρίσεως. Συγκεκριμένα, τίποτε δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι οι αδυναμίες που διαπιστώθηκαν με τη δήλωση του 2002 ήταν λιγότερο σοβαρές την περίοδο που προηγήθηκε της συστάσεως της υπεύθυνης υπηρεσίας.

71      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 506 323 ευρώ, ως προς το έργο «Ισθμός-Γαλότα»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

72      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τη συλλογιστική που ανέπτυξε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, προκειμένου να δικαιολογήσει τη διόρθωση ύψους 506 303 ευρώ, όσον αφορά το έργο «Ισθμός-Γαλότα».

73      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το γεγονός ότι η αναθέτουσα αρχή, ήτοι το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, επανεξέτασε τη βαθμολογία που είχε απονείμει η επιτροπή η οποία προέβη αρχικώς σε εξέταση των φακέλων των διαγωνιζομένων που υπέβαλαν προσφορά για το έργο «Ισθμός-Γαλότα» (επιτροπή εισήγησης για ανάθεση, στο εξής: επιτροπή εισήγησης) δεν συνιστά παραβίαση του εθνικού ούτε του κοινοτικού δικαίου.

74      Η αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, η οποία επανεξέτασε την εκτίμηση της επιτροπής εισήγησης, εκδόθηκε κατόπιν των ενστάσεων τις οποίες υπέβαλαν οι διαγωνιζόμενοι κατά της εκτιμήσεως της επιτροπής εισήγησης. Σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, δηλαδή με το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 1418/1984 «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α΄ 23/28-29.2.84) και με το άρθρο 20 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 «Κατασκευή δημοσίων έργων» (ΦΕΚ Α΄ 223/24-31.12.85), το Υπουργείο Δημοσίων Έργων είναι η αρμόδια αρχή η οποία αποφαίνεται επί των ενστάσεων αυτών. Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν είναι αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο, πράγμα το οποίο δεν αντέκρουσε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση. Αντιθέτως, υπάρχει υποχρέωση εκ του κοινοτικού δικαίου να παρέχεται η δυνατότητα ασκήσεως διοικητικής ενστάσεως. Επιπλέον, η εν λόγω διοικητική ένσταση και η λειτουργία της αναθέτουσας αρχής έχουν κριθεί συμβατά με την εθνική νομοθεσία από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους

75      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι κακώς η Επιτροπή δέχθηκε, στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι η επιτροπή εισήγησης είχε κρίνει ότι η τροποποίηση στην οποία προέβη το υπουργείο συνιστούσε παράβαση των εθνικών διατάξεων και ότι η οικονομική προσφορά του αναδόχου δεν ήταν η πλέον συμφέρουσα. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, από τα πρακτικά της επιτροπής εισήγησης της 23ης Αυγούστου 1994 προκύπτει ότι οι διαπιστώσεις αυτές αντανακλούσαν την άποψη της μειοψηφίας (τριών εκ των οκτώ) μελών της επιτροπής εισήγησης.

76      Η απόφαση περί αναθέσεως την οποία έλαβε το ελληνικό Υπουργείο Δημοσίων Έργων είναι σύμφωνη με την άποψη της πλειοψηφίας της επιτροπής εισήγησης. Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ούτε η εθνική ούτε η κοινοτική νομοθεσία επιβάλλουν η απόφαση περί αναθέσεως έργου σε διαγωνιζόμενο να εκδοθεί κατόπιν ομόφωνης γνώμης της επιτροπής εισήγησης.

77      Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η απόφαση περί αναθέσεως την οποία έλαβε το ελληνικό Υπουργείο Δημοσίων Έργων ήταν σύμφωνη με τη γνώμη της επιτροπής εισήγησης. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η διαδικασία την οποία ακολούθησαν οι ελληνικές αρχές συνεπάγεται κίνδυνο απωλείας κοινοτικών πόρων και δικαιολογεί την επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή δεν εγγυάται τη διαφάνεια ούτε την αμεροληψία.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

78      Από την αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από την έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι, για τον υπολογισμό της διορθώσεως που αφορά το σχέδιο «Ισθμός-Γαλότα», η Επιτροπή έλαβε ως αφετηρία ότι η αναθέτουσα αρχή είχε παραβεί την εθνική νομοθεσία, τροποποιώντας τις βαθμολογίες που απένειμε η επιτροπή εισήγησης.

79      Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε το γεγονός αυτό. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι δέκα κοινοπραξίες που είχαν υποβάλει προσφορές είχαν όλες αμφισβητήσει ενώπιον της αναθέτουσας αρχής τις βαθμολογίες που απένειμε η επιτροπή εισήγησης στις 18 Μαΐου 1993. Αφού κάλεσε την επιτροπή εισήγησης να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των πολλαπλών αιτιάσεων των διαγωνιζομένων, η αναθέτουσα αρχή εξέδωσε στις 7 Ιουλίου 1994 λεπτομερή και αιτιολογημένη απόφαση με την οποία εξέτασε τις εν λόγω αιτιάσεις.

80      Με την απόφασή της, η αναθέτουσα αρχή έκρινε ότι, κατά κανόνα, οι αρχικές βαθμολογίες της επιτροπής εισήγησης δεν ήταν αρκούντως αιτιολογημένες και ότι η εν λόγω επιτροπή δεν θεράπευσε την ανεπάρκεια αυτή με τη γνωμοδότησή της επί των αιτιάσεων των διαγωνιζομένων. Η αναθέτουσα αρχή έκρινε επίσης ότι, μολονότι η προκήρυξη του διαγωνισμού δεχόταν εναλλακτικές λύσεις γεφυρώσεως, παρά ταύτα η επιτροπή εισήγησης έλαβε σαφώς θέση υπέρ μιας μόνον κατηγορίας λύσεων. Αφού εξέτασε λεπτομερώς τις ενστάσεις των διαγωνιζομένων, η αναθέτουσα αρχή έκρινε αναγκαίο να τις δεχθεί εν μέρει και, ως εκ τούτου, να τροποποιήσει τις βαθμολογίες που απένειμε η επιτροπή εισήγησης.

