Language of document : ECLI:EU:C:2015:33

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 22ας Ιανουαρίου 2015 (1)

Υπόθεση C‑519/13

Alpha Bank Cyprus Ltd

κατά

Senh Dau Si,

Alpha Panareti Public Ltd,

Susan Towson,

Stewart Cresswell,

Gillian Cresswell,

Julie Gaskell,

Peter Gaskell,

Richard Wernham,

Tracy Wernham,

Joanne Zorani,

Richard Simpson

(αίτηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 — ΄Αρθρο 8 — Άρνηση παραλαβής της πράξεως — Υποχρέωση επιδόσεως της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα II του κανονισμού και αποσκοπεί στην ενημέρωση του παραλήπτη για το δικαίωμά του να αρνηθεί την παραλαβή μιας πράξεως — Κύρος της επιδόσεως σε περίπτωση μη χρησιμοποιήσεως της έντυπης βεβαιώσεως — Δυνατότητα μεταγενέστερης επιδόσεως μέσω του δικηγόρου του παραλήπτη»





I –    Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο επτά διαφορών σχετικά με το υπόλοιπο ενυποθήκου δανείου μεταξύ, αφενός μεν, της Alpha Bank Cyprus Ltd (στο εξής: Alpha Bank), εταιρίας η οποία ασκεί τραπεζικές δραστηριότητες, αφετέρου δε, αγοραστών ακινήτων καθώς και της Alpha Panareti Public Ltd, άλλης εταιρίας, η οποία εγγυήθηκε το δάνειο αυτό (2).

2.        Η υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8 του κανονισμού (EΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (3).

3.        Το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άρνηση παραλαβής της πράξης», ορίζει ότι ο παραλήπτης μιας πράξεως μπορεί να ενημερωθεί «μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα II [του κανονισμού]», ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως της πράξεως αυτής εφόσον αυτή δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε συγκεκριμένη γλώσσα.

4.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, μεταξύ άλλων, τον υποχρεωτικό ή όχι χαρακτήρα της εν λόγω έντυπης βεβαιώσεως και τις συνέπειες που έχει η μη χρησιμοποίησή της για την επίδοση ή την κοινοποίηση μιας πράξεως.

II – Ο κανονισμός 1393/2007

5.        Το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άρνηση παραλαβής της πράξης», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις ακόλουθες γλώσσες:

α)       σε γλώσσα την οποία ο παραλήπτης κατανοεί, ή

β)       στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση.

2.      Εάν η υπηρεσία παραλαβής πληροφορηθεί ότι ο παραλήπτης αρνείται να παραλάβει την πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10, και επιστρέφει την αίτηση και τις πράξεις των οποίων ζητείται η μετάφραση.

3.      Εάν ο παραλήπτης αρνήθηκε να παραλάβει την πράξη βάσει της παραγράφου 1, τούτο μπορεί να θεραπευθεί μέσω της επίδοσης και κοινοποίησης στον παραλήπτη, βάσει του παρόντος κανονισμού, της πράξης συνοδευόμενης από μετάφραση σε μια από τις γλώσσες που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Στην περίπτωση αυτή, η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της πράξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη, συνοδευόμενη από μετάφραση, επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής. Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του πρωτοτύπου της πράξης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

[…]»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

6.        Οι εφεσίβλητοι στις επτά εφέσεις ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι, αφενός μεν, αγοραστές ακινήτων εγκατεστημένοι στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και, αφετέρου, ο πωλητής των ακινήτων αυτών, δηλαδή η Alpha Panareti Public Ltd (4). Τα ακίνητα αγοράσθηκαν μέσω ενυποθήκου δανείου που χορήγησε η Alpha Bank, η οποία ενήγαγε, ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων, απαιτώντας την πληρωμή του υπολοίπου του ενυποθήκου δανείου, τους αγοραστές καθώς και τον πωλητή, δηλαδή την Alpha Panareti Public Ltd, η οποία εγγυήθηκε το δάνειο.

7.        Δεδομένου ότι οι αγοραστές (5) είχαν τη μόνιμη διαμονή τους στην αλλοδαπή, η Alpha Bank εξασφάλισε, κατόπιν αιτήσεως ex parte (6), στο πλαίσιο κάθε πρωτόδικης αγωγής, την έκδοση διατάγματος με την οποία επιτρεπόταν η επίδοση, εκτός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, επικυρωμένου αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής (εισαγωγικού της δίκης εγγράφου) (7) και της ειδοποιήσεως που επισυνάφθηκε σ’ αυτό (8) καθώς και της μεταφράσεώς τους (στο εξής: επίδικο διάταγμα). Κάθε ένα από τα ως άνω επίδικα διατάγματα προέβλεπε, άλλωστε, ότι η επίδοση των εν λόγω εγγράφων θα ελάμβανε χώρα σύμφωνα με τους κανόνες του κανονισμού 1393/2007.

8.        Σε έκαστο των αγοραστών στην Αγγλία επιδόθηκαν τα ακόλουθα έγγραφα:

–        επικυρωμένο αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος (εισαγωγικού της δίκης εγγράφου) και της συνημμένης σε αυτό «ειδοποιήσεως», στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα·

–        επικυρωμένο αντίγραφο του επίδικου διατάγματος μόνο στην ελληνική γλώσσα και

–        επικυρωμένο αντίγραφο της ένορκης δήλωσης της μεταφράστριας ότι η μετάφραση αποδίδει πιστά τα πρωτότυπα έγγραφα.

9.        Οι εφεσίβλητοι σε εκάστη των επτά διαφορών δήλωσαν πρωτοδίκως ότι θα εμφανίζονταν υπό διαμαρτυρία και ζήτησαν την ακύρωση ή την κήρυξη των επίδικων διαταγμάτων, όπως και της επιδόσεώς τους, ανισχύρων. Υποστήριξαν ότι, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1393/2007 και των κυπριακών Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, έπρεπε να τους έχουν επιδοθεί και άλλα έγγραφα, ειδικότερα δε, για κάθε αγωγή, τα εξής:

–        αντίγραφο της αιτήσεως ex parte·

–        αγγλική μετάφραση του επίδικου διατάγματος·

–        έντυπη βεβαίωση που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1393/2007, σύμφωνα με το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, και

–        επεξηγηματική επιστολή των εγγράφων που θα επιδίδονταν.

