Language of document : ECLI:EU:C:2016:226

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 7ης Απριλίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑70/15

Emmanuel Lebek

[αίτηση του Sąd Najwyższy (Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός 44/2001— Άρθρο 34, σημείο 2 — Έννοια της δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά αποφάσεως — Κανονισμός 1393/2007 — Άρθρο 19 — Απαλλαγή από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας»





I –    Εισαγωγή

1.        Το Δικαστήριο έχει φέτος ήδη για δεύτερη φορά την ευκαιρία να εξετάσει τις αντιρρήσεις τις οποίες δύναται να προβάλει ο εναγόμενος κατά αιτήσεως κηρύξεως της εκτελεστότητας μιας δικαστικής αποφάσεως βάσει του κανονισμού 44/2001 (2). Στο επίκεντρο της υποθέσεως Meroni (3) βρίσκεται η ένσταση περί προσβολής της δημόσιας τάξεως κατ’ άρθρο 34, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού, ενώ η προκείμενη υπόθεση αφορά το έτι σημαντικότερο στη νομική πράξη άρθρο 34, σημείο 2. Η εν λόγω διάταξη καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένες ελλείψεις κατά την κοινοποίηση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου δύνανται να εμποδίζουν την εν συνεχεία αναγνώριση και κήρυξη ως εκτελεστής μιας αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος.

2.        Καίτοι η βασική σύλληψη του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 ανάγεται στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών) (4), το κανονιστικό περιεχόμενο της διατάξεως έχει υποστεί έκτοτε σημαντικές μεταβολές. Υπό το καθεστώς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, τα ελαττώματα περί την κοινοποίηση αποτελούσαν συστηματικό λόγο για τη μη αναγνώριση της εν συνεχεία εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως. Αντιθέτως, ο κανονισμός 44/2001 δίδει την εντύπωση ότι είναι σαφώς φιλικότερος προς τον ενάγοντα. Πράγματι, στην περίπτωση της μη κοινοποιήσεως στον εναγόμενο κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτός να μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά πριν από την έκδοση της αποφάσεως στο κράτος εκδόσεώς της, αίρει το κώλυμα της μη αναγνωρίσεως αν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως μετά την έκδοσή της, ενώ μπορούσε να το πράξει.

3.        Η προκείμενη υπόθεση προσθέτει μία ακόμη πτυχή στην περιπτωσιολογία της αναγνωρίσεως ερήμην αποφάσεων, καθόσον στην υπό κρίση περίπτωση, καίτοι δεν ήταν πλέον δυνατή η άσκηση ενδίκου μέσου λόγω παρόδου της σχετικής προθεσμίας, εντούτοις μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα της κινήσεως διαδικασίας απαλλαγής από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας αυτής.

4.        Τα κεντρικά ζητήματα στην προκείμενη υπόθεση είναι, αφενός, αν ο εναγόμενος, προκειμένου να αποκρούσει την κήρυξη της εκτελεστότητας της αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος, υποχρεούται κατά το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 να ανακτήσει προηγουμένως τη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου στο κράτος εκδόσεως της αποφάσεως μέσω διαδικασίας απαλλαγής από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας και, αφετέρου, αν τα παραπάνω υπόκεινται σε συγκεκριμένες προθεσμίες.

II – Νομικό πλαίσιο

5.        Από πλευράς δικαίου της Ένωσης, η προκείμενη περίπτωση διέπεται από τον κανονισμό 44/2001 και τον κανονισμό 1393/2007 (5).

Α –      Ο κανονισμός 44/2001

6.        Κατά το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, μια «[α]πόφαση δεν αναγνωρίζεται […] αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει [ένδικο μέσο] κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει».

7.        Κατά το άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001, «[τ]ο δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο δυνάμει των άρθρων 43 […] δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας μόνον εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35».

