Language of document : ECLI:EU:T:2017:282

Υπόθεση T584/16

HF

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα – Άρθρο 3β του ΚΛΠ – Διαδοχικές προσλήψεις ως μέλους του λοιπού προσωπικού – Συμβάσεις ορισμένου χρόνου – Απόφαση περί μη ανανεώσεως – Κατάχρηση εξουσίας – Αίτηση συνδρομής – Δικαίωμα ακροάσεως – Εξωσυμβατική ευθύνη»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 24ης Απριλίου 2017

1.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Έννοια της βλαπτικής αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως – Έκδοση της αποφάσεως χωρίς να δοθεί προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του – Προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Ισχυρισμός περί υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως – Μη σύννομη απόφαση περί μη ανανεώσεως – Προϋπόθεση – Σχέση μεταξύ των ενεργειών που συνιστούν παρενόχληση και της αποφάσεως περί μη ανανεώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α)

3.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Ευχέρεια να διαρθρώνουν τις διοικητικές μονάδες τους – Περιεχόμενο – Κατάργηση θέσεων εργασίας – Επαναπροσδιορισμός καθηκόντων – Όρια – Αποτελεσματικότητα της οργανώσεως των εργασιών

4.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Συνεκτίμηση των συμφερόντων του οικείου υπαλλήλου και της υπηρεσίας – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2 και 3α)

1.      Τα δικαιώματα άμυνας, όπως κατοχυρώνονται πλέον με το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει γενική εφαρμογή, συμπεριλαμβάνουν, ενώ συγχρόνως είναι ευρύτερα, το προβλεπόμενο στην παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω άρθρου διαδικαστικό δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση προτού ληφθεί σε βάρος του ατομικό μέτρο που το επηρεάζει δυσμενώς.

Επομένως, το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και χωρίς να υπάρχει σχετική εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, επιβάλλει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφράζει λυσιτελώς την άποψή του σε σχέση με τα στοιχεία της εκδοθησομένης πράξεως που θα μπορούσαν να στρέφονται εναντίον του.

Σε θέματα ανανεώσεως της συμβάσεως, καθόσον η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή [στο εξής: ΑΣΣΠΑ] δεν έχει καταστατική υποχρέωση να κάνει χρήση της τυχόν δυνατότητας, η οποία προβλέπεται στο εφαρμοστέο στο λοιπό προσωπικό καθεστώς, παρατάσεως της συμβάσεως προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου [στο εξής: ΚΛΠ] ούτε να πληροφορήσει τον ενδιαφερόμενο εντός συγκεκριμένης προθεσμίας για την πρόθεσή της όσον τον αφορά, δεν μπορεί να καταλογισθεί στην εν λόγω αρχή, κατά την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως, σιωπηρή απόφασή της να μην κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής.

Πράγματι, για να θεωρηθεί ότι έχει επέλθει απόφαση της ΑΣΣΠΑ περί της ανανεώσεως συμβάσεως, πρέπει να αποτελεί το αποτέλεσμα επανεξετάσεως από την εν λόγω αρχή του συμφέροντος της υπηρεσίας και του ενδιαφερομένου και η ίδια αυτή αρχή να έχει προβεί σε νέα εκτίμηση όσον αφορά τους όρους της αρχικής συμβάσεως που προβλέπει ήδη την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως.

Εντούτοις, όταν ένα μέλος του λοιπού προσωπικού υποβάλλει, ως πρόσωπο το οποίο αφορά ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως [στο εξής: ΚΥΚ], δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεώς του προσλήψεως πριν από τη λήξη της συμβάσεως αυτής ή όταν το θεσμικό όργανο προβλέπει στον εσωτερικό του κανονισμό την έγκαιρη κίνηση ειδικής διαδικασίας για την ανανέωση της συμβάσεως μέλους του λοιπού προσωπικού πριν από τη λήξη της συμβάσεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής ή σε απάντηση μιας τέτοιας προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ αιτήσεως, η βλαπτική απόφαση περί ανανεώσεως της συμβάσεως του ενδιαφερομένου λαμβάνεται από την ΑΣΣΠΑ και ότι, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή είναι βλαπτική για τον ενδιαφερόμενο, αυτός πρέπει να τύχει ακροάσεως από την ΑΣΣΠΑ προτού εκδώσει την εν λόγω απόφαση, η οποία, επιπλέον, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, όπως επιτάσσει το άρθρο 25 του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους με επικουρικά καθήκοντα, δυνάμει του άρθρου 92 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Σε περίπτωση κατά την οποία η ΑΣΣΠΑ αποφασίζει, καθόσον αυτή προβλέπεται από το ΚΛΠ, να μην κάνει χρήση της δυνατότητας την οποία έχει δυνάμει του καθεστώτος αυτού να παρατείνει τη σύμβαση προσλήψεως μέλους του λοιπού προσωπικού, η εν λόγω αρχή εκδίδει επομένως βλαπτική πράξη και η απόφαση αυτή περί μη ανανεώσεως μπορεί να ληφθεί μόνον αφού δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή του, ενδεχομένως και με απλή αναγγελία, εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ, της προθέσεώς της και των λόγων για τους οποίους δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής, στο πλαίσιο μιας, έστω και σύντομης, γραπτής ή προφορικής ανταλλαγής απόψεων. Η ανταλλαγή αυτή πρέπει να προέλθει από πρωτοβουλία της εν λόγω αρχής, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος αποδείξεως.

Συναφώς, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλεται ακόμη περισσότερο όταν η απόφαση για τη μη ανανέωση της συμβάσεως προσλήψεως έχει ληφθεί σε πλαίσιο χαρακτηριζόμενο από διαπροσωπικές εντάσεις, αν και υπενθυμίζεται ότι η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως πρέπει να εκτιμάται, μεταξύ άλλων, βάσει των νομικών κανόνων που διέπουν το συγκεκριμένο θέμα.

