Language of document : ECLI:EU:T:2013:514

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Ένσταση απαραδέκτου – Αίτημα ακυρώσεως – Άρθρο 263, πρώτο και πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Άρθρο 122 του κανονισμού (EK) 207/2009 – Δεν υφίσταται πρόωρος χαρακτήρας της προσφυγής – Παθητική νομιμοποίηση – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου – Αγωγή αποζημιώσεως – Άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου – Παραδεκτό»

Στην υπόθεση T‑556/11,

European Dynamics Luxembourg SA, με έδρα το Ettelbrück (Λουξεμβούργο),

European Dynamics Belgium SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

εκπροσωπούμενες από τους Ν. Κορογιαννάκη, M. Δερμιτζάκη και N. Θεολόγου, δικηγόρους,

προσφεύγουσες-ενάγουσες,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους N. Bambara και M. Paolacci, επικουρούμενους από τον P. Wytinck, δικηγόρο,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του ΓΕΕΑ, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ανοιχτού διαγωνισμού AO/029/10 με τίτλο «Ανάπτυξη λογισμικού και υπηρεσίες συντήρησης» και κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες-ενάγουσες με το από 11 Αυγούστου 2011 έγγραφο, περί αναθέσεως της επίμαχης συμβάσεως σε άλλους προσφέροντες και περί απορρίψεως της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας και, αφετέρου, αγωγή αποζημιώσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen και M. Kancheva, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Το νομικό πλαίσιο

 Γενικές διατάξεις

1        Κατά το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης «ελέγχει επίσης τη νομιμότητα των πράξεων των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων».

2        Κατά το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «οι πράξεις για τη δημιουργία λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης μπορούν να προβλέπουν ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων αυτών των λοιπών οργάνων ή οργανισμών που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των εν λόγω προσώπων».

3        Ο κανονισμός (EK) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 207/2009 περί σημάτων), το οποίο ιδρύει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), ορίζει στο άρθρο του 122, με τον τίτλο «Έλεγχος της νομιμότητας»:

«1.      Η Επιτροπή ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του προέδρου του Γ[ΕΕΑ] για τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει έλεγχο νομιμότητας από άλλο Όργανο, καθώς και τη νομιμότητα των πράξεων της επιτροπής προϋπολογισμού, η οποία έχει συσταθεί παρά τω Γ[ΕΕΑ] σύμφωνα με το άρθρο 138.

2.      Ζητά την τροποποίηση ή την ανάκληση κάθε πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν δεν είναι νόμιμη.

3.      Κάθε πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ρητή ή σιωπηρή, μπορεί να παραπεμφθεί, προς έλεγχο νομιμότητας, ενώπιον της Επιτροπής, από κάθε κράτος μέλος, ή από οποιοδήποτε άμεσα και ατομικά ενδιαφερόμενο τρίτο. Η Επιτροπή πρέπει να επιληφθεί μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε για πρώτη φορά γνώση της αμφισβητούμενης πράξης. Η Επιτροπή αποφασίζει μέσα σε προθεσμία τριών μηνών Η μη λήψη απόφασης μέσα σε αυτήν την προθεσμία ισχύει ως σιωπηρή απορριπτική απόφαση.»

4        Κατά το άρθρο 124 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, με τίτλο «Αρμοδιότητες του προέδρου», μεταξύ άλλων:

«1.      Το Γ[ΕΕΑ] διευθύνεται από τον πρόεδρο.

2.      Για τον σκοπό αυτόν, ο πρόεδρος έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

[…]

γ)      καταρτίζει την κατάσταση των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων του Γ[ΕΕΑ] και εκτελεί τον προϋπολογισμό του·

[…]

στ)      μπορεί να μεταβιβάζει τις εξουσίες του.

3.      Ο πρόεδρος συνεπικουρείται από έναν ή περισσοτέρους αντιπροέδρους […]».

5        Κατά το άρθρο 143 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, με τίτλο «Δημοσιονομικές διατάξεις»:

«Η επιτροπή προϋπολογισμού θεσπίζει, αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τις εσωτερικές δημοσιονομικές διατάξεις και ιδίως τις λεπτομέρειες κατάρτισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Γ[ΕΕΑ]. Οι δημοσιονομικές διατάξεις βασίζονται στους δημοσιονομικούς κανονισμούς που έχουν θεσπιστεί για άλλους οργανισμούς που έχει συστήσει η [Ένωση], στο βαθμό που αυτό συμβιβάζεται με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Γ[ΕΕΑ].»

6        Το άρθρο 185, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή θεσπίζει δημοσιονομικό κανονισμό-πλαίσιο των οργανισμών οι οποίοι δημιουργούνται από τις Κοινότητες, διαθέτουν νομική προσωπικότητα και λαμβάνουν πράγματι επιδοτήσεις που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό. Η δημοσιονομική ρύθμιση αυτών των οργανισμών μπορεί να αποκλίνει από τον κανονισμό- πλαίσιο μόνον όταν το επιβάλλουν οι ειδικές απαιτήσεις της λειτουργίας τους και με προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.»

7        Κατά το άρθρο 74 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 72, διορθωτικό ΕΕ 2003, L 2, σ. 39), το οποίο τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 652/2008 της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2008 (ΕΕ L 181, σ. 23), «[ό]σον αφορά την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, εφαρμόζονται οι προσήκουσες διατάξεις του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού […] 2343/2002, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 4 έως 7 του παρόντος άρθρου».

 Κανονισμός CB‑3‑09 του ΓΕΕΑ

8        Κατά το άρθρο 33, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού CB‑3‑09 της επιτροπής προϋπολογισμού του ΓΕΕΑ, της 17ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση των δημοσιονομικών διατάξεων που εφαρμόζονται στο Γραφείο, «[ο] πρόεδρος του Γ[ΕΕΑ] ασκεί καθήκοντα διατάκτη» και «[ε]κτελεί τον προϋπολογισμό κατά τα έσοδα και τις δαπάνες, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις του Γ[ΕΕΑ], με δική του ευθύνη και εντός του ορίου των διαθέσιμων πιστώσεων».

9        Το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού CB‑3‑09 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[ο] πρόεδρος του Γ[ΕΕΑ] μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες του ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού σε υπαλλήλους του Γ[ΕΕΑ] που υπάγονται στον ΚΥΚ υπό τους όρους που προσδιορίζει και εντός των ορίων που καθορίζονται από την πράξη εξουσιοδοτήσεως».

10      Το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού CB‑3‑09 προβλέπει τα εξής:

«Όσον αφορά την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, εφαρμόζονται οι προσήκουσες διατάξεις του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού 2342/2002 με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 έως 7 του παρόντος άρθρου.»