10.      Ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η Alpha Bank ισχυρίσθηκε ότι, εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν λάβει γνώση της ασκήσεως της αγωγής και του αντικειμένου της καθώς και του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη μέτρων από μέρους τους, κωλύονταν να προβάλουν την παρατυπία της επιδόσεως. Για την Alpha Bank, τα αιτήματα των εφεσιβλήτων περί κηρύξεως της επιδόσεως ανίσχυρης συνιστούν προσπάθεια εκ μέρους τους να αποφύγουν την επίδοση.

11.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τα ως άνω αιτήματα σε εκάστη εκ των εν λόγω επτά διαφορών. Έκρινε ότι η παράλειψη επιδόσεως όλων των αναγκαίων εγγράφων και των μεταφράσεων στην αγγλική, ιδίως της μεταφράσεως των επίδικων διαταγμάτων, συνιστούσε παράβαση των κυπριακών Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας καθώς και του κανονισμού 1393/2007, στο μέτρο που στερούσε τον παραλήπτη των εγγράφων της δυνατότητας να λάβει γνώση του περιεχομένου τους. Έκρινε επίσης ότι συνέτρεχε παράβαση του κανονισμού αυτού, καθόσον δεν επιδόθηκε στους εφεσιβλήτους η έντυπη βεβαίωση που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του ιδίου κανονισμού, η οποία θα τους ενημέρωνε για το δικαίωμά τους να αρνηθούν την παραλαβή των επίδικων διαταγμάτων στην ελληνική γλώσσα, εάν αυτές δεν συνοδεύονταν από την απαιτούμενη αγγλική μετάφραση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κήρυξε, επί τη βάσει των ανωτέρω, άκυρη την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος (εισαγωγικού της δίκης εγγράφου) και τη συνημμένη σε αυτό «ειδοποίηση» καθώς και την επίδικη διάταξη σε εκάστη των διαφορών αυτών.

12.      Η Alpha Bank άσκησε έφεση κατά εκάστης των επτά αποφάσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

13.      Με χωριστή απόφαση, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι το τμήμα εκάστης των επτά πρωτόδικων αποφάσεων που κήρυσσε άκυρη την επίδοση για λόγους αναγόμενους σε παραβιάσεις του εθνικού δικαίου εκδόθηκε κατά πλημμελή εφαρμογή του δικαίου, στο μέτρο που, υπό τις συνθήκες των επίμαχων διαφορών της κύριας δίκης, κάθε παράλειψη θα μπορούσε να θεραπευθεί, σύμφωνα με το πνεύμα του κανονισμού 1393/2007. Κατά το δικαστήριο αυτό, «[π]αρά τα πολλαπλά προβλήματα που εντοπίστηκαν στον τρόπο με τον οποίο έγινε η επίδοση, δεν προκύπτει, από τα έγγραφα που απεστάλησαν για επίδοση, πραγματική παραπλάνηση των εφεσιβλήτων, αφού αυτοί εμφανίστηκαν εμπροθέσμως ενώπιον του δικαστηρίου. Πέραν τούτου, οι εφεσίβλητοι δεν προσδιόρισαν τη φύση της κατ’ ισχυρισμό παραπλανήσεώς τους, ούτε, όπερ πλέον σημαντικό, τις επιπτώσεις που είχε γι’ αυτούς οποιαδήποτε πιθανή παραπλάνηση».

14.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν θα εκήρυσσε άκυρη την επίδοση, εκτός εάν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήθελε κρίνει ότι η επίδοση μέσω της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1393/2007 ήταν αναγκαία σε κάθε περίπτωση επιδόσεως εγγράφων επί τη βάσει του εν λόγω κανονισμού και ότι η τυχόν παράλειψη επιδόσεως της βεβαιώσεως αυτής δεν είναι θεραπεύσιμη και επάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως.

15.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Κατά πόσον η επίδοση της τυποποιημένης βεβαίωσης δυνάμει του κανονισμού 1393/2007 είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση ή κατά πόσο μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις;

2)      Αν κριθεί ότι η επίδοση είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση, κατά πόσον η παράλειψη στην προκειμένη περίπτωση συνιστά λόγο ακυρότητας της επίδοσης;

3)      Αν όχι, κατά πόσο μπορεί να γίνει, σύμφωνα με το πνεύμα του κανονισμού 1393/2007, με επίδοση στον δικηγόρο των υπό διαμαρτυρία εμφανιζομένων εφεσιβλήτων, ο οποίος έχει αντίστοιχη υποχρέωση εκ μέρους των πελατών του να την παραλάβει, ή κατά πόσον η επίδοση θα πρέπει να γίνει με νέα επίδοση δυνάμει της διαδικασίας που προβλέπεται στον κανονισμό 1393/2007;»

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

16.      H Alpha Bank, οι εφεσίβλητοι, η Κυπριακή, η Γερμανική, η Ελληνική, η Ισπανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. H Alpha Bank, οι εφεσίβλητοι, η Κυπριακή, η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή διατύπωσαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Νοεμβρίου 2014.

V –    Ανάλυση

 Α       Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

1.      Tα επιχειρήματα των διαδίκων

17.      Mε το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8 του κανονισμού 1393/2007 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υπηρεσία παραλαβής (9) πρέπει να χρησιμοποιεί συστηματικά την έντυπη βεβαίωση που εμφαίνεται στο παράρτημα II του κανονισμού αυτού κατά την επίδοση ή την κοινοποίηση στον παραλήπτη της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως.

