Language of document : ECLI:EU:F:2010:2

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(ολομέλεια)

της 13ης Ιανουαρίου 2010

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-124/05 και F-96/06

A και G

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προσφυγή ακυρώσεως — Κατάργηση της δίκης — Αγωγή αποζημιώσεως — Παραδεκτό — Προνόμια και ασυλίες — Άρση της ετεροδικίας — Εμπιστευτικότητα των ερευνών της OLAF — Έρευνες της IDOC — Πρόσβαση στα έγγραφα ιατρικής φύσεως — Πρόσβαση στον ατομικό φάκελο — Πειθαρχική διαδικασία — Εύλογη προθεσμία»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή και αγωγή, ασκηθείσες δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με τις οποίες, στην υπόθεση F‑124/05, ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί, αφενός, την ακύρωση ιδίως της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η από 22 Οκτωβρίου 2004 αίτησή του για τερματισμό της πειθαρχικής διαδικασίας που είχε κινηθεί κατ’ αυτού με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2004, και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση· στην υπόθεση F‑96/06, ο ίδιος ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση λόγω διαφόρων πταισμάτων της.

Απόφαση: Παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί των αιτημάτων που υπέβαλε ο προσφεύγων-ενάγων στο πλαίσιο της προσφυγής-αγωγής F‑124/05, A κατά Επιτροπής. Η Επιτροπή καταδικάζεται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 30 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία αυτός υπέστη. Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και το ήμισυ των εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος στην προσφυγή-αγωγή F‑124/05, A κατά Επιτροπής, και στην αγωγή F‑96/06, G κατά Επιτροπής. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το ήμισυ των δικαστικών του εξόδων στην προσφυγή-αγωγή F‑124/05, A κατά Επιτροπής, και στην αγωγή F‑96/06, G κατά Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Αγωγή αποζημιώσεως — Αιτήματα που αποσκοπούν στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προξενήθηκε από την υπερβολική διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73)

2.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση βάσει του προβλεπομένου από τον ΚΥΚ καθεστώτος — Αίτημα συμπληρωματικής αποζημιώσεως που στηρίζεται σε πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη του οργάνου — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73)

3.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Αναπηρία — Ποσοστό αναπηρίας — Καθορισμός από την ιατρική επιτροπή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· κανονιστική ρύθμιση περί ασφαλίσεως κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 19 § 3)

4.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Προκαταρκτική έρευνα ενόψει της κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

5.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Ενστάσεις στηριζόμενες στους ίδιους λόγους αλλά έχουσες διαφορετικό νομικό αντικείμενο — Επιτρέπονται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

6.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Παράνομο — Ζημία — Αιτιώδης συνάφεια

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

7.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση περί άρσεως της ασυλίας μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού — Εμπίπτει

(Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 12· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

8.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Καθορισμός της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73)

9.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Διαπίστωση της υπάρξεως επαγγελματικής ασθένειας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 26 και 73· κανονιστική ρύθμιση περί ασφαλίσεως κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 21)

10.    Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Κοινοτικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 26· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

11.    Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Απαιτήσεις ως προς τον τύπο — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Παραπομπή στο δικόγραφο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως — Απαράδεκτο — Εξαιρέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1)

12.    Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

13.    Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας — Διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

