Language of document : ECLI:EU:T:2017:282

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 24ης Απριλίου 2017 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα – Άρθρο 3β του ΚΛΠ – Διαδοχικές προσλήψεις της προσφεύγουσας ως μέλους του λοιπού προσωπικού – Συμβάσεις ορισμένου χρόνου – Απόφαση περί μη ανανεώσεως – Κατάχρηση εξουσίας – Αίτηση συνδρομής – Δικαίωμα ακροάσεως – Εξωσυμβατική ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑584/16,

HF, κάτοικος Bousval (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον A. Tymen, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τις L. Deneys και S. Alves,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία ζητείται, αφενός, η ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου να μην ανανεώσει τη σύμβαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα και, αφετέρου, η αποκατάσταση της ζημίας την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη, κυρίως λόγω της αποφάσεως αυτής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, P. Nihoul και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα] HF προσελήφθη από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) με διαδοχικές συμβάσεις από 6 Ιανουαρίου έως 14 Φεβρουαρίου 2003, από 15 Φεβρουαρίου έως 31 Μαρτίου 2003, από 1ης Απριλίου έως 30 Ιουνίου 2003 και από 1ης έως 31 Ιουλίου 2003, με την ιδιότητα της επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα υπαλλήλου, κατηγορία θέσεων εργασίας η οποία προβλέπεται από το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ), όπως ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004. Η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε στο τμήμα Οπτικοακουστικών Μέσων, το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε Μονάδα (στο εξής: Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων) της Διευθύνσεως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (στο εξής: Διεύθυνση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης) της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Πληροφοριών και Δημοσίων Σχέσεων, η οποία μετονομάστηκε έκτοτε σε Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Επικοινωνίας. Ασκούσε εκεί τα καθήκοντά της ως βοηθός κατηγορίας Β, ομάδα V, κλάση 3.

2        Από 1ης Αυγούστου 2003 έως 31 Ιουλίου 2004, η προσφεύγουσα προσελήφθη ως διοικητική υπάλληλος παραγωγής από εταιρία εγκατεστημένη στη Γαλλία, η οποία παρείχε υπηρεσίες στο Κοινοβούλιο, προκειμένου αυτό να ανταποκριθεί στην αυξημένη δραστηριότητα που συνδεόταν με τη διεύθυνση παραγωγής της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων. Η εν λόγω σύμβαση ανανεώθηκε με κοινή συμφωνία μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρόχου εταιρίας για το διάστημα από 1ης Αυγούστου 2004 έως 31 Ιανουαρίου 2005 και, στη συνέχεια, σύμφωνα με σύμβαση της 31ης Ιανουαρίου 2005, η σχέση εργασίας της προσφεύγουσας στην εταιρία αυτή συνεχίστηκε επ’ αόριστον.

3        Την 1η Απριλίου 2005, ωστόσο, η προσφεύγουσα έπαψε να ασκεί τα καθήκοντά της στο Κοινοβούλιο για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας, καθώς προσελήφθη εκ νέου απευθείας από την ΑΣΣΠΑ ως συμβασιούχος υπάλληλος, κατηγορία θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκε από το ΚΛΠ, όπως τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004. Τοποθετήθηκε τότε στον βαθμό 9 της ομάδας καθηκόντων III με «καθήκοντα εκτελεστικά, συντακτικά, λογιστικά και άλλες ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, […] υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων» στο τμήμα Newsdesk Hotline (στο εξής: Newsdesk Hotline) της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων, αρχικώς για διάστημα εννέα μηνών, δηλαδή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Η απασχόληση αυτή, στον ίδιο βαθμό και με τα ίδια καθήκοντα, παρατάθηκε με σύμβαση από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Μαρτίου 2006.

4        Σύμφωνα με τους όρους συμβάσεως που υπέγραψαν η ΑΣΣΠΑ και η προσφεύγουσα στις 24 και 25 Ιανουαρίου 2006, αντίστοιχα, οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η προσφεύγουσα θα απασχολούνταν στο εξής, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ και από 1ης Φεβρουαρίου 2006 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2007, ως έκτακτη υπάλληλος υποκείμενη σε εξάμηνη περίοδο δοκιμασίας. Με δύο διαδοχικές τροποποιήσεις της συμβάσεως, η εν λόγω σχέση εργασίας παρατάθηκε αντίστοιχα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2008 και από 1ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι 31 Ιανουαρίου 2010, είχε, δηλαδή, συνολική διάρκεια τριών ετών. Σύμφωνα με σύμβαση που υπέγραψαν στις 26 και 27 Ιανουαρίου 2010, αντίστοιχα, η ΑΣΣΠΑ και η προσφεύγουσα συμφώνησαν ότι η σύμβαση της δεύτερης θα ανανεωνόταν για διάστημα δύο ετών, το οποίο θα έληγε στις 31 Ιανουαρίου 2012. Η σύμβαση αυτή προέβλεπε ότι, «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 8, [παράγραφος 2], του ΚΥΚ, δεν [επιτρεπόταν] καμία περαιτέρω ανανέωση […]».

5        Με σημείωμα της 26ης Σεπτεμβρίου 2011 της Μονάδας Διαγωνισμών και Διαδικασιών Επιλογής (στο εξής: Μονάδα Διαγωνισμών) της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Προσωπικού, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι δεν είχε βαθμολογηθεί με αρκετά υψηλό βαθμό ώστε να γίνει δεκτή στο επόμενο στάδιο διαδικασίας εσωτερικού διαγωνισμού του Κοινοβουλίου για θέσεις βοηθού υπαλλήλου βαθμού AST 5.

6        Με σύμβαση της 31ης Ιανουαρίου 2012, η ΑΣΣΠΑ και η προσφεύγουσα συμφώνησαν ότι η δεύτερη θα απασχολούνταν από 1ης Φεβρουαρίου έως 31 Ιουλίου 2012 ως συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένη με επικουρικά καθήκοντα, δυνάμει του άρθρου 3β του ΚΛΠ, στο κλιμάκιο 1 του βαθμού 11 της ομάδας καθηκόντων III, για να εκτελεί «καθήκοντα εκτελεστικά, συντακτικά, λογιστικά και άλλες ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, […] υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων». Η θέση αυτή προσφέρθηκε στην προσφεύγουσα μετά την άκαρπη δημοσίευση της υπ’ αριθ. 136691 προκηρύξεως, η οποία αφορούσε θέση της ομάδας καθηκόντων βοηθών υπαλλήλων (AST) με τίτλο «παραγωγός οπτικοακουστικών προγραμμάτων», η οποία έπρεπε να πληρωθεί κατά προτεραιότητα με μετάθεση μονίμου υπαλλήλου.

7        Με διαδοχικές τροποποιήσεις της συμβάσεως, η απασχόληση της προσφεύγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα παρατάθηκε από 1ης Αυγούστου έως 31 Δεκεμβρίου 2012, από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Μαρτίου 2013, από 1ης Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2013, από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Μαρτίου 2014, από 1ης Απριλίου έως 30 Ιουνίου 2014 και από 1ης Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2014. Οι παρατάσεις αυτές της συμβάσεως αιτιολογήθηκαν με τους ίδιους πάντοτε όρους από την ανάγκη «απαραίτητης ενισχύσεως της αποτελεσματικής λειτουργίας [της] Newsdesk Hotline της Μονάδας Οπτικοακουστικών Προγραμμάτων».

8        Από τις 26 Σεπτεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα έλαβε άδεια ασθενείας και έκτοτε έπαψε πλέον να ασκεί την επαγγελματική της δραστηριότητα στο Κοινοβούλιο.

9        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 20ής Νοεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα ρώτησε κάποιον από τους συναδέλφους της στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Προγραμμάτων αν είχε νέα σχετικά με την παράταση της συμβάσεώς του, ο οποίος, στις 27 Νοεμβρίου 2014, απάντησε ότι μόλις είχε ενημερωθεί ότι η σύμβασή του επρόκειτο να παραταθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

10      Εν τω μεταξύ, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Νοεμβρίου 2014, ο προϊστάμενος της Μονάδας Οπτικοακουστικών Προγραμμάτων (στο εξής: προϊστάμενος) πληροφορήθηκε από υπάλληλο της ΓΔ Προσωπικού ότι είχε επιβεβαιωθεί από αυτή τη Γενική Διεύθυνση ότι οι συμβάσεις των τριών υπαλλήλων της Μονάδας του, μεταξύ των οποίων και αυτή της προσφεύγουσας, επρόκειτο να παραταθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015 και την επομένη κοινοποίησε την πληροφορία αυτή στους ενδιαφερόμενους τρεις υπαλλήλους με ηλεκτρονικό μήνυμα. Με το μήνυμα αυτό εξηγούσε ότι «οι τρεις αιτήσεις παρατάσεως των συμβάσεων εκτάκτων υπαλλήλων για το 2015 [είχαν] τελικώς γίνει δεκτές[, αλλά ότι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού] είχε, αντιθέτως, προειδοποιήσει ότι το 2016 τα πράγματα θα [ήταν] περισσότερο περίπλοκα και θα έπρεπε να αναμένεται δραστική μείωση των συμβασιούχων υπαλλήλων».

11      Στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα της 27ης Νοεμβρίου 2014, ο προϊστάμενος της Μονάδας ανέφερε ότι θεωρούσε «πολύ εύλογη την ανανέωση των συμβάσεων [των συμβασιούχων υπαλλήλων] για όλο το έτος [2015] και όχι για τρίμηνα ή εξάμηνα, [ενδεχόμενο που] θα δυσχέραινε σημαντικά τα πράγματα από επαγγελματικής και, κυρίως, από ανθρώπινης απόψεως». Στο ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα, ανήγγειλε την προσεχή άφιξη στη Μονάδα ενός μονίμου υπαλλήλου της ομάδας διοικητικών καθηκόντων (AD), ο οποίος είχε επιτύχει σε διαγωνισμό στον τομέα της παραγωγής οπτικοακουστικών προγραμμάτων και θα είχε ως βασικό έργο τον συντονισμό μέρους της παραγωγής και την ευθύνη της διαχειρίσεως της στρατηγικής προωθήσεως, συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού της Newsdesk Hotline και της Μονάδας Διαπιστεύσεως. Πληροφόρησε ακόμη τα τρία ενδιαφερόμενα μέλη του λοιπού προσωπικού, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, ότι τα καθήκοντά τους επρόκειτο να προσαρμοστούν ώστε να ανταποκρίνονται στη νέα αυτή οργάνωση της Μονάδας, η οποία είχε ως σκοπό την καλύτερη εκπλήρωση των προτεραιοτήτων της Διευθύνσεως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και της ΓΔ Επικοινωνίας, καθώς και στις αλλαγές των μεθόδων εργασίας που είχε ζητήσει ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου (στο εξής: γενικός γραμματέας).

12      Με τροποποιητική πράξη που υπογράφηκε από την ΑΣΣΠΑ στις 9 Δεκεμβρίου 2014, η σύμβαση προσλήψεως της προσφεύγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα έπρεπε να παραταθεί από 1ης Ιανουαρίου 2015 έως 31 Μαρτίου 2015. Η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε συναφώς με ηλεκτρονικό μήνυμα της 10ης Δεκεμβρίου 2014 ότι, «σε συνέχεια της παρατάσεως της συμβάσεώς [της] μέχρι τις 31 Μαρτίου 2015, η οποία [της είχε] μόλις γνωστοποιηθεί, […] η αίτηση που [είχε] απευθύνει στη ΓΔ [Προσωπικού] [αφορούσε] στην πραγματικότητα παράταση [της συμβάσεώς της] για ένα έτος, μέχρι τις 31 [Δεκεμβρίου] 2015», ότι[, ωστόσο η ΓΔ [Προσωπικού], πριν δώσει συνέχεια στην αίτηση ανανεώσεως, [είχε] προβεί σε εξέταση του φακέλου [της προσφεύγουσας] από την οποία [είχε προκύψει] ότι [η τελευταία δεν είχε] επιτύχει σε [διαδικασία επιλογής] CAST [και ότι, ε]φόσον δεν [πληρούνταν] η προϋπόθεση αυτή, δεν [μπορούσε] να συναφθεί σύμβαση παρά μόνον με τη σύμφωνη γνώμη της επιτροπής επιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων». Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα εξηγούσε ότι η ΓΔ Προσωπικού είχε χορηγήσει τρίμηνη παράταση της συμβάσεως της προσφεύγουσας, προκειμένου να ρυθμιστεί νομοτύπως η κατάσταση από την άποψη της προϋποθέσεως αυτής, και κάλεσε, με το εν λόγω μήνυμα, την ενδιαφερομένη να συμπληρώσει μία αίτηση υποψηφιότητας και να προσκομίσει εμπροθέσμως ορισμένα έγγραφα, προκειμένου ο φάκελός της να εξεταστεί εκ νέου από την επιτροπή επιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων (στο εξής: ΕΕΣΥ) κατά τη συνεδρίασή της τον Ιανουάριο του 2015 και, σε περίπτωση θετικής γνώμης της επιτροπής αυτής, να παραταθεί η σύμβασή της μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

13      Στις 11 Δεκεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα συνυπέγραψε την τροποποιητική πράξη της 9ης Δεκεμβρίου 2014, η οποία προέβλεπε την παράταση της συμβάσεώς της μέχρι τις 31 Μαρτίου 2015. Με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2014, την οποίαν απηύθυνε στον γενικό γραμματέα και κοινοποίησε στον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής για την ηθική παρενόχληση κα την πρόληψή της στον χώρο εργασίας (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή), καθώς και στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και στον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού, η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), αίτηση συνδρομής κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ (στο εξής: αίτηση συνδρομής), καθώς τα εν λόγω άρθρα εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των άρθρων 92 και 117 του ΚΛΠ, αντίστοιχα. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, υποστήριξε ότι είχε πέσει θύμα ηθικής παρενοχλήσεως εκ μέρους του προϊσταμένου της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων και ότι η παρενόχληση αυτή είχε εκδηλωθεί με διάφορες συμπεριφορές του τελευταίου, τόσο προφορικώς όσο και εγγράφως, ιδίως κατά τις συναντήσεις προσωπικού της υπηρεσίας. Η προσφεύγουσα ζητούσε κατ’ ουσίαν τη λήψη επείγοντων μέτρων, προκειμένου να προστατευθεί άμεσα από τον φερόμενο ως παρενοχλούντα, καθώς και τη διενέργεια διοικητικής έρευνας από την ΑΣΣΠΑ, προκειμένου να αποδειχθεί το αληθές των ισχυρισμών της.

14      Με επιστολή της 13ης Ιανουαρίου 2015, ο προϊστάμενος της Μονάδας Ανθρωπίνων Πόρων (στο εξής: Μονάδα Ανθρωπίνων Πόρων) της Διευθύνσεως Πόρων της ΓΔ Προσωπικού και πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής επιβεβαίωσε τη λήψη της αιτήσεως συνδρομής και ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η εν λόγω αίτηση είχε διαβιβαστεί στον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού, ο οποίος θα αποφαινόταν σχετικά, με την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, μετά τη λήξη της οποίας θα μπορούσε, ενδεχομένως, να τεκμαρθεί σιωπηρή απορριπτική απόφαση της εν λόγω αιτήσεως και να ασκηθεί διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

15      Με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2015, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας γνωστοποίησε, μεταξύ άλλων, στον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού ότι ο προϊστάμενος της Μονάδας Ανθρωπίνων Πόρων είχε ενημερωθεί σχετικά με την υποβολή αιτήσεως συνδρομής και την κίνηση διοικητικής έρευνας από την ΑΣΣΠΑ. Ειδικότερα, η πληροφορία αυτή είχε σημειωθεί στα πρακτικά συνεδριάσεως της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων, συμβάλλοντας στη διάδοση ορισμένων πληροφοριών όχι μόνον στους συναδέλφους της προσφεύγουσας, αλλά και σε πρόσωπα εκτός του θεσμικού οργάνου. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, ο προϊστάμενος ανακοίνωσε επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν επρόκειτο να επιστρέψει στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων και ότι, κατά συνέπεια, θα χρειαζόταν αναδιάρθρωση της Newsdesk Hotline.

16      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Ιανουαρίου 2015, ένας υπάλληλος της Μονάδας Προσλήψεων Συμβασιούχων Υπαλλήλων και Διαπιστευμένων Κοινοβουλευτικών Βοηθών (στο εξής: Μονάδα Προσλήψεων Συμβασιούχων Υπαλλήλων) της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων Πόρων της ΓΔ Προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Κοινοβουλίου, διαβίβασε στην προσφεύγουσα «σημείωμα με το οποίο επιβεβαιωνόταν η μετάθεσή της από 21ης Ιανουαρίου 2015». Το σημείωμα αυτό, με ημερομηνία επίσης 26 Ιανουαρίου 2015, ανέφερε ότι η προσφεύγουσα επρόκειτο να τοποθετηθεί, με αναδρομική ισχύ από 21ης Ιανουαρίου 2015, στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUVP) (στο εξής: Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων) της Διευθύνσεως Σχέσεων με τους Πολίτες της ΓΔ Επικοινωνίας και ότι, με εξαίρεση τη μετάθεση αυτή, καμία άλλη αλλαγή δεν θα επερχόταν στη σύμβασή της προσλήψεως (στο εξής: απόφαση μεταθέσεως).