81      Από το πρακτικό συνεδριάσεως της επιτροπής εισήγησης της 27ης Ιουλίου 1994 προκύπτει ότι ορισμένα μέλη της επιτροπής αυτής έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις τροποποιήσεις στις οποίες προέβη η αναθέτουσα αρχή. Κατά συνέπεια, η επιτροπή εισήγησης ζήτησε τη γνώμη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, επί του ζητήματος αν, κατά το ελληνικό δίκαιο, η αναθέτουσα αρχή είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει τις βαθμολογίες της επιτροπής εισήγησης κατόπιν ενστάσεων εκ μέρους των διαγωνιζομένων.

82      Στις 10 Αυγούστου 1994, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους εξέδωσε τη ζητηθείσα γνωμοδότηση (γνωμοδότηση αριθ. 390/94). Κατέληξε ότι η αναθέτουσα αρχή ήταν αρμόδια να εξετάσει τις ενστάσεις κατά των βαθμολογιών της επιτροπής εισήγησης και να τροποποιήσει τις τελευταίες. Ειδικότερα, η γνωμοδότηση αριθ. 390/94 διευκρινίζει τα εξής:

«Η προβλεπόμενη από το β΄ εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 4 του Ν. 1418/84 διάταξη σύμφωνα με την οποία “η έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας υπόκειται στην κρίση του αρμόδιου οργάνου και γίνεται με σύμφωνη γνώμη της ΕΕΑ [επιτροπής εισήγησης για ανάθεση]” αφορά στο τελικό στάδιο με το οποίο ολοκληρώνεται η σύνθετη διοικητική πράξη και αναδεικνύεται ο μειοδότης και όχι στο ενδιάμεσο στάδιο βαθμολογήσεως των τεχνικών προσφορών […]

Συνεπώς, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, […] σε περίπτωση δημοπρατήσεως δημοσίου έργου […], η Προϊσταμένη Αρχή μπορεί να βαθμολογήσει τις προτεινόμενες από τους διαγωνιζόμενους τεχνικές λύσεις κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν της ΕΕΑ επιβάλλοντας την άποψή της, κατά το σημείο αυτό, αλλά η απόφασή της πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, στα σημεία που διαφοροποιείται από τη βαθμολογία της ΕΕΑ.»

83      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν ανέφερε την ύπαρξη της γνωμοδοτήσεως αριθ. 390/94 ούτε την εξέτασε.

84      Επιπλέον, από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της επιτροπής εισήγησης της 23ης και της 31ης Αυγούστου 1994 προκύπτει ότι η επιτροπή αυτή, παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων από τα μέλη της έναντι του συμπεράσματος της γνωμοδοτήσεως αριθ. 390/94, αποφάσισε εν τέλει να συνεχίσει τη διαδικασία αναθέσεως του έργου «Ισθμός-Γαλότα» βάσει των βαθμολογιών της αναθέτουσας αρχής. Συγκεκριμένα, έναν μόνο μέλος αρνήθηκε να δώσει τη σύμφωνη γνώμη του για την ανάθεση της εκτελέσεως του έργου αυτού.

85      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η αναθέτουσα αρχή παρέβη την εθνική νομοθεσία δεν αποδείχθηκε.

86      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η διαπίστωση περί της παραβάσεως της εθνικής νομοθεσίας η οποία περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση ήταν απλώς δευτερεύουσας σημασίας. Κατ’ αυτήν, ακόμη και αν δεν συνέτρεξε παράβαση της εθνικής νομοθεσίας, γεγονός παραμένει ότι η αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως επισημαίνει επίσης ότι η εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας είναι αφ’ εαυτής αντίθετη στο δίκαιο της Ένωσης, δηλαδή στις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της ίσης μεταχειρίσεως. Επιβάλλεται να κριθεί ότι η διαπίστωση αυτή ομοίως δεν αναπτύσσεται ούτε αποδεικνύεται με την προσβαλλομένη απόφαση.

87      Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση καθόσον προβλέπει διόρθωση ύψους 506 303 ευρώ για το σχέδιο «Ισθμός-Γαλότα».

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 1 906 887 ευρώ, ως προς το έργο «Κακιά Σκάλα»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

88      Η Ελληνική Δημοκρατία αντικρούει την εκτιθέμενη στην προσβαλλομένη απόφαση διαπίστωση της Επιτροπής ότι δεν υπήρχε διαδρομή ελέγχου όσον αφορά το έργο «Κακιά Σκάλα», υπό την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 2064/97. Κατ’ αυτήν, το γεγονός ότι οι ελεγκτές της Επιτροπής ήταν σε θέση να διενεργήσουν πλήρη έλεγχο του έργου «Κακιά Σκάλα» και ότι στην έκθεση ελέγχου δεν γίνεται μνεία καμίας αποκλίσεως σε σχέση με τις απαιτήσεις του κανονισμού 2064/97 αποδεικνύει ότι η διαδρομή ελέγχου ήταν επαρκής.

