Language of document : ECLI:EU:T:2009:236

Υπόθεση T-24/07

ThyssenKrupp Stainless AG

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επίπεδα προϊόντα από ανοξείδωτο χάλυβα – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Προσαύξηση της τιμής του κράματος – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Δεδικασμένο – Δικαιώματα άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Παραγραφή – Αρχή non in idem – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Πράξεις των οργάνων – Επιλογή της νομικής βάσεως – Κοινοτική νομοθεσία – Απαίτηση σαφήνειας και προβλεψιμότητας – Ρητή αναφορά της νομικής βάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 23 § 2)

2.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμπράξεις που εμπίπτουν ratione materiae και ratione temporis στο νομικό καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ – Λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 23 § 2)

3.      Πράξεις των οργάνων – Διαχρονική εφαρμογή – Διαδικαστικοί κανόνες – Ουσιαστικοί κανόνες – Διάκριση – Αναδρομική εφαρμογή ουσιαστικού κανόνα – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 65 § 1 ΑΧ· άρθρο 305 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 1 και 23 § 2)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Έκταση – Απόλυτο δεδικασμένο – Έκταση

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση της Επιτροπής για την ίδια επιχείρηση και την ίδια παράβαση προγενέστερης αποφάσεως μερικώς ακυρωθείσας

(Άρθρο 233 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή σε θέματα διώξεως – Καταλογισμός της παραβάσεως σε άλλο νομικό πρόσωπο πλην του υπευθύνου για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25 §§ 1 και 2· γενική απόφαση 715/78, άρθρα 1 § 1 και 2)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρο 233 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Υποχρέωση παροχής προσβάσεως στο σύνολο του φακέλου

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 2005/C 325/07, σημεία 18, 19 και 23)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντιστάθμισμα για τη συνεργασία της κατηγορούμενης επιχειρήσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση της Επιτροπής 96/C 207/04, τίτλος Δ)

1.      Στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης, τα όργανα διαθέτουν μόνον κατά παραχώρηση αρμοδιότητες. Για τον λόγο αυτό, οι κοινοτικές πράξεις παραθέτουν στο προοίμιό τους τη νομική βάση που εξουσιοδοτεί το κοινοτικό όργανο να ενεργήσει στον οικείο τομέα. Η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως ενέχει σπουδαιότητα συνταγματικού χαρακτήρα.

Επιπλέον, είναι αναγκαίο η κοινοτική νομοθεσία να είναι σαφής και οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να προβλέψουν την εφαρμογή της. Σύμφωνα με αυτή την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η δεσμευτικότητα κάθε πράξεως που προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα πρέπει να απορρέει από διάταξη του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να αναφέρεται ρητώς ως νομική της βάση και η οποία προβλέπει τη μορφή την οποία πρέπει να περιβληθεί η πράξη αυτή.

Περαιτέρω, μια κύρωση, έστω και μη ποινική, μπορεί να επιβληθεί μόνον αν στηρίζεται σε σαφή και μη αμφίσημη νομική βάση.

Τέλος, η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση πράξεως και νομιμοποιεί το κοινοτικό όργανο για την έκδοση της εν λόγω πράξεως πρέπει να ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεώς της.

Η απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και επιβάλλει πρόστιμο στην προσφεύγουσα βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, όσον αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως, και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, όσον αφορά την επιβολή του προστίμου, εξαιρουμένου του άρθρου 65 ΑΧ. Η απόφαση αυτή μπορεί, περαιτέρω, να αναφέρεται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, ήτοι στην ουσιαστική διάταξη που απευθύνεται στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων και απαγορεύει ορισμένων ειδών αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά. Μπορεί επίσης να αναφέρεται στη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ, στο πλαίσιο του ζητήματος της εφαρμογής της αρχής του lex mitior, με σκοπό να δικαιολογήσει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και όχι του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 για την επιμέτρηση του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 64, 69-70, 74, 160, 163, 168)