17      Με επιστολή της 4ης Φεβρουαρίου 2015, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού απάντησε στην επιστολή του δικηγόρου της προσφεύγουσας της 23ης Ιανουαρίου 2015 ότι είχε ληφθεί προς όφελος της προσφεύγουσας μέτρο απομακρύνσεως από τον προϊστάμενο της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων, το οποίο συνίστατο στη μετάθεσή της στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων. Εξάλλου, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, μετά από ενδελεχή εξέταση του φακέλου της και σε απάντηση του αιτήματος κινήσεως διοικητικής έρευνας, είχε αποφασίσει να διαβιβάσει τον φάκελο αυτόν στη συμβουλευτική επιτροπή, ο πρόεδρος της οποίας θα την ενημέρωνε για κάθε περαιτέρω εξέλιξη. Ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού θεωρούσε ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, είχε απαντήσει στην αίτηση συνδρομής και ότι αυτό συνεπαγόταν, καθόσον αφορούσε τον τομέα της αρμοδιότητάς του, το «κλείσιμο του φακέλου» της προσφεύγουσας (στο εξής: απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015).

18      Με επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 2015, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας ζήτησε, μεταξύ άλλων, από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού να διευκρινίσει την έκταση του μέτρου που είχε αναγγείλει με την απόφασή του της 4ης Φεβρουαρίου 2015 και να αναφέρει, μεταξύ άλλων, εάν το μέτρο απομακρύνσεως της προσφεύγουσας είχε προσωρινό χαρακτήρα.

19      Σε έντυπο με τίτλο «Αίτηση συμβασιούχου υπαλλήλου – [Α]νανέωση», το οποίο συμπληρώθηκε και υπογράφηκε από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ Επικοινωνίας στις 2 Μαρτίου 2015, προκειμένου να διαβιβαστεί στη ΓΔ Προσωπικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από τη λήξη της συμβάσεως της προσφεύγουσας, αναφερόταν ότι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Επικοινωνίας ζητούσε παράταση της συμβάσεως της προσφεύγουσας για διάστημα δύο μηνών, δηλαδή από 1ης Απριλίου έως 31 Μαΐου 2015, καθώς και ότι η παράταση αυτή δικαιολογούνταν από την ανάγκη ενισχύσεως της Μονάδας Προγράμματος Επισκέψεων, «προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο αυξημένος όγκος εργασίας για τον εορτασμό των 40 ετών λειτουργίας του προγράμματος [επισκέψεων], για τον οποίον [επρόκειτο] να οργανωθούν μια σειρά από εκδηλώσεις [από την ημερομηνία εκείνη] μέχρι το τέλος Μαΐου [2015]». Διευκρινιζόταν επίσης, στο πλαίσιο αυτό, ότι η εν λόγω πρόταση αποτελούσε «συνέχεια της εγκρίσεως της ΕΕΣΥ [κατά τη συνεδρίασή της] της 25ης [Φεβρουαρίου] 2015[, η οποία είχε επιληφθεί] της αιτήσεως της Μονάδας Προσλήψεων [Συμβασιούχων Υπαλλήλων και Διαπιστευμένων Κοινοβουλευτικών Βοηθών της Διευθύνσεως Αναπτύξεως Ανθρωπίνων Πόρων της ΓΔ Προσωπικού [μετά από] [εξέταση του φακέλου [συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα] της [προσφεύγουσας,] της οποίας τη σύμβαση [συμβασιούχου υπαλλήλου] [είχε διαδεχθεί] σύμβαση [εκτάκτου υπαλλήλου]», αλλά ότι «η προσφεύγουσα δεν περιλαμβανόταν στους επιτυχόντες του καταλόγου CAST ούτε της αρχικής διαδικασίας ΕΕΣΥ».

20      Με σημείωμα επίσης της 2ας Μαρτίου 2015 του προϊσταμένου της Μονάδας Διαγωνισμών και Διαδικασιών Επιλογής της Διευθύνσεως Ανθρωπίνων Πόρων, η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε ότι το όνομά της είχε περιληφθεί στον πίνακα προσλήψεων των υποψηφίων για μια θέση συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων III, ο οποίος θα ίσχυε μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 2016.

21      Με επιστολή της 4ης Μαρτίου 2015, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού επανέλαβε την άποψή του σύμφωνα με την οποία, με την απόφασή του να διαβιβάσει την αίτηση συνδρομής στη συμβουλευτική επιτροπή, είχε «κλείσει ο φάκελος αυτός όσον [αφορούσε] το δικό [του] πεδίο αρμοδιοτήτων». Ανέφερε, εξάλλου, ότι το μέτρο της μεταθέσεως της προσφεύγουσας από τη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων είχε ληφθεί τόσο μετά από αίτημα της ενδιαφερομένης, το οποίο είχε διατυπωθεί στην αίτηση συνδρομής, όσο και «προς το συμφέρον της υπηρεσίας, προκειμένου να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες στη [Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων]», και ότι η μετάθεση αυτή έπρεπε να διατηρηθεί μέχρι τη λήξη της συμβάσεώς της.

22      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Μαρτίου 2015, η προσφεύγουσα κλήθηκε σε ακρόαση από τη συμβουλευτική επιτροπή στις 25 Μαρτίου 2015.

23      Με τροποποίηση της συμβάσεως που υπογράφηκε από την ΑΣΣΠΑ και την προσφεύγουσα στις 27 Μαρτίου 2015, συμφωνήθηκε ότι, από 1ης Απριλίου 2015, η «σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα που ίσχυε από 1ης [Φεβρουαρίου] 2012» επρόκειτο να παραταθεί μέχρι τις 31 Μαΐου 2015.

24      Με επιστολή της 24ης Απριλίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά, πρώτον, της αποφάσεως μεταθέσεως, στο μέτρο που, με την απόφαση αυτή, η ΑΣΣΠΑ την είχε μεταθέσει μόνιμα και όχι προσωρινά στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων, δεύτερον, κατά της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2015, με την οποία ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού είχε αποφανθεί επί της αιτήσεώς της συνδρομής, αποφασίζοντας το κλείσιμο της υποθέσεως όσον αφορούσε το «δικό του πεδίο αρμοδιοτήτων» και, τρίτον, κατά αποφάσεως της 11ης Απριλίου 2015, με την οποία η ΑΣΣΠΑ φερόταν να έχει απορρίψει την αίτηση συνδρομής.

25      Στις 29 Απριλίου 2015, δημοσιεύθηκε η προκήρυξη θέσεως AST/157554, η οποία αφορούσε κενή θέση βοηθού «Δημοσίων Σχέσεων – Οπτικοακουστικών Μέσων» στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων, η περιγραφή της οποίας αντιστοιχούσε κατ’ ουσίαν στα καθήκοντα που είχε στην εν λόγω Μονάδα η προσφεύγουσα ως συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένη με επικουρικά καθήκοντα. Η θέση αυτή έπρεπε να πληρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ΚΥΚ, δηλαδή με μετάθεση ή με προαγωγή μονίμου υπαλλήλου που ασκούσε ήδη τα καθήκοντά του. Στις 12 Μαΐου 2015, δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθ. 11051 προκήρυξη για μια άλλη θέση βοηθού ως υπεύθυνου Τύπου στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων.

26      Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Νοεμβρίου 2015 και καταχωρίστηκε με τον αριθμό F‑142/15, η προσφεύγουσα ζήτησε, βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, να ακυρωθεί η σιωπηρή απόφαση της 11ης Απριλίου 2015, με την οποία, κατά την ίδια, η ΑΣΣΠΑ απέρριψε το αίτημα συνδρομής της προσφεύγουσας της 11ης Δεκεμβρίου 2014, και να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο στην καταβολή ποσού 50 000 ευρώ ως αποζημίωση για την υλική ζημία που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη. Η υπόθεση αυτή οδήγησε στην απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου (T‑570/16).

27      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 22ας Μαΐου 2015 το οποίο κοινοποίησε στον γενικό γραμματέα, η προσφεύγουσα ζήτησε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, την ανανέωση της συμβάσεώς της προσλήψεως (στο εξής: αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεως).

28      Η προσφεύγουσα υπενθύμισε με την αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεως ότι, παρόλο που ο προϊστάμενος της Μονάδας την είχε ενημερώσει, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Νοεμβρίου 2014, για την ανανέωση της συμβάσεώς της μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015, η ΑΣΣΠΑ είχε αποφασίσει την παράταση της συμβάσεώς της για τρεις μόνον μήνες και, στη συνέχεια, για δύο μήνες, από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Μαΐου 2015. Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα εξήγησε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, η ΑΣΣΠΑ μπορούσε να παρατείνει τη σύμβασή της μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2018, δηλαδή συνολικά για δύο έτη και οκτώ μήνες. Τέλος, η προσφεύγουσα επισήμανε, αναφέροντας, πάντως, ότι βρισκόταν σε άδεια ασθενείας, ότι, αφενός, οι ανάγκες της Μονάδας Προγράμματος Επισκέψεων αυξάνονταν συνεχώς, γεγονός που θα δικαιολογούσε «απολύτως την ανανέωση της συμβάσεώς [της]», και, αφετέρου, ότι η Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων είχε επίσης ανάγκη από ενίσχυση, καθώς η Newsdesk Hotline απασχολούσε μόνον δύο άτομα. Γενικότερα, η προσφεύγουσα ισχυριζόταν ότι η Διεύθυνση Οπτικοακουστικών Μέσων της ΓΔ Ενημέρωσης είχε επίσης ανάγκη νέων ανθρωπίνων πόρων.

29      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 28ης Μαΐου 2015, το οποίο απέστειλε υπάλληλος της Μονάδας Προσωπικού της Διευθύνσεως Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης εξ ονόματος του προϊσταμένου της Μονάδας αυτής, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι η ΓΔ Ενημέρωσης δεν επρόκειτο να ανανεώσει τη σύμβασή της ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα (στο εξής: απόφαση της 28ης Μαΐου 2015). Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα συνεχιζόταν ως εξής:

«Όπως σας εξήγησα κατά τη συνάντησή μας της 4ης Φεβρουαρίου 2015, η Μονάδα αυτή χρειαζόταν ενίσχυση προκειμένου να ετοιμαστεί μία μεγάλη εκδήλωση για την 40ή επέτειο της EUVP, η οποία [είχε] προγραμματιστεί για τις 26 Μαΐου 2015. Δεδομένου ότι, μετά την πραγματοποίηση της εκδηλώσεως αυτής, δεν [δικαιολογούνταν] πλέον η ανάγκη ενισχύσεως της Μονάδας [Προγράμματος Επισκέψεων,] δεν [ζητήθηκε] η παράταση της συμβάσεώς σας από την αρμόδια αρχή (ΑΣΣΠΑ)».

30      Στις 31 Μαΐου 2015 και ώρα 18:44, η προσφεύγουσα απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην υπεύθυνη για τις διοικητικές υποθέσεις υπηρεσία του Κοινοβουλίου, στο οποίο ανέφερε ότι είχε πληροφορηθεί ότι η σύμβασή της ως συμβασιούχου υπαλλήλου δεν επρόκειτο να ανανεωθεί και θα έληγε στις 31 Μαΐου 2015 και ζητούσε να μάθει από την υπηρεσία αυτή σε ποιες ενέργειες έπρεπε να προβεί για να λάβει το επίδομα ανεργίας που προβλέπεται από το ΚΛΠ. Την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έπαψε να έχει πρόσβαση στον λογαριασμό του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου. Προσκόμισε, ωστόσο, ένα ηλεκτρονικό μήνυμα της 1ης Ιουνίου 2015, το οποίο εστάλη στις 10:26 από το Γραφείο Διαχειρίσεως και Εκκαθαρίσεως των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) στην επαγγελματική ηλεκτρονική της διεύθυνση στο Κοινοβούλιο.

31      Με επιστολή που απηύθυνε ταχυδρομικώς στην προσφεύγουσα στις 14 Ιουλίου 2015, ο προϊστάμενος της Μονάδας Προσλήψεων Συμβασιούχων Υπαλλήλων της Διευθύνσεως Αναπτύξεως Ανθρωπίνων Πόρων της ΓΔ Προσωπικού υπενθύμισε στην προσφεύγουσα ότι, σε συνέχεια του ηλεκτρονικού της μηνύματος της 22ας Μαΐου 2015, με το οποίο ζητούσε την ανανέωση της συμβάσεώς της ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα, της είχε δοθεί «σαφής και αιτιολογημένη απάντηση» από τον προϊστάμενο της Μονάδας Προσωπικού της Διευθύνσεως Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης, εν προκειμένω με το ηλεκτρονικό μήνυμα της 28ης Μαΐου 2015. Η επιστολή αυτή της 14ης Ιουλίου 2015 εξηγούσε ότι η Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων στην οποία είχε μετατεθεί η προσφεύγουσα από τις 21 Ιανουαρίου 2015, «χρειαζόταν ενίσχυση, προκειμένου να ετοιμαστεί μία μεγάλη εκδήλωση για την 40ή επέτειο της EUVP, η οποία [είχε] προγραμματιστεί για τις 26 Μαΐου 2015, και ότι [για τον λόγο αυτόν] η σύμβαση απασχολήσεώς [της] στην εν λόγω Μονάδα είχε ανανεωθεί για δύο μόνον μήνες, από 1ης Απριλίου έως 31 Μαΐου 2015».

32      Στην επιστολή της 14ης Ιουλίου 2015 αναφερόταν επίσης ότι, μετά την περίοδο αυτή, η ΓΔ Ενημέρωσης δεν χρειαζόταν πλέον να προβλέψει ενίσχυση για τη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων και δεν μπορούσε να δικαιολογήσει νέα παράταση της συμβάσεως της προσφεύγουσας και, ως εκ τούτου, δεν είχε υποβάλει σχετική αίτηση στη Γενική Διεύθυνση Προσωπικού. Ο προϊστάμενος της Μονάδας Προσλήψεων Συμβασιούχων Υπαλλήλων ενημερώνει συναφώς την προσφεύγουσα, εξ ονόματος της ΑΣΣΠΑ, ότι δεν μπορούσε παρά να επιβεβαιώσει τους λόγους που του είχαν εκτεθεί από τον προϊστάμενο της Μονάδας Προσωπικού της Διευθύνσεως Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης, καθώς δεν είχε «κανέναν αντικειμενικό λόγο να αμφισβητήσει τις ανάγκες που του αναφέρονται από τα επιχειρησιακά τμήματα [και ότι] η μη διαβίβαση στην υπηρεσία [του] αιτήσεως ανανεώσεως [της] συμβάσεως [ήταν] ο συνήθης τρόπος με τον οποίον οι Γενικές Διευθύνσεις του γνωστοποιούσαν την επιθυμία τους να θέσουν τέρμα στη συμβατική τους σχέση με τον υπάλληλο κατά τη λήξη της συμβάσεώς του». Τέλος, εφιστούσε την προσοχή της προσφεύγουσας στη δυνατότητα που είχε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ να ασκήσει διοικητική ένσταση «κατά της από 31 Μαΐου 2015 μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας λήξεως της συμβάσεως».

33      Με την από 22 Ιουλίου 2015 επιστολή της, η προσφεύγουσα, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, άσκησε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 28ης Μαΐου 2015, όπως αυτή επικυρώθηκε με την επιστολή της 14ης Ιουλίου 2015. Προς στήριξη της ενστάσεώς της, προέβαλε κατάχρηση εξουσίας, παράβαση του άρθρου 88, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, καθώς και προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, όπως αυτό προβλέπεται από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παράβαση του καθήκοντος αρωγής, παράβαση του άρθρου 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, εσφαλμένη αιτιολογία και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

34      Η προσφεύγουσα επισήμανε συναφώς, μεταξύ άλλων, ότι οι ανάγκες της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων στην οποία υπηρετούσε πριν από το μέτρο απομακρύνσεως ήταν πραγματικές και δικαιολογούσαν την ανανέωση της συμβάσεώς της προσλήψεως. Προέβαλε ως απόδειξη το γεγονός ότι στις 29 Απριλίου 2015 είχε προκηρυχθεί θέση της ομάδας καθηκόντων AST. Η περιγραφή των καθηκόντων τα οποία αφορούσε η θέση αυτή αντιστοιχούσε, κατά την προσφεύγουσα, στα καθήκοντα που είχε η ίδια από δωδεκαετίας στην εν λόγω Μονάδα, πράγμα που επιβεβαίωνε ότι η Μονάδα αυτή εξακολουθούσε να χρειάζεται ενίσχυση των υπηρεσιών της.