18.      Οι εφεσίβλητοι θεωρούν ότι ο κανονισμός 1393/2007 δεν περιέχει καμία εξαίρεση από το δικαίωμα παραλαβής της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ αυτού. Επισημαίνουν ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνειδητά προέβλεψε το εν λόγω έντυπο, προκειμένου να διασφαλίσει και να προστατεύσει τα θεμελιώδη δικαιώματα των παραληπτών για ενημέρωση και δίκαιη δίκη. Αντιθέτως, η Alpha Bank φρονεί ότι η επίμαχη έντυπη βεβαίωση δεν έχει καμία χρησιμότητα όταν το κλητήριο εντάλματος (εισαγωγικό της δίκης έγγραφο) έχει μεταφραστεί στη γλώσσα της υπηρεσίας παραλαβής.

19.      Η Ελληνική Κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι ούτε το άρθρο 8 ούτε κανένα άλλο άρθρο του κανονισμού 1393/2007 προβλέπουν εξαίρεση η οποία να παρέχει στην υπηρεσία παραλαβής τη δυνατότητα να απαλλαγεί από τη χρησιμοποίηση της έντυπης βεβαιώσεως την οποία επιβάλλει το άρθρο 8, παράγραφος 1, αυτού. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, το γράμμα του κανονισμού 1393/2007 αίρει κάθε αμφιβολία. Πράγματι, το άρθρο 8 επιβάλλει να πραγματοποιείται η ενημέρωση την οποία προβλέπει μέσω της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Η Αυστριακή Κυβέρνηση είναι επίσης της γνώμης ότι η επίδοση της έντυπης βεβαιώσεως απαιτείται σε κάθε περίπτωση.

20.      Κατά την Κυπριακή Κυβέρνηση, μολονότι, a priori, η χρησιμοποίηση της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα II του κανονισμού 1393/2007 είναι υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση επιδόσεως ή κοινοποιήσεως δικαστικής πράξεως, το Δικαστήριο φαίνεται, πάντως, ότι διαμόρφωσε μια παρέκκλιση από τη γενική αυτή υποχρέωση στην απόφαση Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264), όταν ο παραλήπτης γνωρίζει το περιεχόμενο της επιδιδόμενης ή κοινοποιούμενης πράξεως.

21.      Για την Επιτροπή, η επίμαχη έντυπη βεβαίωση έχει ενημερωτικό σκοπό και απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία η δικαστική πράξη επιδίδεται ή κοινοποιείται σε γλώσσα την οποία δεν κατανοεί ο παραλήπτης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι, εάν η πράξη κοινοποιήθηκε σε μια από τις γλώσσες που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, η έντυπη βεβαίωση δεν έχει πλέον λόγο υπάρξεως και δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί. Προσθέτει ότι, στην παρούσα περίπτωση, ο παραλήπτης δεν θα είχε το δικαίωμα να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη εάν η έντυπη βεβαίωση είχε επισυναφθεί στην επιδοτέα πράξη.

22.      Για τη Γερμανική Κυβέρνηση, η υπηρεσία παραλαβής οφείλει να επισυνάπτει την έντυπη βεβαίωση του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 1393/2007 μόνον εάν μια πράξη υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού δεν έχει μεταφραστεί σε μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, αυτού γλώσσες. Πράγματι, η υποχρέωση ενημερώσεως που επιβάλλει το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 1, συνιστά υποχρέωση «ειδικής εξετάσεως που βαρύνει την υπηρεσία παραλαβής», η οποία διενεργεί τον δικό της έλεγχο στο πλαίσιο της τεχνογνωσίας που διαθέτει ως διοικητική αρχή ή δικαστήριο. Η κυβέρνηση αυτή εκτιμά, κατά συνέπεια, ότι η υπηρεσία παραλαβής πρέπει να ελέγχει σε κάθε περίπτωση, αν ο παραλήπτης κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, πρέπει να ενημερωθεί για το δικαίωμά του να αρνηθεί την παραλαβή πράξεως μέσω της έντυπης βεβαιώσεως. Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η επίδικη διάταξη του δικαστηρίου συνιστά πράξη υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, διότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, ελλείψει μεταφράσεως, να είναι το περιεχόμενό της ουσιώδες σε δικονομικό επίπεδο, πράγμα το οποίο θα δικαιολογούσε την αυτοτελή υποχρέωση ενημερώσεως που υπέχει η υπηρεσία παραλαβής δυνάμει της διατάξεως αυτής.

2.      Η εκτίμησή μου

23.      Είμαι της γνώμης ότι το περιεχόμενο του άρθρου 8 του κανονισμού 1393/2007 είναι σαφές και χωρίς καμία αμφισημία. Η χρησιμοποίηση της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού αυτού απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις επιδόσεως ή κοινοποιήσεως δικαστικών πράξεων (10), χωρίς εξαίρεση, ανεξαρτήτως της γλώσσας στην οποία έχει συνταχθεί η επιδοτέα ή κοινοποιητέα πράξη, είτε αυτή συνοδεύεται από μετάφραση είτε όχι (11).

24.      Πρώτον, το γράμμα (12) του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 απαιτεί ρητώς και ανεξαιρέτως να χρησιμοποιεί η υπηρεσία παραλαβής την επίμαχη έντυπη βεβαίωση κατά τη χρονική στιγμή της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως.

25.      Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 δεν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να αποφασίσει η υπηρεσία παραλαβής την αναγκαιότητα της χρησιμοποιήσεως ή όχι της εν λόγω έντυπης βεβαιώσεως ανάλογα είτε με τη γλώσσα της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως, είτε με τις γλώσσες που κατανοεί ο παραλήπτης —στοιχείο το οποίο εν πάση περιπτώσει συχνά αγνοεί—, είτε ακόμη με τις επίσημες γλώσσες του επίμαχου κράτους μέλους ή με την ύπαρξη ή όχι συνημμένης μεταφράσεως στις γλώσσες αυτές.

26.      Πράγματι, η φράση «εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις ακόλουθες γλώσσες» αποτελεί προϋπόθεση όχι της χρησιμοποιήσεως της έντυπης βεβαιώσεως αλλά του δικαιώματος και μόνο του παραλήπτη να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη.