14.    Υπάλληλοι — Καθήκον μέριμνας που υπέχει η διοίκηση — Όρια

15.    Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

1.      Η πειθαρχική διαδικασία περιάγει κάθε υπάλληλο σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς το επαγγελματικό του μέλλον, η οποία αναγκαστικά του προξενεί ένα ορισμένο άγχος και μια ορισμένη αγωνία. Όταν η αβεβαιότητα αυτή παρατείνεται επί υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, η ένταση του άγχους και της αγωνίας που έχουν προκληθεί στον υπάλληλο αυξάνεται πέραν του δικαιολογημένου μέτρου. Έτσι, η υπερβολική διάρκεια μιας πειθαρχικής διαδικασίας πρέπει να θεωρείται ως πιθανολογούσα την ύπαρξη ηθικής βλάβης του ενδιαφερομένου. Συναφώς, πρέπει να διακρίνεται, αφενός, η ηθική βλάβη που προξενείται σε κάθε μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο, ανεξαρτήτως τυχόν ασθένειας, και, αφετέρου, η βλάβη που προξενείται από τυχόν ψυχική ασθένεια —ή την επιδείνωση μιας τέτοιας ασθένειας— που προξενήθηκε από την υπερβολική διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Συνεπώς, αίτημα αποζημιώσεως που αποσκοπεί στην αποκατάσταση βλάβης του πρώτου είδους είναι παραδεκτό ανεξαρτήτως τυχόν διαδικασίας κινηθείσας από τον υπάλληλο δυνάμει του άρθρου 73 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ). Αντιθέτως, αίτημα αποζημιώσεως υπαλλήλου με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση της υλικής ζημίας και η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προξενήθηκε από επαγγελματική ασθένεια δεν είναι κατά κανόνα παραδεκτό εφόσον δεν έχει ακόμα περατωθεί η κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασία.

(βλ. σκέψεις 147 και 149 έως 151)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑1‑121 και ΙΙ‑Α‑1‑657, σκέψεις 197 έως 202

2.      Αγωγή με την οποία ο υπάλληλος ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη εξ αιτίας της επαγγελματικής του ασθένειας, ασκηθείσα πριν περατωθεί η κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασία, κρίνεται κατά κανόνα πρόωρη, στο μέτρο που δεν ήταν δυνατόν, κατά το στάδιο της ασκήσεως της αγωγής, να εκτιμηθεί ο πρόσφορος χαρακτήρας της εκ του ΚΥΚ αποζημιώσεως την οποία έχει δικαίωμα να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος. Πράγματι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο καθορισμός της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των όρων ασκήσεως των καθηκόντων και της προβαλλόμενης βλάβης, καθώς και η εκτίμηση της εν λόγω βλάβης, απαιτούν προσφυγή σε ιατρική πραγματογνωμοσύνη, οπότε ο εκ μέρους του δικαστή καθορισμός της εν λόγω αιτιώδους συνάφειας και της εν λόγω βλάβης πριν περατωθεί η κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασία είναι άνευ νοήματος, αν όχι αδύνατος.

Πάντως, δεν μπορεί να συνάγεται συστηματικά από τη μη περάτωση της ιατρικής διαδικασίας ο πρόωρος χαρακτήρας αιτήματος για τη χορήγηση αποζημιώσεως λόγω υπηρεσιακού πταίσματος του θεσμικού οργάνου. Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομία της διαδικασίας, αρχή η οποία απαιτεί στάθμιση των διαφόρων παραγόντων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ο δικαστής μπορεί να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, σε μια δεδομένη υπόθεση, δεν είναι αναγκαία μια ιατρική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να εκτιμηθεί η προξενηθείσα ηθική βλάβη.

(βλ. σκέψεις 153, 154, 156 και 158)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Δεκεμβρίου 1999, T-300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-259 και II-1263, σκέψεις 94 και 95· 10 Δεκεμβρίου 2008, T‑57/99, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑Α‑2‑83 και ΙΙ‑Α‑2‑505, σκέψεις 56 και 57

3.      Το άρθρο 19, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, το οποίο προβλέπει ότι, όταν, μετά την παύση της ιατρικής αγωγής, δεν είναι ακόμη δυνατός ο οριστικός καθορισμός του ποσοστού αναπηρίας, η έκθεση της ιατρικής επιτροπής πρέπει να προσδιορίζει την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει το αργότερο να επανεξετασθεί ο ασφαλισμένος, πρέπει αναγκαστικά να ερμηνεύεται περιοριστικώς. Πράγματι, αν ήταν δυνατόν η ιατρική επιτροπή να μεταθέτει επανειλημμένως την ημερομηνία κατά την οποία ο φάκελος του ασφαλισμένου πρέπει να επανεξεταστεί, ορισμένοι ασφαλισμένοι ουδέποτε θα έβλεπαν εν ζωή την καταβολή του κεφαλαίου που προβλέπει το άρθρο 73 του ΚΥΚ. Εξάλλου, μια ευρεία ερμηνεία της διατάξεως αυτής θα αγνοούσε την έννοια της σταθεροποιήσεως, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 19, παράγραφος 3, της εν λόγω ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως, σύμφωνα με την οποία οι συνέπειες ενός ατυχήματος ή μιας επαγγελματικής ασθένειας έχουν σταθεροποιηθεί εφόσον οι εν λόγω συνέπειες έχουν παγιωθεί ή η χειροτέρευσή τους θα είναι πολύ αργή ή πολύ περιορισμένη. Επομένως, η έννοια της σταθεροποιήσεως δεν αποκλείει κάθε εξέλιξη της καταστάσεως του ασθενούς, αλλά συνεπάγεται μια παγίωση ή μια πολύ αργή εξέλιξη.