35      Εξάλλου, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τον λόγο που επικαλέστηκε ο εκπρόσωπος της Διευθύνσεως Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης προς στήριξη της αποφάσεως της 28ης Μαΐου 2015, το γεγονός, δηλαδή, ότι οι ανάγκες της Μονάδας Προγράμματος Επισκέψεων στην οποία η προσφεύγουσα είχε μετατεθεί προσωρινώς με το μέτρο απομακρύνσεως από τον φερόμενο ως υπεύθυνο για την παρενόχλησή της ήταν παροδικές και ότι, μετά την 40ή επέτειο, η εν λόγω Μονάδα δεν χρειαζόταν πλέον τις υπηρεσίες της. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε συναφώς ότι ουδέποτε η ΑΣΣΠΑ δικαιολόγησε τη μετάθεσή της στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων με την ανάγκη ενισχύσεως της υπηρεσίας ενόψει ή αποκλειστικά ενόψει της εκδηλώσεως αυτής. Αντιθέτως, οι ανάγκες της Μονάδας αυτής είχαν χαρακτηριστεί αυξανόμενες από την ΑΣΣΠΑ στην απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015. Έτσι, με την επιστολή της 14ης Ιουλίου 2015, η ΑΣΣΠΑ άλλαξε αιφνιδιαστικά τον λόγο μεταθέσεως της προσφεύγουσας στην εν λόγω Μονάδα και, συνεπώς, και τον λόγο της αποφάσεώς της να μην ανανεώσει τη σύμβασή της. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα είχε, κατά τη γνώμη της, υποστεί, κατά παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, τις συνέπειες της υποβολής αιτήσεως συνδρομής, καθώς, αν δεν είχε μετατεθεί σε Μονάδα της οποίας οι ανάγκες ήταν παροδικές, αλλά είχε παραμείνει στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων, η ΑΣΣΠΑ θα είχε αποφασίσει να ανανεώσει τη σύμβασή της εντός των ορίων που προβλέπονται από το άρθρο 88, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2018.

36      Με επιστολή της 20ής Αυγούστου 2015, ο γενικός γραμματέας, με την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ, αποφάσισε να δεχθεί εν μέρει την από 24 Απριλίου 2015 ένσταση της προσφεύγουσας. Όσον αφορά τη μετάθεση της προσφεύγουσας στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων, ο γενικός γραμματέας υπενθύμισε ότι η μετάθεση αυτή είχε κατ’ ανάγκην προσωρινό χαρακτήρα και έπρεπε να διατηρηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, η οποία βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, ενώ απέρριψε, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί αβασίμου ή παράτυπης εφαρμογής του μέτρου απομακρύνσεως (στο εξής: απόφαση της 20ής Αυγούστου 2015).

37      Αντιθέτως με την εν λόγω απόφαση της 20ής Αυγούστου 2015, ο γενικός γραμματέας αποφάσισε τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2015, κατά το μέρος που ο γενικός γραμματέας της ΓΔ Προσωπικού είχε εσφαλμένως κρίνει με αυτήν ότι η ΑΣΣΠΑ είχε θεωρήσει περατωθείσα τη διαδικασία που αφορούσε την αίτηση συνδρομής. Διευκρίνισε συναφώς ότι η εν λόγω αίτηση συνδρομής επρόκειτο να οδηγήσει στη συνέχεια σε οριστική απόφαση του γενικού διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού και ότι, συνεπώς, σε αντίθεση με όσα ισχυριζόταν η προσφεύγουσα, καμία απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως συνδρομής δεν είχε ληφθεί σιωπηρώς στις 11 Απριλίου 2015, γεγονός που καθιστούσε την ένσταση απαράδεκτη ως προς το σημείο αυτό.

38      Με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα συμπλήρωσε τη διοικητική της ένσταση σε σχέση με το περιεχόμενο της επιστολής της 20ής Αυγούστου 2015, το οποίο θεώρησε ως νέο στοιχείο. Ειδικότερα, προέβαλε κατά της αποφάσεως που δεν ανανέωσε τη σύμβαση προσλήψεώς της πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ, σε σχέση με τον προσδιορισμό της υπηρεσίας στην οποία έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε τοποθετηθεί και, ως εκ τούτου, πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ των αναγκών που έπρεπε να εξεταστούν προκειμένου να εκτιμηθεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας αν ήταν σκόπιμη η ανανέωση της συμβάσεώς της. Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, δεδομένου του προσωρινού χαρακτήρα της μεταθέσεώς της στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων, ως μέτρου απομακρύνσεως, οι ανάγκες της Μονάδας αυτής δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από την ΑΣΣΠΑ ώστε να λάβει απόφαση μη ανανεώσεως της συμβάσεως προσλήψεώς της. Μόνον οι ανάγκες της Μονάδας στην οποία υπηρετούσε αρχικώς, δηλαδή της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων ή, γενικότερα, της Διευθύνσεως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, έπρεπε να ληφθούν υπόψη από την ΑΣΣΠΑ.

39      Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2015 (στο εξής: απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως), ο γενικός γραμματέας, με την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ, αποφάνθηκε επί της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας της 22ας Ιουλίου 2015, όπως αυτή συμπληρώθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2015, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η βλαπτική πράξη ήταν εν προκειμένω μια σιωπηρή απόφαση της ΑΣΣΠΑ περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας.

40      Με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, ο γενικός γραμματέας, ενώ επιβεβαίωσε το βάσιμο της αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας, αναγνώρισε ότι η προσφεύγουσα είχε πληροφορηθεί από τους ανωτέρους της ότι η σύμβαση προσλήψεώς της επρόκειτο να παραταθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη και τη σταδιοδρομία της ενδιαφερομένης εντός του θεσμικού οργάνου, ότι έπρεπε να της καταβληθεί ποσό ύψους 22 000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στις αποδοχές που θα είχε λάβει αν είχε παραμείνει στα καθήκοντά της μέχρι την ημερομηνία εκείνη.

41      Ωστόσο, ο γενικός γραμματέας ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η ΑΣΣΠΑ δεν ήταν σε θέση να της προτείνει άλλη θέση εργασίας πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015. Ανέφερε συναφώς ότι δεν υπήρχε πλέον δυνατότητα προσλήψεως της προσφεύγουσας στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων, καθώς είχε αποφασιστεί εν τω μεταξύ να ανατεθούν σε μόνιμο υπάλληλο τα καθήκοντα για τα οποία είχε προσληφθεί αρχικώς εκείνη, και ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων προσόντων της προσφεύγουσας και των καθηκόντων που ασκούσε, η ΓΔ Ενημέρωσης δεν είχε τη δυνατότητα να της προτείνει άλλη θέση εργασίας που να αντιστοιχεί στα προσόντα αυτά για το διάστημα μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

42      Με επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 2015, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με την πρόθεσή του να κρίνει την αίτηση συνδρομής αβάσιμη, ιδίως μετά την ακρόαση από τη συμβουλευτική επιτροπή του προϊσταμένου της Μονάδας και δεκατεσσάρων άλλων μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων.

43      Με επιστολή της 18ης Φεβρουαρίου 2016, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας ζήτησε διευκρινίσεις από τον γενικό γραμματέα σχετικά με την προσφορά «αποζημιώσεως ύψους 22 000 ευρώ, η οποία αντιστοιχούσε στους μισθούς που θα είχε λάβει [η προσφεύγουσα] μεταξύ 1ης Ιουνίου 2015 και 31 Δεκεμβρίου 2015», ιδίως σχετικά με το αν το ποσό αυτό επηρέαζε το δικαίωμα της προσφεύγουσας να λάβει το σύνολο του επιδόματος ανεργίας που προβλέπεται από το ΚΛΠ.

44      Στις 16 Απριλίου 2016, το ποσό των 22 000 ευρώ καταβλήθηκε από την ΑΣΣΠΑ στον τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας.

45      Με απόφαση της 3ης Ιουνίου 2016, η ΑΣΣΠΑ απέρριψε την αίτηση συνδρομής με απόφαση κατά της οποίας η προσφεύγουσα ανέφερε στο υπόμνημά της απαντήσεως ότι επρόκειτο να ασκήσει ένσταση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

46      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 14 Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την κρινόμενη προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή], η οποία καταχωρίστηκε αρχικώς με αριθμό F‑14/16.

47      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ 2016, L 200, σ. 137), η κρινόμενη υπόθεση παραπέμφθηκε στο Γενικό Δικαστήριο στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν στις 31 Αυγούστου 2016 και πρέπει στο εξής να κριθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η υπόθεση αυτή καταχωρίστηκε, έτσι, με αριθμό T‑584/16 και ανατέθηκε στο πρώτο τμήμα.

48      Μετά τη δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων που είχε επιτρέψει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης βάσει του άρθρου 55 του Κανονισμού του Διαδικασίας, το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας περατώθηκε βάσει του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

49      Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν ζήτησαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι τα έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως παρέχουν επαρκώς διαφωτιστικά στοιχεία, αποφάσισε να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς προφορικό στάδιο της διαδικασίας.

50      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 28ης Μαΐου 2015,

–        αν χρειαστεί, να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση της 31ης Μαΐου 2015 με την οποία η ΑΣΣΠΑ αρνήθηκε να ανανεώσει τη σύμβασή της και, αν παραστεί ανάγκη, να ακυρώσει την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως·

–        να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο στην καταβολή αποζημιώσεως, η οποία πρέπει να οριστεί, ex aequo et bono, σε ποσό 115 000 ευρώ, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

51      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής και της νομότυπης διεξαγωγής της προ της ασκήσεώς της διαδικασίας

52      Με τα τρία πρώτα αιτήματά της, η προσφεύγουσα ζητεί διαδοχικά να ακυρωθεί η απόφαση της 28ης Μαΐου 2015, μια σιωπηρή απόφαση την οποία θεωρεί ότι έλαβε η ΑΣΣΠΑ κατά την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεώς της, δηλαδή στις 31 Μαΐου 2015, με την οποία αποφασίστηκε η μη ανανέωση της συμβάσεως αυτής, καθώς και η απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως.

 Επί της ταυτοποιήσεως της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως

53      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, σε περιπτώσεις στις οποίες μια σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου μπορεί να ανανεωθεί, η απόφαση της ΑΣΣΠΑ να μην ανανεώσει τη σύμβαση αυτή, η οποία ελήφθη μετά το πέρας διαδικασίας προβλεπόμενης ειδικώς για τον λόγο αυτόν (βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005, Smit κατά Ευρωπόλ, T‑143/03, EU:T:2005:71, σκέψεις 28 έως 31) ή σε απάντηση στην αίτηση της ενδιαφερομένης που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ως προσώπου που αναφέρεται στον ΚΥΚ (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, C‑417/05 P, EU:C:2006:582, σκέψη 38), αποτελεί βλαπτική πράξη, διακριτή από την εν λόγω σύμβαση, η οποία μπορεί να προσβληθεί με διοικητική ένσταση ή και με προσφυγή, βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, εντός των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ προθεσμιών (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, Potamianos κατά Επιτροπής, T‑160/04, EU:T:2008:438, σκέψη 21, όπως επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με τη διάταξη της 23ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ποταμιάνος και Ποταμιάνος κατά Επιτροπής, C‑561/08 P και C‑4/09 P, EU:C:2009:656, σκέψη 46).

54      Στην προκειμένη περίπτωση, η αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεως πρέπει, όπως διευκρίνισε η προσφεύγουσα στην εν λόγω αίτηση, να θεωρηθεί ως αίτηση απευθυνόμενη στην ΑΣΣΠΑ δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Με την αίτηση αυτή, η προσφεύγουσα εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι ήταν προς το συμφέρον της και προς το συμφέρον της υπηρεσίας να ανανεωθεί η σύμβασή της πέραν της λήξεώς της, δηλαδή πέραν της 31ης Μαΐου 2015.

55      Διαπιστώνεται συναφώς ότι, καίτοι η αίτηση ανανεώσεως κοινοποιήθηκε στον γενικό γραμματέα, η απάντηση σε αυτήν, δηλαδή η απόφαση της 28ης Μαΐου 2015, δεν προερχόταν επισήμως από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να ενεργεί σε αυτόν τον τομέα αρμοδιοτήτων εξ ονόματος της ΑΣΣΠΑ. Ειδικότερα, η απάντηση αυτή δόθηκε εξ ονόματος του προϊσταμένου της Μονάδας Προσωπικού της Διευθύνσεως Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης.

56      Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως της επιστολής της 14ης Ιουλίου 2015, η οποία προερχόταν από τον προϊστάμενο της Μονάδας Προσλήψεων Συμβασιούχων Υπαλλήλων και Διαπιστευμένων Κοινοβουλευτικών Βοηθών της Διευθύνσεως Ανάπτυξης Ανθρωπίνων Πόρων της ΓΔ Προσωπικού, ενεργούντα κατ’ εξουσιοδότηση ως ΑΣΣΠΑ, φαίνεται ότι, κατά τη διατύπωση της απαντήσεως με το ηλεκτρονικό του μήνυμα της 28ης Μαΐου 2015, ο προϊστάμενος της Μονάδας Προσωπικού της Διευθύνσεως Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης ενήργησε σε συνεννόηση με την ΑΣΣΠΑ και, εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητας του εν λόγω μονίμου υπαλλήλου, η προσφεύγουσα μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι η εν λόγω απάντηση της 28ης Μαΐου 2015 στην αίτηση ανανεώσεως προερχόταν από την ΑΣΣΠΑ και, ως εκ τούτου, αποτελούσε απόφαση της αρχής αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1984, 65/83, EU:C:1984:24, σκέψη 7, της 30ής Ιουνίου 1993, Devillez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑46/90, EU:T:1993:54, σκέψη 13, και της 28ης Ιουνίου 2006, Le Maire κατά Επιτροπής, F‑27/05, EU:F:2006:56, σκέψη 40).

57      Ως εκ τούτου, η απόφαση της 28ης Μαΐου 2015 συνιστούσε την απόφαση της ΑΣΣΠΑ περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας, βλαπτική πράξη κατά της οποίας η τελευταία μπορούσε να ασκήσει τη διοικητική της ένσταση και να διατυπώσει το πρώτο αίτημα ακυρώσεως.

58      Το δεύτερο αίτημα ακυρώσεως, ωστόσο, αφορά μια σιωπηρή απόφαση με το ίδιο περιεχόμενο, η οποία φέρεται να ελήφθη κατά την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας, δηλαδή στις 31 Μαΐου 2015. Στην απόφαση αυτή αναφέρθηκε ο γενικός γραμματέας με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, θεωρώντας ότι έκρινε τη νομιμότητα της εν λόγω σιωπηρής αποφάσεως στο στάδιο προ της ασκήσεως της προσφυγής.

59      Συναφώς, στο μέτρο που η ΑΣΣΠΑ δεν ήταν, βάσει του ΚΥΚ, υποχρεωμένη να κάνει χρήση της προβλεπόμενης από το ΚΛΠ δυνατότητας να παρατείνει τη σύμβαση ενός μέλους του προσωπικού, ούτε να ενημερώσει την ενδιαφερομένη για τη σχετική της πρόθεση εντός προκαθορισμένης προθεσμίας, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΑΣΣΠΑ ότι, κατά την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως, αποφάσισε να μην κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής. Γι’ αυτόν, άλλωστε, τον λόγο, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι επιστολή η οποία περιορίζεται στην υπενθύμιση προς μέλος του λοιπού προσωπικού των όρων της συμβάσεώς του που αφορούν την ημερομηνία λήξεώς της και δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με τους εν λόγω όρους δεν συνιστά βλαπτική πράξη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1987, Castagnoli κατά Επιτροπής, 329/85, EU:C:1987:352, σκέψεις 10 και 11, της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, C‑417/05 P, EU:C:2006:582, σκέψεις 45 έως 47, και διάταξη της 2ας Φεβρουαρίου 2001, Βακαλοπούλου κατά Επιτροπής, T‑97/00, EU:T:2001:38, σκέψη 14).

60      Έτσι, προκειμένου να θεωρηθεί ότι ελήφθη απόφαση της ΑΣΣΠΑ περί ανανεώσεως μιας συμβάσεως, πρέπει η απόφαση αυτή να έχει εκδοθεί μετά από επανεξέταση από την ΑΣΣΠΑ του συμφέροντος της υπηρεσίας και να έχει επανεκτιμήσει η ΑΣΣΠΑ τους όρους της αρχικής συμβάσεως που προέβλεπε ήδη την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2013, Solberg κατά ΕΚΠΝΤ, F‑124/12, EU:F:2013:157, σκέψεις 18, 20 και 34).

61      Μια τέτοια απόφαση ελήφθη ρητώς στις 28 Μαΐου 2015, σε απάντηση της αιτήσεως ανανεώσεως. Έτσι, σε αντίθεση με όσα υποστήριξε ο γενικός γραμματέας με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, τα οποία εξηγούν την υποβολή από την προσφεύγουσα αιτήματος ακυρώσεως της πράξεως αυτής, μετά την απόφαση της 28ης Μαΐου 2015 δεν ελήφθη καμία σιωπηρή απόφαση της ΑΣΣΠΑ όσον αφορά την παράταση της συμβάσεως της προσφεύγουσας πέραν της λήξεώς της.