27.      Η έντυπη βεβαίωση που εμφαίνεται στο παράρτημα II του κανονισμού 1393/2007 πρέπει, συνεπώς, να χρησιμοποιείται αυτομάτως για την επίδοση ή την κοινοποίηση μιας πράξεως στον παραλήπτη της, ακόμη και αν αποδειχθεί, ενδεχομένως, περιττή λαμβανομένων υπόψη, για παράδειγμα, των γλωσσικών ικανοτήτων του παραλήπτη ή, ειδικότερα, εφόσον η επιδοτέα ή κοινοποιητέα πράξη έχει συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής. Προσθέτω ότι, ακόμη και στην τελευταία αυτή περίπτωση, η υποχρέωση συστηματικής επισυνάψεως της εν λόγω έντυπης βεβαιώσεως, η οποία περιλαμβάνει μία μόνο σελίδα, στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, υπερβολικά επαχθή υποχρέωση.

28.      Δεύτερον, η έντυπη βεβαίωση που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1393/2007 και η σχετική υποχρέωση χρησιμοποιήσεώς της συνιστούν καινοτομία σε σχέση με τον προγενέστερο κανονισμό, δηλαδή τον κανονισμό (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (13). Η καινοτομία αυτή αντικατοπτρίζει, κατά τη γνώμη μου, τη βούληση του Ευρωπαίου νομοθέτη να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα (14) της διαβιβάσεως μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων, τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας του εν λόγω παραλήπτη (15).

29.      Η υποχρεωτική χρησιμοποίηση της εν λόγω έντυπης βεβαιώσεως αποσκοπεί στην αποφυγή δημιουργίας δυσάρεστων καταστάσεων, όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, όπου ένα έγγραφο μιας και μόνον σελίδας, δηλαδή επικυρωμένο αντίγραφο του επίδικου διατάγματος, μόνο στην ελληνική γλώσσα και, επομένως, σε γλώσσα την οποία δεν κατανοούν (ή ενδεχομένως να μην κατανοούν) οι εφεσίβλητοι ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους παραλαβής (αγγλική), περιλαμβάνεται μεταξύ συνόλου εγγράφων στην ελληνική γλώσσα εκ των οποίων όλα, με την εξαίρεση του επίδικου διατάγματος, συνοδεύονται από μετάφραση (16).

30.      Επομένως, είμαι της γνώμης ότι οι υπηρεσίες παραλαβής δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη χρησιμοποίηση της επίμαχης έντυπης βεβαιώσεως (17). Από την αυτοτελή και ενιαία ερμηνεία του κανονισμού 1393/2007 συνάγεται, άλλωστε, ότι η επίμαχη έντυπη βεβαίωση πρέπει να επισυνάπτεται συστηματικά κατά την επίδοση ή την κοινοποίηση της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως (18). Πράγματι, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης (19) σε σχέση με επιδοτέες ή κοινοποιητέες πράξεις σε περισσότερες, ενδεχομένως, από 20 γλώσσες. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι, ακόμη και από αμιγώς πρακτικής απόψεως, είναι αδύνατον για τις υπηρεσίες παραλαβής να ελέγχουν τις επιδοτέες ή κοινοποιητέες πράξεις καθώς και την ύπαρξη των μεταφράσεων σε όλες τις περιπτώσεις.

31.      Στην από 4 Δεκεμβρίου 2013 έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού 1393/2007 (20) (στο εξής: έκθεση), η Επιτροπή προβαίνει σε διαπιστώσεις ως προς την ανάγκη χρησιμοποιήσεως της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού αυτού στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η επιδοτέα ή κοινοποιητέα πράξη έχει συνταχθεί στη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής και, κατά συνέπεια, ο παραλήπτης δεν μπορεί βασίμως να αρνηθεί να παραλάβει την επιδιδόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού. Η έκθεση επισημαίνει ότι το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή επισυνάπτεται η εν λόγω έντυπη βεβαίωση ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει στους παραλήπτες την εσφαλμένη αντίληψη ότι έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν την παραλαβή.

32.      Πάντως, θεωρώ ότι η έντυπη βεβαίωση που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1393/2007 περιέχει πολύ σαφείς ενδείξεις για τον παραλήπτη της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως και ότι η ακριβής διατύπωσή της δεν είναι ικανή να δημιουργήσει εσφαλμένη αντίληψη. Πράγματι, η έντυπη αυτή βεβαίωση προβλέπει ρητώς ότι ο παραλήπτης μπορεί «να αρνηθεί την παραλαβή, εφόσον η πράξη δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση» (21). Επομένως, το δικαίωμα αρνήσεως ουδόλως συνδέεται με την ύπαρξη της εν λόγω έντυπης βεβαιώσεως (22).

33.      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι το άρθρο 8 του κανονισμού 1393/2007 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η χρησιμοποίηση της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού έναντι του παραλήπτη κατά την επίδοση ή την κοινοποίηση της επιδοτέας ή της κοινοποιητέας πράξεως απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς εξαίρεση και ανεξαρτήτως τόσο της γλώσσας στην οποία έχει συνταχθεί η επιδοτέα ή η κοινοποιητέα πράξη όσο και του αν η πράξη αυτή συνοδεύεται ή όχι από μετάφραση σε γλώσσα που κατανοεί ο παραλήπτης ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν αυτό το κράτος μέλος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση.

 Β       Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

34.      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία υποβλήθηκαν για την περίπτωση κατά την οποία στο πρώτο ερώτημα ήθελε δοθεί η απάντηση που προτείνω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις, αφενός, ως προς το αν η έλλειψη έντυπης βεβαιώσεως συνιστά λόγο ακυρότητας της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως και, αφετέρου, ως προς τον τρόπο θεραπείας της εν λόγω παραλείψεως.

35.      Ο κανονισμός 1393/2007 ουδόλως ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την έλλειψη της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού. A fortiori, δεν προβλέπει ότι η παράλειψη αυτή συνιστά λόγο ακυρότητας της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως (23). Δεδομένου ότι και ο κανονισμός 1348/2000 σιωπά ως προς τις συνέπειες επιδόσεως ή κοινοποιήσεως σε γλώσσα διαφορετική από κάποια από αυτές που επιβάλλει, όπως ακριβώς σιωπά ο κανονισμός 1393/2007 ως προς την παράλειψη χρησιμοποιήσεως της έντυπης βεβαιώσεως, η νομολογία που αφορά τον πρώτο από τους δύο αυτούς κανονισμούς παρέχει πολύτιμες ενδείξεις ως προς το ζήτημα αυτό.