 Ιστορικό της διαφοράς

11      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες [στο εξής: προσφεύγουσες], European Dynamics Luxembourg SA, European Dynamics Belgium SA και Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, δραστηριοποιούνται στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας και υποβάλλουν τακτικά προσφορές στο πλαίσιο δημόσιων διαγωνισμών τους οποίους διοργανώνουν διάφορα όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, μεταξύ των οποίων και το ΓΕΕΑ.

12      Με προκήρυξη της 15ης Ιανουαρίου 2011, το ΓΕΕΑ δημοσίευσε στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011/S 10-013995) πρόσκληση υποβολής προσφορών, υπ’ αριθ. AO/029/10, με τίτλο «Ανάπτυξη λογισμικού και υπηρεσίες συντήρησης». H προς ανάθεση σύμβαση αφορούσε την παροχή στο ΓΕΕΑ υπηρεσιών πληροφορικής για τη δημιουργία πρωτοτύπων, την ανάλυση, τον σχεδιασμό, τη γραφική απεικόνιση, την ανάπτυξη, τη δοκιμή και την εγκατάσταση των συστημάτων πληροφοριακών στοιχείων, καθώς και τη διάθεση της τεχνικής ενημερώσεως, την εκπαίδευση στη χρήση και τη διατήρηση των συστημάτων αυτών.

13      Κατά το σημείο II.1.4 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, ο διαγωνισμός αφορούσε την ανάθεση συμβάσεων-πλαισίων μέγιστης διάρκειας επτά ετών με τρεις παρόχους διαφορετικών τεχνολογιών πληροφοριών. Συναφώς, το σημείο 14.2 της συγγραφής υποχρεώσεων (παράρτημα I του φακέλου της προσκλήσεως υποβολής προσφορών) διευκρινίζει ότι οι εν λόγω συμβάσεις-πλαίσια πρέπει να συναφθούν χωριστά και κατά τον αποκαλούμενο μηχανισμό «προτεραιότητας». Ο μηχανισμός αυτός σημαίνει ότι, αν ο καταταγείς στην πρώτη θέση προσφέρων δεν είναι σε θέση να παράσχει τις απαιτούμενες υπηρεσίες, το ΓΕΕΑ θα απευθυνθεί στον δεύτερο, και ούτω καθεξής.

14      Κατά το σημείο IV.2.1 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η σύμβαση πρέπει να ανατεθεί στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά. Στο σημείο VI.4.1, προβλέπεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι το υπεύθυνο όργανο το οποίο επιλαμβάνεται των αμφισβητήσεων ενώ επιφορτισμένος με τις διαδικασίες διαμεσολαβήσεως είναι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής. Κατά το σημείο VI.4.2, η νομική βάση για κάθε προσφυγή είναι το άρθρο 118 του κανονισμού (EK) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1· νυν άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων), και ότι η Επιτροπή πρέπει να επιληφθεί συναφώς εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από της ημέρας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε για πρώτη φορά γνώση της επίμαχης πράξεως.

15      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφα που απηύθυναν στις 19 και 24 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου 2011 στο ΓΕΕΑ, κατήγγειλαν ορισμένες παρατυπίες απτόμενες των όρων και των λεπτομερειών της διαδικασίας του διαγωνισμού AO/029/10. Το ΓΕΕΑ απάντησε με έγγραφα της 28ης Ιανουαρίου και της 4ης Φεβρουαρίου 2011 απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς τους και εφιστώντας την προσοχή τους επί της δυνατότητας να υποβάλουν καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων.

16      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2011 προς το ΓΕΕΑ, επανέλαβαν τις επικρίσεις τους σχετικά με την έλλειψη σαφήνειας και την αμφισημία ορισμένων τεχνικών κριτηρίων τα οποία εκτίθενται στη συγγραφή υποχρεώσεων και του ζήτησαν να τα τροποποιήσει.

17      Με έγγραφο της 4ης Μαρτίου 2011, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν καταγγελία ενώπιον των Γενικών Διευθύνσεων (ΓΔ) «Εσωτερική αγορά» και «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής, καλώντας την Επιτροπή να εξετάσει τις ενέργειες του ΓΕΕΑ ως αναθέτουσας αρχής, μεταξύ άλλων, ως προς προβαλλόμενες παρατυπίες απτόμενες της διαχειρίσεως της διαδικασίας του διαγωνισμού AO/029/10 και των προηγούμενων συμβάσεων-πλαισίων συντηρήσεως υπ’ αριθ. 4020070018 τις οποίες το ΓΕΕΑ είχε αναθέσει τον Μάιο 2007, κατά τον μηχανισμό «προτεραιότητας», σε τρεις εταιρίες, μεταξύ των οποίων η τρίτη προσφεύγουσα.

18      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφα της 8ης και της 9ης Μαρτίου 2011 προς το ΓΕΕΑ, αμφισβήτησαν εκ νέου τους όρους και τις λεπτομέρειες της διαδικασίας του διαγωνισμού AO/029/10.

19      Στις 11 Μαρτίου 2011, η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε προσφορά σε απάντηση της προκηρύξεως διαγωνισμού της 15ης Ιανουαρίου 2011.

20      Με έγγραφο της 30ής Μαΐου 2011, η Επιτροπή ανέφερε στις προσφεύγουσες, αφενός, ότι θεωρούσε την καταγγελία ως υποβληθείσα εκπροθέσμως και, επομένως, μη δυνάμενη να εξεταστεί εκ μέρους της και, αφετέρου, ότι διαβίβασε ορισμένους από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ως εμπίπτοντες στην αρμοδιότητα της υπηρεσίας αυτής. Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2011, η OLAF πληροφόρησε το ΓΕΕΑ ότι θα αρχειοθετούσε την υπόθεση καθόσον αφορούσε άλλη προκήρυξη διαγωνισμού, επίσης δημοσιευθείσα στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011/S 55-089144).

21      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφο της 31ης Μαΐου 2011 προς την Επιτροπή, αμφισβήτησαν την απόρριψη της καταγγελίας τους ως εκπρόθεσμης και κάλεσαν εκ νέου την Επιτροπή να την εξετάσει.

22      Με έγγραφο της 11ης Αυγούστου 2011 (στο εξής: έγγραφο της επίμαχης ανακοινώσεως), το ΓΕΕΑ πληροφόρησε τις προσφεύγουσες περί του αποτελέσματος της διαδικασίας διαγωνισμού AO/029/10 (στο εξής: απόφαση περί αναθέσεως) και τους ανέφερε ότι δεν έκανε δεκτή την προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά. Στο έγγραφο αυτό περιλαμβανόταν επίσης συγκριτικός πίνακας εκθέτων τον αριθμό των βαθμών που δόθηκαν στην προσφορά αυτή και τον αριθμό των βαθμών που δόθηκε στις προσφορές των τριών προσφερόντων που συγκέντρωσαν την υψηλότερη βαθμολογία, αντιστοίχως.

