Language of document : ECLI:EU:T:2009:33

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Φεβρουαρίου 2009 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενεργειακός τομέας – Αποζημίωση για το μη ανακτήσιμο κόστος – Απόφαση περί χαρακτηρισμού της ενισχύσεως ως συμβατής με την κοινή αγορά – Προηγουμένη υποχρέωση της δικαιούχου επιχειρήσεως να επιστρέψει προγενέστερη ενίσχυση που χαρακτηρίστηκε παράνομη – Κρατικοί πόροι – Πλεονέκτημα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑25/07,

Iride SpA, με έδρα το Τορίνο (Ιταλία),

Iride Energia SpA, με έδρα το Τορίνο,

εκπροσωπούμενες από τους L. Radicati di Brozolo, M. Merola και C. Bazoli, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την E. Righini και τον G. Conte,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 2006/941/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 11/06 (πρώην N 127/05) που προτίθεται να χορηγήσει η Ιταλία υπέρ της AEM Torino (ΕΕ L 366, σ. 62), υπό μορφή επιχορηγήσεων με σκοπό την κάλυψη του μη ανακτήσιμου κόστους στον ενεργειακό τομέα, κατά το μέτρο που, με την απόφαση αυτή, αφενός, κρίνεται ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, ορίζεται ως προϋπόθεση της συμβατότητας της ενισχύσεως με την κοινή αγορά η επιστροφή, από την AEM Torino, ενισχύσεων που είχαν παρανόμως χορηγηθεί κατά το παρελθόν, στο πλαίσιο συστήματος ενισχύσεων υπέρ των λεγόμενων «δημοτικοποιημένων» επιχειρήσεων,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Iride SpA και Iride Energia SpA, είναι, αντιστοίχως, η μητρική εταιρία του ομίλου Iride και η θυγατρική αυτής, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της ηλεκτρικής και της θερμικής ενέργειας. Ο όμιλος σχηματίστηκε κατόπιν συγχωνεύσεως, στις 31 Οκτωβρίου 2005, της AEM Torino SpA και της AMGA SpA. Οι προσφεύγουσες κατέστησαν δικαιούχοι των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση μέτρων, τα οποία αφορούσαν εγκαταστάσεις της AEM Torino, λόγω των εισφορών της εταιρίας αυτής στην εταιρία που σχηματίστηκε κατόπιν της συγχωνεύσεως.

 Προγενέστερες ενισχύσεις

2        Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε το 1997, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 5 Ιουνίου 2002, την απόφαση 2003/193/ΕΚ, περί κρατικής ενισχύσεως σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου (ΕΕ L 77, σ. 21, στο εξής: απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι φορολογικές απαλλαγές και τα δάνεια που χορήγησε η Ιταλική Δημοκρατία στις λεγόμενες «δημοτικοποιημένες» επιχειρήσεις δεν είναι σύννομες και συμβατές με την κοινή αγορά και διέταξε την ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών από τις δικαιούχους επιχειρήσεις. Με απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, C‑207/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις της, διότι δεν εκτέλεσε την απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών.

3        Στις 18 Ιουλίου 2000, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, κρατική ενίσχυση, η οποία συνίστατο στην απόδοση του μη ανακτήσιμου κόστους (του λεγόμενου «λανθάνοντος κόστους»), κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27, σ. 20) στην εσωτερική έννομη τάξη, και της οποίας δικαιούχοι ήταν ο όμιλος ENEL και άλλες εταιρίες στις οποίες είχαν μεταβιβαστεί πρώην εγκαταστάσεις της ENEL. Η AEM Torino μετείχε στο κεφάλαιο μιας εκ των εταιριών αυτών, της Edipower SpA, με ποσοστό 8 % . Με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2004 (στο εξής: απόφαση ENEL), η Επιτροπή έκρινε την ενίσχυση αυτή συμβατή με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως σχετικά με τη μέθοδο αναλύσεως των κρατικών ενισχύσεων που σχετίζονται με το λανθάνον κόστος.

 Το επίμαχο μέτρο

4        Στις 21 Μαρτίου 2005, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, νέα κρατική ενίσχυση, η οποία συνίστατο στην κάλυψη του λανθάνοντος κόστους της AEM Torino (στο εξής: επίμαχο μέτρο).

5        Τα του μέτρου αυτού ορίζουν διάφορες διατάξεις εθνικής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του διατάγματος του Υπουργού Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας της 26ης Ιανουαρίου 2000 (GURI αριθ. 27, της 3ης Φεβρουαρίου 2000), περί γενικών δαπανών του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, ορίζει ότι στις γενικές δαπάνες καταλέγεται η «αποζημίωση των επιχειρήσεων παραγωγής-διανομής για το λανθάνον κόστος».

6        Όσον αφορά τη χρηματοδότηση της σχετικής με το λανθάνον κόστος αποζημιώσεως, η Autorità per l’energia elettrica e il gas (αρμόδια για την ηλεκτρική ενέργεια και το αέριο αρχή, στο εξής: AEEG), με την απόφαση 238/00, της 28ης Δεκεμβρίου 2000 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 4, της 5ης Ιανουαρίου 2001), άνοιξε ειδικό λογαριασμό στο ταμείο αντισταθμίσεως για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: CCSE), τροφοδοτούμενο από συγκεκριμένη χρέωση (Α 6) στο τιμολόγιο ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία βαρύνει τον τελικό καταναλωτή.

7        Τέλος, με διάταγμα του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της 10ης Μαρτίου 2005, το λανθάνον κόστος για την AEM Torino ορίστηκε στα 16 338 000 ευρώ.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

8        Κατά τους μήνες μετά την κοινοποίηση του επίμαχου μέτρου, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, προκειμένου να εξετάσει αν η AEM Torino έλαβε παράνομες και μη συμβατές με την κοινή αγορά κρατικές ενισχύσεις και, εφόσον συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, αν η AEM Torino είχε συμμορφωθεί προς την υποχρέωση επιστροφής. Τα στοιχεία που ζητούσε η Επιτροπή αφορούσαν, ειδικότερα, τις διαλαμβανόμενες στην απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών ενισχύσεις.

9        Μη έχοντας λάβει ικανοποιητική απάντηση, η Επιτροπή κίνησε, με απόφαση της 4ης Απριλίου 2006, τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με το επίμαχο μέτρο (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διευκρίνισε, πρώτον, ότι, κατά την άποψή της, το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεύτερον, ότι η ενίσχυση αυτή πληροί τα κριτήρια της ανακοινώσεως σχετικά με το λανθάνον κόστος, αλλά, τρίτον, ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η ενίσχυση δεν ήταν δυνατό να κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά, διότι η AEM Torino είχε λάβει παράνομες και μη συμβατές με την κοινή αγορά κρατικές ενισχύσεις, τις οποίες δεν είχε ακόμη επιστρέψει.

10      Η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Μαΐου 2006 (ΕΕ C 116, σ. 2). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή ζήτησε από τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός μηνός από τη δημοσίευση. Ωστόσο, ούτε οι ιταλικές αρχές ούτε η AEM Torino ούτε τρίτοι ενδιαφερόμενοι υπέβαλαν παρατηρήσεις.

11      Με την απόφαση 2006/941/ΕΚ, της 8ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 11/06 (πρώην N 127/05) που προτίθεται να χορηγήσει η Ιταλία υπέρ της AEM Torino (ΕΕ L 366, σ. 62, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Με την απόφαση αυτή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά, αλλά ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να τη χορηγήσει προτού αποδείξει ότι η AEM Torino δεν ήταν δικαιούχος των διαλαμβανόμενων στην απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών ενισχύσεων ή, ενδεχομένως, ότι η AEM Torino έχει επιστρέψει εντόκως τα ποσά των ενισχύσεων αυτών.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Ιανουαρίου 2007, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

13      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που χαρακτηρίζει το επίμαχο μέτρο κρατική ενίσχυση και «αναστέλλει την καταβολή της ενισχύσεως» έως ότου η Ιταλική Δημοκρατία αποδείξει ότι η AEM Torino επέστρεψε τα ποσά των διαλαμβανόμενων στην απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών ενισχύσεων,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

15      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, αφενός, από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και αφετέρου, από τον παράνομο χαρακτήρα της «αναστολής της καταβολής της ενισχύσεως».

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

16      Ο πρώτος λόγος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, με το επιχείρημα ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση περί χρηματοδοτήσεως από κρατικούς πόρους και η προϋπόθεση περί παροχής πλεονεκτήματος στους δικαιούχους.