89      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι παρατηρήσεις που περιέχονται στην έκθεση ελέγχου, δηλαδή «η έλλειψη μελετών πριν την δημοπράτηση, η αλλαγή φυσικού αντικειμένου της κυρίας σύμβασης, η έγκριση συμπληρωματικών [εργασιών], τα διαφορετικά αντικείμενα των συμβάσεων (οδικά και σιδηροδρομικά), η συγχρηματοδότηση των συμβάσεων από δύο ταμεία (ΕΤΠΑ και Ταμείο Συνοχής) και δύο προγραμματικές περιόδους (1994-1999 και 2000-2006)», με κανένα τρόπο δεν οδηγούν στη διαπίστωση ότι υπάρχει αδυναμία συσχετισμού στο σύνολό τους των δαπανών και των πληρωμών για το σχέδιο «Κακιά Σκάλα»

90      Επικουρικώς, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει, στηριζόμενη στην υπ’ αριθ. 10/98 γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ο κανονισμός 2064/97 «δεν αποτελεί σαφή νομική βάση» για την πραγματοποιηθείσα μείωση.

91      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

92      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η απαίτηση περί της υπάρξεως διαδρομής ελέγχου σκοπεί στην παροχή προς τους τρίτους της δυνατότητας να ελέγχουν την αντιστοιχία μεταξύ των αρχικών δεδομένων ενός σχεδίου και του τελικού τους αποτελέσματος. Αυτός ο έλεγχος πρέπει κατ’ ανάγκη να λαμβάνει υπόψη τόσο ποσοτικά στοιχεία (αντιστοιχία μεταξύ των χορηγηθέντων κονδυλίων και των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν) όσο και ποιοτικά στοιχεία (αντιστοιχία μεταξύ των καθορισθέντων στόχων και των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων).

93      Εν προκειμένω, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας επικεντρώνεται στον έλεγχο των ποιοτικών στοιχείων, τόσο κατά το μέτρο που αυτή προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι τα ελαττώματα που επισημάνθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση δεν αποκλείουν κατ’ ανάγκη τον συσχετισμό «στο σύνολό τους δαπανών και πληρωμών για το συγκεκριμένο έργο». Εντούτοις, δεν αμφισβητεί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως και στα σημεία 8.5.1.7 και 8.5.1.8 της εκθέσεως ελέγχου. Μεταξύ των περιστατικών αυτών περιλαμβάνονται ιδίως πλείονες διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων χωρίς να έχουν καταρτισθεί μελέτες ή χωρίς πλήρεις μελέτες ή ακόμη χωρίς μελέτες προσηκόντως εγκριθείσες από την αρμόδια αρχή.

94      Είναι αυτονόητο ότι, ελλείψει προηγούμενων μελετών οι οποίες να εκθέτουν τους στόχους και τις τεχνικές προδιαγραφές ενός σχεδίου, είναι δύσκολο, ίσως και αδύνατο, να εξετασθεί κατά πόσον το τελικό σχέδιο αντιστοιχεί στις προηγουμένως καθορισθείσες προϋποθέσεις και λύσεις. Επιπλέον, η έλλειψη μελετών καθιστά επίσης δυσχερή τον εκ των υστέρων έλεγχο του αν η αναθέτουσα αρχή επέλεξε πράγματι την πλέον ανταγωνιστική προσφορά.

95      Κατόπιν των ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη του ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την έλλειψη ικανοποιητικών μελετών, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή το ότι μείωσε τη χρηματοδοτική συνδρομή για το σχέδιο «Κακιά Σκάλα» με την αιτιολογία ότι το σχέδιο αυτό έπασχε από έλλειψη διαδρομής ελέγχου.

96      Τέλος, είναι απορριπτέο το επιχείρημα ότι ο κανονισμός 2064/97 δεν αποτελεί «σαφή νομική βάση» για την επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, ακόμη και χωρίς τον κανονισμό αυτόν, τα κράτη μέλη που τυγχάνουν κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής υπέχουν την υποχρέωση να παρέχουν κάθε εγγύηση προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος της ακριβούς αντιστοιχίας μεταξύ των δαπανών που όντως πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των συγχρηματοδοτουμένων σχεδίων και των σχετικών αιτήσεων κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής. Ειδικότερα, το άρθρο 23 του κανονισμού 4253/88, βάσει του οποίου εκδόθηκε ο κανονισμός 2064/97, επέβαλλε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, την υποχρέωση στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξακριβώνεται τακτικά ότι οι χρηματοδοτηθείσες από την Κοινότητα δράσεις έχουν εκτελεσθεί σωστά, να προλαμβάνονται και να διώκονται οι παρατυπίες, καθώς και να ανακτώνται τα απολεσθέντα λόγω καταχρήσεως ή παραλείψεως κονδύλια (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 63, σκέψη 46).

97      Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 1 385 318 ευρώ, ως προς το έργο «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκόπουλου – Τμήμα 1»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

98      Με τον λόγο αυτόν, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις διαπιστώσεις που εκτίθενται στη σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το σχέδιο «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκόπουλου – Τμήμα 1».

99      Κατ’ ουσίαν, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι κακώς η προσβαλλομένη απόφαση αναφέρει ότι οι όροι αναθέσεως του έργου «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκόπουλου – Τμήμα 1» τροποποιήθηκαν, μετά την πρώτη φάση της διαδικασίας, με την υπουργική απόφαση Δ1δ/0/15/59-A, της 22ας Αυγούστου 1988. Η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι η εν λόγω απόφαση απλώς εξειδίκευσε ορισμένους όρους τους οποίους έπρεπε να πληρούν οι τέσσερις μετέχουσες στη δεύτερη φάση επιχειρήσεις προκειμένου να τους ανατεθεί η εκτέλεση των συμβάσεων.