(βλ. σκέψη 161)

4.      Τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την κίνηση και τη διεξαγωγή διοικητικών ερευνών, υπό τον όρον ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια διαπράξεως πειθαρχικού παραπτώματος.

(βλ. σκέψεις 173 και 188)

5.      Επιτρέπεται σε υπάλληλο να επικαλεστεί τον ίδιο λόγο, το ίδιο επιχείρημα ή το ίδιο πραγματικό περιστατικό προς στήριξη πλειόνων διοικητικών ενστάσεων που έχουν διαφορετικό νομικό αντικείμενο.

(βλ. σκέψη 205)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 19 Σεπτεμβρίου 2008, T‑253/06 P, Chassagne κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑Β‑1‑43 και ΙΙ‑Β‑1‑295, σκέψη 149

6.      Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, στον ενάγοντα εναπόκειται να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντως, ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται κατά τρόπο ελαστικότερο όταν ένα επιζήμιο γεγονός μπορεί να οφείλεται σε περισσότερες της μιας αιτίας, το δε καθού όργανο δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιτρέπει να αποδειχθεί σε ποια από τις αιτίες αυτές το γεγονός αυτό πρέπει να αποδοθεί, ενώ ήταν σε θέση περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον να προσκομίσει τις σχετικές αποδείξεις, οπότε πρέπει να του χρεωθεί η αβεβαιότητα η οποία εξακολουθεί να υφίσταται.

(βλ. σκέψη 213)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 8 Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1585, σκέψεις 182 και 183

7.      Η προβλεπόμενη από το άρθρο 12 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ετεροδικία προστατεύει τους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους από διώξεις εκ μέρους των αρχών των κρατών μελών για πράξεις στις οποίες προέβησαν υπό την επίσημη ιδιότητά τους. Συνεπώς, μια απόφαση περί άρσεως της ασυλίας μονίμου ή άλλου υπαλλήλου μεταβάλλει τη νομική του κατάσταση εκ του γεγονότος και μόνον της καταργήσεως αυτής της προστασίας, υπάγοντάς τον εκ νέου στο κοινό δίκαιο των κρατών μελών και εκθέτοντάς τον με τον τρόπο αυτόν, χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε οποιοδήποτε ενδιάμεσο κανόνα, σε μέτρα, ιδίως αυτό της κρατήσεως και της δικαστικής διώξεώς του, τα οποία θεσπίζονται από το κοινό αυτό δίκαιο.

Η επαφιέμενη στις εθνικές αρχές διακριτική ευχέρεια, μετά την άρση της ασυλίας, ως προς την επανάληψη ή την παύση της διώξεως που ασκήθηκε κατά υπαλλήλου ουδεμία ασκεί επιρροή ως προς τον άμεσο επηρεασμό της νομικής καταστάσεώς του, καθόσον τα αποτελέσματα που συνδέονται με την απόφαση περί άρσεως της ασυλίας περιορίζονται στην κατάργηση της προστασίας της οποίας αυτός απήλαυε λόγω της ιδιότητάς του ως μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, δεδομένου ότι δεν συνεπάγονται κανένα συμπληρωματικό μέτρο εφαρμογής.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση με την οποία ένα θεσμικό όργανο αίρει την ετεροδικία του μονίμου ή άλλου υπαλλήλου συνιστά βλαπτική γι’ αυτόν πράξη.