17      Επιπλέον, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο ακόμη αιτιάσεις και, συγκεκριμένα, πλημμελή εξέταση και πλημμελή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, επειδή οι αιτιάσεις αυτές δεν σχετίζονται, κατ’ ουσίαν, με την παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, θα εξεταστούν χωριστά, ως τρίτος και τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντιστοίχως.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την προϋπόθεση της χρηματοδοτήσεως από κρατικούς πόρους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο μέτρο δεν χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους, αλλά από τη μεταφορά πόρων μεταξύ ιδιωτών, ήτοι μεταξύ των τελικών καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, αφενός, και των εταιριών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, αφετέρου.

19      Συγκεκριμένα, το ιταλικό σύστημα καλύψεως του λανθάνοντος κόστους έχει τη νομική μορφή επιβαλλόμενης από το Δημόσιο υποχρεώσεως σε ορισμένους ιδιώτες, δηλαδή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, να καταβάλλουν ορισμένα ποσά σε άλλους ιδιώτες, ήτοι στις επιχειρήσεις που είναι δικαιούχοι της αποζημιώσεως για το λανθάνον κόστος. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, υπ’ αυτό το πρίσμα, το εν λόγω σύστημα δεν διαφέρει από ένα σύστημα υποχρεωτικής αγοράς σε προκαθορισμένες κατώτατες τιμές, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ, παρά το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η μεταφορά των οικονομικών πόρων μεταξύ των ιδιωτών πραγματοποιείται υποχρεωτικά μέσω λογαριασμού που διατηρείται στο CCSE και όχι απευθείας.

20      Κατά τις προσφεύγουσες, το CCSE ενεργεί μόνον ως ενδιάμεσος μεταξύ των ιδιωτών που υπέχουν την οικονομική υποχρέωση και των δικαιούχων των αντίστοιχων ποσών και, συνεπώς, δεν έχει, έστω και επί σύντομο χρονικό διάστημα, δικαίωμα διαθέσεως των κατατιθέμενων ποσών.

21      Η Επιτροπή προβάλλει ότι τα εν λόγω ποσά αποτελούν κρατικούς πόρους, διότι το CCSE, το οποίο τα εισπράττει και τα αναδιανέμει, είναι δημόσιος οργανισμός και το Δημόσιο έχει εξουσία διαθέσεως των ποσών αυτών.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

22      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

23      Ωστόσο, πρώτον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να θεωρούνται μόνον τα πλεονεκτήματα που παρέχονται ευθέως ή εμμέσως με κρατικούς πόρους. Συγκεκριμένα, η διάκριση που γίνεται στη διάταξη αυτή μεταξύ των «ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη» και των «ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους» δεν σημαίνει ότι όλα τα παρεχόμενα από τα κράτη μέλη πλεονεκτήματα συνιστούν ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, αλλά σκοπό έχει να περιλάβει απλώς στην έννοια αυτή τα πλεονεκτήματα που παρέχονται απευθείας από το κράτος, καθώς και τα πλεονεκτήματα που παρέχονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος αυτό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο του επίμαχου μέτρου, τα ποσά περί των οποίων επρόκειτο καταβλήθηκαν, καταρχάς, από ιδιώτες, δηλαδή από όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, εν συνεχεία κατατέθηκαν σε λογαριασμό στο CCSE και τελικά μεταβιβάστηκαν στην AEM Torino, η οποία είναι ιδιωτική επιχείρηση. Δεν αμφισβητείται, ακόμη, ότι το CCSE είναι δημόσιος φορέας, στον οποίον το ιταλικό Δημόσιο έχει αναθέσει την καταβολή αποζημιώσεων για το λανθάνον κόστος.

25      Δεύτερον, όσον αφορά την έννοια των κρατικών πόρων, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ περιλαμβάνει όλα τα χρηματικά μέσα που ενδεχομένως χρησιμοποιεί το Δημόσιο για την υποστήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή το αν αυτά αποτελούν ή μη διαρκή περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου. Συνεπώς, ακόμη και αν οι δημόσιες αρχές δεν έχουν κατά τρόπο διαρκή υπό την κατοχή τους τα αντιστοιχούντα στο επίμαχο μέτρο ποσά, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και, συνεπώς, στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως κρατικοί πόροι (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2000, C‑83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑3271, σκέψη 50, και της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑4397, σκέψη 37).

26      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το επίμαχο μέτρο είναι παρόμοιο με το μέτρο που εξετάστηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση PreussenElektra, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση που επιβλήθηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν σε καθορισμένες κατώτατες τιμές την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρική ενέργεια δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταφορά κρατικών πόρων στις επιχειρήσεις που είναι παραγωγοί αυτού του είδους ηλεκτρικής ενέργειας (σκέψη 59).

27      Επισημαίνεται, πάντως, ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση PreussenElektra, πέραν της δια νόμου επιβολής κατώτατης τιμής αγοράς, το Δημόσιο δεν είχε καμία εμπλοκή στη συλλογή και/ή στην αναδιανομή των επίμαχων ποσών: τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην τιμή αγοράς μεταβιβάζονταν απευθείας μεταξύ των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ήτοι των επιχειρήσεων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, αφενός, και των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, αφετέρου. Αντιθέτως, εν προκειμένω, η είσπραξη και η διαχείριση των εσόδων από τη χρέωση Α 6 στο τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας γίνεται μέσω δημόσιου φορέα, του CCSE, ο οποίος, εν συνεχεία, τα διανέμει στον δικαιούχο, δηλαδή στην AEM Torino.

28      Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 25 ανωτέρω, τα επίμαχα ποσά πρέπει να χαρακτηριστούν κρατικοί πόροι, διότι όχι μόνο βρίσκονται διαρκώς υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, αλλ’ επίσης ανήκουν στο Δημόσιο.

29      Συγκεκριμένα, όσον αφορά, πρώτον, τον έλεγχο του Δημοσίου, η Επιτροπή επισημαίνει, χωρίς οι προσφεύγουσες να την αντικρούσουν, ότι το CCSE μπορούσε να χρησιμοποιεί τα ποσά του λογαριασμού Α 6 για να καλύπτει προσωρινώς χρεωστικά υπόλοιπα άλλων λογαριασμών. Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε μία περίπτωση κατά την οποία οι ιταλικές αρχές διέθεσαν, με υπουργικό διάταγμα, μέρος των ποσών του λογαριασμού αυτού για σκοπούς διαφορετικούς από αυτόν για τον οποίον κατατέθηκαν. Είναι, συνεπώς, απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το CCSE ενεργούσε απλώς ως ενδιάμεσος και ότι το CCSE δεν είχε, ούτε καν προσωρινά, δυνατότητα διαθέσεως των ποσών του λογαριασμού αυτού. Βεβαίως, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι το ιταλικό Δημόσιο δεν ενήργησε, εν προκειμένω, αυτοβούλως, αλλά συμμορφούμενο προς κοινοτικές διατάξεις, και ότι η μόνη συνέπεια της διαθέσεως των ποσών αυτών για σκοπούς διαφορετικούς από αυτόν για τον οποίον κατατέθηκαν ήταν η αδυναμία επιστροφής τους σε αυτούς που τα είχαν καταβάλει αχρεωστήτως. Τούτο, όμως, δεν αναιρεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι το ιταλικό Δημόσιο μπορούσε να διαθέτει τα ποσά του λογαριασμού Α 6 του CCSE όπως έκρινε ότι είναι αναγκαίο ή σκόπιμο.

30      Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα της κυριότητας επί των κατατεθειμένων στον λογαριασμό Α 6 του CCSE ποσών, οι προσφεύγουσες αρνούνται ότι τα ποσά αυτά ανήκουν στο CCSE, χωρίς όμως να διευκρινίζουν, με τα δικόγραφά τους, σε ποιον ανήκουν, και ισχυρίζονται απλώς ότι τα επίμαχα ποσά ανήκουν πάντοτε στο «σύστημα παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας». Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι τα εν λόγω ποσά παραμένουν στην κυριότητα των τελικών καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας.

31      Ωστόσο, το Corte suprema di cassazione (ιταλικό ακυρωτικό δικαστήριο) έκρινε, με την απόφαση 11632/03 της Ολομέλειας του πολιτικού τμήματος, της 3ης Απριλίου 2003, ότι το CCSE δεν διαθέτει χωριστή νομική προσωπικότητα από το ιταλικό Δημόσιο και ότι τα ποσά που καταβάλλονται στο CCSE πρέπει να θεωρείται ότι ανήκουν στο ιταλικό Δημόσιο. Με τα σημεία 4.3 έως 4.7 της εν λόγω αποφάσεως, το Corte suprema di cassazione ανέλυσε διεξοδικά το ζήτημα της νομικής προσωπικότητας του CCSE, βάσει των σχετικών εφαρμοστέων διατάξεων, καθώς και της σχετικής νομολογίας επί παρόμοιων περιπτώσεων στο ιταλικό δίκαιο. Κατέληξε ότι το CCSE είναι κρατικό όργανο και ότι τα ποσά που καταβάλλονται σε αυτό ανήκουν στο Δημόσιο, παρά το γεγονός ότι προέρχονται από ιδιώτες και προορίζονται για ιδιωτικές επιχειρήσεις.

