Language of document : ECLI:EU:T:2022:638

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2022 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων – Καθεστώτα ενισχύσεων τις οποίες χορήγησε η Ελλάδα υπό τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου για υφιστάμενα δάνεια και για νέα δάνεια με σκοπό την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα – Απόφαση κηρύσσουσα τα καθεστώτα ενισχύσεων μη συμβατά με την εσωτερική αγορά και παράνομα και διατάσσουσα την ανάκτηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων – Ενίσχυση περιοριζόμενη σε πληγείσες περιοχές – Πλεονέκτημα – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Διάρκεια της διαδικασίας – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Χρόνος παραγραφής – Άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589»

Στην υπόθεση T‑850/19,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Ε. Τσαούση, Ε. Λευθεριώτου και Α.-Ευ. Βασιλοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Α. Μπουχάγιαρ και Θ. Ραμόπουλο,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους H. Kanninen, πρόεδρο, N. Półtorak και O. Porchia (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή της, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2020/394 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τα μέτρα SA.39119 (2016/C) (πρώην 2015/NN) (πρώην 2014/CP) που εφήρμοσε η Ελληνική Δημοκρατία με τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων που συνδέονται με τις πυρκαγιές του 2007 (η παρούσα απόφαση αφορά μόνο τον γεωργικό τομέα) (ΕΕ 2020, L 76, σ. 4, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Τον Ιούλιο του 2007 εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα πυρκαγιές στους Νομούς Μαγνησίας, και συγκεκριμένα στο Πήλιο και στη νήσο Σκιάθο, Κεφαλληνίας και Αχαΐας καθώς και στην Πελοπόννησο. Τον Αύγουστο του 2007 νέες πυρκαγιές εκδηλώθηκαν στους Νομούς Μεσσηνίας, Ηλείας, Αρκαδίας, Λακωνίας και Εύβοιας καθώς και στην περιοχή Αιγιαλείας του Νομού Αχαΐας. Λόγω της κατάστασης που προκάλεσαν οι πυρκαγιές του 2007, ο Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις 25 Αυγούστου 2007.

3        Ακολούθως, η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε μέτρα για να στηρίξει τις επιχειρήσεις οι οποίες ήταν εγκατεστημένες και λειτουργούσαν στους νομούς που είχαν πληγεί από τις πυρκαγιές του 2007 (στο εξής: πληγέντες νομοί) και τις οποίες αφορούσαν ρητώς τα εν λόγω μέτρα.

4        Στις 22 Ιουλίου 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε καταγγελία σχετικά με ενίσχυση που φέρεται να χορηγήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία στην εταιρία Σόγια Ελλάς ΑΕ και στις θυγατρικές της (στο εξής, από κοινού: Σόγια Ελλάς), εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταποιήσεως γεωργικών προϊόντων, συνιστάμενη σε επιδοτήσεις επιτοκίου και εγγυήσεις του Δημοσίου για υφιστάμενα δάνεια που επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο επαναδιαπραγματεύσεως και να τύχουν περιόδου χάριτος, καθώς και για νέα δάνεια.

5        Με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της παράσχουν στοιχεία σχετικά με τις εικαζόμενες ενισχύσεις, κάτι το οποίο έπραξαν οι ελληνικές αρχές παρέχοντας λεπτομερή στοιχεία ως προς τις νομικές βάσεις των εν λόγω ενισχύσεων.

6        Στις 11 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή διαβίβασε δεύτερο έγγραφο στις ελληνικές αρχές, με το οποίο τους έθετε πρόσθετες ερωτήσεις και τους γνωστοποιούσε ότι η έρευνα σχετικά με τα ως άνω μέτρα δεν επρόκειτο να περιοριστεί στη Σόγια Ελλάς, δεδομένου ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να έχουν και άλλους δικαιούχους.

7        Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασία έρευνας για μη κοινοποιηθείσες κρατικές ενισχύσεις [υπόθεση SA.39119 (2015/NN)] και να επεκτείνει το πεδίο της έρευνάς της στο σύνολο του ελληνικού γεωργικού τομέα.

8        Στις 11 Φεβρουαρίου 2016 η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τις νομικές βάσεις των επίμαχων ενισχύσεων, τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους και τους δικαιούχους τους.

9        Με έγγραφο της 17ης Μαΐου 2016, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39119 (2016/C) (πρώην 2015/NN) (πρώην 2014/CP) – ενίσχυση στη Σόγια Ελλάς AE κ.λπ. (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας).

10      Με τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Σεπτεμβρίου 2016 (ΕΕ 2016, C 341, σ. 23), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

11      Με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της προσκομίσουν εκτίμηση σχετικά με τον αριθμό των δικαιούχων κάθε καθεστώτος που προσδιορίσθηκε στην εν λόγω απόφαση καθώς και τα ποσά των οικείων ενισχύσεων.

12      Κανένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπέβαλε παρατηρήσεις. Οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στις 23 Σεπτεμβρίου 2016. Με την απάντησή τους, ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχουν όλες τις πληροφορίες που είχαν ζητηθεί, κάτι το οποίο τελικώς έπραξαν με έγγραφα της 9ης Μαρτίου 2017 και της 21ης Φεβρουαρίου 2018.

13      Στις 7 Οκτωβρίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

14      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνον όσον αφορά δραστηριότητες που σχετίζονται με την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, ήτοι προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης ΛΕΕ, εξαιρουμένων των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, η Επιτροπή αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων που θεσπίσθηκαν δυνάμει της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 36579/B.1666/27.8.2007 (με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της) υπό τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (στο εξής: επίμαχα μέτρα) συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ οι οποίες είναι παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, με συνέπεια η Ελληνική Δημοκρατία να υποχρεούται να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 της συγκεκριμένης αποφάσεως, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται ρητώς στα άρθρα 3 και 4 της ίδιας αποφάσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά ανυπαρξία ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ο δεύτερος τον συμβατό χαρακτήρα της ενισχύσεως δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και ο τρίτος παραβίαση της αρχής περί εύλογου χρόνου της διαδικασίας και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, υπέρβαση της κατά χρόνο (ratione temporis) αρμοδιότητας της Επιτροπής, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της αναλογικότητας καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν υφίσταται ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

18      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με το δεύτερο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη αιτιολογίας. Τέλος, με το τρίτο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Στο μέτρο που το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως αλληλεπικαλύπτονται εν μέρει, πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

19      Κατά πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό ούτε συνεπάγονται κίνδυνο για τους οικονομικούς πόρους του κράτους. Συγκεκριμένα, αφενός, η απαίτηση καταβολής προμήθειας για την παροχή των εγγυήσεων θα έπληττε την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Αφετέρου, η έλλειψη προμήθειας αντισταθμίζεται από πλείονα στοιχεία. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται το κριτήριο κατά το οποίο η ενίσχυση πρέπει να χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

20      Κατά δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα δεν παρέχουν «πλεονέκτημα» στους αποδέκτες τους, με αποτέλεσμα να μην πληρούται το συγκεκριμένο κριτήριο, ενώ η ύπαρξη πλεονεκτήματος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση.

21      Η Ελληνική Δημοκρατία, μολονότι επισημαίνει ότι δεν ενήργησε εν προκειμένω ως ιδιώτης επιχειρηματίας, υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο μακροπρόθεσμης οικονομικής ορθολογικότητας και ότι η ίδια δύναται να ακολουθεί μακροπρόθεσμη πολιτική, σύμφωνη με την «κοινωνική ευθύνη» της, όπως έχει γίνει δεκτό και στην περίπτωση των ιδιωτών επιχειρηματιών. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, ενήργησε εκτός των κανόνων της αγοράς, καθόσον δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ιδιώτης επιχειρηματίας θα προέβαινε στις ίδιες ενέργειες επιδιώκοντας μακροπρόθεσμο όφελος.

22      Όσον αφορά ειδικώς τις εγγυήσεις του Δημοσίου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η έλλειψη προμήθειας δεν συνεπάγεται την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Συγκεκριμένα, αφενός, η καταβολή προμήθειας θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Αφετέρου, η έλλειψη προμήθειας αντισταθμίζεται από πλείονα στοιχεία, ιδίως δε από το ότι είχε ελεγχθεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και είχαν αποκλεισθεί οι προβληματικές επιχειρήσεις, ότι η εγγύηση χορηγούνταν εντός του ορίου του 80 % κάθε δανείου, ότι η διάρκεια των δανείων ήταν περιορισμένη χρονικά και ότι η Ελληνική Δημοκρατία εδικαιούτο να ανακτήσει από τον πρωτοφειλέτη το ποσό που είχε καταβληθεί ως εγγύηση.