62      Κατά συνέπεια, το δεύτερο αίτημα ακυρώσεως στερείται αντικειμένου και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

63      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αρχική πράξη της ΑΣΣΠΑ της οποίας την ακύρωση ζητεί η προσφεύγουσα είναι, εν προκειμένω, η απόφαση της 28ης Μαΐου 2015, η οποία περιέχεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 28ης Μαΐου 2015, όπως επικυρώθηκε με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2015 (στο εξής, από κοινού: αρχική προσβαλλόμενη απόφαση).

 Επί του νομοτύπου της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας

64      Κατά πάγια νομολογία, το παραδεκτό μιας προσφυγής που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ εξαρτάται από την εξέλιξη της προ της ασκήσεώς της διαδικασίας και από την τήρηση των προθεσμιών που αυτή προβλέπει (αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2004, Huygens κατά Επιτροπής, T‑281/01, EU:T:2004:207, σκέψη 125, της 9ης Ιανουαρίου 2007, T‑288/04, EU:T:2007:1, σκέψη 53, και διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2014, Lebedef κατά Επιτροπής, F‑60/13, EU:F:2014:6, σκέψη 37).

65      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι οι προθεσμίες για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως και ασκήσεως προσφυγής που προβλέπονται από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως και δεν απόκεινται στη διάθεση των μερών ή του δικαστή, ο οποίος έχει καθήκον να εξετάζει την τήρησή τους, ακόμη και αυτεπαγγέλτως. Οι προθεσμίες αυτές ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή δικαιοσύνης (απόφαση της 7ης Ιουλίου 1971, Müllers κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ, 79/70, EU:C:1971:79, σκέψη 18, και διάταξη της 22ας Απριλίου 2015, ED κατά ENISA, F‑105/14, EU:F:2015:33, σκέψη 28).

66      Έτσι, το γεγονός ότι, με την απόφασή του επί της διοικητικής ενστάσεως, ένα θεσμικό όργανο ή οργανισμός απάντησε, όπως συνέβη εν προκειμένω, στα επιχειρήματα που προβλήθηκαν επί της ουσίας χωρίς να εξετάσει εάν η εν λόγω ένσταση ήταν εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη, ή, ακόμη, το γεγονός ότι υπέδειξε ρητώς στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να προσβάλει δικαστικώς την απόφαση δεν ασκούν επιρροή στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου περί του παραδεκτού της προσφυγής που ασκήθηκε στη συνέχεια κατά της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, τέτοιες περιστάσεις δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια την παρέκκλιση από το σύστημα των υποχρεωτικών προθεσμιών που έχουν θεσπισθεί από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, ακόμη, δε, λιγότερο, την απαλλαγή του Γενικού Δικαστηρίου από την υποχρέωσή του να εξακριβώνει εάν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ προθεσμίες (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Μαρτίου 1997, Rasmussen κατά Επιτροπής, T‑35/96, EU:T:1997:36, σκέψη 30, διάταξη της 15ης Ιανουαρίου 2009, Braun-Neumann κατά Κοινοβουλίου, T‑306/08 P, EU:T:2009:6, σκέψη 37, και της 20ής Μαρτίου 2014, Michel κατά Επιτροπής, F‑44/13, EU:F:2014:40, σκέψη 68).

67      Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα άσκησε την ένστασή της κατά της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως στις 22 Ιουλίου 2015, εντός, δηλαδή, της προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ τρίμηνης προθεσμίας. Συμπλήρωσε, ωστόσο, την ένσταση αυτή με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, την οποία χαρακτήρισε ως συμπληρωματική ένσταση, με την οποία προέβαλε νέα επιχειρήματα σε σχέση με την επιστολή της 20ής Αυγούστου 2015, με την οποία ο γενικός γραμματέας είχε, εν τω μεταξύ, αφενός, αποφανθεί επί της άλλης ενστάσεως που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα στις 24 Απριλίου 2015 κατά της αποφάσεως μεταθέσεως και, αφετέρου, μεταρρυθμίσει την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015, κατά το μέρος που, στην τελευταία αυτή απόφαση, ο γενικός διευθυντής είχε εσφαλμένως θεωρήσει περατωθείσα τη σχετική με την αίτηση συνδρομής διαδικασία.

68      Συναφώς, η επιστολή της 14ης Ιουλίου 2015, με την οποία η ΑΣΣΠΑ επικύρωσε την απόφαση της 28ης Μαΐου 2015, δεν είχε, βεβαίως, ως αποτέλεσμα την επανεκκίνηση τρίμηνης προθεσμίας ενστάσεως κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, έστω και αν με την επιστολή αυτή δόθηκε στην ΑΣΣΠΑ η ευκαιρία να εκδώσει συμπληρωματική αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως (βλ., συναφώς, διάταξη της 22ας Απριλίου 2015, ED κατά ENISA, F‑105/14, EU:F:2015:33, σκέψεις 38 έως 42). Πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη ότι, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, η επιστολή της 20ής Αυγούστου 2015 αποτέλεσε νέο γεγονός και ότι, εν πάση περιπτώσει, με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως που εκδόθηκε μετά την προβλεπόμενη από τον ΚΥΚ τετράμηνη προθεσμία απαντήσεως, αλλά εντός της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η ΑΣΣΠΑ έλαβε υπόψη, στην περίπτωση του άρθρου 91, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ, τα συμπληρωματικά επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με την επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2015.

69      Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία εξελίχθηκε νομοτύπως.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως για την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως

70      Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία εφαρμοζόμενη στις υπαλληλικές υποθέσεις της Ένωσης, η διοικητική ένσταση, όπως προβλέπεται από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, και η ρητή ή σιωπηρή απόρριψή της αποτελούν συστατικό μέρος μιας περίπλοκης διαδικασίας και δεν αποτελούν παρά προαπαιτούμενο για τη δικαστική επίλυση της διαφοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά στρέφεται κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα ο δικαστής να επιληφθεί της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψεις 7 και 8), εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση αυτή (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2006, Staboli κατά Επιτροπής, T‑281/04, EU:T:2006:334, σκέψη 26).

71      Ειδικότερα, μια ρητή απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της πράξεως την οποία προσβάλλει ο προσφεύγων. Αυτό συμβαίνει όταν η απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος βάσει νέων νομικών και πραγματικών στοιχείων ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί βλαπτική πράξη, η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη (βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Δεδομένου ότι, κατά το σύστημα του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως την οποία αμφισβητεί και να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ανεξαρτήτως του αν αυτή στρέφεται μόνον κατά της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως, κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ή κατά αμφοτέρων των αποφάσεων από κοινού, αρκεί η διοικητική ένσταση και η προσφυγή να ασκήθηκαν εντός των προθεσμιών που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1989, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, 224/87, EU:C:1989:38, σκέψη 7). Παρά ταύτα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο δικαστής μπορεί να αποφασίσει ότι η δίκη καταργείται, ειδικά όσον αφορά το αίτημα που στρέφεται κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, εάν διαπιστώσει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αυτοτελές και, στην πραγματικότητα, συγχέεται με το αίτημα που στρέφεται κατά της αποφάσεως κατά της οποίας ασκήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψεις 8 και 9).

73      Στην προκειμένη περίπτωση, από τη διατύπωση της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως προκύπτει ότι ο γενικός γραμματέας, πέραν του ότι επιβεβαίωσε το βάσιμο της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως, αποφάσισε ex gratia να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 22 000 ευρώ, αναγνωρίζοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της λόγω των διαβεβαιώσεων που της είχαν δοθεί από τους ανωτέρους της τον Δεκέμβριο του 2014, όσον αφορά την επικείμενη ανανέωση της συμβάσεώς της μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015. Επιπλέον, πέραν αυτής της επιβεβαιωτικής πτυχής της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως διευκρινίζει επίσης, ως αυτοτελής απόφαση σε σχέση με την αρχική προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους, εξάλλου, η ΑΣΣΠΑ δεν ήταν, στις 7 Δεκεμβρίου 2015, σε θέση να προσφέρει θέση εργασίας στην προσφεύγουσα πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015.

74      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να κριθούν από κοινού, αφενός, τα αιτήματα ακυρώσεως της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που αρνείται την ανανέωση της συμβάσεως της προσφεύγουσας πέραν της 31ης Μαΐου 2015, λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψη την αιτιολογία της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως, και, αφετέρου, τα αιτήματα ακυρώσεως της τελευταίας αυτής αποφάσεως, κατά το μέρος που η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε με αυτήν να μην παρατείνει τη σύμβαση της προσφεύγουσας πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015.

 Επί της περί απαραδέκτου ενστάσεως του Κοινοβουλίου

75      Με το υπόμνημά του απαντήσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να στραφεί κατά της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι, αφενός, η προσφεύγουσα είχε ικανοποιηθεί σε σχέση με την αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεως στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, στο μέτρο που είχε λάβει από την ΑΣΣΠΑ, πέραν του προβλεπόμενου από το ΚΛΠ επιδόματος ανεργίας, ποσό 22 000 ευρώ για μισθούς που θα είχε λάβει εάν η σύμβασή της είχε παραταθεί από 1ης Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2015. Αφετέρου, σύμφωνα πάντοτε με το Κοινοβούλιο, ενδεχόμενη ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορούσε αφ’ εαυτής να οδηγήσει στην εκ νέου ανάληψη από την προσφεύγουσα των καθηκόντων της στο Κοινοβούλιο.

76      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, μια προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνον στο μέτρο που ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες για τον ενδιαφερόμενο ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. διάταξη της 22ας Απριλίου 2015, ED κατά ENISA, F‑105/14, EU:F:2015:33, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Η προσφεύγουσα, όμως, όπως ορθώς υποστήριξε, είχε ζητήσει με την αίτηση ανανεώσεως παράταση της συμβάσεώς της πέραν της 31ης Μαΐου 2015, χωρίς να αναφερθεί αποκλειστικά σε παράταση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015. Ως προς το σημείο αυτό είχε αναφέρει ειδικότερα ότι, κατά την άποψή της, η σύμβαση εργασίας της μπορούσε να παραταθεί μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2018.

78      Έτσι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι έλαβε ποσό 22 000 ευρώ ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, ως αποζημίωση για τις αποδοχές που θα ελάμβανε εάν παρέμενε στα καθήκοντά της μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα διατηρεί το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής, έστω και μόνον επειδή, στην απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΣΣΠΑ ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να της προσφέρει σύμβαση εργασίας πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015.

79      Όσον αφορά το επιχείρημα του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα και πάλι δεν επρόκειτο να αποκατασταθεί στα καθήκοντά της, δεν αρκεί για να αποδείξει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας να προσβάλει την αρχική προσβαλλόμενη απόφαση και την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, απόκειται στο θεσμικό όργανο που έχει εκδώσει την πράξη η οποία φέρεται προς ακύρωση από τον δικαστή της Ένωσης, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, να προσδιορίσει τα αναγκαία μέτρα για την ακύρωση της αποφάσεως ακυρώσεως ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς, σεβόμενο τόσο το διατακτικό και το σκεπτικό της αποφάσεως που υποχρεούται να εφαρμόσει όσο και τις εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Αυγούστου 1994, Κοινοβούλιο κατά Meskens, C‑412/92 P, EU:C:1994:308, σκέψεις 28 και 30, της 8ης Οκτωβρίου 1992, Meskens κατά Κοινοβουλίου, T‑84/91, EU:T:1992:103, σκέψη 80, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 82).

80      Αφενός, όμως, σε αντίθεση με όσα φαίνεται να υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, η προσφεύγουσα δεν ζήτησε επισήμως με τα αιτήματά της να αποκατασταθεί στα προηγούμενα καθήκοντά της. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, σε περίπτωση που ακυρωθεί η αρχική προσβαλλόμενη απόφαση και η απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΣΣΠΑ δεν υποχρεούται κατ’ ανάγκην σε επαναπρόσληψη της προσφεύγουσας ως μέτρο εκτελέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

81      Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται αποκλειστικά στο θεσμικό όργανο, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να προσδιορίσει τα απαιτούμενα μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να συνίστανται τόσο στην επαναπρόσληψη της προσφεύγουσας σε υπηρεσία του Κοινοβουλίου όσο και στην επικύρωση, για διαφορετικούς λόγους, της αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015, ή ακόμη και στη χορήγηση στην προσφεύγουσα δίκαιης χρηματικής αποζημιώσεως στο πλαίσιο ενδεχόμενου φιλικού διακανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2016, GV κατά ΕΥΕΔ, F‑137/14, EU:F:2016:14, σκέψεις 91 έως 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε το Κοινοβούλιο πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως

83      Προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν τέσσερις λόγους, οι οποίοι αντλούνται αντίστοιχα:

–        πρώτον, από κατάχρηση εξουσίας, καθώς και από παράβαση του άρθρου 88, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, του άρθρου 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

–        δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

–        τρίτον, από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και από παράβαση του καθήκοντος αρωγής·

–        τέταρτον, από παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

84      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της αντιφατικής αιτιολογίας που επικαλέστηκε η ΑΣΣΠΑ στην αρχική προσβαλλόμενη απόφαση και στην απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, προκειμένου να υποστηρίξει την επιλογή της να μην ανανεώσει τη σύμβαση της προσφεύγουσας, η ΑΣΣΠΑ υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ο πραγματικός λόγος της αποφάσεως αυτής περί μη επαναπροσλήψεώς της, μετά από δεκατρία χρόνια άμεσης ή έμμεσης συνεργασίας στη Newsdesk Hotline της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων, ήταν η αίτηση συνδρομής που είχε υποβάλει. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελούσε, κατά την ίδια, αντίποινα εναντίον της.

85      Η προσφεύγουσα επικαλείται ως αποδεικτικό στοιχείο το γεγονός ότι, ενώ η ΑΣΣΠΑ είχε ανανεώσει συνεχόμενα τις συμβάσεις της προσλήψεως από το 2005 και, τον Δεκέμβριο του 2014, της είχε ανακοινωθεί ότι η σύμβασή της επρόκειτο να ανανεωθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015, η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε, ως μέτρο απομακρύνσεως, να τη μεταθέσει στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων για περιορισμένο διάστημα τριών μηνών και, στη συνέχεια, για διάστημα δύο μηνών. Ωστόσο, παρότι, στις 4 Μαρτίου 2015, της είχε γνωστοποιηθεί ότι οι ανάγκες της Μονάδας αυτής αυξάνονταν, η ΑΣΣΠΑ, προκειμένου να δικαιολογήσει την τελευταία της απόφαση να μην ανανεώσει τη σύμβαση της προσφεύγουσας, επικαλέστηκε τελικώς ότι η εν λόγω Μονάδα είχε στην πραγματικότητα παροδικές μόνον ανάγκες ενισχύσεως ενόψει της διοργανώσεως της 40ής της επετείου και ότι, στη συνέχεια, δεν θα είχε πλέον τέτοιες ανάγκες. Η προσφεύγουσα, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε ότι αυτή η μεμονωμένη εκδήλωση ήταν η αιτία της νέας ανανεώσεως της συμβάσεώς της ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα, για διάστημα δύο μόνον μηνών.

86      Εξάλλου, ο προϊστάμενος της εν λόγω Μονάδας δεν είχε συμβουλευτεί, για τους σκοπούς της αποφάσεως μεταθέσεως, τον διευθυντή της Διευθύνσεως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, προκειμένου να διαπιστώσει τις ανάγκες της Διευθύνσεως αυτής σε σχέση με τις αρμοδιότητες της προσφεύγουσας.

87      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης την επιλογή της ΓΔ Ενημέρωσης να εμπιστευθεί τα δικά της καθήκοντα σε μόνιμο υπάλληλο, η οποία, κατά την ίδια, μπορεί να εξηγηθεί μόνον από την επιθυμία της ΑΣΣΠΑ να «απαλλαγεί από [εκείνη]».

88      Εν τέλει, η αρχική προσβαλλόμενη απόφαση και η απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως δεν ελήφθησαν προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ενώ το συμφέρον της προσφεύγουσας δεν ελήφθη ή δεν ελήφθη αρκούντως υπόψη. Σύμφωνα με την ίδια, βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κάτι τέτοιο συνιστά προσβολή του δικαιώματός της για εξέταση της υποθέσεώς της κατά τρόπο δίκαιο και αμερόληπτο. Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που, κατά την ίδια, οι αποφάσεις αυτές αποτελούσαν στην πραγματικότητα αντίποινα της ΑΣΣΠΑ για την υποβολή αιτήσεως συνδρομής, ελήφθησαν κατά παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Επιπλέον, στο μέτρο που η ΑΣΣΠΑ διέθετε, δυνάμει του άρθρου 88, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, τη δυνατότητα να παρατείνει τη σύμβαση της προσφεύγουσας μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2018, η άρνηση της ΑΣΣΠΑ να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής στην περίπτωσή της συνιστά παράβαση και της διατάξεως αυτής.