36.      Στη σκέψη 51 της αποφάσεως Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665), το Δικαστήριο έκρινε ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κανονισμός 1348/2000 (τον οποίο αντικατέστησε ο κανονισμός 1393/2007) δεν προέβλεπε τις συνέπειες ορισμένων πράξεων, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να εφαρμόζουν, κατ’ αρχήν, το εθνικό δίκαιο εξασφαλίζοντας την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η σιωπή αυτή του κανονισμού μπορούσε να οδηγήσει τους εθνικούς δικαστές «να απορρίπτουν, αν παραστεί ανάγκη, μια εθνική ρύθμιση που αποτελεί εμπόδιο στην εφαρμογή αυτή ή να ερμηνεύουν ένα εθνικό μέτρο το οποίο θεσπίσθηκε λαμβανομένης υπόψη μιας αμιγώς εσωτερικής καταστάσεως προκειμένου να την εφαρμόσουν στην επίδικη διασυνοριακή υπόθεση» (24).

37.      Eπιπλέον, στη σκέψη 65 της ίδιας αυτής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού, είναι αναγκαία η καλύτερη δυνατή και ισορροπημένη προάσπιση των διαδίκων (25).

38.      Προκειμένου περί των δικαιωμάτων των παραληπτών της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι σκοποί της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας που επιδιώκονται με τον κανονισμό 1393/2007 δεν πρέπει να επιτυγχάνονται με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων άμυνας των παραληπτών αυτών, τα οποία απορρέουν από το δικαίωμα δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (26), πράγμα το οποίο υποδηλώνει ιδίως ότι διαθέτουν «επαρκή χρόνο για να προετοιμάσουν την άμυνά [τους]» (27).

39.      Όσον αφορά τα δικαιώματα του αποστολέα και τους σκοπούς αποτελεσματικότητας και ταχύτητας του κανονισμού 1393/2007, θεωρώ ότι δεν μπορούν να διακυβευθούν για αμιγώς τυπικούς λόγους, οι οποίοι δεν θίγουν τα δικαιώματα άμυνας των παραληπτών.

40.      Τούτο θα συνέβαινε εάν η έλλειψη της επίμαχης έντυπης βεβαιώσεως κατέληγε στην ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως, ενώ θα μπορούσε να αποδειχθεί, για παράδειγμα, ότι ο παραλήπτης της πράξεως αυτής κατανοεί τη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η εν λόγω πράξη ή ότι η πράξη έχει συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους παραλαβής. Στη σκέψη 52 της αποφάσεως Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665), το Δικαστήριο κάνει λόγο, σε παρεμφερείς περιπτώσεις, για «αμιγώς παρελκυστική και προδήλως καταχρηστική άρνηση παραλαβής» (28).

41.      Κατά συνέπεια, σε περίπτωση παραλείψεως επισυνάψεως της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα II του κανονισμού 1393/2007 στην επιδοτέα ή κοινοποιητέα πράξη, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται (29) να ελέγξει αν η πράξη αυτή έχει συνταχθεί σε γλώσσα που κατανοεί ο παραλήπτης ή σε επίσημη γλώσσα του κράτους παραλαβής (30).

42.      Από το σημείο 9 των ανά χείρας προτάσεων προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι επιβεβαίωσαν ότι, σε εκάστη των επτά διαφορών της κύριας δίκης, ορισμένα έγγραφα και ορισμένες μεταφράσεις δεν τους είχαν επιδοθεί, ενώ έπρεπε να επιδοθούν.

43.      Επομένως, πρέπει ακόμη να εξετασθεί η έννοια της «επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως» την οποία ο κανονισμός 1393/2007 δεν ορίζει, όπως δεν μνημονεύει ούτε τα συνημμένα ενός επιδοτέου ή κοινοποιητέου εγγράφου, των οποίων ο αριθμός και η φύση ποικίλλουν ουσιωδώς ανάλογα με τις έννομες τάξεις (31).

44.      Στη σκέψη 73 της αποφάσεως Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264), το Δικαστήριο έκρινε ότι όταν η επιδοτέα ή κοινοποιητέα πράξη συνιστά, όπως στις διαφορές των κυρίων δικών, κλητήριο εντάλματος (εισαγωγικό της δίκης έγγραφο), πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορώσα το ή τα έγγραφα των οποίων η έγκαιρη επίδοση ή κοινοποίηση στον παραλήπτη παρέχει σε αυτόν τη δυνατότητα να επικαλεστεί τα δικαιώματά του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας στο κράτος προελεύσεως, να προσδιορίσει, με βεβαιότητα, τουλάχιστον το αντικείμενο και τους λόγους της αγωγής, καθώς και την κλήση προς εμφάνιση ενώπιον δικαστηρίου (32). Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι «[έ]γγραφα τα οποία επιτελούν αποκλειστικά αποδεικτική λειτουργία και δεν είναι απαραίτητα για την κατανόηση του αντικειμένου και των λόγων της αγωγής δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου».

45.      Εκ πρώτης όψεως και υπό την επιφύλαξη ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο, η επίδοση στους εφεσίβλητους επικυρωμένου αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος (εισαγωγικού της δίκης εγγράφου), στην ελληνική καθώς και την αγγλική γλώσσα, τους παρέσχε τη δυνατότητα να προσδιορίσουν με βεβαιότητα το αντικείμενο και τους λόγους της αγωγής στις διαφορές της κύριας δίκης.