23      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα δεν ελάφρυναν τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν «κανονικώς» τις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, με τα μέτρα της επιχείρησε να αντιμετωπίσει μια εξαιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι δικαιούχοι των επίμαχων μέτρων.

24      Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι τα επίμαχα μέτρα δεν είναι επιλεκτικά. Συγκεκριμένα, οι δικαιούχοι των επίμαχων μέτρων δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς παράγοντες της αγοράς. Η κατάσταση υπό την οποία τελούσαν ήταν εξαιρετική, δεδομένου ότι οι πυρκαγιές του 2007 δεν αποτελούσαν μέρος «του οικονομικού κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε επιχείρηση», όπως θεωρεί η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, τα επίμαχα μέτρα δεν νοθεύουν τον ανταγωνισμό, αλλά έχουν ως σκοπό την αποκατάσταση των συνθηκών ανταγωνισμού.

25      Κατά τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα δεν επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και δεν νοθεύουν τον ανταγωνισμό. Συναφώς, παραπέμπει στα στατιστικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι, κατά το χρονικό διάστημα από το 2008 έως το 2010, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σημείωσαν σημαντική μείωση στους πληγέντες νομούς. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά την εκτίμησή της, η Επιτροπή στηρίχθηκε εσφαλμένως στο ότι προβληματικές επιχειρήσεις μπορούσαν να ωφεληθούν από τα επίμαχα μέτρα.

26      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

27      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο της. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, EU:C:1974:71, σκέψη 27, και της 29ης Μαρτίου 2012, 3M Italia, C‑417/10, EU:C:2012:184, σκέψη 36).

29      Όσον αφορά, πρώτον, την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από την ανάλυση της αποφάσεως αριθ. 36579/B.1666/27.8.2007, η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα A 12 του δικογράφου της προσφυγής, καθώς και από τα στοιχεία απαντήσεως τα οποία δόθηκαν στην Επιτροπή από την Ελληνική Δημοκρατία και τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα A 21 του δικογράφου της προσφυγής, προκύπτει σαφώς ότι οι εγκατεστημένες στους πληγέντες νομούς επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να τύχουν ρυθμίσεως οφειλών και χορηγήσεως δανείων για κεφάλαια κίνησης, μέτρων τα οποία, αφενός, συνοδεύονταν από χρηματοδοτούμενες από τις ελληνικές αρχές επιδοτήσεις επιτοκίου, εν όλω ή εν μέρει, και για τα οποία, αφετέρου, παρεχόταν εγγύηση εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας χωρίς να απαιτείται προς τούτο η καταβολή προμήθειας από τους δικαιούχους των δανείων.

30      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις επιδοτήσεις επιτοκίου, καθόσον οι καταβλητέοι τόκοι «επιδοτούνταν» εν όλω ή εν μέρει από τον λογαριασμό του νόμου 128/1975, περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών αναφερομένων εις την λειτουργίαν του χρηματοδοτικού συστήματος, της 28ης Αυγούστου 1975 (ΦΕΚ Αʹ 178/28.8.1975), η συγκεκριμένη επιδότηση βάρυνε κατ’ ανάγκην τους οικονομικούς πόρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία, άλλωστε, δεν αμφισβήτησε το βάσιμο της αιτιολογικής σκέψεως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τόσο οι επιδοτήσεις επιτοκίου όσο και οι εγγυήσεις του Δημοσίου μπορούσαν να καταλογισθούν στο Ελληνικό Δημόσιο, χορηγήθηκαν δε με κρατικούς πόρους.

31      Όσον αφορά την εγγύηση του Δημοσίου, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι η παροχή τέτοιων εγγυήσεων με τα επίμαχα μέτρα είχε αρνητικές συνέπειες για τους πόρους της.

32      Επισημαίνεται ότι ως ενισχύσεις χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, οι παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις εν στενή εννοία, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν τα ίδια αποτελέσματα (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ., C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψη 101).

33      Από τη νομολογία προκύπτει ότι η παροχή εγγυήσεως μπορεί να συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ., C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, η εγγύηση συνεπάγεται ανάληψη κινδύνου, η οποία ανταμείβεται κατά κανόνα με προσήκουσα προμήθεια (πρβλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 65).

34      Εν προκειμένω, όμως, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραιτήθηκε από την είσπραξη προμήθειας για τη χορήγηση των εγγυήσεων που καταλέγονται μεταξύ των επίμαχων μέτρων, με συνέπεια να επιβαρυνθούν οι δημόσιοι πόροι της.

35      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα οποία άλλωστε δεν αποδείχθηκαν, περί του ότι οι χορηγηθείσες εγγυήσεις δεν ενείχαν κίνδυνο για τους δημόσιους πόρους.

36      Πράγματι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία επιβεβαίωσε, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εγγύησή της είχε ενεργοποιηθεί για ποσό άνω των 6 000 000 ευρώ. Επέμεινε ότι τα ποσά αυτά μπορούν να ανακτηθούν αυτομάτως, ως φορολογικές οφειλές, με δυνατότητα ασκήσεως ποινικής διώξεως κατά του οφειλέτη, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει τα ποσά που είχε πράγματι ανακτήσει.

37      Όσον αφορά ειδικότερα τις ασφάλειες που συνέστησαν οι δικαιούχοι των μέτρων, επισημαίνεται καταρχάς ότι η σύσταση εμπράγματης ασφάλειας δεν απαιτούνταν κατά σύστημα για όλα τα δάνεια. Επιπλέον, από το έγγραφο που επισυνάπτεται στο παράρτημα A 24 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι η σύσταση ασφάλειας εκ μέρους του δανειολήπτη εξασφάλιζε, ως αντεγγύηση, την εγγύηση του Δημοσίου μόνον κατά το 90 % του εγγυημένου ποσού, οπότε το Δημόσιο δεν διέθετε ασφάλεια για την εξόφληση του συνολικού ποσού της οφειλής.

38      Επιπλέον, είναι αληθές ότι οι επιχειρήσεις που υπέβαλαν αίτηση ρυθμίσεως οφειλών άνω των 100 000 ευρώ έπρεπε να προσκομίσουν ως δικαιολογητικό μελέτη οικονομικής βιωσιμότητας και ότι οι λοιπές επιχειρήσεις έπρεπε να συμπληρώσουν πίνακα ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα A 27 του δικογράφου της προσφυγής και στον οποίο μνημονεύονταν, μεταξύ άλλων, τα οικονομικά στοιχεία των επιχειρήσεων αυτών για τα παρελθόντα έτη 2004, 2005 και 2006 καθώς και οι εκ μέρους τους προβλέψεις οικονομικών στοιχείων για τα έτη 2007, 2008 και 2009.

39      Ωστόσο, όπως μνημονεύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 129 και 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων δεν καθορίζονταν τα οικονομικά κριτήρια βάσει των οποίων προσδιοριζόταν το όριο πέραν του οποίου μια επιχείρηση θεωρείται ότι δεν είναι πλέον βιώσιμη, οπότε η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οι χορηγηθείσες εγγυήσεις παρέχονταν αποκλειστικώς σε βιώσιμες επιχειρήσεις και ότι δεν μπορούσαν να επωφεληθούν των συγκεκριμένων εγγυήσεων οι επιχειρήσεις που δεν ήταν βιώσιμες.

40      Από τις σκέψεις 29 έως 39 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, στις αιτιολογικές σκέψεις 111 και 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίμαχα μέτρα αποτέλεσαν οικονομική επιβάρυνση για την Ελληνική Δημοκρατία.