89      Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου, υποστηρίζοντας ότι τίποτε δεν επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της είχε ως σκοπό να τη βλάψει ή οφειλόταν σε διάθεση αντιποίνων για την υποβολή της αιτήσεως συνδρομής. Κατά το ίδιο, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 88 του ΚΛΠ, το οποίο, κατά την προσφεύγουσα επιτρέπει την ανανέωση της συμβάσεώς της μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2018, προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένης της νομολογίας που προκύπτει ιδίως από την απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Macchia (T‑368/12 P, EU:T:2014:266, σκέψη 51).

90      Το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι, παρόλο που η πρόταση ανανεώσεως της συμβάσεως για τρεις μήνες, από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Μαρτίου 2015, ήταν πρωτοβουλία του προϊσταμένου της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων, τον οποίον η προσφεύγουσα κατηγορεί για ηθική παρενόχληση, η πρόταση για παράταση δύο μηνών, δηλαδή μέχρι τις 31 Μαΐου 2015, προερχόταν από τον προϊστάμενο της Μονάδας Προγράμματος Επισκέψεων, όπως και η απόφαση να μη ζητηθεί από τη ΓΔ Προσωπικού η περαιτέρω ανανέωση της συμβάσεως της προσφεύγουσας σε σχέση με τις ανάγκες της υπηρεσίας του. Εν πάση περιπτώσει, το Κοινοβούλιο αμφισβητεί το γεγονός ότι η ΑΣΣΠΑ παρείχε αντιφατική αιτιολογία προς στήριξη της αποφάσεως να μην ανανεώσει την απόφαση της συμβάσεώς της και θεωρεί ότι τήρησε την αρχή της μέριμνας, ιδίως επειδή ανανέωσε τη σύμβαση της προσφεύγουσας ακόμη και μετά την κατάθεση της αιτήσεως συνδρομής, και ότι, επιπλέον, με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, αποφάσισε να της καταβάλει αποζημίωση ex gratia, αναγνωρίζοντας ότι είχε δικαιολογημένα θεωρήσει ότι η σύμβασή της επρόκειτο να παραταθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

91      Κατά πάγια νομολογία, η κατάχρηση εξουσίας θεωρείται ότι συντρέχει και θίγει το τεκμήριο νομιμότητας μιας πράξεως αρχής εξουσιοδοτημένης να συνάπτει τις συμβάσεις προσλήψεως μόνον εάν αποδεικνύεται ότι, με την έκδοση της επίδικης πράξεως, η αρχή αυτή επιδίωκε άλλον σκοπό και όχι τον προβλεπόμενο από τη σχετική νομοθεσία ή εάν προκύπτει από αντικειμενικά, λυσιτελή και σύμφωνα μεταξύ τους στοιχεία ότι η εν λόγω πράξη εκδόθηκε για να επιτύχει άλλους σκοπούς από τους προβαλλόμενους (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑171/05, EU:T:2006:288, σκέψη 64, διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2015, Macchia κατά Επιτροπής, T‑80/15 P, EU:T:2015:845, σκέψη 67, και απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, CW κατά Κοινοβουλίου, F‑41/14, EU:F:2015:24, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Ως προς το σημείο αυτό, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί ηθικής παρενοχλήσεώς της εκ μέρους του προϊσταμένου της δεν αρκεί για να αποδείξει ότι όλες οι πράξεις που εκδόθηκαν από την ΑΣΣΠΑ, ιδίως κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, είναι παράνομες. Ειδικότερα, πρέπει η ενδιαφερομένη να αποδείξει ότι οι ενέργειες τις οποίες θεωρεί ηθική παρενόχληση επηρεάζουν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης πράξεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2010, Menghi κατά ENISA, F‑2/09, EU:F:2010:12, σκέψη 69, της 26ης Μαρτίου 2015, CW κατά Κοινοβουλίου, F‑41/14, EU:F:2015:24, σκέψη 89, και της 12ης Μαΐου 2016, FS κατά ΕΟΚΕ, F‑50/15, EU:F:2016:119, σκέψη 109), καθόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό θα σήμαινε ότι η ΑΣΣΠΑ, μέσω των μονίμων υπαλλήλων της και των ιεραρχικώς ανώτερων στελεχών της, χρησιμοποίησε την εξουσία της για να επιτύχει έναν παράνομο σκοπό υπό το πρίσμα του άρθρου 12α του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι «[ο] υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης».

93      Εν προκειμένω, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι ο λόγος για τον οποίον η σύμβαση της προσφεύγουσας παρατάθηκε μόνον για διάστημα τριών μηνών, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Μαρτίου 2015, και όχι για διάστημα ενός έτους, όπως είχε αναγγελθεί στην προσφεύγουσα, ιδίως από τον προϊστάμενο της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων, δεν μπορεί να συνδεθεί με αιφνίδια απόφαση η οποία ελήφθη από τον εν λόγω προϊστάμενο Μονάδας ή, γενικότερα, από την ΑΣΣΠΑ, μετά την υποβολή της αιτήσεως συνδρομής από την προσφεύγουσα.

94      Ειδικότερα, ο προϊστάμενος Μονάδας, παρότι, με το ηλεκτρονικό του μήνυμα της 26ης Νοεμβρίου 2014, ανήγγειλε στην προσφεύγουσα, η οποία βρισκόταν τότε σε άδεια ασθενείας, και σε δύο ακόμη συμβασιούχους υπαλλήλους ότι οι συμβάσεις τους επρόκειτο να ανανεωθούν για έναν ολόκληρο χρόνο και ότι κατέβαλλε προσπάθειες, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, για να επιτύχει, στο μέτρο του δυνατού, νέα ανανέωση των συμβάσεών τους προσλήψεως στη Μονάδα του για μεγαλύτερο διάστημα απ’ ότι στο παρελθόν, ο ίδιος, ωστόσο, επέμεινε στις οικονομικής, ιδίως, φύσεως δυσκολίες που παρουσίαζε η παράταση των συμβάσεών τους και της ασκήσεως των καθηκόντων τους στο μέλλον.

95      Τέλος, μεσολάβησε το ηλεκτρονικό μήνυμα της 10ης Δεκεμβρίου 2014, του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα, τότε σε άδεια ασθενείας, έλαβε γνώση, ιδίως επειδή, κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής, έκανε χρήση του επαγγελματικού της λογαριασμού ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (βλ., συναφώς, διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2014, Lebedef κατά Επιτροπής, F‑60/13, EU:F:2014:6, σκέψεις 45 και 46). Σε αυτό, όμως, το ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο εστάλη την παραμονή της υποβολής από την προσφεύγουσα της αιτήσεως συνδρομής, εξηγήθηκε με σαφήνεια στην ενδιαφερομένη ο αντικειμενικός λόγος για τον οποίον η σύμβασή της επρόκειτο να ανανεωθεί όχι για ένα έτος, όπως της είχαν ήδη ανακοινώσει ο προϊστάμενος της Μονάδας και ένας από τους συναδέλφους της, αλλά για διάστημα τριών μόνον μηνών. Ο λόγος αυτός ήταν ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επιτύχει σε διαδικασία επιλογής CAST και ότι, ως εκ τούτου, ο φάκελός της έπρεπε να εξεταστεί από την ΕΕΣΥ, τον Ιανουάριο του 2015, προκειμένου να εξεταστεί η δυνατότητα παρατάσεως της συμβάσεώς της πέραν του εν λόγω διαστήματος των τριών μηνών. Έτσι, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ευλόγως ότι η απόφαση της ΑΣΣΠΑ να παρατείνει τη σύμβασή της για διάστημα τριών μόνον μηνών συνδέεται με την αίτηση συνδρομής, η οποία, εν προκειμένω, υποβλήθηκε την επομένη της ημέρας κατά την οποίαν η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε από την ΑΣΣΠΑ την ανανέωση της συμβάσεώς της για μικρότερο χρονικό διάστημα, καθώς και τους λόγους της σχετικής αποφάσεως.

96      Μετά τη μετάθεση της προσφεύγουσας στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων, η οποία αποφασίστηκε ως μέτρο απομακρύνσεως, προκύπτει από το έντυπο της 2ας Μαρτίου 2015, το οποίο συμπληρώθηκε από τον διευθυντή της ΓΔ Ενημέρωσης, ότι η πρόταση για παράταση της συμβάσεως της προσφεύγουσας για δύο επιπλέον μήνες, δηλαδή από 1ης Απριλίου έως 31 Μαΐου 2015, είχε διατυπωθεί μετά από θετική γνωμοδότηση της ΕΕΣΥ κατά τη συνεδρίασή της της 25ης Φεβρουαρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία το όνομα της προσφεύγουσας έπρεπε ήδη να έχει περιληφθεί στον κατάλογο που αναφέρεται στο έντυπο της 2ας Μαρτίου 2015, καθώς και στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως.

97      Στο έντυπο της 2ας Μαρτίου 2015 αναφέρεται συναφώς ότι η παράταση που είχε ζητηθεί δικαιολογούνταν από την ανάγκη ενισχύσεως της Μονάδας Προγράμματος Επισκέψεων «προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο αυξημένος όγκος εργασίας για τον εορτασμό των 40 ετών λειτουργίας του προγράμματος […], για τον οποίον [επρόκειτο] να οργανωθούν μια σειρά από εκδηλώσεις [από την ημερομηνία εκείνη] μέχρι το τέλος Μαΐου [2015]». Η προσφεύγουσα, ωστόσο, αμφισβητεί ότι είχε ενημερωθεί σχετικά με το ότι η τελευταία παράταση της συμβάσεώς της οφειλόταν στον λόγο αυτόν.

98      Παρά ταύτα, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη συνάντηση που έλαβε χώρα στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Στο ηλεκτρονικό του μήνυμα της 28ης Μαΐου 2015, ο προϊστάμενος της Μονάδας Προσωπικού της Διευθύνσεως Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης ανέφερε –και η προσφεύγουσα δεν το αμφισβήτησε ούτε προ της ασκήσεως ούτε μετά την άσκηση της προσφυγής−, ότι, κατά τη διάρκεια της συναντήσεως αυτής της 4ης Φεβρουαρίου 2015, της εξήγησε ότι η ΑΣΣΠΑ είχε επιλέξει για τη μετάθεσή της ως μέτρο απομακρύνσεως, στο πλαίσιο της ΓΔ Ενημέρωσης, τη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων, λόγω της ανάγκης ενισχύσεως της Μονάδας αυτής ενόψει του εορτασμού της 40ής επετείου, ο οποίος είχε προγραμματιστεί για τις 26 Μαΐου 2015.

99      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, η προσφεύγουσα δεν μπορεί πλέον να υποστηρίζει ότι μοναδικός σκοπός της ΑΣΣΠΑ, όταν αποφάσισε να παρατείνει περαιτέρω τη σύμβασή της για δύο μόνον μήνες, από 1ης Απριλίου έως 31 Μαΐου 2015, ήταν να την τιμωρήσει επειδή είχε υποβάλει αίτηση συνδρομής.

100    Εν πάση περιπτώσει, καίτοι, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επιχειρεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως της ΑΣΣΠΑ να παρατείνει τη σύμβασή της μόνον από 1ης Απριλίου έως 31 Μαΐου 2015 ή να την παρατείνει στηριζόμενη αποκλειστικά στις ανάγκες της Μονάδας Προγράμματος Επισκέψεων και όχι της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων, στην οποία είχε τοποθετηθεί αρχικώς, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, πέραν του ότι συνυπέγραψε τη σχετική τροποποιητική πράξη στις 27 Μαρτίου 2015, δεν αμφισβήτησε την απόφαση αυτή με διοικητική ένσταση του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, δεν δύναται, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής, η οποία έχει ήδη καταστεί απρόσβλητη.

101    Κατόπιν των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι τα στοιχεία που επικαλείται η προσφεύγουσα σε σχέση με την απουσία προτάσεως, εκ μέρους της Μονάδας Προγράμματος Επισκέψεων, για την ανανέωση της συμβάσεώς της στη ΓΔ Προσωπικού, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικές, λυσιτελείς και σύμφωνες μεταξύ τους ενδείξεις του ότι η απόφαση της ΑΣΣΠΑ περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της πέραν της 31ης Μαΐου 2015 ελήφθη για την επίτευξη άλλων σκοπών πέραν εκείνων που επικαλείται η εν λόγω αρχή, ενώ προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως ότι η απόφαση αυτή ελήφθη επειδή δεν ζητήθηκε από τη Διεύθυνση Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης η ανανέωση της συμβάσεως αυτής μετά από αίτηση κάποιας από τις Μονάδες της εν λόγω Γενικής Διευθύνσεως.

102    Όσον αφορά το γεγονός ότι, μετά τη μετάθεση της προσφεύγουσας στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων, η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε να εμπιστευθεί σε μόνιμο υπάλληλο τα καθήκοντα που προηγουμένως ασκούσε η προσφεύγουσα στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων, γεγονός που καθιστούσε άνευ αντικειμένου κάθε μεταγενέστερη αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεως προσλήψεώς της στη Μονάδα αυτή, παρόλο που η προσφεύγουσα είχε ασκήσει σε αυτήν τα καθήκοντά της από το 2003, υπενθυμίζεται ότι, αφενός, οι μόνιμες θέσεις των θεσμικών οργάνων προορίζονται, κατ’ αρχήν, για κάλυψη από μονίμους υπαλλήλους και ότι, επομένως, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορούν να καταληφθούν από μη μονίμους υπαλλήλους (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 78). Αφετέρου, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση και τη διάρθρωση των υπηρεσιών της και μπορεί να αποφασίσει ότι εργασίες οι οποίες δεν ήταν σαφώς προσδιορισμένες ή εξελίχθηκαν με την πάροδο του χρόνου και είχαν ανατεθεί στο παρελθόν σε συμβασιούχους επικουρικούς υπαλλήλους, σε αντικατάσταση, ενδεχομένως, μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων, πρέπει πλέον να ενταχθούν στις μόνιμες θέσεις.

103    Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης έχουν την ευχέρεια να διαρθρώνουν τις διοικητικές μονάδες τους, λαμβάνοντας υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως είναι η φύση και η έκταση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και οι δυνατότητες του προϋπολογισμού (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1981, Bellardi‑Ricci κ.λπ. κατά Επιτροπής, 178/80, EU:C:1981:310, σκέψη 19, της 25ης Σεπτεμβρίου 1991, Sebastiani κατά Κοινοβουλίου, T‑163/89, EU:T:1991:49, σκέψη 33, και της 9ης Φεβρουαρίου 1994, Lacruz Bassols κατά Δικαστηρίου, T‑109/92, EU:T:1994:16, σκέψη 88). Η ευχέρεια αυτή συνεπάγεται την ελευθερία περικοπής θέσεων εργασίας και επαναπροσδιορισμού των καθηκόντων είτε χάριν βελτιώσεως της αποτελεσματικής οργανώσεως των εργασιών είτε χάριν συμμορφώσεως προς τις απαιτήσεις του προϋπολογισμού για περικοπή θέσεων, όπως αυτές επιβάλλονται από τα πολιτικά όργανα της Ένωσης, καθώς και την εξουσία εκ νέου αναθέσεως καθηκόντων που εκτελούσε προηγουμένως ο κάτοχος της περικοπείσας θέσεως, χωρίς η εν λόγω κατάργηση της θέσεως εργασίας να συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το σύνολο των επιβεβλημένων καθηκόντων θα εκτελείται από προσωπικό μειωμένο σε σύγκριση με το προ της αναδιοργανώσεως. Εξάλλου, η κατάργηση της θέσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την κατάργηση των συνδεδεμένων με αυτή καθηκόντων (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1997, Cesaratto κατά Κοινοβουλίου, T‑108/96, EU:T:1997:115, σκέψεις 49 έως 51, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Tzikas κατά AFE, F‑120/13, EU:F:2014:197, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104    Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, η ΑΣΣΠΑ μπορούσε ελεύθερα να αποφασίσει την ανάθεση στο εξής σε μόνιμους υπαλλήλους των εργασιών που ασκούσε προηγουμένως η προσφεύγουσα ως συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένη με επικουρικά καθήκοντα και μία άλλη συνάδελφός της, επίσης συμβασιούχος υπάλληλος με επικουρικά καθήκοντα. Στο μέτρο, όμως, που στο ηλεκτρονικό του μήνυμα της 26ης Νοεμβρίου 2014, δηλαδή πριν από την υποβολή αιτήσεως συνδρομής, ο προϊστάμενος της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων είχε ήδη ανακοινώσει στην προσφεύγουσα και σε δύο άλλους συμβασιούχους υπαλλήλους επιφορτισμένους με επικουρικά καθήκοντα την επικείμενη αναδιοργάνωση της Newsdesk Hotline σε σχέση με την άφιξη μονίμου υπαλλήλου της ομάδας διοικητικών καθηκόντων (AD), η προσφεύγουσα δεν μπορεί ευλόγως να ισχυριστεί ότι η απόφαση της ΑΣΣΠΑ να προσλάβει μόνιμο υπάλληλο για τα καθήκοντα που ασκούσε προηγουμένως η ίδια στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων είναι η απόδειξη ή έστω μια αντικειμενική και λυσιτελής ένδειξη της προθέσεως τιμωρήσεώς της επειδή υπέβαλε αίτηση συνδρομής. Πράγματι, φαίνεται ότι η απόφαση αυτή ανταποκρινόταν αντικειμενικά στην ανάγκη ορθολογικής οργανώσεως των υπηρεσιών της Μονάδας και στην εφαρμογή της αποφάσεως της ΑΣΣΠΑ να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη Newsdesk Hotline, διορίζοντας, στον τομέα αυτόν, μονίμους υπαλλήλους.