2.      Αν η μετάβαση από το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ επέφερε, από 24ης Ιουλίου 2002, τροποποίηση της νομικής βάσεως, της διαδικασίας και των εφαρμοστέων ουσιαστικών κανόνων, η τροποποίηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της ενότητας και της συνέχειας της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών της. Συναφώς, η καθιέρωση και διατήρηση ενός καθεστώτος ελεύθερου ανταγωνισμού, εντός του οποίου εξασφαλίζονται οι συνήθεις κανόνες ανταγωνισμού και στο οποίο στηρίζονται ιδίως οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων, αποτελεί έναν από τους κύριους σκοπούς τόσο της Συνθήκης ΕΚ, όσο και της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι οι κανόνες των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ που διέπουν τον τομέα των συμπράξεων διαφέρουν σε κάποιο βαθμό, επισημαίνεται ότι οι έννοιες της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής κατά το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ συμπίπτουν με τις αντίστοιχες έννοιες του άρθρου 81 ΕΚ και ότι οι δύο αυτές διατάξεις τυγχάνουν της ίδιας ερμηνείας από τον κοινοτικό δικαστή. Συγκεκριμένα, ο σκοπός περί μη νοθεύσεως του ανταγωνισμού στους τομείς που αρχικώς ενέπιπταν στην κοινή αγορά χάλυβα και άνθρακα δεν παραβλάπτεται λόγω της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, καθόσον εξακολουθεί να επιδιώκεται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ από το ίδιο όργανο, την Επιτροπή, διοικητική αρχή αρμόδια για την εφαρμογή και την ανάπτυξη της πολιτικής ανταγωνισμού προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας.

Η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών που πρυτανεύουν κατά τη λειτουργία της απαιτεί, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, και στο δικό της διαδικαστικό πλαίσιο, να εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έναντι των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που ήταν επιβεβλημένες eo tempore τόσο στα κράτη μέλη όσο και στους ιδιώτες δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΧ και των κανόνων που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της εν λόγω Συνθήκης. Η απαίτηση αυτή είναι επιβεβλημένη κατά μείζονα λόγο εφόσον η στρέβλωση του ανταγωνισμού που απορρέει από τη μη τήρηση των κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις μπορεί να επεκτείνει τα αποτελέσματά της, από χρονικής απόψεως, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ.

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, ο κανονισμός 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης και, ειδικότερα, τα άρθρα του 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει, μετά τις 23 Ιουλίου 2002, την ύπαρξη συμπράξεων σε τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ ratione materiae και ratione temporis και να επιβάλει κυρώσεις, ακόμη και αν οι προαναφερθείσες διατάξεις του κανονισμού αυτού δεν περιέχουν ρητή αναφορά στο άρθρο 65 ΑΧ.

(βλ. σκέψεις 80-84)

3.      Ναι μεν γίνεται εν γένει δεκτό ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή εφ’ όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των κανόνων αυτών, πλην όμως δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, οι τελευταίοι αυτοί κανόνες, προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να ερμηνεύονται ως έχοντες εφαρμογή επί καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωρισθεί αναδρομική ισχύς.

Υπό το πρίσμα αυτό, η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και οι αφορώσες τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτήσεις επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ επί των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους ratione materiae και ratione temporis. Το γεγονός ότι, λόγω της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το επίμαχο κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι πλέον σε ισχύ κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκτιμάται η πραγματική κατάσταση δεν μεταβάλλει την ως άνω διαπίστωση, εφόσον η εκτίμηση αυτή αφορά μια νομική κατάσταση που έχει οριστικώς διαμορφωθεί σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν εφαρμοστέες οι ουσιαστικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής που εκδόθηκε μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, κατόπιν διαδικασίας διεξαχθείσας σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, δεδομένου ότι οι διατάξεις σχετικά με τη νομική βάση και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε έως την έκδοση της αποφάσεως εμπίπτουν στους διαδικαστικούς κανόνες, εφαρμοστέοι κανόνες είναι οι κανόνες που περιέχει ο κανονισμός 1/2003.

Το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 το οποίο νομιμοποιεί την Επιτροπή να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων που ενήργησαν κατά παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν καθιερώνει ουσιαστικό κανόνα ο οποίος, εξ ορισμού, δεν σκοπεί στην εξασφάλιση νομικής βάσεως για πράξεις της Επιτροπής.

Περαιτέρω, όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, οσάκις η εν λόγω απόφαση αφορά μια νομική κατάσταση που διαμορφώθηκε οριστικώς προ της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ελλείψει οποιουδήποτε αναδρομικού αποτελέσματος του ουσιαστικού δικαίου ανταγωνισμού που ίσχυε από 24ης Ιουλίου 2002, το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ αποτελεί τον ισχύοντα ουσιαστικό κανόνα, υπενθυμίζεται δε ότι, από τη φύση της Συνθήκης ΕΚ ως lex generalis σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, που καθιερώνεται στο άρθρο 305 ΕΚ, προκύπτει ακριβώς ότι το ειδικό καθεστώς που απορρέει από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και από τους κανόνες που θεσπίσθηκαν προς εφαρμογή της είναι, δυνάμει της αρχής lex specialis derogat legi generali, το μοναδικό εφαρμοστέο καθεστώς που διέπει καταστάσεις οι οποίες έχουν διαμορφωθεί προ της 24ης Ιουλίου 2002.