32      Τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες με το υπόμνημα απαντήσεως, προς αμφισβήτηση της ορθότητας και της σημασίας της αποφάσεως αυτής για την υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι πειστικά.

33      Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το Corte suprema di cassazione εξέτασε ζητήματα διαφορετικά από τα εξεταζόμενα εν προκειμένω. Υποστηρίζουν, συγκεκριμένα, ότι το Corte suprema di cassazione αποφάνθηκε επί της φύσεως μιας παραβάσεως δια της οποίας τα μέλη της Ιταλικής Διυπουργικής Επιτροπής Τιμών (CIP) έβλαψαν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα δημόσια έσοδα που κατείχε το CCSE. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάνθηκε με γνώμονα τη βούληση να τιμωρηθούν οπωσδήποτε τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Επομένως, οι αρχές που διατύπωσε το Corte suprema di cassazione δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν γενικά σε άλλες περιπτώσεις, χωρίς να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου αυτές διατυπώθηκαν.

34      Πάντως, ανεξαρτήτως της βασιμότητας των ισχυρισμών των προσφευγουσών σχετικά με τους λόγους που υπαγόρευσαν τη συγκεκριμένη απόφαση, οι διαπιστώσεις σχετικά με τη φύση των επίμαχων πόρων ως κρατικών πρέπει να συσχετιστούν με το γεγονός ότι το Corte suprema di cassazione αποφάνθηκε επί ποινικής και όχι επί πολιτικής ή διοικητικής υποθέσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι σκοπός του ποινικού δικαίου και, ειδικότερα, των επίμαχων στη συγκεκριμένη υπόθεση διατάξεων περί απάτης, είναι η προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν τα φυσικά ή τα νομικά πρόσωπα από το αστικό ή το διοικητικό δίκαιο, οι δικαιούχοι των εν λόγω λογαριασμών έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να προσδιοριστούν βάσει των διατάξεων του αστικού ή του διοικητικού δικαίου. Συνεπώς, οι διαπιστώσεις του Corte suprema di cassazione σχετικά με την έλλειψη νομικής προσωπικότητας του CCSE και την κυριότητα επί των ποσών που έχουν κατατεθεί στους λογαριασμούς που αυτό διαχειρίζεται μπορούν να τύχουν γενικής εφαρμογής, ακόμη και εκτός του ποινικού δικαίου.

35      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, στο μεταξύ, το νομικό πλαίσιο που εφαρμόστηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Corte suprema di cassazione έχει πλήρως τροποποιηθεί. Συναφώς, επικαλούνται, ειδικότερα, τον νόμο του 1995, περί συστάσεως της AEEG, στην οποία ανατέθηκαν οι αρμοδιότητες που προηγουμένως ασκούσε η CIP, καθώς και την υπ’ αριθ. 70/97 απόφαση της AEEG, με την οποία η εν λόγω αρχή διαχώρισε σαφώς, για πρώτη φορά, το τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας, περιλαμβανομένων των πρόσθετων χρεώσεων, από τα έσοδα του Δημοσίου. Κατά τις προσφεύγουσες, πριν την ελευθέρωση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, στο πλαίσιο της οποίας επήλθε η εν λόγω τροποποίηση, οι διάφορες χρεώσεις στο τιμολόγιο της ηλεκτρικής ενέργειας αποσκοπούσαν στη χρηματοδότηση της ENEL ως δημοσίου φορέα και γι’ αυτό χαρακτηρίζονταν κρατικοί πόροι, ενώ, βάσει των διατάξεων του 1992, η ENEL μετατράπηκε, στο μεταξύ, σε ανώνυμη εταιρία.

36      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα επιχειρήματα αυτά αναιρούνται από εκείνα της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ανάληψη των αρμοδιοτήτων της CIP από την AEEG, είναι προφανές ότι, εφόσον οι αρμοδιότητες αυτές δεν μεταβλήθηκαν, μικρή σημασία έχει το αν ο καθορισμός, η διαχείριση και η σκοπιμότητα των χρεώσεων στο τιμολόγιο της ηλεκτρικής ενέργειας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, όπως είναι η AEEG, ή διυπουργικής επιτροπής, όπως είναι η CIP. Όσον αφορά το γεγονός ότι η ENEL, υπέρ της οποίας είχαν εισαχθεί στο τιμολόγιο της ηλεκτρικής ενέργειας οι κριθείσες με την απόφαση του Corte suprema di cassazione πρόσθετες χρεώσεις, δεν είναι πλέον δημόσιος φορέας, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το ανώτατο ιταλικό δικαστήριο τόνισε ότι τα επίμαχα ποσά ανήκουν στο Δημόσιο, παρά το γεγονός ότι προορίζονται για την αποζημίωση επιχειρήσεων. Επίσης, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι ο διαχωρισμός, στον οποίον προέβη η AEEG, των πρόσθετων χρεώσεων υπέρ του γενικού προϋπολογισμού του Δημοσίου από τις πρόσθετες χρεώσεις που καταβάλλονται σε κλειστό λογαριασμό του CCSE και προορίζονται για την αποζημίωση επιχειρήσεων, δεν αποκλείει το να περιέρχονται τα ποσά του λογαριασμού αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου μετά την κατάθεσή τους στο CCSE.

37      Τέλος, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Corte suprema di cassazione ότι τα ποσά του λογαριασμού Α 6 του CCSE ανήκουν στο Δημόσιο, επειδή το CCSE εντάσσεται στο δημόσιο λογιστικό. Συγκεκριμένα, η νομική κατάσταση των ποσών αυτών δεν εξαρτάται από το αν ο φορέας στον οποίον αυτά κατατίθενται είναι δημόσιος ή ιδιωτικός. Εν πάση περιπτώσει, η AEEG, η οποία μπορούσε ελεύθερα να επιλέξει το τραπεζικό ίδρυμα στο οποίο θα ανέθετε τη διαχείριση του ειδικού λογαριασμού, έκρινε σκόπιμο να επιλέξει το CCSE.

38      Αρκεί, συναφώς, η επισήμανση ότι το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να αμφισβητήσει τη διατυπωθείσα από το Corte suprema di cassazione ερμηνεία της ιταλικής νομοθεσίας.

39      Κατά συνέπεια, τα ποσά που κατατίθενται στον λογαριασμό Α 6 του CCSE ανήκουν στο ιταλικό Δημόσιο, το οποίο έχει εξουσία διαθέσεως. Επομένως, σύμφωνα με τις αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την παρατιθέμενη στη σκέψη 25 ανωτέρω νομολογία, πρέπει να χαρακτηριστούν κρατικοί πόροι.

40      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την προϋπόθεση της παροχής πλεονεκτήματος

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

41      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το επίμαχο μέτρο δεν πληροί την προϋπόθεση περί παροχής πλεονεκτήματος στη δικαιούχο επιχείρηση και ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε συναφώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

42      Κατά τις προσφεύγουσες, το επίμαχο μέτρο παρέχει στις δικαιούχους επιχειρήσεις τη δυνατότητα να ανακτήσουν το πάγιο κόστος επενδύσεων τις οποίες πραγματοποίησαν λόγω των υποχρεώσεων που τους επέβαλλε το Δημόσιο πριν την ελευθέρωση της αγοράς, κόστος το οποίο δεν είναι δυνατό να καλυφθεί μόνον από τα έσοδα των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας στην ελευθερωμένη αγορά. Επομένως, δεν πρόκειται για οικονομικό πλεονέκτημα, αλλά για μέτρο που αποσκοπεί στο να μην επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις ως εκ της συμμορφώσεώς τους, πριν την ελευθέρωση της αγοράς, στις στρατηγικού χαρακτήρα υποδείξεις των αρχών, πράγμα που θα ισοδυναμούσε με την παροχή πλεονεκτήματος στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν ήταν υποχρεωμένες να πραγματοποιούν τέτοιες μη επικερδείς επενδύσεις.