105    Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν παρέσχε επαρκή αντικειμενικά, λυσιτελή και σύμφωνα μεταξύ τους στοιχεία προς στήριξη του ισχυρισμού της περί καταχρήσεως εξουσίας.

106    Για τους ίδιους λόγους, η προσφεύγουσα δεν μπορεί επίσης να υποστηρίξει, αφενός, ότι με την αρχική προσβαλλόμενη απόφαση και την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΣΣΠΑ παρέβη το άρθρο 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενοχλήσεως δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, ούτε, αφετέρου, ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η υπόθεσή της δεν εξετάστηκε από την ΑΣΣΠΑ κατά τρόπο αμερόληπτο και δίκαιο και εντός εύλογης προθεσμίας.

107    Όσον αφορά την προβαλλόμενη από την προσφεύγουσα παράβαση του άρθρου 88, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, επισημαίνεται ότι, όπως άρχισε να ισχύει από 1ης Μαΐου 2004, η διάταξη αυτή προέβλεπε, στην περίπτωση των «αναφερομένων στο άρθρο 3α συμβασιούχων υπαλλήλων [που είναι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα]», ότι «η πραγματική διάρκεια της απασχόλησης σε ένα όργανο, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσης, δεν [υπερέβαινε] τα τρία έτη» και ότι, όπως τροποποιήθηκε μετά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15), η διάρκεια αυτή παρατάθηκε σε έξι έτη. Ωστόσο, ενώ η διάταξη αυτή προβλέπει βεβαίως μέγιστη διάρκεια απασχολήσεως σε αυτή την κατηγορία καθηκόντων, σε καμιά περίπτωση δεν επιβάλλει στην ΑΣΣΠΑ ελάχιστη διάρκεια απασχολήσεως υπαλλήλου που εμπίπτει στην κατηγορία αυτήν.

108    Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι, με την αρχική προσβαλλόμενη απόφαση και την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΣΣΠΑ δεν εξάντλησε τη μέγιστη διάρκεια απασχολήσεως της προσφεύγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα δεν συνιστά πρόδηλη παράβαση του άρθρου 88, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ.

109    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί ως ένδειξη καταχρήσεως εξουσίας το γεγονός ότι, κατά την ίδια, η ΑΣΣΠΑ άλλαξε «αιφνιδίως» στάση απέναντί της μετά την υποβολή αιτήσεως συνδρομής, καθώς πάντοτε, «από τις 6 Ιανουαρίου 2003 και εντεύθεν, έβρισκε συστηματικά μια λύση που επέτρεπε την παραμονή [της ίδιας] στη θέση [της]». Πράγματι, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, η οποία δεν κατόρθωσε να επιτύχει ούτε σε γενικό διαγωνισμό της EPSO ούτε σε εσωτερικό διαγωνισμό του Κοινοβουλίου, διατήρησε, χάρη στην ΑΣΣΠΑ, τη θέση της με διαφορετικές διαδοχικές συμβάσεις σε διαφορετικές κατηγορίες καθηκόντων για να ασκεί τα ίδια κατ’ ουσίαν καθήκοντα ουδόλως υποχρέωνε την ΑΣΣΠΑ να συνεχίσει τη σχέση εργασίας με την ενδιαφερομένη, καθόσον το κύριο χαρακτηριστικό των συμβάσεων προσλήψεως συμβασιούχων υπαλλήλων επιφορτισμένων με επικουρικά καθήκοντα είναι ο προσωρινός τους χαρακτήρας, ο οποίος ανταποκρίνεται στον ίδιο τον σκοπό των συμβάσεων αυτών που συνίσταται στην εκτέλεση από το έκτακτο προσωπικό καθηκόντων που είναι προσωρινά εκ φύσεως ή ελλείψει μονίμου υπαλλήλου (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 86), και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της Ένωσης που έχουν προσληφθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν μπορούν να αγνοούν τον προσωρινό χαρακτήρα της προσλήψεώς τους και το γεγονός ότι αυτή δεν τους παρέχει εγγυημένη απασχόληση (βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Schuerings, T‑107/11 P, EU:T:2013:624, σκέψη 84).

110    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

111    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η απόλυσή της αποτελεί κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ και ήταν αδικαιολόγητη, οπότε αποφασίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κατά το οποίο «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας έναντι κάθε αδικαιολόγητης απόλυσης, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Επικρίνει, επιπλέον, το γεγονός ότι η ΑΣΣΠΑ δεν τοποθετήθηκε επί του επιχειρήματος αυτού με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως και ισχυρίζεται ότι, ως εκ τούτου, πρέπει «να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις».

112    Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως προβάλλεται αλυσιτελώς, καθώς η σύμβαση της προσφεύγουσας έληξε κατά την προβλεπόμενη σε αυτήν ημερομηνία και, επομένως, δεν λύθηκε από την ΑΣΣΠΑ.

113    Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που επικαλείται η προσφεύγουσα, αναφέρεται προδήλως εσφαλμένως ότι η ΑΣΣΠΑ έλαβε εν προκειμένω μια απόφαση απολύσεως σύμφωνα με το άρθρο 47, στοιχείο β΄, περίπτωση ii, του ΚΛΠ ή και του άρθρου 49 του ΚΛΠ, ενώ η σύμβαση προσλήψεως της προσφεύγουσας έληξε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47, στοιχείο β΄, περίπτωση i, του ΚΛΠ, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 119 του ΚΛΠ, εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους με επικουρικά καθήκοντα δηλαδή «κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση».

114    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως

115    Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αρχική προσβαλλόμενη απόφαση και η απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως πάσχουν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Τούτο μπορεί, κατά την ίδια, να διαπιστωθεί και μόνον από το γεγονός ότι η ΑΣΣΠΑ αιτιολόγησε με αντιφατικό τρόπο την απόφασή της να μην ανανεώσει τη σύμβασή της, το οποίο αποδεικνύει ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε η εν λόγω αρχή δεν ήταν αξιόπιστοι. Υποστηρίζει επίσης ότι η ΑΣΣΠΑ παρέβη το καθήκον της μέριμνας.

116    Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως και εξηγεί ότι η ΑΣΣΠΑ είχε αποφασίσει την αναδιάρθρωση της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων από το 2009, καθώς η Μονάδα αυτή, λόγω της έντονης δραστηριότητάς της και του πολύ σημαντικού προϋπολογισμού που διαθέτει, απασχολούσε μεγάλο αριθμό συμβασιούχων. Οργανώθηκαν, έτσι, πολλοί διαγωνισμοί και διαδικασίες επιλογής, οι οποίες έδωσαν στους περισσότερους από τους ήδη απασχολούμενους στη Μονάδα αυτή συμβασιούχους τη δυνατότητα να αποκτήσουν το καθεστώς του μονίμου υπαλλήλου. Η προσφεύγουσα, όμως, δεν επέτυχε στις εν λόγω διαδικασίες επιλογής και, επομένως, δεν μπορούσε να προσληφθεί σε θέση μονίμου υπαλλήλου στην εν λόγω Μονάδα.

117    Όσον αφορά την αίτηση ανανεώσεως, η ΑΣΣΠΑ την εξέτασε με κάθε δυνατή επιμέλεια, αλλά δεν διέθετε καμιά κενή θέση ώστε να παρατείνει τη σύμβαση της προσφεύγουσας ως συμβασιούχου επικουρικής υπαλλήλου. Το Κοινοβούλιο προβάλλει ως απόδειξη των ανωτέρω το γεγονός ότι, μετά τις 31 Μαΐου 2015, οπότε έληγε η σύμβαση της προσφεύγουσας, μόνον ένας συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα προσελήφθη στη Διεύθυνση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης από 3 Αυγούστου 2015 έως 2 Φεβρουαρίου 2016, προκειμένου να αντικαταστήσει ένα μέλος του προσωπικού της Μονάδας EUROPARL TV της Διευθύνσεως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Κατά τον χρόνο της αιτήσεως προσλήψεως του υπαλλήλου αυτού, στις 15 Απριλίου 2015, η προσφεύγουσα, καίτοι το όνομά της, όπως και του εν λόγω υπαλλήλου, περιλαμβανόταν σε κατάλογο επιλογής CAST, δεν ήταν διαθέσιμη, διότι βρισκόταν ακόμη σε άδεια ασθενείας από τον Νοέμβριο του 2014. Το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων είχε μείνει πλέον ένας μόνον συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα, της ομάδας καθηκόντων IV, μετά τη μετάθεση άλλου συμβασιούχου υπαλλήλου της ίδιας ομάδας καθηκόντων από τη Μονάδα αυτή στη Μονάδα EUROPARL TV κατά τη διάρκεια της συμβάσεώς του. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι ο συντονισμός της ομάδας της Newsdesk Hotline της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων πραγματοποιείται πλέον από μόνιμο υπάλληλο, ότι τα τρέχοντα καθήκοντα που είχε κάποτε η προσφεύγουσα έχουν ανατεθεί σε μόνιμο υπάλληλο, καθώς και ότι προσελήφθη και τρίτος μόνιμος υπάλληλος για να συμπληρώσει την ομάδα αυτή. Όσον αφορά τη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων, κανένας συμβασιούχος υπάλληλος με επικουρικά καθήκοντα δεν έχει προσληφθεί σε αυτήν μετά τις 31 Μαΐου 2015. Οι εξηγήσεις αυτές αποδεικνύουν, κατά το Κοινοβούλιο, ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα ανανεώσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας στις δύο ως άνω Μονάδες, ούτε, γενικότερα, στη Διεύθυνση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

118    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η ανανέωση συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αποτελεί απλή δυνατότητα, η οποία απόκειται στην εκτίμηση της αρμόδιας αρχής, εν προκειμένω της ΑΣΣΠΑ.

119    Πράγματι, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε σχέση με τις αποστολές που τους ανατίθενται, καθώς και κατά την τοποθέτηση, ενόψει των αποστολών αυτών, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Έτσι, η αρμόδια αρχή υποχρεούται, όταν λαμβάνει απόφαση που αφορά την κατάσταση μέλους του λοιπού προσωπικού, να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφασή της, δηλαδή όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και, ιδίως, το συμφέρον του ενδιαφερομένου μέλους του λοιπού προσωπικού. Συγκεκριμένα, αυτό προκύπτει από το καθήκον μέριμνας της Διοικήσεως, στο οποίο αποτυπώνεται η ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που καθιερώνει ο ΚΥΚ και, κατ’ αναλογίαν, το ΚΛΠ στις σχέσεις μεταξύ της διοικητικής αρχής και των υπαλλήλων της (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά D’Agostino, T‑670/13 P, EU:T:2015:877, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

120    Βεβαίως, το ΚΛΠ δεν επιβάλλει στη Διοίκηση την προηγούμενη υποχρέωση να εξετάσει τη δυνατότητα μεταθέσεως του εκτάκτου υπαλλήλου σε υπηρεσία διαφορετική από εκείνη στην οποία υπηρετούσε ούτε σε περίπτωση λύσεως συμβάσεως αορίστου χρόνου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Schuerings, T‑107/11 P, EU:T:2013:624, σκέψη 98, και της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Michel, T‑108/11 P, EU:T:2013:625, σκέψη 99) ούτε σε περίπτωση μη ανανεώσεως συμβάσεως ορισμένου χρόνου (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Macchia, T‑368/12 P, EU:T:2014:266, σκέψη 57). Ομοίως, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην περίπτωση συμβασιούχων υπαλλήλων, όπως η προσφεύγουσα, οι οποίοι δεν έχουν τοποθετηθεί σε θέση προβλεπόμενη από το οργανόγραμμα που προσαρτάται στο σχετικό με κάθε θεσμικό όργανο τμήμα του προϋπολογισμού. Αντιθέτως, ακόμη και στην περίπτωση της τελευταίας αυτής κατηγορίας μελών του προσωπικού, έστω και αν δεν καταλαμβάνουν θέση περιλαμβανόμενη στον πίνακα αυτόν, η Διοίκηση, όταν αποφαίνεται επί αιτήσεως μέλους του λοιπού προσωπικού για την ανανέωση της συμβάσεώς του, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που δύνανται να ασκούν καθοριστική επιρροή στην απόφασή της, δηλαδή όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και, μεταξύ άλλων, το συμφέρον του υπαλλήλου (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά D’Agostino, T‑670/13 P, EU:T:2015:877, σκέψη 34).

121    Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της επίδικης υποθέσεως, στις οποίες η ΑΣΣΠΑ, προκειμένου να τηρήσει την υποχρέωσή της αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, αποφάσισε να μεταθέσει την προσφεύγουσα σε άλλη Μονάδα από εκείνη στην οποία είχε προσληφθεί αρχικώς, απέκειτο στην εν λόγω αρχή, στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως ανανεώσεως και βάσει του καθήκοντος μέριμνας, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη την εκπεφρασμένη επιθυμία της προσφεύγουσας να συνεχίσει τη σχέση εργασίας της και παρά το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, βρισκόταν σε άδεια ασθενείας από τον Οκτώβριο του 2014, εάν το συμφέρον της υπηρεσίας, τόσο στην Μονάδα της αρχικής απασχολήσεως όσο και στη Μονάδα μεταθέσεως, υπαγόρευε την πρόσληψη υπαλλήλου με τα προσόντα της προσφεύγουσας.

122    Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά D’Agostino, T‑670/13 P, EU:T:2015:877, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

123    Στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει σαφώς από τον φάκελο της υποθέσεως ότι, κατά το στάδιο της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΑΣΣΠΑ έλαβε υπόψη τόσο το συμφέρον της υπηρεσίας σε σχέση με τη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων όσο και εκείνο της προσφεύγουσας, όπως εκδηλώθηκε με την αίτηση ανανεώσεως. Κατέληξε, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να προσφέρει στην προσφεύγουσα παράταση της συμβάσεώς της ως συμβασιούχου υπαλλήλου με επικουρικά καθήκοντα, ανεξαρτήτως του ότι το όνομά της περιλαμβανόταν πλέον σε πίνακα επιλογής των συμβασιούχων υπαλλήλων.

124    Εξάλλου, όσον αφορά τη διαπίστωση της ΑΣΣΠΑ ότι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη διοικητικής ενισχύσεως στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων μετά τις εκδηλώσεις για την 40ή επέτειο της Μονάδας αυτής, δεν πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως από την άποψη των επιχειρημάτων του Κοινοβουλίου και των εγγράφων που αυτό προσκόμισε. Από την άποψη αυτή, η εν λόγω διαπίστωση δεν αίρεται από το γεγονός ότι, με το ηλεκτρονικό του μήνυμα της 4ης Μαρτίου 2015, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού αναφέρθηκε στις αυξανόμενες, μέχρι την ημερομηνία εκείνη, ανάγκες της Μονάδας αυτής. Ειδικότερα, αφενός, η αναφορά αυτή στις αυξανόμενες ανάγκες θα μπορούσε να συνδέεται με τις ανάγκες εορτασμού της 40ής επετείου. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται ότι κανένας συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα δεν προσελήφθη από την ΑΣΣΠΑ για να ασκήσει τα καθήκοντά του στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων μετά τη λήξη της συμβάσεως της προσφεύγουσας, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι, έστω και αυξανόμενες, ανάγκες ήταν στην πραγματικότητα παροδικά αυξανόμενες και, εν πάση περιπτώσει, δεν δικαιολογούσαν την πρόσληψη υπαλλήλου μετά τις 31 Μαΐου 2015.

125    Έτσι, από την άποψη, ιδίως, του άρθρου 11, παράγραφος 2, της αποφάσεως του γραφείου του Κοινοβουλίου της 3ης Μαΐου 2004 για την εσωτερική ρύθμιση της προσλήψεως υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού, σύμφωνα με το οποίο οι συμβασιούχοι υπάλληλοι οι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα προσλαμβάνονται, σύμφωνα με το άρθρο 3α του ΚΛΠ, για να διασφαλίζεται η συνέχεια της υπηρεσίας, η ΑΣΣΠΑ μπορούσε να θεωρήσει ότι, μετά τον εορτασμό της 40ής επετείου, δεν είχε πλέον ανάγκη να προσλάβει τέτοιου είδους προσωπικό για τη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων ούτε, ειδικότερα, την ανάγκη των υπηρεσιών μέλους του λοιπού προσωπικού με τα προσόντα της προσφεύγουσας.

