Language of document : ECLI:EU:T:2023:279

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 24ης Μαΐου 2023 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά των αεροπορικών μεταφορών της Ιταλίας – Καθεστώς αποζημίωσης των αεροπορικών εταιριών που κατέχουν άδεια εκδοθείσα από τις ιταλικές αρχές – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Ενίσχυση για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από έκτακτο γεγονός – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑268/21,

Ryanair DAC, με έδρα το Swords (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τον E. Vahida, τον F.-C. Laprévote, τη V. Blanc, τον S. Rating, τον Ι.‑Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη και τον D. Pérez de Lamo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον L. Flynn, την C. Georgieva και τη F. Tomat,

καθής,

υποστηριζόμενης από τις

Neos SpA, με έδρα τη Somma Lombardo (Ιταλία),

Blue panorama airlines SpA, με έδρα τη Somma Lombardo,

Air Dolomiti SpA Linee aeree regionali Europee, με έδρα τη Villafranca di Verona (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους M. Merola και A. Cogoni, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους A. Kornezov, πρόεδρο, E. Buttigieg και G. Hesse (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Νοεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Ryanair DAC ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2020) 9625 final της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.59029 (2020/N) – Ιταλία – COVID‑19: Καθεστώς αποζημίωσης των αεροπορικών εταιριών που κατέχουν άδεια εκδοθείσα από τις ιταλικές αρχές (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Με το decreto-legge n. 34 – Misure urgenti in materia di salute, sostegno al lavoro e all’economia, nonche’ di politiche sociali connesse all’emergenza epidemiologica da COVID‑19 (νομοθετικό διάταγμα 34, περί επειγόντων μέτρων στον τομέα της υγείας, της στήριξης της εργασίας και της οικονομίας καθώς και των κοινωνικών πολιτικών που συνδέονται με την επιδημιολογική κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω της COVID‑19), της 19ης Μαΐου 2020 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 128, της 19ης Μαΐου 2020, σ. 1), το οποίο μετατράπηκε, κατόπιν τροποποίησης, στον νόμο 77, της 17ης Ιουλίου 2020 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 180, της 18ης Ιουλίου 2020, σ. 1) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 34), οι ιταλικές αρχές συνέστησαν, μεταξύ άλλων, ταμείο αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστη ο αεροπορικός τομέας στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19, ύψους 130 εκατομμυρίων ευρώ.

3        Στις 14 Αυγούστου 2020 οι ιταλικές αρχές εξέδωσαν το decreto-legge n. 104 – Misure urgenti per il sostegno e il rilancio dell’economia (νομοθετικό διάταγμα 104, περί επειγόντων μέτρων για τη στήριξη και την ανάκαμψη της οικονομίας) (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 203, της 14ης Αυγούστου 2020, σ. 1). Το νομοθετικό αυτό διάταγμα εξουσιοδοτούσε, εν αναμονή της περάτωσης της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών της Ιταλικής Δημοκρατίας να χορηγήσει, εν είδει προκαταβολής, επιδοτήσεις χρηματοδοτούμενες από το συσταθέν με το νομοθετικό διάταγμα 34 ταμείο, συνολικού ύψους μη υπερβαίνοντος τα 50 εκατομμύρια ευρώ, στις αεροπορικές εταιρίες που πληρούσαν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του άρθρου 198 του νομοθετικού διατάγματος 34.

4        Στις 15 Οκτωβρίου 2020, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο ενίσχυσης συνιστάμενο σε επιδοτήσεις καταβαλλόμενες από το ταμείο που συστάθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 34 (στο εξής: επίμαχο μέτρο). Το μέτρο αυτό, η νομική βάση του οποίου είναι το άρθρο 198 του νομοθετικού διατάγματος 34, αποσκοπεί στην αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών και των λοιπών μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας που ελήφθησαν για την ανάσχεση της εξάπλωσης της πανδημίας COVID‑19.