 B –      Ο κανονισμός 1393/2007

8.        Το άρθρο 1 του κανονισμού 1393/2007 (στο εξής: κανονισμός για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων) ορίζει ως εξής το πεδίο εφαρμογής του:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί […].

(2)      Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη.

[…]»

9.        Το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων έχει ως εξής:

«Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και έχει εκδοθεί απόφαση κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να απαλλάξει τον εναγόμενο από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      ο εναγόμενος, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έλαβε εγκαίρως γνώση του εγγράφου ώστε να αμυνθεί, ή δεν έλαβε γνώση της απόφασης ώστε να ασκήσει ένδικο μέσο· και

β)      οι ισχυρισμοί του εναγόμενου δεν φαίνονται παντελώς αστήρικτοι.

Η αίτηση απαλλαγής μπορεί να υποβληθεί μόνο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο εναγόμενος έλαβε γνώση της απόφασης.

Κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να διευκρινίσει [έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων] ότι αυτή η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν υποβληθεί μετά την πάροδο ορισμένου διαστήματος που θα ορίζεται στη γνωστοποίησή του, αλλά το οποίο ουδέποτε μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους από την έκδοση της απόφασης.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10.      Με την από 8 Απριλίου 2010 απόφαση του Tribunal de Grande Instance de Paris (πρωτοδικείο Παρισιού, Γαλλία) υποχρεώθηκε ο D., κάτοικος Πολωνίας από το 1996, να καταβάλλει μηνιαία διατροφή στον ενάγοντα L. Ο εναγόμενος D. είχε ερημοδικήσει στη διαδικασία ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου. Το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν του είχε επιδοθεί, διότι ο ενάγων είχε δηλώσει ως διεύθυνση επιδόσεως του εναγομένου λανθασμένη διεύθυνση στο Παρίσι, στην οποία δεν ήταν δυνατή η παραλαβή επιδόσεων από τον D.

11.      Ο D. πληροφορήθηκε την ύπαρξη της αποφάσεως για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2011, όταν κινήθηκε διαδικασία κηρύξεώς της εκτελεστής στη Δημοκρατία της Πολωνίας και το Sąd Okręgowy w Jeleniej Górze (περιφερειακό δικαστήριο Jeleniej Górze, Πολωνία) του κοινοποίησε αντίγραφο της αιτήσεως κηρύξεως της εκτελεστότητας με συνημμένο αντίγραφο της αποφάσεως. Επειδή, όμως, με βάση τις διαπιστώσεις του πολωνικού δικαστηρίου (6), η προβλεπόμενη από το γαλλικό δίκαιο προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της γαλλικής αποφάσεως είχε ήδη παρέλθει, η πρώτη αίτηση κηρύξεως της εκτελεστότητας στην Πολωνία δεν ευδοκίμησε παρά την άσκηση ενδίκων μέσων από τον ενάγοντα, καθόσον το αρμόδιο πολωνικό δικαστήριο την απέρριψε βάσει του άρθρου 34, σημείο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του κανονισμού 44/2001.

12.      Τον Μάιο του 2012 έλαβε χώρα νέα κοινοποίηση της επίμαχης αποφάσεως στον D. σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων και με την επισήμανση ότι ο D. είχε δικαίωμα να υποβάλει εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση αίτηση για την απαλλαγή του από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων. Η εν λόγω επισήμανση της δυνατότητας υποβολής αιτήσεως απαλλαγής είναι κατ’ ουσίαν σύμφωνη με το άρθρο 540 του γαλλικού Code de procédure civile (κώδικα πολιτικής δικονομίας). Εντούτοις, ο D. ούτε κίνησε διαδικασία απαλλαγής στη Γαλλία ούτε άσκησε ένδικο μέσο κατά της επίμαχης αποφάσεως.