126    Όσον αφορά τη συνεκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας σε σχέση με τη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων, προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ΑΣΣΠΑ δεν εξέτασε τις ανάγκες της Μονάδας αυτής για να διαμορφώσει την άποψη που υιοθέτησε στην αρχική προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς, στις 28 Μαΐου και στις 14 Ιουλίου 2015, υπήρχε αμφιβολία σχετικά με τη Μονάδα στην οποία έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε προσληφθεί στην πραγματικότητα η προσφεύγουσα, την οποία η τελευταία επιχείρησε να άρει στο πλαίσιο της ενστάσεώς της της 24ης Απριλίου 2015. Αυτή η τελευταία Μονάδα ήταν εκείνη που έπρεπε να λάβει την πρωτοβουλία ενδεχόμενης αιτήσεως ανανεώσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας προς τη Διεύθυνση Πόρων της ΓΔ Ενημέρωσης, η οποία μπορούσε στη συνέχεια να ζητήσει την ανανέωση αυτή από τη ΓΔ Προσωπικού με την ιδιότητά της ως ΑΣΣΠΑ.

127    Ωστόσο, με την απάντηση της 20ής Αυγούστου 2015 στην ένσταση της προσφεύγουσας της 24ης Απριλίου 2015, ο γενικός γραμματέας ήρε την ασάφεια αυτή, επιβεβαιώνοντας τον προσωρινό χαρακτήρα της μεταθέσεως της προσφεύγουσας στη Μονάδα Προγράμματος Επισκέψεων. Με τη συμπληρωματική διοικητική ένσταση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τότε τον ισχυρισμό ότι η υπηρεσία δεν είχε συμφέρον να ανανεώσει τη σύμβασή της, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων στην οποία έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε παραμείνει κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας που είχε κινήσει η ΑΣΣΠΑ, ανταποκρινόμενη στην αίτηση συνδρομής.

128    Η ΑΣΣΠΑ, όμως, προτού εκδώσει απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως και σε απάντηση των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα με τη συμπληρωματική ένσταση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, εξέτασε το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων. Κατέληξε, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε, βεβαίως, συμφέρον από την παράταση της συμβάσεώς της, αλλά και ότι η εν λόγω Μονάδα δεν είχε ανάγκες που να δικαιολογούν μια τέτοια παράταση της απασχολήσεως της προσφεύγουσας στην εν λόγω Μονάδα, ούτε, γενικότερα στη ΓΔ Ενημέρωσης. Ως εκ τούτου, η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι δεν ελήφθη υπόψη το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

129    Επίσης, διευκρινίζεται συναφώς ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, όταν πρόκειται για απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου, η ΑΣΣΠΑ μπορεί να τροποποιεί ή να υποκαθιστά τους λόγους μιας τέτοιας αποφάσεως κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, όπως έπραξε εν προκειμένω (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψεις 33 έως 46, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Tzikas κατά AFE, F‑120/13, EU:F:2014:197, σκέψη 79). Ειδικότερα, η τελική θέση του θεσμικού οργάνου καθορίζεται κατά τον χρόνο ακριβώς της εκδόσεως απαντήσεως στη διοικητική ένσταση και σε αυτό, επομένως, το στάδιο πρέπει να εκτιμηθεί η τήρηση από τη ΑΣΣΠΑ του καθήκοντος αρωγής σε σχέση με την αιτιολογία τόσο της αρχικής αποφάσεως όσο και της απαντήσεως στη διοικητική ένσταση (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2017, LP κατά Ευρωπόλ, T‑719/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:7, σκέψη 54).

130    Η προσφεύγουσα βεβαιώνει ακόμη, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το Κοινοβούλιο απαρίθμησε, στο υπόμνημα αντικρούσεως, «τις διάφορες Μονάδες –[τη] Μονάδα EUROPARL TV, τη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων, την ομάδα Hotline Newsdesk– [σε σχέση με τις οποίες η ΑΣΣΠΑ] εξέτασε τη δυνατότητα ανανεώσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας», προκειμένου να προβεί «in tempore suspecto» σε νέα αιτιολογία της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως. Η αιτιολογία αυτή, όμως, είναι, κατά την άποψή της, απαράδεκτη.

131    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο των προσφυγών που ασκούνται βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, καίτοι η πλήρης έλλειψη αιτιολογίας δεν καλύπτεται από τις εξηγήσεις που παρέχονται μετά την άσκηση προσφυγής, καθώς, στο στάδιο αυτό, οι εξηγήσεις αυτές δεν εξυπηρετούν πλέον τον σκοπό τους (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1981, Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, EU:C:1981:284, σκέψη 22, της 9ης Δεκεμβρίου 1993, Κοινοβούλιο κατά Volger, C‑115/92 P, EU:C:1993:922, σκέψη 23, και της 23ης Φεβρουαρίου 1994, Κούσιος κατά Επιτροπής, T‑18/92 και T‑68/92, EU:T:1994:19, σκέψεις 74 έως 76), δεν ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως που εξέδωσε η ΑΣΣΠΑ ή η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του καθού θεσμικού οργάνου.

132    Πράγματι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, το εν λόγω καθού θεσμικό όργανο μπορεί, κατά τη διάρκεια της δίκης, να προσκομίσει συμπληρωματικές διευκρινίσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ αντικειμένου ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1984, Picciolo κατά Κοινοβουλίου, 111/83, EU:C:1984:200, σκέψη 22, της 8ης Μαρτίου 1988, Sergio κ.λπ. κατά Επιτροπής, 64/86, 71/86 έως 73/86 και 78/86, EU:C:1988:119, σκέψη 52, και της 30ής Νοεμβρίου 1993, Περάκης κατά Κοινοβουλίου, T‑78/92, EU:T:1993:107, σκέψη 52). Σε μια τέτοια περίπτωση, ωστόσο, το καθού θεσμικό όργανο δεν επιτρέπεται να υποκαταστήσει την αρχική εσφαλμένη αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως με εντελώς νέα αιτιολογία (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1990, Culin κατά Επιτροπής, C‑343/87, EU:C:1990:49, σκέψη 15, και της 6ης Νοεμβρίου 1997, Berlingieri Vinzek κατά Επιτροπής, T‑71/96, EU:T:1997:170, σκέψη 79).

133    Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΣΣΠΑ ανέφερε ρητώς, αφενός, ότι «δεν [υπήρχε] πλέον δυνατότητα προσλήψεως [της προσφεύγουσας] στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων, καθώς [είχε αποφασιστεί] εν τω μεταξύ να ανατεθούν τα καθήκοντα για τα οποία είχε προσληφθεί αυτή αρχικώς σε μόνιμο υπάλληλο» και, αφετέρου, ότι, «λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων προσόντων [της προσφεύγουσας] και των καθηκόντων που ασκούσε, η ΓΔ Ενημέρωσης δεν [είχε] τη δυνατότητα να της προτείνει άλλη θέση εργασίας που να αντιστοιχεί στα προσόντα της για το διάστημα πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015».

134    Έτσι, τα στοιχεία που παρέσχε το Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία μετά την άσκηση της προσφυγής σε σχέση με τις διάφορες Μονάδες της Διευθύνσεως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και της Διευθύνσεως Σχέσεων με τους Πολίτες, οι οποίες ανήκουν στη ΓΔ Ενημέρωσης, ως προς τις οποίες η ΑΣΣΠΑ εξέτασε τη δυνατότητα ανανεώσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας, αποτελούν απλώς συμπληρωματικές διευκρινίσεις, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 132 της παρούσας αποφάσεως, ενώ επισημαίνεται ότι οι ενδείξεις αυτές, καθό μέρος αφορούν στοιχεία προγενέστερα ή σύγχρονα με την απόφαση επί της ενστάσεως, είναι σύμφωνες, από την άποψη αυτή, με την αρχή της νομιμότητας (απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψη 27). Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι, τόσο με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως όσο και μετά την άσκηση της προσφυγής, ο λόγος τον οποίον επικαλέστηκαν η ΑΣΣΠΑ και το Κοινοβούλιο για να αρνηθούν την ανανέωση της συμβάσεως της προσφεύγουσας πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015 ήταν η έλλειψη διαθέσιμης θέσεως στη ΓΔ Ενημέρωσης, η οποία, από την άποψη των προσόντων της προσφεύγουσας, θα καθιστούσε δυνατή μια τέτοια ανανέωση.

135    Εξάλλου, επισημαίνεται συναφώς ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 119 και 120 της παρούσας αποφάσεως, η ΑΣΣΠΑ δεν ήταν υποχρεωμένη, βάσει του καθήκοντος αρωγής, να εξετάσει το ενδεχόμενο παρατάσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας ενόψει μεταθέσεως σε άλλες Μονάδες, πέραν των Μονάδων Οπτικοακουστικών Μέσων και Προγράμματος Επισκέψεων, καθώς μια τέτοια ενέργεια θα παρείχε στην προσφεύγουσα δικαίωμα προτεραιότητας, το οποίο έχουν μόνον οι μόνιμοι υπάλληλοι και το οποίο θα έθιγε τα συμφέροντα των μελών του λοιπού προσωπικού των άλλων αυτών Μονάδων που επιθυμούν την ανανέωση των δικών τους συμβάσεων προσλήψεως στις Μονάδες αυτές ή υποψηφίων σε διαδικασίες επιλογής που έχουν κινηθεί για κενές θέσεις των Μονάδων αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Schuerings, T‑107/11 P, EU:T:2013:624, σκέψη 87). Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, υπερβαίνοντας όσα επέβαλλε το καθήκον μέριμνας, η ΑΣΣΠΑ, με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, προέβη σε εξέταση των κενών θέσεων σε ολόκληρη τη ΓΔ Ενημέρωσης, καταλήγοντας, όμως, στο συμπέρασμα ότι καμία κατάλληλη θέση εργασίας δεν επέτρεπε τέτοια ανανέωση πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015.

136    Εν πάση περιπτώσει, όμως, η διαπίστωση αυτή δεν πάσχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

137    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα κατείχε θέση συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα κατά τον χρόνο που ελήφθη η απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της. Από την άποψη αυτή, όπως είχε αναγγείλει ο προϊστάμενος της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων με το ηλεκτρονικό του μήνυμα της 26ης Νοεμβρίου 2014, η Μονάδα αυτή επρόκειτο να αναδιοργανωθεί, όπως αποδεικνύεται από τις πληροφορίες και τα στοιχεία που προσκόμισε το Κοινοβούλιο, έτσι ώστε η ΑΣΣΠΑ να αναθέτει πλέον σε μονίμους υπαλλήλους τα καθήκοντα που ασκούσε προηγουμένως η προσφεύγουσα, πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, ενέπιπτε στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει κατά την οργάνωση των υπηρεσιών της. Λόγω αυτής, είχε τη δυνατότητα να καλύψει κατά προτεραιότητα τη θέση την οποία αφορούσε η υπ’ αριθ. AST/157554 προκήρυξη με μετάθεση μονίμου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων, ιδιότητα που δεν διέθετε η προσφεύγουσα. Εξάλλου, τα έγγραφα που προσκόμισε το Κοινοβούλιο αποδεικνύουν ότι μόνον ένας συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα προσελήφθη το 2016, μετά την αποχώρηση της προσφεύγουσας, στη Διεύθυνσης Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Επρόκειτο, εν προκειμένω, για υπάλληλο που προσελήφθη για να αντικαταστήσει, από 3 Αυγούστου 2015 έως 2 Φεβρουαρίου 2016, υπάλληλο η οποία βρισκόταν σε άδεια μητρότητας. Ωστόσο, ο υπάλληλος αυτός προσελήφθη για να ασκήσει τα καθήκοντά του στη Μονάδα EUROPARLTV και όχι στις Μονάδες Οπτικοακουστικών Μέσων και Προγράμματος Επισκέψεων, ενώ, κατά τον χρόνο προσλήψεώς του, αφενός, η προσφεύγουσα δεν ήταν διαθέσιμη για μια τέτοια αντικατάσταση, καθώς βρισκόταν η ίδια σε άδεια ασθενείας, και αφετέρου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα προσόντα της ήταν κατάλληλα για τις ανάγκες αυτής της αντικαταστάσεως.

138    Η προσφεύγουσα επικρίνει επίσης το γεγονός ότι, παρά τις αιτήσεις που υπέβαλε, οι εσωτερικοί διαγωνισμοί που οργάνωσε το Κοινοβούλιο αφορούσαν μόνον «πολύ συγκεκριμένα και τεχνικά επαγγελματικά χαρακτηριστικά […] αρχειοθετών, συναρμολογητών, γραφιστών ή παραγωγών […]». Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, βάσει του άρθρου 27 του ΚΥΚ, «[η] πρόσληψη [υπαλλήλων] πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο τις υπηρεσίες υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης». Ως εκ τούτου, κανένα μέλος του λοιπού προσωπικού δεν μπορεί να απαιτεί τη διοργάνωση διαγωνισμού που να ανταποκρίνεται στα δικά του επαγγελματικά προσόντα, καθόσον, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού για τις προσλήψεις, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να διευκολύνουν την πρόσβαση των μελών του λοιπού προσωπικού τους στο καθεστώς του μονίμου υπαλλήλου κατά τρόπο που να αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

139    Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι είχε, εν τέλει, ασκήσει τα ίδια καθήκοντα επί δεκατρία έτη, υπό διαφορετικό κάθε φορά καθεστώς, και ότι, ως εκ τούτου, βάσει του καθήκοντος μέριμνας, η ΑΣΣΠΑ ήταν υποχρεωμένη να παρατείνει την τελευταία της σύμβαση.

140    Επισημαίνεται συναφώς ότι, ενώ η προσφεύγουσα εργαζόταν για εταιρία που παρείχε υπηρεσίες στο Κοινοβούλιο, η ΑΣΣΠΑ της πρότεινε να την προσλάβει απευθείας ως συμβασιούχο υπάλληλο από 1ης Απριλίου 2005 και ότι, από 1ης Φεβρουαρίου 2006, κατείχε θέση εκτάκτου υπαλλήλου. Δυνάμει του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, η εν λόγω σύμβαση προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου έληξε υποχρεωτικά μετά το πέρας της μέγιστης διάρκειας των έξι ετών απασχολήσεως με την ιδιότητα αυτή και πρέπει να θεωρηθεί ότι η πρόσληψη αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά παρέκκλιση από την αρχή ότι οι μόνιμες θέσεις καλύπτονται με τον διορισμό μονίμων υπαλλήλων, είχε ως μόνο σκοπό να καλύψει τις ανάγκες της Μονάδας Οπτικοακουστικών Μέσων (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 79).

141    Πάντως, όταν η απασχόληση της προσφεύγουσας ως εκτάκτης υπαλλήλου συμπλήρωσε τη μέγιστη διάρκεια των έξι ετών, η ΑΣΣΠΑ μερίμνησε για τη συνέχισή της, εν προκειμένω ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένης με επικουρικά καθήκοντα, παρόλο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει πλέον συναφώς ότι είχε τα ίδια ακριβώς καθήκοντα, τόσο ως έκτακτη υπάλληλος όσο και ως συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένη με επικουρικά καθήκοντα, πράγμα που δημιουργεί, εν τέλει, αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της επιλογής από την ΑΣΣΠΑ της μίας ή της άλλης κατηγορίας υπαλλήλων.

142    Εξάλλου, η ΑΣΣΠΑ δέχθηκε να καταβάλει ex gratia στην προσφεύγουσα ποσό 22 000 ευρώ.

143    Ωστόσο, όλα αυτά τα στοιχεία μαρτυρούν τη μέριμνα της ΑΣΣΠΑ προς την ενδιαφερομένη.

144    Κατόπι όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι η ΑΣΣΠΑ έκρινε εν προκειμένω ότι δεν ήταν σε θέση να ανανεώσει τη σύμβαση της προσφεύγουσας, τουλάχιστον πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2015, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και σε παράβαση του καθήκοντός της αρωγής.