46.      Πάντως, σε σχέση με την κλήση προς εμφάνιση ενώπιον δικαστηρίου, φαίνεται ότι υπήρξε σημαντική διαφορά μεταξύ της προθεσμίας που ετάχθη με το κλητήριο εντάλματος (εισαγωγικό της δίκης έγγραφο) και με την επίδικη διάταξη (33) στις διαφορές της κύριας δίκης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Senh Dau Si, η προθεσμία που ετάχθη με το κλητήριο εντάλματος (εισαγωγικό της δίκης έγγραφο) ήταν 10 ημέρες ενώ η προθεσμία που ετάχθη με την επίδικη διάταξη —η οποία επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε μόνο στην ελληνική γλώσσα— φαίνεται ότι ήταν 60 ημέρες, πράγμα το οποίο είχε παραπλανήσει τους εφεσιβλήτους, όπως ισχυρίζονται. Εν τούτοις δεν αμφισβητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και από τον φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει (πράγμα που στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να επιβεβαιώσει) ότι, σε εκάστη των διαφορών της κύριας δίκης, η ταχθείσα με την επίδικη διάταξη προθεσμία είναι η ίδια με αυτή που προσδιορίσθηκε με τη συνημμένη «ειδοποίηση» (34). Πάντως, η «ειδοποίηση» αυτή επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική γλώσσα.

47.      Εάν, αντιθέτως προς τις ενδείξεις που περιλαμβάνονται στα σημεία 45 και 46 των ανά χείρας προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο ήθελε διαπιστώσει (quod non) ότι η παράλειψη χρησιμοποιήσεως της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα II του κανονισμού 1393/2007 και η έλλειψη μεταφράσεως του επίδικου διατάγματος ή ακόμη η αβεβαιότητα ως προς τις προθεσμίες κλητεύσεως προσέβαλαν όντως τα δικαιώματα άμυνας των εφεσιβλήτων, οι πλημμέλειες αυτές θα πρέπει να θεραπευθούν το ταχύτερο δυνατόν (35) με την αποστολή της έντυπης βεβαιώσεως και της ελλείπουσας μεταφράσεως σύμφωνα με τις πρακτικές λεπτομέρειες επιδόσεως και κοινοποιήσεως που προβλέπονται στον κανονισμό 1393/2007 (36), πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει αυτομάτως την προθεσμία κλητεύσεως της οποίας γίνεται μνεία στην επίδικη διάταξη.

48.      Συναφώς, φρονώ, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως, ότι προσήκει η αναγωγή, στο μέτρο του δυνατού, στην προγενέστερη της παρατυπίας κατάσταση (37). Πράγματι, δεν μπορούν να θεραπευθούν οι τυχόν επίμαχες παραλείψεις με την επίδοση της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως και της επίμαχης έντυπης βεβαιώσεως στον δικηγόρο των εφεσιβλήτων. Η επίδοση αυτή δεν είναι σύμφωνη με τις πρακτικές λεπτομέρειες που επιβάλλει ο κανονισμός 1393/2007 (38).

49.      Είμαι της γνώμης ότι διαφορετικό συμπέρασμα θα έθετε εν αμφιβόλω την αυτοτελή και ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του κανονισμού 1393/2007 (39).

50.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι η παράλειψη επιδόσεως της επίδικης έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1393/2007 κατά τη χρονική στιγμή της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως του κλητηρίου εντάλματος (εισαγωγικού της δίκης εγγράφου) δεν συνιστά λόγο ακυρότητας της εν λόγω επιδόσεως ή κοινοποιήσεως, εφόσον παρασχέθηκε στον παραλήπτη της πράξεως η δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας εντός του κράτους προελεύσεως. Πρέπει να θεραπευθούν οι παραλείψεις που προσβάλλουν τα δικαιώματα άμυνας του παραλήπτη της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως το ταχύτερο δυνατόν και σύμφωνα με τις πρακτικές λεπτομέρειες επιδόσεως ή κοινοποιήσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1393/2007.

VI – Πρόταση

51.      Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προεκτεθεισών σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο, να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου ως εξής:

Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι η επίδοση της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού στον παραλήπτη κατά την επίδοση ή την κοινοποίηση της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως της γλώσσας στην οποία έχει συνταχθεί η επιδοτέα ή κοινοποιητέα πράξη καθώς και του αν η πράξη αυτή συνοδεύεται ή όχι από μετάφραση σε γλώσσα που κατανοεί ο παραλήπτης ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν υπάρχουν περισσότερες επίσημες γλώσσες στο εν λόγω κράτος μέλος, στην επίσημη γλώσσα ή μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση.

Η παράλειψη επιδόσεως της έντυπης βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1393/2007 κατά τον χρόνο της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως του κλητηρίου εντάλματος (εισαγωγικού της δίκης εγγράφου) δεν συνιστά λόγο ακυρότητας της εν λόγω επιδόσεως ή κοινοποιήσεως, εφόσον παρασχέθηκε στον παραλήπτη της πράξεως η δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας εντός του κράτους προελεύσεως. Πρέπει να θεραπευθούν οι παραλείψεις που προσβάλλουν τα δικαιώματα άμυνας του παραλήπτη της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως το ταχύτερο δυνατόν και σύμφωνα με τις πρακτικές λεπτομέρειες επιδόσεως ή κοινοποιήσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1393/2007.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Σε εκάστη των επτά διαφορών, η Alpha Panareti Public Ltd ενάγεται υπό την ιδιότητα αυτή.


3 – ΕΕ L 324, σ. 79.


4 –      Από τον φάκελο που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συνάγεται ότι η εταιρία αυτή, η οποία ιδρύθηκε στην Κύπρο, δεν ανήκει στην Alpha Bank.


5 –      Ο πωλητής είναι εγκατεστημένος στην Κύπρο.


6 –      Δηλαδή αίτηση που υποβλήθηκε χωρίς να ενημερωθεί ο αντίδικος.


7 –      Το οποίο φέρει την ονομασία «writ» στα διαδικαστικά έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.


8 –      Η οποία φέρει την ονομασία «notice of writ» στα διαδικαστικά έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (στο εξής: ειδοποίηση).


9 –      Η επίδοση ή η κοινοποίηση στις διαφορές των κυρίων δικών έγινε σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, δηλαδή μεταξύ των οριζομένων υπηρεσιών [«διαβίβασης» (στην Κύπρο) και «παραλαβής» (στο Ηνωμένο Βασίλειο)] δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού.