13.      Ακολούθως υποβλήθηκε νέα αίτηση κηρύξεως της εκτελεστότητας της αποφάσεως στην Πολωνία. Σε αυτή ανέφερε ο αιτών L. ότι, συνεπεία της νέας κοινοποιήσεως η οποία περιείχε ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα απαλλαγής από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας, ο εναγόμενος είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση, όμως δεν το έπραξε. Το Sąd Apelacyjny we Wrocławiu (εφετείο του Βρότσλαβ) δεν δέχτηκε τον εν λόγω ισχυρισμό και απέρριψε εκ νέου την αίτηση κηρύξεως της εκτελεστότητας της αποφάσεως με την από 27 Μαΐου 2013 απόφασή του. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, η παροχή του δικαιώματος προς υποβολή αιτήσεως απαλλαγής από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας δεν δύναται να εξομοιωθεί με τη δυνατότητα ασκήσεως ένδικου μέσου κατά της αποφάσεως κατά το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001. Κατά την άποψη του δικαστηρίου, δυνατότητα προσβολής της οικείας αποφάσεως κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως μπορεί να υφίσταται μόνο αν η αιτιολογημένη απόφαση, συνοδευόμενη από την ενημέρωση για την άσκηση ενδίκων μέσων, κοινοποιηθεί στον εναγόμενο εντός της προθεσμίας ασκήσεως τακτικών ένδικων μέσων.

14.      Ο αιτών προσέφυγε κατά της εν λόγω αποφάσεως ασκώντας αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το τελευταίο διερωτάται ιδίως αν στην προκείμενη περίπτωση νοείται απαλλαγή από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας, δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία έχει γνωστοποιήσει δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων ότι η αίτηση απαλλαγής από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως —η οποία εκδόθηκε στην προκείμενη περίπτωση τον Απρίλιο του 2010— είναι απαράδεκτη εάν υποβληθεί μετά την πάροδο ενός έτους από την έκδοση της αποφάσεως.

15.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1.      Έχει το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 την έννοια ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου καταλαμβάνει τόσο την περίπτωση στην οποία το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία προθεσμίας όσο και την περίπτωση στην οποία η προθεσμία αυτή έχει ήδη παρέλθει, πλην όμως ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την απαλλαγή του από τα αποτελέσματα της παρόδου της εν λόγω προθεσμίας και —αφού του δοθεί αυτή η απαλλαγή— να καταθέσει το ένδικο μέσο;

2.      Έχει το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 1393/2007 την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικαίου περί απαλλαγής του εναγομένου από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου ή ότι ο εναγόμενος δύναται να επιλέξει αν θα υποβάλει αίτηση κατά την εν λόγω διάταξη ή θα κάνει χρήση του αντίστοιχου νομικού θεσμού του εθνικού δικαίου;

IV – Εκτίμηση των προδικαστικών ερωτημάτων

 Α –      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

16.      Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει την κήρυξη της εκτελεστότητας μιας αποφάσεως μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία προθεσμίας για την άσκηση ένδικου μέσου στο κράτος εκδόσεως της αποφάσεως, αν ο εναγόμενος μπορούσε να επανακτήσει τη δυνατότητα ασκήσεως ένδικου μέσου βάσει κάποιας ειδικής διαδικασίας απαλλαγής από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας.

17.      Λαμβάνοντας θέση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, τόσο τα μετέχοντα στη διαδικασία κράτη μέλη με τις γραπτές παρατηρήσεις τους όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τάχθηκαν υπέρ της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001.

18.      Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, στην περίπτωση που δεν αποκλείεται η απαλλαγή από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως ενός ενδίκου μέσου στο κράτος εκδόσεως της αποφάσεως, ο εναγόμενος θα ήταν καταρχήν υποχρεωμένος να επιδιώξει να του χορηγηθεί το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως με αυτόν τον τρόπο και —αφού το πετύχει— να ασκήσει το ένδικο μέσο στο κράτος εκδόσεως. Σε διαφορετική περίπτωση, ο εναγόμενος δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να επικαλεστεί το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 στο πλαίσιο της διαδικασίας κηρύξεως της εκτελεστότητας σε άλλο κράτος μέλος. Υπέρ αυτής της διασταλτικής και φίλα διακείμενης προς την αναγνώριση ερμηνείας φαίνεται να τάσσεται μέρος της θεωρίας και της νομολογίας των κρατών μελών (7).