5        Οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, όπως προκύπτουν από το άρθρο 198 του νομοθετικού διατάγματος 34, είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, η αεροπορική εταιρία δεν πρέπει να είναι δικαιούχος ταμείου συσταθέντος με άλλο νομοθετικό διάταγμα το οποίο προέβλεπε αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από την πανδημία COVID‑19 στις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατείχαν άδεια εκδοθείσα από τις ιταλικές αρχές και ήταν επιφορτισμένες με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Δεύτερον, η αεροπορική εταιρία πρέπει να διαθέτει έγκυρο πιστοποιητικό αερομεταφορέα και να κατέχει ιταλική άδεια. Τρίτον, η χωρητικότητα των αεροσκαφών της αεροπορικής εταιρίας πρέπει να υπερβαίνει τις 19 θέσεις. Τέταρτον, η αεροπορική εταιρία πρέπει να παρέχει στους υπαλλήλους της των οποίων η έδρα βάσης βρίσκεται στην Ιταλία, καθώς και στους υπαλλήλους τρίτων επιχειρήσεων που μετέχουν στη δραστηριότητά της, αμοιβή η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από την ελάχιστη αμοιβή που προβλέπει η εφαρμοστέα στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών εθνική συλλογική σύμβαση, η οποία συνήφθη από τις εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις που θεωρούνται ως οι πλέον αντιπροσωπευτικές σε εθνικό επίπεδο (στο εξής: απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής).

6        Στις 22 Δεκεμβρίου 2020, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις ως προς το επίμαχο μέτρο, με την αιτιολογία ότι το μέτρο αυτό, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας, ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά.

 Αιτήματα των διαδίκων

7        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τις παρεμβαίνουσες, Neos SpA, Blue panorama airlines SpA και Air Dolomiti SpA – Linee aeree regionali Europee, στα δικαστικά έξοδα.

8        Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

9        Οι παρεμβαίνουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλημμελή αιτιολογία

18      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ενέχει διάφορες πλημμέλειες. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν της παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της τέταρτης προϋπόθεσης επιλεξιμότητας για την ενίσχυση, ήτοι της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής, αποκλειστικά υπό το πρίσμα του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6, στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι), και όχι υπό το πρίσμα των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

19      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

20      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζονται στην αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση περί μη κίνησης της προβλεπόμενης στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημης διαδικασίας έρευνας πρέπει μόνο να περιέχει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή φρονεί ότι δεν βρίσκεται ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της συμβατότητας της οικείας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά και η έστω και συνοπτική αιτιολογία της απόφασης πρέπει να θεωρηθεί επαρκής με γνώμονα την απαίτηση αιτιολόγησης που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, εφόσον από αυτήν προκύπτουν με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες δυσχέρειες, αφού το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω απαίτηση (αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 111, και της 12ης Μαΐου 2016, Hamr – Sport κατά Επιτροπής, T‑693/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:292, σκέψη 54· πρβλ., επίσης, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψεις 65, 70 και 71).

22      Εν προκειμένω, όσον αφορά τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε στις αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, Iannelli & Volpi (74/76, EU:C:1977:51, σκέψη 14), και της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής (C‑225/91, EU:C:1993:239, σκέψη 41), κατά τις οποίες οι λεπτομέρειες χορήγησης μιας ενίσχυσης οι οποίες είναι αντίθετες προς ειδικές διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, ενδέχεται να συνδέονται άρρηκτα με το αντικείμενο της ενίσχυσης σε τέτοιον βαθμό ώστε να μην είναι δυνατόν να εκτιμηθούν μεμονωμένα, οπότε το αποτέλεσμά τους επί της συμβατότητας ή της ασυμβατότητας της ενίσχυσης στο σύνολό της θα πρέπει κατ’ ανάγκη να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (παράγραφος 92 της προσβαλλόμενης απόφασης). Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία καθόρισε τέσσερις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για την επιλογή των δυνητικών δικαιούχων του επίμαχου μέτρου και ότι, κατά την Επιτροπή, οι τέσσερις αυτές προϋποθέσεις συνδέονταν άρρηκτα με το επίμαχο μέτρο (παράγραφος 93 της προσβαλλόμενης απόφασης).

23      Εν συνεχεία, στην παράγραφο 95 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι συνέτρεχε ιδιαίτερος λόγος να εξεταστεί η τέταρτη προϋπόθεση επιλεξιμότητας, σύμφωνα με την οποία οι δικαιούχοι έπρεπε να καταβάλλουν ελάχιστη αμοιβή στους υπαλλήλους τους των οποίων η έδρα βάσης βρισκόταν στην Ιταλία. Η Επιτροπή έκρινε ότι η απαίτηση αυτή δεν ήταν σύμφυτη με τον σκοπό του επίμαχου μέτρου, δεδομένου ότι αυτό αποσκοπούσε στο να διασφαλιστεί ότι οι δικαιούχοι εγγυούνταν την προστασία της καταβολής ελάχιστης αμοιβής στους υπαλλήλους τους των οποίων η έδρα βάσης βρισκόταν στην Ιταλία, σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο. Συνεπώς, κατά την άποψή της, η συμβατότητα της εν λόγω απαίτησης έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα «άλλων σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης».