(βλ. σκέψεις 231 έως 233)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Οκτωβρίου 2008, T‑345/05, Mote κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑2849, σκέψεις 34 και 35

8.      Σκοπός της διοικητικής έρευνας που διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ είναι να συλλεγούν, με αντικειμενικό τρόπο, όλα τα στοιχεία που επιτρέπουν την απόδειξη της επαγγελματικής αιτίας της παθήσεως καθώς και των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτή προκλήθηκε. Σε περίπτωση κατά την οποία οι συνθήκες εργασίας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου βρίσκονται στο επίκεντρο του προβληματισμού ως προς την επαγγελματική αιτία της παθήσεως από την οποία πάσχει, η έρευνα πρέπει να συνίσταται σε λεπτομερή αντικειμενική ανάλυση τόσο των συνθηκών εργασίας του ενδιαφερομένου όσο και της παθήσεώς του αυτής καθαυτήν.

(βλ. σκέψη 263)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 3 Μαρτίου 2004, T‑48/01, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑51 και II‑197, σκέψη 129

9.      Το άρθρο 26 του ΚΥΚ προβλέπει τη δημιουργία, για κάθε υπάλληλο, ενός ατομικού φακέλου ο οποίος περιέχει όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διοικητική του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά του, καθώς και τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί από τον υπάλληλο για τα έγγραφα αυτά. Το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να αντιτάξει στον υπάλληλο ούτε να επικαλεστεί εναντίον του έγγραφα που δεν του έχουν κοινοποιηθεί πριν από την καταχώρισή τους στον φάκελο. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας του υπαλλήλου.

Όσον αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα ιατρικής φύσεως στο πλαίσιο διαδικασίας αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας, η ρύθμιση περί ασφαλίσεως κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας έχει θεσπίσει ειδική διαδικασία, η οποία προβλέπει τη διαβίβαση της πλήρους ιατρικής γνωματεύσεως, επί της οποίας στηρίζεται η απόφαση που σχεδιάζει να λάβει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, στον ιατρό που έχει επιλέξει ο υπάλληλος, αν ο τελευταίος το ζητήσει, μετά την κοινοποίηση του σχεδίου αποφάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 21 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως, καθώς και την προσφυγή ενώπιον ιατρικής επιτροπής στην οποία μετέχει ο ιατρός που έχει οριστεί από τον υπάλληλο.

Πράγματι, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του υπαλλήλου επιβάλλει να του αναγνωρίζεται δυνατότητα προσβάσεως στα έγγραφα ιατρικής φύσεως. Αυτή η αναγνωριζόμενη στον υπάλληλο ευχέρεια πρέπει, ωστόσο, να συμβιβάζεται με τις ανάγκες του ιατρικού απορρήτου, που παρέχουν σε κάθε ιατρό την αρμοδιότητα να κρίνει για τη δυνατότητα γνωστοποιήσεως στα πρόσωπα που θεραπεύει ή εξετάζει τη φύση των παθήσεων από τις οποίες ενδεχομένως πάσχουν. Προβλέποντας έμμεση πρόσβαση στα έγγραφα ιατρικής φύσεως, μέσω της παρεμβάσεως έμπιστου ιατρού που έχει οριστεί από τον υπάλληλο, η ρύθμιση περί ασφαλίσεως συμβιβάζει τα δικαιώματα του υπαλλήλου με τις ανάγκες του ιατρικού απορρήτου.

Ο σεβασμός των δικαιωμάτων του υπαλλήλου επιβάλλει να του αναγνωρίζεται δυνατότητα προσβάσεως όχι μόνο στα έγγραφα ιατρικής φύσεως, αλλά και στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το θεμέλιο της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ. Έτσι, στα έγγραφα τα οποία σχετίζονται με τις πραγματικές διαπιστώσεις που συνδέονται με συμβάν που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της εργασίας, και τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν ως θεμέλιο για διαδικασία που αποβλέπει στην αναγνώριση υπάρξεως εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας κατά την έννοια της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως, πρέπει επίσης να αναγνωρίζεται ιατρικός χαρακτήρας.