10 – Βλ. άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 1393/2007. Τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο αφορούν, ιδίως, τα κλητήρια εντάλματος (εισαγωγικά της δίκης έγγραφα). Προκειμένου για το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, αυτός προβλέπει μόνο δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η επίδοση και η κοινοποίηση δικαστικής πράξεως μεταξύ των κρατών μελών αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του, ήτοι, αφενός, όταν είναι άγνωστος ο τόπος της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του παραλήπτη και, αφετέρου, όταν αυτός έχει διορίσει εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο εντός του κράτους όπου διεξάγεται η ένδικη διαδικασία. Στις άλλες περιπτώσεις, εφόσον ο παραλήπτης δικαστικής πράξεως κατοικεί στην αλλοδαπή, η επίδοση ή η κοινοποίηση της πράξεως αυτής εμπίπτει οπωσδήποτε στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού και πρέπει, συνεπώς, όπως προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού, να πραγματοποιείται με τα μέσα που προβλέπει προς τούτο ο ίδιος ο κανονισμός. Βλ., υπό την έννοια αυτή, και σκέψεις 24 και 25 της αποφάσεως Alder (C‑325/11, EU:C:2012:824).


11 –      Βλ. σκέψη 37 της αποφάσεως Alder (C‑325/11, EU:C:2012:824), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα άρθρα 4, παράγραφος 3, και 5, παράγραφος 1, [του κανονισμού 1393/2007], ερμηνευόμενα υπό το φως της αιτιολογικής σκέψης 12 αυτού, προβλέπουν την ανάγκη η επίδοση ή η κοινοποίηση των δικαστικών πράξεων να πραγματοποιούνται μέσω ενός τυποποιημένου εντύπου το οποίο πρέπει να μεταφράζεται σε γλώσσα που να είναι κατανοητή από τον αποδέκτη ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, σε μία τουλάχιστον από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη».


12 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, ιδίως, τα κείμενα στην ισπανική γλώσσα «[e]l organismo receptor informará al destinatario», στην τσεχική γλώσσα «[p]řijímající subjekt vyrozumí adresáta», στη γερμανική γλώσσα «[d]ie Empfangsstelle setzt den Empfänger […] in Kenntnis», στην ελληνική γλώσσα «[η] υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη», στην αγγλική γλώσσα «[t]he receiving agency shall inform the addressee», στη γαλλική γλώσσα «[l]’entité requise informe», στην ιρλανδική γλώσσα «[c]uirfidh an ghníomhaireacht fála an seolaí ar an eolas», στην ιταλική γλώσσα «[l]’organo ricevente informa il destinatario», στην ολλανδική γλώσσα «[d]e ontvangende instantie stelt degene voor wie het stuk is bestemd […] in kennis», στην πορτογαλική γλώσσα «[a] entidade requerida avisa o destinatário», στη σλοβακική γλώσσα «[p]rijímajúci orgán […] informuje adresáta» και στη φινλανδική γλώσσα «[v]astaanottavan viranomaisen on ilmoitettava vastaanottajalle».


13 – ΕΕ L 160, σ. 37.


14 –      Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, το οποίο προβλέπει ότι «[ο]ι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό». Βλ. απόφαση Alder (C‑325/11, EU:C:2012:824, σκέψη 34). Βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264, σκέψη 46) και Roda Golf & Beach Resort (C‑14/08, EU:C:2009:395, σκέψη 54) σχετικά με τον κανονισμό 1348/2000. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, «από τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 6 και 7 του κανονισμού 1393/2007 συνάγεται ότι ο σκοπός του έγκειται στη βελτίωση και την επιτάχυνση της διαβιβάσεως μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, οι οποίες επιδίδονται ή κοινοποιούνται εντός άλλου κράτους, διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως τη δικαστική προστασία του εναγομένου».


15 –      Για τη σημασία του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας κατά την επίδοση ή την κοινοποίηση των πράξεων, βλ. την απόφαση Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264, σκέψεις 47 και 48).


16 –      Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Αυστριακή Κυβέρνηση, «το γεγονός ότι επισυνάπτεται η έντυπη βεβαίωση στην επιδοτέα πράξη δεν επιβραδύνει τη διαδικασία επιδόσεως. Αντιθέτως, φόβοι για την πρόκληση σφαλμάτων ή καθυστερήσεων [θα] έπρεπε να εκφραστούν εάν εξεταζόταν η ύπαρξη ή όχι εξαιρέσεως. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αιτήσεις επιδόσεως είναι πολλές και ότι κάθε διαδικασία επιδόσεως πρέπει, επομένως, να απλουστευθεί όσο το δυνατόν περισσότερο». Όπως η Ισπανική Κυβέρνηση, εκτιμώ ότι «[η] χρησιμοποίηση του εν λόγω εντύπου εγγυάται όχι μόνο την ταχύτητα της διαβιβάσεως αλλά και την ασφάλειά της».


17 –      Επιπλέον, ο κανονισμός 1393/2007 προβλέπει ρητώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπηρεσίες παραλαβής διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως. Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι η υπηρεσία διαβίβασης δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί στην επίδοση ή την κοινοποίηση της πράξεως σύμφωνα με την ειδική μέθοδο που ζητεί η υπηρεσία παραλαβής, εάν η μέθοδος αυτή δεν συνάδει προς το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής. Βλ., επίσης, κατ’ αναλογία, άρθρα 12 έως 15 του κανονισμού 1393/2007.


18 –      Στη σκέψη 46 της αποφάσεως Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665) το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά τον κανονισμό 1348/2000 ο οποίος προηγήθηκε του κανονισμού 1393/2007, ότι «το ότι επελέγη η μορφή του κανονισμού παρά της οδηγίας που αρχικώς είχε προτείνει η Επιτροπή αποδεικνύει τη σημασία που ο κοινοτικός νομοθέτης αποδίδει στο άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού και στην ενιαία εφαρμογή τους». Βλ. και απόφαση Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264, σκέψη 60).