19.      Ωστόσο, η ανωτέρω ερμηνεία δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην και από το γράμμα της διατάξεως, το οποίο αναφέρεται σε ένδικο μέσο «κατά της αποφάσεως». Η απαλλαγή από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας δεν αποτελεί τέτοιο ένδικο μέσο υπό την αυστηρή έννοια του όρου. Αντιθέτως μάλιστα, στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί διαδικασία απαλλαγής ο εναγόμενος δεν έχει πλέον καμία άλλη δυνατότητα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως για ουσιαστικούς λόγους.

20.      Ούτε η συστηματική ερμηνεία συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι, σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, ο εναγόμενος οφείλει να κινήσει διαδικασία απαλλαγής, επί ποινή στερήσεως του δικαιώματος να επικαλεστεί το κώλυμα αναγνωρίσεως του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001.

21.      Ειδικότερα, προς επίρρωση της ανωτέρω απόψεως δεν είναι δυνατή η επίκληση της διατάξεως του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων, η οποία ρυθμίζει την απαλλαγή από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ένδικου μέσου κατά αποφάσεως εκδοθείσης ερήμην του εναγομένου στην περίπτωση διασυνοριακής επιδόσεως ή κοινοποιήσεως. Πράγματι, από την εν λόγω διάταξη δεν δύνανται να συναχθούν βάσιμα συμπεράσματα ως προς τη διαδικασία απαλλαγής του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, το οποίο —σε αντίθεση με άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, όπως για παράδειγμα το άρθρο 26— δεν συνδέεται συστηματικά με τον κανονισμό για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων.

22.      Καταρχάς, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 δεν συμπίπτει απολύτως με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων, καθόσον καταλαμβάνει και κωλύματα αναγνωρίσεως σε σχέση με αποφάσεις οι οποίες δεν επιδίδονται ή κοινοποιούνται βάσει του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων. Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών στην παρούσα υπόθεση, το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη αφορά ρητά τις περιπτώσεις στις οποίες «[έπρεπε] να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο […] σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού, και (8) [στις οποίες στη συνέχεια…] έχει εκδοθεί απόφαση κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου]». Στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχουν αυτές οι περιστάσεις, δεδομένου ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο απευθυνόταν σε μια διεύθυνση στο Παρίσι και, συνεπώς, δεν υπήρχε λόγος για τη διενέργεια διασυνοριακής επιδόσεως κατά την κίνηση της διαδικασίας στη Γαλλία. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται η πρώτη εκ των δύο σωρευτικών προϋποθέσεων επί των οποίων βασίζεται η περί απαλλαγής ρύθμιση του άρθρου 19, παράγραφος 4.

23.      Ακόμη όμως και αν εφαρμοζόταν το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων, και πάλι δεν θα μπορούσε να συναχθεί από την εν λόγω διάταξη η υποχρεωτική διεξαγωγή διαδικασίας απαλλαγής. Τούτο διότι o κανόνας του άρθρου 19, παράγραφος 4, αποβλέπει στην προστασία του αποδέκτη της επιδόσεως, παρέχοντάς του υπό ορισμένες προϋποθέσεις τη δυνατότητα να κινήσει διαδικασία απαλλαγής, χωρίς όμως να τον υποχρεώνει. Με τον τρόπο αυτό ανταποκρίνεται στο τυχόν συμφέρον του αποδέκτη της επιδόσεως να αναλάβει πρωτοβουλία για την επαναφορά της πάσχουσας από ελαττωματική επίδοση διαδικασίας στην προηγούμενη κατάσταση και να πετύχει, ενδεχομένως, την απόρριψη της αγωγής (9). Αντιθέτως, δεν συνάγεται συστηματικά από το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων ότι ο εναγόμενος υποχρεούται στο πλαίσιο του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 να κινήσει μια τέτοια διαδικασία απαλλαγής ή, άλλως, να ανεχτεί την κήρυξη της εκτελεστότητας της αποφάσεως.