41      Όσον αφορά, δεύτερον, το κριτήριο περί πλεονεκτήματος, κατά πάγια νομολογία, ως κρατικές ενισχύσεις χαρακτηρίζονται οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οιαδήποτε μορφή, δύνανται να ευνοήσουν, άμεσα ή έμμεσα, επιχειρήσεις ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν οικονομικό πλεονέκτημα που δεν θα μπορούσε να αποκομίσει η δικαιούχος επιχείρηση υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς (βλ. αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post, C‑399/08 P, EU:C:2010:481, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Ειδικότερα, κατά πάγια επίσης νομολογία, οσάκις το χορηγούμενο δάνειο τελεί υπό την εγγύηση των δημοσίων αρχών κράτους μέλους, ο δανειολήπτης, ακριβώς όπως και εκείνος που τυγχάνει εγγυήσεως χωρίς να απαιτείται να καταβάλει προμήθεια ως αντίτιμο, αποκτά κατά κανόνα πλεονέκτημα, καθόσον το οικονομικό κόστος που φέρει είναι κατώτερο εκείνου που θα έφερε εάν έπρεπε να λάβει την ίδια χρηματοδότηση και την ίδια εγγύηση σε τιμές της αγοράς (βλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, η παρέμβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας είχε ως αποτέλεσμα να παράσχει στις επιχειρήσεις των περιοχών που επλήγησαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν είτε δανείων με τόκους που αυτή επιδοτούσε εν όλω ή εν μέρει είτε εγγυήσεων τις οποίες χορηγούσε χωρίς οι εν λόγω επιχειρήσεις να πρέπει να καταβάλουν προμήθεια, ευεργέτημα του οποίου δεν θα μπορούσαν να τύχουν χωρίς παρέμβαση του Δημοσίου.

44      Εντούτοις, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, εν προκειμένω, δεν παρασχέθηκε πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι, καθόσον τα επίμαχα μέτρα ελήφθησαν στο πλαίσιο κρίσεως της αγοράς, εμπίπτουν στην κοινωνική ευθύνη του κράτους και ότι, λόγω της καταστάσεως αυτής, ανταποκρίνονται σε κριτήριο μακροπρόθεσμης οικονομικής ορθολογικότητας, οπότε όλοι οι ευρισκόμενοι σε παρόμοια κατάσταση ιδιώτες επιχειρηματίες θα μπορούσαν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο. Βάσει του συνόλου των ανωτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα μέτρα αυτά χορηγήθηκαν υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς.

45      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

46      Πράγματι, επισημαίνεται ότι η έννοια «κανονικές συνθήκες της αγοράς», που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος, αναφέρεται στη δυνατότητα της επιχειρήσεως να αποκομίσει στην αγορά το ίδιο όφελος με εκείνο που αντλεί από την ενίσχυση, και όχι στην εκτίμηση σχετικά με το αν η αγορά λειτουργεί ως συνήθως ή αν βρίσκεται σε κρίση (πρβλ. διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑296/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:72, σκέψη 34).

47      Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να καθορίζεται η ύπαρξη πλεονεκτήματος αναλόγως της αιτίας ή του σκοπού της ενισχύσεως, ενδεχόμενο δυνάμενο να θέσει εν αμφιβόλω τον αντικειμενικό χαρακτήρα της έννοιας του πλεονεκτήματος και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑52/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:677, σκέψεις 66 και 67).

48      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν διατείνεται ότι ενήργησε εν προκειμένω ως ιδιώτης επιχειρηματίας και δεν αμφισβητεί ότι ενήργησε υπό την ιδιότητα του φορέα δημόσιας εξουσίας. Επιχειρεί μάλλον να υπονοήσει ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια της δικής της θα μπορούσε να ενεργήσει με παρόμοιο τρόπο, μη λαμβανομένου υπόψη ότι η ίδια ενήργησε ως φορέας δημόσιας εξουσίας.

49      Καμία, όμως, διάταξη του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν απαλλάσσει από τον χαρακτηρισμό της κρατικής ενισχύσεως μια ενίσχυση η οποία, χορηγηθείσα από κράτος μέλος στο πλαίσιο της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας του, θα πληρούσε κριτήριο μακροπρόθεσμης οικονομικής ορθολογικότητας ή θα ενέπιπτε στην κοινωνική ευθύνη του, τα δε στοιχεία αυτά δύνανται, κατά τα λοιπά, να λαμβάνονται υπόψη όταν εξετάζεται, βάσει του άρθρου 107, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ, κατά πόσον μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank, C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψεις 63 και 75).

50      Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεσθεί το κριτήριο της οικονομικής ορθολογικότητας για να χαρακτηρίσει ως κανονικές τις συνθήκες της αγοράς υπό τις οποίες ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά δεν παρέχουν πλεονέκτημα στους δικαιούχους τους.

51      Από τις σκέψεις 41 έως 50 ανωτέρω προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να ανατρέψει το περιεχόμενο των αιτιολογικών σκέψεων 113 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των οποίων η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι οι δικαιούχοι των επίμαχων μέτρων επωφελήθηκαν από τα μέτρα αυτά ενώ δεν θα μπορούσαν να τύχουν του συγκεκριμένου ευεργετήματος υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, ήτοι άνευ κρατικής παρεμβάσεως, και, αφετέρου, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να εξετάσει το ζήτημα αν η αγορά λειτουργούσε κανονικά ή αν βρισκόταν σε κρίση προκειμένου να αποφανθεί ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούσαν πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

52      Όσον αφορά, τρίτον, την προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το κριτήριο περί επιλεκτικού χαρακτήρα δεν πληρούται εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα επίμαχα μέτρα χορηγήθηκαν υπέρ του συνόλου των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στις πληγείσες περιοχές, οι δε επιχειρήσεις αυτές τελούσαν σε διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση από τις εγκατεστημένες σε άλλες περιοχές.

53      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων, υποστηρίζοντας ότι η υφιστάμενη διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στις περιοχές τις οποίες αφορούσαν τα συγκεκριμένα μέτρα και των εγκατεστημένων σε άλλες περιοχές επιχειρήσεων δικαιολογείται από το ότι οι πρώτες, αντιθέτως προς τις δεύτερες, βρίσκονταν σε περιοχές οι οποίες είχαν πληγεί από τις πυρκαγιές του 2007 και έπρεπε να ανακτήσουν το προγενέστερο του εν λόγω γεγονότος οικονομικό επίπεδό τους.

54      Επομένως, η διαφοροποίηση των δύο ανωτέρω κατηγοριών επιχειρήσεων δικαιολογείται από το ότι οι επιχειρήσεις καθεμίας από τις δύο κατηγορίες βρίσκονταν σε μη συγκρίσιμη από πραγματική και νομική άποψη κατάσταση, δεδομένου ότι, κατ’ ουσίαν, όλες οι εγκατεστημένες στις πληγείσες περιοχές επιχειρήσεις είχαν υποστεί ζημίες λόγω των συγκεκριμένων πυρκαγιών.

55      Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της περιεχομένης στην αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως φράσεως, κατά την οποία οι πυρκαγιές συγκαταλέγονται στους οικονομικούς κινδύνους που ενδέχεται να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε επιχείρηση. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία ανέπτυξε το επιχείρημα αυτό επιχειρώντας να καταδείξει ότι, λαμβανομένης υπόψη της συστημικής διαταραχής της τοπικής οικονομίας που προκάλεσαν οι πυρκαγιές του 2007, τα επίμαχα μέτρα δικαιολογούνταν από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονταν, χωρίς να παράσχει καμία περαιτέρω διευκρίνιση.

56      Επισημαίνεται ότι τα μέτρα με τα οποία παρέχονται πλεονεκτήματα αποκλειστικώς σε ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες καθορίζονται βάσει του τόπου εγκαταστάσεώς τους είναι, a priori, επιλεκτικά (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 23, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψεις 60 και 61).

57      Συναφώς, εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν από περιφερειακές αρχές κράτους οι οποίες διαθέτουν, στο επίπεδο αρμοδιότητάς τους, επαρκή διαδικαστική και οικονομική θεσμική αυτονομία ή από δημόσια επιχείρηση που καθορίζει τους όρους χρήσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών της, το εφαρμοστέο πλαίσιο αναφοράς είναι το εθνικό, η δε εκτίμηση περί επιλεκτικού χαρακτήρα μέτρου από το οποίο, όπως εν προκειμένω, επωφελούνται επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τμήμα του εδάφους κράτους μέλους πραγματοποιείται σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις του συγκεκριμένου κράτους. Πράγματι, πλεονέκτημα που παρέχεται αποκλειστικώς σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τμήμα του εδάφους κράτους μέλους μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επιλεκτικό μέτρο, καθόσον ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες εντός του κράτους αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 23, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψεις 56 έως 58, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψεις 60 έως 66).