19 –      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 1393/2007, που φέρει τον τίτλο «πεδίο εφαρμογής» προβλέπει ότι «[σ]τον παρόντα κανονισμό ο όρος “κράτος μέλος” καλύπτει τα κράτη μέλη πλην της Δανίας». Πάντως, η εφαρμογή του κανονισμού αυτού επεκτάθηκε στη Δανία κατ’ εφαρμογή της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφθηκε στις Βρυξέλλες στις 19 Οκτωβρίου 2005 (ΕΕ L 300, σ. 55).


20 – COM(2013) 858 τελικό. Στην έκθεση αυτή, η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή του κανονισμού 1393/2007 κατά τη διάρκεια περιόδου από το 2008 έως το 2012. Πράγματι, το άρθρο 24 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι, το αργότερο την 1η Ιουνίου 2011, και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογεί την εφαρμογή του κανονισμού αυτού και να προτείνει, εφόσον κριθεί αναγκαίο, προσαρμογές. Η Επιτροπή αναφέρει ότι ανέθεσε μια μελέτη το 2011 με σκοπό να συλλέξει στοιχεία και να αξιολογήσει την εφαρμογή του κανονισμού 1393/2007. Το ζήτημα αυτό εξετάσθηκε επίσης στο πλαίσιο συναντήσεων του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις και η Επιτροπή επισημαίνει ότι έλαβε υπόψη έγγραφα, καταγγελίες και αναφορές πολιτών, καθώς και αποφάσεις επί προδικαστικών παραπομπών που εξέδωσε το Δικαστήριο και αφορούν τον εν λόγω κανονισμό.


21 – Η υπογράμμιση δική μου.


22 – Βλ. σημείο 26 ανωτέρω.


23 –      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665, σκέψεις 37 και 39).


24 –      Βλ. επίσης υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 16), Factortame κ.λπ. (C‑213/89, EU:C:1990:257, σκέψη 19), Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 25) και Muñoz και Superior Fruiticola (C‑253/00, EU:C:2002:497, σκέψη 28). Επιπλέον, στη σκέψη 39 της αποφάσεως Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665) το Δικαστήριο προσθέτει ότι «πολλές από τις διατάξεις [του κανονισμού] μαρτυρούν […] ότι η έλλειψη μεταφράσεως μπορεί να θεραπευθεί». Υπενθυμίζω ότι, καίτοι ο προηγούμενος κανονισμός απαιτούσε μετάφραση, δεν έκανε λόγο για έντυπη βεβαίωση.


25 –      Βλ. αποφάσεις Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665, σκέψη 52) καθώς και Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264, σκέψη 76).


26 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264, σκέψη 47) και Alder (C‑325/11, EU:C:2012:824, σκέψη 35).


27 –      Βλ. σκέψη 52 της αποφάσεως Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665).


28 –      Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 προκύπτει σαφώς ότι ο παραλήπτης της επιδοτέας ή κοινοποιητέας πράξεως έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη μόνον εφόσον αυτή δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις εκεί αναφερόμενες γλώσσες. Βλ. και την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 1393/2007, η οποία προβλέπει ότι χάριν «αποτελεσματικότητος του παρόντος κανονισμού, η άρνηση της επίδοσης ή της κοινοποίησης πράξεων θα πρέπει να είναι δυνατή σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις.»


29 –      Βλ., κατ’ αναλογία, άρθρο 19 του κανονισμού 1393/2007.


30 –      Εν προκειμένω στην αγγλική γλώσσα.


31 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264, σκέψεις 41 έως 45).


32 –      «[Η] μετάφραση των αποδεικτικών εγγράφων μπορεί να απαιτήσει σημαντικό χρόνο, ενώ, εν πάση περιπτώσει, η μετάφραση αυτή δεν απαιτείται για τις ανάγκες της δίκης που θα διεξαχθεί ενώπιον του δικαστή του κράτους μέλους προελεύσεως και στη γλώσσα του κράτους αυτού» [βλ. σκέψη 74 της αποφάσεως Weiss und Partner (C‑14/07, EU:C:2008:264]. Οι σκοποί της βελτιώσεως και επιταχύνσεως της διαβιβάσεως των πράξεων που επιδιώκονται με τον κανονισμό 1393/2007 θα διακυβεύονταν εάν ήταν αναγκαία η μετάφραση «επικουρικών» εγγράφων.


33 –      Σημειώνεται ότι η επίδοση της επίδικης διατάξεως στους εφεσιβλήτους προβλέπεται από το κυπριακό δίκαιο.


34 –      Επομένως, το επίδικο διάταγμα και η συνημμένη ειδοποίηση στο κλητήριο ένταλμα (εισαγωγικό της δίκης έγγραφο) όρισαν προθεσμία κλητεύσεως 60 ημερών στην περίπτωση του Senh Dau Si.


35 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665, σκέψη 64).


36 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Leffler (C‑443/03, EU:C:2005:665, σκέψη 63). Βλ., κατ’ αναλογία, άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1393/2007.


37 –      Επισημαίνω συναφώς ότι, κατά τον χρόνο της επιδόσεως των δικαστικών πράξεων που αφορούν την κύρια δίκη, οι εφεσίβλητοι κατοικούσαν στην αλλοδαπή. Δεδομένου ότι δεν είχαν ορίσει εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο εντός του κράτους στο οποίο διεξάγεται η ένδικη διαδικασία, δηλαδή στην Κύπρο, η επίδοση ή η κοινοποίηση των πράξεων αυτών ενέπιπτε και εξακολουθεί να εμπίπτει κατ’ ανάγκη στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1393/2007, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Alder (C‑325/11, EU:C:2012:824, σκέψεις 24 και 25).


38 –      Aπόφαση Alder (C‑325/11, EU:C:2012:824, σκέψεις 29 έως 32). Τα μέσα διαβιβάσεως στα κράτη μέλη των δικαστικών πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις προβλέπονται κατά τρόπο εξαντλητικό στο σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 1393/2007.


39 –      Βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 1393/2007, η οποία προβλέπει ότι ο παρών «κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος όπου γίνεται η δίκη, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής του ενδιαφερομένου».