43      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το λανθάνον κόστος αντιστοιχεί σε δαπάνες που συνήθως δεν βαρύνουν τον ισολογισμό των επιχειρήσεων, κατά την έννοια της σχετικής με τις κρατικές ενισχύσεις κοινοτικής νομολογίας, διότι, στο πλαίσιο μιας αγοράς όπου ο ανταγωνισμός λειτουργεί κανονικά, καμία επιχείρηση δεν θα πραγματοποιούσε επενδύσεις συνεπαγόμενες λανθάνον κόστος. Δεν πρόκειται, επομένως, για πλεονέκτημα που απορρέει από το επίμαχο μέτρο, αλλά μάλλον για εξάλειψη ενός ανταγωνιστικού μειονεκτήματος δια της εφαρμογής του προαναφερθέντος συστήματος.

44      Επομένως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποδείξει ότι το επίμαχο μέτρο δεν καλύπτει μόνον το λανθάνον κόστος, αλλά παρέχει στους δικαιούχους επιπλέον πλεονέκτημα. Τούτο, όμως, δεν συμβαίνει εν προκειμένω, διότι τα ποσά που εισπράττουν οι δικαιούχοι υπολογίζονται βάσει της διαφοράς μεταξύ παγίων δαπανών εγκαταστάσεων και δυνητικών εσόδων από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας.

45      Η Επιτροπή προβάλλει ότι πρόκειται για πλεονέκτημα κατά την έννοια της κοινοτικής νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων, διότι το ποσό των 16 338 000 ευρώ που μεταβιβάζεται στην AEM Torino κατ’ εφαρμογήν του επίμαχου μέτρου δεν αποτελεί αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών στο κράτος ή στο κοινωνικό σύνολο, αλλά αποσκοπεί στην κάλυψη κόστους που κανονικά θα έπρεπε να βαρύνει την εν λόγω επιχείρηση.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

46      Κατά πάγια νομολογία, για να εκτιμηθεί αν ένα κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση, πρέπει να προσδιορισθεί εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 60, και της 29ης Ιουνίου 1999, C‑256/97, DM Transport, Συλλογή 1999, σ. I‑3913, σκέψη 22· απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2000, T‑204/97 και T‑270/97, EPAC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2267, σκέψη 66).

47      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο μέτρο προβλέπει την καταβολή 16 338 000 ευρώ στην AEM Torino. Το ζήτημα που τίθεται, επομένως, είναι αν η καταβολή του ποσού αυτού αποτελεί για την επιχείρηση αυτή οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα διέθετε υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ή αν αποσκοπεί σε αποκατάσταση των συνήθων συνθηκών της αγοράς για την AEM Torino, σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις που δεν ήταν υποχρεωμένες να επιβαρυνθούν με λανθάνον κόστος, όπως συνέβαινε με τις προσφεύγουσες.

48      Η απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται από την ερμηνεία της έννοιας «συνήθεις συνθήκες της αγοράς», στο πλαίσιο της ελευθερώσεως της αγοράς της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο πλαίσιο αυτό αποτελούν εξέλιξη την οποίαν οι επιχειρήσεις έπρεπε να αναμένουν υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς ή, τουλάχιστον, ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν ότι θα διατηρηθεί το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο. Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι συνήθεις συνθήκες της αγοράς συνεπάγονται σταθερότητα του κανονιστικού πλαισίου ή, τουλάχιστον, προστασία της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων όσον αφορά τη σταθερότητά του, ιδίως σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις παρακινήθηκαν ή και υποχρεώθηκαν από το Δημόσιο να πραγματοποιήσουν ορισμένες επενδύσεις, όπως συνέβη εν προκειμένω.

49      Το Πρωτοδικείο κρίνει την άποψη της Επιτροπής πειστικότερη.

50      Συγκεκριμένα, το κανονιστικό πλαίσιο σε ένα δημοκρατικό κράτος, όπως και σε μια οικονομία της αγοράς, μπορεί να τροποποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Δεδομένου του γενικού προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς την κατεύθυνση του ανοίγματος των εθνικών αγορών και της προαγωγής του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, η τροποποίηση του κανονιστικού πλαισίου καθίσταται πιθανότερη στην περίπτωση που, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το προϋφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο προέβλεπε στεγανοποίηση της αγοράς σε εθνικό και/ή τοπικό επίπεδο, με συνέπεια τη δημιουργία μονοπωλιακών καταστάσεων. Κατά συνέπεια, το άνοιγμα μιας προηγουμένως στεγανοποιημένης αγοράς, όπως συνέβη με την οδηγία 96/92, δεν μπορεί να θεωρηθεί διατάραξη των συνήθων συνθηκών της αγοράς.

51      Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η επελθούσα, κατόπιν της οδηγίας 96/92, τροποποίηση του κανονιστικού πλαισίου στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας εντάσσεται στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και ότι, όπως προβάλλει η Επιτροπή, η AEM Torino, πραγματοποιώντας τις επενδύσεις με το επίμαχο λανθάνον κόστος, ανέλαβε συνήθεις κινδύνους, εγγενείς σε ενδεχόμενες τροποποιήσεις της νομοθεσίας.

52      Βεβαίως, στο πλαίσιο ενός συστήματος κράτους δικαίου, οι επιχειρήσεις, όπως και οποιοσδήποτε ιδιώτης, δικαιούνται προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους. Εν προκειμένω, πάντως, δεν απαιτείται να εξεταστεί αν οι προσφεύγουσες δικαιούνται, κατά νόμο, προστασία της εμπιστοσύνης τους στη σταθερότητα του κανονιστικού πλαισίου του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

53      Συγκεκριμένα, πρώτον, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να στηρίζει τον ισχυρισμό τους ότι οι ιταλικές αρχές τις υποχρέωσαν να πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις που προκάλεσαν το λανθάνον κόστος για το οποίο ελήφθη το επίμαχο μέτρο.

54      Δεύτερον, εν προκειμένω, διασφαλίστηκε η εμπιστοσύνη των προσφευγουσών στη σταθερότητα του κανονιστικού πλαισίου του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, διότι η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση συμβατή, κατ’ αρχήν, με την κοινή αγορά, με μόνη προϋπόθεση την προηγούμενη επιστροφή των διαλαμβανόμενων στην απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών ενισχύσεων. Ο χαρακτηρισμός του επίμαχου μέτρου ως συμβατού με την κοινή αγορά εντάσσεται στο πλαίσιο της πολιτικής που διατύπωσε η Επιτροπή με την ανακοίνωση σχετικά με τη μέθοδο αναλύσεως των κρατικών ενισχύσεων που σχετίζονται με το λανθάνον κόστος, όπου αναφέρεται ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει «ευνοϊκή θέση για τις ενισχύσεις αυτές εάν η στρέβλωση του ανταγωνισμού αντισταθμίζεται από τη συνεισφορά τους στην υλοποίηση ενός κοινοτικού στόχου που οι δυνάμεις της αγοράς δεν θα μπορούσαν από μόνες τους να επιτύχουν» και ότι «οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στο να αντισταθμίσουν στοιχεία λανθάνοντος κόστους μπορούν κατ’ αρχήν να υπαχθούν στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, [ΕΚ]».

55      Εφόσον, όμως, διασφαλίστηκε η προστασία της εμπιστοσύνης των προσφευγουσών στη σταθερότητα του κανονιστικού πλαισίου στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να απαιτήσουν συγκεκριμένη μορφή προστασίας, αντί για άλλη, και, συγκεκριμένα, να απαιτήσουν, αντί να χαρακτηριστεί το επίμαχο μέτρο συμβατό με την κοινή αγορά, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, να μη χαρακτηριστεί καν ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

56      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλημμελή εξέταση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

57      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από πλημμελή εξέταση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως.

58      Η Επιτροπή αντικρούει τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ως απαράδεκτο.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

59      Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να κρίνει την προσφυγή, ενδεχομένως χωρίς να χρειαστεί πρόσθετες πληροφορίες. Για τον λόγο αυτόν, το δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν ανέπτυξαν τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως με τα υπομνήματά τους ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οπότε η μόνη αναφορά τους σε τρίτο λόγο ακυρώσεως είναι αυτή στον τίτλο του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Όσον αφορά την εξήγηση που έδωσαν οι προσφεύγουσες, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναπτύσσεται στο πλαίσιο των λοιπών λόγων ακυρώσεως, υπενθυμίζεται ότι το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να ερευνά αν τα στοιχεία των οποίων έγινε επίκληση προς στήριξη ενός λόγου ακυρώσεως, μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν προς στήριξη ετέρου λόγου (βλ., σχετικά, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψη 209).