58      Εν προκειμένω, οι εγκατεστημένες στους πληγέντες νομούς επιχειρήσεις μπορούσαν να επωφεληθούν από τα επίμαχα μέτρα. Δεδομένου όμως ότι, αφενός, κατ’ εφαρμογήν των στοιχείων που μνημονεύονται στη σκέψη 57 ανωτέρω, το πλαίσιο αναφοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων είναι το εθνικό και όχι εκείνο των πληγέντων νομών και δεδομένου ότι, αφετέρου, οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στους λοιπούς νομούς της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από τα μέτρα αυτά, διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω μέτρα δεν ευνοούσαν αδιακρίτως το σύνολο των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων και ότι, κατά συνέπεια, είναι επιλεκτικά σε περιφερειακό επίπεδο.

59      Επιπλέον, τυχόν απόρριψη του επιλεκτικού χαρακτήρα αποκλειστικώς βάσει του επιδιωκόμενου σκοπού της επανορθώσεως των ζημιών που οφείλονται στις πυρκαγιές και της αποκαταστάσεως της οικονομίας των πληγέντων νομών θα απέκλειε εκ των προτέρων κάθε δυνατότητα χαρακτηρισμού ως «επιλεκτικών πλεονεκτημάτων» των πλεονεκτημάτων που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στις περιοχές οι οποίες επλήγησαν από τις πυρκαγιές του 2007. Πράγματι, θα αρκούσε η εκ μέρους των δημοσίων αρχών επίκληση του θεμιτού χαρακτήρα των σκοπών που επιδιώκονται με τη λήψη μέτρου ενισχύσεως για να μπορεί αυτό να θεωρηθεί γενικό μέτρο, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑52/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:677, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Κατά συνέπεια, αν γινόταν δεκτή μια τέτοια προσέγγιση, μέτρο το οποίο, όπως εν προκειμένω, επιδιώκει την αντιμετώπιση της καταστάσεως των επιχειρήσεων που επλήγησαν από θεομηνία θα ήταν εξ ορισμού μη επιλεκτικό και θα εξέφευγε ευθύς εξαρχής του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ περιεχομένου η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

61      Εντός αυτού του πλαισίου, άλλωστε, πρέπει να ερμηνευθεί η φράση που μνημονεύεται στη σκέψη 55 ανωτέρω.

62      Πράγματι, με τη συγκεκριμένη φράση, η Επιτροπή εννοούσε ότι το γεγονός ότι επιχειρήσεις υπέστησαν ζημίες λόγω των πυρκαγιών του 2007 καθώς και η βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας να επαναφέρει τις επιχειρήσεις στην οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν από τις πυρκαγιές αυτές δεν αρκούν ως στοιχεία για να γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα μέτρα δεν παρείχαν στους δικαιούχους τους ειδικό πλεονέκτημα και, κατά συνέπεια, δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

63      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βεβαίως, κατά τη νομολογία, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν αφορά τα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την όλη οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονται τα μέτρα αυτά (βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, BNP Paribas και BNL κατά Επιτροπής, C‑452/10 P, EU:C:2012:366, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Εντούτοις, τα στοιχεία της δικογραφίας και τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση καταδεικνύουν απλώς ότι τα επίμαχα μέτρα είχαν σκοπό να αντιμετωπίσουν, στοχευμένα, τις συνέπειες των πυρκαγιών που εκδηλώθηκαν στους πληγέντες νομούς, χωρίς πάντως να χαρακτηρίζουν το σύστημα που αφορά τα μέτρα αυτά. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς ό,τι θα επιθυμούσε η Ελληνική Δημοκρατία να γίνει δεκτό, ουδόλως αποδεικνύουν ότι η διαφοροποίηση που εισάγεται με τα μέτρα προέκυπτε από τη φύση ή την όλη οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονταν τα μέτρα και ότι, ως εκ τούτου, τα παρεχόμενα πλεονεκτήματα δεν είχαν ειδικό χαρακτήρα.

65      Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, στις αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν επιλεκτικά καθόσον, μεταξύ άλλων, τα πλεονεκτήματα που παρείχαν στους δικαιούχους ήταν εδαφικώς περιορισμένα και δεν ίσχυαν για το σύνολο των ευρισκομένων στην ελληνική επικράτεια επιχειρήσεων.

66      Κατά τέταρτον, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, στηριζόμενη σε στατιστικά στοιχεία, ότι τα επίμαχα μέτρα δεν επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και δεν νοθεύουν τον ανταγωνισμό.

67      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι να διαπιστώσει αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και αν στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Επιπλέον, όπως κρίθηκε στις σκέψεις 59 και 60 ανωτέρω, ο αντισταθμιστικός χαρακτήρας των επίμαχων μέτρων δεν μπορεί να άρει τον χαρακτήρα τους ως ενισχύσεων, οπότε το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας με το οποίο προβάλλεται ότι τα επίμαχα μέτρα αποσκοπούν στην αποκατάσταση της καταστάσεως πριν από τις πυρκαγιές του 2007 δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

69      Τα στατιστικά στοιχεία που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία αφορούν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και την προστιθέμενη αξία εντός των πληγέντων νομών, περιλαμβανομένων όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων. Επομένως, τα στοιχεία αυτά δεν επιτρέπουν τη συναγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά ειδικότερα την κατάσταση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της οικονομίας τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

70      Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν μπορεί να γίνει δεκτό ένα κράτος μέλος να αποδεικνύει με στατιστικά στοιχεία εκ των υστέρων ότι δεν επηρεάστηκαν οι συναλλαγές και ότι δεν υπήρξε νόθευση του ανταγωνισμού, τα στατιστικά στοιχεία που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία δεν δύνανται να αποδείξουν ότι δεν υπήρξε τέτοιος επηρεασμός όσον αφορά τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν τα επίμαχα μέτρα.

71      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις αποκλείονταν από τα επίμαχα μέτρα, πέραν των στοιχείων που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 37 έως 39 ανωτέρω, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το στοιχείο αυτό δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα αν τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

72      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κλόνισε το βάσιμο των αιτιολογικών σκέψεων 122 και 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες μνημονεύεται, κατ’ ουσίαν, ότι, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου με τα επίμαχα μέτρα σκοπού, καθόσον οι δικαιούχοι των μέτρων αυτών θα έπρεπε κανονικά να επωμισθούν οι ίδιοι το κόστος των ζημιών που οφείλονταν στις πυρκαγιές του 2007 και καθόσον δραστηριοποιούνταν στην άκρως ανταγωνιστική αγορά των γεωργικών προϊόντων και της δασοκομίας, που αποτελούν τομείς οι οποίοι επηρεάζονται από μέτρα που ευνοούν τις επιχειρήσεις εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους και, εν προκειμένω, από τα επίμαχα μέτρα, τα εν λόγω μέτρα απειλούσαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, με συνέπεια να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

73      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται πλάνη περί τα πράγματα και πλημμελής αιτιολογία

74      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί τα πράγματα και πλημμελή αιτιολογία.

75      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων.

76      Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τη σοβαρότητα των πυρκαγιών του 2007, η οποία απαιτούσε τη λήψη έκτακτων μέτρων, και την υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας να ακολουθεί μακροπρόθεσμη οικονομική πολιτική. Αντ’ αυτού, η Επιτροπή απλώς αποφάνθηκε στερεοτύπως ότι οι πυρκαγιές του 2007 μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «συνήθης εμπορικός κίνδυνος». Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί τα πράγματα καθώς και σοβαρή έλλειψη αιτιολογίας, πλημμέλειες κατά μείζονα λόγο επιζήμιες αν ληφθεί υπόψη ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

77      Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προέβη σε στάθμιση μεταξύ, αφενός, της σοβαρότητας της καταστάσεως που προκλήθηκε από τις πυρκαγιές του 2007 και, αφετέρου, των εθνικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεών τους στους δημοσιονομικούς πόρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, καθιστώντας παράλληλα δυνατή την επανεκκίνηση της οικονομίας και, ως εκ τούτου, την είσπραξη εσόδων από τη φορολογία.