100    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης ότι ένας από τους όρους που έθεσε η εν λόγω υπουργική απόφαση, δηλαδή η απαγόρευση προς τις επιχειρήσεις να υποβάλουν περισσότερες από δύο προσφορές για τα τέσσερα έργα των οποίων οι διαδικασίες αναθέσεως διεξάγονταν εκ παραλλήλου, είναι αντίθετος προς τις εθνικές και στις κοινοτικές διατάξεις.

101    Όσον αφορά το ότι οι επιχειρήσεις που μετέσχαν στη δεύτερη φάση είχαν υποβάλει τις προσφορές τους υπό μορφή κοινοπραξίας με τρίτες εταιρίες οι οποίες δεν είχαν επιλεγεί κατά την πρώτη φάση, η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι τούτο δεν συνιστά παράβαση καμίας σχετικής διατάξεως.

102    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι κακώς της προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν αντέδρασε δεόντως στον ισχυρισμό περί συμπαιγνίας και συμπράξεως μεταξύ των διαγωνιζομένων. Κατ’ αυτήν, η συμπαιγνία δεν αφορά τη διαδικασία αναθέσεως του έργου «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκόπουλου – Τμήμα 1», αλλά τις διαδικασίες αναθέσεως δύο παραλλήλων έργων, οι οποίες ακυρώθηκαν κατόπιν της αποκαλύψεως της συμπαιγνίας.

103    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

104    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία σχετική με τις δημόσιες συμβάσεις, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων. Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η εν λόγω αρχή συνεπάγεται υποχρέωση διαφάνειας προκειμένου να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της τηρήσεώς της (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I‑3801, σκέψεις 108 έως 109).

105    Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, η οποία έχει ως σκοπό να ευνοήσει την ανάπτυξη υγιούς και πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε διαγωνισμό, επιβάλλει όπως όλοι οι διαγωνιζόμενοι έχουν ίσες ευκαιρίες όταν διατυπώνουν τους όρους των προσφορών τους και, επομένως, συνεπάγεται ότι ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για όλους τους διαγωνιζομένους. H αρχή της διαφάνειας, η οποία συνιστά αναγκαία απόρροια της προαναφερθείσας αρχής, έχει κατ’ ουσίαν ως σκοπό τον αποκλεισμό του κινδύνου ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Προϋποθέτει ότι όλοι οι όροι και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, κατά τρόπο ώστε, αφενός, να παρέχουν σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και έχοντες τη συνήθη επιμέλεια υποψηφίους τη δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να καθιστούν δυνατό τον εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής αποτελεσματικό έλεγχο του αν οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω σύμβαση (απόφαση Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, προπαρατεθείσα στη σκέψη 104, σκέψεις 110 έως 111).

106    Συνεπώς, δεν επιτρέπεται στην αναθέτουσα αρχή να τροποποιεί, διαρκούσης της διαδικασίας του διαγωνισμού, τους όρους και τις λεπτομέρειες αναθέσεως της εκτελέσεως της συμβάσεως, εκτός αν η δυνατότητα αυτή έχει προβλεφθεί εξαρχής στην προκήρυξη του διαγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, προπαρατεθείσα στη σκέψη 104, σκέψεις 118 έως 121).

107    Εν προκειμένω, επιβάλλεται να κριθεί ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής οι οποίες εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως ενισχύονται από τα στοιχεία της δικογραφίας. Συγκεκριμένα, με την υπουργική απόφαση της 2ας Αυγούστου 1988, τροποποιήθηκαν, διαρκούσης της διαδικασίας διαγωνισμού, ήτοι μετά τη φάση της προεπιλογής, οι όροι και λεπτομέρειες της αναθέσεως.

108    Μια από τις τροποποιήσεις αυτές επέτρεπε στις επιχειρήσεις που δεν είχαν προεπιλεγεί κατά την πρώτη φάση να μετάσχουν παρά ταύτα στη δεύτερη, ως μέλη κοινοπραξίας. Τούτο συνιστά παραβίαση των αρχών που εκτίθενται στις σκέψεις 104 έως 106 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, η τροποποίηση αυτή συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, υπό την έννοια ότι ορισμένες επιχειρήσεις όντως απαλλάχθηκαν από τις επιβαρύνσεις και την προσπάθεια που θα απαιτούσε η υποβολή τους, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54), στη φάση της προεπιλογής και του ελέγχου της τεχνικής και οικονομικής τους ικανότητας.

109    Η υπουργική απόφαση της 2ας Αυγούστου 1988 θέσπισε επίσης ένα νέο κανόνα, κατά τον οποίο κάθε επιχείρηση η οποία είχε περάσει τη φάση της προεπιλογής δεν μπορούσε να υποβάλει περισσότερες από δύο προσφορές για τα τέσσερα έργα των οποίων οι διαδικασίες αναθέσεως διεξάγονταν εκ παραλλήλου. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανόνας αυτός τροποποιεί αναμφισβήτητα τους όρους ανταγωνισμού σε σχέση με την κατάσταση που υφίστατο κατά τη δημοσίευση της αρχικής προκηρύξεως και, συνεπώς, συνιστά παραβίαση των αρχών που εκτίθενται στις σκέψεις 104 έως 106 ανωτέρω, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή υποχρεώνει τους διαγωνιζομένους να περιορίσουν εκ των υστέρων τις επιδιώξεις τους σε δύο σχέδια, προς όφελος άλλων ανταγωνιστών.

110    Ομοίως, δεν αποκλείεται, αν η προϋπόθεση αυτή είχε προβλεφθεί στην αρχική προκήρυξη, τη σύνθεση των υποψήφιων σχημάτων και το περιεχόμενο των προσφορών τους να ήταν διαφορετικά, κατά το μέτρο που είναι δυνατόν ορισμένες επιχειρήσεις, υπολογίζοντας την ενδεχόμενη αποδοτικότητα των προσφορών τους, να έλαβαν υπόψη τη δυνατότητα να τους ανατεθεί η εκτέλεση και των τεσσάρων έργων.