Είναι απαραίτητο η πλήρης ιατρική έκθεση, που ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να διαβιβαστεί στον ιατρό της επιλογής του και πρέπει να διαβιβαστεί στα μέλη της ιατρικής επιτροπής που προβλέπει η ρύθμιση περί ασφαλίσεως, να περιλαμβάνει την τυχόν έκθεση διοικητικής έρευνας. Έτσι, ο υπάλληλος μπορεί, αν έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, να λάβει θέση επί των διαπιστώσεων που περιέχονται στην έκθεση έρευνας, μέσω της παρεμβάσεως ιατρού της εμπιστοσύνης του, και να κρίνει αν είναι σκόπιμο να ζητήσει να γνωμοδοτήσει η ιατρική επιτροπή.

Εξάλλου, ο ιατρικός χαρακτήρας ορισμένων εγγράφων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τα έγγραφα αυτά να ενδιαφέρουν επίσης την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στον ατομικό φάκελο του ενδιαφερομένου.

Έτσι, αφενός, ο φάκελος στον οποίο στηρίζονται ο ιατρός που ορίζεται από το όργανο ή η ιατρική επιτροπή για να εκτιμήσουν την επαγγελματική αιτία της ασθένειας είναι ιατρικής φύσεως και, επομένως, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να έχει παρά μόνο έμμεση πρόσβαση στον φάκελο αυτόν, μέσω του ιατρού που έχει ορίσει, και, αφετέρου, τα διοικητικής φύσεως στοιχεία που ενδέχεται να περιέχονται στον φάκελο αυτόν και να επηρεάζουν την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στον ατομικό φάκελο όπου, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΚΥΚ, ο υπάλληλος έχει άμεση πρόσβαση.

Συνεπώς, το σύνολο των εγγράφων που υποβάλλονται στον ιατρό που ορίζεται από το όργανο ή στην ιατρική επιτροπή υπάγεται στο καθεστώς της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως. Η καταχώριση στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου ορισμένων από τα έγγραφα αυτά καθώς και η παροχή στον υπάλληλο της δυνατότητας να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών επιβάλλονται, επομένως, μόνον εφόσον τα έγγραφα αυτά χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση ή τη μεταβολή της υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου εκ μέρους του οργάνου στο οποίο υπηρετεί.

(βλ. σκέψεις 275 έως 282)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Ιουνίου 1972, 88/71, Brasseur κατά Κοινοβουλίου, Rec. 1972, σ. 499, σκέψη 11· 7 Οκτωβρίου 1987, 140/86, Strack κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3939, σκέψεις 7, 9, 10, σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και σκέψεις 12 και 13· 1 Οκτωβρίου 1991, C‑283/90 P, Vidrányi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑4339, σκέψεις 20 έως 22, 24 και 25

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 1990, T‑154/89, Vidrányi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑445, σκέψεις 33 έως 36· προμνησθείσα απόφαση Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 136 και 137

10.    Από τον ίδιο τον τίτλο του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, του οποίου το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο η δημοσιοποίηση του οποίου θα μπορούσε να θίξει την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Όμως, τα δικαιώματα μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού που ζητεί την κοινοποίηση εγγράφου αφορώντος την υπηρεσιακή του κατάσταση δεν είναι τα ίδια με εκείνα ενός μέλους του κοινού που ζητεί πρόσβαση στα έγραφα ενός οργάνου. Πράγματι, τα δικαιώματα των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού στο θέμα αυτό απορρέουν από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 26 του ΚΥΚ, που επιβάλλουν ιδιαίτερες υποχρεώσεις στα όργανα, προς τον σκοπό της εξασφαλίσεως των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου. Οι υπάλληλοι απολαύουν, συνεπώς, ιδίου δικαιώματος, ερειδόμενου στο άρθρο 26 του ΚΥΚ. Εξάλλου, η αίτηση υπαλλήλου μπορεί να εμπίπτει, ενδεχομένως, στο πεδίο εφαρμογής των ειδικών διατάξεων περί δημοσίας διοικήσεως, οι οποίες άπτονται της προσβάσεως σε ιδιαίτερα είδη εγγράφων, όπως π.χ. τα έγγραφα ιατρικής φύσεως. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 289 και 291 έως 296)

11.    Σκοπός του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου είναι να παρέχεται στον δικαστή η δυνατότητα να αποφανθεί επί ισχυρισμών διατυπωμένων με επαρκή σαφήνεια. Η διάταξη αυτή δεν πρέπει, ωστόσο, να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να επιβάλλεται στους διαδίκους υπερβολικά σχολαστική τήρηση των τύπων που απλώς θα επιβάρυνε την ένδικη διαδικασία.