24.      Η εξέταση του κατά πόσον η «δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου» κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 περιλαμβάνει και τη διεξαγωγή μιας διαδικασίας απαλλαγής καθιστά αναγκαία την τελεολογική ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο κανονισμός 44/2001 αποσκοπεί στην ταχεία και αποτελεσματική κήρυξη της εκτελεστότητας δικαστικών αποφάσεων, χωρίς, όμως, να θίγονται τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου (10). Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, επιδιώκει να αποκλείσει τη δυνατότητα του εναγομένου να επικαλείται τη μη επίδοση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου όσο ακόμη θα μπορούσε να αμυνθεί κατά της επίδικης αποφάσεως ασκώντας εμπρόθεσμα ένδικο μέσο στο κράτος εκδόσεώς της. Όμως πουθενά από το γράμμα της διατάξεως ή από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο εναγόμενος οφείλει επιπλέον να κινήσει διαδικασία απαλλαγής από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας.

25.      Αντιθέτως μάλιστα, προκύπτει από τη σκοπιά της αρχής της δίκαιης δίκης (11) ότι το γράμμα του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 δεν επιδέχεται διασταλτική ερμηνεία σε βαθμό που να επιτρέπει την υπαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής στη διαλαμβανόμενη στην εν λόγω διάταξη έννοια της «προσφυγής». Πράγματι, αν ο εναγόμενος υποχρεούτο να κινήσει διαδικασία απαλλαγής από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων στο κράτος εκδόσεως της αποφάσεως, απειλούμενος σε διαφορετική περίπτωση με την κήρυξη της εκτελεστότητας της αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος, θα παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου, η οποία συνιστά ουσιώδες στοιχείο της δίκαιης δίκης (12) κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου.

26.      Τούτο καθίσταται προφανές αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εναγόμενος ο οποίος ασκεί ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως και, συνεπώς, αποκτά δυνατότητα ακροάσεως στο κράτος εκδόσεως της αποφάσεως πριν από την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, βρίσκεται κατ’ ουσίαν στην ίδια θέση που θα βρισκόταν αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης του είχε επιδοθεί εγκαίρως και μπορούσε να εκφράσει την άποψή του στην πρωτοβάθμια διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή επιβαρύνεται ενδεχομένως τα δικαστικά και δικηγορικά έξοδα για μία και μοναδική διαδικασία, ενώ η δικαστική διαμάχη περιορίζεται στο αντικείμενο της διαφοράς της προς εκτέλεση αποφάσεως.

27.      Διαφορετικά έχουν τα πράγματα στην περίπτωση που ο εναγόμενος διαπιστώσει το πρώτον μετά την παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων ότι έχει εκδοθεί απόφαση εν αγνοία του. Δεδομένου ότι δεν θα έχει πλέον άμεση δυνατότητα να ασκήσει ένδικο μέσο, θα πρέπει, προκειμένου να προσβάλει την απόφαση στο κράτος εκδόσεώς της, να διερευνήσει πρώτα τη δυνατότητα απαλλαγής του από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας και, στη συνέχεια, να κινήσει τη σχετική διαδικασία. Μόνο σε δεύτερη φάση —και εφόσον ευδοκιμήσει η αίτηση απαλλαγής— θα μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με την κατάσταση που περιγράφεται ανωτέρω στο σημείο 26, ο εναγόμενος θα βρισκόταν αντιμέτωπος με δύο δικαστικές διαδικασίες (και τα συνδεδεμένα με αυτές έξοδα), το αντικείμενο των οποίων θα υπερέβαινε, μάλιστα, κατά πολύ το αντικείμενο της διαφοράς επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση καθόσον θα περιλάμβανε και το ζήτημα της απαλλαγής. Λαμβανομένου υπόψη ότι πέραν των περιπλοκών που σχετίζονται με τις διαδικασίες και το κόστος ενδέχεται να ανακύψουν και προβλήματα πρακτικής φύσεως, όπως η αναζήτηση κατάλληλου δικηγόρου και τα έξοδα μεταφραστή, καθίσταται προφανές ότι ο εναγόμενος θα περιερχόταν σε σαφώς δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τον ενάγοντα αν ήταν υποχρεωμένος να κινήσει διαδικασία απαλλαγής για να αποκρούσει την κήρυξη της εκτελεστότητας της αποφάσεως. Ιδίως οι μη εξοικειωμένοι με νομικά θέματα και λιγότερο εύρωστοι οικονομικά εναγόμενοι θα προτιμούν ενδεχομένως να υποστούν τις συνέπειες της εκτελέσεως χωρίς να αμυνθούν, προκειμένου να αποφύγουν τουλάχιστον την υποβολή τους σε περαιτέρω δικηγορικά και δικαστικά έξοδα, των οποίων τη χρησιμότητα θα είναι συχνά δύσκολο να κρίνουν ως μη ειδικοί, δεδομένων και των στοιχείων αλλοδαπότητας της υποθέσεώς τους.