(βλ. σκέψεις 59, 60, 149, 150, 152-154)

2.      Στο πλαίσιο της μη ανανεώσεως συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση συνδρομής, ο ισχυρισμός περί υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεώς του εκ μέρους ιεραρχικώς προϊσταμένου δεν αρκεί για να αποδείξει ότι όλες οι πράξεις που εκδόθηκαν από την ΑΣΣΠΑ, ιδίως κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας, είναι παράνομες. Πράγματι, πρέπει ο ενδιαφερόμενος να αποδείξει ότι οι ενέργειες οι οποίες συνιστούν ηθική παρενόχληση επηρεάζουν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης πράξεως, καθόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό θα σήμαινε ότι η ΑΣΣΠΑ, μέσω των μονίμων υπαλλήλων της και των ιεραρχικώς ανώτερων στελεχών της, χρησιμοποίησε την εξουσία της για να επιτύχει έναν παράνομο σκοπό υπό το πρίσμα του άρθρου 12α του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι κάθε υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

(βλ. σκέψη 92)

3.      Οι μόνιμες θέσεις εργασίας των θεσμικών οργάνων προορίζονται, κατ’ αρχήν, για κάλυψη από μονίμους υπαλλήλους και ότι, επομένως, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορούν να καταληφθούν από μη μονίμους υπαλλήλους. Η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση και τη διάρθρωση των υπηρεσιών της και μπορεί να αποφασίσει ότι εργασίες οι οποίες δεν ήταν σαφώς προσδιορισμένες ή εξελίχθηκαν με την πάροδο του χρόνου και είχαν ανατεθεί στο παρελθόν σε συμβασιούχους επικουρικούς υπαλλήλους, σε αντικατάσταση, ενδεχομένως, μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων, πρέπει πλέον να ενταχθούν στις μόνιμες θέσεις.

Πράγματι, τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης έχουν την ευχέρεια να διαρθρώνουν τις διοικητικές μονάδες τους, λαμβάνοντας υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως τη φύση και την έκταση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και τις δυνατότητες του προϋπολογισμού. Η ευχέρεια αυτή συνεπάγεται την ελευθερία περικοπής θέσεων εργασίας και επαναπροσδιορισμού των καθηκόντων είτε χάριν βελτιώσεως της αποτελεσματικής οργανώσεως των εργασιών είτε χάριν συμμορφώσεως προς τις απαιτήσεις του προϋπολογισμού για περικοπή θέσεων, όπως αυτές επιβάλλονται από τα πολιτικά όργανα της Ένωσης, καθώς και την εξουσία εκ νέου αναθέσεως καθηκόντων που εκτελούσε προηγουμένως ο κάτοχος της περικοπείσας θέσεως, χωρίς η εν λόγω κατάργηση της θέσεως εργασίας να συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το σύνολο των επιβεβλημένων καθηκόντων θα εκτελείται από προσωπικό μειωμένο σε σύγκριση με το προ της αναδιοργανώσεως. Επιπλέον, η κατάργηση της θέσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την κατάργηση των συνδεδεμένων με αυτή καθηκόντων.

(βλ. σκέψεις 102, 103)

4.      Η ανανέωση συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αποτελεί απλή δυνατότητα, η οποία απόκειται στην εκτίμηση της αρμόδιας αρχής, εν προκειμένω της ΑΣΣΠΑ.

Πράγματι, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε σχέση με τις αποστολές που τους ανατίθενται, καθώς και κατά την τοποθέτηση, ενόψει των αποστολών αυτών, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, ακόμα και αν η τοποθέτηση αυτή πρέπει να γίνει προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Επιπλέον, η αρμόδια αρχή οφείλει, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση μέλους του λοιπού προσωπικού, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της, δηλαδή όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και, ιδίως, το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Τούτο προκύπτει, συγκεκριμένα, από το καθήκον μέριμνας της Διοικήσεως το οποίο εκφράζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων την οποία ο ΚΥΚ των υπαλλήλων και, κατ’ αναλογία, το ΚΛΠ δημιούργησαν στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και του προσωπικού της.

Επομένως, το εν λόγω καθεστώς δεν επιβάλλει στη Διοίκηση την προηγούμενη υποχρέωση να εξετάσει τη δυνατότητα μεταθέσεως του εκτάκτου υπαλλήλου σε υπηρεσία διαφορετική από εκείνη στην οποία υπηρετούσε ούτε σε περίπτωση λύσεως συμβάσεως αορίστου χρόνου ούτε σε περίπτωση μη ανανεώσεως συμβάσεως ορισμένου χρόνου. Ομοίως, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην περίπτωση συμβασιούχων υπαλλήλων οι οποίοι δεν έχουν τοποθετηθεί σε θέση προβλεπόμενη από το οργανόγραμμα που προσαρτάται στο σχετικό με κάθε θεσμικό όργανο τμήμα του προϋπολογισμού. Αντιθέτως, ακόμη και στην περίπτωση της τελευταίας αυτής κατηγορίας μελών του προσωπικού, έστω και αν δεν καταλαμβάνουν θέση περιλαμβανόμενη στον πίνακα αυτόν, η Διοίκηση, όταν αποφαίνεται επί αιτήσεως μέλους του λοιπού προσωπικού για την ανανέωση της συμβάσεώς του, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που δύνανται να ασκούν καθοριστική επιρροή στην απόφασή της, δηλαδή όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και, μεταξύ άλλων, το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου.

Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που έχει απονεμηθεί στα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 118-120, 122)