Language of document : ECLI:EU:F:2015:168

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (μονομελές)

της 18ης Δεκεμβρίου 2015

Υπόθεση F‑128/11

Carlo De Nicola

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΤΕπ — Αξιολόγηση — Έκθεση αξιολογήσεως 2010 — Αμφισβήτηση — Εσωτερικές διαδικασίες — Προϋποθέσεις — Παραίτηση — Προσφυγή — Έννομο συμφέρον — Απουσία — Εύλογη προθεσμία — Μη τήρηση της προθεσμίας — Προδήλως απαράδεκτο»

Αντικείμενο:      Προσφυγή‑αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία ο C. De Nicola ζητεί, πρώτον, την ακύρωση του από 4 Ιουλίου 2011 ηλεκτρονικού μηνύματος της γραμματείας της επιτροπής προσφυγών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ ή στο εξής: Τράπεζα), με το οποίο κλήθηκε να τακτοποιήσει την ένσταση που είχε υποβάλει στις 26 Μαρτίου 2011 κατά της εκθέσεως αξιολογήσεώς του για το 2010 καθώς και την ακύρωση του από 12 Αυγούστου 2011 ηλεκτρονικού μηνύματος της ίδιας γραμματείας, με το οποίο ενημερώθηκε ότι η επιτροπή ενστάσεων είχε λάβει γνώση της παραιτήσεώς του από τη διαδικασία ενστάσεως ενώπιον της επιτροπής ενστάσεων δεύτερον, την ακύρωση της αποφάσεως του προέδρου της ΕΤΕπ, της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, περί απορρίψεως της αιτήσεως κινήσεως διαδικασίας συμβιβασμού σχετικά με την έκθεση αξιολογήσεώς του 2010· τρίτον, την ακύρωση των κατευθυντηρίων γραμμών για την περίοδο αξιολογήσεως 2010 του προσωπικού της Τράπεζας· τέταρτον, την ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεως 2010· πέμπτον, την ακύρωση όλων των συναφών, συνακόλουθων ή προηγηθεισών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων προαγωγών για το 2010, και τέλος, έκτον, την καταδίκη της Τράπεζας στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας και στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν από την έκθεση αξιολογήσεως 2010 καθώς και στην καταβολή των δικαστικών εξόδων, τόκων και αντισταθμίσεως λόγω νομισματικής μεταβολής επί των ποσών που θα επιδικάσει.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο C. De Nicola φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Αξιολόγηση — Αμφισβήτηση — Επιτροπή ενστάσεων και διαδικασία συμβιβασμού — Προαιρετικός χαρακτήρας — Δυνατότητα χρησιμοποιήσεως αμφοτέρων των διαδικασιών κατά της ίδιας εκθέσεως αξιολογήσεως — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρα 22 και 41)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προθεσμίες — Απαίτηση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας — Διαφορά σχετικά με την αξιολόγηση του προσωπικού — Χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρα 22 και 41)

1.      Ο κανονισμός προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων αναγνωρίζει στους υπαλλήλους της Τράπεζας τη δυνατότητα να ζητήσουν —προτού προσφύγουν στη δικαιοσύνη και εφόσον το επιθυμούν— την κίνηση διαδικασίας ad hoc, όπως η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής ενστάσεων, ακριβώς προς τον σκοπό της εκ των προτέρων εξακριβώσεως, από όργανο αμερόληπτο και ξένο προς την υπηρεσία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, της νομιμότητας μιας εκθέσεως βαθμολογίας και μάλιστα, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της ολοσχερούς τροποποιήσεώς της, καθόσον η επιτροπή ενστάσεων έχει την εξουσία να υποκαταστήσει εξ ολοκλήρου με τη δική της εκτίμηση την εκτίμηση του αξιολογητή.

Η άλλη διαδικασία που τίθεται στη διάθεση των υπαλλήλων της Τράπεζας προς αμφισβήτηση βλαπτικής γι’ αυτούς πράξεως είναι η διαδικασία συμβιβασμού που προβλέπεται και διέπεται από το άρθρο 41 του κανονισμού του προσωπικού.

Οι δύο αυτές —προαιρετικές εξάλλου— διαδικασίες δεν είναι εναλλακτικές, καθόσον η μία δεν αποκλείει την άλλη, και μπορούν να κινηθούν από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο ταυτόχρονα ή κατά τρόπο ανεξάρτητο.

Ωστόσο, οι προαιρετικές αυτές εσωτερικές της Τράπεζας διαδικασίες αμφισβητήσεως δεν πρέπει να ασκούνται κατά τρόπο καταχρηστικό και εις βάρος της τηρήσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου η οποία αποτελεί ουσιώδη εγγύηση κάθε διοικητικής πράξεως δυνάμενης να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι των αποδεκτών της.

(βλ. σκέψεις 85 έως 88)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2001, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, EU:T:2001:69, σκέψη 96

2.      Οι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, όπως οι λοιποί μόνιμοι ή μη υπάλληλοι στην υπηρεσία της Ένωσης, μπορούν να κάνουν χρήση, στις διαφορές τους με τη διοίκηση στην οποία υπάγονται, δύο βαθμών δικαιοδοσίας για τον έλεγχο της νομιμότητας των βλαπτικών γι’ αυτούς πράξεων. Ο πρώτος βαθμός τούς παρέχει άμεση πρόσβαση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ο δε δεύτερος βαθμός, υπό μορφή αιτήσεως αναιρέσεως περιοριζόμενης, ωστόσο, στα νομικά ζητήματα, τους παρέχει πρόσβαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τέλος, μπορούν να επωφεληθούν της διαδικασίας επανεξετάσεως της αναιρετικής αποφάσεως, η τελευταία αυτή διαδικασία, ωστόσο, εμπίπτει στην πρωτοβουλία και στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, συνεπώς, η κίνησή της δεν εναπόκειται στους διαδίκους. Πάντως, τυχόν απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επανεξετάζεται αναιρετική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου αποτελεί επιπλέον εγγύηση του ελέγχου της νομιμότητας της επίμαχης διοικητικής πράξεως, προς όφελος, τελικώς, των διαδίκων.

Αντιθέτως, όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ούτε οι διατάξεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου που διέπουν τη λειτουργία της Τράπεζας ούτε ο κανονισμός του προσωπικού της δεν περιέχουν διατάξεις όπως οι περιεχόμενες στα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζουν συγκεκριμένες προθεσμίες για την αμφισβήτηση, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, των βλαπτικών πράξεων που εκδίδει η Τράπεζα, ώστε, μετά την εκπνοή αυτών των προθεσμιών, η επίμαχη βλαπτική πράξη να μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί οριστική.

Συναφώς, στις διαφορές σχετικά με την αξιολόγηση του προσωπικού μεταξύ της Τράπεζας και ενός από τους υπαλλήλους της, προθεσμία άνω των οκτώ μηνών προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, που αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της βλαπτικής πράξεως στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, μπορεί να θεωρηθεί εύλογη, υπό την προϋπόθεση, πάντως, αφενός, ότι η τυχόν διαδικασία ενώπιον της επιτροπής προσφυγών κατά της εν λόγω πράξεως κινήθηκε από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός εύλογης προθεσμίας και/ή, αφετέρου, ότι ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε την τυχόν αίτηση συμβιβασμού επίσης εντός εύλογης προθεσμίας, και τούτο σε σχέση προς το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 89 έως 91)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑264/11 P, EU:T:2013:461, σκέψη 52