28.      Με βάση τους ανωτέρω συλλογισμούς πρέπει να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση απαλλαγής στο πλαίσιο του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 θα διατάρασσε σοβαρά την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων, καθόσον ο εναγόμενος θα ήταν αναγκασμένος να κινήσει μια πρόσθετη διαδικασία προς διασφάλιση των συμφερόντων του.

29.      Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, από τη σκοπιά του πρωτογενούς δικαίου, σε περιπτώσεις, στις οποίες ο εναγόμενος δεν τυγχάνει ακροάσεως ενώπιον του δικαστηρίου πριν από την έκδοση της αποφάσεως, κάθε διευκόλυνση της κηρύξεως της εκτελεστότητας ενδέχεται να συνιστά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να υπενθυμίσω γενικώς ότι επί του παρόντος η διάταξη του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 εξετάζεται από το ΕΔΔΑ και αναμένεται προσεχώς η περί της συμβατότητάς του με το άρθρο 8 ΕΣΔΑ απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως στην υπόθεση Avotiņš κατά Λετονίας. Αντικείμενο και αυτής της υποθέσεως ήταν η επαπειλούμενη κήρυξη της εκτελεστότητας μιας αποφάσεως η οποία είχε εκδοθεί χωρίς προηγούμενη ακρόαση του εναγόμενου και κατά της οποίας ο εναγόμενος δεν είχε ασκήσει ένδικο μέσο. Καίτοι στην εν λόγω υπόθεση το αρμόδιο τμήμα είχε αποφανθεί (13) το έτος 2014 με οριακή πλειοψηφία ότι η διάταξη του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 και η κήρυξη της εκτελεστότητας της αποφάσεως δεν προσκρούουν στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ, εντούτοις είχε επισημάνει ότι ο προσφεύγων εναγόμενος δεν ήταν, πάντως, άπειρος σε επαγγελματικά ζητήματα. Το αυστηρώς προσηλωμένο στα πραγματικά περιστατικά σκεπτικό με το οποίο το ΕΔΔΑ απέρριψε το ενδεχόμενο παραβάσεως του άρθρου 6 ΕΣΔΑ στην εν λόγω υπόθεση αφήνει να διαφανεί ότι το εν λόγω δικαστήριο θα κατέληγε πιθανώς σε διαφορετική απόφαση αν ο εναγόμενος δεν διέθετε επαγγελματική πείρα.