111    Τέλος, διαπιστώνεται ότι δεν είναι δυνατό να επικριθεί η Επιτροπή διότι προσήψε στις ελληνικές αρχές ότι δεν αντέδρασαν επαρκώς κατόπιν της διαπιστώσεως συμπράξεως αφορώσας δύο έργα των οποίων οι διαδικασίες αναθέσεως διεξάγονταν εκ παραλλήλου με αυτήν του έργου «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκόπουλου – Τμήμα 1». Μολονότι οι διαδικασίες αναθέσεως των έργων που αποτελούσαν αντικείμενο συμπράξεως ακυρώθηκαν κατόπιν της αποκαλύψεως της εν λόγω συμπράξεως, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η αρμόδια αρχή έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξακριβώσει τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της συμπράξεως στο σχέδιο «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκόπουλου – Τμήμα 1».

112    Τούτο όμως όφειλε να πράξει, δυνάμει τις αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις που τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού για τα δύο σχέδια που αποτελούσαν αντικείμενο συμπράξεως τελούσαν επίσης σε σχέση ανταγωνισμού στη διαδικασία για την ανάθεση του έργου «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκόπουλου – Τμήμα 1», η οποία, ας υπομνησθεί, διεξαγόταν εκ παραλλήλου με αυτήν των δύο έργων που αποτελούσαν αντικείμενο συμπράξεως.

113    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 226 591 ευρώ, ως προς το έργο «Σήμανση και ηλεκτροφωτισμός Οινοφύτων-Υλίκης»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

114    Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με το σημείο 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή παραβιάστηκαν οι αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, δεδομένου ότι το φυσικό αντικείμενο του δημόσιου διαγωνισμού μεταβλήθηκε ουσιωδώς μετά τη σύναψη της σχετικής συμβάσεως και ότι το έργο εν τέλει δεν ολοκληρώθηκε από τον ανάδοχο.

115    Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι ελληνικές αρχές έλαβαν υπόψη τους όλες τις πλημμέλειες τις οποίες επισήμανε η Επιτροπή και, με την αίτησή τους χρηματοδοτήσεως προς το ΕΤΠΤ, δήλωσαν ως επιλέξιμο ποσό το οποίο ανερχόταν μόλις στο 42 % της αξίας του αρχικού αντικειμένου της συμβάσεως και απέκλεισαν τις δαπάνες που αφορούσαν τις συμβάσεις για την πραγματοποίηση συμπληρωματικών εργασιών.

116    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, είναι αυτονόητο ότι το επίμαχο έργο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δύο διορθώσεων για τον ίδιο λόγο, σύμφωνα με την αρχή ne bis in idem. Εξάλλου, διατείνεται ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, κατά τη διοικητική διαδικασία, τη διόρθωση στην οποία προέβησαν οι ελληνικές αρχές

117    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

118    Με τον λόγο αυτόν, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι η επιβληθείσα από τις αρχές της διόρθωση έλαβε αρκούντως υπόψη τις πλημμέλειες που διαπίστωσε η Επιτροπή και ότι η επιβληθείσα από την Επιτροπή διόρθωση είναι περιττή.

119    Από την αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η διόρθωση την οποία επέβαλε η Επιτροπή όσον αφορά το σχέδιο «Σήμανση και ηλεκτροφωτισμός Οινοφύτων-Υλίκης» στηριζόταν στο ότι το «φυσικό αντικείμενο» του σχεδίου είχε τροποποιηθεί ουσιωδώς μετά την υπογραφή της συμβάσεως και ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προσκομίσει τεκμηρίωση σχετική με την ολοκλήρωση του έργου. Οι εν λόγω πλημμέλειες συνιστούν παραβίαση των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της ίσης μεταχειρίσεως.

120    Απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι η διόρθωση την οποία είχε επιβάλει ως προς το δηλωθέν ποσό για το έργο «Σήμανση και ηλεκτροφωτισμός Οινοφύτων-Υλίκης» δεν οφειλόταν στο ότι το σχέδιο αυτό παρέμεινε ανολοκλήρωτο. Κατ’ αυτήν, δεν υπήρχε λόγος μειώσεως της συνεισφοράς του ΕΤΠΑ για τον λόγο αυτόν, δεδομένου ότι το εν λόγω έργο δεν έπρεπε να ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια του δευτέρου κοινοτικού πλαισίου στηρίξεως, αλλά κατά τη διάρκεια του τρίτου.

121    Συναφώς, σημειωτέον ότι, ακόμη και στην περίπτωση που το έργο «Σήμανση και ηλεκτροφωτισμός Οινοφύτων-Υλίκης» δεν έπρεπε να ολοκληρωθεί κατά την επίμαχη περίοδο, γεγονός παραμένει ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε την υποχρέωση να αποδείξει, προσκομίζοντας τα σχετικά έγγραφα, την κατάσταση προόδου του έργου, καθώς και τα ολοκληρωθέντα ενδιάμεσα στάδια. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε ότι καμία πρόοδος δεν είχε πραγματοποιηθεί κατά την κρίσιμη περίοδο. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή το ότι μείωσε κατά 25 % τη συνεισφορά του ΕΤΠΑ, δεδομένου ότι το γεγονός ότι καμία πρόοδος δεν πραγματοποιήθηκε κατά την κρίσιμη περίοδο δικαιολογούσε, αυτό και μόνο, τη διόρθωση που επέβαλε η Επιτροπή.