23      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφο της 12ης Αυγούστου 2011, ζήτησαν από το ΓΕΕΑ να τους κοινοποιήσει, πρώτον, την ακριβή σύνθεση της κοινοπραξίας των επιλεγέντων προσφερόντων καθώς και τα ονόματα του ή των συνεργατών ή του ή των δυνητικών υπεργολάβων των εν λόγω προσφερόντων και τα ποσοστά της συμβάσεως που τους ανατέθηκαν, δεύτερον, τους βαθμούς που δόθηκαν στην προσφορά τους και στις προσφορές των επιλεγέντων προσφερόντων για καθένα από τα τεχνικά κριτήρια αναθέσεως, με λεπτομερή συγκριτική ανάλυση των δυνατών και αδύνατων σημείων των εν λόγω προσφορών ως προς κάθε επί μέρους κριτήριο, καθώς και διευκρίνιση των σχετικών προσόντων και πρόσθετων υπηρεσιών ή καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών που προτείνουν οι επιλεγέντες προσφέροντες σε σχέση με την προσφορά των προσφευγουσών, τρίτον, λεπτομερές αντίγραφο της εκθέσεως αξιολογήσεως, τέταρτον, τις οικονομικές προσφορές των επιλεγέντων προσφερόντων, όπως συγκρίθηκαν με την προσφορά των προσφευγουσών, και, πέμπτον, τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως ώστε να εξακριβωθεί η τυχόν ύπαρξη συγκρούσεως καθηκόντων. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες προέβαλαν την ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων όσον αφορά δύο από τους τρεις επιλεγέντες προσφέροντες καθώς και ορισμένες παρατυπίες στην εκ μέρους του ΓΕΕΑ εφαρμογή των οικονομικών κριτηρίων για την αξιολόγηση των οικονομικών προσφορών. Τέλος, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το ΓΕΕΑ να μη συνάψει σύμβαση με τους επιλεγέντες προσφέροντες μέχρι να λάβουν και να εξετάσουν τις απαντήσεις του ΓΕΕΑ.

24      Με έγγραφο της 26ης Αυγούστου 2011, το ΓΕΕΑ διαβίβασε στις προσφεύγουσες απόσπασμα της εκθέσεως αξιολογήσεως, στο οποίο περιλαμβανόταν η ποιοτική αξιολόγηση της προσφοράς τους σε σχέση με τρία κριτήρια, ήτοι την ποιότητα των υπηρεσιών συντηρήσεως λογισμικού, τον εμπορικό τομέα και την ποιότητα των υπηρεσιών προς τον πελάτη. Επιπλέον, τους γνωστοποίησε, αφενός, τα ονόματα των επιλεγέντων προσφερόντων και, αφετέρου, δύο πίνακες με τις βαθμολογίες που έλαβαν οι εν λόγω προσφέροντες και η πρώτη προσφεύγουσα, αντιστοίχως, για τις τεχνικές και οικονομικές προσφορές τους.

25      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφο της 29ης Αυγούστου 2011 προς την Επιτροπή, κατήγγειλαν ότι η Επιτροπή δεν είχε ακόμα εξετάσει τα στοιχεία επί των οποίων επέστησαν την προσοχή της με τα από 4 Μαρτίου και 31 Μαΐου 2011 έγγραφα. Εξάλλου, αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της αποφάσεως περί αναθέσεως λαμβανομένων υπόψη «νέων παρατυπιών» επελθουσών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού AO/029/10. Επομένως, οι επιλεγέντες στη δεύτερη και τρίτη θέση προσφέροντες έπρεπε να αποκλειστούν της διαδικασίας του διαγωνισμού λόγω, αφενός, της υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων και, αφετέρου, λόγω του ότι στην κοινοπραξία του τρίτου προσφέροντος περιλαμβανόταν επιχειρηματίας ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την προετοιμασία της συγγραφής υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες κάλεσαν την Επιτροπή να εξετάσει «τη διαδικασία αξιολογήσεως εκ μέρους του ΓΕΕΑ όσον αφορά τον διαγωνισμό AO/029/10 και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω διαδικασία συνάδει προς την εφαρμοστέα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

26      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφο της 2ας Σεπτεμβρίου 2011 προς το ΓΕΕΑ, κατήγγειλαν την ανεπάρκεια των προσκομισθέντων πληροφοριακών στοιχείων περί των αποτελεσμάτων της διαδικασίας του διαγωνισμού, ειδικότερα τη μη δημοσιοποίηση των αποσπασμάτων της εκθέσεως αξιολογήσεως που αφορούν τις προσφορές των επιλεγέντων προσφερόντων καθώς και την ακριβή σύνθεση των εν λόγω προσφερόντων. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι καταστρατηγήθηκε ο «οικονομικός τύπος» τον οποίο χρησιμοποίησε το ΓΕΕΑ για να αξιολογήσει τις οικονομικές προσφορές και επανέλαβαν τους προβληθέντες με τα προηγούμενα έγγραφά τους ισχυρισμούς.

27      Το ΓΕΕΑ, με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2011 προς τις προσφεύγουσες, έκανε μνεία της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της επίμαχης ανακοινώσεως και στο έγγραφο της 26ης Αυγούστου 2011 την οποία έκρινε επαρκή. Πάντως, δήλωσε ότι είναι έτοιμο να προσκομίσει συμπληρωματικές λεπτομέρειες περί των οικονομικών κριτηρίων και διαβίβασε συγκριτικό πίνακα. Όσον αφορά τον «οικονομικό τύπο» τον οποίο χρησιμοποίησε, το ΓΕΕΑ επισήμανε στις προσφεύγουσες ότι ο οικονομικός αυτός τύπος στηριζόταν σε μια υπόθεση εργασίας της οποίας οι συντελεστές σταθμίσεως εξαρτώνταν από την υφιστάμενη εντός του ΓΕΕΑ κατάσταση κατά τον χρόνο διαμορφώσεως των κριτηρίων αναθέσεως του διαγωνισμού.

28      Οι προσφεύγουσες, με έγγραφο της 16ης Σεπτεμβρίου 2011 προς το ΓΕΕΑ, επανέλαβαν τις επικρίσεις τους, έθεσαν υπό αμφισβήτηση την προσκομισθείσα διευκρίνιση περί της χρησιμοποιήσεως του «οικονομικού τύπου» βάσει υποθέσεως εργασίας, αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα της διαδικασίας διαγωνισμού AO/029/10 και κάλεσαν το ΓΕΕΑ να επανεξετάσει τη θέση του.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

30      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί αναθέσεως, όπως κοινοποιήθηκε με το έγγραφο της επίμαχης ανακοινώσεως, καθόσον απορρίπτει την προσφορά που υπέβαλε η πρώτη προσφεύγουσα·

–        να ακυρώσει όλες τις άλλες συναφείς αποφάσεις του ΓΕΕΑ, περιλαμβανομένων των σχετικών με την ανάθεση της οικείας συμβάσεως στους προσφέροντες που είχαν καταταγεί από την πρώτη έως την τρίτη σειρά στον μηχανισμό «προτεραιότητας»·