Μπορεί, συνεπώς, να κριθεί παραδεκτός, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υποθέσεως, ισχυρισμός προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ο οποίος παραπέμπει στο σύνολο των ισχυρισμών που διατυπώνονται στο πλαίσιο άλλης προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ από τον ίδιο τον προσφεύγοντα, όταν οι δύο —συναφείς— υποθέσεις έχουν ενωθεί, εφόσον με την παραπομπή αυτή ο προσφεύγων επιδιώκει να αποφύγει την επανάληψη εκτενούς επιχειρηματολογίας καθώς και την εκ νέου κατάθεση παραρτημάτων αριθμούντων πολλές εκατοντάδες σελίδων.

(βλ. σκέψεις 314 έως 318)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 11 Ιουνίου 2009, T‑318/01, Othman κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1627, σκέψη 57

12.    Η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως. Τυχόν στοιχεία τα οποία η ανάκριση στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας αποκάλυψε μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας δεν μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως, καθόσον σκοπός της ανακρίσεως είναι ιδίως να καθοριστεί κατά πόσον οι αρχικές υπόνοιες ήταν βάσιμες. Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού της πειθαρχικής διαδικασίας, δεν είναι απαραίτητο να είναι τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονται στον ενδιαφερόμενο αποδεδειγμένα προκειμένου να κινηθεί εγκύρως πειθαρχική διαδικασία. Η πειθαρχική διαδικασία αποσκοπεί ακριβώς στην αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται στον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 351 και 360)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 7

ΔΔΔΕΕ: προμνησθείσα απόφαση Giraudy κατά Επιτροπής, σκέψη 145

13.    Το γεγονός ότι η πειθαρχική διαδικασία έκλεισε χωρίς να επιβληθεί πειθαρχική κύρωση στον εμπλεκόμενο υπάλληλο δεν εμποδίζει τον δικαστή να ασκήσει έλεγχο επί της νομιμότητας της αποφάσεως περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας κατά του ενδιαφερομένου. Πράγματι, θα υπήρχε κίνδυνος αυθαιρεσίας αν γινόταν δεκτό ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει απόλυτη και απεριόριστη εξουσία να κινεί πειθαρχική διαδικασία κατά υπαλλήλου και κατόπιν να την κλείνει μη επιβάλλοντας κύρωση, χωρίς να έχει ο εν λόγω υπάλληλος τη δυνατότητα να αμφισβητήσει, την κατάλληλη στιγμή, την απόφαση περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας, λόγω του ότι δεν επιβλήθηκε κύρωση την οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να προσβάλει με ένδικη προσφυγή. Πρέπει, συνεπώς, να υπάρχει νομικός περιορισμός στη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής όταν αυτή λαμβάνει απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας. Ο περιορισμός αυτής πρέπει να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή.

Επιπλέον, θα υπήρχε κίνδυνος αυθαιρεσίας αν γινόταν δεκτό ότι οι περιπτώσεις του παρανόμου μιας αποφάσεως περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος υπαλλήλου περιορίζονται μόνο στις περιπτώσεις της καταχρήσεως εξουσίας. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει, συνεπώς, να θεωρείται ως ασκούσα τις εξουσίες της κατά τρόπο παράνομο όχι μόνο σε περίπτωση αποδείξεως της υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας, αλλά και όταν δεν υπάρχουν επαρκώς ακριβή και κρίσιμα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι ο ενδιαφερόμενος υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα.

Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας την οποία διαθέτει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και των περιορισμών που επιβάλλονται, ο δικαστικός έλεγχος οφείλει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του υποστατού των στοιχείων που έλαβε υπόψη της η διοίκηση προκειμένου να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία, της μη υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται στον ενδιαφερόμενο και της μη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 352 έως 354 και 365 έως 367)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Μαΐου 1997, T‑273/94, N κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑97 και II‑289, σκέψη 125· 17 Μαΐου 2000, T‑203/98, Τζίκης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑91 και II‑393, σκέψη 50· προμνησθείσα απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 352

14.    Το καθήκον μέριμνας αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ο ΚΥΚ δημιουργεί στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας διοικήσεως. Το καθήκον αυτό συνεπάγεται, ιδίως, ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, όταν αποφαίνεται σχετικά με την κατάσταση ενός υπαλλήλου, λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είναι ικανά να προσδιορίσουν την απόφασή της και ότι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και εκείνο του ενδιαφερομένου υπαλλήλου.