61      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλημμελή αιτιολογία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, διότι ούτε αυτή ούτε η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88 εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Οι προβαλλόμενες παραλείψεις στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αντισταθμίζονται από την αναφορά στην απόφαση ENEL. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή δεν αφορούσε τα επίμαχα στην κρινόμενη υπόθεση μέτρα υπέρ των λεγόμενων «δημοτικοποιημένων» επιχειρήσεων.

63      Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, ακόμη και αν η απόφαση ENEL ληφθεί υπόψη προς αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αιτιολογία της εξακολουθεί να παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις. Ειδικότερα, η ανάλυση του ιταλικού συστήματος καλύψεως του λανθάνοντος κόστους δεν είναι ακριβής και τα συμπεράσματα που αντλεί η Επιτροπή από τη σχετική με τις επιβαρύνσεις φορολογικού χαρακτήρα νομολογία του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα.

64      Πρώτον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, με το έγγραφο κοινοποιήσεως του επίμαχου μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, η Ιταλική Κυβέρνηση, που είναι ο αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως, το χαρακτήρισε κρατική ενίσχυση, όπως συνέβη και στην περίπτωση των ενισχύσεων που αποτελούν αντικείμενο της αποφάσεως ENEL. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση απλώς επιβεβαιώνει τον νομικό χαρακτηρισμό που έδωσε η Ιταλική Κυβέρνηση. Δεύτερον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε συνολικά τα συμπεράσματα που είχε διατυπώσει προκαταρκτικώς με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, επί της οποίας ούτε η Ιταλική Δημοκρατία ούτε η AEM Torino υπέβαλαν παρατηρήσεις. Τρίτον, όπως ρητώς διευκρίνισε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, το νομικό πλαίσιο του επίμαχου μέτρου είναι το ίδιο με εκείνο της αποφάσεως ENEL.

65      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή φρονεί ότι το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να κριθεί η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και το οποίο γνώριζαν τόσο η Ιταλική Κυβέρνηση όσο και η AEM Torino περιλαμβάνει όχι μόνον την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, αλλά και την απόφαση ENEL, από την αιτιολογία της οποίας συνάγεται σαφώς η συλλογιστική βάσει της οποίας κρίθηκε ότι το επίμαχο μέτρο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους. Εξάλλου, δεδομένου ότι ούτε οι ιταλικές αρχές ούτε η AEM υπέβαλαν παρατηρήσεις επί των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, η Επιτροπή έκρινε ότι μπορεί να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση συνοπτικά.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

66      Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της και να εμφαίνει με σαφήνεια τη συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που την κατάρτισε, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν τη βάση της και ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει το βάσιμό της, χωρίς ωστόσο να απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν αυτή ανταποκρίνεται στο άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τόσο το κείμενο της πράξεως αυτής όσο και το νομικό και πραγματικό της πλαίσιο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Εν προκειμένω, όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση αυτή καθαυτή και τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή όντως αναφέρει μόνον ότι «διαπίστωσε ότι το υπό εξέταση μέτρο πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση».

68      Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απολύτως γνωστό τόσο στην Ιταλική Κυβέρνηση όσο και στις προσφεύγουσες και ότι, κατά την έκδοσή της, ακολουθήθηκε η πάγια σχετική πρακτική.

69      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η Ιταλική Κυβέρνηση, με το έγγραφο κοινοποιήσεως της 21ης Μαρτίου 2005 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο ως κρατική ενίσχυση.

70      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, στο νομικό και πραγματικό πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως καταλέγεται, εκτός της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, η απόφαση ENEL, στην οποία παραπέμπει ρητώς το σημείο 5 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88 και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι το επίμαχο μέτρο «στηρίζεται σε ένα ανάλογο μέτρο που έχει εγκρίνει η Επιτροπή», διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για το μέτρο που αποτελεί αντικείμενο της αποφάσεως ENEL.

71      Πάντως, στο σημείο 3.1 της αποφάσεως ENEL παρατίθενται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή χαρακτήρισε κρατικές ενισχύσεις τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως. Η Επιτροπή εξήγησε, ακόμη, γιατί θεωρεί ότι πληρούται, ως προς το επίμαχο μέτρο, κάθε μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Οι εξηγήσεις αυτές είναι μάλλον συνοπτικές όσον αφορά τα κριτήρια του επιλεκτικού χαρακτήρα, του επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών και της παροχής πλεονεκτήματος στους δικαιούχους, αλλά είναι διεξοδικότερες όσον αφορά το κριτήριο της χρηματοδοτήσεως με κρατικούς πόρους, πράγμα που δικαιολογείται από τις διαφορές στον βαθμό δυσχέρειας της εκτιμήσεως της συνδρομής καθενός από τα κριτήρια ως προς το εν λόγω μέτρο. Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι οι εξηγήσεις αυτές αποτελούν επαρκή αιτιολογία υπό το πρίσμα της παρατιθέμενης στη σκέψη 66 ανωτέρω νομολογίας.

72      Ωστόσο, καθώς η αιτιολογία αυτή δεν σχετίζεται με το επίμαχο μέτρο, αλλά με άλλο παρόμοιο, πρέπει ακόμη να εξεταστεί αν η αιτιολογία αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση του επίμαχου μέτρου, δεδομένων των διαφορών μεταξύ των μέτρων αυτών. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η απόφαση ENEL μπορεί να ληφθεί υπόψη ως μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν αφορά μέτρα υπέρ των λεγόμενων «δημοτικοποιημένων» επιχειρήσεων, που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, αλλά μόνο μέτρα υπέρ άλλων επιχειρήσεων και, συγκεκριμένα, επιχειρήσεων του ομίλου ENEL και άλλων εταιριών στις οποίες μεταβιβάστηκαν πρώην εγκαταστάσεις της ENEL (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω).

73      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της αποφάσεως ENEL και εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλομένης στηρίζονται στην ίδια νομική βάση του ιταλικού δικαίου, όπως προκύπτει από το σημείο 2.1 της αποφάσεως ENEL και το σημείο 4 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι οι δικαιούχοι επιχειρήσεις ανήκουν στον ίδιο τομέα της οικονομίας, στον τομέα της παραγωγής και/ή διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, ότι τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, στην κάλυψη του λανθάνοντος κόστους που οφείλεται στην ελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κατόπιν της μεταφοράς της οδηγίας 96/92 στην εσωτερική έννομη τάξη, και ότι χρησιμοποιήθηκε η αυτή μέθοδος συλλογής και διανομής των επίμαχων ποσών, διότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα ποσά αυτά προέρχονται από την επιβληθείσα στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας χρέωση Α 6 στο τιμολόγιο της ηλεκτρικής ενέργειας, εν συνεχεία τα διαχειρίζεται το CCSE σε ειδικό λογαριασμό και, εν τέλει, καταβάλλονται στις επιχειρήσεις που είναι δικαιούχοι του μέτρου.

74      Επιπλέον, η σχέση των δύο αυτών μέτρων επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, στο σημείο 2.1 της αποφάσεως ENEL, η Επιτροπή τόνισε ότι το λανθάνον κόστος των λεγόμενων «δημοτικοποιημένων» επιχειρήσεων, στις οποίες καταλέγεται ρητώς η AEM Torino, επρόκειτο να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εθνικής ρυθμίσεως και ότι για τη ρύθμιση αυτή επρόκειτο, κατόπιν, να υποβληθεί χωριστή κοινοποίηση και να εκδοθεί χωριστή απόφαση. Ομοίως, στο σημείο 5 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, η Επιτροπή αναφέρεται ρητώς στο γεγονός ότι η απόφαση ENEL δεν αφορούσε το λανθάνον κόστος των λεγόμενων «δημοτικοποιημένων» επιχειρήσεων.

75      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι είναι τέτοια η σχέση και ο βαθμός ομοιότητας των δύο μέτρων ώστε από την αιτιολογία του χαρακτηρισμού του ενός εξ αυτών ως κρατικής ενισχύσεως προκύπτει με επαρκή σαφήνεια η συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του δεύτερου, οπότε οι προσφεύγουσες δύνανται να αντιληφθούν τη βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως και το Πρωτοδικείο να ελέγξει το βάσιμό της, κατ’ εφαρμογήν της παρατιθέμενης στη σκέψη 66 ανωτέρω νομολογία. Προκύπτει, ακόμη, ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν την άμυνά τους βάσει των εγγράφων και των στοιχείων που τέθηκαν στη διάθεσή τους, δεδομένου ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, αμφισβήτησαν ευρέως την αιτιολογία της αποφάσεως ENEL.