78      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας.

79      Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής, C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Ομοίως, η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής, C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Επισημαίνεται επίσης ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το δεύτερο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στη ρητή παράθεση του σκεπτικού στο οποίο στηρίζεται η απόφαση αυτή. Εάν το σκεπτικό εμπεριέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν παραθέτει εσφαλμένο σκεπτικό. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που σκοπούν στην αμφισβήτηση του βασίμου πράξεως είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο λόγου με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής, C‑274/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:853, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Εν προκειμένω, όπως μνημονεύθηκε στις σκέψεις 52 έως 65 ανωτέρω, από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 110, 116, 118, 119 και 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί εξαιρετικής καταστάσεως που οφειλόταν στις πυρκαγιές του 2007, διότι, ιδίως και κατ’ ουσίαν, έκρινε, αφενός, ότι ο σκοπός που επιδιωκόταν με τα μέτρα αυτά δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ότι, ανεξαρτήτως των περιστάσεων αυτών, στους δικαιούχους των επίμαχων μέτρων παρασχέθηκε επιλεκτικό πλεονέκτημα, καθόσον δεν θα μπορούσαν να τύχουν του ευεργετήματος των μέτρων αυτών υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς.

83      Εξάλλου, όπως μνημονεύθηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 31 έως 39, 41 έως 43 και 51 ανωτέρω, από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 127, 129, 131 και 132 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, όσον αφορά τα μέτρα σχετικά με την εγγύηση του Δημοσίου, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, καθόσον, ιδίως και κατ’ ουσίαν, αφενός, πέραν του ότι οι οφειλέτες που επωφελούνταν των εγγυήσεων δεν ήταν κατά σύστημα υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε σύσταση ασφάλειας υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα επίμαχα μέτρα λαμβάνονταν χωρίς να απαιτείται η εκ μέρους του δικαιούχου καταβολή προμήθειας για τον κίνδυνο που αναλάμβανε το Δημόσιο και, αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε την ύπαρξη διατάξεως αποκλείουσας από το ευεργέτημα των συγκεκριμένων μέτρων τις προβληματικές επιχειρήσεις.

84      Επομένως, από τις ανωτέρω σκέψεις 82 και 83 προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τόσο τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί εξαιρετικής καταστάσεως που οφειλόταν στις πυρκαγιές του 2007 όσο και εκείνα περί πρόσθετων εξασφαλίσεων που παρείχαν οι δανειολήπτες και περί αποκλεισμού των προβληματικών επιχειρήσεων όσον αφορά τις εγγυήσεις του Δημοσίου.

85      Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή παρέλειψε, αφενός, να λάβει υπόψη τη σημασία της δυνατότητας ασκήσεως μακροπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής και, αφετέρου, να προβεί σε στάθμιση μεταξύ της οικονομικής ορθολογικότητας των επίμαχων μέτρων και των πραγματικών περιστάσεων, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά, πέραν του ότι ταυτίζονται με εκείνα τα οποία αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και τα οποία απορρίφθηκαν, είναι, καθόσον αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του βασίμου πράξεως, αλυσιτελή στο πλαίσιο λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία, σύμφωνα με τη νομολογία που εκτίθεται στη σκέψη 81 ανωτέρω.

86      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον συμβατό χαρακτήρα των καθεστώτων ενισχύσεων βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ

87      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

88      Συναφώς, υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 62 και 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα μέτρα είχαν ληφθεί χωρίς να υφίσταται άμεση συσχέτιση με τις ζημίες που προκλήθηκαν από τις πυρκαγιές του 2007, ενώ όλες οι επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στις πληγείσες περιοχές είχαν υποστεί ζημίες ευρισκόμενες σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με τις πυρκαγιές του 2007, λόγω της πλήρους παύσεως των δραστηριοτήτων μεταποιήσεως και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων στις εν λόγω περιοχές. Τούτο, άλλωστε, έχει αναγνωρισθεί, κατά την προσφεύγουσα, από τους εκπροσώπους των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

89      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά δεύτερον, ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 64 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένη, καθόσον το εν λόγω θεσμικό όργανο ουδόλως έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν ατομικά μέτρα, αλλά καθεστώτα ενισχύσεων, και ότι, κατά συνέπεια, δεν έπρεπε να εξετασθούν σύμφωνα με τα αυστηρά κριτήρια του αστικού δικαίου που διέπουν τη χορήγηση αποζημιώσεως.

90      Εν πάση περιπτώσει, είναι πρόδηλο κατά την προσφεύγουσα ότι, εν προκειμένω, έπρεπε να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι περιστάσεις, οι οποίες δεν καθιστούσαν δυνατή την ακριβή αποτίμηση των ζημιών που υπέστησαν οι επιχειρήσεις, αλλά και το ότι τα επίμαχα μέτρα ουδέποτε θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις ζημίες που πράγματι υπέστησαν οι εγκατεστημένες στις πληγείσες περιοχές επιχειρήσεις, ακόμη και αν τα παραγωγικά μέσα των επιχειρήσεων αυτών δεν επλήγησαν άμεσα από τις πυρκαγιές του 2007.

91      Η Ελληνική Δημοκρατία συνάγει εξ αυτού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλάνης περί το δίκαιο και ελλείψεως αιτιολογίας.

92      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας.

93      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ως παρέκκλιση από την κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ γενική αρχή περί μη συμβατού χαρακτήρα των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑278/00, EU:C:2004:239, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Εντούτοις, η ως άνω στενή ερμηνεία δεν συνεπάγεται και ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της παρεκκλίσεως πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε η παρέκκλιση να μην παράγει τα αποτελέσματά της. Πράγματι, μια παρέκκλιση πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τους σκοπούς που επιδιώκει (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Fastweb, C‑19/13, EU:C:2014:2194, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, μπορούν να αντισταθμιστούν, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, μόνον τα μειονεκτήματα που προκαλούνται άμεσα από θεομηνίες ή από άλλα έκτακτα γεγονότα (βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 175 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Ως εκ τούτου, ακόμη και στην περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεως, όπως εν προκειμένω, απαιτείται να πληρούνται δύο προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί να τύχει εφαρμογής η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, συγκεκριμένα δε, αφενός, η προϋπόθεση της ύπαρξης άμεσης συνάφειας μεταξύ των ζημιών που προκαλούνται από τη θεομηνία και της κρατικής ενισχύσεως και, αφετέρου, εκείνη της κατά το δυνατόν ακριβέστερης αποτίμησης των ζημιών που υπέστησαν οι οικείοι παραγωγοί (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑73/03, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2004:711, σκέψη 37).

97      Εν προκειμένω, τόσο από τα δικόγραφα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσο και από τις δηλώσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι τα επίμαχα μέτρα ελήφθησαν χωρίς να απαιτείται οι δικαιούχοι να αποδείξουν την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ζημιών που υπέστησαν και των πυρκαγιών του 2007.

98      Πράγματι, εκκινώντας από την αρχή ότι το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δεν απαιτούσε, όσον αφορά καθεστώς ενισχύσεως, όπως εν προκειμένω, την απόδειξη αιτιώδους συνάφειας, κατά την έννοια του αστικού δικαίου, μεταξύ της προκληθείσας ζημίας και του χορηγηθέντος ποσού, η Ελληνική Δημοκρατία θεώρησε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου αυτού, είχε τη δυνατότητα να εξαρτήσει τη χορήγηση των επίμαχων μέτρων αποκλειστικώς από την προϋπόθεση να είναι ο δικαιούχος των εν λόγω μέτρων εγκατεστημένος σε κάποια από τις πληγείσες περιοχές, καθόσον άπασες οι εγκατεστημένες στις συγκεκριμένες περιοχές επιχειρήσεις είχαν υποστεί ζημίες λόγω των πυρκαγιών του 2007.

99      Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι η απόδειξη και μόνον του τόπου εγκαταστάσεως στις πληγείσες περιοχές δεν καθιστά αφ’ εαυτής δυνατό, ιδίως, να διακριβωθεί ότι το ποσό που χορηγήθηκε με τα μέτρα δεν υπερέβαινε το ύψος των ζημιών τις οποίες υπέστησαν πράγματι οι δικαιούχοι των εν λόγω μέτρων και οι οποίες συνδέονταν με την επελθούσα θεομηνία και, επομένως, να ελεγχθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης υπεραντισταθμίσεως.