–        να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να καταβάλει αποζημίωση ύψους 67 500 000 ευρώ προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι προσφεύγουσες από την επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού·

–        να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να καταβάλει αποζημίωση ύψους 67 500 000 ευρώ προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι προσφεύγουσες από την απώλεια ευκαιρίας και προς ικανοποίηση της βλάβης που υπέστησαν η φήμη και η αξιοπιστία τους·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

31      Προς στήριξη των αιτήσεών τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους, οι οποίοι εν μέρει υποδιαιρούνται σε πολλά σκέλη. Ο πρώτος λόγος αντλείται από αθέτηση εκ μέρους του ΓΕΕΑ της υποχρεώσεώς του αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, διότι παρέσχε στις προσφεύγουσες ανεπαρκείς πληροφορίες και εξηγήσεις ως προς τη συλλογιστική βάσει της οποίας η αναθέτουσα αρχή κατέληξε στη λήψη της αποφάσεως περί αναθέσεως. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πολλά πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη χρησιμοποίηση νέων ή αγνώστων και αντίθετων προς τη συγγραφή υποχρεώσεων κριτηρίων αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν διευκρινιστεί επαρκώς (πρώτο σκέλος), τη χρησιμοποίηση εσφαλμένου οικονομικού τύπου ο οποίος δημιούργησε στρεβλώσεις (δεύτερο σκέλος) και καταστρατηγήθηκε από τους επιλεγέντες προσφέροντες (τρίτο σκέλος), καθώς και την τροποποίηση του αντικειμένου της συμβάσεως (τέταρτο σκέλος). Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, μεταξύ άλλων, λόγω του ότι δεν αποκλείστηκαν οι ευρισκόμενοι σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων επιλεγέντες προσφέροντες, από παράβαση των άρθρων 93, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, 94 και 96 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, των άρθρων 133α και 134β του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1), και από παραβίαση της αρχής της «χρηστής διοικήσεως».

32      Το ΓΕΕΑ, με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2012, προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου κατά των αιτημάτων ακυρώσεως και αποζημιώσεως. Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν παρατηρήσεις επί της εν λόγω ενστάσεως στις 26 Απριλίου 2012.

33      Με την ένσταση απαραδέκτου, το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τα αιτήματα ακυρώσεως και αποζημιώσεως ως προδήλως απαράδεκτα·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

34      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου της προσφυγής, οι προσφεύγουσες επιβεβαιώνουν τα προβληθέντα με το δικόγραφο της προσφυγής αιτήματά τους και ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου και να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.

 Σκεπτικό

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

35      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως.

36      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί της ενστάσεως απαραδέκτου ή επιφυλάσσεται να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει αρκούντως διαφωτιστεί από τα έγγραφα της δικογραφίας ώστε να αποφανθεί επί της εν λόγω ενστάσεως. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει συναφώς λόγος να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

 Επί του παραδεκτού των ακυρωτικών αιτημάτων

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Στο πλαίσιο της ενστάσεώς του απαραδέκτου, το ΓΕΕΑ προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου των ακυρωτικών αιτημάτων. Πρώτον, η ένδικη προσφυγή ασκήθηκε πρόωρα. Κατά το ΓΕΕΑ, η κίνηση της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 122, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, είναι υποχρεωτικό στάδιο πριν από την προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Εφόσον, εν προκειμένω, η προσφυγή αυτή ασκήθηκε πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης στο εν λόγω άρθρο προθεσμίας, είναι πρόωρη και επομένως απαράδεκτη. Το αυτό ισχύει ακόμα και αν ο διοικητικός έλεγχος από την Επιτροπή θεωρηθεί προαιρετικός, εφόσον, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν πράγματι καταγγελία βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων. Δεύτερον, επικουρικώς, το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι δεν νομιμοποιείται παθητικώς, δεδομένου ότι, κατόπιν της περατώσεως της διοικητικής διαδικασίας βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, η προσφυγή όφειλε να ασκηθεί κατά της Επιτροπής. Τρίτον, έτι επικουρικότερον, το ΓΕΕΑ ισχυρίστηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για να επιληφθεί της προσφυγής. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο έλεγχος τον οποίο πρέπει να διενεργήσει η Επιτροπή κατά το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων είναι μόνον προαιρετικός, η καταγγελία και η προσφυγή, των οποίων επιλαμβάνονται η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο, αντιστοίχως, στηρίζονται επί των ιδίων πραγματικών περιστατικών και επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς, οπότε η καταγγελία, η οποία υποβλήθηκε προγενέστερα, προέχει της ένδικης προσφυγής. Επομένως, η ένδικη αυτή προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη ratione temporis.

38      Προκαταρκτικώς, το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με τις κρίσιμες για την υπόθεση δημοσιονομικές διατάξεις, η προσβαλλόμενη απόφαση περί αναθέσεως είναι πράξη του προέδρου του ΓΕΕΑ. Εν προκειμένω, ο πρόεδρος αυτός ανέθεσε τη διοικητική εξουσία του στον αντιπρόεδρο του ΓΕΕΑ, M. Archambeau, ο οποίος υπέγραψε την απόφαση περί αναθέσεως. Επιπλέον, η μνεία του άρθρου 118 του κανονισμού 40/94 στο σημείο VI.4.1 της προκηρύξεως του διαγωνισμού πρέπει να νοηθεί ως μνεία του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων.

39      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο απαραδέκτου, ο οποίος αντλείται από τον πρόωρο χαρακτήρα των ακυρωτικών αιτημάτων, πρώτον, το ΓΕΕΑ προβάλλει ότι η κίνηση της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, κατά το άρθρο 122, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, είναι αναγκαία προϋπόθεση για την κατάθεση ένδικης προσφυγής. Επομένως, για να είναι παραδεκτή, η προσφυγή αυτή πρέπει να ασκηθεί μετά το τέλος της διοικητικής διαδικασίας. Δεύτερον, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η διοικητική διαδικασία για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 122, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων είναι προαιρετική, η ένδικη προσφυγή είναι, εντούτοις, πρόωρη λόγω του ότι οι προσφεύγουσες κίνησαν εκ προθέσεως τη διοικητική διαδικασία βάσει της διατάξεως αυτής.

40      Το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι, στις 29 Αυγούστου 2011, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν ενώπιον της Επιτροπής καταγγελία κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως, η οποία ελήφθη στο τέλος της διαδικασίας διαγωνισμού AO/029/110, και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, η Επιτροπή μπορούσε να λάβει συναφώς απόφαση μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2011. Δυνάμει του άρθρου 122, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, η μη λήψη τυπικής αποφάσεως της Επιτροπής αντιστοιχεί με σιωπηρή απόρριψη της καταγγελίας (διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2009, T‑176/08 και T‑188/08, infeurope κατά Επιτροπής, που δεν έχουν δημοσιευθεί στη Συλλογή, αντιστοίχως, σκέψεις 38 και 39 και 34 και 35), οπότε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, βάσει του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά της εν λόγω αποφάσεως της σιωπηρής απορρίψεως της καταγγελίας άρχισε να κινείται από τις 29 Νοεμβρίου 2011.