145    Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως

146    Προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΑΣΣΠΑ, ενεργώντας κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν της παρέσχε τη δυνατότητα ακροάσεως προτού λάβει την αρχική προσβαλλόμενη απόφαση. Αν της είχε δοθεί η δυνατότητα αυτή, η προσφεύγουσα θα είχε υποστηρίξει ότι οι ανάγκες της Μονάδας Προγράμματος Επισκέψεων αυξάνονταν και επέβαλλαν την παράταση της συμβάσεώς της προσλήψεως. Έτσι, η ΑΣΣΠΑ θα ήταν σε θέση να διερευνήσει τις πραγματικές ανάγκες της Μονάδας αυτής και να άρει την πρόδηλη αντίφαση μεταξύ του πραγματικού των αναγκών της και της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία αμφισβητήθηκε η ύπαρξη των αναγκών αυτών. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι θα είχε επίσης τη δυνατότητα να επιστήσει την προσοχή της ΑΣΣΠΑ στο γεγονός ότι, στις 24 Απριλίου 2015, είχε ασκήσει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως μεταθέσεως, αμφισβητώντας τον μόνιμο χαρακτήρα της μεταθέσεως αυτής, ενώ θα μπορούσε να έχει υποστηρίξει επίσης ότι άλλες Μονάδες της ΓΔ Ενημέρωσης είχαν ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους, ιδίως στη Διεύθυνση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, και, στο εσωτερικό αυτής, στη Μονάδα Οπτικοακουστικών Μέσων. Η δημοσίευση τεσσάρων προκηρύξεων θέσεων μεταξύ της 27ης Μαρτίου και της 29ης Μαΐου 2015 ήταν επίσης ένα στοιχείο που θα μπορούσε να έχει επικαλεστεί ενώπιον της ΑΣΣΠΑ για να αποδείξει την ύπαρξη των εν λόγω αναγκών. Θα μπορούσε, τέλος, προς στήριξη της αιτήσεως ανανεώσεως, να έχει επικαλεστεί τη μαρτυρία του Διευθυντή της Διευθύνσεως Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σχετικά με τις υφιστάμενες ανάγκες στην εν λόγω Διεύθυνση.

147    Πέραν του ότι η αρχική προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να είναι διαφορετική εάν η προσφεύγουσα είχε τύχει ακροάσεως από την ΑΣΣΠΑ σχετικά με το ζήτημα της ανανεώσεως της συμβάσεώς της, η ίδια υποστηρίζει ότι η αντικατάσταση από την ΑΣΣΠΑ, κατά το στάδιο της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως, της αιτιολογίας της αρχικής της αποφάσεως με μια αιτιολογία εντελώς νέα και αντιφατική σε σχέση με την πρώτη, ισοδυναμεί με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι η ΑΣΣΠΑ παρέλειψε, με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, να απαντήσει σε ορισμένες από τις αιτιάσεις της.

148    Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζοντας ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να προβάλει τους λόγους που δικαιολογούσαν, κατά την άποψή της, την ανανέωση της συμβάσεώς της με την αίτηση ανανεώσεως. Υποστηρίζει επίσης ότι η ΑΣΣΠΑ έλαβε δεόντως υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς η προσφεύγουσα, ιδίως όταν αποφάσισε, με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, να δεχθεί λόγω δικαιολογημένης εμπιστοσύνης το αίτημά της για ανανέωση της συμβάσεώς της μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΑΣΣΠΑ προσέβαλε εν προκειμένω το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι θα είχε λάβει την ίδια απόφαση να μην ανανεώσει τη σύμβασή της, ακόμη και αν η προσφεύγουσα είχε ασκήσει δεόντως το δικαίωμά της ακροάσεως. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται με την προσφυγή, τα οποία η προσφεύγουσα θα μπορούσε να έχει προβάλει πριν από την έκδοση της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως, ταυτίζονται με εκείνα που προέβαλε με την αίτηση ανανεώσεως της 22ας Ιουλίου 2015, στα οποία δόθηκε απάντηση τόσο με την αρχική προσβαλλόμενη απόφαση όσο και με την απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως.

149    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι τα δικαιώματα άμυνας, όπως κατοχυρώνονται πλέον από το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο, κατά τον δικαστή της Ένωσης, είναι γενικής εφαρμογής (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, L κατά Κοινοβουλίου, T‑317/10 P, EU:T:2013:413, σκέψη 81), καλύπτουν, καίτοι είναι ευρύτερα, το δικονομικό δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του, το οποίο προβλέπεται από την παράγραφο 2, στοιχείο α΄, του εν λόγω άρθρου (απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2016, GV κατά ΕΥΕΔ, F‑137/14, EU:F:2016:14, σκέψη 71).

150    Έτσι, το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και χωρίς να υπάρχει σχετική εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, επιβάλλει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφράζει λυσιτελώς την άποψή του σε σχέση με τα στοιχεία της εκδοθησομένης πράξεως που θα μπορούσαν να στρέφονται εναντίον του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2015, BP κατά FRA, T‑658/13 P, EU:T:2015:356, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 12ης Μαΐου 2016, FS κατά ΕΥΕΔ, F‑50/15, EU:F:2016:119, σκέψη 115).

151    Παρατηρείται συναφώς ότι η απόφαση της Διοικήσεως να μην κάνει χρήση της δυνατότητας που της παρέχει το ΚΛΠ να ανανεώσει τη σύμβαση προσλήψεως ορισμένου χρόνου ενός μέλους του λοιπού προσωπικού δεν αποτελεί, από τυπικής απόψεως, απόφαση η οποία ελήφθη μετά από διαδικασία που κινήθηκε κατά της ενδιαφερομένης.

152    Ωστόσο, όταν ένα μέλος του λοιπού προσωπικού υποβάλλει, ως πρόσωπο το οποίο αφορά ο ΚΥΚ, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεώς του προσλήψεως πριν από τη λήξη της συμβάσεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, C‑417/05 P, EU:C:2006:582, σκέψη 38) ή όταν το θεσμικό όργανο προβλέπει στον εσωτερικό του κανονισμό την έγκαιρη κίνηση ειδικής διαδικασίας για την ανανέωση της συμβάσεως μέλους του προσωπικού πριν από τη λήξη της συμβάσεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής ή σε απάντηση μιας τέτοιας προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ αιτήσεως, η απόφαση περί ανανεώσεως της συμβάσεως της ενδιαφερομένης λαμβάνεται από την ΑΣΣΠΑ και ότι, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή είναι βλαπτική για τον ενδιαφερόμενο, ο τελευταίος πρέπει να τύχει ακροάσεως από την ΑΣΣΠΑ προτού εκδώσει την εν λόγω απόφαση, η οποία, επιπλέον, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, όπως επιτάσσει το άρθρο 25 του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους με επικουρικά καθήκοντα, δυνάμει του άρθρου 92 του ΚΛΠ.

153    Στην περίπτωση αυτή στην οποία η ΑΣΣΠΑ αποφασίζει να μην κάνει χρήση της εν λόγω δυνατότητας, καθόσον αυτή προβλέπεται από το ΚΛΠ, να παρατείνει τη σύμβαση προσλήψεως μέλους του λοιπού προσωπικού, η απόφαση αυτή περί μη ανανεώσεως μπορεί να ληφθεί μόνον αφού δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή του, ενδεχομένως και με απλή αναγγελία, εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ, της προθέσεώς της και των λόγων για τους οποίους δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής, στο πλαίσιο μιας, έστω και σύντομης, γραπτής ή προφορικής ανταλλαγής απόψεων (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Sopropé, C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψεις 49 έως 52, της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics και Datema Hellmann Worldwide Logistics, C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 33, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Tzikas κατά AFE, F‑120/13, EU:F:2014:197, σκέψη 59). Η ανταλλαγή αυτή πρέπει να προέλθει από πρωτοβουλία της ΑΣΣΠΑ, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος αποδείξεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Marcuccio κατά Επιτροπής, C‑59/06 P, EU:C:2007:756, σκέψη 47, της 3ης Ιουνίου 2015, BP κατά FRA, T‑658/13 P, EU:T:2015:356, σκέψη 54, και της 12ης Μαΐου 2016, FS κατά ΕΟΚΕ, F‑50/15, EU:F:2016:119, σκέψη 116).

154    Έχει επίσης κριθεί συναφώς ότι η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλεται ακόμη περισσότερο όταν η απόφαση για τη μη ανανέωση της συμβάσεως προσλήψεως έχει ληφθεί σε πλαίσιο χαρακτηριζόμενο από διαπροσωπικές εντάσεις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2015, BP κατά FRA, T‑658/13 P, EU:T:2015:356, σκέψη 51, και της 12ης Μαΐου 2016, FS κατά ΕΟΚΕ, F‑50/15, EU:F:2016:119, σκέψη 114), αν και υπενθυμίζεται ότι η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως πρέπει να εκτιμάται, μεταξύ άλλων, βάσει των νομικών κανόνων που διέπουν τη συγκεκριμένη υπόθεση (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R., C‑383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 34).

155    Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την υποβολή της αιτήσεως ανανεώσεως, έξι εργάσιμες ημέρες μετά τη λήξη της συμβάσεως στις 31 Μαΐου 2015 και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Διοίκηση διέθετε συναφώς, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, προθεσμία τεσσάρων μηνών για να απαντήσει σε αυτήν (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2017, LP κατά Ευρωπόλ, T‑719/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:7, σκέψη 64) και ότι η ενδιαφερομένη βρισκόταν τότε σε άδεια ασθενείας, η ΑΣΣΠΑ ήταν σε θέση να απαντήσει στην αίτηση ανανεώσεως σε λιγότερο από μία εβδομάδα. Παρέλειψε, ωστόσο, τυπικώς να δώσει προηγουμένως στην ενδιαφερομένη τη δυνατότητα ακροάσεως ως προς το ζήτημα αυτό, παρότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν παρουσιάζουν καμιά ιδιαίτερη δυσκολία για μια αποτελεσματική Διοίκηση και η ακρόαση της ενδιαφερομένης αποτελεί ελάχιστη εγγύηση, όταν η Διοίκηση ενεργεί σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, όπως εν προκειμένω (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2016, GV κατά ΕΥΕΔ, F‑137/14, EU:F:2016:14, σκέψη 77). Ομοίως, η ΑΣΣΠΑ δεν παρέσχε δυνατότητα ακροάσεως στην προσφεύγουσα πριν από την επικυρωτική απόφαση της 14ης Ιουλίου 2015.

156    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στην επίδικη υπόθεση, η ΑΣΣΠΑ προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας, παραβαίνοντας, ως εκ τούτου, το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

157    Πάντως, κατά τη νομολογία, ακόμη και στην περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει επιπλέον, προκειμένου να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, η διαδικασία να μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν εξέλιπε η εν λόγω πλημμέλεια (βλ. διάταξη της 14ης Απριλίου 2016, Dalli κατά Επιτροπής, C‑394/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:262, σκέψη 41, αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, T‑246/04 και T‑71/05, EU:T:2007:34, σκέψη 149, και τα 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Wahlström κατά Frontex, T‑653/13 P, EU:T:2015:652, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

158    Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα στο στάδιο μετά την άσκηση της προσφυγής αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, σε εκείνα που είχε εκθέσει με την αίτηση ανανεώσεως. Η ΑΣΣΠΑ, όμως, έλαβε υπόψη τα στοιχεία αυτά, καθώς, σε απάντηση της αιτήσεως αυτής, έλαβε την αρχική προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή την απόφαση της 28ης Μαΐου 2015, όπως αυτή επικυρώθηκε από την απόφαση της 14ης Ιουλίου 2015.

159    Εξάλλου, πρόκειται για τα ίδια αυτά στοιχεία που επαναλήφθηκαν και αναπτύχθηκαν στη διοικητική ένσταση και στη συμπληρωματική ένσταση. Στην απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως, όμως, η ΑΣΣΠΑ απάντησε στα εν λόγω επιχειρήματα, εμμένοντας στην απόφασή της να μην ανανεώσει τη σύμβαση της προσφεύγουσας. Επιπλέον, όσον αφορά τις τέσσερις άλλες προκηρύξεις που θα μπορούσε να επικαλεστεί η προσφεύγουσα αν είχε τύχει ακροάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι αφορούσαν θέσεις της ομάδας καθηκόντων των διοικητικών υπαλλήλων, οι οποίες πρέπει να καλύπτονται κατά προτεραιότητα με μετάθεση ή διορισμό μονίμων υπαλλήλων.

160    Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η προσφεύγουσα είχε τύχει και τυπικώς ακροάσεως πριν από τη λήψη της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα των στοιχείων που η ίδια προσκόμισε στο στάδιο μετά την άσκηση της προσφυγής, ότι η συνδρομή της τυπικής αυτής προϋποθέσεως δεν θα είχε οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα όσον αφορά την ανανέωση της συμβάσεώς της.

161    Κατόπιν των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να ακυρωθεί και, ως εκ τούτου, τα αιτήματα περί ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

162    Προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη ηθική βλάβη εξαιτίας του παράνομου χαρακτήρα της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως, ιδίως επειδή οι αποφάσεις αυτές αποτελούσαν κατάχρηση εξουσίας της ΑΣΣΠΑ και ισοδυναμούσαν με απόλυση, η οποία αποφασίστηκε ως συνέπεια της υποβολής αιτήσεως συνδρομής. Η προσφεύγουσα εξηγεί ότι επηρεάστηκε ψυχολογικά και χρειάστηκε να υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία, ενώ ισχυρίζεται ότι εθίγη η αξιοπρέπειά της από τη συμπεριφορά που επέδειξε η ΑΣΣΠΑ σε σχέση με τις εν λόγω αποφάσεις. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ζητεί να της αναγνωριστεί ηθική βλάβη, η οποία πρέπει να αποκατασταθεί με την καταβολή ποσού 100 000 ευρώ.

163    Εξάλλου, επικαλούμενη άλλες πτυχές σχετικές με τις πρακτικές λεπτομέρειες επικοινωνίας της ΑΣΣΠΑ με τα μέλη του λοιπού προσωπικού κατά το πέρας της συμβάσεως, ιδίως τη στέρηση της προσβάσεως στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο στις 31 Μαΐου 2015 και την αυτοματοποιημένη αποστολή ενημερωτικών ηλεκτρονικών μηνυμάτων σχετικών με τις διοικητικές ενέργειες που συνδέονται με τη λήξη της συμβάσεως, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι παρακαλούνται να αγνοήσουν όταν η σύμβασή τους πρόκειται να ανανεωθεί άμεσα, θεωρεί ότι αποτελούν σοβαρή αμέλεια της Διοικήσεως, η οποία της προκάλεσε ηθική βλάβη που πρέπει να αποκατασταθεί με την καταβολή ποσού 15 000 ευρώ.

164    Το Κοινοβούλιο ζητεί την απόρριψη των αιτημάτων περί αποζημιώσεως ως αβάσιμων, επισημαίνοντας ότι οι υπηρεσίες του δεν επέδειξαν αμέλεια ούτε στο πλαίσιο της λήψεως της αποφάσεως να μην ανανεώσουν τη σύμβαση της προσφεύγουσας ούτε, γενικότερα, στον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισαν την υπόθεσή της.

165    Αρκεί συναφώς η υπενθύμιση ότι τα αιτήματα τα σχετικά με την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτονται όταν συνδέονται στενά με τα αιτήματα ακυρώσεως τα οποία απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα ή αβάσιμα, όπως εν προκειμένω (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 129, της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Fernández Gómez, C‑417/05 P, EU:C:2006:582, σκέψη 51, και της 30ής Απριλίου 2014, López Cejudo κατά Επιτροπής, F‑28/13, EU:F:2014:55, σκέψη 105).

166    Ως εκ τούτου, τα αιτήματα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθούν καθό μέρος αφορούν την ικανοποίηση ηθικής βλάβης λόγω του παράνομου χαρακτήρα της αρχικής προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως.

167    Εξάλλου, στο μέτρο που τα αιτήματα αυτά αφορούν την ικανοποίηση ηθικής βλάβης συνδεόμενης με σοβαρή αμέλεια της Διοικήσεως, τα στοιχεία που προβάλλει η προσφεύγουσα ουδόλως επιτρέπουν την απόδειξη αυτής της υποτιθέμενης αμέλειας. Ειδικότερα, δεδομένου ότι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο προορίζεται αποκλειστικά για χρήση συνδεόμενη με τις εργασίες που ασκεί το μέλος του λοιπού προσωπικού, ήταν φυσιολογικό να απενεργοποιήσει η ΑΣΣΠΑ τον λογαριασμό του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προσφεύγουσας κατά τη λήξη της συμβάσεως της τελευταίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑132/14, EU:F:2015:115, σκέψη 74). Εξάλλου, η ΑΣΣΠΑ μπορούσε, χάριν εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας, να αποφασίσει ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα αποστέλλονται αυτοματοποιημένα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες προς τα μέλη του λοιπού προσωπικού των οποίων οι συμβάσεις έφθαναν στη λήξη τους.

168    Ως εκ τούτου, τα αιτήματα αποζημιώσεως που συνδέονται με την προβαλλόμενη σοβαρή αμέλεια της ΑΣΣΠΑ πρέπει επίσης να απορριφθούν.

169    Δεδομένου ότι τα αιτήματα ακυρώσεως και τα αιτήματα αποζημιώσεως απορρίφθηκαν, πρέπει η προσφυγή να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

170    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

171    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την HF στα δικαστικά έξοδα.


Pelikánová

Nihoul

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Απριλίου 2017.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.