24      Στο στάδιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική βάσει της οποίας η Επιτροπή έκρινε, στην παράγραφο 93 της απόφασης, ότι η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής συνδεόταν άρρηκτα με το επίμαχο μέτρο καθώς και, στην παράγραφο 95 της απόφασης, ότι η απαίτηση αυτή δεν ήταν σύμφυτη με τον σκοπό του εν λόγω μέτρου.

25      Επιπλέον, στις παραγράφους 96 έως 98 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής ίσχυε μόνο για τους εργαζομένους των οποίων η έδρα βάσης βρισκόταν στην Ιταλία. Εκτίμησε επομένως την απαίτηση αυτή υπό το πρίσμα του άρθρου 8 του κανονισμού Ρώμη Ι, το οποίο θεσπίζει ειδικούς κανόνες σύγκρουσης νόμων σχετικά με την ατομική σύμβαση εργασίας. Διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, όλοι οι μεταφορείς που απασχολούσαν υπαλλήλους των οποίων η έδρα βρισκόταν στο ιταλικό έδαφος όφειλαν να εξασφαλίζουν την παρεχόμενη από το ιταλικό δίκαιο ελάχιστη προστασία, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας του μεταφορέα ή του εφαρμοστέου στην ατομική σύμβαση εργασίας δικαίου. Επ’ αυτής της βάσεως, κατέληξε, στην παράγραφο 99 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής αποσκοπούσε εκ πρώτης όψεως στην προστασία των εργαζομένων κατά τα προβλεπόμενα στον κανονισμό Ρώμη Ι και δεν συνιστούσε παράβαση «άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης».

26      Ακολουθώντας την ως άνω συλλογιστική, η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η μόνη κρίσιμη διάταξη, πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα της οποίας έπρεπε να εξετάσει τη συμβατότητα της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής με το δίκαιο της Ένωσης ήταν το άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη Ι.

27      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής, στην παράγραφο 99 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το οποίο η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής δεν αντέβαινε σε «άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης» δεν είναι αιτιολογημένο. Πράγματι, πέραν του άρθρου 8 του κανονισμού Ρώμη Ι, η Επιτροπή δεν ανέφερε καμία άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα της οποίας θα εξέταζε την εν λόγω απαίτηση. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν εξέθεσε κατά τρόπο σαφή και διαφανή τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η απαίτηση αυτή δεν συνιστούσε παράβαση «άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης».

28      Επιπλέον, η ως άνω πλημμέλεια στην αιτιολογία καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, όπως εκτίθεται στις παραγράφους 94 και 95 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την εξέταση της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής η Επιτροπή έλαβε υπόψη το «πλαίσιο», ήτοι την καταγγελία της Ιταλικής Ένωσης Αεροπορικών Εταιριών Χαμηλού Κόστους [Associazione italiana compagnie aeree low-fare (Aicalf)], η οποία αφορούσε το άρθρο 203 του νομοθετικού διατάγματος 34 –η διατύπωση του οποίου ήταν παρόμοια με εκείνη του άρθρου 198 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος–, ήτοι τη νομική βάση του επίμαχου μέτρου. Το περιεχόμενο της καταγγελίας αυτής επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής.

29      Σύμφωνα με την καταγγελία, η επίμαχη ιταλική ρύθμιση ήταν παράνομη καθόσον προέβλεπε ότι οι αερομεταφορείς έπρεπε να παρέχουν στους εργαζομένους τους των οποίων η έδρα βάσης βρισκόταν στην Ιταλία αμοιβή που δεν μπορούσε να είναι κατώτερη από την ελάχιστη αμοιβή που προέβλεπε η ισχύουσα στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών εθνική συλλογική σύμβαση, η οποία συνήφθη από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους εργοδότες που είχαν τη μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα σε εθνικό επίπεδο. Η Aicalf υποστήριξε ότι η εθνική συλλογική σύμβαση που μνημονευόταν στη ρύθμιση αυτή είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης διεξαχθείσας από επαγγελματική ένωση η οποία δεν ήταν αντιπροσωπευτική, καθόσον τα μέλη της αντιπροσώπευαν μόνον το 11,3 % της συνολικής εναέριας κυκλοφορίας στην Ιταλία. Κατά την Aicalf, η εν λόγω ρύθμιση συνιστούσε περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, ο οποίος εισήγε εμμέσως διάκριση.