76      Τέλος, κατά το μέτρο που οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, ακόμη και αν η απόφαση ENEL ληφθεί υπόψη προς αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ανάλυση του ιταλικού συστήματος καλύψεως του λανθάνοντος κόστους ήταν ανακριβής και τα συμπεράσματα που διατύπωσε η Επιτροπή εσφαλμένα, υπενθυμίζεται ότι ο ισχυρισμός περί ελλείψεως αιτιολογίας ή ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου και, συνεπώς, διαφέρει από τον ισχυρισμό περί ανακριβούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο οποίος εξετάζεται στο πλαίσιο του ελέγχου του βασίμου της εν λόγω αποφάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 1997, T‑84/96, Cipeke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2081, σκέψη 47). Πάντως, το επιχείρημα αυτό των προσφευγουσών, περί ακρίβειας, αφορά το βάσιμο της αιτιολογίας. Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

77      Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα της «αναστολής της καταβολής της ενισχύσεως»

78      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγουσες διαιρείται σε δύο σκέλη αντλούμενα, αντιστοίχως, από το ότι δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C‑355/95 P, TWD κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I‑2549), και του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑244/93 και T‑486/93, TWD κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑2265, στο εξής: νομολογία Deggendorf), και από παράλειψη αξιολογήσεως της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το σωρευτικό αποτέλεσμα των προγενέστερων ενισχύσεων και του επίμαχου μέτρου.

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το αν ασκεί εν προκειμένω επιρροή η νομολογία Deggendorf

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η «αναστολή της καταβολής» κρατικής ενισχύσεως, κατ’ εφαρμογήν της προπαρατεθείσας νομολογίας Deggendorf, εξαρτάται από τρεις προϋποθέσεις: πρώτον, οι χορηγηθείσες ενισχύσεις πρέπει να έχουν κριθεί παράνομες, δεύτερον, να έχει διαταχθεί η επιστροφή τους και, τρίτον, η δικαιούχος εταιρία να μην έχει συμμορφωθεί προς τη διαταγή. Εν προκειμένω, με την απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών, η Επιτροπή έκρινε τις ενισχύσεις παράνομες, χωρίς, όμως, να προσδιορίσει τις δικαιούχους επιχειρήσεις και τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν. Δεν υφίστατο, επομένως, διαταγή επιστροφής, ούτε παράλειψη συμμορφώσεως των προσφευγουσών προς αυτήν.

80      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την αδικαιολόγητη ενδεχομένως καθυστέρηση με την οποία η Ιταλική Δημοκρατία διέταξε την επιστροφή των διαλαμβανόμενων στην απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών ενισχύσεων. Κατά τις προσφεύγουσες, αν γίνει δεκτό, βάσει της νομολογίας Deggendorf, ότι η καθυστέρηση αυτή δικαιολογεί την «αναστολή της καταβολής» νέας ενισχύσεως συμβατής με την κοινή αγορά, το μέτρο της αναστολής θα αποκτούσε, αντιθέτως προς τη βούληση των κοινοτικών δικαστών, σαφώς κατασταλτικό χαρακτήρα, χωρίς έρεισμα στο κοινοτικό δίκαιο.

81      Η Επιτροπή προβάλλει, πρώτον, ότι υποχρεούται να εξετάζει τη συμμόρφωση του κράτους μέλους προς τη διαταγή ανακτήσεως, και όχι την της δικαιούχου επιχειρήσεως, και, δεύτερον, ότι, εν προκειμένω, έκρινε ότι στην AEM Torino χορηγήθηκαν ενισχύσεις παράνομες και μη συμβατές με την κοινή αγορά, τις οποίες το ιταλικό Δημόσιο ήταν υποχρεωμένο να ανακτήσει. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, συναφώς, ότι η Ιταλική Δημοκρατία καταδικάστηκε από το Δικαστήριο, διότι δεν ανέκτησε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις ενισχύσεις που είχε χορηγήσει στο πλαίσιο του συστήματος των φοροαπαλλαγών (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας).

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

82      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ αναθέτει στην Επιτροπή την ευθύνη να θέσει σε εφαρμογή, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, ειδική διαδικασία για τη διαρκή εξέταση και τον έλεγχο των ενισχύσεων τις οποίες προτίθενται να θεσπίσουν τα κράτη μέλη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψη 16, και της 4ης Φεβρουαρίου 1992, C‑294/90, British Aerospace και Rover κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑493, σκέψη 10). Ειδικότερα, κατά την εκτίμηση του συμβατού των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο (προπαρατεθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 49). Κατά την εξέταση του συμβατού μίας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, μεταξύ άλλων, του πλαισίου που εξετάστηκε με προηγούμενη απόφαση, καθώς και τυχόν υποχρεώσεων που η απόφαση αυτή επέβαλε σε κράτος μέλος (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 1991, C‑261/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑4437, σκέψη 20).

83      Με τη νομολογία Deggendorf, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της όταν, επιλαμβανόμενη σχεδίου ενισχύσεως την οποία ένα κράτος μέλος σκοπεύει να χορηγήσει σε επιχείρηση, αποφασίζει ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση θα επιστρέψει την προγενέστερη παράνομη ενίσχυση, λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος των ενισχύσεων αυτών (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Μαΐου 1997, TWD κατά Επιτροπής, σκέψεις 25 έως 27).

84      Η συλλογιστική των προσφευγουσών στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 15ης Μαΐου 1997, TWD κατά Επιτροπής, και των χαρακτηριστικών της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, καθώς οι προσφεύγουσες αντιλαμβάνονται τη διαδικασία αυτή υπό το πρίσμα της σχέσεως μεταξύ δικαιούχου επιχειρήσεως και Επιτροπής και όχι μεταξύ κράτους μέλους και Επιτροπής. Λόγω της εσφαλμένης αυτής προσεγγίσεως, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, η απόφαση με την οποία οι προγενέστερες ενισχύσεις κρίνονται μη συμβατές με την κοινή αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή τους έχει ως αντικείμενο ενισχύσεις τις οποίες οι δικαιούχοι επιχειρήσεις όντως έλαβαν, αλλά δεν επέστρεψαν.

85      Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι μόνοι αποδέκτες των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων είναι τα αντίστοιχα κράτη μέλη [βλ. άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), καθώς και απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 45]. Κατά συνέπεια, κατά τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων, περιλαμβανομένου του πλαισίου που εξετάστηκε με προγενέστερη απόφαση, καθώς και των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή στο κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογήν της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας (προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 20), η Επιτροπή εξετάζει μόνον τις υποχρεώσεις που το οικείο κράτος μέλος υπέχει από μια τέτοια απόφαση, και όχι εκείνες που ενδεχομένως προκύπτουν για τη δικαιούχο επιχείρηση. Ομοίως, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, αποδέκτες των διαταγών ανακτήσεως δεν είναι οι επιχειρήσεις, αλλά μόνον τα κράτη μέλη, τα οποία εν συνεχεία πρέπει να εξαναγκάσουν τους δικαιούχους να επιστρέψουν τα ποσά που έχουν εισπράξει.

86      Συναφώς, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως δεν διαφέρουν από εκείνα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Μαΐου 1997, TWD κατά Επιτροπής. Ειδικότερα, σε αμφότερες τις υποθέσεις, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το οικείο κράτος μέλος χορήγησε ενισχύσεις μη συμβατές με την κοινή αγορά, χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, και διέταξε την ανάκτησή τους από τις δικαιούχους επιχειρήσεις, διαταγή προς την οποία τα συγκεκριμένα κράτη μέλη δεν συμμορφώθηκαν.

87      Η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών υποθέσεων είναι ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Μαΐου 1997, TWD κατά Επιτροπής, επρόκειτο για προγενέστερη, παράνομη, εξατομικευμένη ενίσχυση, της οποίας η ανάκτηση διατάχθηκε με απόφαση απευθυνόμενη στο οικείο κράτος μέλος και προσδιορίζουσα επακριβώς το προς ανάκτηση ποσό και τον μοναδικό δικαιούχο, ενώ, στην υπό κρίση υπόθεση, οι προγενέστερες παράνομες ενισχύσεις ήταν ενταγμένες σε σύστημα φοροαπαλλαγών, οπότε, λόγω της ελλείψεως συνεργασίας των ιταλικών αρχών, δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς, με την απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών, η ωφέλεια που αποκόμισαν οι δικαιούχοι επιχειρήσεις.