100    Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία επιβεβαίωσε ότι δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο τα αμφισβητούμενα μέτρα να είχαν χορηγηθεί και σε επιχειρήσεις που βρίσκονταν στους πληγέντες δήμους, πλην όμως δεν είχαν υποστεί ζημίες λόγω των πυρκαγιών του 2007.

101    Επομένως, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι πληρούνταν οι δύο προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 96 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την εξαίρεση που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

102    Επιπλέον, το γεγονός ότι εκπρόσωποι της Ένωσης μπορεί να επισήμαναν ότι οι πυρκαγιές του 2007 συνιστούσαν γεγονότα άνευ προηγουμένου ή ακόμη ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα μέσα στηρίξεως προς αρωγή των πληγέντων και της τοπικής οικονομίας δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

103    Πράγματι, τέτοιες δηλώσεις δεν δύνανται να δικαιολογήσουν το να μην πληρούν τα επίμαχα μέτρα τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, οι οποίες υπομνήσθηκαν, ιδίως, στη σκέψη 96 ανωτέρω.

104    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τις προβαλλόμενες συνθήκες εκτάκτου ανάγκης υπό τις οποίες έπρεπε να λάβει η Ελληνική Δημοκρατία τα επίμαχα μέτρα ούτε από την έκταση των ζημιών την οποία αναγνώρισαν οι εκπρόσωποι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

105    Συναφώς, και όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, επισημαίνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει την πλήρη αδυναμία της να αποτιμήσει το ύψος των ζημιών που πράγματι προκλήθηκαν λόγω των πυρκαγιών του 2007. Τούτο, άλλωστε, θα ερχόταν σε αντίφαση προς τους επιβεβαιωθέντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ισχυρισμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι προέβη, κατά την υποβολή των αιτήσεων για την υπαγωγή στα επίμαχα μέτρα, σε ενδελεχή οικονομική εξέταση σχετικά με τις επιχειρήσεις για τις οποίες χορηγούσε την εγγύησή της, προκειμένου να εξακριβώσει τη βιωσιμότητά τους.

106    Όσον αφορά την έκταση της θεομηνίας, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι δηλώσεις εκπροσώπων της Ένωσης με τις οποίες αναγνωρίζεται η σοβαρότητα της καταστροφής ή μνημονεύεται ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα μέσα στηρίξεως προς αρωγή των πληγέντων και της τοπικής οικονομίας δεν δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαίρεση των επίμαχων μέτρων από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

107    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα συνολικά ποσά που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία είναι αληθή, ήτοι συνολικό ύψος ζημιών άνω των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ καθώς και, όσον αφορά τον γεωργικό τομέα, ποσό ενισχύσεως ύψους 154 εκατομμυρίων ευρώ, η μνεία των ποσών αυτών δεν δύναται να καταδείξει ότι το ποσό των ενισχύσεων που έλαβαν οι δικαιούχοι τους ισοδυναμούσε πράγματι με εκείνο των ζημιών που υπέστησαν ατομικώς λόγω των πυρκαγιών του 2007.

108    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε σε πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών καθόσον, αφού υπενθύμισε, στην αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την απαίτηση του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ περί άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των χορηγηθεισών ενισχύσεων και των ζημιών που υπέστησαν οι δικαιούχοι των ενισχύσεων λόγω της συγκεκριμένης θεομηνίας, έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 64 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το καθεστώς χορηγήσεως των επίμαχων μέτρων δεν καθιστούσε δυνατό ούτε να διαπιστωθεί ότι των μέτρων επωφελήθηκαν πράγματι επιχειρήσεις που είχαν υποστεί ζημίες λόγω των πυρκαγιών του 2007 ούτε να θεωρηθεί ότι το ποσό των εν λόγω ενισχύσεων ήταν αντίστοιχο του ύψους των ζημιών, δεδομένου ότι τα επίμαχα καθεστώτα δεν περιελάμβαναν καμία μεθοδολογία για την κατά το δυνατόν ακριβέστερη εκτίμηση της προκληθείσας από τις πυρκαγιές ζημίας ούτε προσδιόριζαν τις επιλέξιμες δαπάνες βάσει της εν λόγω ζημίας.

109    Τέλος, δεδομένου ότι από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 62 έως 64 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγονται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις της εξαιρέσεως του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα να διαπιστωθεί έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να εφαρμόσει το συγκεκριμένο άρθρο στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

110    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως

111    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

112    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από δύο σκέλη.

113    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, καταρχάς και κατ’ ουσίαν, ότι οι εξουσίες της Επιτροπής στον τομέα της ανακτήσεως των επίμαχων ενισχύσεων προσκρούουν στην παρέλευση της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής την οποία προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9). Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει, εν συνεχεία, ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και, ως εκ τούτου, παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Τέλος, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προσδιορίσει τους δικαιούχους των επίμαχων μέτρων με τη δημοσιευθείσα ανακοίνωση, η οποία περιείχε την πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με την εξέταση των καθεστώτων ενισχύσεων, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας. Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διαταγή ανακτήσεως αντιβαίνει στις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.

114    Στο μέτρο που τα επιχειρήματα περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που προβάλλονται με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως αλληλεπικαλύπτονται με εκείνα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

115    Όσον αφορά, πρώτον, τον χρόνο παραγραφής για την ανάκτηση των ενισχύσεων, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι μεταξύ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το 2019, και της θεσπίσεως των επίμαχων καθεστώτων ενισχύσεων, το 2007, παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον των δέκα ετών, με συνέπεια να έχει εφαρμογή εν προκειμένω η προβλεπόμενη από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 παραγραφή.

116    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 ορίζει ότι οι εξουσίες της Επιτροπής στον τομέα της ανακτήσεως ενισχύσεων υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία αυτή παραγραφής εφαρμόζεται μόνο στις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η απόφαση περί ανακτήσεως που εξέδωσε το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο (απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Nelson Antunes da Cunha, C‑627/18, EU:C:2020:321, σκέψη 33).

117    Κατά τη νομολογία, αφετηρία της προθεσμίας παραγραφής είναι ο χρόνος της χορηγήσεως της ενισχύσεως στον δικαιούχο, και όχι η ημερομηνία θεσπίσεως ενός καθεστώτος ενισχύσεων. Για τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής, η ενίσχυση πρέπει να λογίζεται χορηγηθείσα στον δικαιούχο μόνον κατά τον χρόνο που αυτός πραγματικά τη λαμβάνει (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C‑81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψεις 81 και 82).

118    Εν προκειμένω, οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των επίμαχων καθεστώτων μεταξύ 27ης Αυγούστου 2007 και 31ης Δεκεμβρίου 2010.

119    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει το νωρίτερο στις 27 Αυγούστου 2007, όπως εξάλλου παραδέχθηκαν τόσο η Ελληνική Δημοκρατία όσο και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

120    Όσον αφορά τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής, η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη νέας προθεσμίας παραγραφής, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 5, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, επιβάλλει στο κράτος μέλος την υποχρέωση να παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, τούτο δε εντός των προθεσμιών που αυτή έχει τάξει. Η Επιτροπή, ζητώντας πληροφορίες από το κράτος μέλος, του γνωστοποιεί ότι έχει στην κατοχή της πληροφορίες για παράνομη χορήγηση ενισχύσεως και ότι υπάρχει το ενδεχόμενο αναζητήσεως της ενισχύσεως αυτής (απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Département du Loiret κατά Επιτροπής, T‑369/00, EU:T:2003:114, σκέψη 81).

121    Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι πρόκειται για απλή αίτηση παροχής πληροφοριών δεν έχει ως συνέπεια να μην μπορεί η αίτηση αυτή να παραγάγει έννομα αποτελέσματα ως ενέργεια δυνάμενη να διακόψει την προθεσμία παραγραφής την οποία προβλέπει το άρθρο 17 του κανονισμού 2015/1589, ανεξαρτήτως του ότι η αίτηση αυτή δεν κοινοποιήθηκε στους δικαιούχους της ενισχύσεως (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2005, Scott κατά Επιτροπής, C‑276/03 P, EU:C:2005:590, σκέψη 32, και της 10ης Απριλίου 2003, Département du Loiret κατά Επιτροπής, T‑369/00, EU:T:2003:114, σκέψη 82).