(βλ. σκέψεις 85-89, 165)

4.      Το ζήτημα σχετικά με το απόλυτο δεδικασμένο είναι δημοσίας τάξεως και ο δικαστής πρέπει, ως εκ τούτου, να το εξετάζει αυτεπαγγέλτως.

Η αρχή του ουσιαστικού δεδικασμένου έχει ουσιώδη σημασία τόσο στην κοινοτική έννομη τάξη όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις. Πράγματι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, μετά την εξάντληση των προβλεπομένων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση αυτών των ενδίκων μέσων.

Το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία πράγματι ή κατ’ ανάγκη επιλύθηκαν με την οικεία δικαστική απόφαση. Δεν καλύπτει μόνον το διατακτικό των ακυρωτικών αποφάσεων, αλλά εκτείνεται και στο σκεπτικό των αποφάσεων αυτών που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο.

Οσάκις, κατόπιν μερικής ακυρώσεως αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους επιχειρήσεως για τον λόγο ότι η Επιτροπή, μολονότι έχει κατ’ εξαίρεση δικαίωμα να καταλογίσει σε μια επιχείρηση, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής δηλώσεώς της, την ευθύνη για τη συμπεριφορά που προσάπτεται σε άλλη επιχείρηση, δεν σεβάστηκε τα σχετικά δικαιώματα άμυνας της εν λόγω επιχειρήσεως διότι δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της συμπεριφοράς αυτής, ο κοινοτικός δικαστής καλείται, στο πλαίσιο της δεύτερης προσφυγής, να αποφανθεί επί της νομιμότητας της πράξεως η οποία αντικαθιστά την απόφαση εν μέρει, το νομικό ζήτημα σχετικά με το κύρος της δηλώσεως ως νομικής βάσεως του καταλογισμού ευθύνης στην προσφεύγουσα για τις ενέργειες της δεύτερης επιχειρήσεως στην πρώτη και την παρεπόμενη κύρωση που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα έχει ήδη εξεταστεί και επιλυθεί από τον κοινοτικό δικαστή, οπότε καλύπτεται από το δεδικασμένο, μολονότι το γεγονός ότι η δεύτερη προσφυγή αφορά πράξη τυπικώς διαφορετική από την πρώτη απόφαση.

(βλ. σκέψεις 94, 112-113, 139-140, 143-144)

5.      Η θεμελιώδης αρχή του κοινοτικού δικαίου non in idem, η οποία άλλωστε καθιερώθηκε με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, απαγορεύει, στον τομέα του ανταγωνισμού, την καταδίκη επιχειρήσεως ή την εκ νέου δίωξή της για αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά για την οποία της έχει ήδη επιβληθεί κύρωση ή για την οποία έχει κριθεί ως μη έχουσα ευθύνη με προγενέστερη απόφαση η οποία δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί. Η εφαρμογή της αρχής non in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος.

Οσάκις ο κοινοτικός δικαστής κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της δηλώσεως επιχειρήσεως που αναλαμβάνει ευθύνη για συμπεριφορά άλλης επιχειρήσεως, η Επιτροπή έχει κατ’ εξαίρεση δικαίωμα να καταλογίσει στην πρώτη επιχείρηση την ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της δεύτερης και, ακολούθως, αφού επισημάνει την ύπαρξη πλημμελούς διαδικασίας όσον αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της πρώτης επιχειρήσεως, ακυρώνει την απόφαση στο μέτρο που καταλόγιζε σ’ αυτήν την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η δεύτερη επιχείρηση και, κατά συνέπεια, μειώνει το πρόστιμο αυτής σε σχέση με το ποσό του προστίμου που της είχε επιβληθεί λόγω της παραβάσεως της δεύτερης επιχειρήσεως και καθορίζει σε ορισμένο ποσό το τελικό ποσό προστίμου που επιβλήθηκε στην πρώτη επιχείρηση για τη δική της αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, στην Επιτροπή απόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ, να θεραπεύσει την παρανομία που διαπίστωσε ο κοινοτικός δικαστής. Η Επιτροπή μπορεί, επίσης, ορθώς να εκδώσει απόφαση με μοναδικό σκοπό, μετά τη θεραπεία της διαδικαστικής πλημμέλειας, να καταλογιστεί στην πρώτη επιχείρηση, βάσει της προαναφερθείσας δηλώσεως, η ευθύνη για την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους της δεύτερης επιχειρήσεως και να της επιβληθεί πρόστιμο. Μια τέτοια απόφαση επ’ ουδενί αποτελεί δεύτερη καταδίκη για την παραβατική συμπεριφορά της πρώτης επιχειρήσεως για την οποία έχει ήδη επιβληθεί κύρωση με την πρώτη απόφαση.