41      Το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων πρέπει να ερμηνευθεί επίσης, υπό το πρίσμα του άρθρου 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει παρέκκλιση για τους οργανισμούς της Ένωσης όσον αφορά τον άμεσο έλεγχο της νομιμότητας των πράξεών τους από τα δικαστήρια της Ένωσης. Κατά το ΓΕΕΑ, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, οι κατά το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ειδικές προϋποθέσεις πρέπει να νοηθούν ως αφορώσες τις διαδικασίες ελέγχου της νομιμότητας που είναι υποχρεωτικές ή προαιρετικές όσον αφορά τα προβλεπόμενα στάδιά τους για την άσκηση προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Όταν οι ειδικές αυτές προϋποθέσεις, όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, είναι υποχρεωτικές, ο ιδιώτης πρέπει οπωσδήποτε να τις τηρεί πριν από την άσκηση της προσφυγής αυτής.

42      Κατά το ΓΕΕΑ, η βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων διοικητική διαδικασία είναι υποχρεωτική, οπότε δεν μπορεί να κινηθεί καμία ένδικη διαδικασία ενόσω είναι εκκρεμής η διοικητική αυτή διαδικασία. Ο υποχρεωτικός αυτός χαρακτήρας δικαιολογείται από τις αρχές της οικονομίας της δίκης και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, οι οποίες απαιτούν την «αποφασιστική» παρέμβαση της Επιτροπής εντός σύντομης προθεσμίας, χωρίς να υποβληθούν σε έξοδα οι διάδικοι. Το Γενικό Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, αφενός, ότι ο διοικητικός έλεγχος της Επιτροπής κατά τη διάταξη αυτή αποτελεί προαπαιτούμενο για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ. διατάξεις infeurope κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, αντιστοίχως, σκέψεις 38 και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, αφετέρου, ότι η εν λόγω διάταξη θεσπίζει μηχανισμό ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων του προέδρου του ΓΕΕΑ, μεταξύ άλλων, στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, ως προς τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει έλεγχο της νομιμότητας από άλλο όργανο (βλ. διατάξεις infeurope κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, αντιστοίχως, σκέψεις 37 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το ΓΕΕΑ διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν έχει σημασία ότι η νομολογία αυτή χρονολογείται από τον χρόνο ισχύος του άρθρου 230 ΕΚ και ότι δεν κάνει καμία συγκεκριμένη μνεία στις προσφυγές ακυρώσεως κατά των αποφάσεων των οργανισμών, των οποίων το παραδεκτό έχει ακριβώς αναγνωριστεί από τη νομολογία, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

43      Από τα προεκτεθέντα στοιχεία, το ΓΕΕΑ συνάγει ότι η ασκηθείσα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή ακυρώσεως είναι απαράδεκτη, καθόσον συνεπάγεται την καταστρατήγηση των συγκεκριμένων και αναγκαίων προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, οι οποίες μνημονεύονταν ρητώς στο σημείο VI.4.2 της προκηρύξεως διαγωνισμού και των οποίων έκαναν χρήση οι προσφεύγουσες καταθέτοντας την καταγγελία τους στις 29 Αυγούστου 2011. Το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι, πράγματι, η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2011, ήτοι πριν από τη λήξη της ενώπιον της Επιτροπής διοικητικής διαδικασίας, η οποία μπορούσε να διαρκέσει μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 2011.

44      Κατά το ΓΕΕΑ, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η διοικητική διαδικασία βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων πρέπει να χαρακτηριστεί προαιρετική, όπερ δεν συμβαίνει, τα αιτήματα ακυρώσεως θα είναι πάντως απαράδεκτα, εφόσον υποβλήθηκαν πρόωρα. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ο προβαλλόμενος προαιρετικός χαρακτήρας δεν ασκεί επιρροή λόγω του ότι οι προσφεύγουσες, εκ προθέσεως, επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν τη διοικητική αυτή προσφυγή και, περαιτέρω, να μην αναμείνουν τη θέτουσα τέλος στη διαδικασία αυτή απόφαση της Επιτροπής πριν να ασκήσουν την ένδικη προσφυγή τους. Συνεπώς, τα αιτήματα ακυρώσεως είναι απαράδεκτα ανεξαρτήτως του υποχρεωτικού ή προαιρετικού χαρακτήρα του διοικητικού ελέγχου της Επιτροπής, δεδομένου ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η προσφυγή ασκήθηκε πριν από το τέλος της συναφώς προβλεπόμενης διοικητικής διαδικασίας.

45      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο απαραδέκτου, ο οποίος αντλείται από έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως του ΓΕΕΑ, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. διατάξεις infeurope κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, αντιστοίχως, σκέψεις 39 και 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), οι προσφεύγουσες όφειλαν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της καταγγελίας της Επιτροπής και όχι κατά της αποφάσεως του ΓΕΕΑ περί αναθέσεως, οπότε τα αιτήματα ακυρώσεως πρέπει εν πάση περιπτώσει να κριθούν απαράδεκτα.

46      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο απαραδέκτου, ο οποίος αντλείται από την αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, το ΓΕΕΑ επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι ο διοικητικός έλεγχος της νομιμότητας εκ μέρους της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, στηρίζεται επί των ιδίων πραγματικών περιστατικών με αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ένδικης διαδικασίας και επιδιώκει τους ίδιους σκοπούς με την εν λόγω ένδικη διαδικασία. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε τη βούληση να παράσχει στους ιδιώτες, με τη διοικητική διαδικασία του άρθρου 122 του ίδιου κανονισμού εναλλακτική δυνατότητα προσφυγής σε σχέση με την προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης προς προστασία των συμφερόντων τους (βλ. διατάξεις infeurope κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, αντιστοίχως, σκέψεις 38 και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Το ΓΕΕΑ συνάγει εξ αυτού ότι, ακόμα και αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων διαδικασία δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, η διαδικασία αυτή «υποκαθιστά» την ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διαδικασία. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς την ενώπιον του Διαμεσολαβητή διαδικασία, ένας προσφεύγων εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ελευθέρως, μεταξύ των δύο δυνατοτήτων προσφυγής, αυτήν η οποία εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά του. Ωστόσο, όταν εκδίδεται απόφαση στο τέλος της διαδικασίας μιας από τις εν λόγω δύο προσφυγές, αποκλείεται η άσκηση της άλλης. Κατά το ΓΕΕΑ, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής κατά το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων πριν να ασκήσουν τη βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή, δεν μπορούν πλέον να ασκήσουν την προσφυγή αυτή και πρέπει να κριθεί απαράδεκτη για τον λόγο ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο ratione temporis για να αποφανθεί συναφώς.