122    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατόπιν της καταγγελίας που έλαβε στις 22 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή απέστειλε στις 25 Ιουλίου 2014 έγγραφο στο οποίο μνημονεύονταν, μεταξύ άλλων, η απόφαση αριθ. 36579/B.1666/27-8-2007 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και η απόφαση αριθ. 2/54310/0025/13.09.2007 του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Με το εν λόγω έγγραφο, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές, καταρχάς, να της διαβιβάσουν όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εκτιμηθεί αν τα μέτρα αυτά ήταν συμβατά με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, εν συνεχεία, να της επισημάνουν αν τα επίμαχα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα τη χορήγηση ενισχύσεων σε άλλες, πλην της Σόγια Ελλάς, επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στον γεωργικό τομέα και στον τομέα της δασοκομίας και, τέλος, να της γνωστοποιήσουν, αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, το ποσό των καταβληθεισών ενισχύσεων.

123    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι άφησε να εννοηθεί η Ελληνική Δημοκρατία, το αντικείμενο της έρευνας δεν μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της σχετικής διαδικασίας.

124    Πράγματι, το εν λόγω έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2014 αφορούσε τις δύο αποφάσεις οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 122 ανωτέρω και οι οποίες μνημονεύθηκαν εκ νέου τόσο στην πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, ο κατάλογος των αποδεκτών των επίμαχων μέτρων ουδέποτε περιορίσθηκε στη Σόγια Ελλάς, δεδομένου ότι, ήδη με το έγγραφο περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ρώτησε την Ελληνική Δημοκρατία αν τα εν λόγω μέτρα είχαν ωφελήσει άλλες επιχειρήσεις και ότι, στην κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων, γίνεται λόγος για άλλους δυνητικούς δικαιούχους στον γεωργικό τομέα και στον τομέα της δασοκομίας.

125    Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι, όπως μνημονεύθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, η προθεσμία παραγραφής την οποία προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικώς στις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της αποφάσεως περί ανακτήσεως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η εξουσία της Επιτροπής στον τομέα της ανακτήσεως των ενισχύσεων έχει υποπέσει σε παραγραφή έναντι των λοιπών επιχειρήσεων, πλην της Σόγια Ελλάς, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

126    Ως εκ τούτου, το έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2014, με το οποίο η Επιτροπή απηύθυνε αίτημα παροχής πληροφοριών στην Ελληνική Δημοκρατία, επισημαίνοντάς της ότι είχε στην κατοχή της πληροφορίες σχετικά με παράνομη ενίσχυση και ότι υπήρχε το ενδεχόμενο αναζητήσεως της ενισχύσεως αυτής, διέκοψε τη δεκαετή προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

127    Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραγραφή διακόπηκε στις 25 Ιουλίου 2014, διαπιστώνεται ότι οι εξουσίες της Επιτροπής όσον αφορά την ανάκτηση της ενισχύσεως δεν είχαν παραγραφεί κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι στις 7 Οκτωβρίου 2019.

128    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας σύμφωνα με το οποίο το γεγονός ότι η διακοπή της προθεσμίας παραγραφής συνεπάγεται την έναρξη νέας δεκαετούς προθεσμίας θα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συνεχίσει τη διαδικασία στο διηνεκές, αρκεί η διαπίστωση, αφενός, ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν συνέχισε τη διαδικασία στο διηνεκές και, αφετέρου, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589.

129    Επομένως, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής να ανακτήσει τις επίμαχες ενισχύσεις λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 πρέπει να απορριφθούν.

130    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή της χρηστής διοικήσεως, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση που χορηγηθεί ενίσχυση χωρίς να έχει κοινοποιηθεί, η καθυστέρηση της Επιτροπής να ασκήσει τις ελεγκτικές της εξουσίες και να διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής δεν συνεπάγεται ότι η απόφαση περί ανακτήσεως είναι παράνομη, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι οποίες καταδεικνύουν πρόδηλη παράλειψη της Επιτροπής και καταφανή παράβαση της υποχρεώσεώς της επιμέλειας (απόφαση της 22ας Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Salzgitter, C‑408/04 P, EU:C:2008:236, σκέψη 106).

131    Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητείται ότι η χρονική διάρκεια της διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως οφείλεται κυρίως στο ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε τα καθεστώτα αυτά και ότι η ύπαρξή τους περιήλθε σε γνώση της Επιτροπής το πρώτον επτά έτη μετά την εκδήλωση των πυρκαγιών του 2007.

132    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μόλις η Επιτροπή έλαβε καταγγελία στις 22 Ιουλίου 2014, κίνησε τη διαδικασία έρευνας απευθύνοντας στις 25 Ιουλίου 2014 έγγραφο στις ελληνικές αρχές προκειμένου να ενημερωθεί για την εικαζόμενη ενίσχυση.

133    Εν συνεχεία, κατόπιν αλληλογραφίας με την Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία ανταλλαγή εγγράφων ανάγεται στις 11 Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε στις 17 Μαΐου 2016 την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

134    Τέλος, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 7 Οκτωβρίου 2019, κατόπιν αλληλογραφίας με την Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία ανταλλαγή εγγράφων ανάγεται στις 21 Φεβρουαρίου 2018.

135    Μολονότι, βεβαίως, το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ταχύτητα, εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αλληλουχίας των γεγονότων που συνέβησαν μεταξύ του 2014 και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή υπέρμετρη καθυστέρηση ή έλλειψη επιμέλειας κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, η οποία θα στοιχειοθετούσε παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας την οποία υπέχει.

136    Επομένως, τα επιχειρήματα σχετικά με υπέρβαση του εύλογου χρόνου και, ως εκ τούτου, με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως πρέπει να απορριφθούν.

137    Όσον αφορά, κατά τρίτον, τα επιχειρήματα περί του ότι η ανακοίνωση την οποία δημοσίευσε η Επιτροπή και η οποία περιέχει πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων ως προς την εξέταση των επίμαχων καθεστώτων ενισχύσεων προκάλεσε την εσφαλμένη εντύπωση ότι επρόκειτο αποκλειστικώς για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη Σόγια Ελλάς και ότι, ως εκ τούτου, το εν λόγω θεσμικό όργανο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή λαμβάνει την απόφασή της «αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους». Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας καλείται το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα.

138    Από τη σχετική με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ νομολογία προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν απαιτεί ατομική όχληση και ότι αποκλειστικός σκοπός της είναι να υποχρεώσει την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε όλοι οι δυνητικώς ενδιαφερόμενοι να ενημερωθούν για την κίνηση διαδικασίας και να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να διατυπώσουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αποτελεί προσήκον και επαρκές μέσο για να γνωστοποιηθεί σε όλους τους ενδιαφερομένους η κίνηση διαδικασίας (βλ. απόφαση της 9ης Απριλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑150/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:191, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

139    Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, επειδή η δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση φέρεται να προκαλούσε την εσφαλμένη εντύπωση ότι αποκλειστική δικαιούχος των εικαζομένων καθεστώτων ενισχύσεων ήταν η Σόγια Ελλάς πρέπει να εξετασθεί εντός του ως άνω πλαισίου, δηλαδή με σκοπό να διαπιστωθεί αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πράγματι κλήθηκαν οι δικαιούχοι της προς ανάκτηση ενισχύσεως προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

140    Καταρχάς, επισημαίνεται συναφώς ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν υποστηρίζει ότι η ίδια η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας προκαλεί την εν λόγω εσφαλμένη εντύπωση. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία, με τα επιχειρήματά της, απλώς επικρίνει την ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ταυτοχρόνως με τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής.

141    Εν συνεχεία, είναι αληθές ότι ο τίτλος της ανακοινώσεως κάνει λόγο για «ενίσχυση στη Σόγια Ελλάς», προσθέτοντας, όσον αφορά το κείμενο στην ελληνική γλώσσα, με λατινικούς χαρακτήρες, τη φράση «et al.», οπότε ο συγκεκριμένος τίτλος μπορεί πράγματι να προκαλέσει, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, την εντύπωση ότι η υπό εξέταση ενίσχυση αφορά αποκλειστικώς τη Σόγια Ελλάς.