Περαιτέρω, η ανάληψη της ευθύνης με την εν λόγω δήλωση δεν μετατρέπει τις δύο παραβάσεις που διέπραξαν οι επιχειρήσεις σε μία και μόνον παράβαση. Εξάλλου, στο μέτρο που αφορά εκ νέου και αποκλειστικώς τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες της δεύτερης επιχειρήσεως, μια τέτοια απόφαση δεν παραβιάζει περαιτέρω την αρχή non in idem. Τέλος, η αρχή non in idem δεν εμποδίζει, αφ’ εαυτής, την επανάληψη των διώξεων που έχουν ως αντικείμενο την ίδια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, όταν η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας για τα προσαπτόμενα περιστατικά, αφού η ακυρωτική απόφαση δεν ισχύει ως «αθώωση» κατά την έννοια που προσδίδεται στον όρο αυτό στον κατασταλτικό τομέα. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι κυρώσεις που επιβάλλονται με νέα απόφαση δεν προστίθενται στις επιβληθείσες με την ακυρωθείσα απόφαση, αλλά τις αντικαθιστούν.

(βλ. σκέψεις 141, 178-179, 183-190)

6.      Μολονότι απόκειται, καταρχήν, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαχειριζόταν την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο τελέσεως της παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού να απαντήσει σε αυτή, ακόμη και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της διαπιστώνουσας παράβαση αποφάσεως, η εκμετάλλευση της επιχειρήσεως τέθηκε υπό την ευθύνη άλλου προσώπου, κατ' εξαίρεση η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει οσάκις το πρόσωπο υπό την ευθύνη του οποίου έχει πλέον τεθεί η εκμετάλλευση της επιχειρήσεως δηλώνει ότι ευθύνεται για τις κατηγορίες εναντίον της προκατόχου της επιχειρήσεως. Το πρόσωπο υπό την ευθύνη του οποίου έχει πλέον τεθεί η εκμετάλλευση της επιχειρήσεως θεωρείται, από νομικής απόψεως, υπεύθυνο για τη διάπραξη της επίμαχης παραβάσεως. Στο πρόσωπο αυτό και μόνον απόκειται να απαντήσει στην παράβαση που του καταλογίζεται νομικώς, λαμβανομένης υπόψη της δηλώσεώς του. Υπό τις συνθήκες αυτές, για να εξεταστεί αν μια απόφαση της Επιτροπής με την οποία καταδικάστηκε επιχείρηση η οποία πραγματοποίησε τέτοια δήλωση εκδόθηκε τηρουμένων των κανόνων παραγραφής, πρέπει να εξακριβωθεί αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή είχε ακόμη δικαίωμα να επιβάλει στην επιχείρηση αυτή πρόστιμο στην επιχείρηση αυτή, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία αν η κύρωση θα μπορούσε να επιβληθεί στον «νομικό προκάτοχο» της επιχειρήσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 200, 202-203, 207-208)

7.      Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπον αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επικρίνει η Επιτροπή. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε μια διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων προϋποθέτει ότι δόθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων η ευκαιρία να εκφέρουν, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, λυσιτελώς τη γνώμη τους επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή, καθώς και επί της επιρροής που ασκούν. Η απαίτηση αυτή ικανοποιείται οσάκις η απόφαση δεν περιέχει κατηγορίες κατά των ενδιαφερομένων για παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που περιέχονται στην έκθεση των αιτιάσεων και λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά περί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις. Εντεύθεν προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη μόνον τις αιτιάσεις για τις οποίες οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους.