30      Η καταγγελία στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε στις αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2007, International Transport Workers’ Federation και Finnish Seamen’s Union (C‑438/05, EU:C:2007:772), της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Laval un Partneri (C‑341/05, EU:C:2007:809), της 3ης Απριλίου 2008, Rüffert (C‑346/06, EU:C:2008:189), και της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Bundesdruckerei (C‑549/13, EU:C:2014:2235). Συναφώς, η Aicalf υποστήριξε ότι το Δικαστήριο είχε ήδη εξετάσει εθνικά μέτρα που επέβαλλαν στους αλλοδαπούς επιχειρηματίες να τηρούν τους καθορισθέντες με τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις όρους αμοιβής και τα είχε κρίνει ασύμβατα προς το δίκαιο της Ένωσης.

31      Επομένως, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή είχε επιστήσει την προσοχή της στο άρθρο 203 του νομοθετικού διατάγματος 34, το οποίο είχε παρόμοια διατύπωση με την απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής που προβλεπόταν από το επίμαχο μέτρο, και στη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά, υπό το πρίσμα, ιδίως, του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, είχε στη διάθεσή της τις σχετικές πληροφορίες.

32      Λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αυτού, η Επιτροπή βρισκόταν κατά μείζονα λόγο σε μια κατάσταση στην οποία έπρεπε να αποφανθεί αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ασκούσε επιρροή ως «άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης» υπό το πρίσμα της οποίας η Επιτροπή όφειλε ενδεχομένως να εξετάσει τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά.

33      Επομένως, η προσφεύγουσα ορθώς υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν της παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής με το δίκαιο της Ένωσης μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 8 του κανονισμού Ρώμη Ι, και όχι υπό το πρίσμα, ιδίως, της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ.

34      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, η μόνη κρίσιμη διάταξη, πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα της οποίας έπρεπε να εξετάσει τη συμβατότητα της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής με το δίκαιο της Ένωσης ήταν το άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη Ι, αποκλειομένων «άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης» και, ιδίως, του άρθρου 56 ΣΛΕΕ που κατοχυρώνει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει αν η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής ήταν συμβατή με «άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης» και, ως εκ τούτου, αν το επίμαχο μέτρο στο σύνολό του ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά.

35      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως επισημαίνεται στην παράγραφο 94 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε κινηθεί κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, διαδικασία λόγω παραβάσεως σχετικά με τη ρύθμιση την οποία αφορούσε η καταγγελία. Πράγματι, από την οικονομία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει τέτοια διαδικασία. Διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 47). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν κίνησε διαδικασία λόγω παραβάσεως δεν σημαίνει ότι η επίμαχη ιταλική ρύθμιση είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, η διευκρίνιση αυτή δεν ασκεί επιρροή επί του ανεπαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

36      Όσον αφορά την επισήμανση, στην παράγραφο 99 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «[ε]ναπόκειται στις αρμόδιες ιταλικές αρχές και, κατά περίπτωση, στα ιταλικά δικαστήρια να μεριμνούν ώστε [η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής] να υλοποιείται και να εφαρμόζεται κατά τρόπο συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης», υπενθυμίζεται ότι η εκτίμηση της συμβατότητας μιας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψη 79). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι οι ιταλικές αρχές ή τα ιταλικά δικαστήρια μπορούν να μεριμνούν ώστε η απαίτηση αυτή να υλοποιείται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να εκτιμά τη συμβατότητα μιας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, ακόμη και, κατά περίπτωση, υπό το πρίσμα άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ. Επομένως, ούτε η επισήμανση που περιέχεται στην παράγραφο 99 της προσβαλλόμενης απόφασης ασκεί επιρροή επί του ανεπαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

37      Τέλος, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία δεν μπορεί να διασαφηνίζεται a posteriori και για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, T‑461/08, EU:T:2011:494, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά τις οποίες το επίμαχο μέτρο δεν παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και η εξέταση «άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης» δεν ήταν αναγκαία, δεν μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τη διάρκεια της δίκης.

38      Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που της επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2020) 9625 final της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.59029 (2020/N) – Ιταλία – COVID19: Καθεστώς αποζημίωσης των αεροπορικών εταιριών που κατέχουν άδεια εκδοθείσα από τις ιταλικές αρχές.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ryanair DAC.

3)      Οι Neos SpA, Blue panorama airlines SpA και Air Dolomiti SpA – Linee aeree regionali Europee φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

Buttigieg

Hesse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Μαΐου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.