30.      Καίτοι τα πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ δεν συμπίπτουν σε όλα τα σημεία με την προκείμενη περίπτωση, η απόφασή του στην υπόθεση Avotiņš κατά Λετονίας πρέπει πάντως να εκληφθεί ως προειδοποίηση ότι απαιτείται ευθυκρισία κατά την ερμηνεία των λόγων μη αναγνωρίσεως του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 και ότι δεν πρέπει να παραβλέπεται —παράλληλα με την επιταγή εξασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων— και το δικαιολογημένο συμφέρον του εναγόμενου. Αυτό σημαίνει ότι ο εναγόμενος δεν πρέπει να στερείται το δικαίωμα προς επίκληση των λόγων μη αναγνωρίσεως πέραν του βαθμού που επιτάσσει η διάταξη.

31.      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο μη εμπροθέσμως κληθείς εναγόμενος έχει υποχρέωση να ανακτήσει το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων μέσω μιας διαδικασίας απαλλαγής από τα αποτελέσματα αυτής και ότι, σε διαφορετική περίπτωση, στερείται το δικαίωμα επικλήσεως του λόγου μη αναγνωρίσεως. Αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ο εναγόμενος δεν είχε δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως αν έλαβε γνώση αυτής μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων.

32.      Ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου καταλαμβάνει μόνο την περίπτωση στην οποία το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία προθεσμίας, όχι όμως και την περίπτωση στην οποία η προθεσμία αυτή έχει ήδη παρέλθει, πλην όμως ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την απαλλαγή του από τα αποτελέσματα της παρόδου της εν λόγω προθεσμίας και —αφού του δοθεί αυτή η απαλλαγή— να καταθέσει το ένδικο μέσο.

 B       Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

33.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την κοινοποίηση και την επίδοση έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικαίου περί απαλλαγής του εναγομένου από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου ή την έννοια ότι ο εναγόμενος δύναται να επιλέξει αν θα υποβάλει αίτηση κατά την εν λόγω διάταξη ή θα κάνει χρήση του αντίστοιχου νομικού θεσμού του εθνικού δικαίου.

34.      Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στο σημείο 22, η εν λόγω διάταξη του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων δεν φαίνεται να τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, καθόσον λείπει το στοιχείο της διασυνοριακής επιδόσεως του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης. Ως εκ τούτου, η απάντηση στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα δίδεται μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρήσει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση.

35.      Για την περίπτωση αυτή υπενθυμίζω ότι το άρθρο 19 του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων εφαρμόζεται όταν πρέπει να γίνει επίδοση στην αλλοδαπή «βάσει του [εν λόγω] κανονισμού» και ο εναγόμενος ερημοδικήσει. Σε πρώτη φάση, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων προβλέπει την αναστολή της διαδικασίας έως ότου διαπιστωθεί ότι το εισαγωγικό έγγραφο επιδόθηκε πράγματι στοn εναγόμενο. Το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων προβλέπει τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση από τον εν λόγω κανόνα συνέχιση της δίκης. Τέλος, το άρθρο 19, παράγραφος 4, περιέχει ρύθμιση για την απαλλαγή του εναγομένου από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου «μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο εναγόμενος έλαβε γνώση της απόφασης», εφόσον ο εναγόμενος, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έλαβε γνώση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου ώστε να αμυνθεί, και εντούτοις καταδικάστηκε. Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να προβλέψουν αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως απαλλαγής, η οποία πάντως δεν μπορεί να λήγει πριν από την πάροδο «ενός έτους από την έκδοση της απόφασης».

36.      Η Γαλλική Δημοκρατία προέβη σε σχετική γνωστοποίηση περί περιορισμού της προθεσμίας σε ένα έτος, ρυθμίζοντας οριστικά με τον τρόπο αυτό την προθεσμία υποβολής αιτήσεως απαλλαγής στις περιπτώσεις του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων. Η εν λόγω ρύθμιση δεν αφήνει περιθώριο σωρευτικής εφαρμογής της με τυχόν αποκλίνουσες διατάξεις του εθνικού δικαίου όπως, για παράδειγμα, το άρθρο 540 του Code de procédure civile, το οποίο εξαρτά την έναρξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεως απαλλαγής από την ημερομηνία της επιδόσεως της αποφάσεως και όχι, όπως ο κανονισμός για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων ορίζει, από την «έκδοση της απόφασης». Βεβαίως συμφωνώ με την παρατήρηση της Επιτροπής ότι, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, η περί απαλλαγής ρύθμιση του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων ενδέχεται να είναι δυσχερέστερη για τον εναγόμενο σε σχέση με την αντίστοιχη ρύθμιση του εθνικού δικαίου. Ωστόσο πρόκειται για αναπόφευκτη συνέπεια της γνωστοποιήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας περί περιορισμού της προθεσμίας σε ένα έτος και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει σεβαστή η βούληση του κράτους μέλους.