122    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 2 640 160 ευρώ, ως προς το έργο «Γρεβενά-Κοζάνη (δεύτερο υποτμήμα)»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

123    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι η διόρθωση την οποία επέβαλε η Επιτροπή στερείται νομίμου βάσεως, δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε κανόνα ο οποίος δεν υφίστατο κατά τον χρόνο της εκτελέσεως του έργου «Γρεβενά-Κοζάνη (δεύτερο υποτμήμα)».

124    Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση ποσοστού 11 %, λόγω του ότι διαπίστωσε ότι το φυσικό αντικείμενο του δημόσιου διαγωνισμού είχε τροποποιηθεί κατά ποσοστό 41 % μετά την υπογραφή της σχετικής συμβάσεως. Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι μόλις το 2005 θεσπίστηκε κανόνας κατά τον οποίο, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών διορθώσεων, γίνεται ανεκτό ποσοστό 30 % μη εκτελεσθεισών εργασιών και κάθε υπέρβαση του ποσοστού αυτού συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής.

125    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η τροποποίηση του φυσικού αντικειμένου του διαγωνισμού, καθώς και η εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών δεν επιβάρυναν τον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές είχαν αποκλεισθεί από την αίτηση κοινοτικής χρηματοδοτήσεως.

126    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

127    Πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου η κύρια θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την οποία η διόρθωση την οποία επέβαλε η Επιτροπή στερείται νομίμου βάσεως. Συγκεκριμένα, ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι η Επιτροπή, επιβάλλοντας τη διόρθωση που αφορούσε το σχέδιο «Γρεβενά-Κοζάνη (δεύτερο υποτμήμα)», στηρίχθηκε σε άλλες νομικές βάσεις πλην του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88, το οποίο αποτελούσε αναμφισβήτητα την εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

128    Όσον αφορά τον συντελεστή διορθώσεως, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διέθετε διακριτική ευχέρεια (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω) για τον καθορισμό του. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε την αναλογικότητα του συντελεστή που εφάρμοσε εν προκειμένω η Επιτροπή.

129    Κατά το μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της διορθώσεως, προβάλλοντας ότι οι ελληνικές αρχές μείωσαν επαρκώς την αίτηση κοινοτικής χρηματοδοτήσεως, επισημαίνεται ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του αποκλεισμού των μη επιλέξιμων δαπανών και, αφετέρου, της μειώσεως της συνεισφοράς της Κοινότητας στις επιλέξιμες δαπάνες, λόγω των πλημμελειών από τις οποίες πάσχει η διαδικασία ή η υλοποίηση του σχεδίου.

130    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν ισχυρίζεται ότι η διόρθωση στην οποία προέβησαν οι υπηρεσίες της έβαινε πέραν του αποκλεισμού των μη επιλέξιμων δαπανών. Ωστόσο, με την αιτιολογική σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή μείωσε τη συνεισφορά της Κοινότητας στις επιλέξιμες δαπάνες, λόγω του ότι το «φυσικό αντικείμενο» του σχεδίου είχε τροποποιηθεί ουσιωδώς, κατά παράβαση των όρων του διαγωνισμού και, επομένως, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 104 έως 106 ανωτέρω, μια διόρθωση για τέτοιους λόγους είναι δικαιολογημένη.

131    Επομένως, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 684 343 ευρώ, ως προς το έργο «Διασταύρωση Πολυμύλου (σύμβαση 928)»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

132    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται, όπως και με τον όγδοο λόγο, ότι η διόρθωση την οποία επέβαλε η Επιτροπή στερείται νομίμου βάσεως, δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε κανόνα ο οποίος δεν υφίστατο κατά τον χρόνο της εκτελέσεως του έργου «Διασταύρωση Πολυμύλου (σύμβαση 928)».

133    Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση ποσοστού 16 %, λόγω του ότι διαπίστωσε ότι το «φυσικό αντικείμενο» του δημόσιου διαγωνισμού είχε τροποποιηθεί κατά ποσοστό 46 % μετά τη σύναψη της σχετικής συμβάσεως. Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι μόλις το 2005 θεσπίστηκε κανόνας κατά τον οποίο, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών διορθώσεων, γίνεται ανεκτό ποσοστό 30 % μη εκτελεσθεισών εργασιών και κάθε υπέρβαση του ποσοστού αυτού συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής.

134    Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επίσης ότι η Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, έσφαλε υπολογίζοντας την αξία των μη πραγματοποιηθεισών εργασιών σε 3 292 147 ευρώ. Κατ’ αυτήν, η αξία των εργασιών που δεν πραγματοποιήθηκαν ανερχόταν σε 1 491 416 ευρώ, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το «φυσικό αντικείμενο» του δημόσιου διαγωνισμού είχε τροποποιηθεί, μετά τη σύναψη της σχετικής συμβάσεως, κατά ποσοστό χαμηλότερο του 30 %.

135    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η αξία των μη πραγματοποιηθεισών εργασιών ανερχόταν σε 3 292 147 ευρώ, η Επιτροπή παρά ταύτα έσφαλε κατά τον υπολογισμό του συντελεστή διορθώσεως. Κατ’ αυτήν, η αξία της αρχικής συμβάσεως ανερχόταν σε 8 988 258 ευρώ, πράγμα το οποίο συνεπάγεται συντελεστή μειώσεως 6,6 %.

136    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η τροποποίηση του «φυσικού αντικειμένου» του διαγωνισμού, καθώς και η εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών δεν επιβάρυναν τον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές είχαν αποκλεισθεί από την αίτηση κοινοτικής χρηματοδοτήσεως.