48      Οι προσφεύγουσες ζητούν την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου. Αμφισβητούν, αφενός, τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων στην υπό κρίση υπόθεση και, αφετέρου, τον πρόωρο χαρακτήρα της προσφυγής τους, τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της προηγούμενης διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, την έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως του ΓΕΕΑ καθώς και την αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου.

2.     Επί της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης να αποφαίνεται επί προσφυγών στρεφομένων κατά των πράξεων του ΓΕΕΑ

49      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει, πρώτον, τον τρίτο λόγο απαραδέκτου, δηλαδή το ζήτημα αν –ανεξαρτήτως του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων– ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί προσφυγών στρεφομένων κατά των πράξεων του ΓΕΕΑ.

50      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, όπως εισήχθη με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας και ισχύει από την 1η Δεκεμβρίου 2009, θεσπίζει νέα διάταξη πρωτογενούς δικαίου, κατά την οποία ο δικαστής της Ένωσης «ελέγχει επίσης τη νομιμότητα των πράξεων των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων». Η διάταξη αυτή συμπληρώνει ένα σημαντικό κενό του οικείου άρθρου, ως ίσχυε πριν, ήτοι του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, και, επομένως, στο κωδικοποιημένο σύστημα των μέσων παροχής ενδίκου προστασίας της Συνθήκης, προβλέπει ρητώς ότι είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, πέραν των πράξεων των οργάνων αυτών υπό την έννοια του άρθρου 13 ΣΕΕ, οι νομικώς δεσμευτικές πράξεις των εν λόγω οργάνων ή οργανισμών (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑411/06, Sogelma κατά ΕΥΑ, Συλλογή 2008, σ. II‑2771, σκέψεις 33 επ. ειδικότερα σκέψη 36, παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1339).

51      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δυνάμει του άρθρου 115, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, το ΓΕΕΑ αποτελεί οργανισμό της Ένωσης κατά το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ.

52      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των προσφυγών ακυρώσεως οι οποίες ασκούνται κατά των πράξεων του ΓΕΕΑ, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι πράξεις του προέδρου του στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

3.     Επί του περιεχομένου του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων

53      Δεύτερον, πρέπει να εκτιμηθεί αν και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό η δικαστική αυτή αρμοδιότητα περιορίζεται ή διαμορφώνεται από το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων.

54      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τον τίτλο «Έλεγχος της νομιμότητας», το άρθρο 122, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι «[η] Επιτροπή ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του προέδρου του Γ[ΕΕΑ] για τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει έλεγχο νομιμότητας από άλλο όργανο […]». Επομένως, το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής εξαρτάται ρητώς από την ανυπαρξία ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων του προέδρου του ΓΕΕΑ από άλλο όργανο. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο, ως ένα από τα δικαιοδοτικά όργανα τα οποία συναποτελούν το Δικαστήριο κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, ΣΕΕ, αποτελεί «άλλο όργανο», καθόσον ασκεί έλεγχο της νομιμότητας σύμφωνα με το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ.

55      Συνεπώς, προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται το ΓΕΕΑ, η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων και, επομένως, μεταξύ άλλων, η παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του άρθρου αυτού κατά την οποία «[η] Επιτροπή πρέπει να επιληφθεί μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε για πρώτη φορά γνώση της αμφισβητούμενης πράξης» δεν είναι εφαρμοστέα. Κατά συνέπεια, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι είτε η εξέταση από την Επιτροπή καταγγελίας κατά πράξεως του προέδρου του ΓΕΕΑ είτε η κίνηση διοικητικής διαδικασίας συναφώς, είτε τυχόν ρητή ή σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής επί της εν λόγω καταγγελίας αποτελούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, αναγκαίες, και μάλιστα απτόμενες του παραδεκτού, προϋποθέσεις για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά της πράξεως αυτής, βάσει του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, και τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

56      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων. Συγκεκριμένα, όταν στο κείμενο των κανόνων του πρωτογενούς δικαίου, που διέπει το σύστημα της δικαστικής προστασίας της Συνθήκης, υπάρχει ακόμη το παρατεθέν στη σκέψη 50 ανωτέρω κενό, η αναγνώριση στην Επιτροπή καθήκοντος ελέγχου της νομιμότητας, όπως του προβλεπόμενου στο άρθρο 122 του ίδιου κανονισμού, ανταποκρίνεται στην ανάγκη την οποία διέγνωσε ο νομοθέτης της Ένωσης να προκληθεί η έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής προκειμένου οι πράξεις τις οποίες εκδίδουν τα όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης να καταστούν, τουλάχιστον εμμέσως, δεκτικές προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Επομένως, η διατύπωση «των πράξεων […] για τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει έλεγχο νομιμότητας από άλλο Όργανο» επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για τη χορήγηση στην Επιτροπή συμπληρωματικής και επικουρικής εξουσίας ελέγχου προκειμένου να διασφαλισθεί η πρόσβαση στον δικαστή της Ένωσης τουλάχιστον μέσω της ρητής ή σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής κατά το άρθρο 122, παράγραφος 3, τρίτη και τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων. Ωστόσο, το αργότερο μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, ο σκοπός αυτός απώλεσε τον λόγο υπάρξεώς του και δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον προβαλλόμενο υποχρεωτικό χαρακτήρα της βάσει του άρθρου 122 του εν λόγω κανονισμού διαδικασίας ως προηγούμενου σταδίου της προσφυγής στον δικαστή της Ένωσης.

57      Προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου, το ΓΕΕΑ διατείνεται εντούτοις ότι, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων πρέπει επίσης να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «[ο]ι πράξεις για τη δημιουργία λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης μπορούν να προβλέπουν ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων αυτών των λοιπών οργάνων ή οργανισμών που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των εν λόγω προσώπων».

58      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για τους εκτεθέντες στη σκέψη 55 ανωτέρω λόγους, εν προκειμένω, το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων δεν δύναται να εφαρμοστεί, με αποτέλεσμα τα προβλεπόμενα σε αυτό κριτήρια να μη μπορούν να θεωρηθούν ως «ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές» κατά το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