88      Πάντως, η διαφορά αυτή δεν δικαιολογεί το να μην εφαρμοστεί εν προκειμένω η λύση που προκύπτει από τη νομολογία Deggendorf. Καταρχάς, όπως προβάλλει η Επιτροπή, η νομολογία αυτή ανταποκρίνεται στην ανάγκη αποτροπής του σωρευτικού αποτελέσματος των ενισχύσεων που δεν έχουν επιστραφεί και των σχεδιαζόμενων ενισχύσεων, αποτελέσματος λόγω του οποίου οι επιχειρήσεις αποκτούν παράνομο πλεονέκτημα με συνέπεια τη στρέβλωση του ανταγωνισμού σε βαθμό που θίγει το κοινοτικό συμφέρον (προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 1995, TWD κατά Επιτροπής, σκέψη 83). Η ανάγκη αυτή υφίσταται τόσο στην περίπτωση των ατομικών ενισχύσεων όσο και στην περίπτωση των χορηγούμενων στο πλαίσιο συστήματος ενισχύσεων.

89      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, ακόμη, ότι η μη παράθεση, εκ μέρους της Επιτροπής, στοιχείων που να προσδιορίζουν επακριβώς τις δικαιούχους επιχειρήσεις στο πλαίσιο ενός παράνομου συστήματος ενισχύσεων και τα ποσά που τους χορηγήθηκαν δεν θίγει το κύρος της διαταγής ανακτήσεως και δεν κωλύει την εκτέλεσή της, διότι, αφενός, το οικείο κράτος μέλος μπορεί ευχερέστερα να συγκεντρώσει τα στοιχεία αυτά και, αφετέρου, ελλείψει συνεργασίας εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση βάσει των στοιχείων που διαθέτει (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004, T‑109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑127, σκέψεις 48 έως 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

90      Εν προκειμένω, η Επιτροπή προβάλλει, χωρίς να την αντικρούσουν οι προσφεύγουσες, ότι, στην υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας εξέδωσε την απόφαση περί των φορολογικών απαλλαγών, η Ιταλική Δημοκρατία και η AEM Torino, παρά τις επανειλημμένες προτροπές της Επιτροπής, δεν προσκόμισαν στοιχεία σχετικά με την ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει η ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων από την εταιρία αυτή. Ειδικότερα, δεν προσκόμισαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η AEM Torino, λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζει η περίπτωσή της, δεν υπείχε υποχρέωση επιστροφής. Κατά συνέπεια, με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, η Επιτροπή συνήγαγε ότι στην AEM Torino χορηγήθηκαν ενισχύσεις παράνομες και μη συμβατές με την κοινή αγορά και ότι κινήθηκε μεν η διαδικασία ανακτήσεως, αλλά δεν ολοκληρώθηκε.

91      Εξάλλου, σχετικά με τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι η ανάλυση της περιπτώσεώς τους αποτελούσε προαπαιτούμενο της διαταγής ανακτήσεως των προγενέστερων ενισχύσεων, διαπιστώνεται ότι αρμόδια για την ανάλυση αυτή είναι η Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας ανακτήσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει, σχετικά με την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο συστήματος ενισχύσεων, ότι η υποχρέωση του κράτους μέλους να υπολογίζει επακριβώς το ποσό των προς ανάκτηση ενισχύσεων, ιδίως όταν ο υπολογισμός αυτός εξαρτάται από στοιχεία που αυτό δεν προσκόμισε στην Επιτροπή, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχουν αμοιβαίως η Επιτροπή και τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων. Ομοίως, αν το κράτος μέλος αμφιβάλλει ως προς την ταυτότητα των αποδεκτών των διαταγών επιστροφής, μπορεί να θέσει τα προβλήματα αυτά υπόψη της Επιτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2002, C‑382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑5163, σκέψεις 91 και 92). Επομένως, οι προσφεύγουσες θα έπρεπε να επικρίνουν την Ιταλική Δημοκρατία και όχι την Επιτροπή για παράλειψη αναλύσεως της περιπτώσεώς τους.

92      Αντιθέτως, η παράνομη παράλειψη της Ιταλικής Δημοκρατίας να εκπληρώσει τις σχετικές υποχρεώσεις της, παράλειψη που εν προκειμένω επιβεβαιώνεται με την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας, δεν εμποδίζει την Επιτροπή να κρίνει, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, το συμβατό των νέων ενισχύσεων που η Ιταλική Δημοκρατία προτίθεται να χορηγήσει στην ίδια επιχείρηση. Συγκεκριμένα, οποιαδήποτε άλλη λύση θα ευνοούσε τα κράτη μέλη τα οποία, αφού χορήγησαν παράνομες ενισχύσεις, δεν τηρούν την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας, και θα καθιστούσε αναποτελεσματικό το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

93      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράλειψη αξιολογήσεως της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το σωρευτικό αποτέλεσμα των προγενέστερων ενισχύσεων και του επίμαχου μέτρου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

94      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να αποδείξει ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των προγενέστερων παράνομων ενισχύσεων και της νέας ενισχύσεως μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες για τον ανταγωνισμό, καθώς και την υποχρέωσή της να προσδιορίσει την αγορά εντός της οποίας θα μπορούσαν να επέλθουν οι εν λόγω δυσμενείς συνέπειες.

95      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει γιατί δεν είναι δυνατή η καταβολή νέων, κατά τα άλλα συμβατών με την κοινή αγορά, ενισχύσεων, κατά το μέτρο που ενδέχεται να προκαλέσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό λόγω του σωρευτικού αποτελέσματός τους με τις προγενέστερες μη ανακτηθείσες. Οι προσφεύγουσες αποκρούουν την προσπάθεια της Επιτροπής να μεταφέρει σε αυτές το βάρος αποδείξεως του σωρευτικού αποτελέσματος των ενισχύσεων και να επιβάλλει πρόσθετη προϋπόθεση υπαγωγής στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η νομολογία Deggendorf εισάγει, όσον αφορά την έγκριση της ενισχύσεως, νέα τυπική προϋπόθεση, μη προβλεπόμενη στη Συνθήκη ΕΚ και στο παράγωγο δίκαιο και, ως εκ τούτου, παράνομη.

96      Κατά τις προσφεύγουσες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή παρέλειψε την ανάλυση αυτή, επειδή δεν διέθετε όλα τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία. Η αδυναμία της Επιτροπής να προσδιορίσει το ποσό των παρανόμων προγενέστερων ενισχύσεων είναι απόρροια της επιλογής της, στο πλαίσιο της αποφάσεως περί των φορολογικών απαλλαγών, να εκδώσει απόφαση σχετικά με το σύστημα των ενισχύσεων γενικά, αντί να εξετάσει την περίπτωση κάθε μίας από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η απόφαση αυτή. Η Επιτροπή δεν μπορεί, επικαλούμενη τη νομολογία Deggendorf κατά την εξέταση άλλων ενισχύσεων, να προσάψει στους δικαιούχους τυχόν παραλείψεις κατά την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως σε εθνικό επίπεδο.

97      Η Επιτροπή φρονεί ότι, εν προκειμένω, εφάρμοσε ορθώς τη λύση που προκύπτει από τη νομολογία Deggendorf. Ειδικότερα, η Επιτροπή, αναφερόμενη στη νομολογία αυτή, υπενθύμισε τις αμφιβολίες που είχε διατυπώσει με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, σχετικά με τον κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος των προγενέστερων ενισχύσεων και του επίμαχου μέτρου, χωρίς η Ιταλική Δημοκρατία και η AEM Torino να την αντικρούσουν. Η Επιτροπή φρονεί ότι, εφόσον ούτε η Ιταλική Δημοκρατία ούτε η AEM Torino προσκόμισαν στοιχεία περί του αντιθέτου, καλώς στηρίχθηκε στα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και διατηρεί τις αμφιβολίες της σχετικά με τον κίνδυνο που προκύπτει από το σωρευτικό αποτέλεσμα των εν λόγω ενισχύσεων.

98      Κατά την Επιτροπή, από την προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Μαΐου 1997, TWD κατά Επιτροπής (σκέψη 26) προκύπτει ότι η αποτροπή του σωρευτικού αποτελέσματος νέας ενισχύσεως και προγενέστερων παράνομων που δεν έχουν επιστραφεί καταλέγεται στις γενικές προϋποθέσεις εφαρμογής των παρεκκλίσεων που προβλέπει η Συνθήκη όσον αφορά το συμβατό των ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Επομένως, πρέπει να εφαρμοστεί η πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία απόκειται στο κράτος μέλος να προσκομίσει τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου η Επιτροπή να ελέγξει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τις αιτούμενης παρεκκλίσεως.