Οι επιταγές του καθήκοντος μέριμνας δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως εμποδίζουσες, άνευ άλλου τινός, την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να κινήσει και να διεξαγάγει πειθαρχική διαδικασία σε βάρος υπαλλήλου. Πράγματι, η απόφαση αυτή λαμβάνεται πρωτίστως προς το συμφέρον που έχει το όργανο για τη διαπίστωση και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τον κολασμό των εκ μέρους του υπαλλήλου παραβάσεων των υπηρεσιακών του υποχρεώσεων. Ουδεμία παράβαση του καθήκοντος μέριμνας μπορεί, συνεπώς, να προσαφθεί στο θεσμικό όργανο απλώς και μόνο διότι κίνησε πειθαρχική διαδικασία σε βάρος υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 376 έως 378)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 20 Ιουνίου 1990, T‑133/89, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑245, σκέψη 27· 6 Ιουλίου 1999, T‑112/96 και T‑115/96, Séché κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑115 και II‑623, σκέψη 147

15.    Από την αρχή της χρηστής διοικήσεως απορρέει ότι οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να διεξάγουν με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργούν κατά τρόπον ώστε κάθε διωκτική πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη. Αυτό το καθήκον επιμέλειας και τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας επιβάλλεται και όσον αφορά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας, ιδίως στην περίπτωση και από τη στιγμή που η διοίκηση έχει λάβει γνώση των πραγματικών περιστατικών και των συμπεριφορών που συνιστούν ενδεχομένως παραβάσεις των υπηρεσιακών υποχρεώσεων ενός υπαλλήλου.

Η μη εύλογη διάρκεια μιας πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να οφείλεται τόσο στη διεξαγωγή των προαπαιτουμένων διοικητικών ερευνών όσο και σ’ αυτή καθαυτήν την πειθαρχική διαδικασία. Το χρονικό διάστημα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προς εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας μιας πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι μόνον το διάστημα που αρχίζει με τη λήψη της αποφάσεως περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας. Το ζήτημα κατά πόσον η διοικητική διαδικασία, αφού κινήθηκε, διεξήχθη με την απαιτούμενη επιμέλεια επηρεάζεται από το αν παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της διαπράξεως του υποτιθέμενου πειθαρχικού παραπτώματος και της αποφάσεως περί κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας.

Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών. Κανένας ιδιαίτερος παράγων δεν είναι καθοριστικός. Πρέπει να εξετάζεται κάθε παράγων χωριστά και κατόπιν να εκτιμάται το σωρευτικό αποτέλεσμά τους. Ορισμένες καθυστερήσεις καταλογιστέες στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να μη φαίνονται υπερβολικές αν ληφθούν υπόψη μεμονωμένως, αλλά να είναι υπερβολικές ως σύνολο. Οι επιταγές όσον αφορά την επιμελή διεξαγωγή της διαδικασίας δεν βαίνουν ωστόσο πέραν των επιταγών που συμβιβάζονται με την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

Όταν, λόγω αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, μια διαδικασία έχει υπερβεί αυτή που θεωρείται κανονικά εύλογη διάρκεια, στην εν λόγω αρχή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη ιδιαιτέρων περιστάσεων ικανών να δικαιολογήσουν αυτή την υπέρβαση.

(βλ. σκέψεις 390 έως 395)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewerbe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 5 Μαΐου 1983, 207/81, Ditterich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1359, σκέψη 26

ΓΔΕΕ: 10 Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1669, σκέψη 47

ΔΔΔΕΕ: 8 Νοεμβρίου 2007, F‑40/05, Andreasen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑1‑337 και ΙΙ‑Α‑1‑1859, σκέψη 194 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία (κατά της αποφάσεως αυτής εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑17/08 P)