37.      Κατά συνέπεια, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 19, παράγραφος 4, πρέπει να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού για την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικαίου περί απαλλαγής του εναγομένου από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου.

V –    Πρόταση

38.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

Το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου καταλαμβάνει μόνο την περίπτωση στην οποία το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία προθεσμίας, όχι όμως και την περίπτωση στην οποία η προθεσμία αυτή έχει ήδη παρέλθει, πλην όμως ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την απαλλαγή του από τα αποτελέσματα της παρόδου της εν λόγω προθεσμίας και —αφού του δοθεί αυτή η απαλλαγή— να καταθέσει το ένδικο μέσο.

Το άρθρο 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 1393/2007 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικαίου περί απαλλαγής του εναγομένου από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 —      Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [EE 2001, L 12, σ. 1, όπως ισχύει στην προκείμενη υπόθεση μετά την τροποποίησή του από τον κανονισμό (ΕΚ) 1103/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2008 (ΕΕ L 304, σ. 80)].


3 —      Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Meroni (C‑559/14, EU:C:2016:120).


4 —      Βλ. άρθρο 27 της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7).


5 —      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (EE L 324, σ. 79).


6 —      Δυστυχώς από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτουν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα παραδεκτά ένδικα μέσα και τον λόγο παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεώς τους ανεξάρτητα από την προηγηθείσα παράλειψη κοινοποιήσεως της αποφάσεως (βλ. σ. 7, σημείο IV.1, της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως).


7 —      Βλ., ενδεικτικώς, την απόφαση του γερμανικού Bundesgerichtshof (ανωτάτου πολιτικού δικαστηρίου) της 21ης Ιανουαρίου 2010, Az. IX ZB 193/07, EuZW 2010, 478, σημείο 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


8 —      Η υπογράμμιση δική μου.


9 —      Τέτοιο συμφέρον μπορεί να υφίσταται, για παράδειγμα, στην περίπτωση που μια διαδικασία πάσχουσα από ελάττωμα, το οποίο μπορεί να απορρέει και από τον κανονισμό για την επίδοση και την κοινοποίηση, ενδέχεται να έχει σε ένα τρίτο κράτος, ή ακόμη και στο κράτος εκδόσεως της αποφάσεως, δυσμενείς επιπτώσεις όπως τη λήψη μέτρων εναντίον του εναγομένου, ή στην περίπτωση που ο εναγόμενος έχει συμφέρον στην ταχεία τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς επειδή, για παράδειγμα, εκτιμά ότι είναι πολύ πιθανό να νικήσει και μια ενδεχόμενη νέα διαδικασία θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τον ίδιο.


10 —      Βλ., συναφώς, απόφαση ASML (C‑283/05, EU:C:2006:787, σκέψεις 20 και 24).


11 —      Ως προς τη συνάφεια της αρχής αυτής, βλ. αποφάσεις Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 73) και ASML (C‑283/05, EU:C:2006:787, σκέψη 27).


12 —       Απόφαση Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (C‑305/05, EU:C:2007:383, σκέψη 31) και άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


13 —      ΕΔΔΑ, απόφαση Avotiņš κατά Λετονίας (CE:ECHR:2014:0225JUD001750207, ιδίως σκέψη 51 επ.)· βλ. συναφώς και το σημείο 39 των προτάσεών μου στην υπόθεση Meroni.