99      Η Επιτροπή παρατηρεί, ακόμη, ότι, αν η εφαρμογή της λύσεως που προκύπτει από τη νομολογία Deggendorf εξαρτιόταν από το αν τα κράτη μέλη έχουν περατώσει την έρευνά τους και διαβιβάσει στην Επιτροπή τα στοιχεία σχετικά με το ποσό των ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί στις δικαιούχους επιχειρήσεις, το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων θα καθίστατο αναποτελεσματικό, διότι θα «ευνοούνταν» τα κράτη μέλη που δεν τηρούν την υποχρέωση παροχής πληροφοριών και ειλικρινούς συνεργασίας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

100    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το κράτος μέλος που ζητεί να του επιτραπεί να χορηγήσει ενισχύσεις κατά παρέκκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης υπέχει έναντι της Επιτροπής υποχρέωση συνεργασίας, στο πλαίσιο της οποίας οφείλει, μεταξύ άλλων, να παρέχει όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων το όργανο αυτό μπορεί να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αιτούμενης παρεκκλίσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1993, C‑364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑2097, σκέψη 20· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, T‑132/96 και T‑143/96, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3663, σκέψη 140, και προπαρατεθείσα απόφαση Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 129).

101    Τέτοια υποχρέωση έχει και ο δυνητικός δικαιούχος σχεδιαζόμενης ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι, εφόσον η Επιτροπή έχει προβεί, με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σε επαρκή προκαταρκτική ανάλυση των λόγων για τους οποίους είχε αμφιβολίες ως προς το συμβατό των επίμαχων ενισχύσεων με την κοινή αγορά, απόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στον δυνητικό δικαιούχο να προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με την κοινή αγορά, και, ενδεχομένως, να γνωστοποιήσουν ειδικές περιστάσεις σχετικές με την ανάκτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων σε περίπτωση που η Επιτροπή το απαιτήσει (προπαρατεθείσα απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 45· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Νοεμβρίου 2004, T‑176/01, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3931, σκέψεις 93 και 94, και, κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 170).

102    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η υποχρέωση του κράτους μέλους και της δικαιούχου επιχειρήσεως να θέσουν υπόψη της Επιτροπής όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν το συμβατό της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως με την κοινή αγορά δεν ισχύει όσον αφορά το σωρευτικό αποτέλεσμα των προγενέστερων παράνομων και των νέων ενισχύσεων, διότι το κριτήριο αυτό δεν καταλέγεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής των παρεκκλίσεων του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

103    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Καταρχάς, από τη διατύπωση των προπαρατεθεισών αποφάσεων της 15ης Μαΐου 1997, TWD κατά Επιτροπής, και της 13ης Σεπτεμβρίου 1995, TWD κατά Επιτροπής, δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο εισήγαγαν, όσον αφορά τη συμβατότητα κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά, νέα προϋπόθεση, διαφορετική από αυτές του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Αντιθέτως, έκριναν προφανώς ότι η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει το κριτήριο του σωρευτικού αποτελέσματος της εξεταζόμενης νέας ενισχύσεως και των προγενέστερων παράνομων και μη συμβατών με την κοινή αγορά ενισχύσεων, οι οποίες δεν έχουν επιστραφεί, στο πλαίσιο της γενικής υποχρεώσεώς της να εξετάζει το συμβατό της ενισχύσεως με την κοινή αγορά και, συνεπώς, το κριτήριο αυτό αποτελεί απλώς ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 56 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 1995, TWD κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή, όταν εξετάζει το συμβατό κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, του πλαισίου που έχει αξιολογηθεί με προηγούμενη απόφαση, καθώς και των υποχρεώσεων που αυτή η προηγούμενη απόφαση επέβαλε σε κράτος μέλος. Το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη, αφενός, το ενδεχόμενο σωρευτικό αποτέλεσμα των παλαιών ενισχύσεων και των νέων ενισχύσεων και, αφετέρου, το ότι δεν επιστράφηκαν οι παλαιές ενισχύσεις που κηρύχθηκαν παράνομες. Επιπλέον, με τη σκέψη 26 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 15ης Μαΐου 1997 TWD κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το οποίο είναι εφαρμοστέο στις επίδικες αποφάσεις, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να γίνονται σε κοινοτικό πλαίσιο.

104    Επομένως, το κράτος μέλος και η επιχείρηση που είναι δυνητικά δικαιούχος των νέων ενισχύσεων, στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς τους να θέσουν υπόψη της Επιτροπής στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με την κοινή αγορά (βλ. νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 100 ανωτέρω), πρέπει επίσης να αποδείξουν ότι δεν υφίσταται σωρευτικό αποτέλεσμα της νέας ενισχύσεως και των παλαιών παράνομων και μη συμβατών με την κοινή αγορά ενισχύσεων που δεν έχουν επιστραφεί.

105    Μένει να εξεταστεί αν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση που συνάγεται από τη νομολογία αυτή και, ειδικότερα, αν η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88 περιλαμβάνει επαρκή προκαταρκτική ανάλυση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή είχε αμφιβολίες ως προς το συμβατό των επίμαχων ενισχύσεων με την κοινή αγορά.

106    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξήγησε λεπτομερώς, στα σημεία 31 επ. της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, τους λόγους για τους οποίους, κατ’ εφαρμογήν της λύσεως που συνάγεται από τη νομολογία Deggendorf, έθεσε ως προϋπόθεση αποδοχής της συμβατότητας της επίμαχης ενισχύσεως με την κοινή αγορά την προηγούμενη επιστροφή των παράνομων ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στο πλαίσιο του συστήματος των φορολογικών απαλλαγών.

107    Ειδικότερα, με τα σημεία 35 και 37 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ιταλικές αρχές δεν ήταν σε θέση να αναφέρουν τα ποσά που η AEM Torino οφείλει να επιστρέψει και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν δύναται να εκτιμήσει το σωρευτικό αποτέλεσμα των παλαιών ενισχύσεων και της νέας, και τις στρεβλώσεις που ενδεχομένως θα προκληθούν στον ανταγωνισμό.

108    Επομένως, η Ιταλική Δημοκρατία και η AEM Torino όφειλαν, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, να θέσουν υπόψη της Επιτροπής στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν υφίσταται σωρευτικό αποτέλεσμα των παλαιών ενισχύσεων και του επίμαχου μέτρου και ότι δεν θα προκληθούν, ως εκ τούτου, στρεβλώσεις στην κοινή αγορά. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις των προσφευγουσών κατά της Επιτροπής ότι δεν απέδειξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που θα είχε στον ανταγωνισμό το σωρευτικό αποτέλεσμα των παλαιών παράνομων ενισχύσεων και του επίμαχου μέτρου, διότι, λόγω της παντελούς ελλείψεως συνεργασίας της Ιταλικής Δημοκρατίας και των προσφευγουσών, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αναζητήσει στοιχεία που να αποδεικνύουν τέτοιες επιπτώσεις.

109    Όσον αφορά την αιτίαση των προσφευγουσών κατά της Επιτροπής ότι δεν προέβη σε ανάλυση της αγοράς, υπενθυμίζεται ότι αρκεί να αποδεικνύει η Επιτροπή ότι οι επίμαχες ενισχύσεις μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, χωρίς να απαιτείται, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, να προσδιορίσει την οικεία αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 13, σκέψεις 9 έως 12, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως 607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T‑23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2319, σκέψη 95).

110    Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, επειδή οι ιταλικές αρχές και η AEM Torino ως δυνητικός δικαιούχος του επίμαχου μέτρου, δεν συνεργάστηκαν με την Επιτροπή, δεν μπόρεσε αυτή να εκτιμήσει το σωρευτικό αποτέλεσμα των παλαιών παράνομων ενισχύσεων και της νέας ενισχύσεως, καθώς και το ενδεχόμενο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού. Πάντως, σύμφωνα με τη συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 100 και 101 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν, επικαλούμενες τη μη συμμόρφωση της Ιταλικής Δημοκρατίας προς την υποχρέωσή της να θέσει υπόψη της Επιτροπής όλα τα απαραίτητα για την εκτίμηση αυτή στοιχεία ή, ακόμη, την εκ μέρους τους έλλειψη συνεργασίας, να προσάψουν στην Επιτροπή ότι δεν προσδιόρισε ή δεν ανέλυσε τη συγκεκριμένη αγορά, πράγμα που δεν θα ήταν απαραίτητο αν είχε προηγηθεί η εν λόγω εκτίμηση.

111    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέο το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

112    Κατόπιν της απορρίψεως όλων των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, επιβάλλεται η απόρριψη της προσφυγής συνολικά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

113    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Iride SpA και Iride Energia SpA στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Φεβρουαρίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.