59      Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, όπως την καθιερώνει το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψεις 49 και 52 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, κάθε αντίθετη ερμηνεία δύναται να θίξει τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ, αφενός, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας και, αφετέρου, της δικαστικής εξουσίας, ο οποίος αποτελεί τη βάση των άρθρων 13 ΣΕΕ έως 19 ΣΕΕ, καθώς και το αποκλειστικό καθήκον του δικαστή της Ένωσης να εξασφαλίζει «την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών», όπως απαιτείται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, ΣΕΕ. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθώς και το γράμμα του άρθρου 122, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, κατά το οποίο η Επιτροπή «[ζ]ητά την τροποποίηση ή την ανάκληση κάθε πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν δεν είναι νόμιμη», προϋποθέτει εκ μέρους του θεσμικού αυτού οργάνου διαπίστωση παρανομίας και, επομένως, πραγματική κρίση περί της νομιμότητας των πράξεων του προέδρου του ΓΕΕΑ όπως και η κρίση ενός δικαστή. Ομοίως, το χωρίο της παραγράφου 3, πρώτη περίοδος, του εν λόγω άρθρου σύμφωνα με το οποίο «[κ]άθε πράξη, […] μπορεί να παραπεμφθεί, προς έλεγχο νομιμότητας, ενώπιον της Επιτροπής, από κάθε κράτος μέλος, ή από οποιοδήποτε άμεσα και ατομικά ενδιαφερόμενο τρίτο» αποδεικνύει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπούσε στο να παράσχει στην Επιτροπή εξουσία ελέγχου προσομοιάζουσα στο έργο του δικαστή κατά το άρθρο 230, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Ωστόσο, μολονότι, από την άποψη του εν λόγω νομοθέτη, κατά την ημερομηνία θεσπίσεως του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων η εξουσία αυτή ελέγχου της νομιμότητας που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί ότι καλύπτει τυχόν κενό του συστήματος της δικαστικής προστασίας της Συνθήκης, η εν λόγω εξουσία, εν πάση περιπτώσει, απώλεσε τον λόγο υπάρξεώς της κατόπιν της ενάρξεως ισχύος του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω).

60      Επιπλέον, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αφορά περίπτωση όπως αυτή την οποία προβλέπει το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, το οποίο αναθέτει εξουσία ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων εκτός οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης σε εξωτερικό όργανο. Αντιθέτως, τα κατά το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κριτήρια περί «ειδικών προϋποθέσεων και πρακτικών» έχουν την έννοια ότι παραπέμπουν στη θέσπιση από το εν λόγω όργανο ή οργανισμό αμιγώς εσωτερικών προϋποθέσεων και λεπτομερειών εφαρμογής, πριν από την ένδικη προσφυγή, και διέπουν, μεταξύ άλλων, τη λειτουργία ενός μηχανισμού αυτοελέγχου ή τη διεξαγωγή διαδικασίας συμβιβασμού για να προετοιμασθεί ή να αποφευχθεί η επίλυση των διαφορών ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Επομένως, στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, τα άρθρα 33 και 34 της αποφάσεως 2007/497/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση των κανόνων περί αναθέσεως συμβάσεων (ΕΕ L 184, σ. 34), προβλέπουν προηγούμενο εσωτερικό μέσο παροχής ενδίκου προστασίας ενώπιον αρχής εποπτείας των δημόσιων συμβάσεων (Procurement Review Body), αναγνωρίζοντας συγχρόνως την αποκλειστική και αυτοτελή αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να κρίνει τις δημιουργούμενες μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και ενός προσφέροντος διαφορές.

61      Τέλος, καθόσον το ΓΕΕΑ επικαλείται, προς στήριξη της ενστάσεώς του απαραδέκτου, τις διατάξεις infeurope κατά Επιτροπής (σκέψη 40 ανωτέρω, αντιστοίχως, σκέψεις 37 και 38 και 33 και 34), με τις οποίες, κατ’ ουσίαν, κρίθηκε ότι η πρόβλεψη στο άρθρο 118, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 122, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων) προθεσμίας για να επιληφθεί η Επιτροπή διοικητικής προσφυγής μαρτυρεί τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της διοικητικής αυτής διαδικασίας, πριν από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, αρκεί να σημειωθεί ότι η προγενέστερη αυτή νομολογία είναι πλέον παρωχημένη μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψεις 49 και 52 ανωτέρω).

62      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα του ΓΕΕΑ ότι η κίνηση της βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων διοικητικής διαδικασίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, επομένως, προϋπόθεση παραδεκτού της λόγω προσφυγής.

4.     Επί του κρισίμου χαρακτήρα του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες κίνησαν τη βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων διαδικασία

63      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες, εκ προθέσεως, κίνησαν τη βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων διοικητική διαδικασία υποβάλλοντας, με το από 29 Αυγούστου 2011 έγγραφό τους, καταγγελία στην Επιτροπή, όφειλαν να αναμείνουν την έκβαση της διαδικασίας αυτής πριν από την άσκηση ένδικης προσφυγής, η οποία, επιπλέον, όφειλε να στραφεί κατά της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής. Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι κατέθεσαν τέτοια καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων.

64      Εν προκειμένω, δεν απαιτείται να κριθεί το ζήτημα αν το έγγραφο των προσφευγουσών της 29ης Αυγούστου 2011 αποτελεί καταγγελία κατά το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι πρόκειται περί αυτού, από τις εκτεθείσες στις σκέψεις 49 έως 62 ανωτέρω αναλύσεις προκύπτει ότι η κίνηση διαδικασίας καταγγελίας ενώπιον της Επιτροπής δεν μπορεί να παρακωλύει τις προσφεύγουσες να καταθέσουν, εντός των προβλεπομένων στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προθεσμιών, προσφυγή κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως, όπως κοινοποιήθηκε με το έγγραφο της επίμαχης ανακοινώσεως. Συγκεκριμένα, πλην της επικλήσεως του γράμματος του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, το οποίο δεν είναι εν προκειμένω εφαρμοστέο (βλ. σημείο 55 ανωτέρω) και της παρωχημένης νομολογίας από τις διατάξεις infeurope κατά Επιτροπής (σκέψη 40 ανωτέρω), το ΓΕΕΑ δεν προβάλλει κανένα νομικό έρεισμα όσον αφορά τον εν λόγω περιορισμό του δικαιώματος των προσφευγουσών για την άσκηση αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389). Αντιθέτως, λαμβανομένων υπόψη των εκτεθέντων στις σκέψεις 49 έως 62 ανωτέρω αναλύσεων, οι προσφεύγουσες θα εκτίθεντο σε σημαντικό κίνδυνο παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως του ΓΕΕΑ αν περιορίζονταν να προβάλουν την αμφισβήτησή τους μόνον ενώπιον της Επιτροπής.

65      Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνον ότι οι προσφεύγουσες ενέμειναν, με το από 29 Αυγούστου 2011 έγγραφό τους, στην εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της από 4 Μαρτίου 2011 καταγγελίας τους δεν μπορεί να καταστήσει απαράδεκτα τα αιτήματα ακυρώσεως που υπέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

5.     Συνέπειες για την εκτίμηση των προβληθέντων λόγων απαραδέκτου

66      Κατόπιν των εκτεθέντων στις σκέψεις 49 έως 62 ανωτέρω αναλύσεων, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφυγή των προσφευγουσών, καθόσον περιλαμβάνει ακυρωτικά αιτήματα, δεν είναι ούτε πρόωρη ούτε απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος απαραδέκτου. Το αυτό ισχύει για τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο απαραδέκτου, καθόσον η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου τόσο επί της ουσίας όσο και ratione temporis απορρέει άμεσα από το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ και όχι, κατά τρόπο απλώς έμμεσο, από το άρθρο 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων, το οποίο, λόγω της μη δυνατότητας εφαρμογής του, δεν μπορεί να περιορίσει την εν λόγω αρμοδιότητα. Εξ αυτού προκύπτει επίσης ότι, εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ έχει την ιδιότητα του καθού στην παρούσα διαφορά και το παραδεκτό των ακυρωτικών αιτημάτων δεν εξαρτάται από προγενέστερη διοικητική προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής βάσει του άρθρου 122 του ίδιου κανονισμού.