Μόνον τα έγγραφα που παρατέθηκαν ή αναφέρθηκαν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελούν, καταρχήν, αποδεικτικά μέσα δυνάμενα να αντιταχθούν στον αποδέκτη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

Στο πλαίσιο εκτελέσεως αποφάσεως διαπιστώνουσας την ύπαρξη πλημμελούς διαδικασίας λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και ακυρώνουσας απόφαση της Επιτροπής στο μέτρο που καταλογίζει στην επιχείρηση την ευθύνη παραβάσεως η οποία διαπράχθηκε από άλλη επιχείρηση, η Επιτροπή έχει μία και μόνον υποχρέωση, βάσει του άρθρου 233 ΕΚ, να άρει τη διαπιστωθείσα παρανομία με την πράξη που πρόκειται να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα πράξη. Η διαδικασία αντικαταστάσεως της ακυρωθείσας πράξεως πρέπει καταρχήν να επαναλαμβάνεται από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συντελέστηκε η παρανομία. Στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή μπορεί, συνεπώς, να απευθύνει νέα ανακοίνωση αιτιάσεων στην επιχείρηση της οποίας τα δικαιώματα άμυνας προσεβλήθησαν και, λαμβανομένης υπόψη της ταυτότητας των πραγματικών και νομικών στοιχείων σε σχέση με την αρχική διαδικασία, να περιλάβει σε παράρτημα την παλαιά ανακοίνωση των αιτιάσεων με τα παραρτήματά της.

(βλ. σκέψεις 225, 228, 230-233, 235 )

8.      Η ανακοίνωση περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 EΚ και 82 EΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 διευκρινίζει ότι ο φάκελος της Επιτροπής μπορεί να περιέχει έγγραφα στα οποία επιτρέπεται ή απαγορεύεται η πρόσβαση, στα δε τελευταία από αυτά εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, έγγραφα που περιλαμβάνουν δύο κατηγορίες πληροφοριών, ήτοι τα επιχειρηματικά απόρρητα και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες, η πρόσβαση στα οποία μπορεί να περιοριστεί εν μέρει ή εν όλω και τα οποία καθορίζονται με τα σημεία 18 και 19 της εν λόγω ανακοινώσεως. Κατά την τελευταία περίοδο του σημείου 23 της εν λόγω ανακοινώσεως, «η Επιτροπή θεωρεί κατά κανόνα ότι οι πληροφορίες που αφορούν τον κύκλο εργασιών, τις πωλήσεις, τα μερίδια αγοράς των μερών και άλλα παρεμφερή στοιχεία παλαιότερα της πενταετίας δεν είναι πλέον εμπιστευτικά». Οι όροι «κατά κανόνα» και «θεωρεί» που χρησιμοποιούνται στην περίοδο αυτή αποκλείουν οποιονδήποτε αυτόματο χαρακτηρισμό ενός εγγράφου παλαιότερου της πενταετίας. Η άρνηση της Επιτροπής να παράσχει πρόσβαση στον φάκελο υποθέσεως δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί αδικαιολόγητη για τον λόγο και μόνον ότι επρόκειτο για έγγραφο το οποίο είχε συνταχθεί πριν από τουλάχιστον μια δεκαετία και είχε, εξ αυτού του λόγου, απολέσει τον υποτιθέμενο εμπιστευτικό χαρακτήρα του.

(βλ. σκέψεις 257-260, 270)

9.      Για να χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις του 1996, η συμπεριφορά επιχειρήσεως πρέπει να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής το οποίο συνίσταται στη διαπίστωση και την καταστολή των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων, στη δε Επιτροπή απόκειται να εκτιμά, σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, αν η συμπεριφορά αυτή όντως της διευκόλυνε το έργο. Περαιτέρω, μείωση δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον όταν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα παρασχεθέντα πληροφοριακά στοιχεία και, γενικότερα, η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως αποδεικνύουν ένα πραγματικό πνεύμα συνεργασίας εκ μέρους της.

Η συμπεριφορά επιχειρήσεως η οποία, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, αμφισβητεί σθεναρά την περίπτωση να εφαρμόσει η Επιτροπή τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού και να της καταλογίσει ευθύνη για την παράβαση των εν λόγω κανόνων, ενώ συγχρόνως προσθέτει μια δήλωση που υποτίθεται ότι αποδείκνυε τη συνεργασία της, η οποία όμως στην πραγματικότητα είναι εγγενώς διφορούμενη και παραπλανητική, καταδεικνύει στρατηγική αποβλέπουσα στην επίτευξη αντικρουόμενων στόχων και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνύουσα πραγματικό πνεύμα συνεργασίας εκ μέρους της.

(βλ. σκέψεις 309, 311-313)