137    Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι ο εφαρμοσθείς συντελεστής διορθώσεως είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι, ακόμη και με βάση τα αριθμητικά στοιχεία που υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία, το ποσοστό μη ολοκληρώσεως του αρχικού έργου ανερχόταν σε 16 % τουλάχιστον.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

138    Το επιχείρημα ότι η επιβληθείσα από την Επιτροπή διόρθωση στερείται νομίμου βάσεως, πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με την ίδια συλλογιστική με την εκτεθείσα στη σκέψη 127 ανωτέρω.

139    Ομοίως, το επιχείρημα ότι οι ελληνικές αρχές είχαν επιβάλει επαρκή διόρθωση δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η εν λόγω διόρθωση έβη πέραν μιας διορθώσεως των μη επιλέξιμων δαπανών.

140    Όσον αφορά το ζήτημα αν ο εφαρμοσθείς από την Επιτροπή συντελεστής διορθώσεως 16 % είναι ο προσήκων, διαπιστώνεται ότι, κατά τον υπολογισμό του συντελεστή αυτού, η Επιτροπή βασίστηκε, με την αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο ποσοστό μη εκτελεσθεισών εργασιών (46 %), καθορίζοντας τον συντελεστή στις 16 μονάδες που υπερβαίνουν το 30 %. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία που παρέσχε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι η ακόλουθη: «Δεδομένου ότι οι μη εκτελεσθείσες εργασίες αφορούσαν το 46 % της αρχικής σύμβασης, προτείνεται δημοσιονομική διόρθωση 16 %».

141    Συνεπώς, επιβάλλεται να ελεγχθεί το βάσιμο του επιχειρήματος της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι ο εκ μέρους της Επιτροπής υπολογισμός των μη εκτελεσθεισών εργασιών είναι εσφαλμένος. Στα υπομνήματά της, η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει θέση επί των υπολογισμών που πρότεινε η Ελληνική Δημοκρατία, υποστηρίζοντας ότι το ποσοστό μη εκτελεσθεισών εργασιών δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, χαμηλότερο από τον συντελεστή διορθώσεως που καθορίστηκε με την προσβαλλομένη απόφαση.

142    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εκφύγει πλήρως του δικαστικού ελέγχου ως προς τον συντελεστή διορθώσεως τον οποίο επέλεξε. Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την πολιτική καθορισμού του συντελεστή διορθώσεως, γεγονός παραμένει ότι δεν της επιτρέπεται να τροποποιεί την πολιτική της κατά τη διάρκεια του δικαστικού ελέγχου, προκειμένου να καλύψει ένα κενό ή η να θεραπεύσει πλημμελή άσκηση της ευχέρειας αυτής σε μία από τις αποφάσεις της. Εάν τούτο συνέβαινε, η διακριτική της ευχέρεια θα καθίστατο στην πραγματικότητα οιονεί αυθαιρεσία, κείμενη εκτός του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης.

143    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να λάβει θέση επί του επιχειρήματος της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι ο εκ μέρους της υπολογισμός του ποσοστού των εκτελεσθεισών εργασιών ήταν εσφαλμένος. Συναφώς, η Επιτροπή, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προσκόμισε πίνακα βάσει του οποίου, όπως υποστήριξε, υπολόγισε το ποσοστό μη εκτελεσθεισών εργασιών, το οποίο αντιστοιχεί στο 46 % της αρχικής συμβάσεως. Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβήτησε ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη ο πίνακας αυτός, υποστηρίζοντας ότι αυτός δεν υπεγράφη προσηκόντως ούτε εγκρίθηκε από τις ελληνικές αρχές. Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατέθεσε και αυτή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πίνακα ο οποίος έπρεπε, κατ’ αυτήν, να αποτελέσει τη βάση υπολογισμού του ποσοστού των μη εκτελεσθεισών εργασιών.

144    Κατόπιν εξετάσεως των δύο αυτών πινάκων, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο πίνακας τον οποίο προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία, τα δεδομένα του οποίου αφίστανται αυτών που περιέχονται στον πίνακα τον οποίο προσκόμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έχει πράγματι υπογραφεί και εγκριθεί από τις ελληνικές αρχές. Τούτο δεν συμβαίνει με τον πίνακα που κατέθεσε η Επιτροπή. Επιπλέον και όπως επισήμανε η Ελληνική Δημοκρατία, τα αριθμητικά στοιχεία που περιέχονται στον πίνακα τον οποίο κατέθεσε η Ελληνική Δημοκρατία αντιστοιχούν, αντιθέτως προς τα στοιχεία που περιέχονται στον πίνακα τον οποίο κατέθεσε η Επιτροπή, προς τα στοιχεία που περιέχονται στο απόσπασμα ενός πίνακα το οποίο παρατίθεται στο σημείο της εκθέσεως ελέγχου το οποίο αφορά το επίμαχο σχέδιο, «Διασταύρωση Πολυμύλου (σύμβαση 928)».

145    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, για τον υπολογισμό του ποσοστού των μη εκτελεσθεισών εργασιών, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε διαφορετικά αριθμητικά στοιχεία από αυτά που παρατέθηκαν στην έκθεση ελέγχου και τα οποία ενέκριναν οι ελληνικές αρχές, χωρίς να διευκρινίσει για ποιο λόγο η ενέργειά της αυτή θα κατέληγε σε πιο πρόσφορο αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το πρόσφορο των αριθμητικών στοιχείων βάσει των οποίων διατείνεται ότι υπολόγισε το ποσοστό μη εκτελεσθεισών εργασιών ούτε, κατά συνέπεια, την ακρίβεια του υπολογισμού της, όπως αυτό γίνεται δεκτό στην αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

146    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το μέτρο που επιβάλλει διόρθωση ποσοστού 16 %, βάσει της διαπιστώσεως ποσοστού 46 % μη εκτελεσθεισών εργασιών, όσον αφορά το σχέδιο «Διασταύρωση Πολυμύλου (σύμβαση 928)».

 Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 10 139 020 ευρώ, ως προς τα έργα «Αερινό-M. Μοναστήρι», «Μ. Μοναστήρι-Αρχή παράκαμψης Λάρισας» και «Παράκαμψη Λάρισας»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

147    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση, κατά το οποίο κακώς οι ανάδοχοι του ενός από τα τρία έργα αποκλείσθηκαν από τους δύο άλλους διαγωνισμούς, στους οποίους εφαρμόσθηκαν τα ίδια κριτήρια επιλογής. Κατ’ αυτήν, από το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να επιλέξει, στο πλαίσιο κλειστών διαδικασιών, να προσθέσει κριτήρια επιλογής προκειμένου να επιτευχθεί ο επιθυμητός αριθμός προσφορών. Υποστηρίζει ότι μεταξύ των κριτηρίων επιλογής μπορεί να περιλαμβάνεται η μη συμμετοχή στις παράλληλες διαδικασίες αναθέσεως των έργων.

148    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης ότι η ειδική συγγραφή υποχρεώσεων επέβαλλε τη χρήση ελληνικών γραφείων μελετών, κατά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Συναφώς. αμφισβητεί την ακρίβεια του περιεχομένου της σχετικής παραπομπής στην οποία προβαίνει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως.

149    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

150    Όσον αφορά την προϋπόθεση κατά την οποία ένας ανάδοχος μπορούσε να αναλάβει την εκτέλεση ενός μόνον έργου από τα τρία των οποίων οι διαδικασίες αναθέσεως διεξάγονταν παραλλήλως, κατά το μέτρο που η προϋπόθεση αυτή δεν περιλαμβανόταν στην αρχική προκήρυξη του διαγωνισμού, αλλά επιβλήθηκε εκ των υστέρων, τροποποιεί αναμφισβήτητα τους όρους ανταγωνισμού σε σχέση με την κατάσταση που υφίστατο κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αρχικής προκηρύξεως διαγωνισμού και, συνεπώς, συνιστά παραβίαση των αρχών που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 104 έως 106. Συγκεκριμένα, η τροποποίηση αυτή υποχρέωσε τους διαγωνιζομένους να περιορίσουν εκ των υστέρων τις επιδιώξεις τους.

151    Ομοίως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, αν η προϋπόθεση αυτή είχε προβλεφθεί στην αρχική προκήρυξη, η σύνθεση των υποψήφιων σχημάτων και το περιεχόμενο των προσφορών τους θα ήταν διαφορετικά, κατά το μέτρο που είναι δυνατόν ορισμένες επιχειρήσεις, υπολογίζοντας την ενδεχόμενη αποδοτικότητα των προσφορών τους, να έλαβαν υπόψη τη δυνατότητα να τους ανατεθεί η εκτέλεση και των τριών έργων. Η αιτίαση αυτή πρέπει επομένως να απορριφθεί.

152    Τέλος, διαπιστώνεται ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα, διαπιστώνοντας ότι στις εφαρμοστέες ρήτρες στα σχέδια «Αερινό-M. Μοναστήρι», «Μ. Μοναστήρι-Αρχή παράκαμψης Λάρισας» και «Παράκαμψη Λάρισας» γινόταν μνεία του ότι ήταν επιθυμητή η χρήση ελληνικών γραφείων μελετών, κατά παράβαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι ήταν «επιθυμητό» να χρησιμοποιηθούν οι υπηρεσίες ελληνικών γραφείων μελετών και ότι τούτο αποτελούσε κριτήριο το οποίο αξιολογούνταν και έπρεπε να αξιολογηθεί από τις αρμόδιες αρχές.

153    Κατά συνέπεια, ο τελευταίος αυτός λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

154    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι

155    Εν προκειμένω, επειδή η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, κατά δικαία εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και το 80 % των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή και ότι η τελευταία πρέπει να φέρει το 20 % των δικαστικών εξόδων της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση Ε(2008) 8573 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2008, για τη μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), η οποία χορηγήθηκε στην Ελλάδα, κατά το μέτρο που προβλέπει, αφενός, διόρθωση ύψους 506 303 ευρώ όσον αφορά το σχέδιο «Ισθμός-Γαλότα» και, αφετέρου, διόρθωση ύψους 684 343 ευρώ όσον αφορά το σχέδιο «Διασταύρωση Πολυμύλου (σύμβαση 928)».

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Ελληνική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και το 80 % των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

4)      Η Επιτροπή φέρει το 20 % των δικαστικών εξόδων της.

Moavero Milanesi

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2011.

Περιεχόμενα

Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 11 946 583,53 ευρώ, ως προς το έργο «Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 506 323 ευρώ, ως προς το έργο «Ισθμός-Γαλότα»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 1 906 887 ευρώ, ως προς το έργο «Κακιά Σκάλα»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 1 385 318 ευρώ, ως προς το έργο «Κόμβος Βαρυμπόμπης-Μπογιάτι και Αφίδνες-Κόμβος Μαρκόπουλου – Τμήμα 1»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 226 591 ευρώ, ως προς το έργο «Σήμανση και ηλεκτροφωτισμός Οινοφύτων-Υλίκης»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 2 640 160 ευρώ, ως προς το έργο «Γρεβενά-Κοζάνη (δεύτερο υποτμήμα)»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 684 343 ευρώ, ως προς το έργο «Διασταύρωση Πολυμύλου (σύμβαση 928)»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη κατά την προσφεύγουσα μείωση ύψους 10 139 020 ευρώ, ως προς τα έργα «Αερινό-M. Μοναστήρι», «Μ. Μοναστήρι-Αρχή παράκαμψης Λάρισας» και «Παράκαμψη Λάρισας»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.