67      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου καθόσον αφορά τα ακυρωτικά αιτήματα.

 Γ –     Επί του παραδεκτού των αιτημάτων αποζημιώσεως

68      Το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι, λόγω του απαραδέκτου των ακυρωτικών αιτημάτων, τα αιτήματα αποζημιώσεως πρέπει επίσης να κριθούν απαράδεκτα. Επικουρικώς, το ΓΕΕΑ ζητεί να κριθούν απαράδεκτα ή προδήλως στερούµενα παντελώς νοµικής βάσεως τα αιτήματα αποζημιώσεως, δυνάμει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, λόγω αθετήσεως των επιταγών του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του ίδιου Κανονισμού. Συγκεκριμένα, καθόσον στο δικόγραφο της προσφυγής δεν περιγράφονται ούτε καν συνοπτικώς οι νομικοί ισχυρισμοί ή τα κατά νόμο στοιχεία επί των οποίων βασίζονται τα αιτήματα αποζημιώσεως, δεν πληρούται η απαίτηση ότι στο δικόγραφο αυτό πρέπει να αναφέρεται η φύση και η σημασία της ζημίας με επαρκή σαφήνεια. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την προβαλλόμενη μη σύννομη συμπεριφορά και δεν διευκρινίζουν με επαρκή σαφήνεια τη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας την οποία υπέστησαν.

69      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι τα αιτήματά τους αποζημιώσεως είναι απαράδεκτα.

70      Πρώτον, αρκεί να σημειωθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτεθέντων στις σκέψεις 49 έως 68 ανωτέρω αναλύσεων, το επιχείρημα του ΓΕΕΑ, ότι το απαράδεκτο των αιτημάτων αποζημιώσεως απορρέει άμεσα από το απαράδεκτο των αιτήσεων ακυρώσεως, πρέπει να απορριφθεί.

71      Δεύτερον, όσον αφορά το επικουρικό επιχείρημα, το οποίο αντλείται από αθέτηση των επιταγών του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εμφαίνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία προς στήριξή της. Προς διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή ή αγωγή, πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου. Ειδικότερα, για να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από όργανο της Ένωσης πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο αυτό και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και να προσδιορίζει τη φύση και την έκταση της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 2010, T‑16/04, Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. II‑211, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Ωστόσο, εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι οι προσφεύγουσες αθέτησαν τις εν λόγω τυπικές επιταγές στο δικόγραφο της προσφυγής τους, καθόσον το εν λόγω δικόγραφο περιλαμβάνει επαρκή στοιχεία, βάσει των οποίων καθίσταται δυνατή η εξατομίκευση της προσαπτομένης στο ΓΕΕΑ παράνομης συμπεριφοράς, οι λόγοι για τους οποίους οι προσφεύγουσες φρονούν ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και των ζημιών που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν καθώς και η φύση και η έκταση των ζημιών αυτών. Συγκεκριμένα, χωρίς να χρειάζεται να προδικαστεί η βασιμότητα των αιτημάτων αποζημιώσεως, οι προσφεύγουσες εκθέτουν επί μακρόν τα διάφορα αυτά στοιχεία, στα σημεία 126 έως 155 του δικογράφου της προσφυγής τους, με χωριστό τίτλο «Αποζημίωση», στηριζόμενες στους λόγους περί ελλείψεως νομιμότητας τους οποίους ανέπτυξαν προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων τους (σημεία 126, 133 έως 136 και 140), εξηγώντας την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας (σημείο 137) και διευκρινίζοντας τη φύση και την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας η οποία προκύπτει από τις μη σύννομες συμπεριφορές (σημεία 139 και 141 έως 148 σχετικά με την απώλεια της συμβάσεως, και σημεία 150 έως 155). Συνεπώς, εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα φρονεί το ΓΕΕΑ, το Γενικό Δικαστήριο δεν πρόκειται να αναζητήσει και να προσδιορίσει, μεταξύ των διαφόρων αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων, αυτή ή αυτές τις οποίες οι προσφεύγουσες προτίθενται να δεχθούν ως αποτελούσες το έρεισμα των αιτημάτων αποζημιώσεως, και μάλιστα να εκτιμήσει και να εξακριβώσει την ύπαρξη τυχόν αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ή των συμπεριφορών τις οποίες αφορούν η αιτίαση ή οι αιτιάσεις αυτές και οι προβαλλόμενες ζημίες (βλ., συναφώς, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2012, T‑301/11, Ben Ali κατά Συμβουλίου, σκέψεις 72 επ.), όπερ θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόρριψη των εν λόγω αιτημάτων αποζημιώσεως ως απαράδεκτων βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

73      Τρίτον, εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως στερούνται προδήλως και παντελώς νομικής βάσεως, δυνάμει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, οπότε το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον δεν προεβλήθη συναφώς κανένας αμυντικός ισχυρισμός του ΓΕΕΑ, επίσης και ως προς την προβαλλόμενη παράνομη συμπεριφορά του, στο παρόν στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να κρίνει οριστικώς τη βασιμότητα των διαφόρων λόγων περί ελλείψεως της νομιμότητας τους οποίους προέβαλαν οι προσφεύγουσες (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

74      Συνεπώς, οι λόγοι απαραδέκτου τους οποίους επικαλείται το ΓΕΕΑ κατά των αιτημάτων αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

75      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα αιτήματα ακυρώσεως και αποζημιώσεως είναι παραδεκτά και πρέπει να απορριφθεί η εγερθείσα από το ΓΕΕΑ ένσταση απαραδέκτου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

76      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την ένσταση απαραδέκτου.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 12 Σεπτεμβρίου 2013.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Azizi

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Α –   Γενικές διατάξεις

Β –   Κανονισμός CB‑3‑09 του ΓΕΕΑ

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α –   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Β –   Επί του παραδεκτού των ακυρωτικών αιτημάτων

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Επί της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης να αποφαίνεται επί προσφυγών στρεφομένων κατά των πράξεων του ΓΕΕΑ

3. Επί του περιεχομένου του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων

4. Επί του κρισίμου χαρακτήρα του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες κίνησαν τη βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού 207/2009 περί σημάτων διαδικασία

5. Συνέπειες για την εκτίμηση των προβληθέντων λόγων απαραδέκτου

Γ –   Επί του παραδεκτού των αιτημάτων αποζημιώσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.