142    Ωστόσο, από την παράγραφο 1 της περιλήψεως που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση προκύπτει ότι, κατόπιν της προκαταρκτικής διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «θα μπορούσαν να έχουν χορηγηθεί ενισχύσεις και σε άλλους δικαιούχους στους τομείς της γεωργίας και της δασοκομίας». Στην παράγραφο 2 της ίδιας περιλήψεως, υπενθυμίζονται οι νομικές βάσεις των καθεστώτων ενισχύσεων και επισημαίνεται ότι οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν στις περιοχές της Ελλάδας που επλήγησαν από τις πυρκαγιές του 2007.

143    Δεδομένου ότι η ανακοίνωση, συμπεριλαμβανομένης της περιλήψεως που αποτελεί μέρος της, αποτελείται από μόνο δύο σελίδες, μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από έναν επιμελή επιχειρηματία να μελετήσει το συγκεκριμένο έγγραφο, το οποίο καταδεικνύει, παραπέμποντας στα στοιχεία που μνημονεύονται στη σκέψη 142 ανωτέρω, ότι η πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων δεν αφορούσε μόνον τη Σόγια Ελλάς, αλλά το σύνολο των εγκατεστημένων στις πληγείσες περιοχές παραγωγών που είχαν λάβει τις ενισχύσεις αυτές.

144    Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 138 ανωτέρω, ένας επιμελής επιχειρηματίας ο οποίος επωφελήθηκε από τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων είχε ενημερωθεί επαρκώς από την ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε μαζί με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα, ώστε να μπορεί να θεωρήσει εαυτόν ενδιαφερόμενο μέρος ως προς την απόφαση αυτή.

145    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία επιβεβαίωσε εξάλλου το περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψεως 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που επισήμανε ότι, λαμβανομένης υπόψη της δυσχέρειάς της να προσδιορίσει τους «δικαιούχους που δραστηριοποιούνται […] στον γεωργικό τομέα και στον τομέα της δασοκομίας», θεώρησε ότι η δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα αρκούσε για να ειδοποιηθούν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

146    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα περί του ότι η δημοσιευθείσα από την Επιτροπή ανακοίνωση η οποία περιέχει την πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με την εξέταση των επίμαχων καθεστώτων ενισχύσεων προκάλεσε την εσφαλμένη εντύπωση ότι αφορούσε τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν αποκλειστικώς στη Σόγια Ελλάς και ότι, επομένως, το εν λόγω θεσμικό όργανο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας.

147    Τέλος, όσον αφορά, κατά τέταρτον, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι είχε δημιουργηθεί τόσο σε αυτή όσο και στους δικαιούχους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις, για τον λόγο ότι, επί μακρόν, η Επιτροπή δεν είχε διατυπώσει αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα των εν λόγω μέτρων, έχοντας παράλληλα λάβει γνώση της καταστάσεως που προκλήθηκε από τις πυρκαγιές του 2007, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης έχουν δοθεί στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T‑273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

148    Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής που το διατάσσει να ανακτήσει τη συγκεκριμένη ενίσχυση. Σε περίπτωση κατά την οποία γινόταν δεκτή η δυνατότητα αυτή, τούτο θα στερούσε από τις διατάξεις των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, στο μέτρο που οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν συνακόλουθα να στηριχθούν στη δική τους παράνομη συμπεριφορά για να εξουδετερώσουν την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή βάσει των εν λόγω διατάξεων της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑39/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:349, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

149    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι δηλώσεις των διαφόρων εκπροσώπων της Ένωσης, τις οποίες επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία και στις οποίες, κατ’ ουσίαν, γίνεται λόγος για τον εξαιρετικό χαρακτήρα των πυρκαγιών και των συνεπειών τους καθώς και για τη βούληση των εκπροσώπων της Ένωσης να χρησιμοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα μέσα στηρίξεως προς αρωγή των πληγέντων και της τοπικής οικονομίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν «συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις» από τις οποίες θα προέκυπτε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις.

150    Επιπλέον, πέραν του ότι, για τους λόγους που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 130 έως 136 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε εγκαίρως τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων, οπότε δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς, για τους λόγους που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 147 και 148 ανωτέρω, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

151    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθούν.

152    Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί υπερβάσεως της κατά χρόνο (ratione temporis) αρμοδιότητας, παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου καθώς και περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

153    Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντιβαίνει στις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.

154    Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα καθιστούν τις επίμαχες ενισχύσεις μη ανακτητέες.

155    Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, με τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων δεν παρέχονταν «πλεονεκτήματα», αλλά μοναδικός λόγος της θεσπίσεώς τους ήταν να διασφαλισθεί η επιβίωση της οικείας αγοράς.

156    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η υποχρέωση ανακτήσεως των ενισχύσεων αφορά μόνον τον γεωργικό τομέα μπορεί να προκαλέσει ανισότητα εις βάρος του συγκεκριμένου τομέα, τούτο δε μολονότι το αρμόδιο για τη γεωργία μέλος της Επιτροπής εξήγγειλε ότι ο τομέας αυτός θα αποτελούσε το αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας εκ μέρους της Επιτροπής.

157    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα του συνόλου των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας.

158    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως από τον δικαιούχο, εκτός εάν αυτό αντιβαίνει σε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

159    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η μέσω ανακτήσεως κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως είναι η λογική συνέπεια της διαπιστώσεως της ελλείψεως νομιμότητάς της, η δε υποχρέωση του κράτους μέλους να καταργήσει μια ενίσχυση που θεωρείται από την Επιτροπή μη συμβατή με την εσωτερική αγορά έχει ως σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑419/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:89, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

160    Με την επιστροφή αυτή, ο αποδέκτης χάνει πράγματι το πλεονέκτημα που διέθετε στην εσωτερική αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και τα πράγματα επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την καταβολή της ενισχύσεως (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑419/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:89, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

161    Επομένως, η με σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ανάκτηση μιας παράνομα χορηγηθείσας ενισχύσεως δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑419/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:89, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Εν προκειμένω, κατά πρώτον, όπως κρίθηκε στις σκέψεις 41 έως 51 ανωτέρω, τα επίμαχα μέτρα συνιστούν πλεονέκτημα για όσους επωφελήθηκαν αυτών, ακόμη και αν οι σχετικές καταβολές έγιναν λόγω της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων που χαρακτηρίζονται από την επέλευση θεομηνίας, και, όπως κρίθηκε ιδίως στις σκέψεις 136 και 151 ανωτέρω, η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν αντιβαίνει σε γενική αρχή του δικαίου.

163    Κατά δεύτερον, στο μέτρο που το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως περιορίζεται ρητώς στον γεωργικό τομέα και στον τομέα της δασοκομίας και καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία δεν υποστήριξε ότι η Επιτροπή όφειλε να διευρύνει το εν λόγω πεδίο εφαρμογής ώστε να καταλαμβάνει και άλλους τομείς της οικονομίας ούτε κοινοποίησε τέτοιες ενισχύσεις, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι διέταξε την ανάκτηση των ενισχύσεων μόνον έναντι των δικαιούχων που προσδιορίζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

164    Τέλος, είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Υπουργών της 26ης Σεπτεμβρίου 2007, το αρμόδιο για τη γεωργία μέλος της Επιτροπής ενημέρωσε την ελληνική αντιπροσωπεία για διάφορα διαθέσιμα εργαλεία (κρατικές ενισχύσεις, περιφερειακές ενισχύσεις, αγροτική ανάπτυξη) και διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι οι επιλέξιμες γεωργικές εκτάσεις για την ενιαία ενίσχυση θα εξακολουθούσαν να έχουν την ιδιότητα αυτή.

165    Ωστόσο, στο μέτρο που οι ως άνω δηλώσεις, μολονότι αφορούν τις πυρκαγιές του 2007, δεν έχουν καμία σχέση με το ζήτημα της εκτιμήσεως της νομιμότητας της διαταγής περί ανακτήσεως, δεν μπορούν να στηρίξουν λυσιτελώς τα σχετικά επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

166    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

167    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Półtorak

Porchia

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Οκτωβρίου 2022.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

M. van der Woude

 


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.